Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

·«Το νέο κράτος: η σύγκρουση για την εξουσία» στο «Ιωάννης Καποδίστριας: Πραγματιστής ή τύραννος;»,

Κώστας Παλούκης,
στο Βασιλική Λάζου επιμ.,
«Ιωάννης Καποδίστριας: Πραγματιστής ή τύραννος;»,
περ. HOTDOC HISTORY,
Κυριακή 13/11/2017
Σήμερα ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι ενταγμένος στο εθνικό πάνθεον. Η πρόσληψή του ωστόσο δεν στερείται ιδεολογίας. Σε γενικές αρχές το βίαιο τέλος της προσπάθειάς του συσχετίζεται με θεωρίες ανολοκλήρωτου μετασχηματισμού της Ελλάδας σε σύγχρονο δυτικό κράτος.  Πολύ πρόσφατα η οικονομική κρίση και η αμφισβήτηση των κοινοβουλευτικών δομών αντιπροσώπευσης προσέδωσαν στο πρόσωπο του Καποδίστρια νέα δυναμική. Το πληγωμένο έθνος έβλεπε στη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη το συμβολισμό της προδοσίας των πολιτικών η οποία φαίνεται να ακολουθεί την Ελλάδα ως προπατορικό αμάρτημα. Για τους φορείς της νεοφιλελεύθερης κριτικής, ο Καποδίστριας αποτελούσε την τρανή απόδειξη της ιστορικής χρεωκοπίας του “λαϊκισμού” και εν γένει της δομικής ανικανότητας του ελληνικού λαού να αυτοκυβερνηθεί. Για τους ακροδεξιούς, ο Καποδίστριας αποτελούσε την επιβεβαίωση της ιστορικής αποτυχίας των φιλελεύθερων δημοκρατικών δομών. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Καποδίστριας συνδέθηκε με τη γοητεία του αυταρχικού κράτους ως λύση στην κρίση του κοινοβουλευτισμού.
Τέλος, ο θετικός συμβολισμός του Καποδίστρια συνεπήρε ένα ευρύ δημοκρατικό κοινό. Το κοινό αυτό αποδέχεται τον αυταρχισμό ως ένα αναγκαίο κακό για την συγκρότηση κράτους σε δύσκολες στιγμές, όπως μετά την ελληνική επανάσταση. Επίσης, θεωρεί ότι ο Καποδίστριας δρούσε υπέρ των λαϊκών συμφερόντων και ιδιαίτερα υπέρ της αγροτικής τάξης έναντι των προυχόντων, δηλαδή στους εκπροσώπους του αγγλικού κόμματος. Στην περίπτωση αυτή επανέρχεται κάπως στο προσκήνιο η λανθάνουσα συμπάθεια προς τον ρωσισμό. Εξάλλου ο “κοινωνικός Καποδίστριας“ -- σύμφωνα με την ωραία διατύπωση των Χριστίνας Κουλούρη και Χρίστου Λούκου -- υπήρξε το ιδεολογικό σχήμα με το οποίο αποκαταστάθηκε στις αριστερές συνειδήσεις ήδη από τη δεκαετία του 1950.   
Σε όλες αυτές τις θετικές αναπαραστάσεις του Καποδίστρια η δολοφονία του λειτουργεί ως ένα τραύμα. Η δικαιολόγηση ή ακόμα χειρότερα η συμφωνία με την πολιτική λογική των εχθρών του -- και ιδιαίτερα των δολοφόνων του -- ενοχλεί.
Η Κουλούρη και Λούκος έχουν από τα 1996 εντοπίσει αυτή την ιδεολογική λειτουργία του προσώπου του Καποδίστρια στη νεοελληνική ιστορία. Σε ένα εξαιρετικό βιβλίο, “Τα πρόσωπα του Καποδίστρια “, περιγράφουν την πορεία όλων αυτών των αναπαραστάσεων, από την καταγγελία του ως προδότη και εχθρού του έθνους μέχρι τη σημερινή ενσωμάτωση, συναίνεση και επικαιροποίησή του. Από την άλλη, η κυρίαρχη ιστοριογραφία παρουσιάζει μια εξιδανικευμένη αναπαράσταση του κυβερνήτη και προσλαμβάνει τα κίνητρά του έξω από την πολιτική και ως άδολα υπέρ του έθνους. Ανάλογα υποβαθμίζει τα κίνητρα της αντιπολίτευσης ως μη πολιτικά και ταπεινά που καταλήγουν να γίνονται αντεθνικά. Έτσι, διαμορφώνει την εικόνα μιας ελληνικής επανάστασης χωρίς ιδεολογίας και πολιτικού οράματος, ένα είδος φατριών και προσωπικοτήτων παθιασμένων αποκλειστικά και μόνο για την εξουσία.
Ο Χρήστος Λούκος με το βιβλίο “Η αντιπολίτευση κατά του κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια 1928-1931 “ εξισορροπεί ανάμεσα στους παράγοντες κινητοποίησης των υποκειμένων. Ανάμεσα σε αυτούς αναγνωρίζει την ύπαρξη ιδεολογίας και πολιτικές αρχές, τόσο στην διακυβέρνηση όσο και στην αντιπολίτευση του Καποδίστρια. Η τομή βέβαια αποτελεί το βιβλίο του Gunnar Herring “Πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936” το οποίο αρνείται τα κόμματα ως πελατειακά σύνολα χωρίς αρχές και τονίζει το στοιχείο του πολιτικού προγράμματος και στα τρία κόμματα. Προτείνεται λοιπόν το αναποδογύρισμα της α-πολιτικής πρόσληψης των κομμάτων, της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης της εποχής του Καποδίστρια, δηλαδή αντιπροτάσσεται η πολιτικοποίηση της ελληνικής επανάστασης.

Ο δημοκρατικός χαρακτήρας της ελληνικής επανάστασης
Ένα βασικό ιδεολογικό στερεότυπο για την ελληνική επανάσταση είναι ότι η ελληνική κοινωνία δεν ήταν έτοιμη να υποδεκτεί ένα δυτικότροπο σύστημα διακυβέρνησης λόγω της ιστορικής της καθυστέρησης κάτω από τη σκλαβιά των οθωμανών. Οι συνταγματικοί κανόνες εισήχθηκαν από το εξωτερικό και ερμηνεύονται ως ιδέες των μορφωμένων ελίτ. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Herring οι μορφές κρατικής οργάνωσης της πρώτης περιόδου της ελληνικής επανάστασης ήταν εντελώς αντίθετα περισσότερο προσαρμοσμένες στην παραδοσιακή αυτοδιοίκηση. Μόνο κατά τη διαμόρφωση του συντάγματος της Επιδαύρου λήφθηκαν υπόψιν δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Όμως ακόμα και οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν για να ορίσουν τους νέους θεσμούς, παρότι υποτίθεται ότι αντανακλούν τη γαλλική επανάσταση και τα ιταλικά συντάγματα, στην πράξη περιγράφουν διαφορετικά πολιτικά όργανα, όπως προέκυψαν από την ελληνική συνθήκη. Συγκεκριμένα, η ιδιομορφία της εξισορρόποησης μεταξύ του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού, μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας, μεταξύ των ατάκτων και της κυβέρνησης των πολιτικών δεν εξηγείται με τον ισχυρισμό περί αποδοχής ξένων ρυθμίσεων, αλλά με το σεβασμό των ελληνικών δεδομένων.
Ωστόσο, τα συντάγματα δεν κινούνταν εντελώς σε ιδεολογικό κενό. Οι ιδέες του φυσικού δικαίου, οι αρχές της λαϊκής κυριαρχίας, της ισότητας και της ελευθερίας είχαν γίνει αποδεκτές από πολύ νωρίς. Είχαν αναπτυχθεί από επαναστάτες και διαφωτιστές, όπως ο Ρήγας Φεραίος, είχαν συνδεθεί με ντόπιες παραδόσεις και είχαν διαδοθεί μέσω της Φιλικής Εταιρίας. Αυτοί που ήθελαν να ανατρέψουν τον οθωμανικό ζυγό βρήκαν σε αυτό το λεξιλόγιο τους όρους που ταίριαζαν σε αυτό που ήθελαν να κάνουν. Ο όρος “σύνταμα” ηχούσε ξένος, ωστόσο ήταν γνωστό τι σήμαινε, τι ήταν ένας θεμελιώδης νόμος, γιατί νόμοι υπήρξαν τόσο στην οθωμανική όσο και στην ενετική επικράτεια. Ο Μακρυγιάννης, μέλος του γαλλικού κόμματος, εξέφρασε εύγλωττα αυτή τη σχέση του λαϊκού κόσμου με το όραμα για ένα νεωτερικό κράτος: “ήθελα σύνταμα δια την πατρίδα μου, να κυβερνηθή με νόμους κι’ όχι με το ‘‘έτζι θέλω””. Η ιδέα της ισότητας βρήκε ανταπόκριση σε μια κοινωνία με όραμα τη μικρή ιδιοκτησία. Πρόκειται για επαναστατικά συντάγματα γιατί εκφράζονταν στόχοι και συμφέροντα όσων δεν αποδέχονταν την κυριαρχία του σουλτάνου και επεδίωκαν μια άλλου τύπου νομιμοποίηση.
Τέλος, έγιναν σεβαστά πολλά στοιχεία της παράδοσης που δεν υπήρχαν στα δυτικά συντάγματα,όπως η σχέση του κράτους με την ορθόδοξη εκκλησία. Επίσης, μέχρι την ψήφιση νέου κώδικα δικαίου, θα ίσχυε το δίκαιο των βυζαντινών αυτοκρατόρων με βάση τον κώδικα του Αρμενόπουλου. Έγινε όμως δεκτό το γαλλικό εμπορικό δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση το Σύνταγμα της Τροιζήνας υπήρξε το πιο ριζοσπαστικό σύνταγμα της ελληνικής επανάστασης και το πιο ριζοσπαστικό της εποχής. Και αυτό δεν ήταν προϊόν επιβολής, αλλά αποτέλεσμα της ριζοσπαστικοποίησης. Όσοι εμπλέχτηκαν στην επανάσταση, μπορεί να εισήλθαν σε αυτή για διάφορους λόγους, αλλά η ίδια η επαναστατική διαδικασία τους μετασχημάτισε, τους ιδεολογικοποίησε και τους πολιτικοποίησε καθώς έφερε μπροστά τους πιο καθαρά το οραματικό ερώτημα: τι κοινωνία θα φτιαχτεί τώρα. (Herring, σ. 130-141)

 Η συγκρότηση των πολιτικών κομμάτων: φατρίες πρακτόρων ή κόμματα με ιδεολογία;
Οι ονομασίες των πολιτικών κομμάτων δόθηκαν αρχικά από τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Ωστόσο, η ερμηνεία ότι επρόκειτο απλά για πρακτορεία των τριών δυνάμεων που συγκέντρωναν τις πελατείες τους δεν μπορεί να εξηγήσει τις βαθιές ιδεολογικές αντιθέσεις που χώριζαν αυτά τα τρία κόμμα και οι οποίες δεν βασίζονταν σε επιθυμίες και υποβολές των τριών δυνάμεων, αλλά αντίθετα γίνονταν κατανοητές μόνο από την πλευρά των ελληνικών προβλημάτων. (Herring, σ.142-143). Από αυτό το πρίσμα κατατέθηκαν τόσο οι προτάσεις για μελλοντικό βασιλιά, αλλά και για τον τρόπο διακυβέρνησης που εν τέλει δίχασε τους επαναστατημένους έλληνες.
 Το αγγλικό κόμμα ακολούθησαν εκτός από άρχοντες, στρατιωτικοί και “δυτικοί”, δηλαδή σπουδαγμένοι σε δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Οι επιφανέστεροι εκπρόσωποί δεν είχαν σχέσεις που θα μπορούσαν να περιγραφούν με την έννοια της πελατειακής ένωσης, ενώ όσοι από τους αγγλόφιλους πολιτικούς είχαν, αυτή άρχισε να διαλύεται. Αντίστοιχα, στο ρωσικό κόμμα, η ύπαρξη μεμονωμένων πελατειακών ενώσεων δεν θα πρέπει να υπερεκτιμηθεί καθώς το κόμμα και χωρίς αυτές δεν θα ήταν σημαντικά πιο αδύναμο. Στο γαλλικό κόμμα διαπιστώνεται η μέγιστη διάρκεια των πελατειακών δομών. Ωστόσο,και πάλι σύμφωνα με τον Herring όλα αυτά δεν δίνουν απάντηση στο αποφασιστικής σημασίας ερώτημα για ποιό λόγο η μεγάλη πλειονότητα των οπαδών του γαλλικού κόμματος βρισκόταν σε αυτό και όχι σε κάποιο άλλο πολιτικό στρατόπεδο, καθώς επίσης υπήρχαν σχέσεις συγγένειας με πρόσωπα από τα άλλα κόμματα. (Herring, σ.105-7, 119)
Ο Herring θεωρεί πως η διακυβέρνηση Καποδίστρια λειτούργησε καθοριστικά στην πολιτικοποίηση των κομμάτων καθώς η πόλωση μεταξύ του κυβερνώντος ρωσικού κόμματος και των άλλων δύο επέτρεψε να παρουσιαστούν με οξύτητα αντιτιθέμενα πολιτικά αιτήματα και προγράμματα. Τα θέματα ήταν καθεαυτό πολιτικά καθώς αφορούσαν το σύνταγμα και τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής, τη σχέση μεταξύ κράτους και εκκλησίας, την οργάνωση του στρατού, την αυτοδιοίκηση, την οικοδόμηση της της δημόσιας διοίκησης και του εκπαιδευτικού συστήματος και γενικά τον εκκοινοβουλευτισμό του καθεστώτος. (Herring, σ.120)

Η έλευση του Καποδίστρια: από τη δημοκρατία στη δικτατορία
Το νέο Σύνταγμα της Τροιζήνας καθόριζε τέλεια τη διάκριση των εξουσιών, κατοχύρωνε τις ελευθερίες των πολιτών, ενώ παραχωρούσε στον κυβερνήτη μόνο αναβλητικό βέτο στις αποφάσεις της βουλής και δεν μπορούσε να διαλύσει τη βουλή. Ο ακριβής προσδιορισμός των αρμοδιοτήτων του κυβερνήτη αντανακλούσε στην κομματική, αλλά και ιδεολογική δυσπιστία προς κάθε υπέρμετρη αύξηση της εκτελεστικής εξουσίας. Ο Ιμπραήμ έλεγχε ένα μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, ενώ σε όλη τη Στερεά οι οθωμανοί είχαν επιβάλει την εξουσία τους. Στιςεπαναστατημένες περιοχές συνωστίζονταν πρόσφυγες και ο τρόπος διαβίωσης των περισσοτέρων ήταν άθλιος. Η κυβερνητική μηχανή είχε παραλύσει.  Η κατάσταση λοιπόν στην οποία βρέθηκε η επανάσταση το 1827 προέκρινε τη λύση μιας ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας και γι’αυτό προωθήθηκε εν τέλει το προεδρικό μοντέλο. (Λούκος, σ.18-129)
Ο Καποδίστριας ήρθε με την στήριξη του ρωσικού αλλά και του γαλλικού κόμματος. Ο αγροτικός πληθυσμός που κυρίως στήριζε το πρώτο προσέβλεπε στην ισχυρή εκείνη προσωπικότητα που θα τον προστάτευε από το μουσουλμανικό εχθρό και από την αυθαιρεσία του έλληνα προκρίτου και οπλαρχηγού. Τους στόχους της ρωσικής φατρίας στήριξε το γαλλικό κόμμα το οποίο εκπροσωπούσε κυρίως ρουμελιώτες. Η γαλλική φατρία αντιτασσόταν στο αγγλικό σχέδιο περιορισμού του νέου κράτους μόνο στην Πελοπόννησο, ενώ επιθυμούσε να περιορίσει την την επιρροή του αγγλικού κόμματος. Η αντίδραση της αγγλικής παράταξης οφειλόταν τόσο σε κομματικά όσο και σε ιδεολογικά αίτια καθώς φοβόντουσαν τον παραμερισμό τους και την άνοδο του Κολοκοτρώνη, αλλάκυρίως μία αυταρχική διακυβέρνηση. Η αγγλική φατρία υποχώρησε μόνο όταν συναίνεσε ο αγγλικός παράγοντας.  
Ο κυβερνήτης εξανάγκασε τη Βουλή, πριν διαλυθεί, να εγκρίνει, παραβιάζοντας το ψηφισθέν σύνταγμα, προσωρινό σύστημα διακυβέρνησης που άφηνε ουσιαστικά σε αυτόν τον έλεγχο της κρατικής μηχανής. Συγκρότησε το Πανελλήνιο, ένα γνωμοδοτικόσώμα, στο οποίο διόρισε κορυφαίους πολιτικούς και στρατιωτικούς του αγώνα. Υποσχέθηκε ως αντάλλαγμα να καλέσει σε νέα εθνοσυνέλευση το 1828, κάτι το οποίο όμως δεν έκανε. Τα πρώτα χρηματικά βοηθήματα της Ρωσίας και της Γαλλίας και η έναρξη του ρωσοτουρκικού πολέμου τον Απρίλιο του 1928 ενίσχυσαν την θέση του. (Λούκος, σ.34)
Ο Ιωάννης Καποδίστριας καταγόταν από την αριστοκρατία της Κέρκυρας και είχε υπηρετήσει τον τσάρο ως υπουργός των εξωτερικών, η παιδεία του όμως ήταν δυτική και δεν έμεινε ανεπηρέαστος στις νέες πραγματικότητες μετά τη γαλλική επανάσταση. Θεωρούσε όμως ότι οι έλληνες ήταν διεφθαρμένοι από την τουρκική κυριαρχία και ειχαν ανάγκη μακρόχρονης εκπαίδευσης, προτού μπορέσουν να συμμετάσχουν μέσω συνταγματικών οργάνων στη νομοθεσία και τη διαμόρφωση πολιτικής βούλησης. Εν τέλει, οραματιζόταν ένα ακομματιστο κράτος με φωτισμένη διοίκηση ... μια πλατιά εξισωμένη μάζα μικροϊδιοκτητών που θα οδηγείτο υπό την πατερναλιστική εξουσία του στην πολιτική ωριμότητα. (Hering, σ.110)
Η διακυβέρνησή του αρχικά βασίστηκε σε εξέχουσες προσωπικότητες, αλλά στη συνέχεια εμπιστευόταν ολοένα και περισσότερο ανθρώπους δευτέρας διαλογής.  Από τη μία εξουδετέρωσε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα με την έμμεση εκλογή των βουλευτών. Από την άλλη όμως έλαβε τα πρώτα μέτρα για την αποκατάσταση ακτημόνων με την παραχώρηση κτιρίων, εργαστηρίων, μύλων, φούρνων και εθνικών γαιών. Προσπάθησε επίσης να προστατευτούν οι κοινωνικά αδύναμοι, οφειλέτες, γυναίκες και νόθα. Οι πελοποννήσιοι άρχοντες απώλεσαν την εκμίσθωση φόρων για να χρηματοδοτούν τις πελατειακές τους ενώσεις. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί πως με αυτόν τον τρόπο αποδυναμώθηκε η φατρία των Μαυρομιχαλαίων στη Μάνη.
Στην πράξη για να διοικήσει το κράτος και να πολεμήσει τα κόμματα, ο Καποδίστριας έφτιαξε ένα δικό του κυβερνητικό κόμμα. Τόσο στην έδρα της κυβέρνησης όσο και γύρω από τους διορισμένους δημογέροντες τους διοικητές ή έκτακτους επιτρόπυς σχηματίστηλαν ομάδες κυβερνητικών κάθε κοινωνικής προέλευσης που ταύτιζαν την ιδεολογία και κυρίως τα συμφέροντά τους με το καθεστώς Καποδίστρια. Ανάμεσά τους βρήκε πλήθος εμπίστων που σε μεσαίες και κατώτερες θέσεις ή και χωρίς επίσημη αρμοδιότητα, διέτρεχαν ολόκληρη τη χώρα ως πληροφοριοδότες και κατάσκοποι. Κατάφερε να κερδίσει ένα ευρύ και σχετικά πειθαρχημένο στρώμα οπαδών που διαπερνούσε τις πελατειακές δομές και έφτανε και κάτω από το επίπεδο των ηγετικών ομάδων. 
Για πρώτη φορά λοιπόν διαμορφώθηκε μια πολιτική παράταξη που είχε εθνικό χαρακτήρα, οι οπαδοί της δεν προέρχονταν από ένα μόνο διαμέρισμα της χώρας ή ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες. Το κόμμα αυτό ονομαζόταν επίσης των Ναππαίων. Αποτέλεσε τη ραχοκαλιά των αντισυνταγματικών, αν και βέβαια δεν αρνούνταν την ύπαρξη ενός συνταγματικού χάρτη, αλλά προωθούσαν την ιδέα ενός λιγότερο δημοκρατικού και περισσότερο ηγεμονικού συντάγματος γύρω από την αρχή του Καποδίστρια. Το ακολουθούσαν όσοι είχαν υποφέρει από το χάος του εμφυλίου πολέμου, μικροαγρότες και απλός “κοσμάκης” σε χωριά και κωμοπόλεις, ακτήμονες πληβείοι, ιδιοκτήτες και ενοικιαστές μικρών εκτάσεων και όσοι είχαν διοριστεί στο δημόσιο μαζί με μία ομάδα εξτρεμιστών μοναχών. Πάνω από αυτούς είχε συγκροτηθεί μια ελιτ νεόπλουτων οι οποίοι είχαν αποκτήσει χρήματα μέσω της επαφής τους με το κράτος και ιδιαίτερα μέσω της διαφθοράς και των εργολαβιών. Στην πράξη, η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν αφοσιωμένη στον Καποδίστρια. (Λούκος, σ. 122-125, 134-137. Herring, 110-114, 220-228) Χαρακτηριστηριστικό κείμενο κριτικής στη διαφθορά του καποδιστριακού καθεστώτος είναι ένα ποίημα του Αλέξανδρου Σούτσου με τίτλο “Ο επιστάτης των εθνικών οικοδομών επί Ι. Καποδίστρια” στο οποίο σατιρίζει τον προκλητικό πλουτισμό των φιλικών στην κυβέρνηση εργολάβων.
  Σε ορισμένα μέρη ο ρωσόφιλος προσανατολισμός βασιζόταν σε ισχυρές παραδόσεις και συμφέροντα, όπως το εμπόριο στη Μαύρη Θάλασσα. Οι οπαδοί του ωστόσο προσέβλεπαν στη Ρωσία όχι μόνο τον ιδεώδη συνέταιρο για μια μακροπρόθεσμη εξωτερική πολιτική, αλλά ακόμη περισσότερο έβλεπαν την ίδια τη Ρωσία ως το ιδεώδες πρότυπο για την οργάνωση του νέου κράτους. Εξάλλου, η Ρωσία ήταν η μοναδική ορθόδοξος δύναμη. Μαζί της αισθάνονταν συνδεδεμένοι ολόκληρη η εκλησία και ο λαός με βάση μια σειρά θρύλους, μύθους, κείμενα και ελπίδες. Για το ρωσικό κόμμα θεμέλιο της κοινωνικής τάξης υπήρξε η θρησκεία και από αυτήν προέκυπταν η πολιτική ηθική και η νομιμότητα της εξουσίας. Ταυτιζόταν με την αμυντική στάση απέναντι στο διαφωτισμό και κινδυνολογούσαν υπέρ της πίστης απέναντι στους διάφορους ιεραπόστολους. Ουσιαστικά, ήταν ο ιδεολογικός κληρονόμος του πατριαρχικού συντηρητισμού των προεπαναστατικών ετών.  Βέβαια, ο Καποδίστριας δεν υπήρξε τυφλό όργανο της Ρωσίας, αλλά όπου υπήρξε προσέγγιση οφειλόταν κυρίως σε ομοιότητα νοοτροπίας και ταυτότητα συμφερόντων. Από την άλλη, για την Ρωσία η παρουσία του Καποδίστρια λειτουργούσε ως εγγύηση ότι δεν θα επικρατούσαν οι φιλελεύθεροι θεσμοί και η ισχυρή του κεντρική εξουσία θα περιόριζε τις επαναστατικές διαθέσεις μέσα στον ελληνικό λαό. (Λούκος, σ. 39-40)
Στην πράξη ο κυβερνήτης Καποδίστριας εφάρμοσε τις αρχές της πεφωτισμένης δεσποτείας που εκκινούνταν εξίσου από την ρωσική αυτοκρατορική ορθόδοξη παράδοση και κυρίως από το πρότυπο των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Συνδύαζε όμως αρχές του βοναπαρτισμού, δηλαδή στοιχεία ενός μετεπαναστατικού αυταρχικού καθεστώτος που βασιζόταν στην αγροτική μικροϊδιοκτησία. Εν τέλει, η τομή ήταν η ίδια η επανάσταση, ο δημοκρατικός και κοινωνικός χαρακτήρας της.

Οι συνταγματικοί: Το γαλλικό και το αγγλικό κόμμα
Απέναντι στο ρωσικό κόμμα ορθώθηκαν δύο άλλα πολιτικά σχέδια που κινούνταν στο πλαίσιο της συνταγματικής κοινοβουλευτικής μοναρχίας, αλλά με ανοιχτό το ερώτημα για ένα προεδρικό σύνταγμα τύπου ΗΠΑ.
Το Γαλλικό κόμμα, με ηγέτη τον Ιωάννη Κωλέττη, γεννήθηκε ανάμεσα στους οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδας. Στην Ύδρα συνδεόταν με τα χαμηλά στρώματα που εναντιώνονταν στους Κουντουριώτες και γι αυτό ο Λάζαρος Κουντουριώτης τους χαρακτήριζε “Αβράκωτους”. Ένα βασικό στοιχείο του ήταν ο πολεμικός ενθουσιασμός χωρίς κατανόηση για το διπλωματικό παιχνίδι. Τα μέλη του προσδοκούσαν δικαίωση για τους αγωνιστές. Σε αντίθεση με το αγγλικό κόμμα, στο γαλλικό ήταν ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη για απελευθέρωση των αλύτρωτων εδαφών με μικρές ή και μεγαλύτερες πολεμικές ενέργειες. Για τον Κωλέττη η επιδίωξη της προόδου της χώρας σήμαινε να καταστεί οργανωμένη, ισχυρή και εκτεταμένη. Το ελληνικό κράτος δε θα ήταν παρά η βάση επιχειρήσεων, ένας ανταρτοπόλεμος διαρκείας στην παραμεθόριο και λιγότερο μια ειρηνευμένη κοινωνία. Γι’ αυτό αργότερα θα ταυτιστεί με τη Μεγάλη Ιδέα. Φυσικό σύμμαχο σε αυτήν την πορεία θεωρούσε τη Γαλλία. Η Γαλλία ταυτιζόταν τόσο με τη γαλλική επανάσταση, τις φιλελεύθερες ιδέες και το ρομαντικό γιακωβίνικο ρομαντισμό όσο και με το Μεγάλο Ναπολέοντα. Βέβαια, η Γαλλία δεν άφησε ποτέ καμία αμφιβολία ότι θα στήριζε τις πολεμικές περιπέτειες της Ελλάδας. Ωστόσο, ήταν η μοναδική δύναμη που είχε στείλει στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελούταν από ρομαντικούς φιλελεύθερους.
Το γαλλικό κόμμα υποστήριξε την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια και αρχικά τις αντικοινοβουλευτικές του πρακτικές. Έβλεπε πολιτική ταύτιση στην ένταξη της Στερεάς στο νέο κράτος και εν γένει στη συνέχιση του πολέμου, όπως προοιώνιζε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Τέλος, δεν φαίνεται να ενοχλούταν πολύ από μια διακυβέρνηση που ενδεχομένως να θύμιζε Ναπολέοντα. Αντίθετα, οι ρουμελιώτες αποδέχτηκαν τις προσπάθειες για εθνικοποίηση του στρατού. (Herring, σ. 208-220)
Το Αγγλικό κόμμα με ηγέτη τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο θεωρούσε ότι το νέο ελληνικό κράτος μπορούσε να υπάρξει και να διευρυνθεί μόνο στο πλευρό της Αγγλίας. Ωστόσο, αυτό ήταν ένα μακρόπνοο σχέδιο καθώς σήμαινε καταρχήν ρεαλισμό. Για το αγγλικό κόμμα βασικές αρχές μίας νόμιμης εξουσίας ήταν το κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα και η διάκριση των εξουσιών, στις οποίες οι οπαδοί του είχαν σταθεί πιστοί καθόλη τη διάρκειατης επανάστασης. Τα συντάγματα που υποστήριζαν δεν αντιστοιχούσαν όμως στο αγγλικό πρότυπο, καθώς η λαϊκή κυριαρχία και το καθολικό δικαίωμα ήταν αρχές που είχαν αναπτυχθεί σεελληνικό έδαφος. Τέλος, ήταν διατεθειμένοι, όπως φάνηκε αργότερα στην περίπτωση του Όθωνα, να υποχωρήσουν προσωρινά από θεμελιώδεις θέσεις τους υπέρ ενός μονάρχη. Από αυτήν την άποψη, θα πρέπει να χαρακτηριστούν μετριοπαθείς συνταγματικοί.
Γενικά, το αγγλικό κόμμα εισήγαγε ένα νέο πολιτικό ύφος που οι αγρότες και οι οπλαρχηγοί το περιφρονούσαν: ο συμβιβασμός, η μετριοπάθεια, η τακτική του διπλωμάτη, η πνευματική εκλέπτυνση. Στο εκκλησιαστικό ζήτημα υποστήριζε το αυτοκέφαλο της ελλαδικής εκκλησίας. Το Αγγλικό κόμμα συνδεόταν απευθείας με το διαφωτιστικό πνεύμα του 18ου αιώνα και το κλίμα των συγκρούσεων των διαφωτιστών με την Εκκλησία. (Herring, σ.196-208) Από αυτήν την άποψη ήταν ο πιο βασικός εχθρός της κυβέρνησης Καποδίστρια.

Η συνταγματική αντιπολίτευση
Οι αντιπολιτευόμενοι κατηγορούσαν τον Καποδίστρια ως τύραννο και δικτάτορα και είχαν ως βασικό πολιτικό αίτημα το σύνταγμα. Η αναβολή της εθνοσυνέλευσης και η αυστηρότερη συμπεριφορά του κράτους απέναντι στους πολίτες προκάλεσαν αντιδράσεις. Καθιερώθηκαν διαβατήρια για τη μετακίνηση των κατοίκων από επαρχία σε επαρχία, παραβιάστηκαν επιστολές, με τη βία υποχρεώθηκαν οι ευπορώτεροι να γίνουν μέτοχοι στην Εθνική Τράπεζα, ένα είδος αναγκαστικού δανείου. Ορισμένοι δοικητές δεν σεβάστηκαν θεμελιώδη πολιτικά δικαιώματα. Ο διορισμός νέων λογίων που ελάχιστα είχαν προσφέρει στον αγώνα προκάλεσαν την αγανάκτηση όσων θυσίασαν τα πάντα πολεμώντας τους οθωμανους. Η καχυποψία του Ι. Καποδίστρια που την ενθάρρυνε με τις υπερβολές του ο αδελφός του Βιάρος και η δυσαρέσκειά του που δειχνόταν προκλητικά με τρόπο προσβλητικό απέναντι στους αγωνιστές και πολλούς άλλους έλληνες ενίσχυαν την αντιπολίτευση με νέους οπαδούς. Ακόμη περισσότερο δημιουργήθηκε μία κάστα ευνοημένων που κέρδιζε από τη διαφθορά και τη διαπλοκή με το νέο καθεστώς.
Τα κυβερνητικά μέτρα έπλητταν περισσότερο τους προκρίτους της Πελοποννήσου. Ο σημαντικότερος πυρήνας της αντιπολίτευσης ήταν οι πελοποννήσιοι πρόκριτοι Ανδρέας Ζαΐμης, αδελφοί Δεληγιανναίου, οι Λόντοι, κ.α. πρόκριτοι. Βρίσκονταν σε συνεργασία με τους Αλ. Μαυροκορδάτο, Σπ. Τρικούπη, Κ. Ζωγράφο Α.Μιαούλη, Θ. Φαρμακίδη και άλλους λόγιους και πολιτικούς. Οι Μαυρομιχαλαίοι από ένθερμοι οπαδοί σύντομα εξελίχθηκαν σε αμείλικτους εχθρούς του Καποδίστρια. Οι Κουντουριώτες κράτησαν εξ αρχής επιφυλακτική στάση και ο εκπρόσωπός τους στη Βουλή ήταν ο μοναδικός που καταψήφισε τον Καποδίστρια. Οι ερμουπολίτες έμποροί στην αρχή αποδέχτηκαν με θετικό τρόπο την πολεμική ειρήνευση, αλλά δυσαρεστήθηκαν όταν ζητήθηκε να καταθέσουν υψηλά ποσά στην υπό συγκρότηση Εθνική Τράπεζα. (Λούκος, σ. 275-316)
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας του αντικυβερνητικού τύπου έστρεψε τους αντιπολιτευόμενους στην εφημερίδα Le Courier de Smyrne την οποία τροφοδοτούσαν τακτικά με ειδήσεις και ανώνυμα ή ψευδώνυμα άρθρα. Κυκολοφορούσε μυστικά στην Ελλάδα, ενώ στο εξωτερικό, κυρίως στη Γαλλία έδινε διαφορετική εικόνα από εκείνη της κυβέρνησης. Στο Πανελλήνιο οι αντιπολιτευόμενοι είχαν κερδίσει την πλειοψηφία και ο Καποδίστριας προσέθεσε 8 νέα μέλη για να αλλάξει την πλειοψηφία. Ταυτόχρονα, ενίσχυσε τον ρόλο του Κολοκοτρώνη, ενώ προσπάθησε να προσεταιριστεί τον Κωλέττη.
Η Αγγλία ήταν η πιο επιφυλακτική δύναμη απέναντι στον καποδίστρια και μετά το 1928 έγινε πιο σαφής η δυσαρέσκεια επιτρέποντας την ανάδειξη της φιλοαγγλικής αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση θεωρούσε ταυτόσημη με προδοσία κάθε μορφή συνεργασίας με την Αγγλία καθώς επεδίωκε τον περιορισμό των ελληνικών συνόρων. Το αγγλικό κόμμα μετέθετε το πρόβλημα αυτό στην αντιαγγλική πολιτική του Καποδίστρια. (Λούκος, σ. 50-120)
Τελικά, η Δ ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους υπήρξε μια νίκη του κυβερνήτη. Η απουσία σημαντικών στελεχών της αντιπολίτευσης αδυνάτισε την παραμικρή αντίσταση. Η Μάνη και η Ύδρα συγκέντρωναν όλες τις προϋποθέσεις για να αποτελέσουν εστίες αντικυβερνητικού αγώνα. Η σύλληψη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ενέτεινε τις αντικυβερνητικές ενέργειες των συγγενών του. Η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την κατάσταση προώθησε ρουμελιώτικα στρατεύματα στην περιοχή. Με δυσκολία μπόρεσε να επιβιώσει στους μήνες που παρεμβλήθηκαν από την αναγγελία της εκλογής Λεοπόλδου μέχρι την παραίτησή του. Ωστόσο, η έγκαιρη πληρωμή του στρατού αποσόβησε το σημαντικότερο κίνδυνο.

Η δολοφονία του Καποδίστρια: η Ιουλιανή επανάσταση στην Ελλάδα
Τα ευρωπαϊκά γεγονότα, ιδιαίτερα η επανάσταση του Ιουλίου στη Γαλλία  και στην Πολωνία φαίνεται ότι είχαν τρομάξει τον Καποδίστρια και είχαν ξυπνήσει τις πιο συντηρητικές τάσεις του. Οι οικονομικές δυσκολίες στο εσωτερικό ενέτειναν την δυσαρέσκεια. Ταυτόχρονα, ένα κλίμα φιλελευθρισμού δημιουργήθηκε με τα επαναστατικά κινήματα που ακολούθησαν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κατά των απολυταρχικών κυβερνήσεων και η ιδιαίτερα η επέμβαση των ρώσων για την κατάπνιξη των πολωνών. Ο Κοραής είχε εκδώσει τον Οκτώβριο του 1830 το “Διάλογο δύο γκραικών”. Με αυτό καλούσε τους έλληνες να ζητήσουν την βοήθεια της επαναστατημένης Γαλλίας για να κατοχυρώσουν την αβασίλευτο συνταγματική πολιτεία. Όλα αυτά επηρέασαν τους γάλλους στρατιωτικούς, αλλά τους οπαδούς του γαλλικού κόμματος. Πιο έντονη υπήρξε η κινητοποίηση στην Ύδρα όπου άρχισαν να συγκεντρώνονται όλα τα διωκόμενα στελέχη της αντιπολίτευσης με στόχο τη μετατόπιση της νέας γαλλικής κυβέρνησης, στόχος που δεν επετεύχθη. Ωστόσο, η εξέγερση φαίνεται πως διερυνόταν κυρίως στα νησιά αποκτώντας χαρακτηριστικά εμφύλιας σύγκρουσης τόσο στη θάλασσα όσο και τη στεριά. Τα πλοία των εξεγερμένων με τον Μιαούλη κάποια στιγμή συγκρούστηκαν με ρωσικά πλοία. Τέλος, η Καλαμάτα εξελισσόταν σε καταφύγιο όλων των συνταγματικών.
Η ένταξη του Κωλέττη στην αντικυβερνητική παράταξη ενίσχυσε την αντιπολίτευση. Αρχικά ο ίδιος απέφευγε να συνεργαστεί με την αντιπολίτευση στην Ύδρα, συγχρόνως όμως υπερασπιζόταν στη γερουσία τους φιλελεύθερους θεσμούς και ασκούσε ήπια κριτική. Εγκατέλειψε όμως τον παθητικό ρόλο όταν προκηρύχθηκε η νέα εθνοσυνέλευση. Σύμφωνα με την αντιπολιτευτική εφημερίδα Απόλλων στην Ελλάδα του 1931 συγκρούονταν μόνο δύο δυνάμεις, οι συνταγματικοί που εκπροσωπούσαν όλο το έθνος και οι καποδιστριακοί, τύραννοι, ετερέχθονες και ξενόδουλοι. Η αποτυχία των αντιπολιτευόμενων να προκαλέσουν μια γενικευμένη εξέγερση φαίνεται ότι ευνόησε επιλογές τερορίστικου χαρακτήρα και οδήγησε στη δολοφονία. Η κυβέρνηση φαινόταν πως άρχιζε να ενδυναμώνεται και να ετοιμάζεται να καταπνίξει την εξέγερση. (Λούκος, σ. 317-319, 366-375)
Από αυτήν την άποψη δεν είναι τα ιδιοτελή συμφέροντα και η μανιάτικη εκδίκηση που έφερε τους Μαυρομιχαλαίους στη θέση του δολοφόνου, αλλά το γενικευμένο περιρρέον πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα. Ο θάνατος του Καποδίστρια ήταν ο μόνος δρόμος για την επικράτηση των συνταγματικών και οι μόνοι που ήταν ικανοί για αυτό ήταν οι μανιάτες. Ο πολιτικός χαρακτήρας της πράξης τους αποτυπώνεται εύγλωττα στο ποίημα του Αλέξανδρου Σούτσου με τίτλο “Μονόλογο ενός των δύο τυραννοκτόνων Μαυρομιχαλαίων. Ο Μαυρομιχάλης παρουσιάζεται σαν νέος τυραννοκτόνος, μιμητής του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα και η πράξη του ένας ηθικός καθαρμός. Ο πλάνος Καποδίστριας παραβίασε νόμους και όρκους και η τιμωρία του ήταν δίκαιη προϊόν “της οργής του Έθνους όλου”. Ταυτόχρονα, βέβαια ποίημα του Αριστ. Κουβαρά τους χαρακτήριζε πατροκτόνους και δολοφόνους. (Κουλούρη-Λούκος, σ.19)

Συνταγματική κοινοβουλευτική Δημοκρατία: ένα διαρκές πολιτικό αίτημα
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια το γαλλικό κόμμα βρέθηκε επικεφαλής της αντιπολίτευσης κατά των υπολειμμάτων του καθεστώτος. Το ζήτημα του συντάγματος παρέμενε το κύριο αντικείμενο των διενέξων μεταξύ των κομμάτων.
Η Ε΄ Εθνοσυνέλευση στην οποία επικρατούσε το ρωσικό κόμμα εξέλεξε στις τον Μάρτιο 1832 τον Αυγουστίνο Καποδίστρια ως νέο κυβερνήτη για το διάστημα μέχρι την άφιξη του μονάρχη Όθωνα. Οι Συνταγματικοί της Δ ΄ Εθνοσυνέλευσης από την άλλη είχαν εκλέξει νέα κυβερνητική επιτροπή αποτελούμενη από τους Γ.Κουντουριώτη, Ι.Κωλέττη και Α.Ζαΐμη. Εν τω μεταξύ η Ε΄ Εθνοσυνέλευση επεξεργάστηκε το αποκαλούμενο “ηγεμονικό”  Σύνταγμα.
Όλοι ήταν ένθερμοι οπαδοί της έλευσης του Όθωνα. Αντιλαμβάνονταν την ανάγκη να κληθεί ο βασιλιάς ώστε να τερματιστούν η εσωτερική αστάθεια και οι εμφύλιοι, αλλά και να δωθεί μία νέα διεθνή αναγνώριση στη χώρα. Οι οπαδοί του Γαλλικού κόμματος αναρτουσαν σημαίες με το σύνθημα “Ζήτω το Σύνταγμα! Ζήτω ο Όθων βασιλεύς της Ελλάδος”. Ο επόμενος γύρος της ελληνικης επανάστασης θα δοθεί στις 3 Σεπτέμβρη 1843, ενώ φυσικά ο πιο σημαντικός σταθμός θα είναι η έξωση του Όθωνα τον Οκτώβρη του 1862 που θα καταλήξει στο σύνταγμα του 1864.

Χριστίνα Κουλούρη και Χρήστος Λούκος, Τα πρόσωπα του Καποδίστρια, Πορεία, 1996.
Χρήστος Λούκος, Η αντιπολίτευση κατά του κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια 1928-1931, Θεμέλιο, 1988.
Gunnar Herring,Πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, ΜΙΕΤ, 2008.


πόσοι μας διάβασαν: