Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

«Από το 1929 στο 2009:Το εργατικό κίνημα και η Αριστερά απέναντι στις ιστορικές κρίσεις του καπιταλισμού»



Οι πολιτικές και οικονομικές κρίσεις πριν το 1929: οι πολιτικές απαντήσεις
Κώστας Παλούκης, ανακοίνωση στην πολιτική εκδήλωση του ΝΑΡ για την Πρωτομαγιά, Πέμπτη 30 Απρίλη, 7.00 μ.μ. στο αμφιθέατρο της Νομικής.

Ομιλητές-θέματα:

- Κώστας Παλούκης (ιστορικός): «Από το 1929 στο 2009: Το εργατικό κίνημα και η Αριστερά απέναντι στις ιστορικές κρίσεις του καπιταλισμού» (ιστορικού-πολιτικού περιεχομένου, με συμπεράσματα κ.λπ.)
- Φάνης Παπαδάτος (οικονομολόγος): Κρίση και υπεραξία - Το κρυμμένο μυστικό της κρίσης και της αστικής απάντησης σ' αυτή» (η ουσία της κρίσης και η σύνδεσή της με την εκμετάλλευση, την υπεραξία κ.λπ.)
- Νίκος Πελεκούδας: «Κρίση και ταξική πάλη: Συνέπειες, διλήμματα και προκλήσεις για το εργατικό κίνημα»



«Από το 1929 στο 2009:Το εργατικό κίνημα και η Αριστερά απέναντι στις ιστορικές κρίσεις του καπιταλισμού»


Η γαλλική και βιομηχανική επανάσταση διαλύοντας τα παλαιά καθεστώτα γέννησαν δύο ανταγωνιστικά πολιτικά, ιδεολογικά και πολιτισμικά συστήματα. Από τη μία ο φιλελευθερισμός με πυρήνα τον ατομικισμό επικράτησε οικονομικά, θεσμικά και ιδεολογικά μέχρι το 1870 εκφράζοντας τον κυρίαρχο αστισμό και χαρακτηρίζοντας ένα ολόκληρο στάδιο του καπιταλισμού, εκείνο του ελεύθερου ανταγωνισμού, στο οποίο τα εργατικά στρώματα αποκλείονται εξ ορισμού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και ως εκ τούτου, ο κοινοτισμός με πυρήνα τις συλλογικές δομές και φέροντας κληρονομιές του Παλαιού Καθεστώτος αναπαραγόταν στο περιθώριο της επίσημης πολιτικής σκηνής και κοινωνικής δομής εκφράζοντας τα ηγεμονευόμενα εργατικά στρώματα μέσα στις συντεχνίες, τα συνδικάτα, τις θρησκευτικές και τις επαναστατικές σέχτες. Στην πραγματικότητα μια δομική αντίφαση μέσα στα εργατικά στρώματα, η αντίθεση του κόσμου των αντρών εργατών εργαστηρίων με τις νέες βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες στις οποίες κυρίως εργάζονται γυναίκες, παιδιά και φυλακισμένοι (ένα είδος νέας εργατικής βάρδιας της εποχής) έθετε την αντίσταση απέναντι στην βιομηχανοποίηση με όρους επιστροφής σε μια εξιδανικευμένη χαμένη ουτοπία του κόσμου των τεχνιτών και τις μεσαιωνικές συντεχνίες.
Η πρώτη Μεγάλη Ύφεση του παγκόσμιου καπιταλισμού την περίοδο 1870-1880 θα θέσει εντελώς νέα ερωτήματα τόσο στον κόσμο της εργασίας όσο και στο κεφάλαιο. Έτσι, θα αποτελέσει και την πρώτη μεγάλη πρόκληση της αριστεράς να απαντήσει στις κρίσεις του καπιταλισμού. Με την Παρισινή Κομμούνα ο κοινωνικός, πολιτισμικός και πολιτικός κοινοτισμός των εργατικών τάξεων αναδύεται για πρώτη φορά σε πολιτική πρόταση και πολιτικό όραμα για όλη την κοινωνία, μετασχηματίζεται σε ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα, τον κομμουνισμό, απειλητικό για το καπιταλιστικό σύστημα. Όμως η Κομμούνα αντιπροσώπευε τον κόσμο των τεχνιτών και του μικρόκοσμου του εργαστηρίου και όχι το νέο βιομηχανικό προλεταριάτο. Η ήττα της έτσι αποτέλεσε την ήττα του παλαιού αυτού εργατικού κόσμου να εμποδίσει το βάθεμα του καπιταλισμού. Άφησε όμως σημαντικές παρακαταθήκες τουλάχιστον στο οραματικό επίπεδο. Την ίδια εποχή στην Αμερική και στη Γερμανία με διαφορετικό τρόπο το κεφάλαιο αναζητεί νέες δομές και φόρμες να κερδίσει από τους τεχνίτες τον έλεγχο της παραγωγής, να την εξορθολογήσει και να την εντατικοποιήσει, ώστε να μπορέσει να επενδύσει με άμεσα οφέλη τα υπερσυσσωρευμένα χρηματικά αποθέματα που προκάλεσαν την κρίση. Στην Αμερική αρχικά χρησιμοποιεί την καταστολή και την βία απέναντι στις εξεγέρσεις και στα μυστικιστικά εργατικά τάγματα των τεχνιτών, στη συνέχεια όμως γεννάει τον ταιυλορισμό και αργότερα τον φορντισμό. Με καθαρά όρους αγοράς το κεφάλαιο «εξαγοράζει - ενσωματώνει» τα φτωχά στρώματα των νέων μεταναστών μη ειδικευμένων εργατών σε ένα νέο μοντέλο παραγωγής, όπου οι συσχετισμοί δύναμης μέσα στην παραγωγή είναι ενισχυμένοι υπέρ των εργοδοτών προσφέροντάς τους λιγότερη δουλειά οχτάωρο (βασικό μέχρι τότε αίτημα), καλύτερους μισθούς και κάποια μορφή κοινωνικής πρόνοιας προσφερόμενη από τον ίδιο τον εργοδότη. Στην Γερμανία και τις άλλες βόρειες χώρες το αυτοκρατορικό κράτος μετασχηματίζει τον παραδοσιακό συντεχνιασμό στον σύγχρονο κορπορατισμό. Με αυτόν τον τρόπο μεταφέρει την ευθύνη της πρόνοιας από την οικογένεια και τους μάστορες στο ίδιο το κράτος γεννώντας τη σύγχρονη μορφή του κοινωνικού κράτους. Συνολικά λοιπόν μπροστά στην οικονομική κρίση και τον νέο κίνδυνο, ο αστισμός εγκαταλείπει τον ελεύθερο ανταγωνισμό και τον ατομικό σχεδιασμό των επιχειρηματιών προς χάριν του μονοπωλιακού καπιταλισμού και εγκαινιάζει την εποχή της μαζικής παραγωγής. Επιχειρεί να ενσωματώσει τα εργατικά στρώματα εφαρμόζοντας είτε τον φορντισμό-ταιυλορισμό είτε κοινωνική πολιτική, ενώ το κράτος αναλαμβάνει έναν ενεργότερο ρόλο στην κοινωνική αναπαραγωγή. Ιδεολογικό και θεσμικό εργαλείο σε αυτό το νέο εγχείρημα ο εθνικισμός και το έθνος κράτος. Πιο συγκεκριμένα η αστική δημοκρατία για το φιλελεύθερο μοντέλο των ΗΠΑ, ο αυτοκρατορισμός για τον γερμανικό κορπορατισμό.
Το νεωτερικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγεται πλέον η ταξική πάλη δίνει τη δυνατότητα στις εξίσου νεωτερικές μαρξιστικές συλλήψεις της πολιτικής να αναδειχθούν σε βάρος των μυστικιστικών, αναρχικών και αναρχοσυνδικαλιστικών, πλην ίσως της Γαλλίας. Τα εργατικά στρώματα αμφισβητούν συλλογικά και ενιαία την εργοδοτική εξουσία σε επίπεδο πλέον κοινωνίας και όχι παραγωγικής μονάδας, προτάσσουν τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Όχι τυχαία, ιδιαίτερα στην Γερμανία εμφανίζεται ένα μαζικό μαρξιστικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα. Όμως εγκαταλείπεται η επαναστατική παράδοση, γεγονός που επιτρέπει στις αναρχικέςε ιδέες να αναπαράγονται. Ένα είδος μαρξιστικού εξελικτικισμού κυριαρχεί σύμφωνα με το οποίο ο ίδιος ο καπιταλισμός σοσιαλιστικοποιείται, οπότε το αντικαπιταλιστικό ζήτημα θα πρέπει περιορίζεται στην κοινοβουλευτική κατάληψη της εξουσίας. Μια νέα οικονομική κρίση στα 1909 όμως θα δείξει τα όρια του νέου οικονομικού μοντέλου και θα δείξει τον δρόμο προς έναν νέο πόλεμο. Συζητήσεις και εντάσεις στο εσωτερικό της σοσιαλδημοκρατίας θα αναδείξουν μια επαναστατική μαρξιστική τάση. Μπροστά στο ενδεχόμενο του πολέμου, η ρεφορμιστική διάσταση της σοσιαλδημοκρατίας θα λειτουργήσει καθοριστικά στη δημιουργία μεγαλύτερων συναινέσεων.
Και πράγματι, ο Μεγάλος Πόλεμος δε θα μπορούσε να προσελκύσει τον ενθουσιασμό αρχικά και την θυσία στη συνέχεια χωρίς την ταξική συνεργασία και τις υποσχέσεις για το μέλλον. Στη Βρετανία για πρώτη φορά η εργατική τάξη γινόταν δεκτή ως εταίρος στη διαχείριση της οικονομίας. Η κυβέρνηση υποσχόταν πως μετά τη λήξη του πολέμου δεν θα υπήρχε επιστροφή στις συνθήκες της αμοιβαίας καχυποψίας και του ανταγωνιστικού καπιταλισμού, αλλά συνεργασία μεταξύ κράτους, εργοδοσίας και εργατών. Στη Γαλλία ο σοσιαλδημοκράτης Albert Thomas έγινε υπουργός προμηθειών, θέση που σε συνθήκες πολέμου είχε την ευθύνη όλης της βιομηχανίας. Εγκαθιδρύθηκαν εργατικές αντιπροσωπείες, οι οποίες συμμετείχαν στη διαχείριση των επιχειρήσεων που αφορούσαν την εθνική άμυνα. Οι βρετανοί και γάλλοι σοσιαλδημοκράτες εργάτες, μέσα από τον ρεπουμπλικανικό πατριωτισμό τους είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται ότι απειλούνται από τον γερμανικό αυτοκρατορισμό. Από την άλλη οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, περήφανοι για το δικό τους κοινωνικό κράτος που μόνο ο γερμανός αυτοκράτορας και η γερμανική παράδοση του κορπορατισμού μπορούσαν να προσφέρουν είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται εχθρικά απέναντι στον αγγλογαλλικό φιλελευθερισμό και γαλλικό ρεπουμπλικανισμό. Έτσι, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς πολύ εύκολα πείστηκαν ότι η ταξική πάλη είναι μια υπόθεση που αφορά μόνο τις συνθήκες ειρήνης και ότι σε συνθήκες πολέμου οφείλουν να υπερασπιστούν τις δικές τους πατρίδες και τα δικά τους κοινωνικά κεκτημένα. Οι νικητές του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου θα προσφέρουν μια φιλελεύθερη εκδοχή αυτού του κοινοτισμού, αστική δημοκρατία με εργατικά δικαιώματα στα πλαίσια αυτοδιάθετων εθνών-κρατών, καθώς ο γερμανικός αυτοκρατορικός κορπορατισμός θα συντριφθεί στα πεδία των μαχών και στην συνθήκη των Βερσαλιών.
Η επανάσταση του 1917 στη Ρωσία και οι μπολσεβίκοι αρνούμενοι την προδοσία του διεθνισμού και των διακριτών ταξικών συμφερόντων καταδεικνύουν τη δυνατότητα του κομμουνιστικού οράματος και την ικανότητα των εργατών να νικούν. Με αυτόν τον τρόπο συγκροτούν σε πλήρη και κάθετη αντίθεση με το σοσιαλδημοκρατικό/φιλελεύθερο-φιλεργατικό αστικοδημοκρατικό μοντέλο τη δική τους πρόταση για μια εργατική δημοκρατία μέσα στα πλαίσια μιας δικτατορίας του προλεταριάτου.



Η κρίση του 1929:
Η κρίση του 1929 θα είναι όμως μια τομή καθοριστική που θα αλλάξει εντελώς τις ποιότητες των πολιτικών συστημάτων και των πολιτικών απαντήσεων.
Στις 22 Οκτωβρίου του 1929 οι εντολές πωλήσεων διογκώθηκαν απότομα στο Χρηματιστήριο της Γουόλ Στριτ λαμβάνοντας τη μορφή χιονοστιβάδας στη συνεδρίαση της 24ης Οκτωβρίου. Αυτή ήταν η Μαύρη Πέμπτη κατά την οποία 12 εκατομμύρια μετοχές έπεσαν στην αγορά χωρίς να συναντήσουν αγοραστή. Όλοι δοκιμάζουν να ξεφορτωθούν τους τίτλους τους μια ώρα αρχύτερα και οι τιμές πέφτουν κατακόρυφα. Ολόκληρο το σύστημα που στήριζε την επιταχυνόμενη ανάπτυξη καταρρέει μεμιάς. Η αλληλεξάρτηση ευρωπαϊκής και βορειοαμερικανικής οικονομίας δεν αργεί να εμπλέξει στην κρίση και την Ευρώπη. Η Γερμανία και η Αυστρία και οι υπόλοιπες κεντροευρωπαϊκές χώρες που ήταν κύριες αποδέκτες των αμερικανικών πιστώσεων θα πληγούν εντονότερα και αμεσότερα. Στη Μεγάλη Βρετανία, όπου ο οικονομικός μαρασμός χρονολογείται από παλιότερα και παρουσιάζει διαρθρωτικό χαρακτήρα, η κρίση αρχικά εκδηλώνεται με μικρότερη ένταση. Από όλες τις βιομηχανικές χώρες της γηραιάς ηπείρου η Γαλλία θα πληγεί από την κρίση τελευταία και λιγότερο αποκτώντας τη μορφή μιας χρόνιας, αλλά σταθερής ύφεσης όμοιας με της Βρετανίας. Αυτό οφείλεται στην οικονομική αυτοτέλεια που της προσέφερε ο αγροτικός πλούτος, η λιγότερο προωθημένη εκβιομηχάνιση, η περιορισμένη παρουσία ξένων επενδύσεων και η σταθερότητα του φράγκου. Το 1932, την χρονιά που περίμεναν οι αστοί οικονομολόγοι τις πρώτες θολές σκιές μιας πρώτης αυτόματης ανόδου του εμπορικού κύκλου, ο καπιταλιστικός κόσμος έβλεπε στον ορίζοντα ακόμα πιο βαριά σύννεφα. Η Μεγάλη Βρετανία είχε ανέργους 22% των εργατών της και βιομηχανική παραγωγή κατά 16% χαμηλότερη του 1929. Η Γαλλία είχε βιομηχανική παραγωγή 28% χαμηλότερη απ' ότι το 1929, ενώ ΗΠΑ και Γερμανία μετά δυσκολίας έφταναν στο 50%. Συνολικά η παγκόσμια παραγωγή ήταν κατά 38% χαμηλότερη απ' τον Ιούνιο του 1929. Αν και σε διαφορετικό βαθμό, η κρίση θα πλήξει κοινωνικά κάθε ομάδα και κάθε χώρα της Ευρώπης. Οι αγρότες υποφέρουν περισσότερο στις σιτοπαραγωγικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι μισθωτοί στον τομέα του εμπορίου και της βιομηχανίας πλήττονται από την κάμψη των μισθών, τον περιορισμό των ωρών εργασίας και ιδίως από την ανεργία. Οι μεσαίες τάξεις πλήττονται από τις υποτιμήσεις, τις πτωχεύσεις και το μαρασμό του λιανικού εμπορίου. Όλων τα βέλη, από διαφορετικές πλευρές ρίχνουν τις ευθύνες στον μεγάλο νικητή του πολέμου, στο φιλελεύθερο δημοκρατικό καθεστώς, τις αδυναμίες του και την αποτυχία των διαφόρων θεραπειών του.
Αλλά και στην πραγματικότητα την ευθύνη για το κράχ έφερε αναμφισβήτητα το πολιτικό-οικονομικό πλέγμα που στήθηκε μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η αμερικάνικη ανάπτυξη είχε ως προϋπόθεση την περιορισμένη ανάπτυξη των ευρωπαϊκών χωρών όπως επιβλήθηκε δια της οικονομικής αφαίμαξης τόσο των ηττημένων, αλλά και των αγγλογάλλων συμμάχων. Έτσι, διαμορφώθηκε μια έντονη και αυξανόμενη ανισορροπία στη διεθνή οικονομία λόγω ακριβώς της ασυμμετρίας στην ανάπτυξη ΗΠΑ και υπόλοιπου κόσμου. Οι αμερικανοί κεφαλαιούχοι επένδυσαν μεγάλα ποσά στη δεκαετία '20 στη γερμανική ανοικοδόμηση. Ένα μέρος των χρηματοδοτήσεων αφορούσε τη γερμανική βιομηχανία. Ένα άλλο ήταν δάνεια προς το γερμανικό κράτος για να ξεπληρώσει τις πολεμικές επανορθώσεις προς το γαλλικό και αγγλικό. Έτσι ένα μέρος των αμερικανικών επενδύσεων στη Γερμανία ανακυκλώνονταν προς τη Γαλλία. Και από εκεί επέστρεφαν στις ΗΠΑ σαν αποπληρωμή των γαλλικών πολεμικών δανείων απ' τις αμερικάνικες τράπεζες. Στα 1928 όμως η ροή χρήματος από τις ΗΠΑ προς τη Γερμανία άρχισε να προορίζεται δραματικά, μιας και οι αμερικανοί κεφαλαιούχοι έκριναν πως η ενδυναμωμένη και αναπτυγμένη αμερικανική οικονομία μπορούσε να τους προσφέρει περισσότερα κέρδη. Έτσι, θεώρησαν πιο συμφέρον να επενδύουν στο ανερχόμενο χρηματιστήριό τους παρά στη γερμανική βιομηχανία ή στα χρέη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Σα συνέπεια η γερμανική βιομηχανία άρχισε στα 1929 να καταρρέει, και οι πληρωμές των αποζημιώσεων δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο. Ταυτόχρονα, η παγκόσμια οικονομία απέτυχε να δημιουργήσει αρκετή ζήτηση για μια διαρκή επέκταση, καθώς η γεωργία παρέμενε σε φάση ύφεσης και οι μισθοί παρέμεναν στάσιμοι ή αυξάνονταν σε μικρό βαθμό, πάντως συνολικά σε πλήρη δυσαναλογία με τα κέρδη των τραπεζιτών και βιομηχάνων. Συγκεκριμένα η μαζική παραγωγή της δεκαετίας του '20 προκάλεσε μια χωρίς προηγούμενο έκρηξη της παραγωγικότητας της εργασίας και μια χωρίς προηγούμενο αφθονία εμπορευμάτων. Αυτή η κυριολεκτική καπιταλιστική επανάσταση στην παραγωγή ξεπερνούσε κατά πολύ τόσο τις αγοραστικές δυνατότητες των αντίστοιχων κοινωνιών όσο και τα καθημερινά τους ήθη. Παρά το γεγονός ότι ακριβώς αυτήν την εποχή διαμορφώθηκε η καταναλωτική ηθική τόσο ως έννοια όσο και ως πραγματικότητα, αυτό το οποίο απουσίαζε ήταν τα λεφτά που για την εργατική τάξη σήμαινε μισθός. Συνεπώς, μπορεί η μια πλευρά της καπιταλιστικής ανάπτυξης να έψαχνε λυσσασμένα για ακόρεστους καταναλωτές ή για ιμπεριαλιστική επέκταση σε νέες αγορές, αλλά από την άλλη πλευρά, η υποκειμενικότητα των καπιταλιστών, με τις θεωρίες, την ιδεολογία τους δε φρόντιζε για να δημιουργήσει μια αντίστοιχη επάρκεια.
Η κρίση υπερσυσσώρευσης ήταν φανερό πάντως σε όλους πως οφειλόταν στην κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς, στην υπέρογκη ισχύ των κεφαλαιοκρατών σε βάρος των εργατών και των αγροτών, στον αδηφάγο χαρακτήρα της διεθνούς ιμπεριαλιστικής αλυσίδας με κέντρο τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, στην ίδια τη φύση της αστικής δημοκρατίας. Η Μεγάλη Ύφεση κατέστρεψε τον οικονομικό φιλελευθερισμό για περίπου μισό αιώνα.
Ο μεγάλος φόβος που κατέβαλε το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και τους αστούς κάθε χώρας το 1917 άρχισε να φαντάζει περισσότερο από ποτέ πραγματικός όταν το φάντασμα του Μαρξ άρχισε να επιβεβαιώνεται και οι οπαδοί του να φαίνονται ήδη έτοιμοι να απαντήσουν στην καπιταλιστική κρίση. Ήδη από το 1928, στο 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, είχε εκτιμηθεί πως είχε επέλθει το τέλος της δεύτερης μεταπολεμικής φάσης του καπιταλισμού που είχε ονομαστεί φάση της σχετικής σταθεροποίησης και ότι άνοιγε μια τρίτη μεταπολεμική περίοδος. Η νέα αυτή περίοδος, κατά την ΚΔ και σύμφωνα με τις επεξεργασίες του μπολσεβίκικου κόμματος, χαρακτηριζόταν από την έξαρση των αντιφάσεων του καπιταλισμού, από τη γενικευμένη κρίση και την καλπάζουσα αποσύνθεσή του σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο καπιταλισμός, για ν' αντιμετωπίσει τη νέα και τελευταία κρίση, αφ' ενός εντείνει την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και «φασιστικοποιεί» τα πολιτικά καθεστώτα των επιμέρους χωρών, αφ' ετέρου ετοιμάζεται για νέο πόλεμο που αυτή τη φορά θα είχε ως κύριο στόχο τη Σοβιετική Ένωση. Η απάντηση που προέκρινε η ΚΔ σε αυτήν την ανάλυση ήταν το πέρασμα στην αντεπίθεση. Συνεπώς, το διεθνές προλεταριάτο ύστερα από την σχετική ύφεση της επαναστατικότητας που το διέκρινε στην προηγούμενη φάση της σχετικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού (1923 -1928) όφειλε να γενικεύσει και να πολιτικοποιήσει τους αγώνες του σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αντίστοιχη ήταν η πολιτική γραμμή για το συνδικαλιστικό κίνημα. Σύμφωνα με τις αρχές της Κόκκινης Συνδιαλιστικής Διεθνούς που ιδρύθηκε στη Μόσχα το 1921, οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο απαιτούσαν τη δημιουργία ενός νέου τύπου συνδικαλισμού και την ισχυρή συγκεντροποίησή του. Τα εργατικά συνδικάτα θα έπρεπε να αναδιοργανωθούν ώστε να ενώνουν τους εργάτες όχι κατά ειδικότητα, αλλά κατά κλάδο παραγωγής. Ο αναδιοργανωμένος αυτός συνδικαλισμός θα εγκατέλειπε την τακτική των πιέσεων και των διαπραγματεύσεων των συνδικαλιστικών ηγεσιών θα υιοθετούσε την άμεση δράση των μαζών, η οποία θα κλιμακωνόταν από τις απεργίες στις διαδηλώσεις, στις καταλήψεις εργοστασίων, στην επιβολή εργατικού ελέγχου και στην ένοπλη εξέγερση. Η άμεση δράση δεν αποτελούσε αυτοσκοπό αλλά εκγύμναση των μαζών με στόχο την κοινωνική επανάσταση. Στην επανάσταση αποσκοπούσε και η πάλη για τη βελτίωση του επιπέδου ζωής των εργατών. Στα 1928 λοιπόν το νέο συνδικαλιστικό κίνημα εκτιμάται πως μπορεί να εκφράσει την επερχόμενη εργατική δυσαρέσκεια και να διεκδικήσει με πολιτικά αιτήματα την εργατική εξουσία. Έτσι, το σύνθημα της πολιτικής απεργίας έμπαινε από τις κομμουνιστικές ηγεσίες άμεσα σε όλα τα εθνικά τμήματα της ΚΔ.
Πολύ λογικά η κρίση του 1929 θεωρήθηκε ως το αδιάψευστο σημάδι που θα έθετε σε κίνηση τους μηχανισμούς αποσύνθεσης του καπιταλιστικού συστήματος οι οποίοι θα το κατέστρεφαν συθέμελα. Το προλεταριάτο δεν είχε παρά να εφορμήσει για να κατακτήσει την πολιτική εξουσία. Η αντίφαση μεταξύ οικοδομούμενου σοσιαλισμού στην Ανατολή και καταρρέοντος καπιταλισμού στην Δύση κρίθηκε καθοριστική για αυτήν την επερχόμενη αναμέτρηση. Έτσι, η ΕΣΣΔ γίνεται η κινητήρια δύναμη της προλεταριακής επανάστασης. Αυτή η εκτίμηση για την διεθνή ταξική πάλη και τα ιστορικά καθήκοντα του νικηφόρου σοσιαλισμού συμβαδίζει με τις επιλογές στο εσωτερικό πεδίο της ταξικής πάλης μέσα στην ίδια την ΕΣΣΔ. Η ΝΕΠ καταργείται και τίθεται σε εφαρμογή το πρώτο πεντάχρονο πλάνο, της άμεσης, βίαιης και από τα πάνω εκβιομηχάνισης και κολλεχτιβοποίησης. Το κράτος, το κόμμα, ο απόλυτα κεντρικός και γραφειοκρατικός σχεδιασμός θεωρούνται να βασικά εργαλεία της δικτατορίας του προλεταριάτου, ώστε να αποδειχθεί άμεσα και γρήγορα η αποτελεσματικότητα του σοσιαλισμού έναντι του σε κατεπίπτοντος σε βαθειά κρίση καπιταλισμού. Η 10η ολομέλεια τον Ιούλιο του 1929, λίγους μήνες μόνο πριν τον Οκτώβρη της κρίσης, ολοκληρώνει την πολιτική γραμμή της «τάξης εναντίον τάξης» και του «σοσιαλφασισμού». Οι αποφάσεις της τονίζουν ότι επειδή αρχίζει η άνοδος των επαναστάσεων ο διεθνής καπιταλισμός ετοιμάζει πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, εγκαθιδρύει φασιστικά καθεστώτα ή ανάλογα την περίσταση καταφεύγει στην σοσιαλδημοκρατική λύση πριν περάσει οριστικά στον φασισμό. Οπότε η σοσιαλδημοκρατία συνιστά την δίδυμη αδελφή του φασισμού και αποτελούν το τελευταίο χαρτί του αγωνιώντος καπιταλισμού. Συνεπώς, κεντρικό καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων είναι να συντρίψουν τους σοσιαλδημοκράτες «σοσιαλφασίστες» και ταυτόχρονα τις όποιες σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες στα επιμέρους κκ.
Όμως το αποτέλεσμα υπήρξε τελείως διαφορετικό από το ελπιδοφόρο σχέδιο, παρότι οι κομμουνιστές μπόρεσαν να προβλέψουν από «τα πριν» και πρόλαβαν να «φτιάξουν» γραμμή. Η τάση της ριζοσπαστικής δεξιάς ενδυναμώθηκε, καθώς οι αποτυχίες της επαναστατικής αριστεράς υπήρξαν θεαματικές. Επομένως, αντί να εγκαινιαστεί ένας νέος γύρος κοινωνικής επανάστασης, όπως αναμενόταν, η Ύφεση έφερε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα εκτός ΕΣΣΔ σε μια άνευ προηγουμένου δεινή θέση. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 θα αποτελέσει την ταφόπλακα της επαναστατικής επαγγελίας. Στα 1934 ο ναζισμός θα καταστρέψει το γερμανικό ΚΚ που κάποτε αποτελούσε την ελπίδα της Μόσχας για την παγκόσμια επανάσταση και ήταν ασυγκρίτως το μεγαλύτερο και προφανώς το πιο ισχυρό και ανερχόμενο κόμμα της Διεθνούς. Έτσι, στα 1934 μόνο το γαλλικό κκ μπορούσε να έχει κάποια σοβαρή πολιτική παρουσία.
Το κυρίαρχο σχήμα ερμηνείας αυτής της ήττας σήμερα υποστηρίζει ότι η πολιτική που ακολούθησε η Κομιντέρν γενικά και ιδιαίτερα στην Γερμανία ήταν σεχταριστικής απομόνωσης και αυτοκτονική καθώς υποτίμησε τον κίνδυνο του Εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία υπερτονίζοντας τον κίνδυνο από την πλευρά των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που χαρακτηρίστηκαν «σοσιαλφασιστικά». Ανατρέχοντας κανείς στις συνθήκες της εποχής εκείνης στην Γερμανία θα εκπλαγεί βλέποντας ότι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κυβερνούσε σε πάρα πολλά κρατίδια και δήμους της χώρας. Το ίδιο αυτό Κόμμα αποτελούσε τον κύριο παράγοντας αντεπανάστασης στην επανάσταση του 1919 και βασικός στυλοβάτης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ήταν το κόμμα εκείνο που αποδέχτηκε την συνθήκη των Βερσαλλιών και στήριξε το οικονομικόπολιτικό σύστημα εξάρτησης της Γερμανίας από τις ΗΠΑ. Δηλαδή ήταν από τους κύριους υπεύθυνους της αντεπανάστασης και της οικονομικής κρίσης. Το γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα κατάφερε να μαζικοποιηθεί ακριβώς επειδή ασκούσε κριτική στην σοσιαλδημοκρατία και την Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η κύρια ευθύνη της ανόδου του Χίτλερ δεν βαραίνει τους κομμουνιστές, αλλά την ίδια την Δημοκρατία της Βαϊμάρης και τους θιασώτες της. Κανένας εργάτης δεν ήταν διατεθειμένος για κανένα λόγο να υπερασπιστεί αυτό το καθεστώς. Συνεπώς είχε να επιλέξει είτε τον κομμουνισμό είτε τον φασισμό. Στην πραγματικότητα λοιπόν η ευθύνη βαραίνει κυρίως τη σοσιαλδημοκρατία και τις δικές της αυταπάτες ότι μπορεί να διασωθεί και να διασώσει κάτι από το δημοκρατικό καθεστώς εάν οι κομμουνιστές καταστραφούν. Δεν είναι μόνο τα ΚΚ που θα αλλάξουν γραμμή μετά το 1933 και θα υιοθετήσουν την πρόταση για Λαϊκά Μέτωπα, αλλά και οι σοσιαλδημοκράτες θα υιοθετήσουν πιο σκληρά μεταρρυθμιστικά μέτρα. Και οι δύο θα συνειδητοποιήσουν την σημασία της ανόδου του φασισμού.
Επίσης, σημασία έχει το γεγονός ότι στο ΚΚ Γερμανίας εντάσσονταν κυρίως οι στρατιές των ανέργων, οι οποίοι πλήττονταν κατακόρυφα. Παράλληλα σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης παρέμεναν στην παραγωγή. Αυτά τα τμήματα αντίθετα βρίσκονταν εξαιτίας των χαμηλών τιμών σε ευνοϊκή θέση. Αυτό είχε ως συνέπεια να πολώνεται το κλίμα εντός της ίδιας της εργατικής τάξης. Έτσι, το ΚΚΓ από τη μία στερούταν της δυνατότητας να ασκήσει μια ενιαία επαναστατική πολιτική μέσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, με αποτέλεσμα οι πολιτικές μάχες να δίνονται αποκλειστικά και μόνο στο δρόμο με όρους καθημερινής βίας και σύγκρουσης ανάμεσα στα οργανωμένα τμήματα των ανέργων στο ΚΚΓ και στα οργανωμένα τμήματα των εργατών και των μικροαστών στους ΝΑΖΙ. Πως διαφορετικά θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει το δυσάρεστο γεγονός της υπερψήφισης των ΝΑΖΙ από εργάτες που εγκατέλειπαν μαζικά το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και την Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Με λίγα λόγια το ΚΚΓ δεν είχε πολλά περιθώρια να ακολουθήσει εναλλακτική πολιτική. Η χωρίς όρους συμμαχία με τους σοσιαλδημοκράτες ενδεχομένως να έφερνε πιο γρήγορα τον ναζισμό στην εξουσία.
Όχι τυχαία πολύ σύντομα ένα αντεπαναστατικό κύμα θα διαπεράσει όλες τις χώρες της Ευρώπης, καθώς δικτατορίες και φασιστικά καθεστώτα πολύ σύντομα επικρατούν σε όλη την Ευρώπη, ενώ ακόμη στις χώρες που διατήρησαν την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία ολοένα και περισσότερο κυριαρχούσε ένα αντιδραστικό και αυταρχικό πρόσωπο. Δηλαδή η παρακμή της αριστεράς δεν περιορίστηκε μόνο στο κομμουνιστικό ρεύμα. Στην Γερμανία εξαφανίστηκε από το προσκήνιο και το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ενώ έναν χρόνο αργότερα έπεσε και η σοσιαλδημοκρατία στην Αυστρία. Το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα είχε ήδη πέσει θύμα της Ύφεσης. Ολόκληρος σχεδόν ο ευρωπαϊκός σοσιαλισμός βρέθηκε ξαφνικά με την πλάτη στον τοίχο. Επίσης, χωρίς αυτήν την η ήττα δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει το βάθεμα της αντεπανάστασης στην Σοβιετική Ένωση, όταν στα 1936-38 με τις δίκες της Μόσχας εξοντώνεται όλη η επαναστατική γενιά. Κατά έναν περίεργο τρόπο, η ήττα του φιλελευθερισμού στις καπιταλιστικές χώρες θα συμβαδίσει και θα συνταυτιστεί με την ήττα του κομμουνισμού στις σοσιαλιστικές χώρες για να θριαμβεύσει ο κρατικός ολοκληρωτισμός.

Ο καινούργιος κόσμος
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και ύστερα ο καπιταλιστικός κόσμος άρχισε να γίνεται «κευνσιανικός». Το εθνικό κράτος, σα συλλογικός διαχειριστής της κρίσης μέσα σ' εκείνα ή τα άλλα σύνορα, με την κεντρική του τράπεζα, τα υπουργεία του, το νόμισμά του, αναλαμβάνει συνειδητά και μεθοδικά μεγάλο μέρος της ευθύνης να προστατευτούν και να ορθολογικοποιηθούν οι όροι, οι κοινωνικές σχέσεις, οι θεσμοί της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης. Το μονοπωλιακό στάδιο περνάει στην κρατικομονοπωλιακή φάση του.
Ο Κέυνς ένας βρετανός λόρδος με πλήρη συνείδηση της αστικής κοινωνικής του θέση αφού μελετήσει τη σοβιετική κοινωνία θα ανακαλύψει εκεί τρομακτικούς νεωτερισμούς. Έτσι, ο ρομαντισμός για τον απλό εργάτη, η ηθική καταδίκη του να φτιάχνεις λεφτά σε συνδυασμό με την ανάδειξη του σταλινικού κράτους των 5ατών πλάνων σε πετυχημένο κεντρικό οργανωτή της παραγωγής και της διανομής θα είναι τα βασικά στοιχεία που θα θαυμάσει στην κόκκινη Ρωσία. Θα θεωρήσει ότι είχαν μεγαλύτερη πειθώ και δυναμική απ' τις προτροπές σε νηστεία και προσευχή που έκαναν οι αμήχανες αστικές κυβερνήσεις της Δύσης. Θα αναγνωρίσει έτσι ήδη πολύ πριν το 1929 την ανάγκη για τη δημιουργία ενός νέου μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης που θα παραμένει όμως καπιταλιστικό. Όταν μετά το 1929 θα αισθανθεί και ο ίδιος την απειλή του Μαρξ θα προχωρήσει σε λεπτομερέστερη παρουσίαση του σχεδίου που στα 1936 θα κυκλοφορήσει με τον τίτλο Γενική Θεωρία για την Απασχόληση, τον Τόκο και το Χρήμα. Αυτό το νέο μοντέλο θα στηρίζεται σε ένα ισχυρό κράτος που θα υπερβαίνει τους ανταγωνισμούς του ατομικού κεφαλαιοκράτη και θα σχεδιάζει κεντρικά για το συλλογικό καπιταλιστικό συμφέρον: θα παρέχει υψηλούς μισθούς και προστασία στην μισθωτή εργασία και θα αναλαμβάνει το ίδιο να δημιουργεί απασχόληση. Με αυτόν τον τρόπο το καπιταλιστικό σύστημα πετυχαίνει δύο νίκες μία απέναντι στον κακό του εαυτό και μία απέναντι στον ιδεολογικό του εχθρό αντιγράφοντάς τον.
Ένας ουδέτερος παρατηρητής θα σημείωνε γενικά τρεις τουλάχιστον παραλλαγές αυτής της αντικυκλικής κρατικής δράσης (αντικυκλικής με την έννοια της αναίρεσης και του ελέγχου των συνεπειών της παραδοσιακής κίνησης του καπιταλιστικού κύκλου), μια Ρουσβελτιανή παραλλαγή, μια Χιτλερική, μια Σταλινική. Έτσι, τόσο η αναμέτρηση στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και η αναμέτρηση κατά τον Ψυχρό Πόλεμο θα αφορά τον ανταγωνισμό οικονομικών συστημάτων που από εντελώς διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες και στρατηγικές θα αναμετριούνται πάνω σε έναν κοινό οικονομικό παρανομαστή.
Από το 1936 ο σταλινικός κομμουνισμός με τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της Κομμ. Διεθνούς διαβαθμίζει για πρώτη φορά τον φασισμό από την αστική δημοκρατία ως «ένα καθεστώς της πιο βάρβαρης εκμετάλλευσης και καταπίεσης των εργαζομένων» και καλεί τις «μάζες» να «διαλέξουν όχι ανάμεσα στην προλεταριακή δημοκρατία και την αστική δημοκρατία αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό» θέτοντας ως ύψιστο καθήκον για τα ΚΚ την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας έναντι του φασιστικού κίνδυνο. Τα Λαϊκά Μέτωπα με τους σοσιαλδημοκράτες και τα Εθνικά Μέτωπα με όλους τους αντιφασίστες γίνονται τα νέα εργαλεία πάλης, τα οποία όμως σταδιακά σοσιαλδημοκρατικοποιούν τα κομμουνιστικά κόμματα. Η ΚΔ εξελίσσεται στον κατεξοχήν πολιτικό παράγοντα υπεράσπισης της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όταν μέχρι τότε ήταν το κατεξοχήν εχθρικό σε αυτή. Το νέο δρων πολιτικό σώμα δεν είναι η «εργατική τάξη», αλλά «ο λαός», το «επαναστατημένο έθνος».
Ο νέος αυτός ριζοσπαστικός πατριωτισμός, ένα είδος νέου γιακωβινισμού, φέρνει τον σταλινισμό σε κοινό παρανομαστή με τα άλλα δύο ανταγωνιστικά συστήματα, δηλαδή τον χιτλερισμό και τον Ρουσβελτιανό καπιταλισμό, όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο, αλλά και στο ίδιο ιδεολογικό πεδίο, δηλαδή τον πατριωτισμό. Η σύγκλιση αυτή θα προκαλέσει σύγχυση στον προσανατολισμό και στις συμμαχίες όλων των κρατών μπροστά στον επικείμενο πόλεμο. Τελικά, τα ιδιαίτερα αντιδραστικά χαρακτηριστικά του φασισμού και ο επιθετικός του χαρακτήρας θα επιλύσουν αυτό το ζήτημα με την κήρυξη από πλευράς Χίτλερ του διπλού μετώπου απέναντι σε Δύση και Ανατολή. Έτσι, στον παγκόσμιο πόλεμο οι κρίσιμες διαχωριστικές γραμμές δεν χαράχτηκαν μεταξύ καπιταλισμού, κοινό μέτωπο ΗΠΑ, Βρετανία και Φασισμού, και κομμουνιστικής κοινωνικής επανάστασης, ούτε μεταξύ καπιταλισμού και αντιπλουτοκρατισμού (κοινό μέτωπο σταλινισμού με φασισμό), αλλά μεταξύ ιδεολογικών οικογενειών: από τη μια έχουμε τους απογόνους του διαφωτισμού του 18ου αιώνα και των μεγάλων επαναστάσεων συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσικής επανάστασης και από την άλλη τους αντιπάλους τους. Το κοινό αυτό μέτωπο δημιούργησε προς στιγμήν το όραμα για εταιρική σχέση Ηνωμένων Πολιτειών – Σοβιετικής Ένωσης μετά τον πόλεμο, όνειρο που έσπασε πολύ σύντομα η ίδια η ταξική πάλη, αλλά και ο οικονομικός-πολιτικός ανταγωνισμός των δύο συνασπισμών.
Παρά την ένταση του Ψυχρού Πολέμου όμως, ο μεταπολεμικός κόσμος των δεκαετιών του 1950 και 1960 θα πρέπει να χαρακτηριστεί η πλέον αισιόδοξη εποχή του καπιταλισμού και η καλύτερη σε επίπεδο οικονομικής, πολιτισμικής, τεχνολογικής ανάπτυξης, αλλά και βιοτικού επιπέδου για ισχυρά τμήματα της ανθρωπότητας, ίσως σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας. Παρότι αφορούσε κυρίως τις ανεπτυγμένες χώρες και ποτέ η αφθονία δεν άγγιξε την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού, η μαζική πείνα δεν υπήρξε εκτός των περιπτώσεων που η αιτία ήταν ο πόλεμος. Ο Έρικ Χομπσμπάουμ ονομάζει αυτήν την εποχή «τα χρυσά χρόνια».
Συγκεκριμένα, μετά τον πόλεμο την εξουσία ανέλαβαν παντού κυβερνήσεις με ισχυρό μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό είτε τύπου Ρούσβελτ με το Δόγμα του Προέδρου Τρούμαν, διάδοχο του Προέδρου Ρούζβελτ και συνεχιστή της παρεμβατικής πολιτικής του στο Δημοκρατικό Κόμμα είτε σοσιαλιστικό ή σοσιαλδημοκρατικό προσανατολισμό, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Εργατικούς της Βρετανίας, ενώ στις χώρες της Ανατολής οικοδομούνταν αμιγώς «σοσιαλιστικά» καθεστώτα. Ο ριζοσπαστισμός της εποχής της Αντίστασης επηρέασε ακόμα και τα συντηρητικά κόμματα, όπως οι Χριστιανοδημοκράτες ή το Βρετανικό Τόρις. Έτσι, παρότι την δεκαετία του 1950 τα αριστερά κόμματα υποχωρούν και κυβερνούσαν σχεδόν παντού συντηρητικοί η ταξική συναίνεση όχι μόνο δεν υποχώρησε, αλλά έγινε επιπλέον καθεστώς. Οι εργοδότες δεν είχαν λόγους να ανησυχούν, διότι η πραγματοποίηση υψηλών κερδών έδινε τα περιθώρια για παροχή υψηλών μισθών, ενώ η προβλεψιμότητα καθιστούσε τον προγραμματισμό πιο εύκολο. Απ' την άλλη μεριά, οι εργαζόμενοι έβλεπαν τους μισθούς τους και τις άλλες παροχές να αυξάνονται κανονικά, καθώς επίσης κι ένα κράτος πρόνοιας το οποίο επεκτεινόταν σταθερά και γινόταν όλο και πιο γενναιόδωρο. Οι κυβερνήσεις διέθεταν πολιτική σταθερότητα και χάρασσαν προβλέψιμη μακροοικονομική πολιτική, ενώ τα κκ πλην Ιταλίας εξασθένιζαν. Οι οικονομίες των βιομηχανικών χωρών σημείωναν μεγάλες επιδόσεις και για πρώτη φορά δημιουργήθηκε μια οικονομία μαζικής κατανάλωσης. Επρόκειτο για μια οικονομία όπου υπήρχε πλήρης απασχόληση και συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.
Την ίδια στιγμή οι χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» βίωναν εξίσου μια τεράστια τεχνολογική, βιομηχανική και οικονομική ανάπτυξη. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της ΕΣΣΔ στη δεκαετία του 1950 ήταν ταχύτεροι από κάθε άλλη δυτική χώρα, ενώ οι οικονομίες των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης αυξάνονταν σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό. Την δεκαετία του 1960, παρά την ελάττωση των ρυθμών ανάπτυξης, το κατακεφαλήν ΑΕΠ σε αυτές τις χώρες ήταν ελαφρώς αυξημένο σε σχέση με τις καπιταλιστικές χώρες.
Οι κοινωνικές συνθήκες, παρά την πολιτική πόλωση και ανταγωνισμό των δύο συστημάτων, μάλλον ευνοούσαν την συναίνεση και την ιδεολογία της ειρηνικής συνύπαρξης, με αποτέλεσμα την παγίωση της ενσωμάτωσης του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος στο αστικό πολιτικό σύστημα. Η στροφή του Χρουστσόφ στο 20ο Συνέδριο εκφράζει ακριβώς αυτήν την τάση. Τα κομμουνιστικά κόμματα πουθενά δεν επιδιώκουν την επαναστατική ρήξη, αλλά συμμαχίες με τα σοσιαλδημοκρατικά και συμμετοχή στις κυβερνήσεις. Στην χειρότερη περίπτωση προσδοκούν τον ρόλο του συλλογικού διαπραγματευτή των εργατικών συμφερόντων μέσα στα πλαίσια των αστικών θεσμών και με αντάλλαγμα αυτήν ακριβώς την συναίνεση.

Η εποχή της κρίσης
Ο πρώτος παράγοντας που θα αμφισβητήσει την Χρυσή Εποχή θα είναι ο Μάης του 1968. Οι φοιτητικές εξεγέρσεις και η εργατική κινητικότητα θα διαρρήξουν ακριβώς αυτήν την αίσθηση της σταθερότητας του πολιτικού καθεστώτος αμφισβητώντας μέσα από νέα ερωτήματα την ενσωμάτωση και την συναίνεση της κομμουνιστικής αριστεράς. Δεν είναι όμως ο Μάης του 1968 στον οποίο ο φοιτητικός παράγοντας αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά σε όλα τα αντιδικτατορικά, δημοκρατικά, αντιπολεμικά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα δημιουργώντας ένα πολύ διαφορετικό ποιοτικά ρεύμα αντικαπιταλιστικής διαμαρτυρίας. Έτσι, η πρώτη κρίση που θα αντιμετωπίσει η χρυσή εποχή θα είναι από τα αριστερά και θα αφορά την πολιτισμική και πολιτική συντηρητικοποίηση που επέφερε η συναίνεση στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η διευρυμένη αντιεξουσιαστική πρακτική, το αυθόρμητο εξεγερσιακό πνεύμα, η ελευθεριότητα, η αμφισβήτηση της αξίας της τεχνολογικής προόδου και της αέναης θετικής προόδου, η αμφισβήτηση του ανδροκρατικού και πατριαρχικού μοντέλου, το φεμινιστικό κίνημα, η σεξουαλική επανάσταση, η κριτική στο κράτος προκαλούν τεράστιο πολιτισμικό και πολιτικό σοκ.
Πολύ σύντομα μια μεγάλη οικονομική κρίση θα αποτελέσει την βάση για την αμφισβήτηση της χρυσής εποχής από τα δεξιά, καθώς η ιστορία της εικοσαετίας μετά το 1973 είναι η ιστορία ενός κόσμου που έχασε τα υποστηρίγματά του και γλίστρησε προς την αστάθεια. Τον Οκτώβριο του 1973 το Ισραήλ δέχτηκε επίθεση από τρεις αραβικές χώρες βυθίζοντας την περιοχή σε χάος για πολλοστή φορά. Οι αραβικές χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ, για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στις ΗΠΑ και στην Ολλανδία, που απροκάλυπτα υποστήριζαν το Ισραήλ, επέβαλαν εμπάργκο στην αποστολή πετρελαίου στις δύο αυτές χώρες. Το τελευταίο γεγονός σε συνδυασμό με τη δυσκολία διακίνησης του πολύτιμου προϊόντος είχε ως αποτέλεσμα οι τιμές να εκτιναχθούν στα ύψη. Η δραματική αυτή άνοδος των τιμών (από 3 δολάρια το βαρέλι το 1973 σε 20 δολάρια το Μάρτιο του 1974) είχε άμεσο αντίκτυπο στις τιμές άλλων προϊόντων. Οι χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ αύξησαν τις τιμές στις μεγάλες εταιρίες πετρελαιοειδών, οι οποίες μετακύλισαν, μέσω διυλιστηρίων και πρατηρίων, τις αυξήσεις αυτές στους τελικούς καταναλωτές. Οι επενδύσεις μειώθηκαν και η συνολική ζήτηση παρουσίασε δραματική κάμψη. Η πτώση του Σάχη του Ιράν το 1979 και η άνοδος στην εξουσία των ισλαμιστών σήμανε την αρχή ενός δεύτερου "γύρου" ανόδου των τιμών του μαύρου χρυσού, λόγω της διακοπής των εξαγωγών πετρελαίου από την Περσία και της αναταραχής που δημιουργήθηκε. Οι τιμές πήραν για άλλη μια φορά την ανιούσα, από 13 δολάρια το βαρέλι το 1978 σε 32 δολάρια στις αρχές του 1980.
Τα αποτελέσματα της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης ήταν περίπου ίδια με εκείνα του 1973, αλλά με διαφορετική ένταση, διάρκεια και για κάθε χώρα. Περισσότερο επλήγησαν οι αναπτυσσόμενες μη πετρελαιοπαραγωγικές χώρες, οι οποίες παρουσίασαν για άλλη μια φορά έλλειμμα στο ισοζύγιό τους. Ο πληθωρισμός και η ανεργία αυξήθηκαν πάλι. Οι δυτικές οικονομίες ξαναβυθίστηκαν σε νέο τέλμα δύο έτη μετά το 1981.
Παρότι ο φόβος μιας νέας Μεγάλης Ύφεσης πλανιόταν τελικά οι δεκαετίες της κρίσης δε συνιστούσαν δεκαετίες «Μεγάλης Οικονομικής Κάμψης» με την έννοια της δεκαετίας του 1930. Η παγκόσμια οικονομία δεν κατέρρευσε ούτε για μια στιγμή, μολονότι η Χρυσή Εποχή έληξε. Στον ανεπτυγμένο κόσμο η οικονομική ανάπτυξη συνεχίστηκε με χαμηλότερο ωστόσο ρυθμό. Αρχίζει όμως να διευρύνεται το χάσμα μεταξύ του αναπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου κόσμου, ενώ ακόμα και στις ανεπτυγμένες οικονομίες τέθηκε σχεδόν τέρμα στη σχεδόν αυτόματη άνοδο των πραγματικών εισοδημάτων. Οι φτωχοί γίνονται ολοένα φτωχότεροι και οι πλούσιοι ολοένα και περισσότεροι. Πολύ σύντομα τα προβλήματα που ο καπιταλισμός είχε πιστέψει πως είχε λύσει επανεμφανίστηκαν, «η φτώχεια, η μαζική ανεργία, η εξαθλίωση, η αστάθεια». Ο τέταρτος κόσμος κάνει αισθητή την παρουσία του στα γκέτο και στις παραγκουπόλεις των μεγάλων μητροπόλεων.
Αρχικά οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν παλαιές κεϋνσιανές και σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές. Σύντομα ένα νέο σχέδιο αρχίζει να εμφανίζεται διεκδικώντας τη φυσιογνωμία του «ριζοσπαστικού», ο νεοφιλελευθερισμός. Ακόμα και πριν από το οικονομικό κραχ, η μειοψηφία των πιστών στην απεριόριστη και άνευ φραγμών ελεύθερη αγορά – μειοψηφία που βρισκόταν σε απομόνωση – άρχισε την επίθεσή της ενάντια στην κυριαρχία των κευνσιανών και άλλων υποστηρικτών της μικτής οικονομίας, της πλήρους απασχόλησης και του κεντρικού ρόλου του δημόσιου τομέα. Οι Friendrich von Hayevk και ο Milton Firdman αναδεικνύονται μέσα στην δεκαετία του 1970 οι μαχητικοί υπερασπιστές του οικονομικού ακραίου φιλελευθερισμού. Η Χιλή του Πινοσέτ θα αποτελέσει το πρώτο πείραμα του νεοφιλελευθερισμού. Θα ακολουθήσει η Θάτσερ και ο Ρήγκαν. Η Σουηδία θα αποτελέσει το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο που θα αντέξει τις δεκαετίες 1970 και 1980, αλλά τελικά και αυτό βρέθηκε σε υποχώρηση μέσα στην ίδια του την κοιτίδα. Στην Γαλλία, η κυβέρνηση Μιττεράν αντιμετώπισε κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών και αναγκάστηκε να υποτιμήσει το νόμισμά της και να αντικαταστήσει την κεϋνσιανή πολιτική με μια πολιτική λιτότητας με ανθρώπινο πρόσωπο. Το 1986 ο Κώστας Σημίτης εφαρμόζει το πρώτο σταθεροποιητικό πρόγραμμα της σοσιαλιστικής κυβέρνησης στην Ελλάδα.
Την ίδια εποχή, γύρω στα 1970, μια παρόμοια κρίση άρχισε να πλήττει και να υπονομεύει το Δεύτερο Κόσμο των κεντρικά σχεδιασμένων οικονομιών. Στην αρχή η κρίση συγκαλύφτηκε, αλλά στην συνέχεια αποκαλύφτηκε ως αιφνίδια μετά το θάνατο σημαντικών ηγετών, όπως του Μάο και του Μπρέζνιεφ. Από οικονομική άποψη ήταν σαφές ότι ο σχεδιασμένος υπαρκτός σοσιαλισμός είχε μεγάλη ανάγκη μεταρρυθμίσεων. Από τη δεκαετία του 1970, τα σημάδια οπισθοδρόμησης ήταν πλέον ολοφάνερα. Ήταν η εποχή όπου οι οικονομίες αυτές εκτέθηκαν, όπως και οι άλλες στις ανεξέλεγκτες μετακινήσεις και στις απρόβλεπτες διακυμάνσεις της διεθνικής παγκόσμιας οικονομίας. Η μαζική είσοδος της ΕΣΣΔ στη διεθνή αγορά δημητριακών και οι επιπτώσεις των πετρελαϊκών κρίσεων της δεκαετίας του 1970 προσέδωσαν δραματική διάσταση στο γεγονός ότι το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» έπαψε ουσιαστικά να αποτελεί πλέον μια αυτοδύναμη περιφερειακή οικονομία απρόσβλητη απέναντι στις ιδιοτροπίες της παγκόσμιας οικονομίας. Κατά έναν περίεργο τρόπο, Ανατολή και Δύση όχι μόνο είχαν προσδεθεί στο ίδιο όχημα της διεθνικής οικονομίας χωρίς καμια να μπορεί να το ελέγξει, αλλά ήταν δεμένες σε μια αλλόκοτη αλληλεξάρτηση του ψυχροπολεμικού συστήματος ισχύος. Στα 1980 οικονομολόγοι στα ανατολικά κράτη αρχίζουν να δημοσιεύουν ιδιαίτερα αρνητικές αναλύσεις για τα σοσιαλιστικά οικονομικά συστήματα και να εξαπολύουν ανελέητες επιθέσεις εναντίον των μειονεκτημάτων του σοβιετικού κοινωνικού συστήματος.
Σύντομα οι ίδιοι οι ηγέτες με πρωταγωνιστή τον Γκορμπατσόφ επιχειρούν να μεταρρυθμίσουν τον υπαρκτό σοσιαλισμό σε κάτι παρόμοιο με την δυτική σοσιαλδημοκρατία. Η στροφή όμως των κομμουνιστικών ηγεσιών προς τη Δύση και τον καπιταλισμό 6 δεκαετίες μετά την επίσκεψη του Κέυνς στο Λένιγκραντ και την προσπάθειά του να αντιγράψει τον οικοδομούμεμο νικηφόρο σοσιαλισμό σήμαινε ουσιαστικά παραδοχή της ήττας ακριβώς εκείνη την στιγμή που η Δύση εγκαταλείπει τον Κέυνς. Η κατάρρευση με τη μορφή χιονοστιβάδας και το πέρασμα των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού μέσα σε λίγα χρόνια στον πιο άγριο καπιταλισμό ήταν η μόνη δυνατή διέξοδος. Γιατί δεν ήταν μόνο οι ηγεσίες των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού που αμφισβητούσαν την αξία του σοσιαλισμού, αλλά και οι ίδιες οι εργατικές τάξεις που εδώ και πολλές δεκαετίες βίωναν έναν αυταρχικό «σοσιαλισμό» χωρίς υλικά ανταλλάγματα και κοινωνικό όραμα. Η καπιταλιστική Δύση είχε νικήσει σε όλα τα σημεία. Συνεπώς, δεν υπήρχε κανένας που να αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπίσει κάτι από αυτά τα καθεστώτα. Το ιδεολογικό πλήγμα στα επαναστατικά και κομμουνιστικά οράματα ήταν τεράστιο και διαπέρασε όλον τον πλανήτη ενισχύοντας ιδεολογικά τις αξίες του καπιταλισμού. Έδωσε επιπλέον και πολύ δυνατά όπλα στον ανερχόμενο νεοφιλευθερισμό να διαλύσει ακόμη περισσότερο κάθε μορφή κοινωνικού κράτους, χτυπώντας ανελέητα τα εργατικά συμφέροντα.
Στην πράξη μέσα από τον νεοφιλελευθερισμό το κεφάλαιο σε εθνικό και διεθνές επίπεδο επιχειρεί ένα είδος συνολικής αντεπανάστασης με στρατηγικό στόχο να επαν-οικειοποιηθεί τον οικονομικό χώρο που οι πολιτικοί και ταξικοί συσχετισμοί δύναμης του στέρησαν και φιλοδοξώντας περισσότερη ελευθερία και ελπίζοντας σε δυνατότητες μεγαλύτερης κερδοφορίας. Εκμεταλλεύεται την πολιτική συντηρητικοποίηση της μεταπολεμικής γενιάς, το κλίμα αμφισβήτησης που γέννησε το 68 και το σοκ και τα οικονομικά αποτελέσματα της κρίσης, δηλαδή την ανεργία και την φτώχεια, αλλά και τις ιδεολογικές απογοητεύσεις από την χρεωκοπία του υπαρκτού σοσιαλισμού και αργότερα από τις καταρρεύσεις. Υπονομεύοντας το φορντικό σύστημα, με εργαλείο την τεχνολογία και την διεθνοποίηση επιχειρεί να απεξαρτηθεί από τα δεσμά δημιουργώντας νέα οικονομικά πεδία και νέες βιομηχανίες ή μεταφέρει τις παλιές σε περιοχές του πλανήτη με χαμηλότερα ημερομίσθια.
Έτσι, δημιουργούνται δύο ταχύτητες εργαζομένων: από τη μία εκείνοι που εργάζονταν στις νέες βιομηχανίες με ανύπαρκτη συνδικαλιστική οργάνωση. Αυτή είναι η νέα εργατική βάρδια η οποία προέρχεται από τις τάξεις των ανέργων, νεοφτωχών και ηλικιακά νεώτερων γενιών που μπαίνουν στην παραγωγική ηλικία. Από την άλλη βρίσκονται εκείνοι που εργάζονταν στις παλαιές βιομηχανίες με ισχυρή συνδικαλιστική οργάνωση που ένιωθαν να απειλούνται λιγότερο ή ήταν διατεθειμένοι να στηρίξουν κυβερνήσεις που θα θίγουν τους άλλους και όχι τους ίδιους.
Το κεφάλαιο πλέον αρνείται να παραχωρήσει στα αριστερά κόμματα και στα συνδικάτα το δικαίωμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης και επιλέγει την ατομική διαπραγμάτευση. Το εργατικό κίνημα ελεγχόμενο από τις σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες και τα κομμουνιστικά κόμματα χάνουν τον ρόλο τους ως ενδιάμεσοι, εξασθενούν και παρακμάζουν, καθώς αδυνατούν να απαντήσουν μέσα από τις παραδοσιακές μορφές κοινωνικού διαλόγου ή εργατικής διαμαρτυρίας. Τα παραδείγματα των ελεγκτών αέρος στις ΗΠΑ και των ανθρακωρύχων στην Βρετανία είναι οι πιο κραυγαλέες και χαρακτηριστικέ περιπτώσεις. Η ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατική και η καθεστωτική κομμουνιστική αριστερά χάνει ουσιαστικά το πλεονέκτημα που την καθιστούσε χρήσιμη στα εργατικά στρώματα και είτε καταρρέει είτε υιοθετεί τον νεοφιλελευθερισμό με επιχείρημα να σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί. Οι συνδικαλισμένοι εργάτες μέσα από τα χρεωκοπημένα σωματεία ενισχύουν τις νεοφιλελεύθερες επιλογές ως μόνη εφικτή λύση, ενώ οι μη συνδικαλισμένοι σιχαίνονται κάθε τι που σχετίζεται με συνδικαλισμό και κατ' επέκταση με αριστερά.
Την ίδια στιγμή τα ριζοσπαστικά πολιτικά ερωτήματα του 1968 διαρρηγνύουν τη σχέση τους με την αριστερά και το εργατικό κίνημα, καθώς οι νεολαίοι κατά την δεκαετία του 1970 συνιστούν τη νέα μεσαία τάξη που εφαρμόζει ακριβώς αυτές τις πολιτικές. Η έννοια της αριστεράς ανασημασιοδοτείται αποδομώντας τις μεγάλες αφηγήσεις σε νέα επιμέρους αφηγήματα-κινήματα για το περιβάλλον, σε γυναικεία κινήματα, κλπ και ενσωματώνονται σε μια κοινή φιλελεύθερη αντικρατική-αντικομμουνιστική συμμαχία. Το κράτος και ό,τι σχετίζεται με αυτό φαντάζει ο μεγαλύτερος εχθρός, ταυτίζεται με τον σοσιαλισμό, τον μαρξισμό, τον αυταρχισμό και εντέλει με την έννοια της ταξικής πάλης δημιουργώντας ένα ασαφές ριζοσπαστικό αντικρατικό παρανομαστή που μπορούσε να ενοποιεί τον πιο δεξιό με τον πιο αναρχικό. O κοσμοπολίτικος διεθνισμός γίνεται η ψυχή της νέας αριστεράς, αλλά ιδιαίτερα ανέξοδος, αφού οι φορείς του οικονομικού και πολιτικού συστήματος την συναγωνίζονται σε διεθνισμό.
Η μετανάστες θύματα της κρίσης στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, οι πρόσφυγες από τους πολέμους και οι μετανάστες από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού δημιουργούν μια πρόσθετη εσωτερική διαίρεση στην εργατική τάξη που ωθεί τους ντόπιους εργάτες στην υιοθέτηση ρατσιστικών ιδεολογιών και την προσχώρηση στον κοινωνικό συντηρητισμό. Ο παλιός πατριωτισμός της σοσιαλδημοκρατίας και του κομμουνισμού ακυρωμένοι από τις ριζοσπαστικές ταξικές συνδηλώσεις τους δημιουργούν ένα κοινό ιδεολογικό πλαίσιο που επικοινωνεί με την άκρα δεξιά και επιτρέπει την κυριαρχία του εθνικισμού, του σωβινισμού και του φασισμού. Έτσι, εμφανίστηκαν νέες πολιτικές δυνάμεις που κατέλαβαν το κενό που δημιουργήθηκε, ένα μικτό συνοθύλευμα από ξενοφοβικούς και ρατσιστές της δεξιάς και αυτονομιστικά κόμματα μέχρι διάφορα «πράσινα» κόμματα και άλλα «νέα κοινωνικά κινήματα» τα οποία διεκδικούσαν θέση στα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Σε πολλές χώρες κατάφεραν να επικρατήσουν, αλλά πολύ σύντομα τόσο η παραδοσιακή δεξιά όσο και η σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησαν βασικά στοιχεία τους με αποτέλεσμα να παραμείνουν στο περιθώριο.
Μέσα από τις συνθήκες της κρίσης ο κρατικό-μονοπωλιακός καπιταλισμός δίνει τη θέση του σε ένα νέο στάδιο αυτό του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και στην πολιτισμική του λογική, δηλαδή το μεταμοντέρνο. Το νέο στάδιο που ουσιαστικά αποτελεί ένα μη λειτουργικό μοντέλο του καπιταλισμού καθώς μέσα από την αποδόμηση των μεταπολεμικών κανονικοτήτων και των μεγάλων αφηγήσεων αναδεικνύει συστατικά στοιχεία της ανεξέλεγκτης ελεύθερης αγοράς και του ολοκληρωτικού ατομικισμού, όπως το επιμέρους, το στιγμιαίο, το θυμικό σε βάρος του ορθολογικού, την απουσία στρατηγικής, την κυριαρχία της σύγχυσης, της διάχυσης, του χάους και τελικά της διάλυσης, σε κεντρική πολιτική πρόταση και όραμα για την κοινωνία. Ως εκ τούτου, είναι πολύ λογικό να χαρακτηρίζεται από διαρκείς και επαναλαμβανόμενες κυκλικές κρίσεις. Κορύφωμα αυτής της διαδικασίας είναι η σημερινή κρίση.
Είναι φανερό πως κάθε κρίση προκάλεσε μακροπρόθεσμες κοινωνικές διεργασίες ανατρέποντας όλες τις καπιταλιστικές σταθερές. Η αριστερά τις περισσότερες φορές δεν μπόρεσε να προτάξει μια πολιτική λύση αντικαπιταλιστικής διεξόδου, ακόμα και όταν ήταν στη θέση να προβλέψει ή είχε την διάθεση να προτάξει τον επαναστατικό δρόμο.

πόσοι μας διάβασαν: