Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Τσαρλατάνος


 

Ο Τσαρλατάνος σταματάει στην πόλη,

ανοίγει την πραμάτεια του στο κέντρο της πλατείας

βγάζει τις πούδρες, τις κρέμες, τα γιατρικά... και τα διαφημίζει

Ο Τσαρλατάνος στήνει την εξέδρα του στο κέντρο της πλατείας

ανεβαίνει και καλεί τους κατοίκους να πλησιάσουν για ν' ακούσουν

Ο Τσαρλατάνος αρχίζει και μιλάει στο κοινό του

Η φωνή του δυνατή και διαπεραστική αφήνεται να κυριαρχήσει πάνω στη σιωπή των κατοίκων που θέλουν να πιστέψουν

Ο λόγος του στην αρχή απαλός, γαλήνιος και πειστικός ηρεμεί τους ανήσυχους και δύσπιστους και φέρνει κοντά τους εύπιστους.

Ο Τσαρλατάνος γυρεύει να κερδίσει το ανθρώπινο λογικό.

Σε λίγο ο λόγος του απότομα δυναμώνει, σκληραίνει και παθιάζεται και

συγκινεί και ενθουσιάζει

Ο Τσαρλατάνος γυρεύει να κερδίσει το ανθρώπινο θυμικό.

Οι κρέμες κάνουν τις κυρίες να μοιάζουν νεότερες. Οι αλοιφές δίνουν μαλλιά σε αυτούς που δεν έχουν, διώχνουν τα σπυράκια, τις χαρακιές και τις πληγές από τα πρόσωπα των κοριτσιών και των αγοριών.

Μπορεί να μυρίζουν άσχημα και να θυμίζουν σάπιο, αλλά αυτό το θαυματουργό φυσικό υλικό είναι που φτιάχνει το γιατρικό.

Τα χάπια δίνουν δύναμη στους αδύναμους, ανορεξία στους παχύσαρκους και όμορφες σκέψεις στους δυστυχισμένους. Μπορεί να μοιάζουν με καραμέλες και νάναι γλυκά, αλλά ποιός είπε ότι τα φάρμακα πρέπει νάναι σώνει και καλά πικρά και κακόγευστα.

Οι κολώνιες, γνωστές και διάσημες, έρχονται από τα Παρίσια και τα Λονδίνα, κρατούν πολύ και κάνουν την κάθε γυναίκα να ποθήσει και τον πιο άσκημο νέο, τον κάθε άντρα να ποθήσει την πιο ντροπαλή γυναίκα. Η μυρωδιά τους δεν είναι δυνατή, σχεδόν άοσμη. Αλλά ποιός είπε ότι σώνει και καλά οι κολώνιες πρέπει να μυρίζουν δυνατά. Μπορεί να αγγίζουν αισθήσεις που δεν είναι κατανοητές στους απλούς ανθρώπους.

Το φάρμακο τα γιατρεύει όλα. Δυό κουταλιές είναι ικανές να διώξει κάθε πόνο στο κεφάλι, στο στομάχι, την κοιλιά, τα πόδια, τα χέρια, την καρδιά. Να κατεβάσει πυρετούς μέχρι και να ζωντανέψει τους νεκρούς. Η γεύση του θυμίζει λίγο θαλασσινό νερό, αλλά είναι το ιώδιο εκείνο που το κάνει γιατρικό.

Πάρτε, λοιπόν, πατριώτες. Αγοράστε για τους εαυτούς σας, τις γυναίκες σας, τα παιδιά σας, τους γονείς σας, τους φίλους σας, ακόμη και για τα ζώα σας. Για όλους και για όλα υπάρχει η γιατρειά.


 

Ο Τσαρλατάνος τελειώνει!


 

Και ακολουθεί σιωπή! Μόνο οι φωνές των παιδιών που παίζουν ακούγονται στην πλατεία.


 

Ένας άγνωστος επισκέπτης, που τον βλέπουν για πρώτη φορά στην πόλη, πλησιάζει πρώτος και αγοράζει. Λέει πως είχε ακούσει πως στην δίπλα πόλη που μόλις είχε αφήσει για να έρθει εδώ, τα γιατρικά του Δόκτορα έκαναν θαύματα. Δεν πρόλαβε όμως να αγοράσει και να τώρα, τι τυχερός, που τον πέτυχε σε αυτήν εδώ την πόλη.


 

Ο Τσαρλατάνος κερδίζει, πουλάει πολλά, σχεδόν όλη την πραμάτεια του. Αγοράζουν όλοι, έρχονται και άλλοι που δεν άκουσαν, αλλά τους το είπαν.

Ο Τσαρλατάνος γρήγορα μαζεύει την εξέδρα του, μαζεύει ό,τι δεν πούλησε και δεν κάθεται άλλο ούτε στιγμή.

Ο Τσαρλατάνος πρέπει να φύγει να πάει σε άλλη πόλη. Τον περιμένουν.

Ο Τσαρλατάνος φεύγει!


 

Γρήγορα όμως οι κάτοικοι της πόλης ανακαλύπτουν την πλάνη τους.

Μόνο ένας παππούς επιμένει ότι έγινε καλά!

Κάποιοι δηλητηριάστηκαν, άλλοι έβγαλαν σπυριά, άλλοι βρωμούσαν για πολλές ημέρες!

Ο Τσαρλατάνος νίκησε!

Μα οι κάτοικοι τώρα ξέρουν και γρήγορα θα ξεχάσουν!

Στο κάτω κάτω της γραφής ο γιατρός της πόλης έλειπε και οι άνθρωποι πονούσαν. Τι να έκαναν!


 

Ο Τσαρλατάνος ήρθε και έφυγε!


 


 

Στο σύντροφο συνδικαλιστή που επειδή κέρδισε δυο τρεις γενικές συνελεύσεις στη σχολή του νομίζει ότι του ανήκει όλος ο κόσμος.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπροστά στις βουλευτικές εκλογές

Κώστας Παλούκης,
Συνέλευση Τ.Ε. ΑΝΤΑΡΣΥΑ Ζωγράφου,
Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ζωγράφου,
Παρασκευή, 11 Σεπτεμβρίου 2009

 
Σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα μετά από τη μάχη των Ευρωεκλογών βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα εκλογική αναμέτρηση. Κι όμως μέσα σε αυτόν τον μικρό χρόνο το σκηνικό έχει αλλάξει σημαντικά. Η ήττα της ΝΔ, η άνοδος της Ακροδεξιάς, η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ, η μεγάλη αποχή, η πτώση των ποσοστών του ΚΚΕ και η επικράτηση της ατζέντας της ακροδεξιάς είναι τα βασικά στοιχεία που έδωσαν προβάδισμα σε μια πολιτική επίθεσης στα πολιτικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα και πρόταξαν την καταστολή ως μέσο και μέτρο επίλυσης της κρίσης. Η στρατηγική αυτή επιλογή του κεφαλαίου που εκφράζεται από τη ΝΔ και τον Καραντζαφέρη όμως όχι μόνο δεν έδωσαν διέξοδο, αλλά ενέτειναν την πολιτική και ιδεολογική ρευστότητα, τα αδιέξοδα της ελληνικής πολιτικής σκηνής, τα οικονομικά προβλήματα. Αποτελεί μια επιλογή αυτή καθεαυτή εχθρική στο σύνολο της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Το αδιέξοδο αυτό έφερε σύντομα λοιπόν την κυβέρνηση μπροστά στην χρεοκοπία και την προσφυγή στις κάλπες. Για ποιο λόγο όμως; Τα λόγια του Κώστα Καραμανλή στη ΔΕΘ ως προεκλογική ατζέντα και δεσμεύσεις είναι σαφή: πάγωμα μισθών και συντάξεων, περικοπή επιδομάτων και υπερωριών, νέο μισθολόγιο δυο ταχυτήτων για το δημόσιο, αντιδραστικές αλλαγές με αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μείωση των ασφαλιστικών παροχών  στο ασφαλιστικό, περικοπές στα επιδόματα ανεργίας κ.λπ. Για τις ευθύνες των βιομηχάνων, των τραπεζιτών, των μεγαλεμπόρων δε γίνεται ούτε λόγος. Και ταυτόχρονα ο τρόπος με τον οποίο θα επιβληθούν επίσης τα λόγια του Καραμανλή στο Μέγκα δε χωρούν καμία αμφισβήτηση: καμία συνεννόηση με τις συντεχνίες, δεν μπορεί να γίνεται χαμός για κάθε μεταρρύθμιση.
Απέναντι σε αυτή τη Νέα Δημοκρατία υψώνεται ένα ΠΑΣΟΚ που δεν μπορεί να διαχωριστεί ούτε σε ένα σημείο σε επίπεδο πολιτικών αρχών και ουσίας, αφού αποδέχεται τις βασικές πολιτικές λογικές των προγραμμάτων σύγκλισης και σταθερότητας της Ε.Ε, κατηγορώντας μάλιστα τον Καραμανλή ότι τα ίδια είχε υποσχεθεί και το 2004 και το 2007 χωρίς να τα εφαρμόσει. Με δυσκολία προσπαθεί να λανσάρει ένα πιο ήπιο προφίλ. Συνολικά, λοιπόν ο αστισμός μπροστά στην τεράστια οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση αδυνατεί να προσφέρει διέξοδο, αδυνατεί να εμπνεύσει και να δώσει ένα όραμα, αδυνατεί να ενσωματώσει έστω και κάποιες υποτυπώδεις πλευρές εργατικής πολιτικής.
Έτσι, περισσότερο από ποτέ το «Κοινωνικό Ζήτημα» βρίσκεται οξυμένο στην επικαιρότητα. Και αυτό μπορεί να το βιώσει ο καθένας από εμάς στην καθημερινότητά του, στους γύρω του. Στον κόσμο των μεταναστών, στον κόσμο των νέων εργαζομένων της επισφαλούς εργασίας, των ανασφάλιστων, των εξοντωτικών ωραρίων, των απολυμένων, των νεκρών, όπως πρόσφατα στη ΛΑΡΚΟ, της οικολογικής καταστροφής, της απουσίας ελεύθερων μη εμπορευματικοποιημένων χώρων, στον κόσμο που εξοντώνει την υγεία και γεννάει ψυχικά ασθενείς και ανθρώπους με εξαρτήσεις.
Ταυτόχρονα, το ίδιο το σύστημα αναδεικνύει την Ακροδεξιά είτε ως μπαμπούλα είτε ως σημαντική και κρίσιμη εφεδρεία για μια καθαρή και χωρίς καμία ηθική περιστολή σκληρή απάντηση σε ενδεχόμενες κοινωνικές αντιδράσεις. Αλλά και μέσα στην κοινωνία σε μαζικά κομμάτια της εργατικής τάξης και των λαϊκών τάξεων η ανασφάλεια, η απομόνωση και ο διάχυτος φόβος τείνουν να εκφράζονται μέσα από τις πιο τρομαχτικές και ανατριχιαστικές ιδέες, πολιτικές, πρακτικές και κοσμοθεωρίες καθιστώντας τον ακροδεξιό λόγο ένα δυναμικό ρεύμα και την ακροδεξιά πρακτική μια καθημερινότητα.
Την ίδια στιγμή η καθεστωτική αριστερά δείχνει ανίκανη να προτάξει ένα όραμα, να προσφέρει μια δυναμική απάντησης. Από τη μία το ΚΚΕ απέδειξε τον περασμένο Δεκέμβρη πως ούτε θέλει ούτε μπορεί να αγωνιστεί πραγματικά και να οδηγήσει σε νίκες. Επιλέγει να οικοδομεί ένα μεγάλο Κομματικό Κάστρο γύρω από μια αγωνιστική συνθηματολογία, ενώ όμως αποδεικνύει σε κάθε κρίσιμη περίσταση τον ιδιαίτερα καθεστωτικό ρόλο του. Έτσι παρατηρείται η εξής αντίφαση: η ιδιαίτερα μεγάλη πτώση στα ποσοστά των ευρωεκλογών να αποσιωπηθεί ουσιαστικά, να μην προκαλέσει καμία ένταση και προβληματισμό και ταυτόχρονα να προαχθεί από τα ΜΜΕ ως η πιο σταθερή, συνεπή και εκλογικά μετρήσιμη εκδοχή της αριστεράς. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ, μπλεγμένος εξ αρχής σε μια αντιφατική σχέση εξάρτησης με το σύστημα πλήρωσε την θετική, αν και όχι τόσο τολμηρή στάση του την περίοδο του Δεκέμβρη. Έτσι, ευνοημένος από τα ΜΜΕ, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έχασε το εικονικό προφίλ που εκείνα του είχαν φτιάξει, ώστε να εσωτερικεύσει και να αναδείξει στην επιφάνεια τις τεράστιες εσωτερικές του αντιφάσεις και προγραμματικές αντιθέσεις. Πολύ εύκολα λοιπόν κατέρρευσε επιλέγοντας ουσιαστικά να «αυτοκτονήσει» παρά το αντικειμενικά καλό ποσοστό στις ευρωεκλογές, απογοητεύοντας τους χιλιάδες αγωνιστές που είχαν πιστέψει σε αυτό το εγχείρημα. Συνολικά, λοιπόν, και τα δύο κόμματα φανέρωσαν και στις συνθήκες της κρίσης την ιστορική και προγραμματική τους ανεπάρκεια.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά, συνεπώς, βρίσκεται μπροστά σε μια τεράστια πρόκληση. Ο προηγούμενος χρόνος, πολύ καυτός και κινηματικός, έδειξε πως πλευρές της δικής μας πολιτικής πρότασης μπορούν να περπατάνε, μπορούν να είναι αποτελεσματικές για τα εργατικά συμφέροντα. Θα ήμασταν τυφλοί αν δε βλέπαμε αυτές τις πολιτικές μέσα στον Δεκέμβρη, μέσα στο μεταναστευτικό κίνημα, μέσα στο φοιτητικό κίνημα, μέσα στο εργατικό κίνημα, μέσα στο κίνημα για τους ελεύθερους χώρους. Εδώ μόνο στου Ζωγράφου πλευρές αυτής της πολιτικής ανατρέψανε πλήρως την εικόνα και το σκηνικό του Δήμου. Και από τα λόγια όλων των εκπροσώπων του αστισμού και του ρεφορμισμού προκύπτει ένας κοινός παρανομαστής: ο φόβος αυτών ακριβώς των κινημάτων. Αυτή ακριβώς η εμπειρία διαμόρφωσε πανηγυρικά την Αντικαπιταλιστική Αντικαπιταλιστική Συνεργασία για την Ανατροπή. Και η πρώτη μας δοκιμή στις Ευρωεκλογές ήταν ενθαρρυντική. Απέδειξε πως εκεί που αγωνιζόμαστε και έχουμε ρόλο είμαστε και είμαστε υπολογίσιμο διακριτό πολιτικό ρεύμα. Δεν είναι τυχαίο πως στου Ζωγράφου με το Κίνημα στην Πόλη, τις επιτροπές κατοίκων, τον Αυτοδιαχειρζόμενο Κοινωνικό Χώρο, λάβαμε 1%. Γιατί ακριβώς προτάσσουμε μια άλλη συνολικότερη αντίληψη και πολιτική.
Παρόλα αυτά, αν κάποιος υποστηρίξει πως τα πράγματα είναι τέλεια για εμάς, θα είναι ψεύτης. Έχουμε τεράστιες αδυναμίες. Αδυναμίες προγραμματικές, αδυναμίες που προκύπτουν από σημαντικές διαφωνίες μεταξύ μας σε εκτιμήσεις, προτεραιότητες, τακτικές. Η ΔΕΘ είναι ενδεικτική αυτών των αδυναμιών. Δε θα τις κρύψουμε αυτές τις αδυναμίες, αλλά και ούτε θα τις αφήσουμε να μας καταβάλλουν. Κανείς δεν πιστεύει και δεν πίστεψε ποτέ πως ο δικός μας δρόμος θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Επίσης, ούτε έχουμε προχωρήσει στα αναγκαία βήματα πολιτικής ενοποίησης. Σε κάθε περίπτωση παραμένουμε ένα νέο εγχείρημα που ακόμα δοκιμάζεται. Επιλέξαμε και επιλέγουμε τους δύσκολους δρόμους. Και συνεχίζουμε γιατί ακριβώς πιστεύουμε πως ένα αντικαπιταλιστικό ρεύμα υπάρχει μέσα στην κοινωνία και ολοένα και περισσότερο αποδεικνύεται πως δε χωράει ούτε μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ ούτε μέσα στο ΚΚΕ ούτε μέσα στην Αναρχία. Αυτό ακριβώς το ρεύμα θα επιδιώξουμε να εκφραστεί μέσα από το ψηφοδέλτιό μας στις επερχόμενες εκλογές. Να λειτουργήσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ελκτικά για να αναδεχθεί ένας τρίτος πόλος, μια άλλη αριστερά της νίκης και του οράματος για μια άλλη κοινωνία. Ας παλέψουμε λοιπόν όλοι μαζί για να δούμε μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τη δικιά μας ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να φουντώνει παντού. Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για μια καινούργια άνοιξη μέσα στο καταχείμωνο.
Κάτω στο βάθος τόσα πέλματα βαριά.
Ακούω να' ρχεται καινούργιο βήμα
Τυφλή Εποχή, Μιχάλης Κατσαρός

 

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

Το αυτοκίνητο και η διαμόρφωση της σύγχρονης καπιταλιστικής βαρβαρότητας

Κώστας Παλούκης


Το 1939, ο Νόρμπερτ Ελίας, ένα γερμανός διανοούμενος της λεγόμενης Σχολής της Φρακφούρτης ή Σχολής της Κριτικής Θεωρίας, χρησιμοποίησε σε ένα πολύ σημαντικό βιβλίο, μεταφρασμένο στα ελληνικά ως «Η Εξέλιξη του Πολιτισμού», ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα. «Ας σκεφτούμε,» γράφει, «τους ανώμαλους, άστρωτους, σκαμμένους από τη βροχή και τον αέρα δρόμους σε μιά απλή κοινωνία φυσικής οικονομίας. Η κίνηση είναι με ελάχιστες εξαιρέσεις μικρή. Ο βασικός κίνδυνος έχει τη μορφή πολεμικής η ληστρικής επιδρομής. Αν οι άνθρωποι κοιτάζουν γύρω τους, αν εξερευνούν με το βλέμμα τα δέντρα και τους λόφους ή και τον ίδιο τον δρόμο σ' όλο του το μήκος, το κάνουν κατά κύριο λόγο γιατί πρέπει κάθε στιγμή να είναι προετοιμασμένοι να δεχθούν κάποιαν ένοπλη επίθεση, και δευτερευόντως ή τριτευόντως για να μην πέσουν επάνω σε κάποιον.» Ο φόβος αυτός ενδίδει στις αυθόρμητες ορμές και στα πάθη, εντείνει την επιθετικότητα, ώστε τελικά η βιαιοπραγία να συνιστά ένα αναπόφευκτο και καθημερινό γεγονός. Έτσι, απελευθερώνονται τα ένστικτα του ηγεμόνα νικητή πολεμιστή που συνεχώς πρέπει σε κάθε στιγμή να αναμετριέται με το θάνατο ή την ολική καταστροφή. Η ζωή του συνεχώς ακροβατεί ανάμεσα στην απόλυτη νίκη ή την απόλυτη ήττα. Εξάλλου, οι άνθρωποι της παραδοσιακής κοινωνίας και φυσικής οικονομίας δε προγραμματίζουν τη ζωή τους μέσα από κάποια μακρόπνοα σχέδια και στόχους. Κυριαρχεί πάντα με έναν άμεσο τρόπο το στοιχείο της συνεχούς επιβίωσης. Αντίθετα, γράφει ο Ελίας, η ζωή στις λεωφόρους μιας μεγαλούπολης στην κοινωνία της εποχής μας απαιτεί μιάν άλλη εντελώς διαμόρφωση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. «Εδώ, ο κίνδυνος να δεχθεί κανείς επίθεση από στρατιώτες ή ληστές είναι μειωμένος στο ελάχιστο. Αυτοκίνητα κινούνται πάνω – κάτω με ταχύτητα. Πεζοί και ποδηλάτες προσπαθούν να ελιχθούν μέσα σε όλον αυτόν τον συρφετό των αυτοκινήτων», τον οποίο προσπαθούν ρυθμίσουν αστυνομικοί και φανάρια. Και εδώ ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή επαγρύπνιση, αλλά για να μη χάσει μέσα σε αυτήν την ανακατωσούρα τον αυτοέλεγχό του και θέσει τον εαυτό του και τους άλλους σε κίνδυνο. Εδώ πρέπει να χαλιναγωγήσει τα πάθη του και τις ορμές του, να σεβαστεί τις προτεραιότητες και τους κανόνες, για να βγει νικητής, δηλαδή να φτάσει στον προορισμό του, μέσα από την ισορροπία μιας εύρυθμης και πετυχημένης λειτουργίας του συστήματος.
Σκοπός του Ελίας με αυτό το παράδειγμα ήταν να δείξει ότι όσο πιο σύνθετες και πολύπλοκες είναι οι καθημερινές λειτουργίες των ανθρώπων, όσο πιο πολύ οι άνθρωποι εξαρτώνται στην καθημερινότητά τους από άλλους ανθρώπους τόσο περισσότερο εξαναγκάζονται να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους με μεγαλύτερη ομοιομορφία, την υποτάσσουν σε κανόνες ευπρέπειες και σεβασμού. Έτσι διαμορφώνεται ένας συνειδητός αυτοέλεγχος, ο οποίος έχει σκοπό να εμποδίζει παραβιάσεις αυτής της ευπρέπειας. Με αυτόν τον τρόπο μετασχηματίζεται η προσωπικότητα, ολόκληρος ο ψυχικός μηχανισμός, οι συνήθειες, οι πολιτισμικές πρακτικές του ανθρώπου. Η βία, η επιθετικότητα απωθούνται και αναδύεται έτσι ο «πολιτισμένος», ειρηνευμένος και εξευγενισμένος μοντέρνος άνθρωπος.
Αλήθεια, όμως, αν τα πράγματα στις μεγαλουπόλεις των ΗΠΑ στα 1939, που ζούσε ο Ελίας αυτοεξόριστος από το ναζιστικό καθεστώς, ήταν περίπου έτσι, σήμερα στις δικές μας μεγαλουπόλεις, εδώ στην Αθήνα, συνεχίζουν να είναι; Στην πόλη με τους μικρούς ή μεγαλύτερους αυτοκινητοδρόμους μπλοκαρισμένους και φρακαρισμένους, ο άνθρωπος αναζητά να υπερβεί προς ατομικό του όφελος αυτήν την κατεκτημένη ισορροπία των προηγούμενων εποχών του, να παρακάμψει και να παραβιάσει τους κανόνες συμπεριφοράς και ευπρέπειας, γιατί ακριβώς το εξευγενισμένο σύστημα δεν είναι αποτελεσματικό για τον ίδιο. Χρειάζεται να φανεί πιο έξυπνος και πιο μάγκας από τους άλλους, να βρει τον καλύτερο δρόμο, να μην παραχωρεί προτεραιότητα, να αδιαφορεί στις διασταυρώσεις, να οδηγεί γρήγορα και επιθετικά, επικίνδυνα, αδιάφορα για τους άλλους, να βρει εκείνος την θέση για παρκάρισμα, να αναδειχθεί αυτός ο νικητής και ο ηγεμόνας στους δρόμους απέναντι στους ηττημένους άλλους. Σε κάθε στενό αντιμετωπίζει τον κίνδυνο ο άλλος να φανεί πιο έξυπνος και πιο γρήγορος, να συγκρουστεί, να τραυματιστεί ή και να σκοτωθεί. Η οπτική ξαναεπιστρέφει στην άμεση επιβίωση του παρόντος, στην άμεση και γρήγορη νίκη, αδιαφορώντας για το σύνολο και για το αύριο. Ο «ειρηνευμένος άνθρωπος» μετατρέπεται σε έναν «πολεμιστή» που «κάθε φορά που γυρίζει το πανηγυρίζει» και κάθε φορά αυτό το πανηγύρι θέλει να είναι πιο μεγάλο. Οι ορμές και τα πάθη απελευθερώνονται και η αναζήτηση της νίκης, φετιχοποιείται, γίνεται αυτοσκοπός και μοναδική απόλαυση. Οι αυτοκαταναγκασμοί δεν είναι πλέον βιωμένοι, ενσωματωμένοι στην ψυχοσύνθεση ως μια φυσιολογική κανονική συμπεριφορά, αλλά βίαια επιβεβλημένοι από ένα σύστημα που δε λειτουργεί και δεν προσφέρει τίποτα. Ο άνθρωπος-οδηγός θέλει να τους υπερβεί, να απελευθερωθεί με κάθε τίμημα, ακόμη και σε βάρος των άλλων: στις γυναίκες (ας μην ξεχνάμε τον ρατσισμό που βιώνει η γυναίκα οδηγός), στους αδύνατους πεζούς γέρους και γριές, παιδιά, ποδηλάτες και μοτοσυκλετιστές, τους «διαμαρτυρόμενους αριστερούς που όλο κάνουν πορείες» και γενικά μίσος για τους άλλους. Μια τέτοια κουλτούρα αναζητά το πιο ογκώδες και επιβλητικό αυτοκίνητο, βλ. τζιπ, ως καλύτερο και πιο ταξικό εργαλείο (αφού νικά το μικρό Φιατάκι), σε αυτήν την καθημερινή μάχη. Αυτή η κουλτούρα επιβάλλει ως «ωραίο» την επιτυχία σε αυτό το άγριο παιχνίδι. Ο «πολιτισμένος» άνθρωπος επιστρέφει στην βαρβαρότητα. Και αυτή είναι η βαρβαρότητα του σύγχρονου άγριου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Η μόνη λύση να συντονίσουμε αυτά τα ατομικά ξεσπάσματα που κάνουν ακόμη πιο άγρια την κατάσταση, εντείνουν τον βάρβαρο ανταγωνισμό, σε μικρότερες ή μεγαλύτερες συλλογικές εκρήξεις, σε μια μεγάλη και δυνατή ρήξη, για να ξανακερδίσουμε τη ζωή μας και την ανθρωπιά μας. Τον τελευταίο καιρό η εμφάνιση μαζικών και αγωνιστικών Επιτροπών Αγώνα για τους ελεύθερους χώρους και το πράσινο από κατοίκους οι οποίοι διεκδικούν και απαιτούν μια καλύτερη ποιότητα ζωής στο σήμερα, είναι μένα πολύ ελπιδοφόρο φαινόμενο κινητοποίησης των "από κάτω". Γιατί δημιουργούν εκείνους ακριβώς τους αντιθεσμούς και προκαλούν εκείνην ακριβώς την δραστηριοποίηση της εργαζόμενης πλειοψηφίας και ιδιαίτερας της νέας εργατικής βάρδιας η οποία μπορεί να πάει πολιτικά κόντρα στους δημοτικούς και κρατικούς θεσμούς, στις ευρωπαϊκές, κυβερνητικές και δημοτικές πολιτικές και να επιβάλλει συνολικά μια άλλη κουλτούρα συμβίωσης που ενδεχομένως να δείξει τη δυνατότητα και το δρόμο για μια άλλη κοινωνία.

«Η εξέγερση της Σερίφου»

«Η εξέγερση της Σερίφου»

Αντώνης Αντωνίου
Νατάσα Κεφαλληνού
Κώστας Παλούκης
ανακοίνωση της ομάδας Ιστορίας του ΝΑΡ
στο camping της νΚΑ,
Σέριφος Ιούλιος 2008

Για το εργατικό κίνημα (γενικά)



Ο εργατικός πληθυσμός στα τέλη του 19ου αιώνα αποτελείται από εργάτες τεχνίτες και εργάτες υπαλλήλους (κουρείς, βυρσοδέρψες, τυπογράφους, οικοδόμους, καπνεργάτες κλπ). Τα επαγγέλματα αυτά είναι κυρίως αντρικά, εκτός από την καπνεργασία. Εμπεριέχουν το στοιχείο της τέχνης. Δομούνται πάνω σε παραδοσιακές ιεραρχίες οι οποίες βασίζονται στη γνώση της ειδικότητας, τα χρόνια στην εργασία, την ηλικία. Σε αυτά τα επαγγέλματα εργάζονται και παιδιά σε πολύ μικρή ηλικία, συνήθως αμισθί για να μάθουν την τέχνη. Οι ηλικίες είναι κυρίως μικρές, ενώ τα επαγγέλματα διακρίνονται με βάση τους τόπους καταγωγής. Ο συνδικαλισμός είναι παραδοσιακός και δημιουργείται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με το κίνημα των Συντεχνιών.
Οι εργασιακές συνθήκες ποικίλουν, ανάλογα με τη δύναμη του σωματείου. Η ίδρυση των σιδηροδρόμων, των τραμ και η εισαγωγή του ηλεκτρικού φωτός δημιουργούν, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου, μια νέα κατηγορία εργατών. Εργάτες σε τραίνα, τραμ, φωταεριεργάτες κλπ. Κυρίως άντρες. Πρόκειται για πιο μοντέρνες δομές εργασίας. Ειδικά οι εργάτες του τραίνου είναι οι καλύτερα αμειβόμενοι. Έχουν ισχυρό συνδικαλισμό, πλην όμως των σιδηροδρομικών εργατών οι υπόλοιπες κατηγορίες βρίσκονται σε πολύ δύσκολες εργασιακές συνθήκες.
Η ανάπτυξη της βιομηχανίας/βιοτεχνίας που υπερβαίνει τα παραδοσιακά συντεχνιακά μοντέλα παραγωγής, διαμορφώνει και το μοντέρνο προλεταριάτο. Πολλές όμως βιομηχανίες συνυπάρχουν με τις βιοτεχνίες (ταπητουργία, κλωστοϋφαντουργία, υφαντουργία, ποτοποιία, χαρτοποιία, χημική βιομηχανία, πυριτοποιίο, καπνεργοστάσιο, μηχανουργία κλπ). Σημαντικός κλάδος εργατών είναι οι μεταλλεργάτες, ένας κλάδος που βιώνει τις πιο δύσκολες και αντίξοες εργασιακές συνθήκες και ξεσπάει συχνά σε εξεγέρσεις. Στους κλάδους αυτούς εργάζονται άντρες, αλλά και γυναίκες σε διαφορετικού τύπου εργασίες. Γενικά η εργασία καταμερίζεται κατά φύλο. Οι συνθήκες εργασίας είναι πάρα πολύ ιεραρχημένες και τα εργοστάσια οργανώνονται πάνω σε σύγχρονες μεθόδους. Σε αυτούς τους κλάδους οργανωμένοι συνδικαλιστικά είναι μόνο οι παλιοί σε κλωστοϋφαντουργικά εργοστάσια. Το ζήτημα που τίθεται διαρκώς στην περίοδο του μεσοπολέμου είναι η συνδικαλιστική οργάνωση αυτών των νέων εργατικών κλάδων.    
Τέλος, υπάρχουν οι εργάτες γης, οι οποίοι ουσιαστικά είναι μικροϊδιοκτήτες και εργάζονται περιστασιακά σε κτήματα μεγαλεμπόρων και μεγαλοκτηματιών, τα οποία συνεχίζουν να υπάρχουν στην Πελοπόννησο. Το κομμάτι αυτό θα κινητοποιηθεί κυρίως την περίοδο της σταφιδικής κρίσης. Το πιο δυναμικό και πιο προλεταριακό κομμάτι όμως είναι οι εργάτες της Θεσσαλίας. Οι εργάτες αυτοί, στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διατηρούσαν κάποια εθιμικά προνόμια πάνω στην παραγωγή και τη γη. Με την προσάρτηση όμως στην Ελλάδα χάνουν όλα τους τα προνόμια καθώς επικρατεί το αστικό δίκαιο.

Το συντεχνιακό- παρτεναλιστικό σύστημα

Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι αξίες, οι αρχές, τα πρότυπα και οι μορφές οργάνωσης των εργατών αντιστοιχούν στο συντεχνιακό μοντέλο, ακόμα και αν οι παραγωγικές δομές είναι περισσότερο βιομηχανικές. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Στο παραδοσιακό παραγωγικό μοντέλο που κυριαρχούσε στην ελληνική κοινωνία, οι όροι οργάνωσης της εργασίας δεν καθορίζονταν μόνο από εργοδότες. Οι επιδιώξεις των εργατών συνδιαμόρφωναν αυτούς τους όρους. Διότι, αν οι εργοδότες αντιμετώπιζαν την οργάνωση της παραγωγής από τη σκοπιά του χαμηλού κόστους παραγωγής, οι ειδικευμένοι εργάτες την αντιμετώπιζαν με μια ριζωμένη αντίληψη περί «ηθικής τάξεως» στην οικονομία. Η στάση τους χαρακτηριζόταν ηθική για δύο λόγους: Αφ' ενός ερχόταν σε αντίθεση με την επιχειρηματική νοοτροπία του κέρδους που επέβαλλαν οι κανόνες λειτουργίας της αγοράς στην οργάνωση των επιχειρήσεων και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Οι εργάτες αυτοί είχαν συνηθίσει να εργάζονται με τέτοιο τρόπο, που με τα σημερινά κριτήρια λειτουργίας των επιχειρήσεων θα θεωρούνταν εντελώς αντιπαραγωγικός. Αφ' ετέρου απηχούσε ένα σύνολο λαϊκών αντιλήψεων για το πώς πρέπει να είναι και να λειτουργούν οι κοινωνικές σχέσεις. Βασικά συστατικά στοιχεία των αντιλήψεων ήταν η ποιότητα της εργασίας και η εξασφάλιση της. Γενικά, η παραγωγική διαδικασία στο συντεχνιακό μοντέλο δεν διαχωρίζεται από τον ελεύθερο χρόνο, ούτε διακρίνεται από την οικογένεια, αφού και αυτή συμμετέχει ενεργά πολλές φορές. Δεν υπάρχει πίεση χρόνου και παραγωγικότητας, αλλά ποιότητα εργασίας και τελικά ο έλεγχος του εργάτη πάνω στο παραγόμενο προϊόν. Η εργασία είναι μια τέχνη ενσωματωμένη στην καθημερινότητα του εργάτη. Όμως ένας αυστηρός και προκαθορισμένος καταμερισμός εργασίας και αντίστοιχα μισθολογικός διαχωρισμός εφαρμοζόταν κατά φύλο, ηλικία και εμπειρία. Ο καταμερισμός αυτός αντανακλά την πατριαρχική και οικογενειακή βάση της ελληνικής κοινωνίας, όπως δομήθηκε αρχικά στην αγροτική μικροϊδιοκτησία και επεκτάθηκε σε όλα τα επαγγέλματα υιοθετώντας τις παραδόσεις των οθωμανικών συντεχνιών. Το συντεχνιακό αυτό μοντέλο αντανακλά το κοινοτιστικό περιβάλλον των μικρών πόλεων και κοινοτήτων και δεν θεωρούταν εχθρικό προς την κοινωνία, αλλά βασικό και θεμελιακό στοιχείο της προόδου της. Έτσι, η έννοια εργάτης είναι πολύ διαφορετική από τη σημερινή, σημαίνει ο παραγωγός, αυτός που προσφέρει στην οικογένεια και ευρύτερα στο κοινωνικό σύνολο. Οι ίδιες οι συντεχνίες καλλιεργούν έναν αντίστοιχο λόγο, ηθικής προσφοράς στο κοινό και δημιουργούν αντίστοιχες δομές, όπως π.χ. τα αλληλοβοηθητικά σωματεία. Συμβάλλουν στην ίδρυση σχολείων, τη φροντίδα των αρρώστων, δημιουργώντας ένα εσωτερικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Οι λιγοστές βιομηχανίες που εμφανίζονται δεν ανατρέπουν σε αυτή τη φάση το γενικό αυτό μοντέλο. Οι γυναίκες που εργάζονται σε αυτές το κάνουν για συγκεντρώσουν προίκα μέχρι να παντρευτούν ή εργάζονται περιστασιακά ή και πιο μόνιμα για να ενισχύσουν το οικογενειακό εισόδημα.
Η εισαγωγή όμως των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής και η ανάπτυξη του εταιρικού μοντέλου δε διαλύει αρχικά αυτές τις δομές, αλλά τις ενσωματώνει. Στα μεταλλεία γίνεται θα λέγαμε ακριβώς αυτό πράγμα: το συντεχνιακό μοντέλο εξελίσσεται σε πατερναλιστικό. Ο ιδιοκτήτης-εργοδότης συμμετέχει στο αξιακό σύστημα των εργατών και αναλαμβάνει να προστατεύει τους εργάτες. Καθώς όμως το βιομηχανικό μοντέλο απομακρύνεται από τον παρτεναλισμό, οι σχέσεις κεφαλαίου εργασίας οξύνονται, καθώς δημιουργείται ένα προλεταριάτο ολοένα και περισσότερο κοντά στη σύγχρονη έννοια. Με αυτόν τον τρόπο το συντεχνιακό σύστημα δοκιμάζεται καθώς φαίνεται ότι δεν ωφελεί πλέον τους εργάτες. Εμφανίζονται μια σειρά από νέα αιτήματα (όπως, δεκάωρο ή οχτάωρο, συμμετοχή του εργοδότη στην ασφάλιση, αποζημιώσεις, συντάξεις από τον εργοδότη) ή γενικότερα προβάλλεται το αίτημα της επιστροφής στο παλιότερο και πιο ηθικό μοντέλο οργάνωσης της εργασίας. Αυτά τα αιτήματα όμως δεν προκύπτουν απαραίτητα ως «μοντέρνα», αλλά από την παλιότερη αντίληψη για την υπεύθυνη και ηθική συμμετοχή και προσφορά του εργοδότη στην κοινότητα και στο γενικό καλό. Με κάποιο τρόπο δηλαδή η αντίδραση στην καταστροφή του «παλιού» κόσμου μεταδίδει και μεταφέρει αξίες που «εκμοντερνίζονται». Ο παλιός κοινοτίστικος κόσμος γίνεται ένα όραμα για μια νέα κοινωνία.

Μεταλλεία

Μερικές δεκαετίες μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, στη δεκαετία του 1870 (συγκυρία ευνοϊκή για την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας), ιδιώτες παίρνουν
πρωτοβουλίες που αφορούν το μεταλλευτικό τομέα (εξερευνήσεις κοιτασμάτων, συγκρότηση αντίστοιχων εταιρειών, παραχωρήσεις κοιτασμάτων από το κράτος σε ιδιώτες). Ο «πυρετός» των μεταλλευτικών εταιρειών δεν έχει πάρα πολλά αποτελέσματα (από τις 29 εταιρείες που ιδρύθηκαν μόνο 4 ή 5 λειτούργησαν). Κατά κανόνα η δραστηριότητα αυτών των νέων και συχνά ευκαιριακών επιχειρήσεων δεν απέκτησε κάποια συστηματικότητα, παρά μόνο το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1880 (οπότε ιδρύονται σημαντικές εταιρείες από ξένους επενδυτές) και κυρίως την επόμενη δεκαετία, όπου όλος ο τομέας άρχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς. Σε όλο τον 19ο αιώνα ο μεταλλευτικός τομέας περιορίζεται στην εξόρυξη και εξαγωγή των μεταλλευμάτων, κυρίως σε ακατέργαστη μορφή. Ο προσανατολισμός στις εξαγωγές οφείλεται στην έλλειψη ζήτησης από την εσωτερική αγορά, ενώ η μη κατεργασία των μεταλλευμάτων είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας εκσυγχρονισμού/εκμηχάνισης του συγκεκριμένου τομέα (συνολικό φαινόμενο της ελληνικής βιομηχανίας). Αξίζει εδώ να σημειώσουμε πως στον κλάδο παρατηρείται έντονη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού, που απασχολείται με μόνιμες/σταθερές σχέσεις εργασίας. Με το γύρισμα του αιώνα, στις πρώτες δεκαετίες, πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά θα παραμείνουν, ενώ θα παρατηρηθούν και κάποιες διαφοροποιήσεις. Μία από αυτές είναι η αύξηση των μεταλλευτικών επιχειρήσεων: Στα 1909, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές του κράτους, λειτουργούσαν σε όλη την Ελλάδα 44 μεταλλεία, στα οποία απασχολούνται συνολικά 11.274 εργάτες.
Πως συγκροτούνταν μέσα στο χώρο και πως λειτουργούσε όμως ένα μεταλλείο στις αρχές του 20ου αιώνα στην Ελλάδα; Με τον όρο μεταλλείο εννοούμε το ορυχείο μετάλλων, καθώς και το σύνολο των σχετικών εγκαταστάσεων. Στόχος της παραγωγικής δραστηριότητας ήταν η εξόρυξη, δηλαδή η απόσπαση ορυκτών από το έδαφος. Οι εργασίες εκτελούνταν κυρίως υπόγεια: Με εκρηκτικές ύλες, στοιχειώδεις μηχανικά μέσα και κατά κύριο λόγο χειρωνακτική εργασία διανοίγονταν γαλαρίες (στοές) εντός του υπεδάφους, για την εύρεση και αφαίρεση των κοιτασμάτων. Οι στοές αυτές, που υποστηρίζονταν με σιδερένιους/ξύλινους δοκούς, ήταν οριζόντιες ή κεκλιμένες και συγκοινωνούσαν μεταξύ τους, ενώ οδηγούσαν απευθείας στην επιφάνεια μέσω φρεατίων. Η τεχνική που εφαρμοζόταν ήταν η εξής: Αρχικά οι εργάτες αφαιρούσαν το κοίτασμα και το μετέφεραν (με βαγονέτα ή με τα χέρια ή με πηγάδια) στην επιφάνεια της γης. Στη συνεχεία είτε «γέμιζαν» το κενό, που είχε δημιουργηθεί από την εξόρυξη, με άλλα υλικά ώστε να συγκρατηθεί το υπέδαφος ή άφηναν τη στοά να καταρρεύσει. Υπαίθρια εκτελούνταν και άλλες εργασίες, που πιθανόν είχαν να κάνουν με μια πρώτη επεξεργασία των μεταλλευμάτων (σπάσιμο ή η διαλογή). Παράλληλα στην επιφάνεια της γης υπήρχαν μια σειρά από άλλες εγκαταστάσεις: Υποτυπώδεις μέσα μεταφοράς των μεταλλευμάτων (πιθανόν να υπήρχαν ράγες για τα βαγονέτα), γραφεία της εταιρείας και πολλές φορές καταλύματα των εργατών. Σημαντική είναι και η ύπαρξη λιμενικών εγκαταστάσεων κοντά στα μεταλλεία για τη φόρτωση του εμπορεύματος στα πλοία. Άλλωστε το γεγονός αυτό διευκόλυνε τη μεταφορά/ εμπορεία του προϊόντος κυρίως στο εξωτερικό (ή και στα βιομηχανικά κέντρα της Ελλάδας) .
Η οργάνωση της εργασιακής διαδικασίας ήταν οριζόντια και κάθετη: Εργάτες, που ονομάζονταν μιναδόροι, χωρισμένοι ανά ομάδες δραστηριοποιούνταν παράλληλα μέσα στις στοές. Αυτοί υποβοηθούνταν από ομάδες μεταφορέων, που μετακινούσαν τα μεταλλεύματα στον υπαίθριο χώρο, παραδίδοντας τα πιθανόν στις ομάδες που έκαναν την επεξεργασία. Από εκεί εργάτες αναλάμβαναν τη μεταφορά και φόρτωση του εμπορεύματος στα πλοία. Κάθε ομάδα είχε έναν επικεφαλής, που υπάγονταν στις εντολές του προϊσταμένου του. Οι προϊστάμενοι του εργοταξίου ελέγχονταν από τον επιστάτη. Στις υψηλότερες βαθμίδες της ιεραρχίας των εργαζομένων βρισκόταν ο αρχιεπιστάτης και ο μηχανικός εξορύξεως.
Οι συνθήκες εργασίας ήταν εξαιρετικά δύσκολες για τους εργάτες: Μέσα σε υπόγειες στοές, σε βάθος μέχρι και 1000 μέτρα, με θερμοκρασίες που έφτανα τους 40 βαθμούς Κελσίου, με έντονη υγρασία, ελάχιστο αέρα που πολλές φορές ήταν μολυσμένος. Τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό με την έλλειψη μέτρων υγιεινής και ασφάλειας και την πολύωρη εργασία (10ωρο ημερησίως και πιθανότατα πολύ παραπάνω), οδηγούσαν συχνά σε εργατικά ατυχήματα που προκαλούνταν είτε από κατακρημνίσεις ή από ασφυξία, πλημμύρα, πυρκαγιά. Η εργοδοτική ασυδοσία όμως δεν σταματούσε εδώ: Οι εργαζόμενοι πληρώνονταν με ένα «ανεπαρκέστατον ημερομίσθιον», που καταβαλλόταν σε άτακτα χρονικά διαστήματα, ενώ συχνά τους παρακρατούνταν αυθαίρετα.
Συγκεκριμένα για τα μεταλλεία στη Σέριφο: Η εκμετάλλευση των ορυκτών του νησιού ξεκινά από την αρχαιότητα, γνωρίζοντας περιόδους άλλοτε διακοπής (κλασσικοί χρόνοι) και άλλοτε έντασης (ενετική κτήση). Στο νησί υπήρχαν φλέβες γρανίτη, μαρμάρου, τιτανίτη, μαγνίτη, σιδήρου και χαλκού κ.ά.. Με τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους υποβλήθηκαν πολλές αιτήσεις για την εξόρυξη διαφόρων ορυκτών. Η πρώτη δόθηκε στα 1869 στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία για την εξόρυξη και εκμετάλλευση μαγνητικού και ανθρακικού σιδήρου. Ανάμεσα στους όρους παραχώρησης προβλέπονται η υποχρέωση της εταιρείας να καταβάλει διάφορους φόρους στο κράτος, μέρισμα στους ιδιοκτήτες των κτημάτων και αποζημίωση σε αυτόν που ανακάλυψε το μεταλλείο. Μέχρι το 1885 εκδόθηκαν πέντε άδειες που περιλάμβαναν την παραχώρηση διαφόρων εκτάσεων και αφορούσαν στη εξόρυξη σιδήρου, χαλκού, μόλυβδου, ψευδάργυρου. Η εργασίες στα μεταλλεία διέπονταν από ασυνέχεια: Πολλές από τις εταιρείες ανάστελλαν τις εργασίες τους λόγω πτώχευσης. Συχνά γίνονταν αλλαγές ιδιοκτησιακού καθεστώτος ή εγκαταλείπονταν ορισμένα κοιτάσματα. Η τελευταία εταιρεία ήταν η «Σέριφος- Σπηλιαζέζα» που ανέλαβε στα 1880. Ήταν γαλλικών συμφερόντων, είχε την έδρα της στο Παρίσι και διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με τη σημαντικότερη μεταλλευτική εταιρεία που δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα, τη Γαλλική Εταιρεία Λαυρίου (του Ι. Σερπιερη). Η επιχείρηση αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα και διέκοψε αρκετές φορές την παραγωγική δραστηριότητα.
Από το 1887 παρατηρείται συστηματική εκμετάλλευση των μεταλλείων της Σερίφου. Τότε ήταν που ο μεταλλειολόγος Αιμίλιος Γρώμμαν συμβλήθηκε με την εταιρεία και ανέλαβε εργολαβικά την εξόρυξη. Αρχικά οι ποσότητες μεταλλεύματος ήταν μηδαμινές αλλά σύντομα έφτασαν τους 18.000 τόνους. Στα 19 χρόνια που ήταν εργολάβος, η ποσότητα του μεταλλεύματος που εξορύχθηκε ήταν 2.800.000 τόνοι, όταν οι προηγούμενες εταιρείες δεν ξεπέρασαν τους 10.000 τόνους. Μετά το θάνατο του την επιχείρηση ανέλαβε ο γιος του και τη λειτούργησε ως την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, οπότε και έπαυσαν οριστικά οι εργασίες στο μεταλλείο.
    Στις περιόδους έντονης παραγωγής απασχολούνταν στα μεταλλεία μέχρι και 1.000 εργάτες. Αρκετοί από αυτούς προέρχονταν και από άλλα νησιά εκτός από τη Σέριφο (Μύκονο, Πάρο, Μήλο Κάρπαθο, Εύβοια, Αμοργό). Ο Αιμ. Γρώμμαν ακολούθησε πιθανόν ένα πατερναλιστικό μοντέλο διαχείρισης του εργατικού δυναμικού. Οι εξιδανικευμένες αναμνήσεις των κατοίκων από αυτήν την περίοδο, η ίδρυση από τον ίδιο σχολείου για «τα παιδιά των εργατών» σύμφωνα με τις αφηγήσεις, η συγκρότηση ταμείου αλληλοβοήθειας για τη συντήρηση φαρμακείου και ιατρείου, ενισχύουν μια τέτοια υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση οι συνθήκες εργασίας την εποχή πατέρα Γρώμμαν δεν ήταν ιδανικές, αλλά εξιδανικεύονται ή συγκρίνονται ως καλύτερες σε σχέση με την εποχή γιου Γρώμμαν, ο οποίος λειτουργεί με περισσότερο κερδοσκοπικά κριτήρια. Και αυτό γίνεται εχθρικά αντιληπτό στους εργάτες κατοίκους τόσο υλικά στην καθημερινότητά τους, όσο και ιδεολογικά, καθώς παραβιάζει τις παραδοσιακές αξίες για την ηθική της εργασίας.
Σε αυτό το πλαίσιο οι συνθήκες εργασίας στο μεταλλείο ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Η έλλειψη μέτρων υγιεινής και ασφάλειας και η πολύωρη εργασία σε ένα επάγγελμα με έντονη επικινδυνότητα αύξαναν τον αριθμό των ατυχημάτων (θανατηφόρων ή μη). Οι συνθήκες ζωής στα μεταλλεία της Σερίφου δεν ήταν απλά ανυπόφορες εργασιακά, με βάση την ένταση της εκμετάλλευσης, αλλά σε καθημερινή εκκρεμότητα βρισκόταν το ίδιο το ζήτημα της δυνατότητας επιβίωσης του εργάτη. Με τόσες ώρες εργασίας την ημέρα στο εξόχως ανθυγιεινό περιβάλλον του μεταλλείου και με υποτυπώδεις δυνατότητες ιατρικής περίθαλψης, οι μεταλλωρύχοι οδηγούνταν μέρα με τη μέρα και με μαθηματική ακρίβεια από τον εφιάλτη της καθημερινότητας στον εφιάλτη του θανάτου. Μάλιστα οι εργασίες στα πλούσια κοιτάσματα του «Αλμυρού» και στο «Μουντάκι» στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από 60 εργάτες μεταξύ των ετών 1914-1916, ενώ από το 1920 έως το 1940 καταγράφηκαν 16 θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα. Επιπλέον, όποιος τολμούσε να διαμαρτυρηθεί απέναντι σε αυτή την κατάσταση είτε βρισκόταν αντιμέτωπος με τους <<μαγγουροφόρους>> του Γ. Γρώμμαν είτε απολυόταν. Σε άλλες περιπτώσεις, σημειώθηκαν ακόμα και εκτοπίσεις εργατών από το νησί για λόγους <<δημοσίας ασφάλειας>>. Ο Γρώμμαν είχε, εξάλλου, στενούς δεσμούς με την τοπική πολιτική εξουσία και την προστασία ουσιαστικά του ελληνικού κράτους. Οποιοδήποτε νομικό πλαίσιο έπαυε να ισχύει μπροστά στον ίδιο και τους μπράβους του.

Αναρχοσυνδικαλισμός – Σπέρας


 
Μέσα σε τέτοιες εργασιακές συνθήκες οι Σεριφιώτες καλούν τον πατριώτη τους Κώστα Σπέρα να σπεύσει σε βοήθεια. Ο Κ. Σπέρας γεννήθηκε το 1893 στη Δυτική Λόντζια της Σερίφου. Σε ηλικία 14 χρονών, βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Στην Αίγυπτο εργάστηκε ως τσιγαράς. Εκεί ήρθε σε επαφή με αναρχικούς και αναρχοσυνδικαλιστές έλληνες και ιταλούς μετανάστες, οι οποίοι αναπτύσσουν έντονη δράση ανάμεσα στους καπνεργάτες της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου. Όταν επέστρεψε στη Σέριφο αναγκάστηκε να πουλήσει τα κτήματά του και να εργαστεί στη Αθήνα. Γρήγορα θα αναπτύξει συνδικαλιστική δράση. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του ΕΚΑ. Συμμετείχε στο Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών του Νικόλαου Γιαννιού. Εκεί έρχεται συνεχώς σε σύγκρουση με τους σοσιαλιστές. Το Μάρτιο του 1914 θα βρεθεί στην Καβάλα, όντας τσιγαράς και ο ίδιος, και θα συμμετάσχει στη μεγάλη καπνεργατική απεργία, κατά τη διάρκεια της οποίας θα συλληφθεί και θα μεταφερθεί στις φυλακές Τρίπολης. Το 1916 συμμετέχει στην απεργία της Σερίφου. Το 1917 βρίσκεται φυλακισμένος στις φυλακές Φίρκα της Σερίφου, ενώ το 1918 στηρίζει την ίδρυση του Μορφωτικού Εργατικού Ομίλου στην Ερμούπολη και την έκδοση της εφημερίδα Εργάτης.
Ήδη από την εποχή της δράσης του στην Αθήνα συμμετέχει σε μια ιδιαίτερη αναρχοσυνδικαλιστική τάση, με αρχηγό το λόγιο και δημοσιογράφο Μήτσο Χατζόπουλο (Μποέμ). Οι αναρχοσυνδικαλιστές δεν θέλανε πολιτική δράση και προπαγάνδιζαν μόνο την επαγγελματική οργάνωση. Το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου στην Ισπανία, την Γαλλία, την Ιταλία και σε άλλα δυτικά κράτη. Στη Γαλλία συνυπήρχε μάλιστα μαζί με το ρεύμα του Σορέλ στην Γαλλική Γενική Συνομοσπονδία της Εργασίας (Confιdιration gιnιrale du Travail, CGT). Ο αναρχοσυνδικαλισμός συνδυάζει τη γιακωβίνικη παράδοση της άρνησης των κομμάτων που διαχωρίζουν τους πολίτες με την αμεσοδημοκρατία, την έννοια της γενικής βούλησης, των αυτό-μορφωτικών λεσχών, την επαναστατική δράση στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Ο κοινοβουλευτισμός και η αστική δημοκρατία θα κηρυχθούν ως ο μεγάλος εχθρός της εργατικής τάξης. Ο ίδιος ο Σορέλ θα διακηρύξει την ηθική του συντεχνιακού μοντέλου μπροστά στην ανηθικότητα του καπιταλισμού και την αναγκαιότητα της δημιουργίας ενός ηθικού ανθρώπου, που θα απαντά σε αυτήν την καταστροφή. Με τον ίδιο τρόπο οι έλληνες αναρχοσυνδικαλιστές εμφανίζονταν ως απλοί και τίμιοι εργάτες που ενδιαφέρονταν για το πραγματικό συμφέρον των εργαζομένων, σε αντίθεση με τους εργατοπατέρες του εργοδοτικού συνδικαλισμού και τους ανήθικους κεφαλαιοκράτες, το κράτος, τους προδότες και χαφιέδες της αστυνομίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο ηθικός λόγος ταυτίζεται με τον ταξικό και διαμορφώνει μια ηθικοταξική εργατική συνείδηση που αναζητά την καταξίωση. Η ηθικολογική αυτή πρόσληψη και ερμηνεία της συνδικαλιστικής τάξης κατάγεται από τον παραδοσιακό τρόπο καθορισμού των συντεχνιακών εργασιακών σχέσεων. Ο καπιταλισμός και το αστικό νομοθετικό πλαίσιο παραβιάζουν και διαλύουν το παραδοσιακό μοντέλο παραγωγής και οι αξίες του παλιού αυτού κόσμου μετασχηματίζονται μέσα στις νέες συνθήκες. Το νέο προλεταριάτο χάνοντας τον κοινωνικό ρόλο που είχε μέσα στις συντεχνίες αποζητά να τον επανακτήσει μέσα στην κοινωνία, να ξαναποκτήσει το ηθικό του κύρος. Αναζητώντας τον παλιό κόσμο που έχασε, διεκδικεί έναν νέο που να του αξίζει.
Το 1918, ο Σπέρας συμμετέχει στην ίδρυση της ΓΣΕΕ και εκφράζει μαζί με τους Φανουράκη και Κουχτσόγλου την αναρχοσυνδικαλιστική τάση. Σ' αυτό το συνέδριο ο Σπέρας θα υπεραμυνθεί της «πάλης των τάξεων», θα υποστηρίξει ότι η ΓΣΕΕ πρέπει να μείνει ανεξάρτητη από την επιρροή κάθε πολιτικού κόμματος και θα στηρίξει την αντικοινοβουλευτική δράση των μελών της. Αντίθετες απόψεις από τον Σπέρα θα διατυπώσουν οι σοσιαλιστές, υποστηρίζοντας τη σύνδεση της ΓΣΕΕ με το ΣΕΚΕ. Παρά το γεγονός ότι θα επικρατήσουν οι δεύτεροι, ο Σπέρας θα εκλεγεί μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής. Η εκλογή του αυτή θα επιβεβαιώσει τη δυναμική της τάσης των αναρχοσυνδικαλιστών εκείνη την εποχή.
Η αναρχοσυνδικαλιστική τάση συμμετέχει στο ΣΕΚΕ, χωρίς να αποδίδει όμως σε αυτό καθοδηγητικό ρόλο στο εργατικό κίνημα. Ακόμα ο Σπέρας συμμετέχει το 1920 ως ειδικός γραμματέας στη συνδιάσκεψη των μεταλλωρύχων και ανθρακωρύχων για την ίδρυση κοινής ομοσπονδίας. Στο Β΄ Συνέδριο του ΣΕΚΕ το 1920, η τάση του Σπέρα θα διαγραφεί. Στο Β' Συνέδριο της ΓΣΕΕ η τάση του όμως θα εμφανιστεί ισχυροποιημένη κατέχοντας το 1/3 των αντιπρόσωπων. Ο Σπέρας, σε μια εποχή που οι αναρχοσυνδικαλιστές συμμετέχουν διεθνώς στη Γ΄Διεθνή, προτείνει να ενταχθεί σε αυτή η ΓΣΕΕ, αλλά να αποδεσμευθεί από το ΣΕΚΕ. Στις ομιλίες του θα στηρίξει την αμεσοδημοκρατική λειτουργία των σωματείων, με κυρίαρχο σύνθημα την άμεση συμμετοχή των εργατών στη λήψη των αποφάσεων μέσα από τις συνελεύσεις βάσης των σωματείων ειδικευμένων τεχνιτών, σε αντίθεση με την ηγετική ομάδα του ΣΕΚΕ, η οποία θεωρούσε ότι το δικαίωμα αυτό ανήκει μόνο στους βιομηχανικούς εργάτες. Το 1921 οι Σπέρας- Φανουράκης εκδίδουν τη δεκαπενθήμερη εφημερίδα Νέα Ζωή, ενώ θα βρεθούν για αρκετό διάστημα στη διοίκηση του ΕΚΑ. Το 1922 ιδρύουν το Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα. Ανάλογες κινήσεις θα γίνουν από αναρχοσυνδικαλιστές και στον ευρωπαϊκό χώρο. Το ΑΕΚ θα διαλυθεί το 1925 μέσα στη δικτατορία του Παγκάλου. Στο Γ΄ Συνέδριο της ΓΣΕΕ στις 28 Μαρτίου 1926 οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές θα επιτεθούν εναντίον του Σπέρα εξαπολύοντας κατηγορίες για συνεργασία με την αστυνομία. Τελικά, διαγράφεται. Ο Σπέρας συνεχίζει να συμμετέχει στο εργατικό κίνημα, κυρίως στους σιδηροδρομικούς. Θα φυλακιστεί πολλές φορές στη ζωή του, ιδιαίτερα από το μεταξικό καθεστώς. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1943, το ΚΚΕ και ο ΕΛΑΣ θα θυμηθούν τον Σπέρα και θα τον καλέσουν σε συνάντηση… Σε αυτή τη συνάντηση θα τον εκτελέσουν/

Τα γεγονότα της απεργίας


 
Η εργατική έκρηξη του 1916 έρχεται να κλονίσει το παγιωμένο σύστημα στα μεταλλεία και να φέρει στο προσκήνιο με ορμητικό και βίαιο τρόπο τις αγωνίες και τα αιτήματα των εργατών. Στις 24 Ιουλίου οι μεταλλωρύχοι πραγματοποιούν γενική συνέλευση και εγκρίνουν ομόφωνα την ίδρυση σωματείου μαζί με το κείμενο του καταστατικού. Ταυτόχρονα, εξουσιοδοτείται Προσωρινή Επιτροπή να μεταφέρει τα αιτήματα τους. Αιτήματα που συνδέονται με την προστασία της ζωής τους, τη διασφάλιση της απασχόλησης και τη μείωση των ωρών εργασίας. Για να συνειδητοποιήσει κανείς το δολοφονικό χαρακτήρα της εργασίας στα μεταλλεία, αρκεί να σκεφτεί την πολιτική γκρεμίσματος των στηριγμάτων των στοών, μέσα στις οποίες οι εργάτες δούλευαν, και τη μη αντικατάσταση τους λόγω κόστους. Άμεση συνέπεια ήταν βέβαια η μεγιστοποίηση των πιθανοτήτων ατυχήματος. Οι εργάτες συγκροτούν τριμελή επιτροπή που μεταβαίνει στην Αθήνα, προκειμένου να παρουσιάσει τη μη τήρηση της εργατικής νομοθεσίας στη Σέριφο και να τραβήξουν έτσι την προσοχή της κεντρικής εξουσίας. Αμέσως κυκλοφορούν συκοφαντίες για τις ενέργειες αυτές των εργατών. Διαδίδεται ότι, εάν δεν υποχωρήσουν, ο διευθυντής είναι αποφασισμένος να διακόψει τις εργασίες. Και πραγματικά, οι εργασίες διακόπτονται. Παράλληλα, επιχειρείται η διάσπαση του εργατικού κινήματος και η εξαγορά της παθητικής στάσης. Η Προσωρινή Επιτροπή, εν τω μεταξύ, με τη συμπαράσταση των εργατικών κέντρων Αθήνας-Πειραιά, επιδίδει το Υπόμνημα της στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας. Το Υπουργείο στέλνει στη Σέριφο τον μηχανικό Γεωργιάδη ως επιθεωρητή, ο οποίος όμως το μόνο που κάνει είναι να διαβεβαιώσει τους εργάτες ότι δε συντρέχουν λόγοι ανησυχίας και ότι η ζωή τους δε διατρέχει κανέναν κίνδυνο. Καταπλέει τότε στο λιμάνι της Σερίφου το φορτηγό πλοίο <<Μαννούσι>> για να φορτώσει, πράγμα βέβαια αδύνατο. Οι εργάτες παραμένουν αμετάπειστοι και ανυποχώρητοι. Τα γεγονότα βρίσκονται πλέον σε οριακό σημείο και ο Ανθυπασπιστής της χωροφυλακής Λαγογιάννης στέλνει στο Υπουργείο Εσωτερικών τηλεγράφημα με το οποίο υποστηρίζει πως στη Σέριφο λαμβάνει χώρα όχι απλά μια απεργία, αλλά οργανωμένο στασιαστικό κίνημα, ζητώντας γι' αυτό το λόγο ενισχύσεις.
    Η όξυνση της κατάστασης οδηγεί και την εταιρεία των μεταλλείων στην απόφαση να ζητήσει τη συνδρομή της αστυνομίας. Με αυτό τον τρόπο φτάνει στο νησί δύναμη 30 χωροφυλάκων, υπό τις διαταγές του Υπομοίραρχου Χρύσανθου. Με σκοπό την τρομοκράτηση του ντόπιου πληθυσμού σημειώνονται πράξεις βίας των χωροφυλάκων απέναντι στους αμέτοχους χωρικούς. Τελικά, οι χωροφύλακες φτάνουν στο χώρο της απεργίας. Ο αριθμός των συγκεντρωμένων υπολογίζεται τη στιγμή εκείνη σε 1500-2000. Ο Υπομοίραρχος δίνει προθεσμία στους απεργούς για να διαλυθούν, εκείνοι όμως παραμένουν αποφασισμένοι να συνεχίσουν την απεργία. Ο Υπομοίραρχος δολοφονεί πρώτος εκείνος έναν εργάτη με το περίστροφο του και δίνει εντολή στους χωροφύλακες να ανοίξουν πυρ. Από κει και πέρα τα πράγματα γίνονται ανεξέλεγκτα. Ξεκινάει πραγματική μάχη ανάμεσα στους χωροφύλακες και τους απεργούς, εκατοντάδες σιδηρόλιθοι ρίχνονται εναντίον των αστυνομικών, οι οποίοι με τη σειρά τους πυροβολούν με μανία κατά του εργατικού πλήθους. Ο Υπομοίραρχος θα βρει το θάνατο από μια τέτοια πέτρα, οι χωροφύλακες πετούν τα όπλα και τρέπονται σε φυγή καταδιωκόμενοι από τους εργάτες. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της εφημερίδας <<Φως>>, της εποχής εκείνης: << Οι εργάται προ του φρικιαστικού θεάματος των νεκρών και τραυματιών έγιναν άγρια θηρία τα δε γυναικόπαιδα ήρχισαν δαιμωνιώδη λιθοβολισμόν κατά των αστυνομικών. Ο Υπομοίραρχος βληθείς δια λίθου εις την κεφαλήν έπεσεν εις την θάλασσαν και έμεινεν άπνους ωσαύτως και ο αστυνομεύων ενωμοτάρχης εφονεύθη, ριφθείς εις την θάλασσαν, δια λίθου. Τι επηκολούθησεν έπειτα δεν περιγράφεται αι γυναίκες και τα παιδιά μετά των εργατών εμαίνοντο, οι δε χωροφύλακες ως μαινόμενοι λύκοι επυροβόλουν κατά πάσας τας διευθύνσεις>>. Οι απεργοί εξοπλίζονται με τα όπλα των χωροφυλάκων και επιτίθενται από τη μια στα γραφεία της εταιρείας, απ' όπου υπάλληλοι πυροβολούν προς το μέρος των εργατών, και από την άλλη στο αστυνομικό τμήμα για να απελευθερώσουν κρατούμενους συναδέλφους τους. Η συμπλοκή είχε ως αποτέλεσμα νεκρούς και σοβαρά τραυματίες και από τις 2 πλευρές. Η είδηση της δολοφονίας εργατών φτάνει στα χωριά και άλλοι χωρικοί φτάνουν οπλισμένοι για εκδίκηση. Ο πληθυσμός της Σερίφου προχωράει σε συλλαλητήριο, παντού ακούγονται κατηγορίες ενάντια στην Κυβέρνηση. Οι σύμβουλοι της κοινότητας και οι δημόσιοι υπάλληλοι κλείνονται στα σπίτια τους, εξαιτίας του φόβου της λαϊκής οργής. Οι οπλισμένοι απεργοί προχωρούν στην κατάληψη δημόσιων κτιρίων, όπως του τηλεγραφείου, της αστυνομίας και του ειρηνοδικείου. Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως, μέσα στις συνθήκες της μάχης, οι απεργοί δε θα διστάσουν να υψώσουν τη γαλλική σημαία ώστε να μπορέσουν να προστατευτούν. Η πράξη αυτή, μέσα στον α΄ παγκόσμιο πόλεμο, θα προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις και μερίδα του τύπου θα φτάσει στο σημείο να κατηγορήσει τους απεργούς ως πράκτορες της Αντάντ. Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, οι εργάτες ακολουθώντας άνωθεν οδηγίες επιδίωξαν να καταλύσουν τη διοίκηση και τις αρχές, διευκολύνοντας έτσι τη γαλλική επέμβαση και την επιβολή της γαλλικής κυριαρχίας. Πράγματι, η ανάρτηση της γαλλικής σημαίας προκάλεσε την επέμβαση των γάλλων και γαλλικό άγημα αποβιβάστηκε στο νησί. Στην πραγματικότητα όμως, δεν επρόκειτο για καμία απόπειρα κατάλυσης της τάξης με γαλλική συνδρομή. Αντίθετα, οι Γάλλοι ειδοποίησαν τους απεργούς και τον πρόεδρο τους Σπέρα πως έπρεπε να υποστείλουν τη γαλλική σημαία και ότι το εθνικό τους σύμβολο δε μπορούσε σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιείται για την κάλυψη απεργιών. Χαρακτηριστικό ως προς το ρόλο της γαλλικής επέμβασης είναι το ότι μόλις οι Γάλλοι κατέφθασαν στο νησί, οι απεργοί επέστρεψαν τα όπλα που είχαν αποσπάσει και ανέλαβαν την υποχρέωση να επιστέψουν στη δουλειά. Επί της ουσίας, λοιπόν, η επέμβαση των γάλλων στόχο είχε την αποκατάσταση και όχι την ανατροπή της τάξης. Από την άλλη πλευρά, ο φίλα προσκείμενος προς την απεργία και την υπόθεση του εργατικού κινήματος τύπος, πρόβαλε τον υπερτονισμό αυτό σχετικά με την ανάρτηση της γαλλικής σημαίας ως προσπάθεια αποπροσανατολισμού.
Εκτός από τους Γάλλους, στη Σέριφο κατέπλευσε και το ελληνικό αντιτορπιλλικό <<Αυλίς>> με στρατιωτική δύναμη. Ήταν απαραίτητη η αποστολή του στρατού για την κατάπνιξη του πρώτου αυτού ελληνικού <<σοβιέτ>>. Το κράτος, υπερασπιζόμενο τα συμφέροντα των εργοδοτών, θα στείλει στο νησί στρατό και οι ηγέτες της απεργίας θα δικαστούν στη Σύρο και θα φυλακιστούν.
    Ωστόσο, ο αγώνας των απεργών δεν έμεινε χωρίς αντίκρισμα. Τον επόμενο χρόνο, το 1917, η εταιρεία θα δεχτεί την αύξηση κατά 10% των ημερομισθίων, όπως και άλλα πιο ειδικού χαρακτήρα αιτήματα των απεργών. Ταυτόχρονα όμως, σε μια <<πρωτόγονη>> εκδοχή εργασιακής ειρήνης, θα εξασφαλίσει την εγγύηση πως οι συμφωνίες δε θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν για διάστημα τουλάχιστον 2 ετών.
Για τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο βασικό χαρακτηριστικό της απεργίας αποτελεί το αυθόρμητο ξέσπασμα και η μη ταξική αντίληψη της. Πρόκειται για τις πρώτες αφυπνίσεις της εργατικής συνείδησης, για εμβρυακές μορφές ταξικότητας. Σύμφωνα με την αντίληψη του, κινητήρια δύναμη της απεργίας, όπως και άλλων απεργιών την εποχή αυτή, ήταν το ταξικό ένστικτό και όχι η επαναστατική πολιτική συνείδηση. Παρόλα αυτά, δε μπορεί κανείς να παραγνωρίσει τον πολιτικό χαρακτήρα του σημείου εκείνου που οι κοινές διαθέσεις των εργατών γίνονται κοινές αγωνιστικές συμπεριφορές. Η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και η εμπειρία της ταξικότητας οδηγούν, έστω και σε αυτό το πρώιμο στάδιο ανάπτυξης του ελληνικού εργατικού κινήματος και πρωτόλειας πολιτικής αντίληψης, σε μορφές αγωνιστικής έκφρασης. Η ωμή καταστολή από την πλευρά της εργοδοσίας, η διαπλοκή της με το κράτος και την πολιτική εξουσία, ο ταξικός διαχωρισμός και η συστράτευση των υπαλλήλων με την εργοδοσία και ενάντια στους εργάτες, η αντι-βια και η ένοπλη αντίδραση των εργατών, οι καταλήψεις δημοσίων κτιρίων και η συμπαράσταση του ντόπιου πληθυσμού, σίγουρα ενέχουν στοιχεία πολιτικά, εμπεριέχονται οι τάσεις μετάβασης, πολιτικής και θεωρητικής ωρίμανσης του εργατικού κινήματος. Με τα λόγια του Λένιν: <<Και τι άλλο είναι μια απεργία, αν όχι μια κρίση της καπιταλιστικής κοινωνίας; Σε κάθε απεργία κρύβεται η Λερναία Ύδρα της επανάστασης. Μήπως η κινητοποίηση στρατού σε όλες, ακόμα και τις πιο ΄΄δημοκρατικές΄΄ καπιταλιστικές χώρες, δε μας δείχνει τι θα συμβεί στην περίοδο των πραγματικά μεγάλων κρίσεων;>>

 

Μέρη που αξίζει να αναζητήσετε με αφετηρία τα γεγονότα της απεργίας


 
Τα ίχνη της μεταλλευτικής δραστηριότητας στο νησί δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν σήμερα, καθώς δεν έχουν διασωθεί κτήρια ή εγκαταστάσεις. Γνωρίζουμε ότι εξορύξεις γίνονταν στην περιοχή Βουνιά, στον Αβεσσαλό, στον όρμο Αλμυρού και αλλού. Περιοχές όπου υπήρχαν έργα για τις φορτο-εκφορτώσεις ήταν το Λιβάδι, Αβεσσαλός, κάβος Κούνδουρου και όρμος Κουντούρου, στο Μέγα Λιβάδι, στον Κουταλά. Σε αυτές τις περιοχές υπήρχαν επίσης τα γραφεία των εταιρειών, σπίτια του διοικητικού προσωπικού και των εργατών. Σήμερα μπορεί να δει κανείς το ωραιότερο από τα γραφεία της εταιρείας Σέριφος-Σπηλιαζέζα, ένα διώροφο κτήριο στον Κουταλά, που σώζεται το μισό και δύο γέφυρες φορτώσεως στην ίδια περιοχή.
   
 

 

 

 

«Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα την εποχή του μεσοπολέμου»

«Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα την εποχή του μεσοπολέμου»
Κώστας Παλούκης,
Ανακοίνωση στο Στέκι ΝΑΡ και νΚΑ, Θεσσαλονίκη, Παρασκευή 3/7/09

Εισαγωγή
Ο Άγγελος Ελεφάντης επιλέγοντας ως τίτλο στο καθιερωμένο εδώ και 3 δεκαετίες βιβλίο του «Η Επαγγελία της αδύνατης επανάστασης» παρατηρεί ένα κομμουνιστικό κόμμα, το ΚΚΕ του μεσοπολέμου, και γενικότερα ένα κομμουνιστικό κίνημα να επαγγέλλεται την επανάσταση, χωρίς αυτή η επαγγελία κατά την άποψή του να προκύπτει από τις δεδομένες συνθήκες. Για αυτό το λόγο ουσιαστικά θεωρεί πως η επανάσταση καθίσταται τελικά αδύνατη και πρόκειται για μια ουτοπία επιβεβλημένη εκ των άνωθεν, δηλαδή από την ΕΣΣΔ. Εντελώς αντίθετα όμως, η ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 1920 και αργότερα βέβαια του 1930 έμοιαζε σε εκείνους που την ζούσαν με ένα μεγάλο κοινωνικό καζάνι που έβραζε και ήταν έτοιμο να εκραγεί. Ο Ελεφάντης, ενώ καταφέρνει να εξηγήσει και να ερμηνεύσει το επαναστατικό αδύνατο, ποτέ δεν κατάφερε να εξηγήσει και να ερμηνεύσει το επαναστατικό αίτημα. Δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει πως αυτό το έντονα ταξικά πολωμένο κλίμα δε θα μπορούσε παρά να διαπεράσει το ΣΕΚΕ και να θέσει στους ηγέτες του την επαναστατική υποχρέωση να ανταποκριθούν στις ταξικά «πολεμικές» συνθήκες. Είχαν δηλαδή πάρα πολλούς απτούς λόγους οι έλληνες κομμουνιστές της εποχής, ώστε να ερμηνεύουν τις συνθήκες γενικά ως επαναστατικές και να προσβλέπουν για την επίτευξη της επαναστατικής επαγγελίας στις δυνατότητες του νικηφόρου ρωσικού κομμουνισμού. Εξάλλου, βέβαια στην Ευρώπη μια προλεταριακή επανάσταση είχε καταφέρει να νικήσει και επιχειρούσε να «οικοδομήσει τον σοσιαλισμό» στην Ρωσία, ενώ ένα διεθνές κομμουνιστικό κόμμα, η ΚΔ, είχε επανασυσπειρώσει το επαναστατικό δυναμικό, κάνοντας ξανά επίκαιρο το κομμουνιστικό όραμα του Μαρξ.
Ο μεσοπόλεμος ορίζεται να ξεκινάει από το τέλος του Α Παγκόσμιου Πολέμου, όριο το οποίο στην περίπτωση της Ελλάδας επεκτείνεται λίγο για να αγκαλιάσει την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο πόλεμος μαζί με τον βενιζελικό εκσυγχρονισμό θα είναι τομή για τα εργατικά στρώματα στην Ελλάδα από πολλές απόψεις. Πρώτον, θα κληροδοτήσει τη σύλληψη της κοινωνική δομής ως διαταξικής. Δεύτερον, θα κληροδοτήσει ένα νεωτερικό εργατικό νομοθετικό πλαίσιο και ως εκ τούτου έναν νεωτερικό λόγο, ο οποίος ανασημασιοδοτεί τους όρους αυτοσυνείδησης των εργατικών στρωμάτων και μεταμορφώνει τις μορφές οργάνωσης, διαμαρτυρίας, αλλά και τα αιτήματα της εργατικής τάξης. Τρίτον, θα αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των εργατών. Το πιο σημαντικό είναι, τέταρτον, όμως ότι μετασχηματίζει την δομή της εργασίας δημιουργώντας ένα είδος «νέας εργατικής βάρδιας». Και αυτό γίνεται με δύο τρόπους.

Α. Η νέα εργατική βάρδια:
α. συντεχνιάζοντα εργατικά στρώματα μισθωτών τεχνιτών

Καταρχήν μετασχηματίζεται ο κυρίαρχος παραδοσιακός συντεχνιακός συνδικαλισμός που αφορούσε την πλειονότητα των εργαζομένων. Ο παραδοσιακός αυτός εργατικός πληθυσμός αποτελείται από εργάτες τεχνίτες και εργάτες υπαλλήλους (κουρείς, βυρσοδέρψες, σερβιτόρους καφενείων ή ζαχαροπλαστείων, τεχνίτες ζαχαροπλάστες, αρτεργάτες, υποδηματεργάτες, υπαλλήλους εμπορικών καταστημάτων, τυπογράφους, μακαρονοποιούς, οικοδόμους, μπετατζήδες, λιθογράφους, καπνεργάτες κεραμοποιοί κλπ). Τα επαγγέλματα αυτά είναι κυρίως αντρικά, εκτός από την καπνεργασία, εμπεριέχουν το στοιχείο της τέχνης, δομούνται πάνω σε παραδοσιακές ιεραρχίες βασισμένες στη γνώση της ειδικότητας, τα χρόνια στην εργασία, την ηλικία. Σε αυτά τα επαγγέλματα εργάζονται και παιδιά σε πολύ μικρή ηλικία, συνήθως αμισθί για να μάθουν την τέχνη. Οι ηλικίες είναι κυρίως μικρές, ενώ τα επαγγέλματα διακρίνονται με βάση τους τόπους καταγωγής. Το στοιχείο της καταγωγής συνδεμένο με την εργασία διαμόρφωσε σε κάθε επάγγελμα ένα πολύ συγκεκριμένο δίκτυο διαπροσωπικών σχέσεων βασισμένο στην συγγένεια και την κοινή καταγωγή και μια πολύ συγκεκριμένη επαγγελματοπική ταυτότητα. Για παράδειγμα οι ζαχαροπλάστες προέρχονταν αποκλειστικά από τις περιοχές των Ιωαννίνων. Οι κτίστες για μια περίοδο στην Αθήνα από την Ανάφη κ.λ.π.
Ο συνδικαλισμός σε αυτόν τον εργατικό πληθυσμό είναι συντεχνιακός και δημιουργείται με το κίνημα των Συντεχνιών στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Σε αυτό το παραδοσιακό παραγωγικό μοντέλο οι όροι οργάνωσης της εργασίας στους εργασιακούς χώρους δεν καθορίζονταν ωστόσο μόνο από εργοδότες. Οι επιδιώξεις των εργατών διαμόρφωναν αυτούς τους όρους. Διότι αν οι εργοδότες αντιμετώπιζαν την οργάνωση της παραγωγής από τη σκοπιά του χαμηλού κόστους παραγωγής, οι ειδικευμένοι εργάτες την αντιμετώπιζαν με μια ριζωμένη αντίληψη περί «ηθικής τάξεως» στην οικονομία. Η στάση τους χαρακτηριζόταν ηθική για δύο λόγους: αφ' ενός ερχόταν σε αντίθεση με την επιχειρηματική νοοτροπία του κέρδους που επέβαλλαν οι κανόνες λειτουργίας της αγοράς στην οργάνωση των επιχειρήσεων ή και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Οι εργάτες αυτοί είχαν συνηθίσει να εργάζονται με έναν τέτοιο τρόπο που με τα σημερινά κριτήρια λειτουργίας ων επιχειρήσεων θα θεωρούνταν εντελώς αντιπαραγωγικός. Αφ' ετέρου απηχούσε ένα σύνολο λαϊκών αντιλήψεων για το πώς πρέπει να είναι και να λειτουργούν οι κοινωνικές σχέσεις. Βασικά συστατικά στοιχεία των αντιλήψεων ήταν η ποιότητα της εργασίας, η εξασφάλιση της εργασίας.
Μετά το 1922 λαμβάνει χώρα στον τομέα αυτό της παραγωγής μια σημαντική τομή, καθώς η γρήγορη ένταξη των προσφύγων μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο στους τομείς και στους κλάδους εκείνους όπου το ύψος των αναγκαίων επενδύσεων ανά θέση εργασίας ήταν χαμηλό. Τέτοια πεδία της παραγωγής ήταν πρώτον η γεωργία, δεύτερον η ελαφρά βιομηχανία. Τρίτον, ακόμη πιο γρήγορη και φθηνότερη ήταν η δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης στον τριτογενή τομέα και ιδιαίτερα στο εμπόριο. Έτσι, παρότι η δεκαετία του 1920 χαρακτηρίζεται από μεγάλους αριθμούς ίδρυσης νέων βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, οι περισσότερες όμως από αυτές ήταν πολύ μικρές. Ενώ εκτός από την ταπητουργία, κανένας νέος κλάδος δεν εισήλθε να προστεθεί στους ήδη υπάρχοντες. Με άλλα λόγια η έλευση των προσφύγων μπορεί να διεύρυνε το αριθμητικό μέγεθος του εργατικού δυναμικού, δεν φαίνεται όμως να προκάλεσε κάποια ποιοτική αλλαγή στην προϋπάρχουσα δομή της ελληνικής βιομηχανίας και στον τριτογενή τομέα. Προκάλεσε όμως μια ποσοτική αλλαγή διευρύνοντας σημαντικά τόσο τους απόλυτους όσο και τους σχετικούς αριθμούς των εργατών. Αυτή η ποσοτική αλλαγή ανατρέπει σε όλο και περισσότερους κλάδους τις σχέσεις κοινής καταγωγής και συγγένειας, διαλύει τις συντεχνιακές δομές, υπονομεύει τις τοπικοεπαγγελματικές ταυτότητες, αν και σε πολλές περιπτώσεις απλά προσέθεσε έναν νέο διαχωρισμό αυτόν μεταξύ προσφύγων και ντόπιων. Αυτός όμως ο διαχωρισμός, ήταν όμως περισσότερο πολιτικοτοπικός και δε δημιουργούσε μια νέα ενιαία συντεχνιακή ταυτότητα, αφού στο εσωτερικό του έσπαγε σε δεκάδες άλλες υποκατηγορίες προσφυγικών τοπικών ταυτοτήτων. Η συνδικαλιστική παράδοση και εμπειρία που προϋπήρχαν στους κλάδους αυτούς λειτούργησαν θετικά στην συνδικαλιστική και πολιτική οργάνωση της νέας αυτής εργατικής γενιάς ενισχύοντας σημαντικά την ενιαία εργατική συνείδηση. Συγκεκριμένα, την περίοδο 1926-1930, αμέσως δηλαδή μετά την πτώση του Πάγκαλου, ένα ισχυρό απεργιακό κύμα ξεσπάει σε όλους αυτούς τους κλάδους, ενώ εκτοξεύεται ο αριθμός των συνδικαλισμένων.
Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι ότι οι παλιές ηθικές αντιλήψεις αποκτούσαν πολιτικό και ταξικό προσανατολισμό μέσα από τις επιδιώξεις των εργατικών σωματείων, μετασχηματίζονταν και μετατρέπονταν σε πολιτικό λόγο. Σταδιακά προστέθηκαν σε αυτές τις ηθικοταξικές αντιλήψεις περισσότερο σύγχρονα εργατικά αιτήματα που αφορούσαν το ωράριο, το μισθό και την ασφάλιση, ενώ σε αρκετά περιορίστηκαν τα συντεχνιακά χαρακτηριστικά, χωρίς όμως να πάψουν να υπάρχουν. Οι κλάδοι που αντιστοιχούν σε αυτό το μοντέλο είναι τρεις: ο πρώτος είναι ο καπνεργατικός, ο δεύτερος είναι εκείνος των μικρών βιοτεχνικών μονάδων ή εργαστηρίων, ενώ ο τρίτος αφορά το εμπόριο και τις υπηρεσίες.
Ως γνωστό, λοιπόν, πρωτοπορία του εργατικού κινήματος στον μεσοπόλεμο ήταν οι καπνεργάτες. Το πρόβλημα που ήταν γνωστό ως καπνικό ζήτημα συνίστατο στο βαθμό επεξεργασίας των φύλλων καπνού. Οι εργάτες επέμεναν στην αναγκαιότητα επεξεργασίας των φύλλων, διότι από αυτή εξαρτάτο το εισόδημά τους. Αντίθετα, οι καπνέμποροι έδειχναν την τάση να εξάγουν στο εξωτερικό όσο το δυνατόν περισσότερο προϊόν ακατέργαστο ή μόνον ελαφρά κατεργασμένο. Την περίοδο 1927 – 1928 εκδηλώθηκαν οι μαζικότερες και δραματικότερες απεργίες των καπνεργατών. Οι καπνεργάτες συνδέθηκαν από πολύ νωρίς με το ΚΚΕ και τη ΓΣΕΕ. Ανακηρύχθηκαν σε πρωτοπορία του εργατικού κινήματος διότι μπορούσαν να διεξάγουν τους μεγαλύτερους σε συμμετοχή, διάρκεια και μαχητικότητα απεργιακούς αγώνες. Η δράση τους ενέπνεε στους άλλους εργάτες το αίσθημα της συμμετοχής σε ένα κοινό σύνολο αξιών και σημασιών της εργασίας. Αυτό συνέβαινε γιατί τα αιτήματα που έθεταν στις απεργίες τους δεν αφορούσαν αποκλειστικά το επάγγελμά τους. Ο αγώνας τους επιδίωκε την πραγματοποίηση των οραμάτων μιας ολόκληρης κοινωνίας: την έμφαση στην ποιότητα εργασίας, το ιδεώδες της οικογενειακής εργασίας, τη σαφή κατά φύλα κατανομή εργασίας.
Ενδεικτικό μοντέλο των μικρών βιοτεχνικών μονάδων ή εργαστηρίων ήταν ο κλάδος των αρτεργατών. Τα πρωτόκολλα εργασίας που υπέγραφαν με τους εργοδότες περιέγραφαν με λεπτομέρειες τη διαδικασία παραγωγής ψωμιού. Η μέτρηση της καθημερινής εργασίας των αρτεργατών δεν γινόταν στη βάση του χρόνου, αλλά στη βάση του παραχθέντος προϊόντος και αμείβονταν με βάση αυτό. Προσπαθούσαν διατηρώντας την ποιότητα εργασίας και τον έλεγχο επί της παραγωγής να διατηρούν μεγάλα ημερομίσθια, κατανομή του χρόνου και της εργασίας με βάση τις συνήθειές τους και την εξεύρεση εργασίας για όλους τους εργάτες του κλάδου. Το αρτεργατικό κίνημα συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό με τους αρχειομαρξιστές, ιδίως στην Παλαιά Ελλάδα. Το Σωματείο Αρτεργατών Αθήνας υπήρξε εξίσου μοντέλο και πρότυπο για τους εργατικούς κλάδους αποδεικνύοντας ότι η οργάνωση και η εργατική πάλη είναι εκείνη που μπορεί να επιφέρει νίκες. Και οι δύο αυτοί κλάδοι υπήρξαν πρωτοπόροι στην δημιουργία ασφαλιστικών οργανισμών, ακριβώς εξαιτίας της πίεσης που ασκούσαν.

β. η μοντέρνα εργατική τάξη

Η ίδρυση των σιδηροδρόμων, των τραμ και εισαγωγή του ηλεκτρικού φωτός δημιουργεί από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και ολοένα και περισσότερο τις πρώτες δεκαετίες του 20ου μια νέα κατηγορία εργατών. Εργάτες σε τραίνα, Τραμ, φωταεριεργάτες, κλπ. Κυρίως άντρες. Πρόκειται για πιο μοντέρνες δομές εργασίας και για αυτό το σωματείο των τριατικών εμπεριέχει τρεις κλάδους. Ειδικά οι εργάτες του τραίνου είναι οι καλύτεροι αμειβόμενοι. Έχουν ισχυρό συνδικαλισμό. Πλην όμως των εργατών τραίνων οι υπόλοιπες κατηγορίες βρίσκονται σε πολύ δύσκολες εργασιακές συνθήκες, ειδικά οι φωταεριεργάτες. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας/βιοτεχνίας που υπερβαίνει τα παραδοσιακά συντεχνιακά μοντέλα παραγωγής διαμορφώνει και το μοντέρνο προλεταριάτο. Πολλές όμως βιομηχανίες συνυπάρχουν με τις βιοτεχνίες. Η ταπητουργία, κλωστοϋφαντουργία, υφαντουργία, ποτοποιία, χαρτοποιία, χημική βιομηχανία, πυριτοποιίο, καπνεργοστάσιο, μηχανουργία κλπ. Στους κλάδους αυτούς εργάζονται και άντρες, στις δύσκολες μηχανές, αλλά κυρίως γυναίκες στις εύκολες εργασίες. Γενικά η εργασία καταμερίζεται κατά φύλο. Οι συνθήκες εργασίας είναι πάρα πολύ ιεραρχημένες και τα εργοστάσια οργανώνονται πάνω σε σύγχρονες μεθόδους. Σε αυτούς τους κλάδους οργανωμένοι συνδικαλιστικά είναι μόνο οι παλιοί σε κλωστοϋφαντουργικά εργοστάσια. Γενικότερα, οι διεκδικήσεις των εργατών και εργατριών της κλωστοϋφαντουργίας τον μεσοπόλεμο ήταν κυρίως οικονομικές/μισθολογικές. Υπήρχαν ακόμα αιτήματα που εναντιώνονταν στις μεθόδους ένταξης του εργατικού δυναμικού στο εργοστασιακό σύστημα και στους τρόπους πειθάρχησής του, όσο και αιτήματα που εναντιώνονταν στην απόσπαση της υπεραξίας με την επιμήκυνση του χρόνου εργασίας (αίτημα για την καθιέρωση του οκτάωρου και την κατάργηση της κατ'αποκοπήν αμοιβής). Οι εργατικές διεκδικήσεις αφορούσαν επίσης τις κοινωνικές ασφαλίσεις, την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας και την κατοχύρωση των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών. Το ζήτημα που τίθεται διαρκώς είναι η συνδικαλιστική οργάνωση αυτών των εργατικών κλάδων, καθώς πλην της υφαντουργίας οι κλάδοι αυτοί εμφανίζονται κατά το μεσοπόλεμο. Οικονομικά ή άλλα, τα αιτήματα των εργατών και εργατριών κλωστοϋφαντουργίας εγγράφονταν σε ένα πλέγμα σύγχρονων βιομηχανικών σχέσεων, δεν ανταποκρίνονταν σε προ-βιομηχανικού τύπου αιτήματα σχετικά με τον έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας ή την αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας. Τα αιτήματα τους (για τα ημερομίσθια, για τη μείωση του εργάσιμου χρόνου, για τις συνθήκες εργασίας και την επιβολή προστίμων) σχετικοποιούν, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο βιομηχανικό κέντρο της χώρας, τον Πειραιά, την άποψη που έχει διατυπωθεί από τον Αντώνη Λιάκο, ότι οι αγώνες των ελλήνων εργατών δεν εγγράφονταν τόσο στο πλαίσιο των βιομηχανικών σχέσεων αλλά (…) συγκεντρώνονταν γύρω από τον άξονα της πάλης εναντίον της αισχροκέρδειας και της ανύψωσης των τιμών. Ούτε επρόκειτο για αιτήματα που αφορούσαν την αντίσταση στον εκκαπιταλισμό της αγοράς εργασίας≫,147 ζητώντας τον έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας.
Η μεγάλη τομή για τον βιομηχανικό κλάδο γενικά θα έρθει μετά την οικονομική κρίση του 1929. Γύρω στο 1933 η βιομηχανία ανακάμπτει και βιώνει μια πρωτόγνωρη ανάπτυξη και συγκεντροποίηση, η οποία θα επιφέρει μια σημαντική διαφοροποίηση στη σύνθεση της εργατικής τάξης και κατ' επέκταση στο χαρακτήρα της οργάνωσής της. Π.χ. στα 1930 οι υφαντικές βιομηχανίες συνολικά απασχολούσαν περίπου 20.000 εργαζομένους. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι θα διευρύνει την ένταση ανάμεσα σε δύο μοντέλα οικονομικής διάρθρωσης, ένα «παλιό» που πιέζει όμως να μείνει και τελικά παραμένει και ένα «νέο» που έρχεται, αλλά δεν επιβάλλεται. Αυτή η αντίφαση επιτείνει την ήδη μεγάλη σύγχυση που επικρατεί στους εργάτες και στα αριστερά κόμματα. Έτσι, το 43% των εργαζομένων απασχολούνταν σε μικρά εργαστήρια, ενώ το 39% συγκεντρωνόταν σε επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους και μόνο 236 μεγαλύτερες επιχειρήσεις συγκέντρωναν το 25% της συνολικής εργατικής δύναμης. Έτσι, παρουσιάζεται το κλασσικό φαινόμενο του δυισμού ανάμεσα στον τομέα των λίγων μεγάλων επιχειρήσεων και τη θάλασσα των μικρών εργαστηρίων. Στη δεύτερη περίπτωση η εξαρτημένη εργασία συμφύρεται με την αυτοαπασχόληση και την οικογενειακή εργασία, ενώ στην πρώτη κλασικότερες καπιταλιστικές μορφές. Ανάλογη είναι η σύνθεση του εργατικού δυναμικού. Με βάση τους υπολογισμούς του Αντώνη Λιάκου, μπορούμε να διακρίνουμε ένα πυρήνα 180.000 εργατών, ο οποίος περιβάλλεται από έναν κύκλο ανειδίκευτων, εποχικών ή αυτοπασχολούμενων εργατών γύρω στους 400.000.

Β. Συνδικαλισμός
Έχει μια σημασία να περιγράψουμε τα συνδικαλιστικά χαρακτηριστικά των παρατάξεων που εμφανίστηκαν να λειτουργούν μέσα στο εργατικό κίνημα κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.

α. οι σοσιαλδημοκράτες
Το συνδικαλιστικό ρεύμα που κυριάρχησε στη ΓΣΕΕ από το 1926 ως το 1936 ήταν η ομάδα των συνδικαλιστών γύρω από τον Ιωάννη Καλομοίρη και προέρχεται από την ομάδα του Εμμανουήλ Μαχαίρα με εφημερίδα την Άμυνα στα 1920. Η εφημερίδα δημοσίευε σύντομες ειδήσεις για το συνδικαλιστικό κίνημα, κύριος στόχος της ήταν η πάλη εναντίον του ΣΕΚΕ και της επιρροής των κομμουνιστών σε αυτό. Τους κατηγορούσε πως με την ακραία πολιτική τους είχαν διασπάσει το συνδικαλιστικό κίνημα, πως όχι μόνο είχαν ανακόψει τη φιλεργατική πολιτική του κράτους, αλλά, εξαγριώνοντάς το, έθεταν σε κίνδυνο τις έως τότε εργατικές κατακτήσεις: «είμεθα εργατικοί και είναι μπολσεβίκοι, θέλομεν απλώς να εξασφαλίσωμεν την θέσιν μας που μας ανήκει και εννοούν δια της βίας να μας κάνουν δικτάτορας. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στο εργαστήριο και το σοβιέτ δεν είναι επινόησής τους, αλλά παραπέμπει σε μια από τις βασικές ιδέες του γαλλικού «καθαρού συνδικαλισμού». Στην πραγματικότητα η αντίθεση αυτή εδράζεται στην αντίθεση προβιομηχανικού καπιταλισμού και βιομηχανικού καπιταλισμού, όπως αυτή αποτυπώνεται στις εργατικές συνειδήσεις, αλλά και στα κατάλοιπα που άφησε ο προβιομηχανικός συντεχνιακός συνδικαλισμός σε νεωτερικής μορφής εργατικά προλεταριακά στρώματα. Πρόκειται σε ένα βαθμό για αντιλήψεις γύρω από την τιμή, τον ανδρισμό, την οικογένεια, τον ρόλο του εργάτη στην παραγωγή και σε έναν άλλο βαθμό σε ιεραρχήσεις που αφορούν το εσωτερικό των σύγχρονων βιομηχανιών που γίνονται κατανοητές με βάση όρους, έννοιες των προβιομηχανικών δομών, οι οποίες τώρα αποκτούσαν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, γίνονταν δηλαδή εργοδοτικές. Για παράδειγμα, οι εργάτες που πάλεψαν για την συντηρητικοποίηση του σωματείου υφαντουργών Πειραιά κόντρα στους κομμουνιστές και συντάχθηκαν με την ομάδα Μαχαίρα στην πλειοψηφία τους ήταν εργάτες ψηλά ιεραρχικά στην ενδοεργοστασιακή εργασιακή κατανομή. Χρησιμοποιούσαν ορολογία που παρέπεμπε σε προβιομηχανικές συνθήκες, αλλά είχε εντελώς σπάσει αυτή η δομή στο εργοστάσιο: δεν ήταν δηλαδή πια οι μάστοροι, αλλά απλώς κάποιοι αρχιεργάτες. Συγκεκριμένα, δουλειά ενός τέτοιου συνδικαλιστή στην επαγγελματική ιεραρχία του εργοστασίου είναι να διατηρεί την εργασιακή πειθαρχία, να φροντίζει για την αύξηση της παραγωγικότητας, να επιβλέπει και να επιτηρεί. Προσεγγίζει δηλαδή με άλλους όρους το χώρο εργασίας απ' ότι η πλειονότητα των εργατών και εργατριών. Η συνδικαλιστική του δράση και πρακτική οριοθετείται συνεπώς από τη θέση του στο ιεραρχικό σύστημα της επιχείρησης και από την εξουσία που διαθέτει.
Γενικά, η παράταξη του Καλομοίρη προήλθε από τη σωματειακή οργάνωση κλάδων στους οποίους οι εργασιακές σχέσεις καθορίστηκαν από ένα ιδιότυπο καθεστώς υπεργολαβιών και εκμίσθωσης εργατών κατά ομάδες. Το ιδιότυπο αυτό καθεστώς κατάγεται από εργασιακές μορφές που αναπτύχθηκαν στους πόρους της αγροτικής οικονομίας και σχετίζονται με την περιοδεύουσα και εποχική εργασία, καθώς και με τους τρόπους στρατολόγησης και ελέγχου των εργατών. Συνήθως οι εργάτες των ομάδων αυτών μεταξύ ντους συγγενείς ή συντοπίτες. Δεν υπέκειντο στις απρόσωπες σχέσεις που υπαγόρευε η καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας. Ήταν επίσης ιδιοκτήτες, συλλογικοί ή ατομικοί των εργαλείων τους. Εντοπίζονται σε κλάδους χωρίς εκμηχάνιση, αλλά και ενσωματώνονται στο ιεραρχικό σύστημα κλάδων εκμηχανισμένων. Στη μία περίπτωση, όπως στους φορτοεκφορτωτές, το σωματείο αποτελούσε ένωση των υπεργολάβων και το διαχειριστή της εργασίας. Στη δεύτερη περίπτωση, όπως στην κλωστοϋφαντουργία Πειραιώς, αποτελούσαν την εσωτερική διοικητική και οικονομική ελίτ των εργοστασίων και είχαν ως ρόλο τη διαμεσολάβηση μεταξύ εργατών και εργοδοτών. Αυτός ήταν τελικά και ο ρόλος της ΓΣΕΕ. Αυτός ο ρόλος ενισχύθηκε με τη δυνατότητα της ΓΣΕΕ και των σωματείων της να χορηγούν βιβλιάρια εργασίας, γεγονός που τα μετέτρεψαν από διεκδικητικούς μηχανισμούς σε ενδιάμεσους μεταξύ κράτους και εργατικής τάξης.
Η παράταξη αυτή αρνείται τη σχέση με την πολιτική και υποστηρίζει ότι εκφράζει τα εργατικά συμφέροντα. Υποστηρίζουν πως το συνδικαλιστικό κίνημα θα πρέπει να αγωνίζεται για τη βελτίωση της εργατικής τάξης μέσα στο υπάρχον καθεστώς. Η υπόθεση της αλλαγής καθεστώτος αφορά τα κόμματα της εργατικής τάξης τα οποία θα πρέπει να αφήνουν τα συνδικάτα ανεξάρτητα. Θεωρούσαν πως είναι εκμεταλλευτές μόνο οι αστοί κεφαλαιούχοι και όχι οι αστοί πολιτικοί. Ο ίδιος ο Καλομοίρης αυτοπαρουσιαζόταν ως σοσιαλδημοκράτης και σοσιαλιστής. Στις προκηρύξεις της η ΓΣΕΕ άλλοτε τασσόταν υπέρ της «Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας των Βαλκανίων και της Τουρκίας» και άλλοτε υπέρ της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας». Το ρεύμα αυτό ταυτίστηκε ουσιαστικά με τον βενιζελισμό.


β. Οι εργατοπατέρες
Μια άλλη κατηγορία συνδικαλιστών είναι οι αποκαλούμενοι εργατοπατέρες. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Αθηνών Νικόλαος Καλύβας, ο οποίος ο ίδιος αυτοπροσδιοριζόταν ως εκπρόσωπος του δεξιού συνδικαλιστικού κινήματος. Καταγγέλλει την ΓΣΕΕ και την παράταξη Καλομοίρη για χρηματισμό και συνδιαλλαγή με τα Υπουργεία, τις Τράπεζες και τα Επιμελητήρια αφήνοντας τα εργατικά συμφέροντα έκθετα. Ο ίδιος όμως χρηματοδοτούταν άμεσα από τη διεύθυνση του Τμήματος Εργασίας, καθώς μάλιστα ο διευθυντής του εν λόγω τμήματος, Ανδρέας Ζιάκας, ήταν και κουμπάρος του. Έτσι όπως και στα παραδοσιακά πελατειακά δίκτυα έτσι και εδώ η εξάρτηση επιβεβαιωνόταν με την κουμπαριά. Τα βοηθήματα για τους ανέργους και η έκδοση αδειών εργασίας αποτελούσαν μηχανισμούς πολιτικού ελέγχου των εργατών και ταυτόχρονα, μαζί με την ιδιοποίηση των εισφορών των μελών των σωματείων, τρόποι πλουτισμού για τους προέδρους που μπορούσαν να μην είναι εργάτες. Ταυτόχρονα, ο διαχειριστικός έλεγχος των οικονομικών των συνδικάτων αποτελούσε μια μορφή άμεσης κρατικής παρέμβασης στο συνδικαλιστικό κίνημα. Επικρεμόταν ως δαμόκλεια σπάθη και οδηγούσε ή στη διάλυση όσων σωματείων δεν ήταν αρεστά στην κυβέρνηση ή στο διορισμό προσωρινών και ευμεταχείριστων διοικήσεων. Όλα αυτά δημιουργούσαν πυραμιδωτούς μηχανισμούς πελατειακής εξάρτησης, καταγόμενους άμεσα από τα αγροτικά και προβιομηχανικά μοντέλα οργάνωσης της κοινωνικής δομής. Στην κορυφή ήταν οι κυβερνητικοί παράγοντες, οι βουλευτές ή οι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι, στη συνέχεια οι πρόεδροι των Εργατικών Κέντρων και οι πρόεδροι των σωματείων και στη βάση οι εργάτες διαχωρισμένοι ήδη μεταξύ τους σε μάστορους, κάλφες κλπ. Η εντοπιότητα, η συγγένεια, η κουμπαριά, οι γαμήλιες στρατηγικές, οι συναλλαγές μεταφέρθηκαν από την αγροτική ύπαιθρο και μετασχηματίστηκαν από τις προβιομηχανικές σχέσεις σε ένα μοντέρνο μοντέλο κοινωνικής ενσωμάτωσης και εξάρτησης των εργατικών τάξεων.

γ. οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ
Οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ επιχειρούσαν να καθορίσουν την πολιτική τους στο συνδικαλιστικό κίνημα με βάση τις θέσεις της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς (ΚΣΔ) που ιδρύθηκε στη Μόσχα το 1921. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα περισσότερα εργατικά σωματεία της εποχής όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες συγκροτούνταν με βάση την ειδίκευση και όχι τον χώρο εργασίας ή τον κλάδο και είχαν κλειστό επαγγελματικό χαρακτήρα. Αυτός ο τρόπος οργάνωσης κρίθηκε συντεχνιακός και ανίκανος να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της ταξικής πάλης, διότι εμπόδιζε την συντονισμένη δράση και λειτουργούσε διασπαστικά και όχι ενωτικά στην διαμόρφωση μιας ενιαίας ταξικής συνείδησης. Σύμφωνα με τις αρχές της ΚΔ, «οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο απαιτούσαν τη δημιουργία ενός νέου τύπου συνδικαλισμού και την ισχυρή συγκεντροποίησή του. Τα εργατικά συνδικάτα θα έπρεπε να αναδιοργανωθούν ώστε να ενώνουν τους εργάτες όχι κατά ειδικότητα αλλά κατά κλάδο παραγωγής και σε εθνική κλίμακα. Δεν θα έπρεπε να υπερβαίνουν τα 20 – που θα αντιστοιχούσαν στους βασικούς κλάδους της παραγωγής. Σε τοπικό επίπεδο, η συνδικαλιστική δράση θα συντονιζόταν από εργοστασιακές επιτροπές ή συμβούλια. Ο αναδιοργανωμένος αυτός συνδικαλισμός θα εγκατέλειπε την τακτική των πιέσεων και των διαπραγματεύσεων των συνδικαλιστικών ηγεσιών· θα υιοθετούσε την άμεση δράση των μαζών, η οποία θα κλιμακωνόταν από τις απεργίες στις διαδηλώσεις, στις καταλήψεις εργοστασίων, στην επιβολή εργατικού ελέγχου και στην ένοπλη εξέγερση.» Κεντρικός πολιτικός στόχος ήταν να επιτευχθεί το ενιαίο εργατικό μέτωπο που θα υπερβαίνει την ανομοιογένεια τόσο της εργατικής τάξης όσο και του εργατικού κινήματος.
Η γραμμή όμως του Ενιαίου Μετώπου υπονομευόταν από την προσπάθεια «οργανικής σύνδεσης» του συνδικαλιστικού κινήματος με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η άμεση συνδικαλιστική δράση υποτασσόταν ως μικρογραφία της εξεγερσιακής διαδικασίας στον στρατηγικό στόχο της κοινωνικής επανάστασης. Η πάλη για τις άμεσες βελτιώσεις δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί μια βαθμίδα στην ιεράρχηση για την επανάσταση. Αλλά κατά την τριτοδιεθνιστική αντίληψη το ζήτημα της εξουσίας δεν μπαίνει μόνο στο επίπεδο της παραγωγής, αλλά κυρίως στο επίπεδο του κεντρικού πολιτικού σκηνικού. Επομένως, το κόμμα ως συλλογικός διανοούμενος της εργατικής τάξης και όχι το συνδικαλιστικό κίνημα είναι ο πολιτικός φορέας και εκφραστής της επαναστατικής δράσης. Στα 1927, η αντίληψη αυτή σε συνδυασμό με την εκτίμηση για την τρίτη και τελευταία περίοδο του καπιταλισμού σήμαινε άμεση πολιτικοποίηση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας υποταγμένης απόλυτα στην πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το ΚΚΕ προσανατολίζει γύρω στα 1927 τα σωματεία των εργατών συναφών επαγγελμάτων να ενοποιηθούν σε Βιομηχανικές Ενώσεις οι οποίες ενοποιούσαν τα σωματεία ειδίκευσης στη βάση ενός ενιαίου κλάδου. Για παράδειγμα τα σωματεία μαγείρων και γκαρσονιών εστιατορίου ενοποιούνταν σε μια ενιαία συνδικαλιστική ενότητα καθώς κριτήριο δεν αποτελεί η ειδίκευση, αλλά ο χώρος εργασίας. Οι Βιομηχανικές Ενώσεις δεν ήταν δηλαδή δευτεροβάθμιες ενώσεις, αλλά μια διαφορετική συγκρότηση σε πρωτοβάθμιο επίπεδο. Επίσης, το ΚΚΕ δίνει μεγάλη σημασία στην ίδρυση δευτεροβάθμιων εργατικών συσσωματώσεων, των ομοσπονδιών, που συγκροτούνται πάνω στην βάση της ενοποίησης των διαφορετικών συναφών κλάδων. Στην πραγματικότητα το ΚΚΕ με την γραμμή της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς επιχειρεί να μεταφέρει στην Ελλάδα την συνδικαλιστική οργάνωση που αφορά το παραγωγικό μοντέλο των μεγάλων εργοστασιακών χώρων και που βέβαια πολύ λίγο ανταποκρίνεται στην ελληνική πραγματικότητα της δεκαετίας του 1920. Οι θέσεις αυτές της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς προέκυπταν από τις παραγωγικές δομές χωρών με ισχυρή βιομηχανική οργάνωση, μεγάλα εργοστάσια και σοβαρή συνδικαλιστική παράδοση. Επομένως, στην Ελλάδα η απόπειρα εφαρμογής τους από τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ προσέκρουσαν στις διαφορετικές παραγωγικές δομές του ελληνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Αν και στην πραγματικότητα στην Ελλάδα το κομμουνιστικό κίνημα δεν αντιμετώπισε πολύ διαφορετικές καταστάσεις από ότι σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες με σημαντική σοσιαλιστική παράδοση, καθώς στην πράξη οι θέσεις αυτές αντιστοιχούν στη φάση του φορντισμού που σε λίγες χώρες είχε κυριαρχήσει ως παραγωγική δομή. Μάλιστα, οι Θέσεις και αποφάσεις του δευτέρου συνεδρίου της Κόκκινης Επαγγελματικής Διεθνούς καταγγέλουν τις υπαρκτές τάσεις άρνησης των εργατών να «ενώσουν τις δυνάμεις τους με τις δυνάμεις άλλων συναφών επαγγελμάτων». Συγκεκριμένα, ένα τέτοιο «σύστημα συντεχνιακό που τίθεται κάτω από τη σημαία του αποκεντρωτισμού παρατηρείται στη Γαλλία, στην Ισπανία και σάλλες χώρες», ενώ σε πλήρη αντίθεση, άλλες χώρες, όπως η Τσεχοσλοβακία, η Νορβηγία, η Αυστραλία κ.α., παρουσιάζουν τάσεις κατάργησης των «συντεχνιακών οργανώσεων» και συγκρότησης ενιαίες ομοιοεπαγγελματικές σωματειακές ενώσεις «με τη μορφή ενός μεγάλου Συνδικάτου με κοινό ταμείο και βιομηχανικά τμήματα» Η προσπάθεια του ΚΚΕ να δημιουργήσει τις δομές για ένα νέου τύπου συνδικαλιστικό κίνημα στα 1927, αποτελεί στην ουσία την εφαρμογή στον συνδικαλισμό της «υπερεπαναστατικής» γραμμής για την τρίτη και τελευταία περίοδο του καπιταλισμού. Για άλλη μια φορά η απόπειρα της άνωθεν μεταφοράς ενός «καθαρού» μπολσεβικισμού, αυτή τη φορά στον συνδικαλισμό, θα οδηγήσει σε καταστροφικές συνέπειες.
Στις αδυναμίες προσαρμογής των οργανωτικών μοντέλων της Κόκκινης Διεθνούς στις ελληνικές συνθήκες διεξαγωγής της ταξικής πάλης θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε τις αιτίες μαζικοποίησης και ταυτόχρονα της στροφής του αρχειομαρξισμού στον συνδικαλισμό. «Όλες μας οι οργανώσεις,» έγραφε ο Σεραφείμ Μάξιμος το 1923, «με δυσκολία κατορθώνουν να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα προβλήματα, εθνικά και διεθνή, σύμφωνα με τις αρχές που τυπικά αναγράφονται στα καταστατικά τους. Πολλές φορές σωματεία με επαναστατικές αρχές προτείνουν για τα καθημερινά ζητήματα λύσεις καθαρά μεταρρυθμιστικές και με δυσκολία κατορθώνουν να ξεχωρίσουν στην πράξη τη συνεργασία των τάξεων από την πάλη.» Ο διαχωρισμός της άμεσης πολιτικής σύνδεσης της συνδικαλιστικής δράσης με το επαναστατικό πρόταγμα, που φαίνεται ότι αναγκαστικά εφάρμοζαν στην πράξη οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ μέχρι το 1927, εκφράστηκε τελειότερα μετά το 1927, μέσα από τον Αρχειομαρξισμό. Όταν οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ με τη γραμμή των Βιομηχανικών Ενώσεων και της τρίτης περιόδου υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν στην πράξη τις εντολές της Κόκκινης Διεθνούς, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της πολιτικοποιημένης εργατικής μάζας, που μέχρι τότε λειτουργούσε μέσα ή επηρεαζόταν συνδικαλιστικά κυρίως από στο ΚΚΕ, απομακρύνθηκε από το κόμμα και στράφηκε προς στην ομάδα του Γιωτόπουλου. Οι εργάτες εκείνοι, που στράφηκαν προς τον αρχειομαρξισμό, είναι όσοι αδυνατούσαν να υπομείνουν το κόστος της κομμουνιστικής ταυτότητας και της πολιτικοποίησης του αγώνα κάτω από την τρομοκρατία της εργοδοσίας και του κράτους.

δ. οι αρχειομαρξιστές
Η εμφάνιση των αρχειομαρξιστών στο συνδικαλιστικό στίβο διακατέχεται από έναν εμπειρισμό και μια ηθικολογία. Εμφανίζονταν στα συνδικάτα χωρίς να αποκαλύπτουν την πολιτική τους ταυτότητα ως απλοί, καθαροί ή τίμιοι εργάτες που ενδιαφέρονταν για το πραγματικό συμφέρον των εργαζομένων, σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς εργατοπατέρες και τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ που κατηγορούνταν για «τυχοδιωκτισμό», «αμορφωσιά» και «σοσιαλδημοκρατισμό». Σταδιακά όμως, θα αποκτά μεγαλύτερη εμπειρία και θα κατασταλάζει σε ένα συγκεκριμένο συνδικαλιστικό πρόγραμμα. Ουδέποτε όμως θα απολέσει το ηθικολογικό στοιχείο.
Γνωρίζουμε ότι ο λόγος περί «απλών», «καθαρών» και «τίμιων» εργατών έρχεται σε άμεση και ορατή αντιπαράθεση απέναντι στην πολιτική δημαγωγία των εργοπατέρων συνδικαλιστών, που κατά την συντεχνιακή συνήθεια μπορεί να μην ήταν καν εργάτες. Οι Αρχείοι τους αποκαλούσαν «κοινωνικά αποβράσματα», «λωποδύτες», «χαφιέδες» και «καταχραστές» και τους κατηγορούσαν ότι συνεργούσαν ανοιχτά με το κράτος, την εργοδοτική συντεχνία και την Αστυνομία σε βάρος των εργατών. Συνεπώς, ο λόγος αυτός συγκροτεί, θα λέγαμε, κατά ένα τρόπο μια πολιτική πρόταση για ανεξαρτησία των εργατών από τον εργοδοτικό συνδικαλισμό. Ο εμπειρισμός αυτός των Αρχείων συνέδεσε κατά ένα τρόπο λοιπόν και ταύτισε τον ηθικό λόγο με τον ταξικό λόγο.
Η ηθικολογική διάσταση του συνδικαλισμού, αλλά ίσως και γενικότερα του πολιτικού λόγου και σκέψης του αρχειομαρξισμού, απορρέει συνολικά από τον τρόπο με τον οποίο συμμετείχαν οι εργάτες αυτών των κλάδων στην διαμόρφωση των όρων εργασίας. Έτσι, ο ηθικός συνδικαλιστικός λόγος των αρχειομαρξιστών δεν αφορούσε μόνο τον ρόλο των εργατοπατέρων και των εργοδοτών, αλλά γενικά την ίδια την διαδικασία της παραγωγής. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στους υποδηματεργάτες της Δράμας, ενώ οι κομματικοί διεκδικούσαν την ύπαρξη μόνο δύο διαχωριστικών βαθμίδων προτείνοντας κατώτατο όριο «καλφαλικιού», δηλαδή μεροκάματου, 70 λεπτά για τους καλφάδες και 30 για τους παραγιούς, οι αρχειομαρξιστές υποστήριζαν ότι τα «καλφαλίκια» θα έπρεπε να χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες προτείνοντας 75 λεπτά για την πρώτη, 60 για την δεύτερη και πενήντα για την τρίτη. Οι αρχειομαρξιστές στην συγκεκριμένη συνέλευση εξέλεξαν στην διοίκηση τρεις αντιπροσώπους, οι κομματικοί δύο, ενώ εξελέγησαν και δύο ανεξάρτητοι. Είναι σαφές ότι η αρχειομαρξιστική συνδικαλιστική θέση για τον τρόπο καταμερισμού της εργασίας αντιστοιχεί στους παραδοσιακούς τρόπους λειτουργίας των επαγγελμάτων των μισθωτών τεχνιτών, οι οποίοι χωρίζονταν και διακρίνονταν σε πάρα πολλές μισθολογικές κατηγορίες και ειδικεύσεις με βάση την δική τους κατανόηση της εργασιακής τάξης. Η απόλυτη ταξική εξίσωση που πρότασσαν οι κομματικοί ενδεχομένως να έμοιαζε με μια προσπάθεια καταστρατήγησης των εργασιακών κεκτημένων τους και γι' αυτό ίσως να την κατέτασσαν στο γενικότερο εγχείρημα υποβάθμισης της κοινωνικής τους θέσης. Ο αρχειομαρξισμός εκφράζει, λοιπόν, μια συντεχνιάζουσα ριζοσπαστικοποίηση και προβάλλει το σεβασμό σε μια ταξικότητα με ενδοταξικές διαβαθμίσεις, που αντιστοιχεί στον εργασιακό κόσμο του μικροεργαστηρίου που μεταβαίνει συχνά από τη θέση του ανεξάρτητου στη θέση του εξαρτημένου τεχνίτη ή από την θέση του «κάλφα» στην θέση του «μάστορα». Γι' αυτό τείνει να διαφυλάσσει εκείνες τις διαφοροποιήσεις που ενδεχομένως να επιτρέπουν ένα τέτοιο άλμα σε εκείνους που βρίσκονται στα ψηλότερα επίπεδα και να διατηρούν την ελπίδα σε εκείνους που βρίσκονται στα χαμηλότερα. Αντίθετα, ο συνδικαλιστικός λόγος του ΚΚΕ, αν και προσαρμοσμένος στις συνθήκες, δηλαδή εκτιμά ως σημαντική τη διαφορά ανάμεσα στον «παραγιό» και τον «κάλφα», πιέζει για την ταξική εξίσωση και εκφράζει με τον συνδικαλιστικό του λόγο ενδεχομένως την σταθερότητα και την παγίωση της προλεταριοποίησης.
Πέρα από την πρόταξη της τιμιότητας εκείνο το χαρακτηριστικό που διακρίνει τον αρχειομαρξισμό είναι η συγκρουσιακότητα που μάλλον συνάδει γενικά με την υποβάθμιση της πολιτικής. Σε όλα σχεδόν τα εργατικά συνέδρια του μεσοπολέμου η καταφυγή στη βία. Η μορφή αυτή πολιτικού λόγου, όπως εμφανίζεται στον αρχειομαρξισμό, δεν ήταν όμως ούτε άγνωστη ούτε ξένη τόσο στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα όσο και στο ελληνικό. Προϋπάρχει στο κίνημα των συντεχνιών στην Αθήνα κατά τα τέλη του 19ου αι, στον λόγο όλων σχεδόν των σοσιαλιστών πριν το 1918. Επίσης, παραμένει κυρίαρχος λόγος, μέσα όμως σε ένα καθαρά συντηρητικό νοηματικό πλαίσιο, στις συντηρητικές συνδικαλιστικές παρατάξεις.
Διαφωνόντας με την προοπτική των Βιομηχανικών Ενώσεων ο αρχειομαρξισμός αναδείχτηκε καλύτερος πολιτικός εκφραστής της κομμουνιστικής προοπτικής των στρωμάτων του μικροεργαστηρίου. Εκείνη την περίοδο, οι αρχειομαρξιστές προσανατολίστηκαν σταθερά στη διατήρηση ή στην επαναφορά στο παλιό μοντέλο, έχοντας συχνά ως σύμμαχους τους «δεξιούς» ή σοσιαλιστές συνδικαλιστές. Οι σοσιαλιστές και οι συντηρητικοί μπορούσαν να συμφωνήσουν με τους αρχειομαρξιστές στα συνδικάτα κατά ειδικότητα, γιατί ακριβώς αυτό το σωματειακό μοντέλο εξέφραζε τις «συντεχιάζουσες» λογικές, τις οποίες οι δυνάμεις αυτές υιοθετούσαν. Σε πλήρη αντίθεση με ότι συνέβαινε στους κλάδους των ειδικευμένων εργατών, ο αρχειομαρξισμός αδυνατούσε να διαμορφώσει ένα πρόγραμμα για τους εργοστασιακούς κλάδους της ανειδίκευτης εργασίας. Εξαιτίας μάλλον αυτής της αδυναμίας του, αλλά και εξαιτίας της προοπτικής του «Ενιαίου Μετώπου» με το ΚΚΕ που άρχισε να εφαρμόζει από το 1930 και έπειτα αρχίζει αργότερα να βλέπει πιο ευέλικτα το ζήτημα και θεωρεί ότι το μοντέλο συνδικαλιστικής οργάνωσης θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την περίπτωση. Βασική τους αρχή, όπως αποκρυσταλλώθηκε, λοιπόν, αργότερα θεωρητικά στο Πρώτο Συνέδριο της ΚΟΜΛΕΑ είναι «η μορφή επαγγελματικής οργάνωσης των εργατών πρέπει να προσαρμόζεται προς τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες διατελεί το κάθε επάγγελμα και οι οποίες απορρέουν απ' τις παραγωγικές σχέσεις.» Η αρχή αυτή της ευελιξίας βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της αντίληψης του ΚΚΕ για μια ενιαία μορφή συνδικαλιστικής οργάνωσης. Έτσι, λοιπόν, το Αρχείο του 1931 αναγνωρίζει ότι «δύο κύριες μορφές επαγγελματικής οργάνωσης των εργατών υπάρχουν: α΄) η κατά κλάδους οργάνωση (Σωματείο) και β΄) η κατ' επιχείρηση (Βιομηχανική Ένωση)».
Πάντως, ακόμη και στα 1931 ο αρχειομαρξισμός παρότι αναγνωρίζει τη μορφή της Βιομηχανικής Ένωσης ως την τελειότερη, τελικά πριμοδοτεί και υποστηρίζει την σωματειακή μορφή θεωρώντας ότι ταιριάζει περισσότερο στις συνθήκες της Ελλάδας. Επίσης, οι αρχειομαρξιστές εκτιμούσαν πως, όταν είναι αναγκαίο να εφαρμοστεί το μοντέλο των ΒΕ, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί άνωθεν και χωρίς να έχει προηγηθεί μια πορεργασία προσαρμογής και προπαγάνδας μέσα στους εργάτες για την αξία του νέου τύπου επαγγελματικής ένωσης. Η κυριότερη διαφορά του αρχειομαρξιστικού επαναστατικού συνδικαλισμού σε σχέση με το ΚΚΕ ήταν ότι δεν έθετε άμεσα την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, όπως το ΚΚΕ και δε υπέτασσε, διαχωρίζοντας το συνδικαλιστικό από το «πολιτικό», τα επιμέρους συνδικαλιστικά κινήματα με την γενική πολιτική κίνηση του κόμματος. Η πρακτική αυτή αντανακλά στη διαφορετική εκτίμηση για τη συγκυρία. Ενώ το ΚΚΕ εκτιμούσε ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση, ο αρχειομαρξισμός εκτιμούσε πως βρισκόταν σε σταθερότητα. Για το ΚΚΕ η επανάσταση βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη και έπρεπε να δράσουν άμεσα, ενώ για τον αρχειομαρξισμό θα ερχόταν σύντομα και το κομμουνιστικό κόμμα έπρεπε να προετοιμάσει τις συνθήκες για αυτή.
ε. οι σοσιαλιστές του Στρατή
Ήταν η μία εκ των δύο παρατάξεων που έλεγχαν την ΓΣΕΕ μετά το 1926, είχαν την προέλευσή τους και αντλούσαν υποστήριξη από τους σιδηροδρομικούς. Για αυτό το λόγο είχαν διαφορετική ιδεολογική υπόσταση και ανταποκρίνονταν σε άλλου τύπου συνδικαλιστική βάση. Ο συνδικαλισμός τους ανταποκρινόταν στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα και καταλάμβαναν τη θέση μέσα στα εργατικά στρώματα που ανάλογη στην Ευρώπη κατελάμβανε η «εργατική αριστοκρατία». Σήμαινε δηλαδή ασφαλή θέση στην αγορά εργασίας και σταθερή απασχόληση, όταν η πλειοψηφία μαστζόταν από εποχική και συγκυριακή ανεργία, υψηλό επίπεδο και κανονικότητα αμοιβών, συνθήκες εργασίας που δεν παραβίαζαν την εργατική νομοθεσία, περιορισμένη διάρκεια εργασίας και κοινωνικές ασφαλίσει, υψηλό ποσοστό συμμετοχής στα συνδικάτα. Η στρατηγική του Δημήτρη Στρατή συνίστατο στην επιδίωξη μιας πολιτικής παραχωρήσεων εκ μέρους του κράτους και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Πίστευε πως οι μεταρρυθμίσεις θα προσέδιδαν κύρος στη ΓΣΕΕ. Την πολιτική αυτή την επεδίωξε από το 1926 έως το 1929 από τη θέση του γραμματέα της ΓΣΕΕ και από το 1929 έως το 1932 από τη θέση του γερουσιαστή.
Οι πολιτισμικές και δομικές αντιθέσεις στην οργάνωση της παραγωγής, που έχουν ως αποτέλεσμα ενδοταξικές ιεραρχήσεις μέσα στα εργατικά στρώματα και τη σύγκρουση του «παραδοσιακού» με το «νέο». Οι ιδεολογικές επιδράσεις και κατασταλλάξεις, όπως π.χ. η οκτωβριανή επανάσταση, ο παραδοσιακός ηθικός λόγος, ο νεωτερικός αστικός εκσυγχρονιστικός λόγος, η πολιτική επιρροή των αστικών κομμάτων, η αντίδραση και η προσπάθεια ελέγχου της εργατικής κίνησης από την εργοδοσία διαμορφώνουν ένα πλούσιο σε μορφές και συνθέσεις χάρτη συνδικαλιστικής οργάνωσης της εργατικής διεκδίκησης που αντιστοιχεί σε ένα πλούσιο χάρτη σοσιαλιστικών ή εργατικών πολιτικών οργανώσεων με διαφορετικές στρατηγικές και τακτικές. Ο πολυμερισμός και οι διασπάσεις της ΓΣΕΕ και των σωματείων και κατ επέκταση των πολιτικών οργανώσεων κατά τον μεσοπόλεμο δεν αντιστοιχούν δηλαδή μόνο σε προσπάθειες πολιτικού ελέγχου, αλλά είναι αίτια πολλαπλών δομικών σχέσεων: οφείλονται πρώτον στην συγκρουσιακή ένταση μεταξύ του νέου συνδικαλιστικού οργανωτικού μοντέλου και του παλιού, δεύτερον στην συγκρουσιακή ένταση μεταξύ των εργατικών τάσεων που εκφράζουν την χειραφέτηση και των εργατικών τάσεων που εκφράζουν την υποταγή, τρίτον στη συγκρουσιακή ένταση ανάμεσα από τη μία σε ένα είδος «εργατικής αριστοκρατίας» (που μπορεί να εκδηλώνεται με πολλές μορφές είτε ως ξεχωριστό εργατικό στρώμα, π.χ. σιδηροδρομικοί, είτε ως ιεραρχικά ανώτερο στρώμα στην παραγωγική διαδικασία, π.χ. αρχιεργάτες και επιστάτες) και από την άλλη στην πλειοψηφία των εργατών.
Το ΚΚΕ με το Αρχείο έχουν ως κοινή βάση τον κομμουνισμό, αλλά εκφράζουν το ένα την νέα εργατική βάρδια στη βιομηχανία και το άλλο τη νέα εργατική βάρδια στους μισθωτούς τεχνίτες. Το ΚΚΕ με τους σοσιαλιστές του Στρατή έχουν ως κοινή βάση το νεωτερικό συνδικαλισμό, αλλά οι μεν εκφράζουν τη βιομηχανική νέα βάρδια και οι δε την παλαιά με πολλές κατακτήσεις βάρδια των σιδηροδρομικών. Το Αρχείο με τον Καλύβα έχουν ως κοινό παρανομαστή το παλαιό οργανωτικό μοντέλο, αλλά οι μεν εκφράζουν την τάση χειραφέτησης και οι δε την τάση υποταγής. Οι συνδικαλιστές του Καλομοίρη έχουν ως κοινό παρανομαστή με τον Στρατή τον ρεφορμιστικό σοσιαλισμό, αλλά εκφράζουν διαφορετικά στρώματα ή καλύτερα διαφορετικές ποιότητες, διαφορετικά οργανωτικά μοντέλα και εν τέλει έχουν διαφορετική σχέση με το αστικό κράτος.
Η συγκρουσιακή αυτή διαφορετικότητα θα δημιουργήσει μια συνδικαλιστική ρευστότητα. Αυτή η ρευστότητα θα επιταθεί ύστερα από τη διάσπαση της ΓΣΕΕ και τη δημιουργία περισσοτέρων από μιας Συνομοσπονδιών με πανελλαδική δικτύωση. Εκτός από την ΓΣΕΕ που ελέγχεται από σοσιαλιστές και συντηρητικούς θα υπάρχει και η Ενωτική ΓΣΕΕ που ελέγχεται από το ΚΚΕ. Οι σοσιαλιστές του Στρατή και οι συντηρητικοί του Καλομοίρη με τη βοήθεια της αστυνομίας θα διώξουν τους κομμουνιστές από το Δ΄ Συνέδριο της ΓΣΕΕ τον Μάιο του 1928. Οι Ομοσπονδίες του ΚΚΕ θα ιδρύσουν τον Φεβρουάριο του 1929 την Ενωτική ΓΣΕΕ. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ θα απορρίψουν ο αίτημα των αρχειομαρξιστών τους για ανάδειξη και αρχειομαρξιστών αντιπροσώπων με τρόπο αναλογικό και θα τους διώξουν από το Ιδρυτικό Συνέδριο της ΕΓΣΕΕ ύστερα από βίαιες συγκρούσεις.
Το 1930 στο 5ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ οι σοσιαλιστές του Στρατή θα αποχωρήσουν από την Συνομοσπονδία και θα ιδρύσουν τα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα. Το Εργατικό Κέντρο Αθηνών θα λειτουργεί αυτόνομα υπό την ηγεσία του Καλύβα, ενώ οι αρχειομαρξιστές φτιάχνοντας τα Συνεργαζόμενα Συνδικάτα θα συμμαχούν ανάλογα με την περίπτωση με το ένα ή το άλλο στρατόπεδο. Μετά την πτώση του Βενιζελισμού στα 1933, θα είναι κοινή η κατεύθυνση όλων των παρατάξεων να ενοποιηθούν οι συνδικαλιστικές ομοσπονδίες. Η συμπόρευση και κοινή συμμετοχή στην πρωτομαγιά το Μάιο του 1936 θα εντείνει τις τάσεις ενοποίησης των συνδικαλιστικών ενώσεων οι οποίες θα προκαλέσουν τρόμο στον αστικό συνασπισμό εξουσίας, ο οποίος υπό αυτόν τον φόβο θα επιτρέψει την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας και θα υιοθετήσει τον φασισμό.
Η επαγγελλόμενη επανάσταση στα 1936 φαινόταν να βρίσκεται πολύ κοντά στην πράγματωσή της. Η ρωγμή της εξέγερσης του 1936 θα συνεχίσει να στοιχειώνει το αστικό πολιτικό σύστημα καθώς η αντικομμουνιστική ιδεολογία θα είναι το κυρίαρχο στοιχείο του μεταξικού καθεστώτος. Με αυτόν τον τρόπο, οι κληρονομιές του μεσοπολέμου θα συμβάλλουν στη μεγάλη εξέγερση του ΕΑΜικού κινήματος. Το Εργατικό ΕΑΜ είναι που θα συγκροτηθεί πρώτα και έπειτα το αντάρτικο και ο ΕΛΑΣ. Οι μάχες που θα δώσουν τα σωματεία την περίοδο της Κατοχής θα είναι μεγάλες και κομβικές για την αντίσταση των εργατών απέναντι στον γερμανικό και ιταλικό φασισμό.
Από πολλές πλευρές ο μεσοπόλεμος θυμίζει πολύ την εποχή μας. Οικονομική κρίση, σύγκρουση του παλιού με το νέο, η ύπαρξη μιας νέας εργατικής βάρδιας χωρίς συνδικαλιστική αντιπροσώπευση, πολυμερισμός και πολυδιάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος και της αριστεράς, εθνοτικοί διαχωρισμοί στο εσωτερικό των εργατικών στρωμάτων αντί βέβαια τοπικών, επανεμφάνιση, ακόμα περιορισμένα, του οράματος για μια άλλη κοινωνία. Υπό αυτό το πρίσμα ο Δεκέμβρης του 2008 άνοιξε μια νέα εποχή για την Ελλάδα, όπου οι άνθρωποι που τη ζουν θα βλέπουν ολοένα και περισσότερο έναν κόσμο έτοιμο να σκάσει, έναν κόσμο πολωμένο κοινωνικά. Σε αυτήν τη νέα εποχή η εμφάνιση μιας άλλης αριστεράς και ενός νέου εργατικού κινήματος που θα ενοποιεί την εργατική τάξη κόντρα στον κρατικό συνδικαλισμό είναι η προϋπόθεση για μεγαλύτερες μετατοπίσεις και συγκρούσεις μέσα στην κοινωνία… η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η ελπίδα μας σε αυτήν την κατεύθυνση!

πόσοι μας διάβασαν: