Σάββατο 24 Απριλίου 2010

O Κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσμπεργκ

O Κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσμπεργκ (γερμ. Joseph Ludwig Graf von Armansperg) (16/28 Φεβρουαρίου 1787 - 22 Μαρτίου/3 Απριλίου 1853) υπήρξε διακεκριμένος υψηλόβαθμος Βαυαρός πολιτικός στα Βασίλεια της Βαυαρίας και της Ελλάδας. Συγκεκριμένα υπήρξε πρόεδρος του συμβουλίου της Αντιβασιλείας κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του Όθωνα. Γεννήθηκε στο Κάιντζιν της Κάτω Βαυαρίας γόνος σημαίνουσας αριστοκρατικής οικογένειας. Ο παππούς του Franz Xaver Josef von Unertl υπήρξε Γραμματέας της Καγκελαρίας του Βαυαρικού Βασιλείου. Ο Άρμανσμπεργκ σπούδασε νομικά στο Landshut. Δύο χρόνια μετά την αποφοίτησή του εντάχθηκε στην βαυαρική κυβέρνηση υπηρεσία και στα 1813 ανέλαβε Πολιτικός Επίτροπος. Από το 1816 ως το 1820 υπήρξε κυβερνητικός διοικητής στις περιοχές Σπάιερ και Άουγκσμπουργκ. Το 1820 διετέλεσε διευθυντής του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εκλέχθηκε στη συνέχεια βουλευτής και αντιπρόεδρος της Βουλής όπου διακρίθηκε ως ρήτορας και για τα φιλελεύθερα αισθήματά του. Υπήρξε αρχηγός του επνομαζόμενου συνταγματικού κόμματος της Βαυαρίας. Υπηρέτησε ως υπουργός Εσωτερικών και Οικονομικών (1826-1828) και Υπουργός Οικονομικών και Εξωτερικών (1828-1831) υπό την διακυβέρνηση του βασιλιά Λουδοβίκου Α 'της Βαυαρίας, πατέρα του Όθωνα. Ήταν φιλελεύθερος μοναρχικός και συντηρητικός στην οικονομική πολιτική. Αναδιοργάνωσε τον βαυαρικό κρατικό μηχανισμό και ενίσχυσε την Βαυαρική Οικονομία. Προώθησε την ενοποίηση των κρατιδίων της Γερμανίας με τις προσπάθειές του να επιτευχθεί δασμολογική ένωση. Όντας επικεφαλής του Υπουργείου Εξωτερικών διακρίθηκε με επιτυχία σε πολλές διπλωματικές αποστολές και διαχώρισε την πολιτική του από τις αυταρχικές αντιφιλελεύθερες κατευθύνσεις του αυστριακού Υπουργού Εξωτερικών και μετέπειτα Καγκελάριου της Αυστρίας πρίγκιπα Μέττερνιχ. Ήρθε όμως σε σύγκρουση με τον καθολικό κλήρο και στη συνέχεια με την Βασιλική Αυλή της Βαυαρίας διαφωνώντας με την αποδοκιμασία του Λουδοβίκου απέναντι στην Ιουλιανή Επανάσταση της Γαλλίας το 1830. Έτσι έχασε την ευμένεια του βασιλιά Λουδοβίκου και παραιτήθηκε. Αρνήθηκε να ακολουθήσει διπλωματική καριέρα στο Λονδίνο και παρέμεινε μόνο σύμβουλος επικρατείας και γερουσιαστής. Οι σημαντικές επιτυχίες του στην οργάνωση του κρατικού μηχανισμού, η εμπειρία του Γαλλίας αξιολογήθηκαν ως ιδανικά προσόντα για την συγκρότηση και την διοίκηση του ελληνικού βασιλείου, ενώ οι φιλελεύθερες απόψεις του εξασφάλισαν την υποστήριξη της Αγγλίας και της. Έτσι ανέλαβε, παρά τις επιφυλάξεις του Λουδοβίκου, την προεδρία της τριμελούς αντιβασιλείας του Όθωνα στην Ελλάδα με τον τίτλο του Τελετάρχη. Ο Άρμανσμπεργκ αρνήθηκε να αποδεχτεί όλους τους όρους που του έθεσε ο Λουδοβίκος ως προς τις ελληνικές υποθέσεις υποστηρίζοντας ότι η άσκηση της βασιλικής εξουσίας ενός ανεξάρτητου κράτους όπως η Ελλάδα θα έπρεπε να παραμένει σχετικά ανεξάρτητη. Άλλα μέλη της Αντιβασιλείας ήταν ο καθηγητής Γκεόργκ Μάουρερ και ο υποστράτηγος Καρλ Βίλεμ Έυδεκ. Αναπληρωτής ορίστηκε ο Καρλ φον Άμπελ, ενώ ο Γιόχαν Μπάπτιστ Γκράινερ ανέλαβε ένα είδος συνδέσμου ανάμεσα στην αντιβασιλεία και τα υπουργεία. Ο 17χρονος Όθωνας έπρεπε να φτάσει στο 21ο έτος της ηλικίας του για να ενηλικιωθεί και να αναλάβει ο ίδιος τα καθήκοντα της διακυβέρνησης της χώρας.

Η αγγλική φρεγάτα Μαγαδασκάρη, πάνω στην οποία ταξίδευαν ο Όθωνας και η αντιβασιλεία έφτασε στο λιμάνι του Ναυπλίου στις 30 Ιανουαρίου 1833. Ο Άρμανσμπεργ αποβιβάστηκε μαζί με τη γυναίκα του και τις δύο κόρες του. Έφερε ήδη μαζί του τη φήμη ενός αδίστακτου και πανούργου ανθρώπου, αλλά συνάμα πολύ ευγενικού και με κομψούς τρόπους. Μέσα στα πλαίσια της Αντιβασιλείας πολύ σύντομα οι Μάουερ και Χάυδεκ ήρθαν σε σύγκρουση μαζί του και κατόρθωσαν να επιβληθούν ως πλειοψηφία, διαθέτοντας επιπλέον την ψήφο του Άμπελ. Ο Άρμανσμπεργκ με την αποχώρηση του Γκράινερ ανάλαβε και τα οικονομικά. Τόσο η αντιβασιλεία όσο και ο ίδιος ο βασιλιάς υπήρξαν κατηγορηματικά αντίθετοι στην λειτουργία κομμάτων και την δημιουργία συντάγματος. Έτσι επιβλήθηκε ένα απολυταρχικό καθεστώς με την υποστήριξη τμημάτων του Βαυαρικού στρατού. Η προσπάθεια να εγκαθιδρυθεί όμως βίαια και εντελώς εκ των άνω ένα συγκεντρωτικό κράτος βρήκε μεγάλα εμπόδια. Αργότερα η αντιβασιλεία και ο ίδιος ο Όθωνας αναζήτησε συμμαχίες με τα υπαρκτά κόμματα. Ο ίδιος ο Άρμανσμπεργκ συνεργαζόταν στενά με τον Βρετανό πρέσβη και βρήκε κατ’ επέκταση υποστήριξη από το αγγλικό κόμμα. Η συμβολή της Αντιβασιλείας στους ελληνικούς πολιτειακούς θεσμούς και την οργάνωση του κράτους υπήρξε καθοριστική για την μετέπειτα πορεία της χώρας. Η απομάκρυνση του φιλορωσικού κόμματος των Ναπαίων προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Όταν ήρθε έτσι στην επιφάνεια το σχέδιο για εξέγερση, συνελήφθηκαν οι ηγέτες του κόμματος και ο Θ. Κολοκοτρώνης. Ο Άρμανσμπεργκ και το φιλοαγγλικό κόμμα διαφώνησαν με τις επιλογές της πλειοψηφίας της αντιβασιλείας και η κρίση εντάθηκε. Ο Τερτσέτης υπήρξε προσωπικός φίλος του. Με αφορμή τη δίκη του Κολοκοτρώνη, ο Άρμανσμπεργκ κατάφερε μηχανορραφώντας να πετύχει την ανάκληση των Μάουερ και Άμπελ στα τέλη του 1834, να κερδίσει συμπάθειες στο εσωτερικό της Ελλάδας και έτσι ανέλαβε ουσιαστικά την πλήρη διακυβέρνηση της χώρας. Το καθεστώς της αντιβασιλείας του Άρμανμπεργκ διατηρήθηκε από τον Ιούλιο του 1834 ως τον Μάιο του 1835. Την περίοδο αυτή ήρθε σε σύγκρουση με τον Κωλέττη, Γραμματέα επί των Εσωτερικών, και κατ’ επέκταση με το γαλλικό κόμμα με επίκεντρο την επικράτηση στην μετά την ενηλικίωση του Όθωνα εποχή. Μάλιστα επιδίωξε να παρουσιάσει μέσω του προσωπικού γιατρού του βασιλιά τον Όθωνα διανοητικά ανίκανο ώστε να συνεχίσει ο ίδιος να κυβερνά και μετά την ενηλικίωσή του. Τελικά κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία ως καγκελάριος, παρά την αντιπάθεια που έτρεφε ο βασιλιάς για αυτόν, μέχρι το 1837 και να διώξει τον ανταγωνιστή του Κωλέττη στην θέση του πρεσβευτή της Ελλάδας στην Γαλλία. Γενικά η πολιτική της αντιβασιλείας προκάλεσε μεγάλες δυσαρέσκειες στην Ελλάδα ιδιαίτερα στο εκκλησιαστικό ζήτημα καθώς είχε σαφή στόχο να υποτάξει την Εκκλησία στο κράτος και να την αποσπάσει από το Πατριαρχείο. Έκλεισε μοναστήρια και δήμευσε μοναστηριακές περιουσίες. Έτσι διαδόθηκε η φήμη ότι οι βαυαροί ήθελαν να επιβάλλουν τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Ο ίδιος ο Άρμανσμπεργκ παραβίασε τις εντολές του επισκόπου Αθηνών να μην παντρευτούν οι κόρες του δύο αδέρφια. Η Αντιβασιλεία επιδιώκοντας την εφαρμογή ευρωπαϊκών προτύπων υποτίμησε τις ελληνικές συνθήκες και τους παλιούς αγωνιστές της επανάστασης. Η ύπαρξη του Βαυαρικού στρατού και η μη απορρόφηση των ελλήνων προκάλεσε πολλές έχθρες και ήταν η αιτία πολλών εξεγέρσεων. Κατά την μετάβαση του Όθωνα στη Βαυαρία προκειμένου να νυμφευθεί την Αμαλία η διακυβέρνησή του ήταν ακόμη πιο απολυταρχική. Έτσι όταν ο Όθωνας επέστρεψε συνοδευόμενος από τον Ρούντχαρτ αμέσως παύτηκε από τη θέση του 1837 και του αξιώματός του, προς κατευνασμό τόσο των Ελλήνων όσο και εκ των έντονων, εναντίον του, διαβημάτων της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας για την υπέρμετρα αγγλόφιλη πολιτική του. Ο Άρμανσμπεργκ στη συνέχεια επέστρεψε στη Βαυαρία με την οικογένειά του τον Μάρτιο του 1837 και τελώντας υπό τη δυσμένεια του στέμματος ιδιώτευε μέχρι του θανάτου του το 1853.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: