Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Η άλλη Ελλάδα, μειονότητες

 της Ελευθερίας Παναγοπούλου

Ένα πολύ καλό άρθρο που παρουσιάζει συνοπτικά όλες τις υπάρχουσες μειονότητες στην Ελλάδα. Διαφωνώ μόνο με τις ελπίδες που τρέφει για τον δήθεν δημοκρατικό ρόλο της τότε ΕΟΚ . Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Σχολιαστής, τεύχος 76, Μάιος 1989. 




  





«Ντόπιο πράμα!». Το αίτημα «εθνικής/εθνοτικής προτίμησης» και οι στρατηγικές ελέγχου της αγοράς εργασίας από τα εργατικά σωματεία της Αθήνας και του Πειραιά στις αρχές του εικοστού αιώνα



του Νίκου Ποταμιάνου

στο 7ο Ιστορικό Συνέδριο: Η ιστορία της εργασίας. Νέες προσεγγίσεις σε ένα διαρκές ζήτημα

Αθήνα 20-21 Μαΐου 2011

Ξεκινώ με διευκρινίσεις για την έννοια που χρησιμοποιώ στον τίτλο. Η «εθνική προτίμηση» προέρχεται ως όρος από τη σύγχρονη γαλλική ακροδεξιά: «πρώτα οι Γάλλοι», δηλαδή, και μετά οι μετανάστες από τις παλιές αποικίες, όσον αφορά την απασχόληση και τις απολαβές από το κράτος πρόνοιας.1 Ασφαλώς οι θέσεις αυτές εδράζονται σε ρατσιστικές πεποιθήσεις, έστω ενός τροποποιημένου ρατσισμού όπως έχει δείξει ο Ταγκιέφ:2 γιατί λοιπόν να υιοθετήσει κανείς αυτόν τον όρο αντί να κάνει λόγο για ρατσισμό;


 Καταρχάς επειδή οι πρακτικές αποκλεισμού στις οποίες παραπέμπει δεν συνδέονται απαραίτητα με ένα ιδεολογικό σύστημα ιεράρχησης των φυλών και των εθνών και νομιμοποίησης της κυριαρχίας επί ορισμένων από αυτών, όπως αυτό που αναπτύχθηκε στα πλαίσια της αποικιοκρατίας,3 είναι όμως αναπόσπαστα συνδεδεμένες, όπως παρατηρεί ο Μπαλιμπάρ, με την ύπαρξη του «εθνικού-κοινωνικού κράτους»4 . συνδέονται, δηλαδή, με μια από τις βασικές οργανωτικές αρχές του πολιτικού στον σύγχρονο κόσμο, τη συσχέτιση των δικαιωμάτων με την ιθαγένεια, η οποία απαντάται (και διαμορφώνει τη συλλογική δράση) και όπου δεν υπήρξε παρά μια επιδερμική επαφή με το ρατσιστικό σύστημα ιδεών. Στον βαθμό, επιπλέον, που η ιθαγένεια αφίσταται μιας πολιτισμικής ή βιολογικής σύλληψης του έθνους, η διεκδίκηση προνομιακής μεταχείρισης μπορεί να στρέφεται ενάντια σε ανθρώπους που έχουν την ιδιότητα του πολίτη:το αίτημα εθνικής προτίμησης, δηλαδή, μπορεί να βασίζεται σε μια πιο περιοριστική σύλληψη της εθνικής κοινότητας απ’ αυτήν που γίνεται νομικά δεκτή και να ισοδυναμεί με την απαίτηση αντίστοιχης προσαρμογής της ιδιότητας του πολίτη.
Η έννοια θα μπορούσε ίσως να τροποποιηθεί για να συσχετιστεί με μη-εθνικές μορφές εντοπιότητας, όπως αυτές που βασίζονται στην ύπαρξη κοινοτήτων διαμορφωμένων σε τοπική βάση, ή και με τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε εθνοπολιτισμικές ομάδες κατά τον οποίο δεν γίνεται προσφυγή στο δίπολο ντόπιος-ξένος: εδώ όμως απομακρυνόμαστε από τους καθορισμούς των δομών του έθνους-κράτους για να αναφερθούμε σε κοινότητες που δεν συγκροτούνται ως πολιτικές, δεν υποστηρίζονται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους (που επεξεργάζονται, καλλιεργούν και εγχαράσσουν την εθνική ταυτότητα) και δεν οριοθετούνται νομικά αλλά υφίστανται περισσότερο ως πρωτογενείς ομάδες συμβίωσης παρά ως φαντασιακές κοινότητες. Τα χαρακτηριστικά αυτά των συγκεκριμένων κοινοτήτων σημαίνουν ότι στο δεδομένο θεσμικό πλαίσιο οι ανταγωνισμοί ανάμεσά τους μπορεί να τροφοδοτούσαν και να εξέβαλλαν σε αιτήματα προτίμησης, δεν είχαν όμως τη δυνατότητα να παραγάγουν αυτοτελώς τέτοια αιτήματα, τα οποία όφειλαν (και οφείλουν) να περνάνε μέσα από μια επαναδιαπραγμάτευση της σύνθεσης και των ορίων της εθνικής κοινότητας, βασισμένη στην αντίθεση του ξένου με τον ιθαγενή και πολίτη: η προσφυγή στο δίπολο ντόπιος-δικαιούχος δικαιωμάτων και ξένος είναι αναγκαία για να θεμελιωθούν θεσμικές ανισότητες, και ο ντόπιος απ’ αυτή την άποψη δεν μπορεί παρά να ορίζεται εθνικά σε μια χώρα που δεν είναι ομοσπονδιακή ούτε υπάρχουν περιφέρειες με εκτεταμένη αυτονομία όπου μπορεί να θεσπίζονται μορφές περιφερειακής προτίμησης.
Επιγραμματικά, λοιπόν, το αίτημα εθνικής προτίμησης συνιστά μια μορφή πολιτικοποίησης ορισμένων από τους ανταγωνισμούς ανάμεσα σε εθνοπολιτισμικές ομάδες: όπως το θέτει ο Μπαλιμπάρ, δεν πρόκειται για μια δυαδική σχέση (ανάμεσα στον Εαυτό και τον Άλλο) αλλά για μια τριαδική, με αναγκαία την παρουσία του κράτους από το οποίο ζητείται μια κοινωνική/πολιτισμική διαφορά να μεταφραστεί σε κρατική πολιτική.5 Δύο άλλα σημεία που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι, πρώτον, οι εν λόγω διεκδικήσεις αναφέρονται κατεξοχήν στην αγορά εργασίας –καθώς βέβαια και σε απολαβές από το κράτος-πρόνοιας, το οποίο την εποχή που μελετώ δεν έχει ακόμα αναδυθεί. Η «πολιτικοποίηση», λοιπόν, για την οποία μιλήσαμε προϋποθέτει μια αντίληψη ότι το κράτος νομιμοποιείται να παρεμβαίνει σε σφαίρες που για τον κλασικό φιλελευθερισμό ανήκουν αυστηρά στη σφαίρα του ιδιωτικού: αναφερόμαστε λοιπόν κυρίως σε ένα αίτημα που ανήκει στην εποχή του κοινωνικού φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, των κορπορατικών διευθετήσεων και της ανόδου του κρατισμού. Δεύτερον, μιλώντας για αίτημα εθνικής προτίμησης τονίζουμε τη διάσταση της από τα κάτω προέλευσής του.6

Είναι γνωστές (αν και ίσως όχι επαρκώς μελετημένες) οι αντιπαραθέσεις μετά το 1922 ανάμεσα σε πρόσφυγες και μη . το υλικό τους υπόβαθρο το αποτελούσαν η διανομή της γης των τσιφλικιών και οι ανταγωνισμοί των επαγγελματιών για την προσέλκυση πελατείας και των μισθωτών για τις θέσεις εργασίας.7 Οι δύο πρώτες μορφές σύγκρουσης συμφερόντων κάνουν την εμφάνισή τους μετά το 1922, αλλά ανταγωνισμοί στην αγορά εργασίας που αρθρώνονταν με όρους ντόπιων έναντι ξένων είχαν εμφανιστεί από τη δεκαετία του 1910. Αυτούς τους τελευταίους θα παρουσιάσω.
Το 1912, στα πλαίσια μιας έρευνας της εφημερίδας «Ακρόπολις» για τα επιτεύγματα και την κατάσταση των διαφόρων τεχνών της Αθήνας, ένας ελαιοχρωματιστής διαμαρτυρόταν ότι στην Αθήνα υπήρχε «συσσώρευσις τεχνιτών και εργατών από όλην την Ελλάδα και τον υπόδουλον Ελληνισμόν, καθ’ ον χρόνον στερούμεθα ημείς οι εντόπιοι εργασίας». Δυο μήνες μετά μια σημαντική απεργία, των αρτεργατών, ηττήθηκε λόγω της συρροής στην Αθήνα ενός πλήθους ομογενών που προσπαθούσαν να αποφύγουν τη στράτευσή τους στον τούρκικο στρατό και λειτούργησαν απεργοσπαστικά. Επρόκειτο εν πολλοίς για έναν ανταγωνισμό που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της ίδιας εθνικοτοπικής κοινότητας, της Ηπειρώτικης: ίσως αυτός ήταν ο λόγος που δε νοηματοδοτήθηκε ως αντίθεση ανάμεσα σε ντόπιους και ξένους εργάτες. Αποτέλεσε παρ’ όλ’ αυτά το πρελούδιο μιας περιόδου ενδοεργατικών διαμαχών που αρθρώθηκαν γύρω απ’ αυτό το δίπολο, στον βαθμό που καθοριστικής σημασίας για να πάρουν αυτή τη μορφή υπήρξε ο σχηματισμός ενός εφεδρικού στρατού εργασίας από πρόσφυγες που όχι μόνο δεν διέθεταν την ελληνική ιθαγένεια πριν το 1922 αλλά και παρέμειναν εκτός των δομών του εργατικού κινήματος και κινητοποιήθηκαν ως απεργοσπάστες σε διάφορες περιστάσεις. Έως τότε, ενώ οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε κοινότητες εργατών δεν ήταν ασυνήθιστοι, απ’ όσο γνωρίζουμε δεν είχαν πολιτικοποιηθεί με αυτό τον τρόπο παρά σπάνια, σε επεισόδια που έμειναν χωρίς συνέχεια –και στα οποία εμπλεκόταν ως εργοδότης το κράτος, το οποίο έτσι εγκαλούνταν να λειτουργήσει ως «εθνικό»: ένα ύστερο παράδειγμα αποτελεί η διαμαρτυρία του εργατικού κέντρου Ηρακλείου το 1915 όταν ο δήμος προσέλαβε για την ανέγερση του δημαρχείου Ιταλούς τεχνίτες.
Μοναδικές, μάλλον, εξαιρέσεις όσον αφορά την εμπλοκή του κράτους ως εργοδότη, που από μιαν άποψη επίσης αποτέλεσαν πρελούδιο στη διεκδίκηση της εθνικής προτίμησης κατά τη δεκαετία του 1910, ήταν δύο απεργίες που συνδέονταν με την οικονομική κρίση του 1908-1910: στα αιτήματα των μηχανουργών του Πειραιά το 1909 περιλαμβανόταν η υποχρέωση των μεταλλευτικών εταιρειών να απασχολούν Έλληνες εργάτες (και να προμηθεύονται εγχώρια μηχανήματα), ενώ η σημαντική απεργία των θερμαστών και μηχανικών της ακτοπλοΐας το 1910 στρεφόταν και ενάντια στις ναυτολογήσεις ξένων μηχανικών σε ελληνικά ατμόπλοια. Η ναυτιλία αποτελούσε βέβαια έναν ιδιαίτερο, λόγω της διεθνοποίησής του, εργασιακό χώρο, στον οποίο ήταν ίσως αναμενόμενο να παίρνουν οι κινητοποιήσεις τέτοια κατεύθυνση . αυτό που ιδίως τις συνδέει με τις αντιπροσφυγικές των επόμενων χρόνων ήταν ιδίως οι τόνοι που υιοθετήθηκαν ενάντια στους «αγνώστους, αγνώστου καταγωγής και προελεύσεως, πάσης εθνικότητος» μηχανικούς που δούλευαν στα ατμόπλοια και στερούσαν το ψωμί από τους Έλληνες κλπ.
Την άνοιξη του 1914 χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, βασικά άντρες, κατέφυγαν στην Ελλάδα, καταλήγοντας πολλοί στην πρωτεύουσα . γρήγορα αναπτύχθηκαν αρνητικές διαθέσεις εναντίον τους στα εργατικά σωματεία, καθώς δέχονταν να δουλεύουν με χειρότερους όρους από αυτούς που επικρατούσαν σε διάφορα επαγγέλματα. Ακόμη και το 1921, κι ενώ πολλοί είχαν επιστρέψει στις πατρίδες τους όταν η Θράκη και η Σμύρνη βρέθηκαν υπό ελληνική κατοχή, ο Μπεναρόγια έγραφε ότι «χιλιάδες πρόσφυγες συνεχώς εκτοπίζουν τους ωργανωμένους εργάτας από μερικά επαγγέλματα». Ιδίως στο λιμάνι του Πειραιά, όπου οι φορτοεκφορτώσεις αποτελούσαν μια εργασία ανειδίκευτη αλλά σχετικά καλοπληρωμένη (χάρη στην ισχύ των σωματείων των λιμενεργατών και στη νευραλγική θέση τους στην οικονομική δραστηριότητα), οι πρόσφυγες, αποτελώντας μια πολυπληθή και γρήγορα κινητοποιήσιμη μάζα ανέργων, χρησιμοποιήθηκαν ως απεργοσπάστες στην απεργία των φορτοεκφορτωτών σιτηρών το 1914 ενώ το 1916 οι εργολάβοι της Ηλεκτρικής εταιρείας επιχείρησαν να αντικαταστήσουν με πρόσφυγες τους φορτοεκφορτωτές γαιανθράκων (για να υποχωρήσουν όταν το εργατικό κέντρο Πειραιά απείλησε με γενική απεργία). Επιπλέον οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις του 1915 εξέταζαν το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσουν τους πρόσφυγες «εις διάφορα δημόσια έργα»: έτσι θα «ανακουφιζόταν το Δημόσιον, περιστελλομένης της δι’ αυτούς δαπάνης», θα περιστέλλονταν όμως και οι διαθέσιμες για τους ντόπιους θέσεις εργασίας.
Οι αντιθέσεις αυτές οδήγησαν στη διατύπωση αιτημάτων εθνικής προτίμησης απέναντι στους πρόσφυγες. Τον Αύγουστο του 1914 ο εκπρόσωπος των βυρσοδεψών στο εργατικό κέντρο της Αθήνας Πουλόπουλος «καταγγέλλει ότι πολλοί πρόσφυγες, αφ’ ενός παίρνουν επίδομα από την κυβέρνησιν, αφ’ ετέρου εργάζονται με ελάχιστον ημερομίσθιον και στερούν το ψωμί πολλών εργατών ιδικών μας», παρέμβαση που επιδοκιμάστηκε και ενσωματώθηκε σε υπόμνημα του ΕΚΑ για την αισχροκέρδεια κλπ που υποβλήθηκε λίγο μετά: «Να μην επιτρέπεται εις τους πρόσφυγας να εργάζωνται εις τας εργασίας εντοπίων εργατών αφού παίρνουν σιτηρέσιον από το κράτος, διότι στερούν το ψωμί εις τους εντοπίους εργάτας, τους αυριανούς ελευθερωτάς των προσφύγων αυτών». Στα υπομνήματα των εργατικών κέντρων της Αθήνας και του Πειραιά που είδαμε δε συναντήσαμε να ξαναδιατυπώνεται τέτοια διεκδίκηση . ωστόσο το καλοκαίρι του 1916 ο (αντιβενιζελικός) πρόεδρος του εργατικού κέντρου Πειραιά Ι. Γαβριήλ ανάγγελλε ότι στο προσεχές «εργατικό συνέδριο» θα συζητιόνταν, πέρα από την ακρίβεια, τον επισιτισμό και την εργατική νομοθεσία, και η «επιβολή προτιμήσεως εις την πρόσληψιν στρατευομένων Ελλήνων δια τας εν γένει εργασίας».
Η διατύπωση αυτή στρεφόταν σαφώς ενάντια στους πρόσφυγες. Η διεκδίκηση αποκλεισμού τους εστίαζε σε ένα σημείο διαφοροποίησης των προσφύγων που δεν τους έθετε εκτός έθνους, θεμελιωνόταν όμως σε μια ενεργητική (και όχι απλά νομική) σύλληψη της ιδιότητας του πολίτη, βασισμένη στη συμμετοχή στις θυσίες της πολιτικής κοινότητας. Η διεκδίκηση να αποτελούν τα πολιτικά δικαιώματα τη βάση για τα κοινωνικά δικαιώματα νομιμοποιούνταν εδώ όχι με μια περιοριστική σύλληψη του έθνους που έθετε υπόαμφισβήτηση τον δεσμό της ομογένειας, αλλά με μια επαναδιαπραγμάτευση της ιδιότητας του πολίτη που συνδεόταν με τις υπηρεσίες προς το έθνος των στρατευομένων «αυριανών ελευθερωτών». Παρότι όμως δεν διατυπώθηκαν (απ’ όσο γνωρίζουμε) σε επίσημα κείμενα των εργατικών σωματείων αντιλήψεις που έθεταν τους πρόσφυγες εκτός του εθνικού σώματος, αυτές είχαν ήδη αναπτυχθεί το 1916, όπως θα δούμε αμέσως . αυτό που δεν είχε ακόμα συγκροτηθεί στον δημόσιο λόγο ήταν ένα σώμα αρνητικών στερεοτύπων για τους πρόσφυγες, κάτι που θα γίνει στον μεσοπόλεμο.
Θα κατανοήσουμε καλύτερα την ανάπτυξη αντιπροσφυγικών διαθέσεων και αιτημάτων αν την εγγράψουμε σε τρία ευρύτερα πλαίσια: τις πρακτικές του πρώιμου εργατικού κινήματος, την κοινοτιστική οργάνωση των εργατών και τον ρόλο των μεταναστευτικών κοινοτήτων, και τη στάση του ελληνικού κράτους και των πολιτών του απέναντι στους αλλοδαπούς (ομογενείς και μη) που έρχονταν να δουλέψουν στη χώρα. Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο.
Σε γενικές γραμμές η παρουσία εργατών που δεν ήταν ντόπιοι, ακόμη κι όταν δεν επρόκειτο για ομοεθνείς, εμφανίζεται κατά τον 19οαιώνα αυτονόητα αποδεκτή, είτε απέληγε σε μόνιμη εγκατάσταση είτε επρόκειτο για εποχικές μετακινήσεις πχ εργατών γης στη Θεσσαλία και τη Φθιώτιδα. Η μετακινούμενη βιοτεχνική εργασία συνέχιζε να αποτελεί μια κανονικότητα για τις ορεινές περιοχές των Βαλκανίων, και το ελληνικό κράτος έναν από τους τόπους προορισμού . η αγροτική ανάπτυξη ως τα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς και η αραιοκατοίκηση της Θεσσαλίας δημιουργούσαν σταθερά ζήτηση εργατικών χεριών (ιδίως εποχική) . σε διάφορες συγκυρίες κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ουαιώνα εμφανίστηκε στενότητα εργατικής δύναμης στον δευτερογενή τομέα, ενώ τα μεγάλα δημόσια έργα της δεκαετίας του 1880 βασίστηκαν σε αλλοδαπούς εργάτες σε βαθμό μάλλον μεγαλύτερο απ’ όσο θα δικαιολογούσε η κατοχή εξειδεικευμένων γνώσεων. Απέναντι σε αυτούς τους αλλοεθνείς εργάτες στην κατασκευή των σιδηροδρόμων διατυπώνονται το 1890 οι πρώτες διαμαρτυρίες Ελλήνων ανταγωνιστών τους που εντοπίσαμε, σχηματίσαμε πάντως την εντύπωση ότι δεν είχαν συνέχεια.
Επρόκειτο, ακόμα, για μιαν εποχή χωρίς ταυτότητες και διαβατήρια. Βεβαίως το κράτος (ιδίως το οθωνικό;) επιχειρούσε να διατηρεί έναν έλεγχο της κινητικότητας του πληθυσμού . δεν έχουμε εικόνα για το πώς λειτουργούσαν στην πράξη τα διάφορα «διαμονητήρια», δεν πρέπει όμως να απέτρεπαν τις μετακινήσεις. Οι πολιτογραφήσεις αλλοδαπών, επίσης, πρέπει να λειτουργούσαν χωρίς προβλήματα αν κρίνουμε από το πλήθος των καταγόμενων από την Οθωμανική αυτοκρατορία ψηφοφόρων. Ο αυτοχθονισμός της πρώιμης οθωνικής περιόδου κόπασε αφού το 1844 διευθετήθηκαν τα ζητήματα των πολιτικών δικαιωμάτων και του δικαιώματος απασχόλησης «εις τα δημόσια επαγγέλματα», και η Μεγάλη Ιδέα διαμόρφωνε ένα περιβάλλον θετικών στάσεων απέναντι στους αλύτρωτους . οι αρνητικές αναπαραστάσεις των ομογενών επιχειρηματιών που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα από τη δεκαετία του 1870 κ.ε., και οι οποίες αποκτούσαν κάποτε τη χροιά του αποκλεισμού τους από το έθνος, δεν αφορούσαν τις λαϊκές τάξεις. Συναντάμε, έτσι, μορφές όπως αυτή του Ηπειρώτη χτίστη που εγκαταστάθηκε στο Κορωπί, έγινε «νοικοκύρης» εκμεταλλευόμενος τον μύλο του χωριού και στις αρχές του 20ού αιώνα έβαλε υποψηφιότητα για δήμαρχος.
Ωστόσο οι ταυτότητες του ντόπιου και του ξένου, όσο κι αν τελούσαν υπό συνεχή επαναδιαπραγμάτευση (ιδίως στις πόλεις που γνώριζαν σημαντική αύξηση του πληθυσμού τους, όπως η Αθήνα από το 1870 κ.ε.), δεν έπαυαν να αναπαράγονται και ενίοτε να έρχονται στο προσκήνιο. Ορισμένοι υποψήφιοι δήμαρχοι της Αθήνας έπαιξαν το χαρτί της εντοπιότητας, ενώ το σύνθημα «ντόπιο πράμα» φαίνεται ότι πρωτοακούστηκε στις δημοτικές εκλογές του 1907 όταν ο Μερκούρης κατηγορήθηκε ότι για τη διαδήλωση υπέρ του «εστρατολόγησε Πειραιείς, χωρικούς, βερουτιανούς [δηλαδή ετεροδημότες], ακόμη και πρόσφυγας [από την Ανατολική Ρωμυλία]». Η αμφισβήτηση των εκλογικών δικαιωμάτων όσων διαδήλωναν υπέρ του αντιπάλου αποτελούσε μια κλασική στρατηγική για να μειωθεί η εντύπωση ισχύος του που δημιουργούσαν οι διαδηλώσεις υπέρ του, κάποτε όμως αυτή αποκτούσε τη χροιά της αμφισβήτησης του δικαιώματος των ομογενών από την Οθωμανική αυτοκρατορία να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή του ελληνικού κράτους. Αυτό συνέβη πριν τις εκλογές του 1885, όταν το απογυμνωμένο από μαζικά στηρίγματα στην πρωτεύουσα τρικουπικό κόμμα προσέφυγε στην κινητοποίηση Ηπειρωτών και άλλων ομογενών: «Τίς απένειμεν εις τους ραγιάδες των ελλήνων πολιτών τα πολιτικά δικαιώματα και τίς νόμος επιτρέπει την εις τα πολιτικά της χώρας επέμβασιν ανθρώπων, μη κεκτημένων την ελληνικήν ιθαγένειαν;», ρωτούσαν οι αντιτρικουπικοί «Καιροί», για να κλείσουν με την απειλή απέλασης των «ραγιάδων», παρακινώντας την επόμενη κυβέρνηση να «διδάξη εις αυτούς ότι οφείλουσι να συμπεριφέρωνται μετ’ ευκοσμίας και ευνομίας, ίνα μη αναγκάζωνται εις το εξής να καταλείπωσι το ελληνικόν έδαφος, εξοριζόμενοι υπό της αστυνομίας».
Ενδεχομένως δεν είναι τυχαίο που οι ενστάσεις προέρχονταν από τη δηλιγιαννική παράταξη, η οποία είχε πιο λαϊκή ταξική σύνθεση, τουλάχιστον στην Αθήνα . μπορούμε πάντως να τις δούμε και ως συμμετρική αντίδραση στα στηρίγματα που εμφανιζόταν να διαθέτει ο αντίπαλος. Τέτοια επίθεση σε «ραγιάδες» που ανήκαν στις λαϊκές τάξεις συναντήσαμε άλλη μία, επίσης από τους συντηρητικούς «Καιρούς» λίγα χρόνια μετά και επίσης με στόχο να πληγεί το τρικουπικό κόμμα8 . ο κανόνας πάντως είναι ότι η δηλιγιαννική ρητορεία στρεφόταν ενάντια στους ομογενείς επιχειρηματίες και μόνο.
Τη δεκαετία του 1910 οι επιθέσεις στους «ξένους» θα αποκτήσουν νέα ένταση. Σε μια πρώτη φάση υψηλοί τόνοι θα υιοθετηθούν από εκπροσώπους της παλιάς πολιτικής ελίτ ενάντια στον Βενιζέλο και τους ομογενείς αστούς που τον πλαισίωναν, και θα συνδυαστούν με αντιπλουτοκρατικά μοτίβα: «υπουργός αλιευθείς μεταξύ των νεοπλούτων […] ετόλμησε ξένος αυτός προς τον τόπον, άσημος και αγράμματος μέχρι κωμικότητος να είπη περί ημών ότι έχομεν ως βιοποριστικόν επάγγελμα την πολιτικήν, ημείς οι παλαιοί πολιτικοί του τόπου» κλπ . «άνθρωποι περισυλλεγέντες εντεύθεν και εκείθεν, εκ των περάτων του κόσμου, ίδρυσαν το αχρείον αυτό κατασκεύασμα [τη Λέσχη των Φιλελευθέρων], νομίσαντες ότι ο λαός των Αθηνών αποτελείται από φελλάχους ομοίους εκείνων εν τω μέσω των οποίων έζησαν και εσχημάτισαν τινές εξ αυτών την περιουσίαν των». Ο λόγος αυτός στα συνθήματα αντιβενιζελικών διαδηλωτών το 1912 έπαιρνε κάποτε τις διαστάσεις της αντίθεσης εν γένει στους «ξένους», ενώ σύντομα θα συγχωνευτεί με αισθήματα εχθρικά απέναντι στους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη που συνέρευσαν στην Αθήνα το 1914. Οι «αστράτευτοι πρόσφυγες» που υποστηρίζουν την εμπλοκή της Ελλάδας στον παγκόσμιο πόλεμο θα γίνουν ένα σταθερό μοτίβο στον αντιβενιζελικό τύπο, και η στρατολόγηση πολλών απ’ αυτούς στη λεγόμενη «αστυνομία της Αντάντ» (που λειτουργούσε παράλληλα με την ελληνική και με τις ένοπλες περιπολίες των επιστράτων) δεν θα τους κάνει πιο δημοφιλείς. Όταν ξανακουστεί το σύνθημα «ντόπιο πράμα», στη μεγάλη αντιβενιζελική διαδήλωση του Αυγούστου του 1916, θα έχει αποκτήσει πλέον κοινωνικό βάθος κι έναν σαφή αντιπροσφυγικό χαρακτήρα . στο ανακοινωθέν του Πανελληνίου συνδέσμου επιστράτων λίγες μέρες μετά εξαπολύεται μια βίαιη επίθεση στους «Ελληνόφωνους ξενόδουλους και ξενόπληκτους πρόσφυγες» .θα ακολουθήσουν οι εκτελέσεις δεκάδων προσφύγων στα Νοεμβριανά και ο εκτοπισμός χιλιάδων.
Πώς εξηγείται η ένταση με την οποία εμφανίζονται διαθέσεις ξενηλασίας τη δεκαετία του 1910; Καταρχάς η μαζικότητα του προσφυγικού κύματος του 1914 –και μάλιστα η συγκέντρωσή τους στις μεγάλες πόλεις (Αθήνα και Θεσσαλονίκη)– δημιουργούσε εκ των πραγμάτων δυσκολίες στην απορρόφησή τους στην αγορά εργασίας και εν γένει στην ενσωμάτωσή τους στις κοινωνικές δομές. Η έλευσή τους συνδέθηκε με τη μεγάλη άνοδο των νοικιών στην Αθήνα, και κυρίως συνέπεσε με την πτώση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων που έφεραν ο πληθωρισμός και οι επιστρατεύσεις.
Πρέπει να επισημάνουμε, επίσης, ότι στα ίδια χρόνια ξεκινούν τα πρώτα παράπονα για υπερεπαγγελματισμό στην Αθήνα, για τον υπερβολικό αριθμό καταστημάτων ο οποίος συνεπαγόταν έντονο ανταγωνισμό και προβλήματα επιβίωσής τους. Δεν έχουμε εντοπίσει σοβαρές διαφορές στην αναλογία καταστημάτων ανά κάτοικο, οπότε θα πρέπει να αναζητήσουμε αλλού τις πιέσεις που ευθύνονται για την εμφάνιση του λόγου περί υπερεπαγγελματισμού. Έχει επισημανθεί ότι το πρότυπο αγροτικής ανάπτυξης φτάνει το 1890-1910 στα όριά του, με την αποδοτικότητα της γης να κάμπτεται και την υπερατλαντική μετανάστευση να αποκτά μεγάλες διαστάσεις . η ανατίμηση της δραχμής μετά το 1905 οδήγησε σε κάποια κάμψη τον δευτερογενή τομέα που είχε αναπτυχθεί χάρη στην οιονεί δασμολογική προστασία που προσέφερε η υποτίμηση του νομίσματος . η οικονομική κρίση του 1908-10 ήρθε να επιτείνει και να διευρύνει τη δυσπραγία.9 Η απόδοση από τους μικροαστούς των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν στην αναπαραγωγή τους στον ανταγωνισμό που προκαλούσε πχ η «υπερπληθώρα των κουρέων εν Αθήναις» (όπως δήλωνε ο πρόεδρος της αδελφότητας κουρέων την άνοιξη του 1909) δεν συνοδευόταν ακόμα από την προβολή μονοπωλιστικών αιτημάτων, όπως έκαναν οι εργάτες, γενικά όμως βρισκόταν στο ίδιο μήκος διανοητικού κύματος στον βαθμό που η περιγραφή ενός προβλήματος συνδέεται αναπόσπαστα με τους δρόμους που αναζητούνται για την επίλυσή του. Δεν αυθαιρετούμε, λοιπόν, αν ισχυριστούμε ότι τέτοιες αντιλήψεις διευκόλυναν τη συναίνεση απέναντι σε συμπεριφορές όπως του χωροφύλακα που (επίσης το 1909) απέπεμψε Ηπειρώτη πλανόδιο πωλητή τσουρεκιών από την Ομόνοια με τα λόγια «να πάτε να ζήσετε στην πατρίδα σας, καλτσοσκούφηδες».
Ίσως δεν σφάλλουμε αν προσθέσουμε έναν ακόμα παράγοντα: κατά την πολεμική δεκαετία 1912-1922 η εθνική ιδεολογία όχι μόνο αποκτά ιδιαίτερη ένταση και πρωτοφανή υλικότητα, αλλά και βρίσκεται σε μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού στην οποία εμπλέκονται τόσο το κράτος και οι διανοούμενοι όσο και οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού, μέσα από τα προβλήματα που θέτουν η ενσωμάτωση μεγάλων πληθυσμών αλλοθρήσκων και αλλοεθνών, ο διχασμός για τους προσανατολισμούς της εξωτερικής πολιτικής, η ίδια η επιστράτευση και ο πόλεμος, οι λιποταξίες και οι βαρβαρότητες κατά αμάχων, όπως βέβαια και η προσφυγιά ομογενών που δεν διέθεταν την ιδιότητα του πολίτη. Δεν θα έπρεπε να βλέπουμε την «εθνική εξόρμηση» του 1912-22 μόνο ως φυσική συνέχεια, καθότι απόρροια, δεκαετιών αλυτρωτισμού του ελληνικού κράτους, αλλά και ως μια περίοδο κατά την οποία εγκαθιδρύονται σημαντικές ασυνέχειες τόσο στην κρατική πολιτική όσο και στις λαϊκές αντιλήψεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά την οριοθέτηση της εθνικής κοινότητας.
Τέλος, τα χρόνια 1910-1915 αποτελούν την περίοδο που εισάγεται η πρώτη εργατική νομοθεσία στην Ελλάδα, ενώ οι κυβερνήσεις των Φιλελευθέρων δεν διστάζουν να παρεμβαίνουν ενεργητικά στις απεργίες που ξεσπούν, αντιμετωπίζοντας πολύ συχνότερα απ’ ό,τι οι προκάτοχές τους (αλλά βέβαια όχι πάντοτε) ευνοϊκά τα εργατικά αιτήματα. Η εμπλοκή του κράτους στην ιδιωτική οικονομία που είχε ξεκινήσει με την (περίπου υποχρεωτική) διαχείριση της σταφιδικής κρίσης επεκτεινόταν τώρα στην αγορά εργασίας, κι αυτό οπωσδήποτε ευνόησε την πολιτικοποίηση των ανταγωνισμών σ’ αυτήν ανάμεσα σε εθνικοτοπικές κοινότητες –δηλαδή τη διατύπωση αιτημάτων εθνικής προτίμησης.

Ο ρόλος των μεταναστευτικών κοινοτήτων, για να περάσουμε στον δεύτερο άξονα, έχει μελετηθεί ελάχιστα, μπορούμε πάντως να θεωρούμε δεδομένο ότι ήταν σημαντικός για την οργάνωση της καθημερινότητας στις πόλεις και σε χώρους δουλειάς όπως τα μεταλλεία. Οι συντοπίτικοι δεσμοί συνέβαλλαν καθοριστικά στην υποδοχή των νεοφερμένων και στην εργασιακή τους αποκατάσταση .αποτυπώνονταν στον ιστό της πόλης, με συγκεντρώσεις συμπατριωτών στον ίδιο δρόμο ή γειτονιά . πολιτικά δίκτυα πλέκονταν γύρω τους .παρέες, στέκια και σωματειακή ζωή αρθρώνονταν συχνά γύρω από τους συντοπίτικους δεσμούς . σχέσεις αλληλεγγύης αναπτύσσονταν υφαίνοντας ένα προστατευτικό δίχτυ σε καιρούς ανεργίας ή αρρώστιας .οι τοπικές ταυτότητες, τέλος, όσο κι αν από μια μακροσκοπική οπτική βρίσκονταν σε υποχώρηση μετά την ίδρυση του έθνους-κράτους,10αναπαράγονταν με ποικίλες μορφές και σε διαφορετικά περιβάλλοντα, ανάμεσά τους και αυτό της μεγάλης πόλης.
Πιθανότατα δεν είχαν όλες οι μεταναστευτικές κοινότητες τα ίδια χαρακτηριστικά: για παράδειγμα θα διέφεραν οι πρακτικές (και ο βαθμός;) αλληλεγγύης των κοινοτήτων που αποτελούνταν κυρίως από οικογένειες μόνιμα εγκατεστημένες στην πόλη, από αυτές με υψηλά ποσοστά περιοδικά μεταναστευόντων εργατών, κυρίως νεαρών αντρών που συγκατοικούσαν κατά ομάδες . Μανιάτες και Κρητικοί πιθανόν παρουσιάζουν μια ιδιαιτερότητα (λόγω του συστήματος συγγένειας;), ενώ κάποιες μικρές ομάδες συμπατριωτών αποτελούνται πλειοψηφικά από διανοητικά εργαζόμενους και αστούς και μπορούμε να περιμένουμε ότι στους δεσμούς που ανέπτυσσαν μεταξύ τους η αλληλεγγύη θα ήταν υποβαθμισμένη. Πρέπει να επισημάνουμε επίσης ότι οι συντοπίτικοι δεσμοί δεν σήμαιναν και απουσία ανταγωνισμών και ισχυρών επιμέρους μορφών αλληλεγγύης στο εσωτερικό των κοινοτήτων: το 1901, για παράδειγμα, διεξήχθη κανονική μάχη στο τελωνείο του Πειραιά μεταξύ των δύο σογιών Μανιατών που δούλευαν εκεί ως αχθοφόροι. Τέτοιες συμπλοκές, πάντως, αναφέρονται κυρίως ανάμεσα σε διαφορετικές μεταναστευτικές κοινότητες: κορυφαία ανάμεσά τους η τριήμερη μάχη Κρητικών και Μανιατών στον Πειραιά το 1906, με 5 νεκρούς, πολλούς τραυματίες, πυρπολημένα καταστήματα, επιθέσεις σε σπίτια κλπ, ενώ εκείνα τα χρόνια σοβαρές συρράξεις σημειώθηκαν και μεταξύ Μανιατών και εργατών από τη Δωρίδα στο Λαύριο, μεταξύ Μανιατών και Καρπαθίων λατόμων στην Κόρινθο και μεταξύ Δωριέων και Ευβοέων λατόμων στο Γραμματικό του Μαραθώνα.
Στις τρεις τελευταίες περιπτώσεις είναι προφανείς οι σχέσεις της συγκρότησης των συντοπίτικων ομάδων με την αγορά εργασίας, ενώ ενδιαφέρον έχει και το ότι στη σύρραξη του Πειραιά οι Κρητικοί για να σταματήσουν τις αντεκδικήσεις ζήτησαν (και προσωρινά πέτυχαν) «να εκδιωχθούν εκ του Τελωνείου» οι Μανιάτες που δούλευαν εκεί ως αχθοφόροι . οι εργάτες που τους αντικατέστησαν προσδιορίζονται στις εφημερίδες επίσης με βάση την τοπική τους καταγωγή (κυρίως Κυκλαδίτες), ενώ σε συνεδρίαση του Κεφαλληνιακού συνδέσμου τις μέρες των ταραχών συζητήθηκε το ενδεχόμενο να αναλάβουν οι Κεφαλλονίτες του Πειραιά τη μεταφορά των εμπορευμάτων στο τελωνείο.
Στις περιπτώσεις αυτές αναφαίνεται η ύπαρξη ενός εθνικοτοπικού καταμερισμού εργασίας σε διάφορα επαγγέλματα, ο οποίος κάποτε οδηγούσε και στην ίδρυση χωριστών επαγγελματικών σωματείων. Ο καταμερισμός αυτός εν μέρει προερχόταν από παραδοσιακές εξειδικεύσεις κάποιων περιοχών, που μεταφέρονταν στις πόλεις όταν η πλανόδια και περιοδική εργασία γινόταν μόνιμη και εδραία (κλασικά παραδείγματα οι μαρμαράδες από την Τήνο, οι Ηπειρώτες αρτοποιοί, οι χτίστες από την Άνδρο, τα Λαγκάδια, την Πυρσόγιαννη ή τη Βούρμπιανη, οι κανατάδες από τη Σίφνο, οι χρυσοχόοι από τη Στεμνίτσα κλπ). Σε άλλα επαγγέλματα, πάλι, η ισχυρή παρουσία συγκεκριμένων κοινοτήτων οφειλόταν σε μια «εξειδίκευση» που ξεκίνησε στην πόλη εγκατάστασης: αυτή πρέπει να είναι η περίπτωση των παντοπωλών από το Άργος και τον Ασπροπόταμο, και πιθανότατα και των Μανιατών αχθοφόρων και σκαφτιάδων. Ο καταμερισμός αυτός αναπαραγόταν μέσα από την απασχόληση νεοφερμένων συμπατριωτών σε επιχειρήσεις μελών της μεταναστευτικής κοινότητας (και τη «μαθητεία» τους, δηλαδή, στο συγκεκριμένο επάγγελμα), ή μέσω του δικτύου γνωριμιών που αναπτυσσόταν στην αγορά εργασίας κάθε επιμέρους επαγγέλματος.
Επιπλέον το εργολαβικό σύστημα που επικρατούσε σε μαζικούς χώρους εργασίας όπως τα ορυχεία, το λιμάνι, τα καπνεργοστάσια ή η οικοδομή οδηγούσε στον σχηματισμό ομάδων συμπατριωτών «ομαδικώς εργαζομένων». Η ανάληψη και εκτέλεση εργασιών από μια εργολαβική ομάδα η οποία σχηματιζόταν γύρω από έναν καλό μάστορα ή κάποιον μικροκεφαλαιούχο που αναλάμβανε τις οργανωτικές λειτουργίες «συσχέτιζε την εργασία με τα συγγενικά δίκτυα και τους δεσμούς των συντοπιτών»11 . το μοντέλο αυτό αναπαραγόταν και όταν ένας μεγαλύτερος κεφαλαιούχος αναλάμβανε εργασίες μεγάλης κλίμακας και τις κατένειμε σε υπεργολαβικές ομάδες, στον βαθμό που η εμπλοκή του στη συγκεκριμένη επιχείρηση δεν ήταν σταθερή, ο κλάδος βασιζόταν στην ένταση εργασίας και ενδεχομένως χαρακτηριζόταν από τη γρήγορη ανανέωση ενός συχνά ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, ή/και ο γενικός εργοδότης προτιμούσε να μεταφέρει «την ευθύνη και το κόστος για την οργάνωση της ομάδας και τον έλεγχο των εργασιών» σε υπεργολάβους.12 Η αμφισημία της θέσης των υπεργολάβων στην εργατική κοινότητα έχει αποδοθεί πολύ καλά από τη Λαμπροπούλου, ενώ ενδιαφέρον έχει η συσχέτιση του συστήματος με «φαινόμενα πατρωνίας στους κόλπους των εργατικών στρωμάτων» από την Αγριαντώνη.13 Στο εσωτερικό των μεταναστευτικών κοινοτήτων, όμως, η θέση των (υπ)εργολάβων θα πρέπει να ήταν κεντρική, στον βαθμό που αποτελούσαν έναν σημαντικό κόμβο στο δίκτυο των σχέσεων που αποτελούσαν την υλική βάση της αναπαραγωγής της ταυτότητας του τόπου προέλευσης στον τόπο εγκατάστασης.
Εν ολίγοις στην αγορά εργασίας ο ανταγωνισμός μπορεί να αφορούσε όχι μόνο άτομα αλλά και μεταναστευτικές κοινότητες, στον βαθμό που η αλληλοϋποστήριξη μεταξύ των συντοπιτών ήταν ισχυρή και μάλιστα λάμβανε χώρα σε ένα πλαίσιο όπου οι θέσεις εργασίας γίνονταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης όχι μεμονωμένα αλλά πολλές μαζί. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η συντοπίτικη σύνθεση δύο τουλάχιστον από τις συνεργατικές ενώσεις αρβυλοποιών που δραστηριοποιούνταν τη δεκαετία του 1920 και αναλάμβαναν παραγγελίες του υπουργείου στρατιωτικών: μία είχε την επωνυμία «Παροναξία» και μια άλλη αναφέρεται ως απαρτιζόμενη από εργάτες «των αρχαιοτέρων αθηναϊκών οικογενειών». Στην ίδια κατηγορία, του ανταγωνισμού ανάμεσα σε ομάδες συντοπιτών, μπορούμε να τοποθετήσουμε τις διαφορετικές στάσεις κατά την απεργία των εργατών στη φορτοεκφόρτωση σταφίδας στην Πάτρα το 1904: οι Κεφαλονίτες ήταν οι αποφασισμένοι απεργοί, ενώ οι Πατρινοί έσπασαν την απεργία δεχόμενοι μικρότερες αμοιβές –με τον ανταγωνισμό εδώ να αφορά καταρχάς όχι τις θέσεις εργασίας καθαυτές αλλά τους όρους εργασίας που ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν. Εξ ορισμού ανταγωνιστική απέναντι σε άλλες κοινότητες, επίσης, ήταν η προσπάθεια περιφρούρησης του υπάρχοντος εθνικοτοπικού καταμερισμού εργασίας όταν αυτός απειλούνταν από μεταβολές στην παραγωγική διαδικασία και στην αγορά εργασίας –με την πύκνωση πχ του εφεδρικού στρατού εργασίας με την εσωτερική μετανάστευση ή με κύματα προσφυγιάς. Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε μεταναστευτικές κοινότητες μπορούν λοιπόν να θεωρηθούν ενδημικές στις συγκεκριμένες μορφές συγκρότησης της αγοράς εργασίας και διαμόρφωναν ένα περιβάλλον στο οποίο επικάθισαν ομαλά οι αντιπροσφυγικές διαθέσεις και το αίτημα εθνικής προτίμησης απέναντί τους κατά τη δεκαετία του 1910.

Ο τρίτος και τελευταίος άξονας της ανάλυσής μας αφορά τις πρακτικές που κυριαρχούσαν στο εργατικό κίνημα κατά την πρώτη αυτή φάση του, την εποχή που ουσιαστικά στήνονται τα εργατικά σωματεία και που οι απεργίες κ.α. μορφές διεκδίκησης αποκτούν μια πυκνότητα. Πλάι στη διεκδίκηση μεγαλύτερων αμοιβών, λιγότερων ωρών δουλειάς, ριζικών κρατικών μέτρων ενάντια στην ακρίβεια σε τρόφιμα και στέγη και διατήρησης ενίοτε κάποιου ελέγχου στην εργασιακή διαδικασία, δεσπόζουν αιτήματα ελέγχου της αγοράς εργασίας.14 Τέτοια αιτήματα μπορεί εν μέρει να αποτελούσαν ανταπόκριση στην αστάθεια της απασχόλησης στα εργοστάσια ή και αλλού,15 δεν θα πρέπει όμως να αποδοθούν μονάχα στις συνθήκες του (όχι και τόσο) πρώιμουεργοστασιακού συστήματος: ο περιορισμός της προσφοράς εργασίας αποτελούσε μια μορφή ελέγχου του ανταγωνισμού (και των αμοιβών) που ερχόταν από το συντεχνιακό παρελθόν, όταν οι συντεχνίες καθόριζαν την πρόσληψη μαθητευόμενων και τις αναγορεύσεις σε μάστορα.
Μια παρόμοια στάση αναπτύσσουν και ορισμένοι μικροαστοί την εποχή που μελετάμε αναζητώντας τρόπους να περιορίσουν τον ανταγωνισμό: καταστρώνουν σχέδια συλλογικής ρύθμισης των τιμών αλλά και δημιουργίας επαγγελματικών σχολών από τα σωματεία τους που θα ρύθμιζαν έτσι τις ροές ειδικευμένου εργατικού δυναμικού (και δυνητικών ανταγωνιστών). Για τους εργάτες ο συλλογικός έλεγχος της αγοράς (στην περίπτωσή τους, της αγοράς εργασίας) αποτελούσε ζητούμενο σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, όχι μόνο γιατί μέσω της σπάνης της εργασίας θα οδηγούσε σε καλύτερες αμοιβές αλλά και επειδή αποτελούσε εν πολλοίς προϋπόθεση για την επιτυχία μιας διεκδίκησης: οι κινητοποιήσεις τους τους έφερναν συχνά αντιμέτωπους με το ενδεχόμενο να τους αντικαταστήσουν οι εργοδότες τους με άλλους εργάτες, όχι μόνο προσωρινά κατά τη διάρκεια μιας απεργίας αλλά και μόνιμα –και όταν ο εφεδρικός στρατός εργασίας δεν ήταν πρόχειρος σε μια πόλη, μπορεί να αναζητούνταν αλλού. Η ανάπτυξη λοιπόν μονοπωλιστικών στρατηγικών ελέγχου της αγοράς εργασίας από τις εργατικές συλλογικότητες θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι αναπτυσσόταν περίπου αυθόρμητα.
Ένα από τα συνηθισμένα αιτήματα που συναντάμε στις εργατικές κινητοποιήσεις των αρχών του εικοστού αιώνα είναι η «αναγνώριση» του σωματείου από τους εργοδότες. Αυτό μπορεί να σήμαινε απλά την αναγνώρισή του ως συνομιλητή, έτσι ώστε να καθιερωθεί μια αρχή συλλογικών διαπραγματεύσεων για τους όρους εργασίας . μπορεί, επίσης, να σήμαινε το δικαίωμα κάποιου να είναι μέλος του σωματείου χωρίς να διώκεται από την εργοδοσία. Συχνά όμως με τον όρο εννοούνταν η αναγνώριση της αρμοδιότητας του σωματείου στον προσδιορισμό του ποιος είχε δικαίωμα να δουλέψει στο επάγγελμα: οι εργοδότες ήταν αρνητικοί, διαμαρτυρόμενοι ότι έτσι οι εργάτες «επιβάλλουν εις ημάς τους ανικάνους ή απείρους συναδέλφους των», επικαλούμενοι την ελευθερία της εργασίας και την «αξιοπρέπειά» τους (εννοώντας το διευθυντικό τους δικαίωμα), κάποτε όμως αναγκάζονταν να το αποδεχτούν, εκτιμώντας (κοντόφθαλμα;) ότι τους συνέφερε να υποχωρήσουν εκεί και όχι σε μισθολογικά αιτήματα.
Η πρώτη διατύπωση του αιτήματος που συναντήσαμε έγινε το 1895 από τους μαγειροϋπάλληλους, συγχρόνως με την ίδρυση του σωματείου τους . χαρακτηριστικά, η αποδοχή του από τους εστιάτορες συνδυάστηκε επίσης με την ίδρυση σωματείου. Ήταν όμως κατά κύριο λόγο στις δεκαετίες του 1910 και του 1920 που οι προσλήψεις μέσω των σωματείων διεκδικήθηκαν με σθένος από το εργατικό κίνημα, ενίοτε με επιθετικές κινήσεις: με απεργίες επειδή έγιναν προσλήψεις μη-μελών του σωματείου ή ακόμα και με την απαίτηση απόλυσης εργατών που δεν ήταν γραμμένοι στο σωματείο. Ήταν μάλλον πιο εύκολο να υπάρξουν επιτυχίες όταν οι διαπραγματεύσεις γίνονταν με την κυβέρνηση: το 1919 το ΕΚΑ πέτυχε συνεννοούμενο με τον αντιπρόεδρο Ρέπουλη να χρησιμοποιούνται στα δημόσια έργα εργάτες που ήταν μέλη των σωματείων του, αντί για τους ανοργάνωτους που προτιμούσε ο νομομηχανικός της Αθήνας επειδή έπαιρναν λιγότερα . ενώ τα σωματεία των σιγαροποιοιών συμμετείχαν την ίδια χρονιά στην επιλογή όσων δεν θα έπαιρναν απλώς «αποζημίωση» για την εισαγωγή σιγαροποιητικών μηχανών αλλά θα διατηρούσαν τη δουλειά τους.
Το επιχείρημα που χρησιμοποιούνταν σε κάποιους κλάδους για να νομιμοποιήσει την προτίμηση των μελών του σωματείου ήταν ότι αυτό εγγυούνταν (όχι τόσο την ικανότητά τους όσο) την τιμιότητά τους: έτσι το 1908, σε έρευνα για τις συνθήκες εργασίας ανά επάγγελμα, ξενοδοχοϋπάλληλοι δήλωναν ότι οι ξενοδόχοι για να πληρώνουν λιγότερα παίρνουν στη δουλειά «καθάρματα» και «μόρτες» και γίνονται κλοπές, ενώ το σωματείο μαγειροϋπαλλήλων για τον ίδιο λόγο πρότεινε να εξετάζει η αστυνομία το ποιόν των προσλαμβανομένων γκαρσονιών. Σε άλλα επαγγέλματα προβάλλονταν λόγοι υγιεινής: βιβλιάρια εργασίας καθιερώθηκαν για πρώτη φορά το 1912 για τους αρτεργάτες συνδεδεμένα με ιατρικές εξετάσεις, μετά από σχετικό αίτημα του σωματείου τους και λίγες μέρες αφότου ψηφίστηκε ο νόμος που καθιέρωνε το βιβλιάριο εργασίας για τους ανήλικους . λίγους μήνες μετά χρησιμοποιήθηκαν για να καθυστερήσουν τη στρατολόγηση απεργοσπαστών κατά την απεργία των αρτεργατών. Λόγοι δημόσιας υγείας πρέπει να πρυτάνευσαν και για την καθιέρωση βιβλιαρίων για τους υπαλλήλους των παντοπωλείων την ίδια χρονιά, ακολούθησαν το 1913 οι τυπογράφοι, ενώ το καλοκαίρι του 1923 τα εργατικά επαγγέλματα για την εξάσκηση των οποίων απαιτούνταν βιβλιάριο υγείας διευρύνθηκαν, πιθανότατα σε αντάλλαγμα για τις περικοπές στα ημερομίσθια που προωθούνταν τότε από κράτος και εργοδοσία.
Τα βιβλιάρια, στον βαθμό που συνδέονταν με τη συμμετοχή στο σωματείο, μπορούσαν να αποτελέσουν πολύ σημαντικό όπλο για τον έλεγχο απ’ αυτό της προσφοράς εργασίας. Στα αιτήματα που πρόβαλλαν την Πρωτομαγιά του 1923 οι μη-κομμουνιστές συνδικαλιστές που έλεγχαν το ΕΚΑ και το ΕΚΠ συγκαταλεγόταν η θέσπιση βιβλιαρίων ταυτότητας εργατών και υπαλλήλων που θα εξέδιδαν τα εργατικά κέντρα, ενώ σύμφωνα με τους επιθεωρητές εργασίας, στα τέλη της δεκαετίας του 1920 όλες οι εργατικές «οργανώσεις ζητούν την μονοπώλησιν των εργασιών δια της αναγνωρίσεως ατομικού βιβλιαρίου ειδικότητος αποκλειστικής δια τα μέλη των συνδέσμων των, απαγορευομένης της απασχολήσεως παντός ελευθέρου εργάτου». Αν η καθιέρωσή τους συνδέθηκε αρχικά με λόγους δημόσιας υγείας ή ευταξίας, τη δεκαετία του 1920 συνδέθηκε πιο ρητά με στρατηγικές «κλειστού επαγγέλματος» και με κρατικές πολιτικές καταπολέμησης της ανεργίας σε επαγγέλματα «κορεσμένα».16 Συνήθως τα βιβλιάρια συναρτούνταν με κάποιου είδους νομοθετική ρύθμιση, δηλαδή με έναν έλεγχο της προσφοράς εργασίας σε πιο σταθερές βάσεις από τα διμερή πρωτόκολλα που υπογράφονταν ανάμεσα σε εργάτες και εργοδότες.
Όπως έχει παρατηρηθεί, ωστόσο, το βιβλιάριο εργασίας μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και από την αντίπαλη πλευρά.17 Ήδη στα πρώτα βήματα της πειραιώτικης βιομηχανίας οι ιδιοκτήτες κλωστοϋφαντουργείων και σιδηρουργείων χρησιμοποιούσαν βιβλιάρια για να ελέγξουν την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού.18 Το 1906 ο Ανδρέας Σαλούστρος, μικρός βιομήχανος ξυλουργίας/επιπλοποιίας και εμπνευστής ενός πατερναλιστικού σχεδίου συγκράτησης των εργατών εντός μιας δομής διαταξικής συνεργασίας υπό εργοδοτική ηγεμονία, συμπλήρωνε τις προτάσεις του για μια σειρά φιλεργατικών μέτρων με την καθιέρωση ενός ατομικού βιβλιαρίου στο οποίο θα αναγραφόταν για ποιο λόγο κάθε εργάτης είχε αποχωρήσει από την προηγούμενη δουλειά του: προφανής η επιδίωξη του ελέγχου του και της εξασφάλισης της υποταγής του στις απαιτήσεις του εργοδότη του. Το 1915 η πρόταση για βιβλιάρια εργασίας θα επαναληφθεί από τον διευθυντή των γραφείων του ΣΕΒΒ Ιω. Βαρβαγιάννη: η καταγραφή του χρόνου παραμονής σε μια επιχείρηση και της αιτίας αποχώρησης θα αποθάρρυνε τους οκνηρούς ή «σκληροτράχηλους» εργάτες και θα συνέβαλλε στην εμπέδωση της πειθαρχίας στους χώρους εργασίας. Στον βαθμό που ανέλαβε να τα εκδίδει το κράτος, τα βιβλιάρια χρησιμοποιήθηκαν πράγματι κατά τον μεσοπόλεμο ενάντια στον μαχητικό συνδικαλισμό και τους κομμουνιστές: συναντάμε λοιπόν και εργατικές κινητοποιήσεις που ζητούσαν την κατάργηση των βιβλιαρίων, ενώ η αντιπαράθεση για το ποιος θα εκδίδει τα βιβλιάρια είχε ξεκινήσει από την πρώτη στιγμή της καθιέρωσής τους.
Η εκ περιτροπής εργασία αποτελούσε μια άλλη πρακτική με δύο όψεις. Εδώ μας ενδιαφέρει το ότι κάποτε ήταν τα εργατικά σωματεία που την επέβαλλαν στην εργοδοσία ως μέτρο κατανομής της εργασίας στα μέλη τους σε περιόδους ανεργίας: στόχος ήταν η εξισορρόπηση της προσφοράς με τη ζήτηση της εργασίας έτσι ώστε στοιχειώδεις βιοτικές ανάγκες να καλύπτονται και να περιορίζονται οι πιέσεις στο ύψος του μεροκάματου.19 Ήδη στα πρώτα βήματα του εργατικού κινήματος στη χώρα, στην απεργία των βυρσοδεψείων της Ερμούπολης το 1879, ένα από τα αιτήματα ήταν «να διανεμηθή η εργασία, οσηδήποτε και αν είναι αύτη, τοιουτοτρόπως ώστε άπαντες οι εργάται να εργάζωνται αναλόγως».20 Τα βυρσοδεψεία αποτέλεσαν έναν χώρο όπου το αίτημα παρέμεινε δημοφιλές, ενώ εκ περιτροπής εργασία χωρίς τη μεσολάβηση του κράτους εφαρμόστηκε αργότερα στα πληρώματα των ατμόπλοιων της ακτοπλοΐας. Η διεκδίκηση της εκ περιτροπής εργασίας με στόχο τη μείωση της προσφοράς εργατικής δύναμης και του ανταγωνισμού των εργατών μεταξύ τους αποτέλεσε σημαντικό σκέλος του ρεπερτορίου των εργατικών αιτημάτων κατά τον μεσοπόλεμο .κομβική φαίνεται ότι ήταν η σχετική ρύθμιση στις φορτοεκφορτώσεις του Πειραιά το 1924, η οποία πραγματοποιήθηκε παρά την αντίθεση του «εργοδοτικού κόσμου» και σε περίοδο υπερπροσφοράς εργασίας.
Ένας τρόπος, τέλος, να ασκηθεί συλλογικός έλεγχος στην αγορά εργασίας ήταν η ανάληψη εργασιών από τα εργατικά σωματεία, τα οποία λειτουργώντας ως εργολαβικές ομάδες θα υποκαθιστούσαν τους επιχειρηματίες. Αυτό αποτέλεσε ένα από τα αιτήματα του ΕΚΑ στην παρέμβασή του στις δημοτικές εκλογές του 1914 –να δίνονται δηλαδή οι διάφορες εργασίες του δήμου απευθείας στα σωματεία χωρίς τη μεσολάβηση εργολάβων–,και αναπτύχθηκε ως αίτημα αιχμής κάποιων κλάδων στα πρώτα βήματα του εργατικού κινήματος. Η διεκδίκηση αποσκοπούσε ιδίως στο να καρπωθούν το επιχειρηματικό κέρδος οι εργάτες, να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτονομία στην εργασία τους και να προσελκυστούν οι εργάτες στα σωματεία, επιπλέον όμως θα συνέβαλλε στο να αποκτήσουν αυτοί τον έλεγχο των προσλήψεων και όχι οι εργολάβοι. Φαίνεται ότι ο σύνδεσμος εργατών λιμένος Πειραιώς είχε καταφέρει το 1904 να επιλέγουν από τα μέλη του φορτοεκφορτωτές οι ατμοπλοϊκές εταιρείες. Αυτό είχαν πετύχει και οι εργάτες του τελωνείου, για να το απολέσουν με τις ταραχές του 1906 ανάμεσα σε Κρητικούς και Μανιάτες. Βεβαίως η ανάληψη εργολαβιών απευθείας από τα σωματεία δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση: οδηγούσε συχνά σε εξαρτήσεις από τους «χρηματοδότες», ενώ στο εσωτερικό τους εντείνονταν οι ιεραρχίες και πάντως αυξάνονταν οι πιθανές αιτίες δυσαρέσκειας με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό, όπως στην περίπτωση των αρβυλοποιών. Η κρατική πολιτική μπορεί να έπαιζε εδώ έναν σταθεροποιητικό ρόλο: η βενιζελική κυβέρνηση το 1917-20 ενθάρρυνε την αντικατάσταση των εργολάβων του λιμανιού από συνεργατικές των φορτοεκφορτωτών –βάζοντας τις βάσεις για την κατοχύρωση των φορτοεκφορτωτών ως κλειστού επαγγέλματος το 1926. Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε είναι ότι η λειτουργία των σωματείων ως εργολαβικών ομάδων μπορεί να επέτεινε την έδρασή τους σε μια κλειστή εργατική ομάδα συντοπιτών, χαρακτήρα που είχε για παράδειγμα το σωματείο των εργατών του τελωνείου: «σωματείον συνδεδεμένον δια της αλληλεγγύης της καταγωγής και της αναγνωρίσεως κεκτημένων δικαίων», το αποκαλούσε η «Ακρόπολις». Ενδεχομένως αυτός ήταν κι ο λόγος που ο σύνδεσμος εργατών λιμένος Πειραιώς αρνήθηκε να γράψει στα μέλη τους τους εργαζόμενους στη φορτοεκφόρτωση γαιανθράκων, οδηγώντας τους το 1904 να ιδρύσουν ιδιαίτερο σωματείο. Και αν η σύγκρουση στο εσωτερικό του συνδέσμου εργατών λιμένος Πειραιώς, που κατέληξε σε προσωρινή διάσπαση το 1915, δείχνει να έχει πολλές πτυχές, η άρνηση των δύο σωματείων που προέκυψαν να γράψει το ένα μέλη που ανήκαν στο άλλο (όταν προτάθηκε ένας τέτοιος δρόμος για την επίλυση της σύγκρουσης) μας δημιουργεί την υποψία ότι υπήρχε κι ένα κοινοτιστικό υπόβαθρο στη διαμάχη.
Επιστρέφουμε λοιπόν στους ανταγωνισμούς των κοινοτήτων. Άλλωστε, ακόμη κι όταν δεν μεσολαβούσε το εργολαβικό σύστημα, κάποιες φορές η σχέση ανάμεσα σε μονοπωλιστικές πρακτικές των οργανωμένων σε σωματεία εργατών και των αντίστοιχων των «ντόπιων» εργατών συχνά δεν ήταν τόσο οριοθετημένη όσο δεχόμαστε εμείς για αναλυτικούς λόγους. Το 1915 η σοσιαλίζουσα εφημερίδα του Ηρακλείου ζητούσε να χρησιμοποιούνται σε διάφορες εργασίες μόνο μέλη των σωματείων ή έστω μόνο Κρητικοί.21
Η ανάπτυξη, λοιπόν, πρακτικών αποκλεισμού, μονοπώλησης και περιχαράκωσης συμβάδιζε (και από μιαν άποψη αποτελούσε κομμάτι τους) με τις τάσεις συγκρότησης της εργατικής τάξης που απέληξαν στην ίδρυση της ΓΣΕΕ το 1918. Αυτό βέβαια αποτελεί παράδοξο μόνο για μια εξιδανικευτική αντίληψη της τάξης, που αγνοεί τις ιεραρχίες στο εσωτερικό της και τους αποκλεισμούς (πχ με όρους φύλου) με βάση τους οποίους εν μέρει οριοθετείται. Η διαλεκτική ανάμεσα στην ταξική συγκρότηση, που εξ ορισμού σήμαινε διεύρυνση της κοινότητας αλληλεγγύης, και στους αποκλεισμούς και παρτικουλαρισμούς εμφανίζεται χαρακτηριστικά το καλοκαίρι του 1916, όταν έληξε η επιστράτευση: το αίτημα που πρόβαλαν τα εργατικά κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά, να ξαναπροσληφθούν στις δουλειές τους οι εργάτες που απολύονταν από τον στρατό, συνέβαλλε στην ταξική ενοποίηση, καθώς αφορούσε όλους τους χώρους εργασίας, προωθούσε μια κοινή εργατική ταυτότητα και αναδείκνυε το δικαίωμα στη δουλειά σ’ ένα επίπεδο γενικό και όχι συνδεδεμένο με συγκεκριμένες κοινότητες ή κεκτημένα δικαιώματα . εκ των πραγμάτων όμως η διεκδίκηση δεν απευθυνόταν μόνο στην εργοδοσία αλλά στρεφόταν και ενάντια σε όσους είχαν πάρει τη θέση των επιστράτων, πρόσφυγες, νεοφερμένους εσωτερικούς μετανάστες ή γυναίκες.
Oι τάσεις συγκρότησης της τάξης έρχονταν, λοιπόν, συχνά σε αντίθεση με την αφοσίωση των ανθρώπων σε άλλες κοινότητες αλληλεγγύης. Ωστόσο τα πράγματα είναι πιο σύνθετα: η τάξη δεν αποτελεί μια σχέση που σκεπάζει κάθε άλλη ή σκεπάζεται απ’ αυτήν. Στη διαπλοκή της, μάλιστα, με άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς και ταυτότητες μπορεί να αξιοποιήσει παράλληλες μορφές αλληλεγγύης: για παράδειγμα ένα από τα ιδρυτικά σωματεία του εργατικού κέντρου της Αθήνας ήταν αυτό των Καρπάθιων λατόμων . οι επιμέρους εργατικές συντοπίτικες ομάδες, με τους αναγκαίους μετασχηματισμούς μπορούσαν να αποτελέσουν πυρήνες της τάξης. Σκέφτομαι επίσης την απεργία στο μεταλλείο της Σερίφου το 1916, όπου ο συνδυασμός τάξης και τοπικής κοινότητας υπήρξε ιδιαίτερα ισχυρός.
Ο ρόλος του αναρχοσυνδικαλιστή Σπέρα στην οργάνωση της απεργίας της Σερίφου μας υπενθυμίζει έναν άλλο παράγοντα που τα επόμενα χρόνια επέδρασε στο εργατικό κίνημα: το μπόλιασμά του με τα οικουμενικά προτάγματα του σοσιαλισμού. Η έρευνά μου τελειώνει πριν τη σταθεροποίηση και εμβάθυνση της κομμουνιστικής επιρροής στους εργάτες κατά τον μεσοπόλεμο. Η εντύπωση που έχω σχηματίσει είναι ότι οι μονοπωλιστικές πρακτικές μπορεί να μην εγκαταλείφθηκαν, γνώρισαν όμως μια ένταση στη συνύπαρξή τους με την ηγεμονική παρουσία της αριστεράς σε αρκετούς εργασιακούς χώρους και μακροπρόθεσμα υποχώρησαν: από μια φάση και μετά θα συνδέονταν όχι με τη μαχητικότητα του εργατικού κινήματος αλλά με πολιτικές παραχωρήσεων από τον αστισμό που αποσκοπούσαν στην ενσωμάτωσή του.
Η συμβολή της αριστεράς στον περιορισμό των παρτικουλαριστικών πρακτικών αποκλεισμού γίνεται νομίζω εμφανής όταν δούμε σήμερα την ανάπτυξη τάσεων εθνικής προτίμησης στο έδαφος της υποχώρησης τόσο της επιρροής της αριστεράς όσο και της συλλογικής εργατικής δράσης: σ’ ένα τοπίο επιδείνωσης των συσχετισμών για τη μισθωτή εργασία, καθώς οι διεκδικήσεις απέναντι στους εργοδότες δεν οδηγούν σε επιτυχίες, και καθώς μειώνονται οι δυνατότητες υπεράσπισης του βιοτικού επιπέδου και ελέγχου των όρων εργασίας με άλλους τρόπους (όπως αυτούς που ήταν εφικτοί κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης), οι ντόπιοι εργαζόμενοι δίνουν όλο και περισσότερο την υποστήριξή τους σε σχέδια ξενηλασίας που θα περιορίσουν την προσφορά εργασίας. Πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν μπορεί να αποτραπεί μόνο με την καλλιέργεια αντιεθνικιστικού και αντιρατσιστικού φρονήματος.


1 Jean-Yves Le Gallou (επιμ.), La préférence nationale: réponse à l’immigrationΠαρίσι 1985 (http://www.polemia.com/pdf/prefnat.pdf) . βλ.και το σχετικό λήμμα στη γαλλική βικιπαίδεια:http://fr.wikipedia.org/wiki/Pr%C3%A9f%C3%A9rence_nationale
2 Pierre-André Taguieff, La force du préjugé. Essai sur le racisme et sesdoublesΠαρίσι 1987.
3 Marcel van der Linden και Jan Lucassen, «Introduction», στο(επιμέλειας των ιδίων), Racism and the labour market, Bern 1995, σ.9-19.
4 Ετιέν Μπαλιμπάρ, Τα όρια της δημοκρατίας, Αθήνα 1993, σ.72.
5 Ετιέν Μπαλιμπάρ, «Η διφορούμενη ιθαγένεια. Το εθνο-κοινωνικό κράτος και οι ταυτότητες», Αυγή 24 Ιανουαρίου 1999.
6 Στο σημείο αυτό δίνει έμφαση ο Μιχάλης Μπαρτσίδης, «Ο Καρατζαφέρης, η Θεσσαλονίκη, η παράδοση “εθνικής προτίμησης”»,Εποχή 26 Φεβρουαρίου 2006 (http://www.epohi.gr/1922006_epohi.html).
7 George MavrogordatosStillborn republicSocial coalitions and partystrategies in Greece 1922-1936Berkeley 1983, σ.193 κ.ε., Άλκης Ρήγος,Η Β΄ ελληνική δημοκρατία 1924-1935, Αθήνα 1988, σ.223-234 και Κώστας Κατσάπης, «Αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε γηγενείς και πρόσφυγες στην Ελλάδα του μεσοπολέμου», στο Γιώργος Τζεδόπουλος (επιμ.), Πέρα από την καταστροφή. Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, Αθήνα 2003, σ.104-126.
8 Συγκεκριμένα στους Καιρούς 11 Ιουνίου 1891 δημοσιεύεται ψευδο-επιστολή με την υπογραφή «Εμποροϋπάλληλοι εν Πειραιεί» που επιτίθεται στους αδελφούς Ρετσίνα επειδή απέπεμψαν «σκαιώς» παλιούς υπαλλήλους τους (στους οποίους πιθανότατα συμπεριλαμβάνει εργάτες στα κλωστοϋφαντουργεία Ρετσίνα) για να προσλάβουν «από τα διάφορα μέρη της Τουρκίας εκατόν περίπου Καραμανλήδες κλπ» -οι οποίοι παρακάτω αποκαλούνται «αγνώστου προελεύσεως υποκείμενα». Η «επιστολή» αποτελεί απάντηση στην εξύμνηση των Ρετσίνα από πειραιώτικη εφημερίδα επειδή στο εμπορικό τους κατάστημα ως εμποροϋπάλληλοι απέκτησαν τις πρώτες τους γνώσεις ορισμένοι έμποροι της πόλης. Τις όποιες αμφιβολίες για τυχόν γνησιότητα της ανώνυμης επιστολής καταρρίπτει το γεγονός ότι δημοσιεύεται λίγο πριν τις δημοτικές εκλογές, στις οποίες ο τρικουπικός Θεόδωρος Ρετσίνας κατερχόταν ως υποψήφιος δήμαρχος Πειραιά: στόχος, εν ολίγοις, ήταν η αμφισβήτηση της «πατρικότητας» του Ρετσίνα απέναντι στους «συμπολίτες» του, η οποία τεκμηριώνεται επιπλέον με αναφορά σε μείωση των μεροκάματων στα εργοστάσιά του. Φαίνεται ότι οι «Καιροί» είχαν μια σχετική ευκολία να χρησιμοποιούν απαξιωτικές εκφράσεις για τους «ραγιάδες» που δε συναντήσαμε σε άλλες εφημερίδες –ευκολία, πάντως, που μάλλον δεν θα πρέπει να χρεωθεί εν γένει στη δηλιγιαννική παράταξη: οι «Καιροί» διατηρούσαν πάντα μια αυτονομία στο εσωτερικό της αντιτρικουπικής αντιπολίτευσης.
9 Νίκος Ποταμιάνος, Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη της Αθήνας. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες 1880-1925, διδακτορική διατριβή, Ρέθυμνο 2011, σ.204-221, Σωκράτης Πετμεζάς, «Η χρήση της γης στο βασίλειο της Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα», Αριάδνη τ.6 (1993), σ.221-246 και Χριστίνα Αγριαντώνη, «Βιομηχανία», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.),Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Αθήνα 1999, τ.Α1, σ.173-221.
10 Στην «έξοδο των ανθρώπων από τις τοπικές ταυτότητες με την οποία συνδέθηκε από την ίδρυσή της η Ερμούπολη» αναφέρεται η Νάσια Γιακωβάκη, «Δημήτριος Βικέλας.΄Ένας Ερμουπολίτης; Σκέψεις για την πρώτη γενιά Ελλήνων πολιτών», στο Χριστίνα Αγριαντώνη και Δημήτρης Δημητρόπουλος (επιμ.), Σύρος και Ερμούπολη. Συμβολές στην ιστορία του νησιού, 15ος-20ός αι., Αθήνα 2008, σ.251-274.
11 Κώστας Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη. Ηθική οικονομία και συλλογική δράση στο μεσοπόλεμο, Αθήνα 2005, σ.74-78.
12 Δήμητρα Λαμπροπούλου, Οικοδόμοι. Οι άνθρωποι που έχτισαν την Αθήνα 1950-1967, Αθήνα 2009, σ.188-194, ενώ το παράθεμα είναι από τον Φουντανόπουλο, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη…ό.π., σ.75.
13 Λαμπροπούλου, Οικοδόμοι…ό.π., σ.194-199 και 218-221 και Χριστίνα Αγριαντώνη, «Βιομηχανία», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.),Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Αθήνα 1999, τ.Α1, σ.173-221: 201.
14 Βλ. και την καταγραφή των αιτημάτων των απεργιών του 1909-1914 που καταγράφηκαν στις εφημερίδες που μελέτησε η Φωτεινή Σουλιώτη,Οι απεργιακές κινητοποιήσεις της περιόδου 1909-1914 στον αθηναϊκό τύπο, μεταπτυχιακή εργασία (Ιστορικό-Αρχαιολογικό του ΑΠΘ), Αθήνα 1991, σ.128-134.
15 Αγριαντώνη, «Βιομηχανία», στο Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τ.Α1, ό.π., σ.199-202.
16 Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη…ό.π., σ.108-109 και Αντώνης Λιάκος, Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, Αθήνα 1993, σ.139 και 400-401.
17 Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη…ό.π., σ.107-109 και Λιάκος, Εργασία και πολιτική…ό.π., σ.139.
18 Ζιζή Σαλίμπα, Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922), Αθήνα 2002, σ.60-61.
19 Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη…ό.π., σ.55 και 103-106. Αντίθετα ο Πέτρος Πιζάνιας, Οι φτωχοί των πόλεων. Η τεχνογνωσία της επιβίωσης στην Ελλάδα το μεσοπόλεμο, Αθήνα 1993, σ.59-62 αντιμετωπίζει την εκ περιτροπής εργασία ως στρατηγική των εργοδοτών για να μειώσουν το εργατικό κόστος προσαρμόζοντας τα μεγέθη της απασχόλησης στις (εποχικές ή μη) διακυμάνσεις της παραγωγής. Ο Ιω. Ζάρρας, Ανεργία και εκ περιτροπής εργασία, Αθήνα 1940, σ.232 δίνει μάλλον την έμφαση «στην ισχύν την οποίαν κατά καιρούς απέκτων αι διάφοροι σωματειακαί οργανώσεις των μισθωτών», δεν παραλείπει πάντως να σημειώσει ότι «η εκ περιτροπής εργασία εφαρμόζεται εις πολλάς περιπτώσεις τη πρωτοβουλία των εργοδοτών».
20 Χαρίλαος Γκούτος, Οι απεργίες στη Σύρο το 1879, Αθήνα-Κομοτηνή 1999, σ.35.
21 Ματθαίου, «Η εφημερίδα του Ηρακλείου “Εργάτης”…» ό.π., σ.153 (Ιανουάριος του 1915). Το ότι ο λόγος είναι για Κρητικούς και όχι ειδικά για Ηρακλειώτες έχει να κάνει, υποθέτουμε, με την ισχυρή περιφερειακή ταυτότητα που είχε σφυρηλατηθεί κατά την προηγούμενη περίοδο της Αυτονομίας.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Καβάλα 1934: Η σύγκρουση δυο κόσμων Μήτσος Παρτσαλίδης, ο πρώτος «κόκκινος» Δήμαρχος


του Νίκου Ε. Καραγιαννακίδη, ιστορικού



«Αι εσωκομματικαί αντιθέσεις επνίγησαν, αι φιλοδοξίαι ικανοποιήθησαν και η αστική Κοινωνία της Καβάλλας πειθαρχούσα εις τας ιδεολογικάς της πεποιθήσεις και μη παρασυρομένη από προσωπικάς συμπαθείας ή αντιπαθείας κατέρχεται εις τον δημοτικόν εκλογικόν αγώνα με την πεποίθησιν και την απόφασιν να νικήση διά να αποτρέψη τον Κομμουνιστικόν κίνδυνον». Αυτά έγραφε η τοπική εφημερίδα Πρωϊνά Νέα της 30ης Ιανουαρίου 1934, δώδεκα μόλις μέρες πριν από τον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών που θα διεξάγονταν εκείνη τη χρονιά.
Οι  δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934 είχαν πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η Ελλάδα του 1934 διέφερε σημαντικά από αυτήν του 1929 (τότε είχαν γίνει οι προηγούμενες δημοτικές εκλογές), αφού και η οικονομική αλλά και η πολιτική της κατάσταση είχαν μεταβληθεί δραματικά.  
Η οικονομία της χώρας, επηρεασμένη –όπως πάντοτε, με κάποια χρονική καθυστέρηση αλλά με καθοριστικές συνέπειες λόγω και των χρεών από δάνεια- από το «κραχ» των ΗΠΑ και του υπόλοιπου καπιταλιστικού κόσμου (στα 1929)  βρισκόταν σε τραγική κατάσταση. Σε αυτό είχαν συντελέσει: α) η εμμονή του Βενιζέλου (κυβέρνησε από το 1928 μέχρι το 1932 με ευρεία πλειοψηφία) να στηρίξει τη δραχμή έναντι του δολλαρίου, παίρνοντας δάνεια και εξανεμίζοντας το συναλλαγματικό απόθεμα της Τραπέζης της Ελλάδος και β) το γεγονός ότι τα συναλλαγματοφόρα ελληνικά καπνά παρέμεναν απούλητα στις αγορές των ΗΠΑ και των άλλων δυτικών χωρών και τα εμβάσματα των Ελλήνων των ΗΠΑ είχαν μειωθεί στο ελάχιστο. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα είχε κηρύξει στάση πληρωμών την άνοιξη του 1932. Η ανεργία και η φτώχεια απλώθηκαν σε όλο τον κόσμο της εργασίας, αγροτικό και εργατικό.
Η χώρα άρχισε να σταθεροποιείται οικονομικά στα 1934, κυρίως λόγω των συναλλαγών με τη Γερμανία (απορροφούσε καπνά σε μεγάλες ποσότητες, προετοιμαζόμενη για πόλεμο) και τις άλλες χώρες της Δύσης, αλλά και λόγω της πολιτικής της «αυτάρκειας», με μείωση των εισαγωγών και αύξηση της σιτοπαραγωγής. Όμως, δεν είχαν ακόμη φανεί σαφή σημάδια ανάκαμψης του λαϊκού εισοδήματος, αγροτικού και εργατικού, πράγμα που θα οδηγούσε σε κοινωνική σταθερότητα. Ακόμη, υπήρχε αστάθεια και πόλωση και στην εσωτερική πολιτική κατάσταση.
Είχαν μεσολαβήσει πολλά. Η οριστική ήττα (5 Μαρτίου 1933) των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση των Παναγή Τσαλδάρη (φιλοβασιλικού -αλλά δηλώσαντος πίστη στην Προεδρευόμενη Δημοκρατία που είχε ανακηρυχθεί στα 1924- ηγέτη του Λαϊκού Κόμματος), Γεωργίου Κονδύλη και Ιωάννη Μεταξά,  το αποτυχημένο φιλοβενιζελικό κίνημα της  βραδιάς των εκλογών, με σκοπό να εμποδιστεί ο σχηματισμός κυβέρνησης και η δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου (Ιούνιος 1933).  
Όμως, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις δεν ήταν πια τόσο μόνες στην πολιτική αρένα. Το εργατικό κίνημα και ο βασικότερος πολιτικός του εκφραστής, το ΚΚΕ, ήταν παρόντες και μαχητικοί.
Μετά την υπέρβαση της εσωκομματικής κρίσης στο ΚΚΕ (η φραξιονιστική «πάλη χωρίς αρχές» των ετών 1929-1931 είχε λήξει με την παρέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και την τοποθέτηση του «Κούτβη» Νίκου Ζαχαριάδη στη θέση του Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής), καθώς και την χάραξη συγκεκριμένης πολιτικής τακτικής και στρατηγικής από την περίφημη 6η Ολομέλεια της 12ης Ιανουαρίου 1934, το ΚΚΕ είχε αρχίσει να εδραιώνεται ως σημαντική πολιτική δύναμη, καθώς και ως εκφραστής ενός ογκούμενου διεκδικητικού κινήματος των εργαζομένων της πόλης και της υπαίθρου. Αυτό μαρτυρούσε και η ψήφιση, αρχικά, το 1929, αλλά και η ευρύτατη χρήση των διατάξεων, στη συνέχεια, του νόμου 4229, του περιβόητου «ιδιώνυμου», που επεδίωκε να πατάξει κάθε απειλητική για το κρατούν κοινωνικό σύστημα φωνή και δραστηριότητα. Όπως επισημάνθηκε από το Νίκο Αλιβιζάτο, «οι κυρίαρχες τάξεις ήταν υποχρεωμένες ή να δεχτούν μια σειρά από δίκαια αιτήματα και να προτείνουν ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο ή να αντιδράσουν, [αλλά] η τυχοδιωκτική ιδιοσυγκρασία τους…τις οδήγησε να ακολουθήσουν το δρόμο που απαιτούσε τις μικρότερες θυσίες, την αδίστακτη αντίδραση». Ο βενιζελικός βουλευτής Τζερμιάς παραδεχόταν στα 1929 πως «εν Ελλάδι υπάρχει μόνον κοινωνικόν πρόβλημα, το οποίον δεν θα λυθή με τα χαρτιά (τους αντικομμουνιστικούς νόμους), αλλά με έργα», ενώ στα 1936 ο Παναγής Τσαλδάρης διαπίστωνε ότι «εκείνο που υπάρχει [στην Ελλάδα] είναι από τη μια η μεγάλη πλειοψηφία που σέβεται τις παλαιές εθνικές παραδόσεις…και, από την άλλη, μια μειοψηφία που επιχειρεί να ανατρέψει την κοινωνική τάξη». Αυτοί ήταν οι κομμουνιστές και όλοι όσοι ανέπτυσσαν διεκδικητικούς αγώνες. Αυτοί αποτελούσαν στόχο διώξεων, εκτοπίσεων και φυλακίσεων. Η παλιά κρατική ιδεολογία, η «Μεγάλη Ιδέα», κουρελιασμένη στο Σαγγάριο και τα αποκαΐδια της Σμύρνης,  είχε αντικατασταθεί από μια νέα, τον αντικομμουνισμό.  
Στην ταξική ενότητα των «εχόντων και κατεχόντων» και τον αντικομμουνισμό συνέπιπταν, λοιπόν, Φιλελεύθεροι και Λαϊκοί τον Ιανουάριο του 1934, όταν η φίλα προσκείμενη στο Βενιζέλο εφημερίδα της Καβάλας Πρωϊνά Νέα έγραφε «Αι πολιτικαί αντιθέσεις, το αγεφύρωτον χάσμα, το οποίον χωρίζει τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα, προκειμένης της δημοτικής εκλογής Καβάλλας, εγεφυρώθησαν και πολίται, φιλελεύθεροι και λαϊκοί, κατόπιν της υποδείξεως και της επιθυμίας των Αρχηγών των κ.κ. Βενιζέλου και Τσαλδάρη, έδωσαν χείρα συμφιλιώσεως και ειλικρινούς συνεργασίας». Ο επιφυλλιδογράφος έκλεινε το κείμενό του, δίνοντας έμφαση στο ζητούμενο: «Σήμερον, ειδικώς σήμερον, δεν είναι αι κοινωνικαί συνθήκαι αι αυταί με τας των προηγουμένων δημοτικών εκλογών. Όχι. Ο καταπέλτης των αριθμών των ψήφων, η λογική των αριθμών, παρουσιάζει συγκρουομένας δύο τάξεις. Τον αστισμόν και τον Κομμουνισμόν. Δύο δηλαδή κοινωνικά στρατόπεδα. Εις το μεν αστικόν στρατόπεδον ανήκουν οι άνθρωποι του σημερινού κόσμου και συστήματος. Εις δε το κουμμουνιστικόν (sic) οι άνθρωποι που θέλουν να ανατρέψουν το αστικόν καθεστώς, να αναρτήσουν την «ερυθράν» σημαίαν εις το Δημαρχείον και να επιφέρουν την ανησυχίαν και την αναρχίαν. Και κάθε άνθρωπος, θέλων την ησυχίαν του, ενδιαφερόμενος διά την Καβάλλαν, διά το μέλλον του και το μέλλον της, έχει υποχρέωσιν να καταταγή πιστός στρατιώτης εις το αστικόν στρατόπεδον».
Στο στρατόπεδο αυτό εμφανίστηκαν λοιπόν ταυτίσεις αλλά και διχογνωμίες. Μια «ανεξάρτητη» υποψηφιότητα, αυτή ενός βενιζελικού, παρέμεινε «αγκάθι» ως την εκλογή, στις 11 Φεβρουαρίου. Χωρίς να καθορίσει το αποτέλεσμα. Θα φανεί παρακάτω.
Και το «αστικόν στρατόπεδον» υποστήριξε τον απερχόμενο Δήμαρχο Καβάλας Κλεάνθη Τερμεντζή. Με  υποψηφίους παρέδρους και συμβούλους που ήταν καπνέμποροι, κτηματομεσίτες, έμποροι - καταστηματάρχες και ελεύθεροι επαγγελματίες, γιατροί, δικηγόροι, βιβλιοπώλες και επιχειρηματίες. Ένα σαφώς ταξικό ψηφοδέλτιο μεγαλοαστών και μεσοαστών.    
Στην άλλη πλευρά του λόφου, όμως, στο «ερυθρόν» στρατόπεδο, συσπειρώθηκαν «οι ενωμένες δυνάμεις της εργατιάς με τους συμμάχους τους φτωχούς βιοπαλαιστές και με επικεφαλής τον κόκκινο υποψήφιό τους σ. Παρτσαλίδη», όπως έγραφε – κάτω από τον τίτλο «Εργάτες, υπάλληλοι, φτωχοί βιοπαλαιστές της Καβάλλας» - ο Ριζοσπάστης της 7ης Φεβρουαρίου 1934 στην πρώτη του σελίδα. Η εφημερίδα, με σειρά επιτόπιων ρεπορτάζ συντάκτη της όλο το διάστημα μέχρι την εκλογή, μετέδιδε την αθλιότητα των συνθηκών που βίωνε «[από την] κρατική λύσσα και τη δημοτική ληστεία...το ηρωικό προλεταριάτο της Καβάλλας…μέσα από τους πεινασμένους συνοικισμούς και τις σαραβαλιασμένες συνοικίες» και προειδοποιούσε πως «η Κυβέρνηση έχει πάρει απόφαση να διορίσει δήμαρχο αυτεπαγγέλτως, εάν αποτύχει ο κοινός υποψήφιος των αστών Τερμεντζής», για να συμπληρώσει «Τρέμουν τα παράσιτα, τρέμει η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση για την επικείμενη νίκη της εργατιάς και φτωχολογιάς στην Καβάλλα. Μα ας μη γελιώνται. Κανένα μέτρο δεν μπορεί να σταματήσει τη νίκη του Ενιαίου Μετώπου Εργατών – Αγροτών [Ε.Μ.Ε.Α] στην Καβάλλα». Δυο μέρες μάλιστα πριν από τις εκλογές, δίπλα στις ενθουσιώδεις περιγραφές των συγκεντρώσεων του Ε.Μ.Ε.Α στις συνοικίες της πόλης και τις καταγγελίες για τρομοκρατία, ο Ριζοσπάστης παρέθετε πληροφορίες των Πρωινών Νέων -τα οποία χαρακτήριζε «όργανο του δημάρχου των καπνεμπόρων»- για το ενδεχόμενο «οι αμερικάνικες ληστρικές [καπνεμπορικές] εταιρείες ύστερα από την εκλογή του κομμουνιστή δημάρχου [να] φύγουν από την Καβάλλα». Η εφημερίδα του ΚΚΕ σημείωνε πως «οι εργάτες κι οι μικροεπαγγελματίες της Καβάλλας που ξέρουν πως οι καπνέμποροι ξένοι και ντόπιοι είναι που κατάντησαν στα σημερινά χάλια την πόλη, θα ψηφίσουν με φανατισμό τον κόκκινο δήμαρχο, ακριβώς γιατί τον φοβάνται (sic) οι ξένοι και ντόπιοι ληστές».
Το ψηφοδέλτιο του Ε.Μ.Ε.Α. περιλάμβανε ως υποψηφίους παρέδρους και συμβούλους εργάτες και ιδιωτικούς υπαλλήλους, καθώς και μικροεπαγγελματίες, εκφράζοντας τη «σύγκρουση των δύο κόσμων που ολοκάθαρα χωρίστηκαν στην Καβάλλα (κι απ’ την άποψη αυτή χαραχτηριστική είναι η σύνθεση των ψηφοδελτίων» (Ριζοσπάστης, 9-2-1934,  σ. 2). Πρέπει να σημειωθεί πως τρεις από τους υποψηφίους ήταν εξόριστοι (αυτό γράφτηκε και στα Πρωινά Νέα), βάσει του «ιδιωνύμου».
Και η εκλογή διεξήχθη όπως ήταν προγραμματισμένη. Λίγο πριν από αυτήν έγιναν γνωστές εκκλήσεις των Βενιζέλου, Καφαντάρη, Παπαναστασίου, Γονατά για υπερψήφιση του Τερμεντζή, τις οποίες δημοσίευσαν τα Πρωινά Νέα σε περίοπτη θέση. Χαρακτηριστικό είναι το τηλεγράφημα που έστειλε ο Βενιζέλος από τα Χανιά προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Αγώνος Εθνικών Κομμάτων, το οποίο δημοσιεύτηκε την παραμονή των εκλογών: «Πέποιθα ότι πάντες ανεξαιρέτως αγαπητοί φίλοι θεωρήσουν επιτακτικόν καθήκον δώσουν ψήφον των Τερμεντζήν κοινόν υποψήφιον επιτυχία οποίου αποτρέπει σοβαρόν κίνδυνον δι’ αγαπητήν Καβάλλαν».
Όμως, οι ψηφοφόροι άλλα εκέλευσαν. Ο «τραγιασκοφόρος καπνεργάτης» Παρτσαλίδης, λίγες εβδομάδες πριν γίνει μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, γινόταν ο πρώτος «κόκκινος» δήμαρχος στην Ελλάδα. Όπως μετέδιδε ο ανταποκριτής του Ριζοσπάστη «το Ενιαίο Μέτωπο κατήγαγε περιφανή νίκη. Τα τελικά αποτελέσματα: σ. Παρτσαλίδης 3.780, Τερμεντζής 2.101, Νικολαΐδης 1.521. Υπερτερούμε τα ενωμένα αστικά κόμματα. Κόκκινη Καβάλλα πανηγυρίζει». Τα Πρωινά Νέα έγραψαν: «ΗΤΤΗΘΗΜΕΝ». Πάντως, η εφημερίδα ήταν αντίθετη σε κάθε σκέψη διορισμού άλλου δημάρχου.  
Η Καβάλα των εργατών δεν πανηγύρισε για πολύν καιρό. Αμέσως μετά την ανάληψη της δημαρχίας από τον Παρτσαλίδη, την 1η Απριλίου, άρχισαν -ταυτόχρονα με ένα εντυπωσιακά πλούσιο έργο από πλευράς της νέας δημοτικής αρχής, συνοδευμένο από εθελοντικές μειώσεις των αποδοχών Δημάρχου και μελών Δημοτικού Συμβουλίου- οι δίκες του ίδιου (χωρίς καταδίκη) και συνεργατών του με βάση το «ιδιώνυμο», οι παύσεις από το Νομάρχη Καβάλλας και το Γενικό Διοικητή Θράκης, οι εκπτώσεις από το αξίωμα του δημοτικού συμβούλου, οι φυλακίσεις και οι εκτοπίσεις.
Τελικά, στις 9 Σεπτεμβρίου 1934, ο Παρτσαλίδης, εκτοπίστηκε στη Γαύδο, χωρίς να δημοσιοποιηθεί η απόφαση και το σκεπτικό της. Όπως έλεγε ένα χαρακτηριστικό τραγούδι της εποχής «οι αστοί τρομάξανε και κάστρα φτιάξανε, να κλείσουν τα παιδιά των εργατών»…
Για την ιστορία, πέντε «λεπτομέρειες».
Πρώτη: τέσσερις από τους δημοτικούς συμβούλους του Παρτσαλίδη έμειναν στη φυλακή από τον Απρίλιο του 1934 μέχρι την κατάληψη της Ελλάδας από τους Ναζί τον Απρίλιο του 1941. Τότε, μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους, παραδόθηκαν από τις «ελληνικές» αρχές στους κατακτητές. Οι Δημοσθένης Μακέδος, Γιώργος Μπαρμπαλέξης, Γιάννης Ευθυμιάδης και Νίκος Νεγρεπόντης εκτελέστηκαν το 1943 και 1944 από τους Ιταλούς και Γερμανούς. Τιμωρήθηκαν έτσι, επειδή απέβλεπαν και πάλι «εις την ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος».
Δεύτερη: τον ίδιο καιρό με τον Παρτσαλίδη (στο δεύτερο γύρο των εκλογών, στις 18 Φεβρουαρίου 1934) εξελέγη δήμαρχος στις Σέρρες ο κομμουνιστής υποψήφιος Διονύσης Μενύχτας. Κρίθηκε «επωφελές διά την κοινωνικήν ευταξίαν» να παυθεί και να εκτοπισθεί.
Τρίτη: τη θητεία του Παρτσαλίδη, που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, έφεραν εις πέρας δημαρχούντες και δήμαρχοι. Όσο οι αστοί δημοτικοί σύμβουλοι έριζαν για το θώκο, δημαρχών παρέμενε ένας σύμβουλος του Παρτσαλίδη. Μόλις πρυτάνευσε η ωμή πολιτική λογική, τα ηνία του Δήμου έλαβαν ένας καπνέμπορος και ένας γιατρός, σύμβουλοι του συνδυασμού Τερμεντζή (ο ίδιος δεν εξελέγη, αφού το τότε ισχύον εκλογικό σύστημα επέτρεπε την εκλογή μόνο στον επικεφαλής του συνδυασμού που επικράτησε). Η δικτατορία του Μεταξά διατήρησε τον τελευταίο δημαρχούντα για μερικούς μήνες, αλλά τελικά όρισε δικό της άνθρωπο.
Τέταρτη: στις εκλογές του 1951 –πρώτες από το 1934- εκλέχτηκε Δήμαρχος Καβάλας ο αξιωματικός ε.α. της Στρατολογίας Εμμανουήλ Μελισσάκις. Είχε ψηφιστεί και από τον καθημαγμένο από το μετεμφυλιακό κλίμα κόσμο της Αριστεράς. Τον έπαυσε ο Υπουργός Εσωτερικών. Σύμπτωση;
Πέμπτη: στα 1964 εκλέχτηκε Δήμαρχος Καβάλας ο υποψήφιος της ΕΔΑ Κώστας Τσολάκης. Αυτόν τον έπαυσε η «Επανάστασις» της 21ης Απριλίου 1967 και «ταξίδεψε» κι αυτός στα «ωραία νησιά» που αναφέρει ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο ποίημά του «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.»…
Λεπτομέρειες από τα παλιά…

 
 








πόσοι μας διάβασαν: