Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

"Αστική αποκατάσταση. Οι προσφυγικοί οικισμοί. Τυπολογία της προσφυγικής κατοικία και αρχιτεκτονικά. Η συμβολή των προσφύγων στην ελληνική οικονομία (φθηνό βιομηχανικό προλεταριάτο)".



 του Κώστα Παλούκη 
στο "Οι πρόσφυγες στην Ελλάδα , εγκατάσταση και ενσωμάτωση",
 Ιστορία της Μικράς Ασίας, Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας, 2011
Α. Το Προσφυγικό Ζήτημα
Η μαζική εισροή των 1.200.000 προσφύγων στην Ελλάδα θέτει στην ελληνική κοινωνία το «προσφυγικό ζήτημα», δηλαδή το ζήτημα της αποκατάστασής τους. Η πρώτη πλευρά του ήταν η άμεση ανθρωπιστική επέμβαση. Δηλαδή η προσωρινή εγκατάσταση και επιβίωση των ψυχικά και σωματικά τραυματισμένων και εξαθλιωμένων μικρασιατών. Η δεύτερη και ουσιαστικότερη ήταν η οριστική επίλυση. Αρχικά ούτε όμως για τους ντόπιους ελλαδίτες ούτε για τους πρόσφυγες η μόνη δυνατή επίλυση του προσφυγικού ζητήματος σήμαινε ουσιαστικά την αμετάκλητη εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Ακόμα και το ίδιο το κράτος αρχικά καλλιεργούσε τον μύθο του προσωρινού για να αποφύγει την όξυνση της κοινωνικής αντίδρασης. Έτσι, στις αρχές του 1923 οι μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα οργανώνουν συλλαλητήρια σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις «εναντίον της αποφάσεως περί ανταλλαγής των πληθυσμών». Κεντρικό αίτημα είναι η επιστροφή στα σπίτια, στις πατρίδες τους[1]. Λίγες ημέρες αργότερα ο Ελ. Βενιζέλος, ο βασικός εκπρόσωπος της Ελλάδας στις διαπραγματεύσεις για το σύμφωνο της ανταλλαγής, απολογείται για τις επιλογές του σημειώνοντας τους αρνητικούς διεθνείς συσχετισμούς για την Ελλάδα και το αδύνατο της επιστροφής. Η ανταλλαγή πληθυσμών προβάλλεται ως ο μόνος δρόμος για την αποκατάσταση των προσφύγων, η οποία θα διευκολυνόταν από την εκδίωξη του μουσουλμανικού στοιχείου.[2] Για έναν όμως ολόκληρο χρόνο απουσιάζε στην πράξη οποιοδήποτε μακρόπνοο σχέδιο αποκατάστασης εντείνοντας το αίσθημα του αδιεξόδου. Ολοένα και περισσότερο το προσφυγικό ζήτημα από εθνικό θέμα εξελισσόταν σε μία πολύ οξεία μορφή κοινωνικού ζητήματος. Ο άρχων συνασπισμός εξουσίας αδυνατούσε να προτάξει, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή που ενταφίασε την Μεγάλη Ιδέα, ένα νέο εθνικό όραμα γύρω από το οποίο θα συσπείρωνε τις κοινωνικές τάξεις και θα ενσωμάτωνε κοινωνικά, υλικά και ιδεολογικά τις βιαίως προλεταριοποιημένες προσφυγικές μάζες. Ως εκ τούτου, το προσφυγικό σοκ γέμιζε με φόβο ακόμα και για την ίδια την υπόσταση του κράτους. Η διατήρηση του επιθετικού κλίματος απέναντι στην Τουρκία και τις γειτονικές χώρες δεν μπορούσε να αποτελεί επί μακρώ μία ρεαλιστική εθνική πολιτική και έμοιαζε μάλλον με μια καρικατούρα της Μεγάλης ιδέας.
Την ίδια χρονιά ο αρτιαφιχθείς πρόεδρος της ΕΑΠ Henry Morgenthau θέτει τις βάσεις του νέου μεγάλου εθνικού οράματος συνδέοντάς το άρρηκτα με το προσφυγικό ζήτημα. Οι πρόσφυγες είναι ένα κεφάλαιο, ένα νέο ανθρώπινο δυναμικό, πάνω στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί η γη  που εκκενώνουν οι μουσουλμάνοι, ώστε να υπάρξει αγροτική ανάπτυξη. Η Ελλάδα, που θεωρούταν από όλους τους οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες αγροτική χώρα, μπορεί να αποκτήσει επιτέλους μια εκσυγχρονισμένη αγροτική παραγωγική βάση. Αλλά όχι μόνο αυτό. Ο Morgenthau προσθέτει: «Η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερα εργοστάσια και νέες βιομηχανίες. Οι πρόσφυγες θα προσφέρουν ειδικευμένο εργατικό δυναμικό». Μπροστά στους απογοητευμένους εκδότες όλων των αθηναϊκών εφημερίδων, ο πρόεδρος της ΕΑΠ περιγράφει το νέο σχέδιο: « Θα διαπιστώσετε», λέει, «ότι οι πρόσφυγες θα ενεργοποιήσουν τη συνολική παραγωγή σας σε σημείο που ούτε καν το ονειρευτήκατε»[3]. Αυτό το όραμα θα υιοθετήσει ο βενιζελισμός την δεκαετία του 1920 και θα προσπαθήσει να εφαρμόσει με την αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων και την διανομή στους πρόσφυγες των μουλμανικών και βουλγαρικών αγροτικών γαιών και σπιτιών. Η αστική αποκατάσταση των προσφύγων θα συνδεθεί θεωρητικά με την βιομηχανική ανάπτυξη. Ο Κλεάνθης Φιλάρεττος, γενικός επιθεωρητής βιομηχανίας, περιγράφει στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα ευθαρσώς το δικό του σχέδιο, πως δηλαδή «μέγα μέρος των εις Ελλάδα καταφυγόντων προσφύγων δύναται να εύρη επικερδές στάδιον εργασίας εις την εγχώριον βιομηχανίαν.» Μέσα σε μια διετία το «επείγον της ανάγκης της ταχυτέρας λύσεως του προσφυγικού προβλήματος» μπορεί να έχει ξεπεραστεί με την ίδρυση μιας δεκάδας βιομηχανικών κωμοπόλεων των 5.000-10.000 κατοίκων.[4] Για τον Morgenthau οι πόροι για ένα τέτοιο μακρόπνοο σχέδιο πληθυσμιακής αναδιαμόρφωσης και παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας θα μπορούσαν να προέλθουν από έναν νέο δανεισμό. Στόχος της ΕΑΠ είναι να αποδείξει «ότι ένα εκατομμύριο λίρες μπορούν να χρησιμοποιηθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκατασταθεί οριστικά η παραγωγική ανεξαρτησία 125.000 προσφύγων». Εάν τα καταφέρει τότε θα είναι δυνατόν να πεισθούν οι τραπεζίτες  «ότι δέκα εκατομμύρια λίρες θα μπορέσουν να κάνουν το ίδιο πράγμα για ένα εκατομμύριο διακόσιες πενήντα χιλιάδες πρόσφυγες».[5]
Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα σχέδιο ενός νέου μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής το οποίο στην Αμερική θα γίνει γνωστό ως New Deal. Θα εμφανιστεί ως ιδέα στην Ελλάδα πολύ πριν αυτό διατυπωθεί ως τέτοιο και εφαρμοστεί ως μια γενικευμένη πολιτική κατεύθυνση μετά την κρίση του 1929. Το ελληνικό κράτος αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για την διαβίωση, στέγαση, εργασία ενός μεγάλου τμήματος προλεταριοποιημένου πληθυσμού. Αναλαμβάνει την οικονομική ευθύνη, τον τεχνικό σχεδιασμό και ευθύνη της πραγματοποίησης ενός σχεδίου μεγάλων δημόσιων έργων, οικιστικής εγκατάστασης και ανασυγκρότησης των παραγωγικών δομών της χώρας. Έτσι, η «καταστροφή» μετατρέπεται θεωρητικά σε «λάδι» που θα λειαίνει τους μηχανισμούς μιας νέας μορφής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Βέβαια, σε αυτήν περίπτωση το Ελληνικό New Deal δεν αφορά το σύνολο του πληθυσμού και το σύνολο της οικονομίας και έχει τον χαρακτήρα του έκτακτου και περιορισμένου, και όπως θα δούμε στη συνέχεια τα αποτελέσματά του ελέγχονται. Ακόμη και η ΕΑΠ δε θα εφαρμόσει ποτέ ένα συγκροτημένο και συνειδητό σχέδιο υποστήριξης της ελληνικής αγροτικής παραγωγής ή βιομηχανίας με τον χαρακτήρα «κλειστής οικονομίας». Συγκεκριμένα, η κοινωνική κατοικία που αποτελεί το σηματικότερο προϊόν αυτής της πολιτικής θα ταυτιστεί αποκλειστικά με την προσφυγική κατοικία και δεν θα επεκταθεί σε κοινωνικά στρώματα πέρα των προσφύγων.[6] Οι εσωτερικοί μετανάστατες θα επιλύσουν το πρόβλημά τους με αυτοστέγαση. Με λίγα λόγια το άλμα παρεμβατικότητας και κεντρικού σχεδιασμού που πραγματοποιεί το ελληνικό κράτος στην περίπτωση των προσφύγων δε θα γενικευτεί ποτέ και δε θα επεκταθεί μεταπολεμικά. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει πάντως να εξετάσουμε τις πολιτικές των Φιλελευθέρων και το εγχείρημα της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα που θα μας επιτρέπει να εξηγήσουμε με οικονομικούς όρους την προσωρινή εξαίρεση της δημοκρατικής Ελλάδας από το κλίμα του φασισμού, παρότι ο φασισμός αναπτύσσει μια ισχυρή δυναμική σε τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης τόσο στο αντιβενιζελικό όσο και στο βενιζελικό μπλοκ και παραμένει σε όλο το διάστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μια εν δυνάμει εναλλακτική.[7]
Από το 1933 και έπειτα διαφαίνεται ολοένα και περισσότερο η αποτυχία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας καθώς ελκύει όλο και λιγότερους οπαδούς από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Άλλοι αμφισβητούν από τα «αριστερά» και άλλοι από τα «δεξιά». Στην πράξη έχει χρεωκοπήσει το όραμα του βενιζελικού αστικού εκσυγχρονισμού, αυτή η ελληνική πρόωρη εκδοχή του New Deal. Στα 1929 ένας εξωτερικός παρατηρητής μπορούσε πάντως να διαβλέπει μια σχετική επιτυχία και να πανηγυρίζει για τον άθλο, όπως ο Morgenthau στο βιβλίο που εξέδωσε τότε. Στα 1933 το σκηνικό θα έχει αλλάξει. Θα έχει μεσολαβήσει η κρίση και η αποτυχημένη διαχείρισή της από την κυβέρνηση Βενιζέλου, τα βενιζελικά σκάνδαλα, το βενιζελικό κατασταλτικό κράτος. Τότε η φτώχια, η ανέχεια, η ανεργία που κυρίως έπληξαν τους προσφυγικούς πληθυσμούς και η άθλια κατάσταση στις προσφυγουπόλεις κατέδειξαν ότι η ανολοκλήρωτη αστική προσφυγική αποκατάσταση ήταν στην ουσία χωρίς σχεδιασμό και αποτελεσματικότητα. Το βενιζελικό όραμα ήταν φανερό σε όλους πως απέτυχε να αποκαταστήσει τον προσφυγικό πληθυσμό με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελέσει έναν κινητήριο μηχανισμό μιας νέα οικονομίας και μιας νέας ακμάζουσας Ελλάδας.
Στα 1936 θα αντιπαρατεθούν ανοιχτά οι δύο άλλες εναλλακτικές λύσεις, ο κομμουνισμός και ο φασισμός. Θα νικήσει ο δεύτερος. Ο βασιλομεταξικός φασισμός ουσιαστικά θα αποδειχτεί περισσότερο αποτελεσματικός καθώς θα πραγματοποιήσει μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό ιδεολογικό πλαίσιο βασικές και θεμελιώδεις διακηρύξεις της βενιζελικής δημοκρατικής αριστεράς δίνοντας μια λύση στα αδιέξοδα του ελληνικού οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Το κράτος κοινωνικής πρόνοιας με την λειτουργία του ΙΚΑ, τα εργασιακά δικαιώματα, η ευρεία χρηματοδότηση έργων εξωραιστικών και βελτίωσης των υποδομών στις εργατικές και προσφυγικές γειτονιές, η οικοδόμηση νέων προσφυγικών κατοικιών και ένα νέο βιομηχανικό και γεωργικό όραμα θα αποτελέσουν τη βάση της ιδεολογίας του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού όχι ως τομή, αλλά ως συνέχεια του αντίστοιχου βενιζελικού. Στην πράξη «η κατοχύρωση των συμφερόντων της αστικής τάξης συνοδεύτηκε και από την αφαίρεση σημαντικών δικαιωμάτων των επιχειρηματιών». Δηλαδή «με ανάλογο τρόπο με τα φασιστικά καθεστώτα της Ευρώπης η 4η Ατγούστου προσπάθησε να συνδυάσει την επιδίωξη της οικονομικής αυτάρκειας με τη σταθεροποίηση του επιπέδου εκμετάλλευσης της εργασίας, ακόμη και με βελτιώσεις της θέσης των εργαζομένων». Σε αντάλλαγμα των οικονομικών θυσιών που επιβάλλονταν στους έλληνες επιχειρηματίες, το καθεστώς προσέφερε τη φίμωση του συνδικαλιστικού κινήματος και την πολυπόθητη «κοινωνική ειρήνη».[8] Στα 1939 φιλοκαθεστωτική εφημερίδα πανηγύριζε για την επιτυχή επίλυση του προσφυγικού ζητήματος σημειώνοντας «ότι το Κράτος μας ως κράτος παράγκας και αθλιότητος» εννοώντας το προηγούμενο καθεστώς αντικαταστάθηκε από «το Κράτος εργασίας και εκπολιτισμού», δηλαδή το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, και μάλιστα με τις ίδιες δαπάνες.[9]
Το προσφυγικό ζήτημα λοιπόν είναι η οξυμμένη πλευρά του κοινωνικού ζητήματος στην Ελλάδα που ωθεί το ελληνικό κράτος να υιοθετήσει πρόωρα σε σχέση με άλλες χώρες δομές του κοινωνικού κράτους. Το προσφυγικό ζήτημα σφραγίζει ένα νέο είδος κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ αρχομένων και αρχουσών κοινωνικών τάξεων, ώστε οι πρώτες να μπορούν ενταχθούν οργανικά και λειτουργικά στο εθνικό αστικό κράτος. Με αυτόν τον τρόπο η προσφυγιά ως λαϊκή και ταξική μνήμη εντάσσεται και ενσωματώνεται στο εθνικό αφήγημα, εφόσον οι ίδιοι οι πρόσφυγες ενσωματώνονται υλικά στο νεοελληνικό έθνος μέσω της προώθησης του κοινωνικού κράτους. Μια τέτοια προσέγγιση μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε τις διευρυμένες λαϊκές αντιδράσεις που προκαλεί σήμερα, εποχή διάλυσης του κοινωνικού κράτους, η αναπροσαρμογή του εθνικού αφηγήματος από το ίδιο το κράτος στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, ιδιαίτερα στην περίπτωση που θίγεται η μνήμη της «καταστροφής» του μικρασιατικού ελληνισμού.[10]

Β. Η αστική αποκατάσταση των προσφύγων
Η μέριμνα του κράτους για την στέγη των προσφύγων αντιστοιχεί στις τέσσερις φάσεις του προσφυγικού ζητήματος. Αρχικά έχει «ανθρωπιστικό» βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα, στη συνέχεια «προσωρινό» μεσοπρόθεσμο και αργότερα αποκτά τον χαρακτήρα της μόνιμης οικιστικής αποκατάστασης μέσω ενός μακροπρόθεσμου σχεδιασμού που όμως διατηρεί προς το παρόν ακόμα τον χαρακτήρα του επείγοντος. Στα τέλη όμως του μεσοπολέμου ο ο κρατικός μηχανισμός διαθέτει την εμπειρία, την τεχνογνωσία μιας δεκαπενταετίας, το τεχνικό δυναμικό, την πολιτική βούληση για ένα πιο διευρυμένο μακρόπνοο σχεδιασμό.  Αυτές οι τέσσερις φάσεις στην πράξη συγχέονται χρονικά, αφού επιλογές άμεσης ανθρωπιστικής επίλυσης έγιναν προσωρινές, ενώ επιλογές χαρακτηρισμένες ως προσωρινές κατέληξαν να χρονίζουν. Ουσιαστικά, η πρώτη και η δεύτερη συνυπήρχαν στην αρχή, ενώ η δεύτερη και η τρίτη ή η τέταρτη συνυπήρχαν στην συνέχεια. Γενικά, η στεγαστική πολιτική του μεσοπολέμου δημιούργησε δύο γενικές κατηγορίες λύσεων. Από τη μία ήταν οι συμπαγείς και πυχνοκτισμένες, αλλά σχεδιασμένες προσφυγογειτονιές και από την άλλη οι περιοχές αυτοστέγασης, συνήθως αυθαίρετες, που το κράτος νομιμοποιούσε αναδρομικά.[11] Πολλές φορές αυτές οι δύο λύσεις συνυπήρχαν στις ίδιες περιοχές. 

Η «ανθρωπιστική» παρέμβαση
Το ελληνικό κράτος εξαιτίας των πολεμικών περιπετειών της δεκαετίας του 1910 διέθετε μια στοιχειώδη εμπειρία αντιμετώπισης μικρών προσφυγικών ρευμάτων. Ως εκ τούτου, στα 1922 κινητοποίησε τους ήδη υπαρκτούς μηχανισμούς, αλλά κυρίως βασίστηκε στην αρωγή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και των φιλανθρωπικών οργανώσεων οι οποίες στην πλειοψηφία τους είχαν ξένη προέλευση: Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, American Near East Relief που αντικαταστάθηκε από την American Near East Foundation, American Women’s Hospital, η βρετανική Save the Children’s Founds, η All British Appeal, η Imperial War Relief Foundation, ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός, η Union de Secours aux Enfants, η Secours Français  aux victims du Proche-Orient και άλλες. Στις πόλεις χρησιμοποιούνται ως καταφύγιο των προσφύγων όλοι οι δυνατοί δημόσιοι και ελεύθεροι χώροι: σχολεία, εκκλησίες, στρατόπεδα, υπόγεια, μοναστήρια, θέατρα, εργοστάσια, αποθήκες, σιδηροδρομικούς σταθμούς, το Λοιμοκαθαρτήριο. Ακόμη και τα παλιά ανάκτορα (σημερινό κτίριο της Βουλής) που εγκαταλείπονται από την εκδιωχθείσα βασιλική οικογένεια χρησιμοποιούνται για την στέγαση των προσφύγων. Ταυτόχρονα, δημιουργούνται στα περίχωρα των Αθηνών ολόκληροι καταυλισμοί, από σκηνές, αυτοσχέδιες καλύβες, που μετατράπηκαν σύντομα σε χωριά, ενώ πρόσφυγες βρίσκουν κατάλυμα ακόμα και μέσα σε σπηλιές. Τον Φεβρουάριο του 1922 η εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα γράφει ότι «εις την Καισαριανήν, εξωραϊζομένην καταλλήλως, θ’ ανεγερθή μέγα ξενοδοχείον φροντίδι του Τμήματος ξένων και εκθέσεων» για να καταλήξει πως «με άλλους λόγους η Καισαριανή προβλέπεται ότι θα καταστή το μοναδικόν εξοχικόν προάστιον του μέλλοντος». Πολύ σύντομα το «προσφυγικό σοκ» θα ανακόψει όλα τα όνειρα για μια οργανωμένη και εξωραϊσμένη ανάπτυξη της Αθήνας. Σ’ αυτήν λοιπόν την περιοχή της Καισαριανής, τον Σεπτέμβριο του 1922 μέχρι τις αρχές του 1923 εγκαταστάθηκαν πρόχειρα με σκηνές κάτω από άθλιες συνθήκες 8.000 πρόσφυγες που προέρχονταν από τα παράλια της Μικρά Ασίας και μάλιστα στην πλειοψηφία τους από τα Βουρλά.[12]
Στα 1925 περίπου 1500 πρόσφυγες συνεχίζουν να διαμένουν στο Δημοτικό Θέατρο, ενώ χιλιάδες παραμένουν σε σχολεία. Ένας δημοσιογράφος της εφημερίδας Δημοκρατία περιγράφει την εικόνα: «Εις τα παράθυρα, τους εξώστας, τας θύρας, την στέγην του Δημοτικού Θεάτρου, εξακολουθούν να κυματίζουν κατά τρόπον αξιοθρήνητον, ρόμπες, σακάκια, πανταλόνια, στρώματα, κουβέρτες και να φαντάζουν τετζερέδες, μπρίκια, κατσαρόλια, σκούπες, παληοσάνιδα».[13]  Οι λύσεις αυτές όμως προσέδιδαν στον κρατικό μηχανισμό και την ελληνική κοινωνία τον χαρακτήρα του έκτακτου εμποδίζοντας την κανονικοποίηση της καθημερινής ζωής, αλλά και προκαλούσαν την αυτοεικόνα των ελλήνων ως πολιτισμένων. Τα σχολεία, οι εκκλησίες, τα θέατρα, τα εργοστάσια κλπ έπρεπε κάποτε να ξαναλειτουργήσουν προκαλώντας τις πρώτες αντιδράσεις από την πλευρά των γηγενών, ενώ ήταν φανερό ότι δε θα μπορούσαν οι πρόσφυγες να ζουν για πάντα σε σκηνές. Οι εφημερίδες κατακλύζονται από άρθρα οι συγγραφείς των οποίων διαμαρτύρονται για την υγεία των προσφύγων ή για την υγιεινή γενικά.

Οι προσωρινές λύσεις
Το κράτος βρισκόμενο μπροστά στο ενδεχόμενο πολιτικού, κοινωνικού και διοικητικού αδιεξόδου και τον κίνδυνο αναταραχών επιχειρεί να περάσει στην επόμενη φάση επίλυσης. Όμως συνεχίζει να λειτουργεί ασχεδίαστα, χωρίς πρόγραμμα επικαλούμενο τον μεταβατικό και προσωρινό χαρακτήρα. Στην διάρκεια αυτής της περιόδου «η λύση του προβλήματος της στέγης θα πάρει τέσσερις διαφορετικές μορφές: επίταξη των ακινήτων, κατασκευές του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων, κατασκευές του Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως και αυτοστέγαση».[14]
Δωμάτια σε επιταγμένα κτίρια θα είναι η πρώτη «προσφυγική κατοικία» που παραχωρεί το κράτος για ένα διάστημα περιορισμένης διάρκειας. Αρχικά επιτάχθηκαν περίπου 8.000 κενά ακίνητα, αλλά σύντομα επιτάχθηκαν δωμάτια ή χώροι που θεωρήθηκαν ευρύχωρα και μπορούσαν να κατοικηθούν από μικρές ομάδες οικογενειών. Δηλαδή πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε σπίτια γηγενών πολλές φορές ως σύνοικοι. Άμεσα θιγμένα ήταν κυρίως τα μικροαστικά στρώματα των γηγενών, οι οποίοι όχι μόνο απώλεσαν το δικαίωμα χρήσης της ιδιοκτησίας τους, αλλά και παραβιάστηκε η ιδιωτικότητα των οικείων τους. Το μέτρο αυτό συνέβαλε καθοριστικά στην ένταση της εχθρότητας εναντίον προσφύγων. Η εικόνα του πρόσφυγα γίνεται μισητή στις συνειδήσεις των γηγενών και σύντομα η συγκατοίκηση προβάλει προβλήματα, «όπως το θέμα της προσβολής των ηθών αλλά και των ηθικών αξιών». Από την άλλη οι πρόσφυγες διαμαρτύρονται εναντίον όσων εκμεταλλεύονται την δεινή θέση τους και προσβάλλουν την ηθική τους. Ο νόμος βέβαια της επίταξης θεσπίστηκε και εφαρμόστηκε με την επίκληση της προσωρινότητας, ενώ ουσιαστικά μπόρεσε να διευκολύνει έναν πολύ μικρό αριθμό προσφύγων προκαλώντας ταυτόχρονα μεγαλύτερα προβλήματα.[15]
Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση άρχισε να προσανατολίζεται στην οικοδόμηση προσφυγικών οικημάτων ιδρύοντας στις 3/11/1922 το Ταμείον Περιθάλψεως Προσφύγων με μια σχετική διοικητική αυτονομία και τη συμμετοχή προσφύγων στην διοίκησή του. Τα έσοδα του Ταμείου που λειτούργησε μέχρι τον Μάιο του 1925 προήρθαν από την Πανελλήνια Επιτροπή Εράνων (πρώτη προσφορά 4.072.741 δρχ, δεύτερη προσφορά 5.896.259 δρχ), κρατικές επιχορηγήσεις με την μορφή δανείου που έφτασαν το ύψος των 293.644.321 δρχ και από έκτακτους φόρους που συγκέντρωσαν το ποσό των 65.264.188 δρχ. Το Ταμείο ίδρυσε οικισμούς σε όλη την χώρα. Στην Αθήνα ξεκινάνε οι εργασίες στην Καισαριανή, Νέα Ιωνία, Βύρωνα και Κοκκινιά. Οι περιοχές αυτές βρίσκονται στην άκρη του πολεοδομικού συγκροτήματος και δεν εξυπηρετούνται από κανένα δίκτυο και δε θα ληφθεί καμία πρόνοια για έργα υποδομής. Η οικιστική πολιτική του Ταμείου, αλλά ουσιαστικά και όλων των άλλων επόμενων οργανισμών, αφορά «έργα που αρχίζουν από την επιφάνεια του εδάφους και τελειώνουν στη στέγη του οικήματος». Μέχρι την διάλυση του Ταμείου θα έχει παραδώσει 4.000 οικήματα με 9.283 δωμάτια, ενώ βρίσκονται υπό κατασκευή 2.500 οικήματα 5.990 δωματίων. Το Ταμείο παραχωρεί ένα δωμάτιο σε κάθε οικογένεια με ένα είδος ενοικίου από το οποίο φιλοδοξεί να επιστρέψει στο κράτος το δάνειο. Ταυτόχρονα, το Υπουργείο Πρόνοιας οικοδομεί δωμάτια με κρατικά έξοδα. Συνολικά, το Ταμείο και το Υπουργείο οικοδομήσανε την περίοδο 1922-1925 περίπου 22.337 οικήματα σε όλη την επικράτεια.[16]
Τα δωμάτια που φτιάχτηκαν διαπνέονταν από το κριτήριο της προσωρινότητας, αν και όπως σημειώνει η Γκιζέλη «δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί το διαχωριστικό όριο ανάμεσα στη στέγη πρώτης ανάγκης και στο κατάλυμα που είναι προσωρινό, αλλά κατάλληλο για ένα μικρό χρονικό διάστημα». Ούτε είχαν ενιαίο τυπολογικό χαρακτήρα. Υπήρχαν ξύλινα παραπήγματα, αλλά και ωραία διώροφα κτιστά σπίτια. Οι περισσότεροι όμως από τους οικισμούς που έκτισε το Ταμείο ήταν ουσιαστικά παραγκουπόλεις. Μάλιστα, επιχειρήθηκε να διατυπωθεί και μια επιχειρηματολογία πολιτισμικής δήθεν βάσης υπέρ της επιλογής αυτής, ότι δηλαδή οι πρόσφυγες συνήθιζαν στις πατρίδες τους να ζουν σε ξύλινα σπίτια.[17]Στην Καισαριανή τον Μάιο του 1923 ξεκίνησε η κατασκευή 500 ξύλινων παραπηγμάτων και 1000 πλινθόκτιστων δωματίων. 10 με 12 ξύλινα παραπήγματα συγκροτούσαν ένα τετράγωνο. Ήταν κατασκευασμένα από ξύλο και πισσόχαρτο. Στο κέντρο κάθε τετραγώνου, σε ένα είδος αυλής, βρίσκονταν οι κοινές τουαλέτες πάνω από ένα υποτυπώδη βόθρο που πλημμύριζε με τις βροχές. Εκατοντάδες τέτοιες καλύβες αποτελούσαν ουσιαστικά την συνοικία.[18]
Το 1925 η κυβέρνηση του Μιχαλακόπουλου αντιμετωπίζει πολύ έντονα την πίεση από τον αθηναϊκό τύπο για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση στα σχολεία και στο Δημοτικό Θέατρο, καθώς οι μαθητές κινδυνεύουν να χάσουν ακόμη μια χρονιά. Ακολουθεί το πραξικόπημα του Θεόδωρου Πάγκαλου και η νέα κυβέρνηση αποφασίζει τη μεταφορά των προσφύγων των σχολείων και του Δημοτικού Θεάτρου σε νέο συνοικισμό 1300 ξύλινων σπιτιών. Ως τόπος για την εγκατάσταση επιλέγεται το Περιστέρι. Απαλλοτριώνεται χώρος που ανήκει στη Μονή Πετράκη. Κάθε τετράγωνο αποτελούταν από 20 παράγκες, από τις οποίες οι 10 είχαν πρόσοψη από τον έναν δρόμοι και οι άλλες 10 από τον άλλον. Οι δρόμοι είχαν 3 μ. πλάτος. Κάθε δωμάτιο είχε ένα παράθυρο και μια πόρτα, ενώ τα ξύλα είχα ανοίγματα τα οποία μπάλωναν οι πρόσφυγες.  Στα 1928 έχουν καταγραφεί συνολικά 7.268 κάτοικοι στην παραγκούπολη του Περιστερίου. Η μαρτυρία της Έλλης Γαβατίδου είναι παραστατική: «Αυτές οι παράγκες ήτανε ένας σκελετός και πάνω καρφωμένες σανίδες. Από μέσα, άμα είχε ρόζους έβλεπες απ’ έξω. Εμείς βάλαμε από μέσα πηχούλες […] και ο μπαμπάς μου τις σοβάντισε. Η σκεπή ήταν από πισσόχαρτο. Όταν έβρεχε, έτρεχε και βάζαμε τενεκεδάκια από κάτω να μαζεύουμε το νερό. […] Εκεί μας είπαν ότι θα μέναμε προσωρινά, δύο με τρία χρόνια. Μείναμε δεκαπέντε».[19]
Σε πολλές περιπτώσεις η μετάβαση στην επόμενη φάση έγινε κάτω από εξαιρετικά έκτακτες περιστάσεις. Για παράδειγμα στην Πάτρα τον Φεβρουάριο του 1923 η Λιμενική Επιτροπή πήρε την πρωτοβουλία έπειτα από τα κρούσματα εξανθηματικού τύφου στις αποθήκες που ήταν συγκεντρωμένοι οι πρόσφυγες να οικοδομήσει παραπήγματα άνευ διαγωνισμού στην περιοχή Πτωχοκομείου εκτός Πατρών. Σε αυτά θα στεγαστούν περίπου 3.000 πρόσφυγες. Επίσης, τον Μάρτιο του 1923 με πρωτοβουλία της Νομαρχίας και χρήματα από το Ταμείο Περιθάλψεως και το Λιμενικό Ταμείο κατασκευάζονται με προσωπική εργασία των προσφύγων ξύλινες μονώροφες παράγκες. Μέσα σε ένα χρόνο θα έχει κατασκευάσει 300 δωμάτια για να μεταφερθούν πρόσφυγες από τους καταυλισμούς, το 1ο Γυμνάσιο και το Άσυλο Αστέγων.[20]
Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι προσφύγων αντιμετώπισε το πρόβλημα της εγκατάστασης χωρίς την κρατική βοήθεια. Σύμφωνα με την Γκιζέλη υπάρχουν δύο τύποι αυτοστέγασης. Ο πρώτος αφορά τους πιο άπορους «που καταφεύγουν στις πιο απίθανες περιοχές της πόλης. Αυτοί εμφανίζονται ως υπεράριθμοι και συνεχίζουν να διαμένουν σε δημόσια κτίρια και δημόσιους χώρους. «Παράγκες ξεφυτρώνουν σ’ όλους τους ελεύθερους χώρους της πόλης, μέσα ή στις άκρες του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας: στις πλατείες ή στους σχετικά πλατιούς δρόμους, στην κοίτη του Κηφισού ή ακόμη στην κοίτη κάποιων χειμάρρων. Η πόλη γίνεται θαυμαστή τενεκεδούπολη». Ο δεύτερος αφορά τους πιο εύπορους που κατάφεραν με δικά τους μέσα να εγκατασταθούν μέσα στην πόλη.[21]

Η μόνιμη εγκατάσταση
Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων είναι ο πιο σημαντικός οργανισμός για το προσφυγικό ζήτημα. Αποφασίστηκε από την ΚτΕ ως όρο για την χορήγηση του προσφυγικού δανείου και η ίδρυσή της κυρώθηκε από την Βουλή τον Σεπτέμβριο του 1924. Αποτελεί αυτόνομο οργανισμό με αποστολή να εγκαταστήσεις τους πρόσφυγες στην πόλη ή την ύπαιθρο παρέχοντάς τους ταυτόχρονα εργασία είτε αγροτική είτε άλλη. Ιδρύεται τον Νοέμβριο του 1923 με έδρα την Αθήνα. Το πρώτο ΔΣ αποτελείται από τους Henry Morgenthau ως πρόεδρο και τον Sir John Campbell ως αντιπρόεδρο διορισμένους από την ΚτΕ και τους Στέφανο Δέλτα και Περικλή Αργυρόπουλο από την ελληνική κυβέρνηση. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η ΕΑΠ φέρνει την ιδεολογία της οριστικής αποκατάστασης και ταυτίζεται με τον βενιζελισμό αποτελώντας έναν ιδιαίτερο πολιτικό πόλο στην Ελληνική πολιτική σκηνή. Το έργο της συνίσταται στην εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης Ανταλλαγής και στηρίζεται οικονομικά από το δάνειο της ΚτΕ. Το ελληνικό δημόσιο εκχώρησε στην ΕΑΠ εκτάσεις 5.000.000 στρ. αξίας 13.000.000 λιρών Αγγλίας. Το συνολικό ποσό που δαπάνησε η ΕΑΠ ήταν 13.400.000 λίρες κατανεμημένες σε 10.388.987 για την αγροτική και 2.422.961 για την αστική στέγαση. Το υπόλοιπο ποσό αφορούσε γενικά έξοδα. Το 1927 επίσης συνάφθηκε δάνειο ύψους 7.500.000 λιρών και άλλο δάνειο με τις ΗΠΑ ύψους 6.000.000 λιρών, όμως μόνο 582.450 λίρες καταβλήθηκαν στην ΕΑΠ. Μεταξύ 1923-1928 το κράτος σύνηψε 6 εσωτερικά δάνεια συνολικού ύψους 9,3 δις. δρχ., ποσό που χρησιμοποιήθηκε άμεσα ή έμμεσα για την προσφυγική αποκατάσταση.[22]
Παρότι αρχικά η ΕΑΠ αποδίδει στην διακήρυξη των αρχών της ισότιμη σημασία στην αγροτική και αστική αποκατάσταση, στην πράξη στρέφει το ενδιαφέρον της κυρίως στην πρώτη θέτοντας ατική αποκατάταση σε δεύτερη προτεραιότητα, προσπαθώντας μάλιστα να απαλλαγεί από την ευθύνη αυτή. Εντέλει η περιορισμένη παρέμβαση στην αποκατάσταση των αστών προσφύγων θα αφορά κυρίως την εγκατάσταση και λιγότερο την εργασία. Στην Αθήνα η Επιτροπή παίρνει στην εποπτεία της τα τέσσερα προάστια της Καισαριανής, την Νέα Ιωνία, τον Βύρωνα και την Κοκκινιά για να οικοδομήσει συνολικά περί των 9.347 κατοικιών.
Εγκαταλείπονται πλέον οριστικά οι ξύλινες παράγκες και τα σπίτια είναι κτιστά. Απουσιάζει όμως η εμπειρία, οπότε αναγκαστικά η Επιτροπή αυτοσχεδιάζει. Δεν υπάρχει ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό μοντέλο, αλλά διαρκώς χρόνο με τον χρόνο αλλάζουν τα οικοδομικά υλικά και ο τύπος κατοικίας εξελίσσεται. Στα 1924 οικοδομούνται δύο είδη κατοικίας ένα μονώροφος για τέσσερις οικογένειες κόστους 65.100 δρχ (16.275 κάθε κατοικία) και ένας διώροφος για δύο οικογένειες κόστους 100.000 δρχ (50.000 κάθε κατοικία). Οι πρώτες είναι κατά κανόνα φτιαγμένες από απλές πλίνθους ή από λάσπη, βότσαλα και άχυρο. Οι δεύτερες είναι χτισμένες από οπτόπλινθους. Κάθε οικογένεια αποκτά ένα διαμέρισμα αποτελούμενο από ένα μπάνιο, μια κουζίνα, ένα δωμάτιο και έναν διάδρομο. Την περίοδο 1925-1927 εγκαινιάζεται μια νέα σειρά κατοικιών φτιαγμένες από μπετόν ή οπτόπλινθο. Προβλέπονται κατοικίες για δύο οικογένειες κόστους 35.548 δρχ (16.275 δρχ η κάθε κατοικία) και για εφτά κατοικίες κόστους 273.00 δρχ (από 22.955 δρχ έως 53.848 δρχ η κάθε μια). Την περίοδο 1927-1930 πραγματοποιείται μια τρίτη σειρά κατοικιών. Συνήθως είναι δύο κατοικίες κόστους 74.000 δρχ (16.275 δρχ η κάθε μια) ή μονοκατοικία κόστους 56.000 δρχ. Η ΕΑΠ εισάγει ένα πρώιμο είδος λαϊκής πολυκατοικίας το οποίο όμως εφαρμόστηκε περιστασιακά, ενώ σταδιακά εγκαταλείπει τα παραδοσιακά υλικά για να χρησιμοποιήσει τσιμεντόλιθους, μπετόν ή τούβλα.[23]
Στον Βύρωνα τα σπίτια της ΕΑΠ που αποκαλούνταν Δίδυμα σπίτια ήταν κυρίως ισόγεια με ένα μαγαζί μπροστά και τα δωμάτια πίσω ή διώροφα με τα δωμάτια στον επάνω όροφο. Κάθε κατοικία αποτελούταν από δύο δωμάτια και αποχωρητήριο με μικρή πρασιά προς τον δρόμο και αυλή προς το εσωτερικό του οικοδομικού τετραγώνου. Στις γωνίες των τετραγώνων υπήρχαν κατοικίες με τρία δωμάτια για πολυμελείς οικογένειες. Οι Στίχοι Σπιτιών αποτελούσε μια άλλη κατηγορία που εφαρμόστηκε στην Καισαριανή και ήταν κυρίως τα μονώροφα ή διώροφα σπίτια σε σειρές που στέγαζαν από 6 έως 12 οικογένειες ανά όροφο. Ισόγειες κατοικίες σε σειρά οικοδομήθηκαν στο Περιστέρι και την Καλογρέζα. Στην Κοκκινιά (Νίκαια) υπήρχαν διώροφα 4 ή 8 κατοικιών διαρθρωμένα γύρω από κοινόχρηστους χώρους. Στους Ποδαράδες (Νέα Ιωνία) οι μονοκατοικίες ήταν τύποι σε «Ι», οι οποίες αποτελούνταν από ένα δωμάτιο και με ένα άλλο μικρότερο που χωρίζονταν με ξύλινο διάφραγμα σε κουζίνα και αποχωρητήριο. Στον Περισσό χρησιμοποιήθηκε ο τύπος «Κ» που περιελάμβανε δωμάτιο, διάδρομο και κουζίνα. Στη Θεσσαλονίκη οικοδομήθηκε μια πιο ποιοτική και ακριβή σειρά οικιών και μια κατώτερης ποιότητας. Τα πρώτα αποτελούνταν από δύο δωμάτια, με ένα ευρύχωρο χολ, κουζίνα, αποχωρητήριο, αυλή και κεραμίδια τύπου Μασσαλίας. Τα δεύτερα φτιαγμένα από πιο ευτελή υλικά διέθεταν ένα δωμάτιο, κουζίνα και αποχωρητήριο. Στη Νέα Φιλαδέλφεια, την περιοχή Ποδονίφτης και Υμηττός κατασκευάστηκαν οικήματα για πιο εύπορους πρόσφυγες. Στο Ψυχικό η κάθε οικογένεια χρησιμοποιούσε δικό της αρχιτέκτονα, στη Φιλοθέη είχαν την δυνατότητα επιλογής από κάποιους συγκεκριμένους τύπους, ενώ στην Νέα Σμύρνη μπορούσαν να παρέμβουν στα σχέδια.[24]
Από άποψη ποιότητας οι κατοικίες πολλές φορές υστερούσαν καθώς η μαζική κατασκευή τους δεν επέτρεπε μια εντατική επίβλεψη, ενώ πολλά υλικά δεν συγκέντρωναν τις επιδιωκόμενες ποιότητες. Ουσιαστικά η ποιότητα της κατασκευής καθοριζόταν από τον βαθμό συνειδητότητας των εργολάβων. Ως εκ τούτου, πολλές οικίες δεν προστάτευαν επαρκώς από το κρύο, την ζέστη και την υγρασία. Χαμηλότερου επιπέδου ποιοτικά ήταν οι κατοικίες που το Ταμείο Περιθάλψεως και το Υπουργείο προνοίας είχαν αφήσει ημιτελείς. Η Επιτροπή επισκεύασε και ανακαίνισε τα χαλασμένα μέρη του ολοκληρώνοντας το έργο.[25]  Όπως και το Ταμείο Περιθάλψεως, έτσι και η ΕΑΠ μπροστά στο επείγον της αποκατάστασης δεν υποστήριξε την οικοδόμηση των κατοικιών με απαραίτητα έργα υποδομών. Τα σπίτια που κατασκευάστηκαν από ξένες εργολαβικές εταιρίες ήταν ελαφρώς καλύτερα. Αυτά διέθεταν πέτρινα θεμέλια, ξύλινο σκελετό και τοίχους από τούβλο. Τα πατώματα ήταν σχεδόν πάντα από πατημένο χώμα, αλλά οι πρόσφυγες το κάλυπταν με πλακάκια ή μωσαϊκό. Η στέγη είχε γαλλικά κεραμίδια ή κυματοειδής λαμαρίνες ή πισσόχαρτα.[26]
Η ΕΑΠ εφάρμοσε το σύστημα της εργολαβίας ύστερα από μειοδοτικούς διαγωνισμούς. Το κύριο μειονέκτημα του συστήματος αυτού ήταν ότι υποχρέωνε την ΕΑΠ να υπογράφει συμβάσεις με εργολάβους των οποίων η εμπειρία και η εντιμότητα ήταν αμφίβολη, ενώ απέκλειε άλλους με αποδεδειγμένη επιτυχία επειδή η οικονομική προσφορά τους ήταν καλύτερη. Πολλοί εργολάβοι αντιμετώπιζαν προβλήματα στην μεταφορά και την εξεύρεση  υλικών και εργατικών χεριών. Πολλές φορές παραχωρούταν στους ίδιους τους πρόσφυγες τα υλικά και τα χρήματα με τα οποία θα έπρεπε να πληρωθούν οι κτίστες και οι μαραγκοί εφαρμόζοντας ένα σύστημα αυτεπιστασίας. Πρόσφυγες παρείχαν την ανειδίκευτη εργασία, ενώ ένας εργοδηγός επέβλεπε την ποιότητα και την ποσότητα της εργασίας και έδινε τις προκαταβολές σε χρήμα ή είδος ανάλογα με την σημειούμενη επιτυχία. Βέβαια, πρώτη φορά στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε ένα έργο τέτοιας μεγάλης κλίμακας και χωρίς την ύπαρξη σχετικής εμπειρίας.[27]
Η εγκατάσταση πάντως των προσφύγων στα κτιστά οικοδομήματα της ΕΑΠ δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Τα οικήματα δεν παραχωρούνταν δωρεάν στους πρόσφυγες, αλλά είτε ενοικιάζονταν είτε πωλούνταν. Οι δωρεάν παραχωρήσεις ήταν σπάνιες και αυτές για σύντομο χρονικό διάστημα, μετά ο δικαιούχος υποχρεωνόταν να πληρώσει την αξία του οικοδομήματος. Οι ενδιαφερόμενοι όφειλαν να καταβάλουν μια προκαταβολή και το υπόλοιπο της αξίας σε δόσεις. Το γεγονός αυτό ενέτεινε τα προβλήματα, αλλά και τις εντάσεις. Οι πρόσφυγες οι οποίοι είχαν χάσει τις περιουσίες τους, αισθάνονταν αδικημένοι και πίστευαν ότι έπρεπε να στεγαστούν χωρίς αποζημίωση. Για αυτό πολλοί αρνούνταν να αποπληρώσουν κάτι που θεωρούσαν ότι τους άνηκε. Έτσι, το 1928 το 53% των σπιτιών στους οικισμούς της ΕΑΠ δεν ήταν δυνατόν να πωληθούν, γιατί δεν έβρισκαν αγοραστή. Ως εκ τούτου, πολλές φορές οι πρόσφυγες ιδιοποιούνταν παράνομα με καταλήψεις τα νέα κτίρια, ιδιαίτερα μετά από φυσικές καταστροφές που κατέστρεφαν τις παράγκες τους και τους άφηναν για πολλοστή φορά στον δρόμο. Το γεγονός αυτό έφερνε τους πρόσφυγες σε σύγκρουση με την κυβέρνηση η οποία χρησιμοποιούσε κατασταλτικά μέσα για την εκδίωξή τους. Επίσης, οι διανομές των κτιρίων δεν γίνονταν πάντοτε δίκαια.[28]
Το 1927 ιδρύθηκε από το κράτος ένας άλλο οργανισμός η Υπηρεσία Διαχείρισης Προσφυγικών Συνοικισμών με σκοπό να ολοκληρώσει ημιτελείς οικίες του Ταμείου Περιθάλψεως, αλλά και να οικοδομήσει νέες με χρήματα από τις αποζημιώσεις του γερμανικού κράτους. Πρόκειται για ξύλινες καλύβες καλύτερης ποιότητας από τις πρώτες, αλλά πολύ κατώτερης ποιότητας μορφή εγκατάστασης σε σχέση με αυτήν που ακολουθούσε η ΕΑΠ. Το κάθε παράπηγμα διέθετε 9 δωμάτια το κάθε ένα, και παρότι προοριζόταν το καθένα για τρεις οικογένειες, τοποθετήθηκαν μία οικογένεια ανά δωμάτιο. Τέτοιες εγκαταστάσεις οικοδομήθηκαν στην Κοκκινιά, το Περιστέρι στην Αθήνα και την Τούμπα Θεσσαλονίκης και ονομάζονταν «Γερμανικά».[29]
Το κράτος επινοεί και διάφορους άλλους τρόπους διευκόλυνσης της αποκατάστασης των προσφύγων. Με τους νόμους για το ενοικιοστάσιο δημιουργεί υποχρεωτικά ενιαία ενοίκια για τις πόλεις οι τιμές των οποίων καθορίζονται από την κυβέρνηση. Το ενοικιοστάσιο αποτέλεσε αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ ιδιοκτητών και ενοικιαστών σε όλη την δεκαετία του 1920. Επίσης, το κράτος ενθάρρυνε την ιδιωτική πρωτοβουλία να συμβάλλει στην αστική αποκατάσταση των προσφύγων. Με νόμους για την δημιουργία οικοδομικών συνεταιρισμών ενθάρρυνε τόσο ιδιοκτήτες εκτάσεων όσο και πρόσφυγες να συγκροτήσουν οικοδομικούς συνεταιρισμούς. Το 1927 ιδρύθηκε στο Περιστέρι ο οικοδομικός οργανισμός που ονομάστηκε «Χρυσαλλίς». Στα 1933 λειτουργούσαν περίπου 320 οικοδομικοί προσφυγικοί συνεταιρισμοί στους οποίους συμμετείχαν 10.500 μέλη. Σταδιακά λοιπόν το προσφυγικό πρόβλημα ολοένα και περισσότερο γίνεται ατομικό ζήτημα. Οι πρόσφυγες στις αρχές της δεκαετίας του 1930 είναι ενταγμένοι στον παραγωγικό ιστό της χώρας και κάποιοι από αυτούς διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να αυτοστεγαστούν. Επιπλέον οικοδομικές επιχειρήσεις αναλαμβάνουν να οικοδομούν κατοικίες τις οποίες πωλούσαν στους πρόσφυγες. Οι περισσότερες όμως περιπτώσεις είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά με τις οικοδομές που έχτιζε το κράτος ή ΕΑΠ, δηλαδή απουσίαζε κάποιο πολεοδομικό σχέδιο και ως εκ τούτου δεν προβλέπονταν χώροι και υποδομές για τις βασικές ανάγκες. Εξαίρεση αποτέλεσαν η περιοχή του Παλαιού Ψυχικού και της Ηλιούπολης, όπου οι θετικές συνέπειες του κεντρικού σχεδιασμού είναι αισθητά ορατές μέχρι σήμερα σε σχέση με γειτονικές περιοχές, δηλαδή δεν προβλέπονταν πλατείες, μεγάλοι δρόμοι, κλπ.[30]
Χαρακτηριστική περίπτωση αυτοστέγασης των ευπόρων προσφύγων υπήρξε η περίπτωση της Νέας Σμύρνης. Η περιοχή απαλλοτριώνεται το 1924 από την κυβέρνηση Πλαστήρα ύστερα από την πίεση ευκατάστατων αστών Σμυρναίων που επιζητούσαν την άμεση οικιστική αποκατάστασή τους. Το 1925 διανέμονται ευρύχωρα οικόπεδα και ταυτόχρονα ιδρύεται ένα Ταμείο κοινής ωφέλειας για την δημιουργία έργων υποδομής. Το 1926 χτίζονται τα πρώτα σπίτια και το 1928 ιδρύεται η Ένωσις Αστών Προσφύγων Νέας Σμύρνης. Η Νέα Σμύρνη προορίζεται για την νέα κηπούπολη της Αθήνας γεγονός που ελκύει επίσης και γηγενείς αστούς.[31] Σύμφωνα με τον Νίκο Μιντζάλη «η αρχιτεκτονική της κατοικίας μετά το 1920 βασιζόταν κατά πρώτο λόγο σε έναν εκλεκτισμό και κατά δεύτερον σε μια πολυμορφία που έφτανε από την Art Nouveau ή το γερμανικό μπαρόκ μέχρι τον συνδυασμό ετερόκλητων διακοσμητικών στοιχείων που ενσωματώνονταν σε συμβατικής μορφής κτήρια». Παρότι ο κλασικισμός διατηρείται, δύσκολα μπορεί οι μορφές της κατοικίας να τυποποιηθούν. Από το 1932 κι έπειτα όμως ο μοντερνισμός αποκτά σημαντικά ερείσματα ως αντίλογος στην κυρίαρχη αρχιτεκτονική.
Η αποκατάσταση των προσφύγων στην Θεσσαλονίκη διαφοροποιείται σε έναν βαθμό από τις άλλες αστικές εγκαταστάσεις. Γενικά, η Βόρεια Ελλάδα, εξαιτίας της εκδίωξης του μουσουλμανικού πληθυσμού της και της διαθεσιμότητας ανταλλάξιμων περιουσιών, αλλά και της σκοπιμότητας να υπερισχύσει ο ελληνικός χαρακτήρας στους κατοίκους της απορρόφησε την πλειοψηφία των προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα, περίπου 746.000. Συγκεκριμένα στην Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκε η πλειοψηφία των αστών προσφύγων, περίπου 117.000 σε σύνολο 218.000 (ποσοστό 53,5%). Αρχικά 110.000 πρόσφυγες στεγάστηκαν σε επιταγμένα δωμάτια, σε έξι καταυλισμούς και σε 116 σημεία μέσα στην πόλη. Σκηνές και παράγκες κατέκλυσαν την πόλη, στην καμένη περιοχή του κέντρου, δρόμους, πλατείες, ελεύθερους χώρους, δημιουργώντας μικρούς συνοικισμούς, πολλοί από τους οποίους επιβίωσαν μέχρι τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Στους 72.000 άστεγους της πυρκαγιάς του 1917 προστέθηκαν 77.000 πρόσφυγες, ενώ 40.000 στεγάστηκαν προσωρινά έναντι χαμηλού ενοικίου σε εγκαταλελειμμένα σπίτια μουσουλμάνων. Σύμφωνα με την Χαστάογλου 11.179 οικογένειες διέμεναν σε 4.027 ανταλλάξιμα ακίνητα 11.987 δωματίων, δηλαδή έμενε περίπου μία οικογένεια ανά δωμάτιο. Με την εκποίηση των ανταλλάξιμων περιουσιών περισσότεροι από 700 τίτλοι ιδιοκτησίας στην πυρίκαυστο περιοχή και 5.019 κατοικίες και οικόπεδα πέρασαν στα χέρα των προσφύγων. Με την ήδη μαζική έξοδο των φτωχών εβραίων στα περίχωρα μετά την πυρκαγιά του 1927, η πόλη βιώνει έναν σχεδόν ολοκληρωτικό εθνοτικό μετασχηματισμό.  Ο μεγαλύτερος όμως αριθμός των προσφύγων εγκαταστάθηκε σε νέους συνοικισμούς εκτός παλαιάς Θεσσαλονίκης δημιουργώντας ουσιαστικά μια δεύτερη πόλη. Συνολικά ιδρύθηκαν περισσότεροι από 50 συνοικισμοί: πάνω από 20 από την Πρόνοια, 8 από οικοδομικούς συνεταιρισμούς, 14 από την ΕΑΠ, 2 από ιδιωτική πρωτοβουλία και αρκετοί προσωρινοί ή αυθαίρετοι που νομιμοποιήθηκαν ή διαλύθηκαν αργότερα. [32]
Η Τούμπα ήταν ο μεγαλύτερος συνοικισμός της πόλης. Περιελάμβανε πολλούς τύπους κατοικιών. Οι πρώτοι πρόσφυγες στεγάστηκαν σε παλιά στρατόπεδα που μετατράπηκαν σε μικρά διαμερίσματα. 2000 κατοικίες φτιάχτηκαν από εργολάβους, ενώ η ΕΑΠ έκτισε 3000 μονοκατοικίες και 200 πολυκατοικίες που κάθε μια στέγαζε 8-10 οικογένειες, ενώ όπως ήδη έχει γίνει αναφορά, οικοδομήθηκαν ξύλινα «Γερμανικά» παραπήγματα. Το 1933 διέθετε 32.000 κατοίκους. Η Καλαμαριά ήταν ο άλλος μεγάλος συνοικισμός. Το 1933 συγκέντρωνε 7.000 πρόσφυγες, κυρίως Ποντίους. Πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε παλιό στρατώνα, ενώ το 1926 κατασκευάστηκαν οι πρώτες τετρακατοικίες του Υπουργείου Πρόνοιας. Το 1928 άρχισε η οικοδόμηση ιδιωτικού συνοικισμού και η ανέγερση μονοκατοικιών της ΕΑΠ, κατασκευάστηκαν «Γερμανικά» παραπήγματα, ενώ το 1935 οικοδομήθηκε η τελευταία συνοικία γνωστή ως «Κτηνοτροφικά». Πιο εύποροι πρόσφυγες κατασκεύασαν συνοικισμούς μέσω ιδιωτικών συνεταιρισμών, ενώ οι Σαράντα Εκκλησίες έχουν τον χαρακτήρα της Κηπούπολης. Οι τενεκεδομαχαλάδες,, όπως για παράδειγμα ο συνοικισμός της Ευαγγελίστριας και της Αγίας Φωτεινής, κάλυπταν τα δύο άκρα του ιστορικού κέντρου. Η Αγία Φωτεινή στέγαζε στα 1933 13.000 άτομα, σε κτίσματα φτιαγμένα από κάθε είδους υλικά. Η Ακρόπολη εξελίχθηκε σε μια ακόμη λαϊκή γειτονιά. Ο συνοικισμός του Χαριλάου υπήρξε η πιο σημαντική περίπτωση ιδιωτικού προσφυγικού συνοικισμού.[33]
Συνολικά, η αστική αποκατάσταση απορρόφησε μόνο το 20% των διαθέσιμων κεφαλαίων. Κατασκευάστηκαν μέχρι το 1933 συνολικά 27.456 κατοικίες σε 118 συνοικισμούς σε Αθήνα και Πειραιά στεγάζοντας πάνω από 30.000 οικογένειες. Το ποσό που δαπανήθηκε συνολικά από το κράτος για την αστική αποκατάσταση από το 1922 έως το 1933 ανέρχεται στο ποσό των 1,4 δις δρχ περίπου, ενώ περίπου 30.000 οικογένειες παρέμεναν άστεγες διαμένοντας σε προσωρινά στέγαστρα, παραπήγματα ή αποθήκες. Γενικά, το έλλειμμα των οικιών εκτοξεύεται στα 1929 στον αριθμό των 150.000 με πάνω από τις μισές να βρίσκονται στην Αθήνα.[34] Ως εκ τούτου, η αποτελεσματικότητα της ΕΑΠ θα πρέπει να αποτιμηθεί με επιφυλάξεις ως προς τις δικές της προγραμματικές επιδιώξεις, αλλά θετικά σε σχέση με τις αντικειμενικές δυσκολίες της προσφυγικής αποκατάστασης. Το 1930 διαλύεται η ΕΑΠ υπήρχαν ακόμα στην Αθήνα 915 αποθήκες και εργοστάσια, καθώς και 100 περίπου δημόσια κτήρια που στέγαζαν πρόσφυγες.[35] Η περιουσία της ΕΑΠ μεταβιβάζεται στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο μέσα από τις υπηρεσίες των Υπουργείων Γεωργίας και Κοινωνικής Πρόνοιας συνέχισε την αποπεράτωση της αποκατάστασης των προσφύγων, ενώ η Αγροτική Τράπεζα ανέλαβε την είσπραξη των προσφυγικών χρεών. 
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αστοί πρόσφυγες «πετιούνται» κυριολεκτικά σε απόμακρες περιοχές. Ζουν μέσα σε παράγκες, σκηνές, χωρίς εργασία και υποδομές, με τεράστια προβλήματα σε ύδρευση, ηλεκτρισμό, υγιεινή, με πολλές αρρώστιες, έλλειψη σε μεταφορικά μέσα κ.α. Ο νέος αυτός προσφυγικός κόσμος βρίσκεται όχι μόνο στο γεωγραφικό περιθώριο της Αθηναϊκής κοινωνίας, αλλά και στο κοινωνικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό και πολιτικό περιθώριο. Οι κάτοικοι γενικά είναι παραδομένοι στις δυνάμεις της φύσης, ενώ η  φτώχεια, η πείνα και υποαπασχόληση κυριαρχούν.
Το ζήτημα των σκουπιδιών θα παραμένει σημαντικό πρόβλημα στις περισσότερες προσφυγικές συνοικίες για πολλά χρόνια. Αρχικά, οι τουαλέτες ήταν δημόσιες, στη συνέχεια δημιουργήθηκαν ιδιωτικές με βόθρους χωρίς αποχετευτικό σύστημα. Η υδροδότηση προερχόταν συνήθως από πηγάδια, με νερό αμφίβολης ποιότητας, προσφέροντας νερό μόνο για πλύσιμο και καθαριότητα ή από βυτιοφόρα που συνήθως δεν επαρκούσαν προκαλώντας μεγάλες εντάσεις στις ουρές στις οποίες περίμεναν κυρίως γυναίκες. Το νερό της ΟΥΛΕΝ φτάνουν στις συνοικίες κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1930, αλλά είτε δεν επαρκεί είτε καλύπτει μικρό μόνο μέρος. Οι ποικιλώνυμες αρρώστιες μαζί με την ανέχεια και τον υποσιτισμό είναι οι αχώριστοι και φοβεροί σύντροφοι των κατοίκων.
Η φτώχεια είναι κυρίαρχο στοιχείο, ιδιαίτερα, στα 1931, χρονιά έναρξης οικονομικής κρίσης για την Ελλάδα, θα υπάρχουν πολλές λιποθυμίες και θάνατοι από την πείνα. Γενικότερα, το ζήτημα της ποιότητας του ψωμιού στο μεσοπόλεμο θα αναδειχτεί σε ένα σημαίνον ζήτημα με πολλές αναφορές στο τύπο, με οξυμένες αντιπαραθέσεις μεταξύ εργατικών συνδικάτων και εργοδοτικών συντεχνιών, μεταξύ εργατών και πολιτείας. Η αλληλεγγύη και οι έρανοι μεταξύ των εργατών – συχνά από αγνώστους – έσωζαν οικογένειες. Η ηλεκτροδότηση αποτέλεσε ένα από τα μεγάλα προβλήματα, καθώς δεν επεκτεινόταν σε όλες τις συνοικίες, με αποτέλεσμα να είναι οι περισσότερες βυθισμένες στο σκοτάδι. Σταδιακά στα μέσα της δεκαετίας του 1930 θα καλυφτούν πολλές συνοικίες, χωρίς όμως να λείψουν τα προβλήματα. Το πρόβλημα της συγκοινωνίας ήταν τεράστιο, καθώς η εργασία της πλειονότητας των προσφύγων μέχρι την εγκατάσταση των εργοστασίων ήταν εκτός συνοικισμών.
Ο τύπος πολύ συχνά αναφέρεται στα προβλήματα των προσφυγικών περιοχών με ξεχωριστά αφιερώματα σε κάθε συνοικία. Οι εικόνες είναι κοινές ανεξάρτητα πολιτικών απόψεων. Οι κάτοικοι είναι παραδομένοι στις δυνάμεις της φύσης, καθώς μαρτυρούν χειμώνα καλοκαίρι με τις παγωνιές, βροχές και τις ζέστες. Σαπίζουν τα πισσόχαρτα και πλημμυρίζει η παράγκα όταν βρέξει. Οι βροχές πλημμυρίζουν τους δρόμους, οι άνεμοι παρασέρνουν τις παράγκες, οι φωτιές καταστρέφουν ολόκληρες γειτονιές.

Η συνολική αποκατάσταση…
Μετά λοιπόν το 1930 και μέχρι τις παραμονές του πολέμου συνεχίζονται να κατασκευάζονται προσφυγικές κατοικίες. Είναι κτιστές καλύτερης ποιότητας, στις οποίες εγκαθίστανται άστεγοι πρόσφυγες, αλλά και πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί σε παράγκες, οι οποίες γκρεμίζονται. Συνολικά σε 127 αστικούς προσφυγικούς συνοικισμούς όλης της χώρας οικοδομήθηκαν 36.500 κατοικίες. Την περίοδο 1934-1936 στην Αθήνα κατασκευάστηκαν 2.218 κατοικίες και 1.057 διαμερίσματα πολυκατοικιών. Στο Περιστέρι μέχρι το 1934 το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων είχε στεγαστεί σε κτιστά. Παρόλα' αυτά, στα 1937 παραμένουν 537 παράγκες στο Περιστέρι, 1.023 στα Ταμπούρια, 1.461 στην Κοκκινιά, 6.370 στην Δραπετσώνα, 361 στην πειραϊκή χερσόνησο και την Καστέλα, 2.083 στην Καλλιθέα, 926 στην περιοχή των Νέων Σφαγείων, 967 στην στα κοντινά προάστια της Αθήνας, 1882 στην περιοχή Δουργούτη, 1.538 στην Καισαριανή, 1.333 στους Αμπελόκηπους. Συνολικά στην περιοχή Αθηνών-Πειραιώς και Περιχώρων συνεχίζουν να υπάρχουν 22.284 παραπήγματα.[36]
Την περίοδο 1936-1939 το βασιλομεταξικό καθεστώς οικοδομεί μια νέα σειρά 7.500 προσφυγικών κατοικιών με την ευθύνη του Υπουργείου Υγιεινής και Αντιλήψεως και του υπουργού και μετέπειτα πρωθυπουργού Κορυζή. Συγκεκριμένα 1756 μονώροφες κατοικίες, 714 διώροφα συγκροτήματα και 550 τριώροφες πολυκατοικίες, συνολικά 3.000 νέες κατοικίες παραδόθηκαν στα 1939 για να καλύψουν 15.000 πρόσφυγες. Την διετία 1937-1938 το κράτος δαπάνησε περίπου 300.000 δρχ από τον κρατικό προϋπολογισμό. Υπάρχει πλήρης αλλαγή της στεγαστικής πολιτικής καθώς λαμβάνονται υπόψη εντελώς διαφορετικά κριτήρια, ενώ μια ομάδα πενήντα μηχανικών του υπουργείου έχει τον πλήρη τεχνικό έλεγχο υπό την διεύθυνση του καθηγητή του πολυτεχνείου Ρουσόπουλου. Για παράδειγμα επιχειρείται να προστεθεί «εις την στεγνήν γεωμετρίαν μια δόσι αισθήματος» ξεφεύγοντας «από την σκυνθρωπότητα των σχηματικών λύσεων, της παρατάξεως οικοδομικών στοιχείων εν είδει μπαταρίας». Έτσι, τα νέα οικοδομικά συγκροτήματα αποτελούν εναρμονίζονται με το περιβάλλον τους. Σε κάθε συνοικία δόθηκε διαφορετική λύση και σε πολλές περιπτώσεις τροποποιήθηκε το σχέδιο πόλεως «για να χαραχθούν νέοι δρόμοι, να δημιουργηθούν κοινόχρηστοι χώροι ψυχαγωγίας και αναπαύσεως και να εξασφαλισθούν συνθήκες υγιεινής». Οι νέες κατοικίες έχουν εντελώς διαφορετική αρχιτεκτονική αντίληψη τόσο ως προς την επιλογή του χώρου όσο και κατά τον τρόπο οικοδόμησης και εσωτερικής διαρρύθμισης. Λαμβάνονται πλέον υπόψη οι ανάγκες της άνεσης, της καθαριότητας, της καλαισθησίας και της ψυχαγωγίας. Στα κέντρα του αστικού χώρου επιλέγεται η λύση της πολυκατοικίας η οποία γενικεύεται για την προσφυγική αποκατάσταση. Αλλά η επιλογή της λύσης είναι προσαρμοσμένη ανάλογα με την περίπτωση. Για παράδειγμα επιλέχθηκε η λύση της πολυκατοικίας στο Δουργούτη που βρίσκεται στο κέντρο του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας και όχι στο Περιστέρι. Κριτήριο είναι πλέον η αξία των οικοπέδων.
Οι νέες προσφυγικές πολυκατοικίες διαφέρουν από τις παλιές. Οι παλιότερες πλέον μοιάζουν «κάτι μεταξύ στρατώνων, φυλακών και αποθηκών», με στενούς χώρους και χωρίς καμία άνεση. Η νέα πολυκατοικία «εμφανίζεται ως έργο τέχνης και ως προς την εξωτερικήν εμφάνισιν και ως προς την εσωτερικήν διαρρύθμισιν». Κάθε μία έχει ξεχωριστό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Για παράδειγμα μια πολυκατοικία στο Δουργούτη αποτελείται από 60 διαμερίσματα που σχηματίζουν ένα Π με την δημιουργία κοινόχρηστου χώρου στο εσωτερικό του Π με κήπο και πισίνα. Κάθε διαμέρισμα αποτελείται από δύο κύρια δωμάτια 3επί 4, ένα μικρότερο δωμάτιο, κουζίνα και λουτρό. Άλλη πολυκατοικία στον Πειραιά 130 διαμερισμάτων περιέχει εκτός από κήπο με παιδικά λουτρά ιατρείο και εκκλησία. Στο ίδιο κλίμα πλέον οικοδομούνται τα διώροφα οικοδομικά συγκροτήματα με εσωτερικά χωρίσματα, περισσότερη άνεση και πρασιά στους εξωτερικούς χώρους. Στους πιο μακρινούς συνοικισμούς οι μονοκατοικίες χαρακτηρίζονται από τον τύπο «ως το ωραιότερο έργο της τεχνικής υπηρεσίας» καθώς το σπίτι έχει μεσημβρινό προσανατολισμό και βλέπει σε έναν μικρό κήπο. Αποτελείται από δύο συνεχόμενα δωμάτια, κουζίνα, λουτρό και βοηθητικό χώρο για αποθήκη ή την συντήρηση μικρών ζώων. Υπάρχει η δυνατότητα να προστεθούν με δαπάνη των προσφύγων επιπλέον δωμάτια, ενώ με 25-30.000 δρχ να προστεθεί ένας δεύτερος όροφος.[37] «Η μάχη κατά της παράγκας έληξε με νίκη» πανηγυρίζει η εφημ. Σκριπ[38]. Το Ελεύθερον Βήμα στο ίδιο κλίμα πανηγυρίζει γράφοντας πως η υγιεινή και άνετη προσφυγική κατοικία είναι ο επίλογος ενός μεγάλου έργου μιας δεκαπενταετούς ηρωικής προσπάθειας που αποκαθιστά οριστικά και βελτιώνει την τύχη των άτυχων προσφύγων.[39]  Το καλοκαίρι του 1939 θα κατεδαφιστούν οριστικά οι παράγκες και προβλέπεται πως σε τρία τέσσερα χρόνια θα πανηγυρίσουμε και την εξαφάνιση της τελευταίας ξύλινης παράγκας. Ακόμη και τον Σεπτέμβρη του 1940 θα προκηρύσσονται νέες προσφυγικές κατοικίες, αλλά δεν γνωρίζουμε αν ολοκληρώθηκε η κατασκευή τους.
Οι πρόσφυγες γνωστοί για την καθαριότητά τους, την επιμέλειά τους και την υπομονή τους κατάφεραν να οργανώσουν τη ζωή τους, με τα λιγοστά χρήματα και τη μεταξύ τους αλληλεγγύη να επιβιώσουν. Η απογοήτευση όμως από το ελληνικό κράτος ήταν τεράστια. Έφυγαν βίαια και χωρίς να ευθύνονται από τις πατρίδες τους αφήνοντας πίσω περιουσίες, νεκρούς και καλοστημένες ζωές, περιπλανήθηκαν, αρρώστησαν, υπέφεραν, εργάστηκαν σκληρά και παρότι αγωνιούσαν να ξαναστήσουν τη ζωή τους η πολιτεία δεν κατάφερε να υπάρξει πραγματικός αρωγός, ενώ κάθε θετικό βήμα ενείχε πρόσθετες ταλαιπωρίες. Πάραυτα, η δεκαετία του 1930 τελειώνει με το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων να είναι κοντά στην ολοκλήρωσή του με όλες τις ταλαιπωρίες. Η λειτουργία του ΙΚΑ την 1η Δεκεμβρίου 1937 θα βελτιώσει σημαντικά την κατάσταση για την πλειονότητα των εργατών, αλλά και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων των συνοικισμών που θα ενταχτούν στο νέο ασφαλιστικό σύστημα μαζικά. Πλατείες, πάρκα, εξέδρες για μουσική, εξωραϊσμοί, διάκοσμοι, οδοποιητικά έργα, λεωφόροι, δεντροφύτευση, στέγαση, εργασία, περίθαλψη, ασφάλεια, ύδρευση, ηλεκτροδότηση, υγεία να έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Η παραγκούπολη με όλα τα προβλήματά της δίνει τη θέση της σε μια οργανωμένη πόλη.

Γ. Η επαγγελματική αποκατάσταση των αστών προσφύγων
Οι πρόσφυγες βρήκαν στις ελληνικές πόλεις και την Αθήνα μια οικονομία στην οποία κυριαρχούσαν οι μικρές παραγωγικές μονάδες. Η είσοδος τους στην παραγωγή δεν ανέτρεψε, αλλά ακολούθησε αυτή την τάση. Ωστόσο, υπήρχαν κάποιες μεγάλες μονάδες υψηλής συσσώρευσης κεφαλαίου που ξεχώριζαν στο πλήθος κυρίως στον τραπεζιτικό τομέα, αλλά και στην βιομηχανία, όπως η τσιμεντοβιομηχανία, τα χημικά λιπάσματα, τα συνθετικά χρώματα, στην κλωστοϋφαντουργία. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον Χρήστο Χατζηιωσήφ «η εισροή των προσφύγων ανέκοψε σε όλους τους τομείς της οικονομίας την τάση για συγκεντροποίηση του κεφαλαίου». [40]  Δηλαδή οι πρόσφυγες δεν εντάχθηκαν άμεσα σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες. Η ανάγκη για γρήγορη αποκατάσταση υπαγόρευσε την ένταξή τους σε κλάδους που οι επενδύσεις μπορούσε να γίνει άμεσα. Η σημαντική επίδραση των προσφύγων είναι ότι εντείνει ελαφρώς την προϋπάρχουσα πόλωση «ανάμεσα στον μικρόκοσμο του εργαστηρίου, της αυτο-απασχόλησης και της βιοτεχνικής παραγωγής αφενός και στο εργοστασιακό σύστημα αφετέρου»[41].Ως εκ τούτου και παρά τις όποιες προσπάθειες, δεν υπήρξε μέχρι το 1930 μια σοβαρή βιομηχανική ανάπτυξη που θα μπορούσε να ενσωματώσει τα άφθονα εργατικά χέρια. Αντίθετα, η ελληνική οικονομία απλά διευρύνθηκε ποσοτικά διατηρώντας τα ίδια χαρακτηριστικά της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η υποαπασχόληση και η αυτό-απασχόληση, το μικρεμπόριο, οι δουλειές του ποδαριού να αποτελούν την κύρια εργασία των προσφύγων δημιουργώντας ένα τεράστιο πλήθος φτωχών.
Η περίπτωση της Πάτρας εντάσσεται ακριβώς στο τυπικό παράδειγμα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Νίκος Μιντζάλης βασισμένα στην απογραφή του 1930, στην Πάτρα υπάρχουν την χρονιά εκείνη 1349 βιομηχανικά καταστήματα μεταξύ των οποίων 35 Ανώνυμες Εταιρείες που λειτουργούν στην συντριπτική πλειοψηφία τους όλο τον χρόνο. Από αυτά 409, 30,3%, επιχειρήσεις απασχολούν μόνο ένα άτομο, 1130, 63,3%, μέχρι 5 άτομα. Αυτές οι μικροβιομηχανίες είναι κυρίως βυρσοδεψία, μηχανολογικά εργαστήρια, επεξεργασίες τροφίμων και ειδών εκ νημάτων. Οι μεσαίες βιομηχανίες είναι ειδών εκ νημάτων, τροφίμων, δέρματος, ξύλου, οικοδομών. Οι μεγάλες βιομηχανίες είναι ελάχιστες και αποτελούν μόνο το 4% του συνόλου και μόνο 6 απασχολούν πάνω από 101 εργάτες. Συνολικά μόνο 55 από τις 1349 χρησιμοποιούν μηχανική κινητήρια δύναμη, γεγονός που αποδεικνύει ότι η απόλυτη πλειοψηφία βασιζόταν στην εργατική δύναμη, ενώ το τεχνικό προσωπικό ήταν μηδαμινό. Όμως η εμφάνιση των προσφύγων οδηγεί σε αύξηση των ανώνυμων, ομόρρυθμων εταιρειών, αλλά κυρίως των ατομικών επιχειρήσεων.[42]  Αλλά και όλες οι προσφυγικές περιοχές δεν ξεφεύγουν σχεδόν καθόλου από τον γενικό αυτό κανόνα.
Η Νέα Ιωνία (Ποδαράδες) είναι ένα άλλο παράδειγμα που αποκλίνει σχετικά μόνο από τον γενικό κανόνα, καθώς από τη μία ιδρύθηκαν πολλές μικρές βιοτεχνικές επιχειρήσεις, αλλά και μεγάλα ή μεσαία εργοστάσια. Ιδρύθηκαν σχεδόν αποκλειστικά από πρόσφυγες εργοστάσιο ελαστικών, σοκολατοποιία και ζαχαροπλαστική, βιομηχανία χρωμάτων και αγγειοπλαστικής, βαμβακουργίας, εριουργίας και υφαντουργίας, αλλά ταπητουργίας. Η μόνη προϋπάρχουσα εταιρεία που εκμεταλλεύεται την παρουσία των προσφύγων για να αναπτυχθεί είναι το εργοστάσιο μεταξουργία Κυρκίνη που τον Ιανουάριο του 1923 γίνεται ΑΕ με την επωνυμία Ελληνική Μεταξουργία. Η παραγωγή του 1923 ήταν 3.850 μ. μεταξωτού υφάσματος. Ο ίδιος επιχειρηματίας θα ιδρύσει στην περιοχή την Ηλεκτροβιομηχανική ΑΕ που έδωσε κίνηση στα εργοστάσια της εποχής και φως στους συνοικισμούς. Στη συνέχεια ίδρυσε εργοστάσια κοπής και ραφής υφάσματος, αλλά και ξυλουργείο, μηχανουργείο και σιδηρουργείο. Το 1925 ίδρυσε εργοστάσιο Βαμβακουργίας και την ίδια χρονιά συμμετείχε στην ίδρυση Ταπητουργίας. Στην ίδια περιοχή λειτούργησαν το 1929 το εργοστάσιο της Ελληνικής Βιομηχανίας Μετάξης ΑΕ», το εργοστάσιο της ΕΒΥΠ στα 1932 και το 1935 το εργοστάσιο του Μποδοσάκη τα «Εκκοκκιστήρια της Νέας Ιωνίας». «Οι πρόσφυγες συντέλεσαν τα μέγιστα», σύμφωνα με την Όλγα Βογιαντζόγλου, «στην ίδρυση αυτού του βιομηχανικού κολοσσού είτε ως φθηνό δυναμικό είτε ως οικοδόμοι»[43].
Η πολιτική του κράτους και της ΕΑΠ ήταν να ενισχύσει την μικρή ιδιοκτησία ως αντίδοτο σε μια εν δυνάμει πολιτική ριζοσπαστικοποίηση των προλεταριοποιημένων προσφύγων. Συνεπώς, η προλεταριοποίηση στην Ελλάδα δε συμβάδιζε με την αποστέρηση των εργατών από την ιδιοκτησία στην σφαίρα του χώρου αναπαραγωγής, αφού η προλεταριοποίηση ήταν ούτως ή αλλιώς ένα γεγονός που επιβλήθηκε στον πληθυσμό μέσα από εξωοικονομικές διεργασίες, όπως ήταν η καταστροφή του μικρασιατικού πληθυσμού.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις των προσφύγων το 35% ήταν ανειδίκευτοι εργάτες και το 65% τεχνίτες, μικρέμποροι και βιοτέχνες. Στην πράξη όμως σύμφωνα με τον Αντώνη Λιάκο «τα επαγγέλματα που δήλωναν οι πρόσφυγες» αποδίδουν περισσότερο την εικόνα που είχαν για τον εαυτό τους και λιγότερο «τις πραγματικές δυνατότητες απασχόλησής τους»[44]. Επίσης, δε θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι εκτός από τους πρόσφυγες στην στρατιά όσων αναζητούσαν εργασία θα πρέπει να προσθέσουμε και ένα μεγάλο μέρος από τους εφέδρους στρατιώτες που απολύθηκαν μετά την ήττα. Το αποτέλεσμα αυτής της απότομης εισροής προσφύγων και αποστράτων ήταν να δημιουργηθεί «μια χρόνια ανεργία με περιοδικές εξάρσεις και ισχυρή πίεση στους ήδη απασχολούμενους». [45] Συνεπώς, σύντομα η πόλωση γηγενών και προσφύγων αποκτά πέρα από τις χωροταξικές, πολιτισμικές, ιδεολογικές και οικονομικές αφετηρίες μία κοινωνική διάσταση ως εσωτερικός διχασμός μέσα στην εργατική τάξη, η οποία τα πρώτα χρόνια λειτουργεί και ως στοιχείο της πολιτικής αντιπαράθεσης βενιζελισμού-αντιβενιζελισμού.
Η παρουσία των προσφύγων συμβάλλει καταλυτικά στην συμπίεση των ημερομισθίων και των εργασιακών κεκτημένων του συνδικαλιστικού κινήματος. Η γενική πανεργατική απεργία τον Αύγουστο του 1923, έναν χρόνο ακριβώς μετά την Καταστροφή της Σμύρνης, και η ήττα της με την ένοπλη καταστολή της στο Πασαλιμάνι από την κυβέρνηση Γονατά είναι δεδομένα που θα πρέπει να ειδωθούν μέσα σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο. Με την ήττα της απεργίας το υπάρχον συνδικαλιστικό κίνημα αποδιαρθρώνεται τουλάχιστον για τέσσερα-πέντε χρόνια, οπότε η «νέα εργατική βάρδια» των προσφύγων θα αρχίσει να εντάσσεται σε αυτό.  Για παράδειγμα, το λιμάνι του Πειραιά ήταν επαγγελματικό οχυρό των Μανιατών μέχρι το 1922. Οι πρόσφυγες εισήλθαν σε αυτό ως λιμενεργάτες μέσω των γραφείων εργασίας της στρατιωτικής επανάστασης, ενώ αργότερα οι ίδιοι αγόραζαν με λεφτά των προσφυγικών αποζημιώσεων μια θέση σε αυτό το κλειστό επάγγελμα. Ουσιαστικά, οι πρόσφυγες λειτούργησαν ως απεργοσπάστες, ενώ αποτελούσαν την έμπιστη φρουρά της επανάστασης στο Λιμάνι.[46] Την πρώτη περίοδο οι πρόσφυγες εργάζονταν στις οικοδομικές κατασκευές των διαφόρων συνοικισμών.
Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των αστών προσφύγων εντάσσεται αυθόρμητα στο εμπόριο τόσο εξαιτίας της προηγούμενης εμπειρίας όσο και εξαιτίας του χαμηλού κόστους εισόδου, αλλά και σε διάφορες δουλειές του ποδαριού. Οι αυτοσχέδιοι πάγκοι που στήνονταν από τους άστεγους ανατολίτες μικρέμπορους μπροστά στα καταστήματα κατακλύζουν τους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους της Αθήνας. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες διαμορφώνουν μια τοπική αγορά μικρών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών που αναδεικνύουν κάποια παραδοσιακά επαγγέλματα. Γίνονταν: πηγαδάδες, καραγωγείς, φορτοεκφορτωτές, παλιατζήδες, πλανόδιοι μανάβηδες, πλανόδιοι ζαχαροπλάστες, γαλατάδες, τσαγκάρηδες, άλλοι αγωγιάτες κ.α. Πολλοί είχαν ως κύρια ασχολία την κτηνοτροφία διατηρώντας κατσίκια, άλογα, πρόβατα, χοίρους κ.α. Πολλοί ήταν ψαράδες, αρκετοί είναι εργάτες γης στους ντόπιους γαιοκτήμονες ή οι παλιότεροι και όσοι κατάφεραν να αποκτήσουν μια μικρή περιουσία μικροκτηματίες. Σταδιακά ανοίγουν κουρεία, φούρνους, μπακάλικα, ζαχαροπλαστεία καφενεία, ταβέρνες. Γενικά, τα μικρά εργαστήρια και τα μικρομάγαζα αποτελούσαν το κορμό της παραγωγικής ζωής της χώρας στα 1930 και βρίσκονταν διασκορπισμένα σε όλες τις γειτονιές των πόλεων. Πολλοί πρόσφυγες όμως παραμένουν άνεργοι. Οι γυναίκες ήταν οικιακοί βοηθοί, μοδίστρες. Η βιοτεχνία και το μικρεμπόριο άρχιζε να ανθίζει στις προσφυγουπόλεις, όπως στην Καισαριανή και αλλού. Βέβαια, υπήρχε και ένα άλλο είδος εμπόρων, όπως οι Μποδοσάκης Αθανασιάδης, Ζαρίφης Ευγενίδης οι οποίοι θεωρητικά ήταν εξίσου πρόσφυγες με τους άλλους.
Το όραμα του Morgenthau για την συμβολή των προσφύγων ως θετικού παράγοντα σε μια νέα βιομηχανική ανάπτυξη βασιζόταν στην γενικευμένη πεποίθηση για τις ικανότητες και την τεχνογνωσία τους, αλλά και στην φτηνή προσφυγική εργασία. Γενικά, όμως οι πρόσφυγες επέδρασαν στην βιομηχανία μάλλον με έναν αρνητικό τρόπο, καθώς διπλασιάζοντας τον ήδη σημαντικό εφεδρικό στρατό της εργασίας βοήθησαν να παγιωθεί το κόστος εργασίας ως καθοριστική μεταβλητή στην φυσιογνωμία της ελληνικής βιομηχανίας εις βάρος άλλων μεταβλητών όπως η εκμηχάνιση, κ.α.[47] Συνεπώς, όταν ο Morgenthau καταμετρά στα 1930 τις βιομηχανίες στις οποίες εργάζονται πρόσφυγες για να καταδείξει την επιτυχία του οράματός του, στην ουσία αναφέρει όλες εκείνες της βιομηχανίες που ήδη προϋπήρχαν. Βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξαν κάποιες νέες μικρές βιοτεχνίες, κάποιες από τις οποίες δε θα αντέξουν μετά την κρίση του 1929. Αλευρόμυλοι, ψυγείο, χαλβαδοποιείο, εμπόριο τυριών και πετρελαιοειδών, βιοτεχνία γραβατών και υποκαμίσων, ναυτιλιακές εργασίες, μεταξουργεία είναι κάποιες από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που ανέπτυξαν πρόσφυγες επιχειρηματίες στην Θεσσαλονίκη.[48] Το σύνολο των βιομηχανικών οικοπέδων που παραχώρησε η ΕΑΠ σε ενδιαφερόμενους προσφυγικούς συνοικισμούς στην Αθήνα ήταν 40. Από αυτά τα 24 βρίσκονταν στην Νέα Ιωνία, 2 στην Καισαριανή, 7 στην Νίκαια (Κοκκινιά), 7 στον Υμηττό, 1 στον Βύρωνα, Ταμπούρια, Δραπετσώνα και Πειραιά.[49]
Η ταπητουργία πάντως είναι ο κλάδος που απεικονίζει καλύτερα την επίδραση των προσφύγων και είναι ουσιαστικά η μόνη περίπτωση παραγωγικής δραστηριότητας που ΕΑΠ ενίσχυσε. Οι μεγάλοι ταπητοβιομήχανοι και έμποροι πολυτελών χαλιών Ανατολής μπορεί να έχασαν τις περιουσίες τους, αλλά διατήρησαν τις διασυνδέσεις τους με τις αγορές του εξωτερικού. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι οι μικρασιάτες τεχνίτες μπορεί να μη μετέφεραν μαζί τους τους αργαλειούς τους, αλλά έφεραν την τεχνογνωσία. Ουσιαστικά, δημιουργήθηκαν δύο είδη επιχειρήσεων. Το πρώτο ήταν βιοτεχνικοί κοινοτικοί συνεταιρισμοί προσφύγων και το δεύτερο ιδιόκτητες βιοτεχνίες. Τέτοιοι, συνεταιρισμοί δημιουργήθηκαν σε πολλές προσφυγικές συνοικίες σε κτίρια που χρηματοδοτήθηκαν από την ΕΑΠ, αλλά και από τον Αυτόνομο Ταπητουργικό οργανισμό με χρήματα από το δεύτερο δάνειο. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες επέλεγαν έναν διευθυντή από τις τάξεις τους και μοιράζονταν τα κέρδη της επιχείρησης. Σε άλλες περιπτώσεις οι Επιτροπή νοίκιαζε το εργοστάσιο σε κάποιον πρόσφυγα που θεωρούσε ικανό ή ενδεχομένως είχε διασυνδέσεις που το διαχειριζόταν ως ιδιωτική επιχείρηση. Και στις δύο περιπτώσεις εργάζονταν κυρίως γυναίκες ή κορίτσια και πληρώνονταν κατ’ αποκοπή. Η τιμή ήταν περίπου 1 δραχμή ανά χίλιους κόμπους. Μια ικανή εργάτρια παρήγαγε περίπου δεκαπέντε χιλιάδες κόμπους την ημέρα εργαζόμενη και ο μισθός της κυμαινόταν από 10-15 δραχμές ημερησίως, ποσό που ήταν ευτελές. Στα 1927/28 εργάζονταν περίπου 19.000 υφάντρες στην ταπητουργία. «Μέχρι το 1925 είχαν εγκατασταθεί στην Καισαριανή δύο ταπητουργία. Το ένα απασχολούσε 200 εργάτριες με 50 αργαλειούς και το άλλο 200 εργάτριες με 40 αργαλειούς. Επίσης υπήρχαν και μερικοί αργαλειοί εγκατεστημένοι που παρήγαγαν οικοτεχνία».[50]
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ταπητουργείο του Θ. Παπάζογλου με την επωνυμία Θ. Παπάζογλου & Υιοί, Βιομήχανοι Ταπήτων Ανατολής που λειτούργησε στ 1925. Η βιοτεχνία απασχολούσε 150 εργάτες, κυρίως γυναίκες, όπως η πλειονότητα των μεγάλων επιχειρήσεων, ηλικίας από 16 και πάνω. Η επιλογή της γυναικείας εργασίας δεν ήταν τυχαία, καθώς το πρώτο και βασικό στοιχείο της ήταν η πολύ χαμηλή τιμή της. Στου Παπάζογλου πληρώνονται με το κομμάτι, 2,69 δρχ στους χίλιους κόμπους. Οι εξασκημένες τεχνίτριες μπορούσαν να φτάσουν και 12.000 κόμπους την ημέρα. Από 15-έως 30 δρχ την ημέρα. Οι συνθήκες παραγωγής είναι γενικά πιο παραδοσιακές, δομημένες πάνω στην ίδια την τέχνη του εργάτη και όχι πάνω στη μηχανή. Ο ίδιος ο τεχνίτης αντιμετώπιζε την εργασία του με όρους ηθικής τάξης, βασικό στοιχείο της οποίας ήταν η ποιότητα της εργασίας, η εξασφάλιση της εργασίας και η κατά φύλα κατανομή της εργασίας. Σε αυτές τις παραδοσιακές συνθήκες ίδιος ο εργάτης ελέγχει σε πολύ μεγάλο βαθμό την παραγωγική διαδικασία.[51]
 Όμως το «θαύμα» της ταπητουργίας κατέρρευσε το 1930, όταν οι εξαγωγές έπεσαν στο ¼ των εξαγωγών του 1929. Η κρίση, αλλά και άλλοι παράμετροι συνέβαλαν σε αυτήν την κατάρρευση. Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ εξηγεί πως η βασική αιτία ήταν η μόνιμη αστάθεια της ελληνικής οικονομίας και το γεγονός ότι τελικά οι επιχειρήσεις ήταν «παθητικές».[52]
   Ένας άλλος σημαντικός τομέας στον οποίο εργάστηκαν οι πρόσφυγες ήταν στην επεξεργασία του καπνού που αποτελούσε το βασικό εξαγωγικό προϊόν της μεσοπολεμικής Ελλάδας. Σε αυτήν την περίπτωση ουσιαστικά αντικατέστησαν τους μουσουλμάνους καπνεργάτες διευρύνοντας όμως ποσοτικά τον κλάδο. Οι καπνεργάτες επεξεργάζονταν και συσκεύαζαν τον καπνό στην τελική φάση του για λογαριασμό των εξαγωγέων εμπόρων. Το 1929 ο κλάδος της επεξεργασίας καπνού απασχολούσε 40.000 καπνεργάτες και 15.000 εμπόρους και υπαλλήλους. Η εσωτερική κατανάλωση καπνού και τσιγάρων έδινε απασχόληση σε 2.650 εργάτες και υπαλλήλους της εγχώριας βιομηχανίας. Πέντε προσφυγουπόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης ήταν οι βασικοί πόλοι καπνεργασίας και εμπορίας καπνού. Η κρίση του 1929 επέδρασε όμως επίσης αρνητικά στην παραγωγή καπνού, καθώς σωρεύτηκαν τόνοι αδιάθετου καπνού στις αποθήκες των εμπόρων.[53] Το πιο σημαντικό πρόβλημα όμως για τους καπνεργάτες ήταν ο έλεγχος της επεξεργασίας από τους ίδιους με βάση την παραδοσιακή διαδικασία και η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Οι έμποροι πίεζαν για διαδικασία επεξεργασίας χωρίς την τελευταία φάση γεγονός που έθιγε τους άντρες κυρίως καπνεργάτες που ήταν και οι καλύτερα αμειβόμενοι και την ριζωμένη αντίληψη «ηθικής τάξης» στην οικονομία.[54] Ουσιαστικά, η καπνεργασία ήταν ένα επάγγελμα ξεπερασμένο και καταδικασμένο να εκλείψει. Η διατήρησή του οφειλόταν στην συνδικαλιστική και πολιτική δυναμική που απέκτησε ο κλάδος στον μεσοπόλεμο και την αδυναμία του κράτους να προσφέρει μια εναλλακτική διέξοδο. Γενικά, ούτε η καπνεργασία ούτε η ταπητουργία ήταν μοντέρνοι βιομηχανικοί κλάδοι, αλλά κυρίως κλάδοι της παραδοσιακής μανιφατούρας.
 Το 1932 ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση Βενιζέλου διαχειρίστηκε την λεγόμενη μάχη της δραχμής ακολουθώντας πιστά τις οικονομικές ορθοδοξίες της εποχής λειτούργησε καταστροφικά για την οικονομία. Ουσιαστικά, δεν υπήρχε καμία πολιτική παράταξη που να διέθετε μια συνολική πολιτική προσαρμοσμένη στην κρίση και για αυτό σύντομα η οικονομική κρίση έλαβε τη μορφή διαρκούς πολιτικής κρίσης. Δεν υπήρξε μια συνολική πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών ως αναπτυξιακού εργαλείου, ενώ δεν υπήρξαν μέτρα κοινωνικής πολιτικής που συνήθως συνοδεύουν τον προστατευτισμό. Παρόλαυτά, ο Χρήστος Χατζηιωσήφ υποστηρίζει ότι «η στη σύλληψή της μη φιλική για τη βιομηχανία πολιτική εισαγωγών επέτρεψε εντούτοις μια πρωτόγνωρη ανάπτυξη της βιομηχανίας, αφού οι προϋποθέσεις που τέθηκαν για την ίδρυση νέων βιομηχανιών περιόρισαν τον εσωτερικό ανταγωνισμό». Συγκεκριμένα, «η προστασία της βιομηχανίας αύξαινε και χάρη στις συμφωνίες εμπορικών συμψηφισμών μέσω των οποίων διεξάγετο μετά το 1932 μεγάλο μέρος του ελληνικού εξωτερικού εμπορίου». Δεν ευνοούνταν οι εισαγωγές καταναλωτικών προϊόντων, ως εκ τούτου αναπτύχθηκε η βιομηχανία των υπαρχόντων κλάδων για να καλύψει μέρος της εσωτερικής κατανάλωσης. Με λίγα λόγια υπήρξε μια αθέλητη ανάπτυξη της βιομηχανίας.[55]
Η τάση αυτή για βιομηχανική ανάπτυξη βασίστηκε σε κάθε περίπτωση στην διαθεσιμότητα των προσφυγικών εργατικών χεριών, αλλά δεν αποτέλεσε τον κινητήριο παράγοντα. Επίκεντρο της βιομηχανικής ανάπτυξης μετά την κρίση του 1929 είναι η ανάπτυξη της κλωστοϋφαντουργίας, βαμβακουργίας και εριουργίας. Η πολύ φτηνή τιμή της εργασίας υπήρξε ένας πολύ ευνοϊκός όρος για την ανάπτυξη του κλάδου, καθώς ήταν ιδιαίτερα συνδεμένος με την γυναικεία εργασία. Στην Πάτρα το 1933 ιδρύεται από συγχώνευση η Πειραϊκή-Πατραϊκή και ακολουθεί μια μικρή άνοιξη ίδρυσης μεγάλων ΑΕ κυρίως κλωστοϋφαντουργίας, αλλά και τροφίμων. Στην Νέα Ιωνία, την Ελευθερούπολη και τον Περισσό μετά το 1935 κυριαρχεί η παρουσία του Μποδοσάκη Αθανασιάδη ο οποίος διευθύνει την «Ελληνική Εριουργία». Τα εργοστάσια πολύ γρήγορα εξαπλώθηκαν σε Νέα Φιλαδέλφεια και Νέο Ηράκλειο με αποκλειστικό σχεδόν αντικείμενο την κλωστοϋφαντουργία.[56]
Οι προϋποθέσεις βιομηχανικής ανάπτυξης της περιόδου μετά το 1932 έστρεψαν τους Ναουσαίους βιομήχανους αδελφούς Λαναρά στο Περιστέρι, όπου υπήρχε πολυάριθμο γυναικείο εργατικό δυναμικό. Εκεί ίδρυσαν το πρώτο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στην περιοχή και ένα από τα μεγαλύτερα στα Βαλκάνια. Στα 1933 οικοδομείται ένα τεράστιο υπερσύγχρονο εργοστασιακό συγκρότημα μέσα ελάχιστο χρονικά διάστημα στην περιοχή Κολοκυνθούς καταλαμβάνοντας έκταση 35.000 πήχεων. Στα 1934 απασχολεί με αδιάκοπη και εντατική εργασία περίπου 1800 εργάτριες και εργάτες, στο σύνολό τους κατοίκους της περιοχής, ενώ η επέκταση με νέα μηχανήματα αυξήσει τους απασχολούμενους σε πάνω από 2.500 χιλιάδες έως και να φτάσουν τους 4.000. Για το Περιστέρι η ίδρυση του εργοστασίου συνιστά σταθμό. Χιλιάδες εργατικά χέρια άνεργα και υποαπασχολούμενα σε έναν τόπο νεκρό απέκτησαν εργασία.[57] Σύντομα, όμως φάνηκε για πολλούς εργάτες πως η ζωή μέσα στο εργοστάσιο και οι οικονομικές απολαβές βρίσκονταν μακριά από τις υποσχέσεις. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη στην έρευνα στην εφημερίδα «Ελευθέρα Γνώμη» αποκαλύπτει τις σκληρές συνθήκες εργασίας μέσα στην υφαντουργία, ενώ συχνές είναι και οι αναφορές στον Ριζοσπάστη. Στους αργαλειούς εργάζονταν αποκλειστικά γυναίκες, μέσα μεγάλο θόρυβο, όλη την ημέρα όρθιες, παρακολουθώντας την ηλεκτρονική ύφανση. Τα μεροκάματα στα 1936 παρέμεναν χαμηλά, 22-35 δρχ. για τις εργάτριες και 38-55 δρχ. για τους άντρες εργάτες, ενώ εργάζονταν παρά την απαγόρευση της νομοθεσίας κορίτσια έως και 12-14 ετών. Το μηνιάτικο ήταν 700-900 δρχ για τις γυναίκες, 800 με 1000 δρχ. για τους άντρες. Πολλοί βέβαια άντρες εργάτες έπαιρναν 25-30 δρχ, γεγονός που θεωρούταν από τους απαξιωτικό.[58]

Δ. Η συμβολή των προσφύγων και η κοινωνική πόλωση ως γεωγραφικός διαχωρισμός
Η αποκατάσταση των προσφύγων πραγματοποιήθηκε με επιτυχία και είναι ένα από τους μεγαλύτερους άθλους της ελληνικής κοινωνίας, παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες. Οι πρόσφυγες συνέβαλλαν σίγουρα οι ίδιοι στην οικονομική και ιδιαίτερα στην βιομηχανική ανάπτυξη, αλλά αυτό δεν έγινε με τον άμεσο, αυτόματο και ηρωικό τρόπο ορισμένων αναλύσεων. Αντίθετα, η παρουσία των προσφύγων δυσχέρανε εξαιρετικά την ελληνική οικονομία και μόνο όταν οι διεθνείς συνθήκες το επέτρεψαν μπόρεσαν οι πρόσφυγες να επιτελέσουν τον ρόλο που η ΕΑΠ φαντασιωνόταν. Η παρουσία των προσφύγων επίσης συνέβαλε στην πρώιμη είσοδο του κράτους σε πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας. Αλλά ούτε σε αυτήν την περίπτωση παγιώθηκε το κοινωνικό κράτος συνολικά για την ελληνική κοινωνία. Οι ταξικοί και πολιτικοί συσχετισμοί στα μέσα της δεκαετίας θα επιτείνουν την πορεία προς το κοινωνικό κράτος. Οι πρόσφυγες θα συμβάλλουν σε αυτήν την πίεση, αλλά περισσότερο ως το μεγάλο τμήμα μιας ριζοσπαστικοποιημένης και συνειδητοποιημένης εργατικής τάξη που έρχεται σε σύγκρουση με την αστική τάξη, παρά ως το εξαθλιωμένο κοινωνικό στρώμα των προσφύγων που έρχεται σε σύγκρουση με τους γηγενείς. Δηλαδή δε θα συμβάλλουν ως «πρόσφυγες», αλλά ως «ανεργοι» ή ως «εργάτες».
Σύμφωνα με την Λίλα Λεοντίδου η στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων αντανακλά την ταξική πόλωση της μεσοπολεμικής κοινωνίας στον πολεοδομικό χώρο. Για πρώτη φορά εφαρμόστηκε ένας «ηθελημένος κοινωνικός διαχωρισμός» καθώς «οι κυρίαρχες τάξεις, νιώθοντας την απειλή των επικίνδυνων τάξεων, των μαζών, αποσύρθηκαν προσεχτικά στις αποκλειστικές τους συνοικίες. Η πολιτική αποκατάστασης των προσφύγων δημιούργησε αμιγείς λαϊκές και εργατικές περιοχές».[59] Με αυτόν τον διαχωρισμό τονίστηκε παράλληλα η διάσταση γηγενών/προσφύγων. Η ελληνική αστική τάξη εγκαταστάθηκε σε αποκλειστικές συνοικίες, όπως το Κολωνάκι, κοντά στα Ανάκτορα, όπου κυριαρχούσαν οι πολυτελείς πολυκατοικίες, αλλά και στις κηπουπόλεις, όπως αναπτύχθηκαν κάποιες περιοχές όπως το Ψυχικό, η Κηφισιά και η Φιλοθέη, κ.α.
Οι προσφυγικές εργατικές γειτονιές φιλοξενούν τις βιομηχανικές ζώνες και γίνονται έτσι το επίκεντρο της αστικής οικονομίας. Στα 1926 η οικογένεια Κυρκίνη έχει ήδη φτιάξει στους Ποδαράδες μια βιομηχανική πόλη, ένα μικρό Manchester. Μέσα σε αυτές τις εργατικές γειτονιές αναπτύσσεται η προσφυγική λαϊκή κουλτούρα, η οποία παραμένοντας ανταγωνιστική στην «αστική» ορίζεται γεωγραφικά και ταξικά από έναν ολόκληρο κόσμο. Αυτή η νέα λαϊκότητα μετατρέπεται από «κουλτούρα του περιθωρίου» σε ηγεμονική ανταγωνιστική πρόταση, ιδιαίτερα την περίοδο της κατοχής που οι τάσεις αυτές θα γενικευτούν, καθώς ορίζει πολιτισμικά έναν νέο εργατικό ταξικό πόλο σε αντίθεση με τον αστικό πόλο του κέντρου των Αθηνών. Συνιστά μια πολιτισμική –γεωγραφική έκφανση της ταξικής διαπάλης και σύντομα της εμφύλιας διαπάλης.[60]
Στα 1940, φαντάζεται κανείς τους πρόσφυγες να αισθάνονται χαρούμενοι και να βλέπουν τις δυσκολίες ως παρελθόν και να ατενίζουν με αισιοδοξία το μέλλον. Κι όμως τα σύννεφα του πολέμου πλησιάζουν και δείχνουν πόσο εύθραυστα είναι ακόμα όλα φέρνοντας νέους «καϋμούς».



[1] Βλ. «Επιβλητικό συλλαλητήριων των αλυτρώτων», Ελεύθερον Βήμα, 9/1/1923
[2] Βλ. «Ομιλεί και πάλιν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών», Ελεύθερον Βήμα, 26/1/1923
[3] Βλ. Henry Morgenthau, Η Αποστολή μου στην Αθήνα, 1922 – το έπος της εγκατάστασης,  μτφ. Σήφης Κασεσιάν, Τροχαλία, σ. 185
[4] Βλ. Φιλάρεττος Κλεισθένης, «Η χρησιμοποίησις των προσφύγων εν τη βιομηχανία», Ελεύθερον Βήμα, 13/12/1922
[5] Βλ. Henry Morgenthau, ό.π. σ. 185-6
[6] Βλ. Μιτζάλης Νίκος, Η Πάτρα του Μεσοπολέμου, στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων και μεταλλαγές του αστικού χώρου, διδακτορική διατριβή, ΕΜΠ, Αθήνα 2006, σ. 158-9
[7] Βλ Μαρκέτος Σπύρος, Πως φίλησα τον Μουσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, τόμος Ι, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006
[8] Βλ. Χατζηιωσήφ Χρήστος, «Το προσφυγικό σοκ, οι σταθερές και οι μεταβολές της ελληνικής οικονομίας», Ιστορίας της ελλάδας του 20ου αι., Ο μεσοπόλεμος, Β1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002, σσ.8-57, σ. 54-55
[9] Βλ. Σκριπ, 22/5/39
[10] Βλ. Παλούκης Κώστας, «
[11] Βλ. Μιτζάλης Νίκος, ό.π., σ. 129
[12] Βλ. Όλγα Λεϊμόνη, Καισαριανή, μια προσφυγική αθηναϊκή συνοικία (1922-1940), μεταπτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Αθήνας, σ.17
[13] Βλ. Δημοκρατία, 12/6/1925
[14] Βλ. Γκιζέλη Βίκα, Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα, 1920 – 1930, Επικαιρότητα, σ. 128
[15] Βλ. Γκιζέλη Βίκα, ό.π., σ. 129-131
[16] Βλ. Γκιζέλη Βίκα, ό.π., σ.132-138
[17] Βλ. Γκιζέλη Βίκα, ό.π., σ. 138-9
[18] Βλ. Όλγα Λεϊμόνη, Καισαριανή, μια προσφυγική αθηναϊκή συνοικία (1922-1940), μεταπτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Αθήνας, σ.22-3
[19] Βλ. Θεοδοσίου Ν., Περιστέρι, η ιστορία του τόπου, το χρονικό των ανθρώπων, Ελεύθερος Διάλογος, Περιστέρι, 2000, σ. 93
[20] Βλ. Μιτζάλης Νίκος, ό.π., σ. 141
[21] Βλ. Γκιζέλη Βίκα, ό.π., σ. 142-4
[22] Βλ. Μιτζάλης Νίκος, ό.π., σ. 177-8
[23] Βλ. Γκιζέλη Βίκα, ό.π., σ. 195
[24] Βλ. Μιτζάλης Νίκος, Η Πάτρα …, ό.π., σ. 190-1
[25] Βλ. Γκιζέλη Βίκα, ό.π., σ. 199-200
[26] Βλ. Μιτζάλης Νίκος, Η Πάτρα …, ό.π., σ. 194-5
[27] Βλ. Μιτζάλης Νίκος, Η Πάτρα …, ό.π., σ. 192-3
[28] Βλ. Λεϊμόνη Όλγα, Καισαριανή, μια προσφυγική αθηναϊκή συνοικία (1922-1940), μεταπτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Αθήνας, σ.27-8. Βλ. Γκιζέλη Βίκα, ό.π., σ. 217-20. Βλ. Μιτζάλης Νίκος, Η Πάτρα …, ό.π., σ. 198-9
[29] Βλ. Γκιζέλη Βίκα, ό.π., σ. 210
[30]Βλ. Γκιζέλη Βίκα, ό.π., σ. 272-78
[31] Βλ. Γκιζέλη Βίκα, ό.π., σ. 278-283
[32] Βλ. Χαστάογλου Βίλμα, «Προσφυγική εγκατάσταση και πολεοδομικοί μετασχηματισμοί της Θεσσαλονίκης, 1922-1930» στο Η μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης, η εγκατάσταση των προσφύγων στην πόλη (1920-1940), πρακτικά ημερίδας, επίκεντρο, σσ.43-87, σ. 48-51
[33] Βλ. Χαστάογλου Βίλμα, «Προσφυγική …». ό.π.,  σ. 69-79
[34] Βλ. Μιτζάλης Νίκος, Η Πάτρα …, ό.π., σ. 129 
[35] Βλ. Μιτζάλης Νίκος, Η Πάτρα …, ό.π., σ. 181
[36] Βλ. «Απογραφή όλων των παραπηγμάτων», Ελεύθερον Βήμα, 3/3/1937
[37] Βλ. Τζαμουράνης Ε., «Η προσφυγική στέγασις, ο επίλογος ενός μεγάλου έργου», Ελεύθερον Βήμα, 13/3/39
[38] Βλ. Σκριπ, 22/5/39
[39] Βλ. Τζαμουράνης Ε., «Η προσφυγική στέγασις, ο επίλογος ενός μεγάλου έργου», Ελεύθερον Βήμα, 13/3/39
[40] Βλ. Χατζηιωσήφ Χρήστος, «Το προσφυγικό σοκ, οι σταθερές και οι μεταβολές της ελληνικής οικονομίας», Ιστορίας της Ελλάδας του 20ου αι., Β1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002, σσ.8-57, σ. 20
[41] Βλ. Λιάκος Αντ., Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, Το Διεθνές γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών, ΙΕΠΕΤΕ, σ.72 
[42] Βλ. Μιτζάλης Νίκος, Η Πάτρα …, ό.π., σ. 232 
[43] Βλ. Βογιαντζόγλου Όλγα, «Βιομηχανική εγκατάσταση στη Νέα Ιωνία», στο Ο Ξεριζωμός … , ό.π., σς.147-151, σ. 153-5
[44] Βλ. Λιάκος Αντ., ό.π., σ.43
[45]  Βλ. Λιάκος Αντ., ό.π., σ.43- 44
[46] Βλ. Λεϊμόνη Όλγα, Καισαριανή, ό.π., σ.41-42
[47] Βλ. Χατζηιωσήφ Χρήστος, ό.π., σ. 26
[48] Βλ. Χεκίμογλου Ευάγγελος, «Επαγγελματικές πτυχές της εγκατάστασης των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου», στο Η μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης…, ό.π., σσ.127-136, σ. 132-4
[49] Βλ. Βογιαντζόγλου Όλγα, «Βιομηχανική εγκατάσταση στη Νέα Ιωνία», στο Ο Ξεριζωμός … , ό.π., σς.147-151, σ. 150
[50] Βλ. Λεϊμόνη Όλγα, Καισαριανή, ό.π., σ.44
[51] Βλ. Φουντανόπουλος Κ., «Εργασία και εργατικό κίνημα στην Ελλάδα», Ιστορία της Ελλάδας του 20υ αι., ο Μεσοπόλεμος, Β1, Βιβλιόραμα
[52] Βλ. Χατζηιωσήφ Χρήστος, ό.π., σ. 26-28
[53] Βλ. Πετμεζάς Σωκράτης, «Αγροτική Οικονομία», στο Χατζηιωσήφ Χρήστος επιμ., Ιστορίας της Ελλάδας του 20ου αι., Ο μεσοπόλεμος, Β1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002, σσ.188-249, σ. 218-22
[54] Βλ. Φουντανόπουλος Κώστας, «Εργασία και Εργατικό κίνημα στην Ελλάδα», στο Χατζηιωσήφ Χρήστος επιμ., Ιστορίας της Ελλάδας του 20ου αι., Ο μεσοπόλεμος, Β1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002, σσ.293-335, σ. 218-22
[55] Βλ. Χατζηιωσήφ Χρήστος, ό.π., σ. 50-51
[56] Βλ. Βογιαντζόγλου Όλγα, ό.π., σ. 156
[57] Βλ. [Μ.Κ.], «Αι πρόοδοι της εριοβιομηχανίας, το νέον εργοστάσιον Λαναρά –Κύρτση», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 16/12/1934
[58] Βλ. Ριζοσπάστη του μεσοπολέμου. Βλ. Θεοδοσίου Ν., Περιστέρι, η ιστορία του τόπου, το χρονικό των ανθρώπων, ό.π., σ. 139, 141 – 143. Για την κλωστοϋφαντουργία στο μεσοπόλεμο βλ. Παπαστεφανάκη Λήδα, Εργασία, τεχνολογία και φύλο στην ελληνική βιομηχανία, η κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά, 1870-1940, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 
[59] Βλ. Λεοντίδου Λίλα, Πόλεις της Σιωπής, εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909 – 1940, ΠΤΙ-ΕΤΒΑ, Αθήνα, 2001, δεύτερη έκδοση, σ. 202
[60] Βλ. Παλούκης Κώστας, «Πρόσφυγες και λαϊκός πολιτισμός στα «δυτικά προάστια»: από το περιθώριο στη διαμόρφωση ενός διακριτού κοινωνικού και πολιτισμικού πόλου στο μεσοπόλεμο», συνέδριο Νέες Προσεγγίσεις στην Ελληνική Κοινωνία του μεσοπολέμου (1922-1940), Αθήνα 14 Ιανουαρίου 2011. (http://www.raskolnikovgr.blogspot.com/)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: