Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Η Μεγάλη Ιδέα, η Μικρασιατική Καταστροφή και η Αναψηλάφιση της δίκης των έξ

Κώστας Παλούκης

Η "δίκη των έξι" θα επαναληφθεί 87 χρόνια μετά σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Το αίτημα υπεβλήθη από τον Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη, εγγονό του εκτελεσθέντα Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη. Ταυτόχρονα, τον Οκτώβρη του 2009 διοργανώθηκε από το Ιδρυμα Ιστορίας του Ελευθερίου Βενιζέλου εκδήλωση με θέμα «Η δίκη των οκτώ και η εκτέλεση των έξ- Ενα δράμα του σύγχρονου Ελληνισμού», ενώ ο τύπος γεμίζει με σχετική αρθρογραφία. Τέλος, δεκάδες μικρασιατικά σωματεία διαμαρτύρονται για την απόφαση αυτή. Γιατί όμως 9 δεκαετίες μετά ένα τόσο παλιό ζήτημα είναι ξανά επίκαιρο;
Στις 10 Αυγούστου 1920 παραχωρούνται από τους νικητές του μεγάλου Πολέμου στην Ελλάδα ολόκληρη η Δυτική Θράκη, η Ανατολική Θράκη έως τα οχυρά της Τσατάλντζας, όλα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου πλην Δωδεκανήσων και η περιοχή της Σμύρνης για μια περίοδο πέντε ετών. Θα ακολουθούσε δημοψήφισμα με βάση το οποίο οι κάτοικοι θα αποφάσιζαν την προσάρτηση ή όχι στην Ελλάδα. Η "Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών" ήταν πραγματικότητα. Ο Ελ. Βενιζέλος αναλαμβάνοντας το υψηλότατο ρίσκο να στηρίξει τις δυνάμεις της Αντάντ και να διχάσει την ελληνική κοινωνία, αλλά και χειριζόμενος αριστοτεχνικά τη διπλωματία ήταν ο μεγάλος νικήτης. Και όμως στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 νικητής αναδείχθηκε η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο επάρατος Κωνσταντίνος βρισκόταν πάλι στο θρόνο του δημοκρατικά νομιμοποιημένος, ενώ ο Βενιζέλος επέστρεφε ηττημένος στο Παρίσι!
Η Ελλάδα μπήκε σε έναν πόλεμο επιβεβλημένο από τις Μεγάλες Δυνάμεις με τη μορφή Στρατιωτικής Κατοχής και μιας τριετούς βενιζελικής δικτατορίας. Η πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων της Παλιάς Ελλάδας, οι μειονοτικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας και της Ηπείρου, οι κοσμοπολίτικοι εβραϊκοί πληθυσμοί αδυνατούσαν να κατανοήσουν τον "εθνικοαπελευθερωτικό και δημοκρατικό" χαρακτήρα όχι μόνο του λήξαντα πολέμου, αλλά ακόμη περισσότερο του νέου που εγκαινιαζόταν στη Μικρά Ασία. Μπορεί οι πρόσφυγες, οι Κρήτες και οι νησιώτες να στήριζαν στα 1920 Βενιζέλο, αλλά ο ελληνικός λαός ψήφισε το αντιβενιζελικό σύνθημα "Οίκαδε", " πίσω στα σπίτια".
Οι κυβερνήσεις όμως του Λαϊκού Κόμματος συνέχισαν το πόλεμο με αποτέλεσμα την καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού. Η επαναστατική κυβερνηση των βενιζελικών δίκασε και καταδίκασε σε θάνατο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας πέντε πολιτικούς και έναν στρατιωτικό του αντιβενιζελικού στρατοπέδου: οι Δ. Γούναρης, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Ν. Στράτος, Ν. Θεοτόκης, Γ. Μπαλτατζής και ο αρχιστράτηγος Γ. Χατζηανέστης. 
 
Στις 10 Αυγούστου 1920 υπογράφεται στο προάστιο Sevres του Παρισιού η Συνθήκη Ειρήνης των νικητών του Μεγάλου Πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πρόσθετες συναφείς Διεθνείς πράξεις της ίδιας ημερομηνίας παραχωρούν στην Ελλάδα ολόκληρη τη Δυτική Θράκη, την Ανατολική Θράκη έως τα οχυρά της Τσατάλντζας, όλα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου πλην Δωδεκανήσων και την περιοχή της Σμύρνης για μια περίοδο πέντε ετών. Μετά τη λήξη της περιόδου αυτής θα ακολουθούσε δημοψήφισμα με βάση το οποίο οι κάτοικοι θα αποφάσιζαν την προσάρτηση ή όχι στην Ελλάδα. Η "Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών" ήταν πραγματικότητα. Ο Ελ. Βενιζέλος αναλαμβάνοντας το υψηλότατο ρίσκο να στηρίξει τις δυνάμεις της Αντάντ καινα διχάσει την ελληνική κοινωνία φτάνοντας στο σημείο του εμφυλίου, αλλά και χειριζόμενος αριστοτεχνικά όλα τα διπλωματικά παχνίδια ήταν αναμφισβήτητα ο μεγάλος νικήτης. Και όμως στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 νικητής αναδείχθηκε η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις, ένας Συνασπισμός Αντιβενιζελικών κομμάτων, και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο επάρατος Κωνσταντίνος βρισκόταν πάλι στο θρόνο του δημοκρατικά νομιμοποιημένος, ενώ ο Βενιζέλος επέστρεφε ηττημένος στο Παρίσι! Εδώ και δεκαετίες οι ιδεολογικοί κληρονόμοι του Βενιζελισμού προσπαθούν να εξηγήσουν, αλλά και να εξωραϊσουν αυτό "τραύμα", τη μικροψυχία δηλαδή του ελληνικού λαού απέναντι στον μεγάλο του ηγέτη.
Η Μεγάλη Ιδέα ήταν αναμφισβήτητα ένα όνειρο με βάση το οποίο γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές ελλήνων. Κάλυπτε όλο το ιδεολογικό και πολιτικό φάσμα καθώς προβαλλόταν μέσα σε διαφορετικά πολιτικοϊδεολογικά συμφραζόμενα, καθώς μπορούσε να ταυτίζεται με τα σχέδια όλων των κοινωνικών στρωμάτων (αγρότες, μικροαστούς ή μισθωτούς τεχνίτες, μεσοαστούς διανοούμενους, μεγαλοαστούς). Αφορούσε πρωτίστως την επαναστατική σοσιαλιστική ή γιακωβίνικη δημοκρατική αριστερά (Καλλέργης και άλλοι πρώιμοι σοσιαλιστές, Επτανήσιοι ριζοσπάστες, Κρήτες δημοκράτες) που συνέδεαν την επαναστατική και κοινωνική αλλαγή με την ανατροπή όλων των παλαιών καθεστώτων και την εγκαθίδρυση σοσιαλιστικών ή λαϊκοδημοκρατικών καθεστώτων γιακωβίνικου τύπου. Προτασσόταν από την "ρεφορμιστική" και "συντηρητική" εκδοχή του γιακωβινισμού, δηλαδή τον αντιπλουτοκρατικό δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό του Δεληγιάννη ως ένα σχέδιο που θα ήταν επαναστατικό για τους καταπιεζόμενους πληθυσμούς, αλλά ταυτόχρονα και επεκτατικό για την Ελλάδα με στρατιωτικού τύπου μάχες, όπως π.χ. ο "ειρηνοπόλεμος" του 1885 και ο πόλεμος στα Θεσσαλικά πεδία του 1897 που ήταν ταυτόχρονα επανάσταση στην Κρήτη. Τέλος, είχε τη μορφή μιας πλήρως μεταρρυθμιστικής διαδικασίας με στόχο την "από τα πάνω" εσωτερική πολιτισμική κυριαρχία του ελληνικού κεφαλαίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όπως εκφραζόταν από την εκσυγχρονιστική αντικοινοβουλευτική ιμπεριαλιστική πολιτική του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου και εκφραζόταν από τον Τρικούπη και τον Γεώργιο για λάβει η τελευταία αυτή εκδοχή σε μια εποχής οικονομικής αβεβαιότητας για μεγάλο ελληνικό κεφάλαιο τη μορφή μιας καθαρά στρατιωτικής πολεμικής επέμβασης εκφρασμένη από τον Ελ. Βενιζέλο.
Εάν στα 1912-13 ο προοδευτικός βενιζελισμός της εργατικής νομοθεσίας και του υποσχόμενου κοινωνικού κράτους μπορούσε να εκφράζει κάπως ένα ηγεμονικό συλλογικό όραμα και να ταυτίζεται κατά έναν τρόπο με τα εθνικοαπελευθερωτικά οράματα, στα 1915 και ακόμη περισσότερο στα 1920 τα πράγμα ήταν πολύ διαφορετικά. Η Ελλάδα μπήκε με το ζόρι σε έναν πόλεμο επιβεβλημένο από τις Μεγάλες Δυνάμεις με τη μορφή Στρατιωτικής Κατοχής και με την επιβολή μιας τριετούς βενιζελικής δικτατορίας. Η πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων της Παλιάς Ελλάδας, οι μειονοτικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας και της Ηπείρου, οι κοσμοπολίτικοι εβραϊκοί πληθυσμοί αδυνατούσαν να κατανοήσουν τον "εθνικοαπελευθερωτικό και δημοκρατικό" χαρακτήρα όχι μόνο του λήξαντα πολέμου, αλλά ακόμη περισσότερο του νέου που εγκαινιαζόταν στη Μικρά Ασία. Η συμπεριφορά δε του ελληνικού στρατού στην "απελευθερωμένη" Σμύρνη επιβεβαίωνε ακόμη και σε τμήματα του ελληνικού στρατού τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Μπορεί οι πρόσφυγες για τους δικούς τους λόγους και προσδοκίες, οι Κρήτες και οι νησιώτες -- ενταγμένοι μέσα από επαναστατικές διαδικασίες στον εθνικό κορμό -- να στήριζαν στα 1920 Βενιζέλο, αλλά ο ελληνικός λαός ψήφισε το αντιβενιζελικό σύνθημα "Οικάδε", " πίσω στα σπίτια".
Η μεγάλη λοιπόν προδοσία της ηγεσίας της αντιβενιζελικής παράταξης είναι ότι ακριβώς πούλησε πολύ γρήγορα και εύκολα το λαϊκό αυτό αίσθημα που τους ανέδειξε στην εξουσία. Διεκδικώντας για τον εαυτό τους τις δάφνες του αντιπάλου θέλησαν να αποδείξουν πως μπορούν να εκφράσουν καλύτερα τα συμφέροντα του μεγάλου ελληνικού κεφαλαίου και να φτάσουν την Ελλάδα ακόμη πιο μακριά. Θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει δεκάδες περιπτώσεις και υποπεριπτώσεις μεγαλύτερων ή μικρότερων "προδοσιών", παραλείψεων, αστοχιών με βάση τα εθνικά, διπλωματικά και στρατιωτικά κριτήρια, με κορύφωση την διαταγή της απαγόρευσης εξόδου από την Ανατολή όλων των Ελλήνων και την παράδοσή τους στο έλεος του εχθρού, τη στιγμή μάλιστα που αποφάσισαν την στρατιωτική εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας (Ιούλιος 1922). Η κοινή συνισταμένη όλων αυτών των "προδοσιών" ήταν η πραγματική αδιαφορία για τους κάθε λογής "από κάτω": στρατιώτες, υπαλλήλους, εργάτες, χριστιανούς μικρασιάτες έχοντας ως μοναδικό πολιτικό κριτήριο τελικά τη διάσωση του θρόνου. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, και παρά τις αστοχίες των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων στο καθαρά στρατιωτικό, αλλά και στο διπλωματικό πεδίο, η πραγματική αιτία της ήττας ήταν ακριβώς ότι αυτοί που πολεμούσαν δεν ενδιαφέρονταν και δεν καταλάβαιναν την αξία αυτού του πολέμου. Αντίθετα, ο εχθρός ήταν εξαιρετικά πεισμένος για τον δικό του πραγματικά εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα εναντίον των ελλήνων κατακτητών. Αυτοί λοιπόν που διέταξαν και καθοδηγησαν την Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν καθαρά καιροσκόποι και εξαιτίας τους δεν καταστράφηκε μόνο η Μεγάλη Ιδέα -- το μόνο θετικό--, αλλά ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι και μαζί τους μια ολόκληρη κοινωνία μπήκε σε μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία ανοικοδόμησης.
Για όλους αυτούς τους "προδομένους" στρατιώτες, ξεσπιτωμένους "πρόσφυγες" και τις οικογένειες χωρίς γιους, συζύγους και πατεράδες δε χρειαζόταν καμία δίκη που θα αποδείκνυε εκείνο που όλοι γνώριζαν και βίωναν. Τον Αύγουστο του 1922 δεν κατέρρευσε μόνο το μέτωπο, αλλά κατέρρευσε μερικώς και το ίδιο το κράτος ριζοσπαστικοποιώντας πολιτικά τα λαϊκά στρώματα. Και πράγματι οι βενιζελικοί αξιωματικοί που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση ήταν σε θέση να αντιληφθούν τον τεράστιο κίνδυνο που ενδεχομένως να αντιμετώπιζε το αστικό καθεστώς συνολικά. Για αυτό όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και βιαστικά έπρεπε οι υπαίτιοι να δικαστούν, να καταδικαστούν και να εκτελεστούν. Και ίσως να είχαν δίκιο να φοβούνται. Το Σοσιαλδημοκρατικό ΣΕΚΕ που είχε καταφέρει να εκφράσει το αντιπολεμικό κλίμα με μεγαλύτερη συνέπεια, παρότι δεν μπόρεσε να αντιδράσει άμεσα και να πρωταγωνιστήσει στα 1922, διαπεράστηκε όμως γρήγορα από το ρεύμα ριζοσπαστικοποίησης, μετασχηματίστηκε σε ΚΚΕ και έγινε αρκετά απειλητικό μέσα σε συνθήκες διόγκωσης των εξαθλιωμένων προλεταρίων.
Δεν είναι όμως μια απλή υπόθεση η εκτέλεση τριών πρωθυπουργών, δύο υπουργών και ενός αρχιστρατήγου. Οι αστοί πολιτικοί, αλλά και γενικότερα οι πολιτικές ηγεσίες, όπως παλιότερα και οι βασιλιάδες, ενώ εύκολα αποφασίζουν πολέμους, τη βίαιη καταστολή εξεγέρσεων και τη θανατική καταδίκη των εξεγερμένων ή των απλών εγκληματιών και γενικότερα των κάθε λογής "από κάτω", πολύ δύσκολα συναινούν στην εκτέλεση ισοτίμων τους. Συνήθως, επικρατεί, ακόμα και στους φανατικότερους εχθρούς, μια είδους ταξική αλληλεγγύη. Σε όλο το μεσοπόλεμο χιλιάδες εργάτες σοσιαλιστές, κομμουνιστές του Αρχειομαρξισμού και του ΚΚΕ φυλακίστηκαν, εκτοπίστηκαν σάπισαν από αρρώστιες για τα πιο μικρά παραπτώματα με την κατηγορία ότι στρέφονταν εναντίον του κοινωνικού καθεστώτος. Αντίθετα, πολιτικοί και στρατιωτικοί εκατέρωθεν των δύο αστικών στρατοπέδων και εν μέσω οξυμένου του εθνικού διχασμού πολύ εύκολα έδιναν χάρη ο ένας στον άλλο εν ονόμαστι της εθνικής συμφιλίωσης, ενώ όλοι είχαν σχεδόν συμμετάσχει σε ένα τουλάχιστον πραγματικό πραξικόπημα ή κάποια άλλη πραγματική κίνηση εναντίον του πολιτεύματος. Το 1944, ακόμα και η ηγεσία του ΚΚΕ, ηττημένη στα Δεκεμβριανά, κατάφερε να εξαιρεθεί στη Συμφωνία της Βάρκιζας από ενδεχόμενες εκδικητικές κινήσεις των νικητών, ενώ η ΕΑΜική βάση παρέμενε έκθετη. Ακόμη και ο συνεργάτης των Γερμανών Ιωάννης Ράλλης καταδικάστηκε απλώς σε ισόβια στις δίκες των δοσιλόγων. Όχι τυχαία ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος είχε στείλει επιστολή με την οποία διαφωνούσε με την εκτέλεση των έξι. Ακόμα και εάν έφτανε νωρίτερα, δε θα άλλαζε βέβαια την απόφαση της εκτέλεσης.
Η ελληνική αστική τάξη, επανενοποιημένη μεταπολεμικά υπό την ηγεμονία της δεξιάς και μεταπολιτευτικά υπό τη σχετική ηγεμονία της κεντροαριστεράς, βίωνε την αναγκαστική αυτή εκτέλεση μελών της υπό την πίεση του λαϊκού παράγοντα ως ένα εξαιρετικά μεγάλο συλλογικό τραύμα. Εκατοντάδες κείμενα, άρθρα σε εφημερίδες, δεκάδες βιογραφίες και ιστορίες, ιδιαίτερα εκείνα που προέρχονταν από αστούς πολιτικούς (βλ Π. Κανελλόπουλος, Γ. Παπανδρέου, Κ. Τσάτσος, Κ. Καραμανλής, Σπ. Μαρκεζίνης) εδώ και δεκαετίες καλλιεργούν το "καλό" πρόσωπο των εκτελεσθέντων, αλλά και την αδικία που διαπραχθηκε σε βάρος τους. Με αυτόν τον τρόπο η κίνηση για αναψηλάφιση της δίκης των έξι και η θετική απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, καθώς το έδαφος έχει εδώ και καιρό προλειανθεί. Εξάλλου, σήμερα η συναίνεση και η ομοφωνία της αστικής τάξης βρίσκεται σε πρωτοφανή βαθμό σε σχέση με το ιστορικό παρελθόν και διευκολύνει εξαιρετικά σε μια τέτοια αναθεώρηση της ιστορίας. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι ιδεολογικός ταγός της αναψηλάφισης δεν είναι άλλος από τον Θάνο Βερέμη, η ιστορική οπτική του οποίου είναι καθαρά από τη μεριά του αστισμού.
Τέλος, δεν είναι άσχετη η υπόθεση αυτή εν γένει με τη σχέση Μικρασιατικης Καταστροφής και σύγχρονου ελληνικού κράτους. Οι ευθύνες του αστισμού σε αυτήν τη μεγάλη λαϊκή καταστροφή επέφεραν την υποχρέωση του να φροντίσει για την υλική αποκατάσταση και αναπαραγωγή των λαϊκών στρωμάτων διαμορφώνοντας έτσι το σύγχρονο κοινωνικό κράτος. Εάν λοιπόν η Μικρασιατική Καταστροφή δεν είναι παρά ένας "συνωστισμός", οι υπεύθυνοι αυτού του "συνωστισμού" δεν υπήρχε λόγος να τιμωρηθούν και να πληρώσουν με τη ζωή τους, ενώ βέβαια συνολικά η αστική τάξη δεν είναι υποχρεωμένη να μοιράζεται τον πλούτο της με κανέναν άλλον. Δεν είναι άνευ ταξικού προσήμου η συνολική αυτή προσπάθεια αναθεώρησης της επίσημης ιστορίας στο όνομα της εθνικής και κοινωνικής συναίνεσης.
Είναι πραγματικά προκλητικό, όταν χιλιάδες δίκες κομμουνιστών της περιόδου του εμφυλίου ή δίκες κομμουνιστών, όπως του Μπελογιάννη, του Πλουμπίδη κ.α. δεν έχουν αναθεωρηθεί, όταν δίκες αθωωμένων δοσιλόγων δεν έχουν αναψηλαφισθεί, όταν η δίκη του Γρηγόρη Στακτόπουλου για την υπόθεση Πολκ δεν έχει αναθεωρηθεί, το σημερινό αστικό κράτος να ανοίγει την υπόθεση των έξι που είναι καταφανώς υπεύθυνοι.

πόσοι μας διάβασαν: