Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

·«Το νέο κράτος: η σύγκρουση για την εξουσία» στο «Ιωάννης Καποδίστριας: Πραγματιστής ή τύραννος;»,

Κώστας Παλούκης,
στο Βασιλική Λάζου επιμ.,
«Ιωάννης Καποδίστριας: Πραγματιστής ή τύραννος;»,
περ. HOTDOC HISTORY,
Κυριακή 13/11/2017
Σήμερα ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι ενταγμένος στο εθνικό πάνθεον. Η πρόσληψή του ωστόσο δεν στερείται ιδεολογίας. Σε γενικές αρχές το βίαιο τέλος της προσπάθειάς του συσχετίζεται με θεωρίες ανολοκλήρωτου μετασχηματισμού της Ελλάδας σε σύγχρονο δυτικό κράτος.  Πολύ πρόσφατα η οικονομική κρίση και η αμφισβήτηση των κοινοβουλευτικών δομών αντιπροσώπευσης προσέδωσαν στο πρόσωπο του Καποδίστρια νέα δυναμική. Το πληγωμένο έθνος έβλεπε στη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη το συμβολισμό της προδοσίας των πολιτικών η οποία φαίνεται να ακολουθεί την Ελλάδα ως προπατορικό αμάρτημα. Για τους φορείς της νεοφιλελεύθερης κριτικής, ο Καποδίστριας αποτελούσε την τρανή απόδειξη της ιστορικής χρεωκοπίας του “λαϊκισμού” και εν γένει της δομικής ανικανότητας του ελληνικού λαού να αυτοκυβερνηθεί. Για τους ακροδεξιούς, ο Καποδίστριας αποτελούσε την επιβεβαίωση της ιστορικής αποτυχίας των φιλελεύθερων δημοκρατικών δομών. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Καποδίστριας συνδέθηκε με τη γοητεία του αυταρχικού κράτους ως λύση στην κρίση του κοινοβουλευτισμού.
Τέλος, ο θετικός συμβολισμός του Καποδίστρια συνεπήρε ένα ευρύ δημοκρατικό κοινό. Το κοινό αυτό αποδέχεται τον αυταρχισμό ως ένα αναγκαίο κακό για την συγκρότηση κράτους σε δύσκολες στιγμές, όπως μετά την ελληνική επανάσταση. Επίσης, θεωρεί ότι ο Καποδίστριας δρούσε υπέρ των λαϊκών συμφερόντων και ιδιαίτερα υπέρ της αγροτικής τάξης έναντι των προυχόντων, δηλαδή στους εκπροσώπους του αγγλικού κόμματος. Στην περίπτωση αυτή επανέρχεται κάπως στο προσκήνιο η λανθάνουσα συμπάθεια προς τον ρωσισμό. Εξάλλου ο “κοινωνικός Καποδίστριας“ -- σύμφωνα με την ωραία διατύπωση των Χριστίνας Κουλούρη και Χρίστου Λούκου -- υπήρξε το ιδεολογικό σχήμα με το οποίο αποκαταστάθηκε στις αριστερές συνειδήσεις ήδη από τη δεκαετία του 1950.   
Σε όλες αυτές τις θετικές αναπαραστάσεις του Καποδίστρια η δολοφονία του λειτουργεί ως ένα τραύμα. Η δικαιολόγηση ή ακόμα χειρότερα η συμφωνία με την πολιτική λογική των εχθρών του -- και ιδιαίτερα των δολοφόνων του -- ενοχλεί.
Η Κουλούρη και Λούκος έχουν από τα 1996 εντοπίσει αυτή την ιδεολογική λειτουργία του προσώπου του Καποδίστρια στη νεοελληνική ιστορία. Σε ένα εξαιρετικό βιβλίο, “Τα πρόσωπα του Καποδίστρια “, περιγράφουν την πορεία όλων αυτών των αναπαραστάσεων, από την καταγγελία του ως προδότη και εχθρού του έθνους μέχρι τη σημερινή ενσωμάτωση, συναίνεση και επικαιροποίησή του. Από την άλλη, η κυρίαρχη ιστοριογραφία παρουσιάζει μια εξιδανικευμένη αναπαράσταση του κυβερνήτη και προσλαμβάνει τα κίνητρά του έξω από την πολιτική και ως άδολα υπέρ του έθνους. Ανάλογα υποβαθμίζει τα κίνητρα της αντιπολίτευσης ως μη πολιτικά και ταπεινά που καταλήγουν να γίνονται αντεθνικά. Έτσι, διαμορφώνει την εικόνα μιας ελληνικής επανάστασης χωρίς ιδεολογίας και πολιτικού οράματος, ένα είδος φατριών και προσωπικοτήτων παθιασμένων αποκλειστικά και μόνο για την εξουσία.
Ο Χρήστος Λούκος με το βιβλίο “Η αντιπολίτευση κατά του κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια 1928-1931 “ εξισορροπεί ανάμεσα στους παράγοντες κινητοποίησης των υποκειμένων. Ανάμεσα σε αυτούς αναγνωρίζει την ύπαρξη ιδεολογίας και πολιτικές αρχές, τόσο στην διακυβέρνηση όσο και στην αντιπολίτευση του Καποδίστρια. Η τομή βέβαια αποτελεί το βιβλίο του Gunnar Herring “Πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936” το οποίο αρνείται τα κόμματα ως πελατειακά σύνολα χωρίς αρχές και τονίζει το στοιχείο του πολιτικού προγράμματος και στα τρία κόμματα. Προτείνεται λοιπόν το αναποδογύρισμα της α-πολιτικής πρόσληψης των κομμάτων, της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης της εποχής του Καποδίστρια, δηλαδή αντιπροτάσσεται η πολιτικοποίηση της ελληνικής επανάστασης.

Ο δημοκρατικός χαρακτήρας της ελληνικής επανάστασης
Ένα βασικό ιδεολογικό στερεότυπο για την ελληνική επανάσταση είναι ότι η ελληνική κοινωνία δεν ήταν έτοιμη να υποδεκτεί ένα δυτικότροπο σύστημα διακυβέρνησης λόγω της ιστορικής της καθυστέρησης κάτω από τη σκλαβιά των οθωμανών. Οι συνταγματικοί κανόνες εισήχθηκαν από το εξωτερικό και ερμηνεύονται ως ιδέες των μορφωμένων ελίτ. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Herring οι μορφές κρατικής οργάνωσης της πρώτης περιόδου της ελληνικής επανάστασης ήταν εντελώς αντίθετα περισσότερο προσαρμοσμένες στην παραδοσιακή αυτοδιοίκηση. Μόνο κατά τη διαμόρφωση του συντάγματος της Επιδαύρου λήφθηκαν υπόψιν δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Όμως ακόμα και οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν για να ορίσουν τους νέους θεσμούς, παρότι υποτίθεται ότι αντανακλούν τη γαλλική επανάσταση και τα ιταλικά συντάγματα, στην πράξη περιγράφουν διαφορετικά πολιτικά όργανα, όπως προέκυψαν από την ελληνική συνθήκη. Συγκεκριμένα, η ιδιομορφία της εξισορρόποησης μεταξύ του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού, μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας, μεταξύ των ατάκτων και της κυβέρνησης των πολιτικών δεν εξηγείται με τον ισχυρισμό περί αποδοχής ξένων ρυθμίσεων, αλλά με το σεβασμό των ελληνικών δεδομένων.
Ωστόσο, τα συντάγματα δεν κινούνταν εντελώς σε ιδεολογικό κενό. Οι ιδέες του φυσικού δικαίου, οι αρχές της λαϊκής κυριαρχίας, της ισότητας και της ελευθερίας είχαν γίνει αποδεκτές από πολύ νωρίς. Είχαν αναπτυχθεί από επαναστάτες και διαφωτιστές, όπως ο Ρήγας Φεραίος, είχαν συνδεθεί με ντόπιες παραδόσεις και είχαν διαδοθεί μέσω της Φιλικής Εταιρίας. Αυτοί που ήθελαν να ανατρέψουν τον οθωμανικό ζυγό βρήκαν σε αυτό το λεξιλόγιο τους όρους που ταίριαζαν σε αυτό που ήθελαν να κάνουν. Ο όρος “σύνταμα” ηχούσε ξένος, ωστόσο ήταν γνωστό τι σήμαινε, τι ήταν ένας θεμελιώδης νόμος, γιατί νόμοι υπήρξαν τόσο στην οθωμανική όσο και στην ενετική επικράτεια. Ο Μακρυγιάννης, μέλος του γαλλικού κόμματος, εξέφρασε εύγλωττα αυτή τη σχέση του λαϊκού κόσμου με το όραμα για ένα νεωτερικό κράτος: “ήθελα σύνταμα δια την πατρίδα μου, να κυβερνηθή με νόμους κι’ όχι με το ‘‘έτζι θέλω””. Η ιδέα της ισότητας βρήκε ανταπόκριση σε μια κοινωνία με όραμα τη μικρή ιδιοκτησία. Πρόκειται για επαναστατικά συντάγματα γιατί εκφράζονταν στόχοι και συμφέροντα όσων δεν αποδέχονταν την κυριαρχία του σουλτάνου και επεδίωκαν μια άλλου τύπου νομιμοποίηση.
Τέλος, έγιναν σεβαστά πολλά στοιχεία της παράδοσης που δεν υπήρχαν στα δυτικά συντάγματα,όπως η σχέση του κράτους με την ορθόδοξη εκκλησία. Επίσης, μέχρι την ψήφιση νέου κώδικα δικαίου, θα ίσχυε το δίκαιο των βυζαντινών αυτοκρατόρων με βάση τον κώδικα του Αρμενόπουλου. Έγινε όμως δεκτό το γαλλικό εμπορικό δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση το Σύνταγμα της Τροιζήνας υπήρξε το πιο ριζοσπαστικό σύνταγμα της ελληνικής επανάστασης και το πιο ριζοσπαστικό της εποχής. Και αυτό δεν ήταν προϊόν επιβολής, αλλά αποτέλεσμα της ριζοσπαστικοποίησης. Όσοι εμπλέχτηκαν στην επανάσταση, μπορεί να εισήλθαν σε αυτή για διάφορους λόγους, αλλά η ίδια η επαναστατική διαδικασία τους μετασχημάτισε, τους ιδεολογικοποίησε και τους πολιτικοποίησε καθώς έφερε μπροστά τους πιο καθαρά το οραματικό ερώτημα: τι κοινωνία θα φτιαχτεί τώρα. (Herring, σ. 130-141)

 Η συγκρότηση των πολιτικών κομμάτων: φατρίες πρακτόρων ή κόμματα με ιδεολογία;
Οι ονομασίες των πολιτικών κομμάτων δόθηκαν αρχικά από τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Ωστόσο, η ερμηνεία ότι επρόκειτο απλά για πρακτορεία των τριών δυνάμεων που συγκέντρωναν τις πελατείες τους δεν μπορεί να εξηγήσει τις βαθιές ιδεολογικές αντιθέσεις που χώριζαν αυτά τα τρία κόμμα και οι οποίες δεν βασίζονταν σε επιθυμίες και υποβολές των τριών δυνάμεων, αλλά αντίθετα γίνονταν κατανοητές μόνο από την πλευρά των ελληνικών προβλημάτων. (Herring, σ.142-143). Από αυτό το πρίσμα κατατέθηκαν τόσο οι προτάσεις για μελλοντικό βασιλιά, αλλά και για τον τρόπο διακυβέρνησης που εν τέλει δίχασε τους επαναστατημένους έλληνες.
 Το αγγλικό κόμμα ακολούθησαν εκτός από άρχοντες, στρατιωτικοί και “δυτικοί”, δηλαδή σπουδαγμένοι σε δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Οι επιφανέστεροι εκπρόσωποί δεν είχαν σχέσεις που θα μπορούσαν να περιγραφούν με την έννοια της πελατειακής ένωσης, ενώ όσοι από τους αγγλόφιλους πολιτικούς είχαν, αυτή άρχισε να διαλύεται. Αντίστοιχα, στο ρωσικό κόμμα, η ύπαρξη μεμονωμένων πελατειακών ενώσεων δεν θα πρέπει να υπερεκτιμηθεί καθώς το κόμμα και χωρίς αυτές δεν θα ήταν σημαντικά πιο αδύναμο. Στο γαλλικό κόμμα διαπιστώνεται η μέγιστη διάρκεια των πελατειακών δομών. Ωστόσο,και πάλι σύμφωνα με τον Herring όλα αυτά δεν δίνουν απάντηση στο αποφασιστικής σημασίας ερώτημα για ποιό λόγο η μεγάλη πλειονότητα των οπαδών του γαλλικού κόμματος βρισκόταν σε αυτό και όχι σε κάποιο άλλο πολιτικό στρατόπεδο, καθώς επίσης υπήρχαν σχέσεις συγγένειας με πρόσωπα από τα άλλα κόμματα. (Herring, σ.105-7, 119)
Ο Herring θεωρεί πως η διακυβέρνηση Καποδίστρια λειτούργησε καθοριστικά στην πολιτικοποίηση των κομμάτων καθώς η πόλωση μεταξύ του κυβερνώντος ρωσικού κόμματος και των άλλων δύο επέτρεψε να παρουσιαστούν με οξύτητα αντιτιθέμενα πολιτικά αιτήματα και προγράμματα. Τα θέματα ήταν καθεαυτό πολιτικά καθώς αφορούσαν το σύνταγμα και τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής, τη σχέση μεταξύ κράτους και εκκλησίας, την οργάνωση του στρατού, την αυτοδιοίκηση, την οικοδόμηση της της δημόσιας διοίκησης και του εκπαιδευτικού συστήματος και γενικά τον εκκοινοβουλευτισμό του καθεστώτος. (Herring, σ.120)

Η έλευση του Καποδίστρια: από τη δημοκρατία στη δικτατορία
Το νέο Σύνταγμα της Τροιζήνας καθόριζε τέλεια τη διάκριση των εξουσιών, κατοχύρωνε τις ελευθερίες των πολιτών, ενώ παραχωρούσε στον κυβερνήτη μόνο αναβλητικό βέτο στις αποφάσεις της βουλής και δεν μπορούσε να διαλύσει τη βουλή. Ο ακριβής προσδιορισμός των αρμοδιοτήτων του κυβερνήτη αντανακλούσε στην κομματική, αλλά και ιδεολογική δυσπιστία προς κάθε υπέρμετρη αύξηση της εκτελεστικής εξουσίας. Ο Ιμπραήμ έλεγχε ένα μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, ενώ σε όλη τη Στερεά οι οθωμανοί είχαν επιβάλει την εξουσία τους. Στιςεπαναστατημένες περιοχές συνωστίζονταν πρόσφυγες και ο τρόπος διαβίωσης των περισσοτέρων ήταν άθλιος. Η κυβερνητική μηχανή είχε παραλύσει.  Η κατάσταση λοιπόν στην οποία βρέθηκε η επανάσταση το 1827 προέκρινε τη λύση μιας ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας και γι’αυτό προωθήθηκε εν τέλει το προεδρικό μοντέλο. (Λούκος, σ.18-129)
Ο Καποδίστριας ήρθε με την στήριξη του ρωσικού αλλά και του γαλλικού κόμματος. Ο αγροτικός πληθυσμός που κυρίως στήριζε το πρώτο προσέβλεπε στην ισχυρή εκείνη προσωπικότητα που θα τον προστάτευε από το μουσουλμανικό εχθρό και από την αυθαιρεσία του έλληνα προκρίτου και οπλαρχηγού. Τους στόχους της ρωσικής φατρίας στήριξε το γαλλικό κόμμα το οποίο εκπροσωπούσε κυρίως ρουμελιώτες. Η γαλλική φατρία αντιτασσόταν στο αγγλικό σχέδιο περιορισμού του νέου κράτους μόνο στην Πελοπόννησο, ενώ επιθυμούσε να περιορίσει την την επιρροή του αγγλικού κόμματος. Η αντίδραση της αγγλικής παράταξης οφειλόταν τόσο σε κομματικά όσο και σε ιδεολογικά αίτια καθώς φοβόντουσαν τον παραμερισμό τους και την άνοδο του Κολοκοτρώνη, αλλάκυρίως μία αυταρχική διακυβέρνηση. Η αγγλική φατρία υποχώρησε μόνο όταν συναίνεσε ο αγγλικός παράγοντας.  
Ο κυβερνήτης εξανάγκασε τη Βουλή, πριν διαλυθεί, να εγκρίνει, παραβιάζοντας το ψηφισθέν σύνταγμα, προσωρινό σύστημα διακυβέρνησης που άφηνε ουσιαστικά σε αυτόν τον έλεγχο της κρατικής μηχανής. Συγκρότησε το Πανελλήνιο, ένα γνωμοδοτικόσώμα, στο οποίο διόρισε κορυφαίους πολιτικούς και στρατιωτικούς του αγώνα. Υποσχέθηκε ως αντάλλαγμα να καλέσει σε νέα εθνοσυνέλευση το 1828, κάτι το οποίο όμως δεν έκανε. Τα πρώτα χρηματικά βοηθήματα της Ρωσίας και της Γαλλίας και η έναρξη του ρωσοτουρκικού πολέμου τον Απρίλιο του 1928 ενίσχυσαν την θέση του. (Λούκος, σ.34)
Ο Ιωάννης Καποδίστριας καταγόταν από την αριστοκρατία της Κέρκυρας και είχε υπηρετήσει τον τσάρο ως υπουργός των εξωτερικών, η παιδεία του όμως ήταν δυτική και δεν έμεινε ανεπηρέαστος στις νέες πραγματικότητες μετά τη γαλλική επανάσταση. Θεωρούσε όμως ότι οι έλληνες ήταν διεφθαρμένοι από την τουρκική κυριαρχία και ειχαν ανάγκη μακρόχρονης εκπαίδευσης, προτού μπορέσουν να συμμετάσχουν μέσω συνταγματικών οργάνων στη νομοθεσία και τη διαμόρφωση πολιτικής βούλησης. Εν τέλει, οραματιζόταν ένα ακομματιστο κράτος με φωτισμένη διοίκηση ... μια πλατιά εξισωμένη μάζα μικροϊδιοκτητών που θα οδηγείτο υπό την πατερναλιστική εξουσία του στην πολιτική ωριμότητα. (Hering, σ.110)
Η διακυβέρνησή του αρχικά βασίστηκε σε εξέχουσες προσωπικότητες, αλλά στη συνέχεια εμπιστευόταν ολοένα και περισσότερο ανθρώπους δευτέρας διαλογής.  Από τη μία εξουδετέρωσε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα με την έμμεση εκλογή των βουλευτών. Από την άλλη όμως έλαβε τα πρώτα μέτρα για την αποκατάσταση ακτημόνων με την παραχώρηση κτιρίων, εργαστηρίων, μύλων, φούρνων και εθνικών γαιών. Προσπάθησε επίσης να προστατευτούν οι κοινωνικά αδύναμοι, οφειλέτες, γυναίκες και νόθα. Οι πελοποννήσιοι άρχοντες απώλεσαν την εκμίσθωση φόρων για να χρηματοδοτούν τις πελατειακές τους ενώσεις. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί πως με αυτόν τον τρόπο αποδυναμώθηκε η φατρία των Μαυρομιχαλαίων στη Μάνη.
Στην πράξη για να διοικήσει το κράτος και να πολεμήσει τα κόμματα, ο Καποδίστριας έφτιαξε ένα δικό του κυβερνητικό κόμμα. Τόσο στην έδρα της κυβέρνησης όσο και γύρω από τους διορισμένους δημογέροντες τους διοικητές ή έκτακτους επιτρόπυς σχηματίστηλαν ομάδες κυβερνητικών κάθε κοινωνικής προέλευσης που ταύτιζαν την ιδεολογία και κυρίως τα συμφέροντά τους με το καθεστώς Καποδίστρια. Ανάμεσά τους βρήκε πλήθος εμπίστων που σε μεσαίες και κατώτερες θέσεις ή και χωρίς επίσημη αρμοδιότητα, διέτρεχαν ολόκληρη τη χώρα ως πληροφοριοδότες και κατάσκοποι. Κατάφερε να κερδίσει ένα ευρύ και σχετικά πειθαρχημένο στρώμα οπαδών που διαπερνούσε τις πελατειακές δομές και έφτανε και κάτω από το επίπεδο των ηγετικών ομάδων. 
Για πρώτη φορά λοιπόν διαμορφώθηκε μια πολιτική παράταξη που είχε εθνικό χαρακτήρα, οι οπαδοί της δεν προέρχονταν από ένα μόνο διαμέρισμα της χώρας ή ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες. Το κόμμα αυτό ονομαζόταν επίσης των Ναππαίων. Αποτέλεσε τη ραχοκαλιά των αντισυνταγματικών, αν και βέβαια δεν αρνούνταν την ύπαρξη ενός συνταγματικού χάρτη, αλλά προωθούσαν την ιδέα ενός λιγότερο δημοκρατικού και περισσότερο ηγεμονικού συντάγματος γύρω από την αρχή του Καποδίστρια. Το ακολουθούσαν όσοι είχαν υποφέρει από το χάος του εμφυλίου πολέμου, μικροαγρότες και απλός “κοσμάκης” σε χωριά και κωμοπόλεις, ακτήμονες πληβείοι, ιδιοκτήτες και ενοικιαστές μικρών εκτάσεων και όσοι είχαν διοριστεί στο δημόσιο μαζί με μία ομάδα εξτρεμιστών μοναχών. Πάνω από αυτούς είχε συγκροτηθεί μια ελιτ νεόπλουτων οι οποίοι είχαν αποκτήσει χρήματα μέσω της επαφής τους με το κράτος και ιδιαίτερα μέσω της διαφθοράς και των εργολαβιών. Στην πράξη, η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν αφοσιωμένη στον Καποδίστρια. (Λούκος, σ. 122-125, 134-137. Herring, 110-114, 220-228) Χαρακτηριστηριστικό κείμενο κριτικής στη διαφθορά του καποδιστριακού καθεστώτος είναι ένα ποίημα του Αλέξανδρου Σούτσου με τίτλο “Ο επιστάτης των εθνικών οικοδομών επί Ι. Καποδίστρια” στο οποίο σατιρίζει τον προκλητικό πλουτισμό των φιλικών στην κυβέρνηση εργολάβων.
  Σε ορισμένα μέρη ο ρωσόφιλος προσανατολισμός βασιζόταν σε ισχυρές παραδόσεις και συμφέροντα, όπως το εμπόριο στη Μαύρη Θάλασσα. Οι οπαδοί του ωστόσο προσέβλεπαν στη Ρωσία όχι μόνο τον ιδεώδη συνέταιρο για μια μακροπρόθεσμη εξωτερική πολιτική, αλλά ακόμη περισσότερο έβλεπαν την ίδια τη Ρωσία ως το ιδεώδες πρότυπο για την οργάνωση του νέου κράτους. Εξάλλου, η Ρωσία ήταν η μοναδική ορθόδοξος δύναμη. Μαζί της αισθάνονταν συνδεδεμένοι ολόκληρη η εκλησία και ο λαός με βάση μια σειρά θρύλους, μύθους, κείμενα και ελπίδες. Για το ρωσικό κόμμα θεμέλιο της κοινωνικής τάξης υπήρξε η θρησκεία και από αυτήν προέκυπταν η πολιτική ηθική και η νομιμότητα της εξουσίας. Ταυτιζόταν με την αμυντική στάση απέναντι στο διαφωτισμό και κινδυνολογούσαν υπέρ της πίστης απέναντι στους διάφορους ιεραπόστολους. Ουσιαστικά, ήταν ο ιδεολογικός κληρονόμος του πατριαρχικού συντηρητισμού των προεπαναστατικών ετών.  Βέβαια, ο Καποδίστριας δεν υπήρξε τυφλό όργανο της Ρωσίας, αλλά όπου υπήρξε προσέγγιση οφειλόταν κυρίως σε ομοιότητα νοοτροπίας και ταυτότητα συμφερόντων. Από την άλλη, για την Ρωσία η παρουσία του Καποδίστρια λειτουργούσε ως εγγύηση ότι δεν θα επικρατούσαν οι φιλελεύθεροι θεσμοί και η ισχυρή του κεντρική εξουσία θα περιόριζε τις επαναστατικές διαθέσεις μέσα στον ελληνικό λαό. (Λούκος, σ. 39-40)
Στην πράξη ο κυβερνήτης Καποδίστριας εφάρμοσε τις αρχές της πεφωτισμένης δεσποτείας που εκκινούνταν εξίσου από την ρωσική αυτοκρατορική ορθόδοξη παράδοση και κυρίως από το πρότυπο των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Συνδύαζε όμως αρχές του βοναπαρτισμού, δηλαδή στοιχεία ενός μετεπαναστατικού αυταρχικού καθεστώτος που βασιζόταν στην αγροτική μικροϊδιοκτησία. Εν τέλει, η τομή ήταν η ίδια η επανάσταση, ο δημοκρατικός και κοινωνικός χαρακτήρας της.

Οι συνταγματικοί: Το γαλλικό και το αγγλικό κόμμα
Απέναντι στο ρωσικό κόμμα ορθώθηκαν δύο άλλα πολιτικά σχέδια που κινούνταν στο πλαίσιο της συνταγματικής κοινοβουλευτικής μοναρχίας, αλλά με ανοιχτό το ερώτημα για ένα προεδρικό σύνταγμα τύπου ΗΠΑ.
Το Γαλλικό κόμμα, με ηγέτη τον Ιωάννη Κωλέττη, γεννήθηκε ανάμεσα στους οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδας. Στην Ύδρα συνδεόταν με τα χαμηλά στρώματα που εναντιώνονταν στους Κουντουριώτες και γι αυτό ο Λάζαρος Κουντουριώτης τους χαρακτήριζε “Αβράκωτους”. Ένα βασικό στοιχείο του ήταν ο πολεμικός ενθουσιασμός χωρίς κατανόηση για το διπλωματικό παιχνίδι. Τα μέλη του προσδοκούσαν δικαίωση για τους αγωνιστές. Σε αντίθεση με το αγγλικό κόμμα, στο γαλλικό ήταν ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη για απελευθέρωση των αλύτρωτων εδαφών με μικρές ή και μεγαλύτερες πολεμικές ενέργειες. Για τον Κωλέττη η επιδίωξη της προόδου της χώρας σήμαινε να καταστεί οργανωμένη, ισχυρή και εκτεταμένη. Το ελληνικό κράτος δε θα ήταν παρά η βάση επιχειρήσεων, ένας ανταρτοπόλεμος διαρκείας στην παραμεθόριο και λιγότερο μια ειρηνευμένη κοινωνία. Γι’ αυτό αργότερα θα ταυτιστεί με τη Μεγάλη Ιδέα. Φυσικό σύμμαχο σε αυτήν την πορεία θεωρούσε τη Γαλλία. Η Γαλλία ταυτιζόταν τόσο με τη γαλλική επανάσταση, τις φιλελεύθερες ιδέες και το ρομαντικό γιακωβίνικο ρομαντισμό όσο και με το Μεγάλο Ναπολέοντα. Βέβαια, η Γαλλία δεν άφησε ποτέ καμία αμφιβολία ότι θα στήριζε τις πολεμικές περιπέτειες της Ελλάδας. Ωστόσο, ήταν η μοναδική δύναμη που είχε στείλει στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελούταν από ρομαντικούς φιλελεύθερους.
Το γαλλικό κόμμα υποστήριξε την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια και αρχικά τις αντικοινοβουλευτικές του πρακτικές. Έβλεπε πολιτική ταύτιση στην ένταξη της Στερεάς στο νέο κράτος και εν γένει στη συνέχιση του πολέμου, όπως προοιώνιζε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Τέλος, δεν φαίνεται να ενοχλούταν πολύ από μια διακυβέρνηση που ενδεχομένως να θύμιζε Ναπολέοντα. Αντίθετα, οι ρουμελιώτες αποδέχτηκαν τις προσπάθειες για εθνικοποίηση του στρατού. (Herring, σ. 208-220)
Το Αγγλικό κόμμα με ηγέτη τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο θεωρούσε ότι το νέο ελληνικό κράτος μπορούσε να υπάρξει και να διευρυνθεί μόνο στο πλευρό της Αγγλίας. Ωστόσο, αυτό ήταν ένα μακρόπνοο σχέδιο καθώς σήμαινε καταρχήν ρεαλισμό. Για το αγγλικό κόμμα βασικές αρχές μίας νόμιμης εξουσίας ήταν το κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα και η διάκριση των εξουσιών, στις οποίες οι οπαδοί του είχαν σταθεί πιστοί καθόλη τη διάρκειατης επανάστασης. Τα συντάγματα που υποστήριζαν δεν αντιστοιχούσαν όμως στο αγγλικό πρότυπο, καθώς η λαϊκή κυριαρχία και το καθολικό δικαίωμα ήταν αρχές που είχαν αναπτυχθεί σεελληνικό έδαφος. Τέλος, ήταν διατεθειμένοι, όπως φάνηκε αργότερα στην περίπτωση του Όθωνα, να υποχωρήσουν προσωρινά από θεμελιώδεις θέσεις τους υπέρ ενός μονάρχη. Από αυτήν την άποψη, θα πρέπει να χαρακτηριστούν μετριοπαθείς συνταγματικοί.
Γενικά, το αγγλικό κόμμα εισήγαγε ένα νέο πολιτικό ύφος που οι αγρότες και οι οπλαρχηγοί το περιφρονούσαν: ο συμβιβασμός, η μετριοπάθεια, η τακτική του διπλωμάτη, η πνευματική εκλέπτυνση. Στο εκκλησιαστικό ζήτημα υποστήριζε το αυτοκέφαλο της ελλαδικής εκκλησίας. Το Αγγλικό κόμμα συνδεόταν απευθείας με το διαφωτιστικό πνεύμα του 18ου αιώνα και το κλίμα των συγκρούσεων των διαφωτιστών με την Εκκλησία. (Herring, σ.196-208) Από αυτήν την άποψη ήταν ο πιο βασικός εχθρός της κυβέρνησης Καποδίστρια.

Η συνταγματική αντιπολίτευση
Οι αντιπολιτευόμενοι κατηγορούσαν τον Καποδίστρια ως τύραννο και δικτάτορα και είχαν ως βασικό πολιτικό αίτημα το σύνταγμα. Η αναβολή της εθνοσυνέλευσης και η αυστηρότερη συμπεριφορά του κράτους απέναντι στους πολίτες προκάλεσαν αντιδράσεις. Καθιερώθηκαν διαβατήρια για τη μετακίνηση των κατοίκων από επαρχία σε επαρχία, παραβιάστηκαν επιστολές, με τη βία υποχρεώθηκαν οι ευπορώτεροι να γίνουν μέτοχοι στην Εθνική Τράπεζα, ένα είδος αναγκαστικού δανείου. Ορισμένοι δοικητές δεν σεβάστηκαν θεμελιώδη πολιτικά δικαιώματα. Ο διορισμός νέων λογίων που ελάχιστα είχαν προσφέρει στον αγώνα προκάλεσαν την αγανάκτηση όσων θυσίασαν τα πάντα πολεμώντας τους οθωμανους. Η καχυποψία του Ι. Καποδίστρια που την ενθάρρυνε με τις υπερβολές του ο αδελφός του Βιάρος και η δυσαρέσκειά του που δειχνόταν προκλητικά με τρόπο προσβλητικό απέναντι στους αγωνιστές και πολλούς άλλους έλληνες ενίσχυαν την αντιπολίτευση με νέους οπαδούς. Ακόμη περισσότερο δημιουργήθηκε μία κάστα ευνοημένων που κέρδιζε από τη διαφθορά και τη διαπλοκή με το νέο καθεστώς.
Τα κυβερνητικά μέτρα έπλητταν περισσότερο τους προκρίτους της Πελοποννήσου. Ο σημαντικότερος πυρήνας της αντιπολίτευσης ήταν οι πελοποννήσιοι πρόκριτοι Ανδρέας Ζαΐμης, αδελφοί Δεληγιανναίου, οι Λόντοι, κ.α. πρόκριτοι. Βρίσκονταν σε συνεργασία με τους Αλ. Μαυροκορδάτο, Σπ. Τρικούπη, Κ. Ζωγράφο Α.Μιαούλη, Θ. Φαρμακίδη και άλλους λόγιους και πολιτικούς. Οι Μαυρομιχαλαίοι από ένθερμοι οπαδοί σύντομα εξελίχθηκαν σε αμείλικτους εχθρούς του Καποδίστρια. Οι Κουντουριώτες κράτησαν εξ αρχής επιφυλακτική στάση και ο εκπρόσωπός τους στη Βουλή ήταν ο μοναδικός που καταψήφισε τον Καποδίστρια. Οι ερμουπολίτες έμποροί στην αρχή αποδέχτηκαν με θετικό τρόπο την πολεμική ειρήνευση, αλλά δυσαρεστήθηκαν όταν ζητήθηκε να καταθέσουν υψηλά ποσά στην υπό συγκρότηση Εθνική Τράπεζα. (Λούκος, σ. 275-316)
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας του αντικυβερνητικού τύπου έστρεψε τους αντιπολιτευόμενους στην εφημερίδα Le Courier de Smyrne την οποία τροφοδοτούσαν τακτικά με ειδήσεις και ανώνυμα ή ψευδώνυμα άρθρα. Κυκολοφορούσε μυστικά στην Ελλάδα, ενώ στο εξωτερικό, κυρίως στη Γαλλία έδινε διαφορετική εικόνα από εκείνη της κυβέρνησης. Στο Πανελλήνιο οι αντιπολιτευόμενοι είχαν κερδίσει την πλειοψηφία και ο Καποδίστριας προσέθεσε 8 νέα μέλη για να αλλάξει την πλειοψηφία. Ταυτόχρονα, ενίσχυσε τον ρόλο του Κολοκοτρώνη, ενώ προσπάθησε να προσεταιριστεί τον Κωλέττη.
Η Αγγλία ήταν η πιο επιφυλακτική δύναμη απέναντι στον καποδίστρια και μετά το 1928 έγινε πιο σαφής η δυσαρέσκεια επιτρέποντας την ανάδειξη της φιλοαγγλικής αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση θεωρούσε ταυτόσημη με προδοσία κάθε μορφή συνεργασίας με την Αγγλία καθώς επεδίωκε τον περιορισμό των ελληνικών συνόρων. Το αγγλικό κόμμα μετέθετε το πρόβλημα αυτό στην αντιαγγλική πολιτική του Καποδίστρια. (Λούκος, σ. 50-120)
Τελικά, η Δ ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους υπήρξε μια νίκη του κυβερνήτη. Η απουσία σημαντικών στελεχών της αντιπολίτευσης αδυνάτισε την παραμικρή αντίσταση. Η Μάνη και η Ύδρα συγκέντρωναν όλες τις προϋποθέσεις για να αποτελέσουν εστίες αντικυβερνητικού αγώνα. Η σύλληψη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ενέτεινε τις αντικυβερνητικές ενέργειες των συγγενών του. Η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την κατάσταση προώθησε ρουμελιώτικα στρατεύματα στην περιοχή. Με δυσκολία μπόρεσε να επιβιώσει στους μήνες που παρεμβλήθηκαν από την αναγγελία της εκλογής Λεοπόλδου μέχρι την παραίτησή του. Ωστόσο, η έγκαιρη πληρωμή του στρατού αποσόβησε το σημαντικότερο κίνδυνο.

Η δολοφονία του Καποδίστρια: η Ιουλιανή επανάσταση στην Ελλάδα
Τα ευρωπαϊκά γεγονότα, ιδιαίτερα η επανάσταση του Ιουλίου στη Γαλλία  και στην Πολωνία φαίνεται ότι είχαν τρομάξει τον Καποδίστρια και είχαν ξυπνήσει τις πιο συντηρητικές τάσεις του. Οι οικονομικές δυσκολίες στο εσωτερικό ενέτειναν την δυσαρέσκεια. Ταυτόχρονα, ένα κλίμα φιλελευθρισμού δημιουργήθηκε με τα επαναστατικά κινήματα που ακολούθησαν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κατά των απολυταρχικών κυβερνήσεων και η ιδιαίτερα η επέμβαση των ρώσων για την κατάπνιξη των πολωνών. Ο Κοραής είχε εκδώσει τον Οκτώβριο του 1830 το “Διάλογο δύο γκραικών”. Με αυτό καλούσε τους έλληνες να ζητήσουν την βοήθεια της επαναστατημένης Γαλλίας για να κατοχυρώσουν την αβασίλευτο συνταγματική πολιτεία. Όλα αυτά επηρέασαν τους γάλλους στρατιωτικούς, αλλά τους οπαδούς του γαλλικού κόμματος. Πιο έντονη υπήρξε η κινητοποίηση στην Ύδρα όπου άρχισαν να συγκεντρώνονται όλα τα διωκόμενα στελέχη της αντιπολίτευσης με στόχο τη μετατόπιση της νέας γαλλικής κυβέρνησης, στόχος που δεν επετεύχθη. Ωστόσο, η εξέγερση φαίνεται πως διερυνόταν κυρίως στα νησιά αποκτώντας χαρακτηριστικά εμφύλιας σύγκρουσης τόσο στη θάλασσα όσο και τη στεριά. Τα πλοία των εξεγερμένων με τον Μιαούλη κάποια στιγμή συγκρούστηκαν με ρωσικά πλοία. Τέλος, η Καλαμάτα εξελισσόταν σε καταφύγιο όλων των συνταγματικών.
Η ένταξη του Κωλέττη στην αντικυβερνητική παράταξη ενίσχυσε την αντιπολίτευση. Αρχικά ο ίδιος απέφευγε να συνεργαστεί με την αντιπολίτευση στην Ύδρα, συγχρόνως όμως υπερασπιζόταν στη γερουσία τους φιλελεύθερους θεσμούς και ασκούσε ήπια κριτική. Εγκατέλειψε όμως τον παθητικό ρόλο όταν προκηρύχθηκε η νέα εθνοσυνέλευση. Σύμφωνα με την αντιπολιτευτική εφημερίδα Απόλλων στην Ελλάδα του 1931 συγκρούονταν μόνο δύο δυνάμεις, οι συνταγματικοί που εκπροσωπούσαν όλο το έθνος και οι καποδιστριακοί, τύραννοι, ετερέχθονες και ξενόδουλοι. Η αποτυχία των αντιπολιτευόμενων να προκαλέσουν μια γενικευμένη εξέγερση φαίνεται ότι ευνόησε επιλογές τερορίστικου χαρακτήρα και οδήγησε στη δολοφονία. Η κυβέρνηση φαινόταν πως άρχιζε να ενδυναμώνεται και να ετοιμάζεται να καταπνίξει την εξέγερση. (Λούκος, σ. 317-319, 366-375)
Από αυτήν την άποψη δεν είναι τα ιδιοτελή συμφέροντα και η μανιάτικη εκδίκηση που έφερε τους Μαυρομιχαλαίους στη θέση του δολοφόνου, αλλά το γενικευμένο περιρρέον πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα. Ο θάνατος του Καποδίστρια ήταν ο μόνος δρόμος για την επικράτηση των συνταγματικών και οι μόνοι που ήταν ικανοί για αυτό ήταν οι μανιάτες. Ο πολιτικός χαρακτήρας της πράξης τους αποτυπώνεται εύγλωττα στο ποίημα του Αλέξανδρου Σούτσου με τίτλο “Μονόλογο ενός των δύο τυραννοκτόνων Μαυρομιχαλαίων. Ο Μαυρομιχάλης παρουσιάζεται σαν νέος τυραννοκτόνος, μιμητής του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα και η πράξη του ένας ηθικός καθαρμός. Ο πλάνος Καποδίστριας παραβίασε νόμους και όρκους και η τιμωρία του ήταν δίκαιη προϊόν “της οργής του Έθνους όλου”. Ταυτόχρονα, βέβαια ποίημα του Αριστ. Κουβαρά τους χαρακτήριζε πατροκτόνους και δολοφόνους. (Κουλούρη-Λούκος, σ.19)

Συνταγματική κοινοβουλευτική Δημοκρατία: ένα διαρκές πολιτικό αίτημα
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια το γαλλικό κόμμα βρέθηκε επικεφαλής της αντιπολίτευσης κατά των υπολειμμάτων του καθεστώτος. Το ζήτημα του συντάγματος παρέμενε το κύριο αντικείμενο των διενέξων μεταξύ των κομμάτων.
Η Ε΄ Εθνοσυνέλευση στην οποία επικρατούσε το ρωσικό κόμμα εξέλεξε στις τον Μάρτιο 1832 τον Αυγουστίνο Καποδίστρια ως νέο κυβερνήτη για το διάστημα μέχρι την άφιξη του μονάρχη Όθωνα. Οι Συνταγματικοί της Δ ΄ Εθνοσυνέλευσης από την άλλη είχαν εκλέξει νέα κυβερνητική επιτροπή αποτελούμενη από τους Γ.Κουντουριώτη, Ι.Κωλέττη και Α.Ζαΐμη. Εν τω μεταξύ η Ε΄ Εθνοσυνέλευση επεξεργάστηκε το αποκαλούμενο “ηγεμονικό”  Σύνταγμα.
Όλοι ήταν ένθερμοι οπαδοί της έλευσης του Όθωνα. Αντιλαμβάνονταν την ανάγκη να κληθεί ο βασιλιάς ώστε να τερματιστούν η εσωτερική αστάθεια και οι εμφύλιοι, αλλά και να δωθεί μία νέα διεθνή αναγνώριση στη χώρα. Οι οπαδοί του Γαλλικού κόμματος αναρτουσαν σημαίες με το σύνθημα “Ζήτω το Σύνταγμα! Ζήτω ο Όθων βασιλεύς της Ελλάδος”. Ο επόμενος γύρος της ελληνικης επανάστασης θα δοθεί στις 3 Σεπτέμβρη 1843, ενώ φυσικά ο πιο σημαντικός σταθμός θα είναι η έξωση του Όθωνα τον Οκτώβρη του 1862 που θα καταλήξει στο σύνταγμα του 1864.

Χριστίνα Κουλούρη και Χρήστος Λούκος, Τα πρόσωπα του Καποδίστρια, Πορεία, 1996.
Χρήστος Λούκος, Η αντιπολίτευση κατά του κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια 1928-1931, Θεμέλιο, 1988.
Gunnar Herring,Πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, ΜΙΕΤ, 2008.


Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Ελληνικός τύπος για την Οκτωβριανή επανάσταση: «Μαξιμαλιστές», «συνωμότες» και «όργανα των Γερμανών»

Κώστας Παλούκης, εφημ. Πριν, 19/11/2017

Η Οκτωβριανή επανάσταση έγινε σε μεγάλο βαθμό αποδεκτή στην Ελλάδα μέσα από το πρίσμα του μεγάλου πολέμου και εν μέσω του Εθνικού Διχασμού. Η νέα κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου 1917 μόλις είχε αντικαταστήσει την Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη 1917. Το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης προσλαμβανόταν από τους πιο ριζοσπαστικούς οπαδούς του ως μία μορφή δημοκρατικής επανάστασης με σκοπό την εκδίωξη του Κωνσταντίνου και την εγκαθίδρυση αβασίλευτης δημοκρατίας. Ο ίδιος ο Μεγάλος Πόλεμος επίσης προσλαμβάνεται από τους περισσότερους ριζοσπάστες δημοκράτες ως μία μορφή σύγκρουσης ανάμεσα στη δημοκρατία και την απολυταρχία. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η επανάσταση του Φλεβάρη είχε γίνει αποδεκτή ως ένα θετικό γεγονός και είχε χαιρετιστεί από τις δημοκρατικές και αριστερές εφημερίδες της Παλαιάς Ελλάδας καθώς, με αυτόν τον τρόπο, είχε θεωρητικά ενισχυθεί ο δημοκρατικός χαρακτήρας του πολέμου. Εντελώς, αντίθετα λοιπόν η επανάσταση του Οκτώβρη αντιμετωπίστηκε εχθρικά.
Οι ελληνικές εφημερίδες μεταγράφουν ή δημοσιεύουν αυτούσια από την δυτικοευρωπαϊκή αρθρογραφία κάθε νέο που αφορά την επαναστατημένη Ρωσία, το Μπολσεβίκικο Κόμμα και τους μαξιμαλιστές ηγέτες τους, όπως τους χαρακτηρίζουν. Σύμφωνα με τον Βίκτορ Σερζ ο τύπος της Αντάντ υποδέχτηκε τη ρωσική επανάσταση με μια εκστρατεία δυσφήμισης και ύβρεων, που η βιαιότητα και η προκατάληψή της μπορούν να συγκριθούν μόνο με τις παρανοϊκές επιθέσεις εναντίον της γαλλικής επανάστασης. Η πιο διαδεδομένη γνώμη ήταν ότι οι μπολσεβίκοι ήταν μια παρέα δογματικών που ήρθαν στην εξουσία λόγω των τυχαίων συνθηκών που προκλήθηκαν από κάποιες ταραχές και ότι θα έχουν εξαφανιστεί μέσα σε τρεις εβδομάδες που μετά έγιναν τρεις ή έξι μήνες. Στην Ελλάδα, τις ημέρες της επανάστασης κυκλοφορεί μόνο ο αυστηρά φιλοκυβερνητικός τύπος, συνεπώς δεν έχουμε αποτυπώσεις των αντιδράσεων από τον αντιβενιζελικό κόσμο. Στο παρόν σημείωμα παρακολουθούμε συνοπτικά τις εξελίξεις όπως αποτυπώθηκαν στα άρθρα των εφημερίδων Εμπρός της Αθήνας, Μακεδονία της Θεσσαλονίκης και Ριζοσπάστης.

Η εφημερίδα Εμπρός μεταγράφει τις ειδήσεις από την παριζιάνικη εφημερίδα Le Temps. Οι αναγνώστες της εφημερίδας ενημερώνονται για πρώτη φορά για τις εξελίξεις στη Ρωσία στις 11 Νοεμβρίου, όταν η αμερικανική κυβέρνηση κατήγγειλε όλες τις ρωσικές συνθήκες μέχρι να αποκατασταθεί κανονική κυβέρνηση. Τα μέλη της αγγλικής πρεσβείας, που κατέφυγαν από την Πετρούπολη στη Σουηδία, αναφέρουν ότι κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει στη Ρωσία. Πάντως επικρατεί απόλυτη ησυχία στην Πετρούπολη. Στις 12/11 η εφημερίδα αφιερώνει ένα μεγάλο άρθρο στην πρώτη σελίδα με τίτλο: “Η Αναρχία εν Ρωσσία”. Ουσιαστικά, πρόκειται για ανακοίνωση της ρωσικής πρεσβείας. Το ανακοινωθέν δεν αναγνωρίζει τη νομιμότητα του “Σοβιέτ των αντιπροσώπων του Λαού” ως κυβέρνηση της χώρας και το δικαίωμά του να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για ανακωχή. Τονίζει πως “δύναται να διαπράξη βιαιότητας και πράξεις προδοσίας και δειλίας”, αλλά εν τέλει δεν θα τα καταφέρει να κυβερνήσει. Θεωρεί ότι η διαταγή περί ανακωχής απευθύνεται κυρίως στο “απαίδευτο τμήμα του στρατού” με σκοπό να επαυξήσει την αναρχία παρά να συνάψει ανακωχή. Για αυτό το λόγο δεν την αναγνωρίζει ως κυβερνητική πράξη, αλλά προδοτική και αντιπατριωτική. Ωστόσο, παραδέχεται την επιτυχία των μαξιμαλιστών στις δύο πρωτεύουσες, έστω και ως πρόσκαιρη. Καταγγέλλει την ηθική αποσύνθεση και την παράλυση που έχει επιφέρει, ενώ τέλος αναγγέλλει τη συσπείρωση “υγιών δυνάμεων” στις βόρειες και τις νότιες επαρχίες της χώρας οι οποίες θα επιφέρουν την αναγέννηση της Ρωσίας.
Ουσιαστικά, όμως μόνο στις 13/11 η εφημερίδα ήταν σε θέση να παρουσιάσει ειδήσεις για τι συνέβη στις 7/11 με το νέο ημερολόγιο. Το άρθρο έχει τίτλο: “Αι ταραχαί εις την Πετρούπολιν”: “Όθεν την στιγμή καθ ήν σταματούν αι πληροφορίαι ημών, υπήρχον εν Πετρουπόλει δύο εξουσίαι αντίθετοι: η του Σοβιέτ ήτις ήτο η επικρατεστέρα και η της Κυβερνήσεως της οποίας δεν είχεν εισέτι αναγγελθή ούτε η αναχώρησις ούτε η συνθηκολόγησις. […] Οι Μαξιμαλισταί κατείχον ούτω σπουδαία σημεία εις αυτό το κέντρον της πρωτευούσης και φαίνεται δύσκολον να αντιστή η Κυβέρνησις εκτός εάν δύναται να υπολογίζη επί βοηθείας ελθούσης έξωθεν”. Στην πράξη ο τίτλος του άρθρου δικαιώνεται μόνο με κάποιες αναφορές για αναταραχές που έγιναν σε επαρχιακές πόλεις της Ρωσίας, οι οποίες όμως κατεστάλησαν. Στην τελευταία σελίδα οι ειδήσεις παρουσιάζουν την κυβέρνηση των αναρχικών στοιχείων να ασκούν επιρροή μόνο στην Πετρούπολη και τη Μόσχα, ενώ οι στρατηγοί που ελέγχουν την επαρχία συγκεντρώνουν στρατό. Πλήρης περιγραφή των γεγονότων θα δημοσιευτεί μόλις στις 18/11. Τις επόμενες ημέρες η εφημερίδα απλώς αναπαράγει το φόβο των αντατικών κυβερνήσεων για τη σύναψη ειρήνης ανάμεσα στους μαξιμαλιστές και τη Γερμανία. Μεγάλη βαρύτητα δόθηκε στην κοινοποίηση της πρότασης του Τρότσκι προς όλους τους εμπολέμους για άμεση ειρήνευση. Στις 22/11 αναφέρει τη διακοπή των γερμανο-ρωσικών διαπραγματεύσεων επιρρίπτοντας την ευθύνη στους Γερμανούς και έμμεσα προβάλλοντας με θετικό τρόπο τις προτάσεις του Τρότσκι.
Πιο κατηγορηματικά εχθρική απέναντι στην επανάσταση ήταν η εφημερίδα Μακεδονία. Στις 13/11, το άρθρο γνώμης με τίτλο «το ρωσικό δράμα, αναφέρεται στο μυστήριο που παρακολουθεί όλη η ανθρωπότητα, δηλαδή τη «φοβερά πάλη μεταξύ των συνωμοτών του Λένιν και των ρώσων πατριωτών, οίτινες υπερασπίζονται ακλόνητοι την ελευθερίαν και την τιμήν της Ρωσσίας». Ο Λένιν χαρακτηρίζεται Λερναία Ύδρα και αναρχικός, η ρωσική δημοκρατία πιστή στο συμμαχικό αγώνα (ενώ ο συνωμότης Λένιν όργανο της γερμανικής προπαγάνδας) και ρητά δηλώνει την ευχή της επικράτησης του Κερένσκι και των άλλων που πολεμούν τη συμμορία των μαξιμαλιστών. Στις 21/11, παρουσιάζει τα επιχειρήματα των αντιμπολσεβίκων της Συντακτικής Συνέλευσης, ότι δηλαδή οι εκλογές απέδειξαν την υποστήριξη του ρωσικού λαού κατά του αυταρχικού καθεστώτος των Λένιν και Τρότσκι, παρότι δεν παίρνει τα όπλα εναντίον τους. Στις 23/11 αναφέρει την ήττα και τη συνθηκολόγηση του στρατού των Κερένσκι και Κρόσνωφ. Ταυτόχρονα, αναφέρεται στη ρήξη των διαπραγματεύσεων των μπολσεβίκων με τους Γερμανούς. Μάλιστα, στις 29/11 παρουσιάζει την ανακοίνωση του «περίφημου Τρότσκι». Ωστόσο, δεν σχολιάζει θετικά αυτή την εξέλιξη. Οι μπολσεβίκοι παραμένουν ένας μεγάλος εχθρός.
Ο δημοκρατικός και φιλοαντατικός Ριζοσπάστης της εποχής Πετσόπουλου – Γιαννιού διάκειται αρχικά εχθρικά στους μπολσεβίκους. Η βασική άποψη ήταν ότι είχε συγκροτηθεί ένα αντιμοναρχικό-δημοκρατικό μέτωπο στην Αντάντ που πολεμούσε τις αυταρχικές κεντρικές αυτοκρατορίες. Στόχος του πολέμου ήταν η ήττα και ο εκδημοκρατισμός της Γερμανίας. Στις 7/10, η εφημερίδα παρουσίαζε τους μαξιμαλιστές ως ανθρώπους των Γερμανών καθώς υποστηρίζει πως ένα μεγάλο ποσό από τα ταμεία του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας πρέπει να δόθηκε στον Λένιν. Ωστόσο, τις ημέρες της επανάστασης η εφημερίδα δεν κυκλοφορούσε εξαιτίας της λογοκρισίας και συνεπώς δε διαθέτουμε εικόνα των άμεσων αντιδράσεων. Με την επανακυκλοφορία της στις αρχές του 1918, αποφεύγει να διατυπώσει κάποια επίσημη θέση. Ωστόσο, φαίνεται να διάκειται θετικά απέναντι στην προσπάθεια των μπολσεβίκων για ειρήνη προσπαθώντας να επιρρίψει τις ευθύνες για το αδιέξοδο στο γερμανικό παράγοντα.
Συγκεκριμένα, στις 5/1/1918, η εφημερίδα αναδημοσίευσε πλήρες άρθρο της Ιζβέστια με θέμα τις διαπραγματεύσεις στο Μπρεστ Λιτόφσκ. Με τίτλο Η προσωπίς κατέπεσε, η συντακτική ομάδα παρουσιάζει με το “σφοδρό κατηγορητήριον των μαξιμαλιστών κατά της Γερμανίας”. Προφανώς, ο αντιγερμανικός χαρακτήρας του άρθρου συμπλέει με τις γενικές διαθέσεις της εφημερίδας, ενώ παράλληλα μπορεί να διαπεράσει τη λογοκρισία. Το άρθρο ωστόσο παρουσιάζει στο ελληνικό κοινό για πρώτη φορά αδιαμεσολάβητα το λόγο των “μαξιμαλιστών”. Οι μπολσεβίκοι καταγγέλλουν την ψευτιά και τον κυνισμό των γερμανικών όρων της ειρήνης, αλλά και τη σιδηρά πυγμή της γερμανικής κατοχής σε διάφορες περιφέρειες της ρωσικής αυτοκρατορίας. Διαβεβαιώνουν πως δε θα πουλήσουν και δε θα παραδώσουν τους λαούς της Ρωσίας και ότι «οι Ρώσσοι εργάται δεν είναι καταπιεσταί», αλλά «χορηγούν ελευθερίας εις όλους τους λαούς, αλλά δεν εξασκούν δουλεμπόριον». Δηλώνει ότι “οι Ρώσσοι εργάται και στρατιώται έστειλαν τον Τσάρον στο διάβολο και εγονάτισαν την αστικήν τάξιν, η οποία παρέτεινε τον πόλεμον. Οι Ρώσσοι εργάται και χωρικοί επεθυμούν δικαίαν ειρήνην υπέρ όλων και εναντίον ουδενός”. Οι Γερμανοί παρουσιάζονται ανυποχώρητοι στο θέμα των κατεχόμενων εδαφών καθώς θεωρούν τους εαυτούς τους νικητές του πολέμου. Ως εκ τούτου, οι αυστρογερμανοί διέκοψαν τις συνομιλίες καταγγέλλοντας τον Τρότσκι για μη φιλική στάση, ενώ οι Ρώσοι φαίνονται αμυνόμενοι απέναντι σε μία νέα γερμανική επίθεση. Την επόμενη ημέρα, η εφημερίδα γράφει πως εάν ναυαγήσουν οι διαπραγματεύσεις, η Ρωσία θα κηρύξει γενική επιστράτευση.
Στις 7/1/1918, η σύνταξη αποδέχεται θετικά τις διακηρύξεις των μπολσεβίκων υπέρ του διεθνούς προλεταριάτου, αλλά αμφιβάλει ότι το γερμανικό προλεταριάτο είναι σε θέση να αντισταθεί στον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Ταυτόχρονα, δημοσιεύει ειδήσεις σχετικά με μεγάλες διαδηλώσεις των σοσιαλεπαναστατών στην Πετρούπολη με αίτημα τη συντακτική συνέλευση. Στο επόμενο φύλο, 8/1, παρουσιάζει τους σοσιαλεπαναστάτες να επικρατούν στην Συντακτική, ενώ παράλληλα παρουσιάζει τις θέσεις των σοσιαλιστών. Τέλος, παρουσιάζει τον υπέρμαχο της άμεσης ειρήνης Λένιν να χάνει τον έλεγχο της εξουσίας από τους άλλους μπολσεβίκους. Με αυτόν τον τρόπο η εφημερίδα υποδηλώνει έμμεσα την προτίμησή της υπέρ των ηττημένων της επανάστασης και ταυτόχρονα υπέρ των συνεχιστών του πολέμου. Η εφημερίδα πάντως παραμένει συνεπής εν γένει στην υποστήριξη της ρωσικής επανάστασης δημοσιεύοντας το πρόγραμμα των μπολσεβίκων στις 9/1, χωρίς να σχολιάζει αρνητικά τη διάλυση της συντακτικής συνέλευσης. Ωστόσο, συνεχίζει να απουσιάζει ένα άρθρο γνώμης της σύνταξης.




Βασικό κριτήριο του ελληνικού αστικού Τύπου η συμμαχία με την Αντάτ, διαφορετική η στάση των σοσιαλιστών
Όπως προκύπτει και από τις τρεις εφημερίδες, η επανάσταση του Οκτώβρη αντιμετωπίστηκε ως ένα μεγάλο γεγονός ανάμεσα όμως σε όλα τα σημαντικά γεγονότα που συμβαίνουν σε συνθήκες πολέμου. Το κλίμα στο φιλοαντατικό κόσμο είναι αρνητικό απέναντι στους μπολσεβίκους, αν και με διαφορετικές διαβαθμίσεις. Σε κάθε περίπτωση, δεν κυριαρχούν οι βαρείς αντικομμουνιστικοί χαρακτηρισμοί του επόμενου διαστήματος. Συγκεκριμένα, η εικόνα που παρουσιάζει η εφημερίδα Εμπρός βρίσκεται πολύ μακριά από ερμηνείες περί πραξικοπήματος, μπολσεβίκικης δικτατορίας ή αιματηρών και βίαιων μπολσεβίκων. Μάλιστα, αντιλαμβάνεται την ύπαρξη δυαδικής εξουσίας στην Ρωσία ανάμεσα σε Σοβιέτ και Προσωρινή κυβέρνηση Κερένσκι. Απλά οι μαξιμαλιστές είναι πιο ακραίοι και ύποπτοι για τις σχέσεις τους με τους Γερμανούς. Εντελώς αντίθετη εικόνα παρουσιάζει η εφημερίδα Μακεδονία. Οι μαξιμαλιστές είναι αναρχικοί και τυφλά όργανα των Γερμανών και κατέλαβαν την εξουσία με τη βία. Ο ρωσικός λαός δεν τους θέλει, αλλά δεν τους πολεμάει κιόλας. Τα σχόλια απέναντι τους μποσελβίκους είναι ειρωνικά, ενώ σε καμία περίπτωση δεν διαφαίνεται να καλμάρει η εχθρότητα μπροστά στο ενδεχόμενο της διακοπής των συνομιλιών και της συνέχισης του πολέμου. Η εφημερίδα στηρίζει μια ένοπλη εξέγερση εναντίον των μπολσεβίκων. Ωστόσο και πάλι, η ρητορική περί βίας και πραξικοπηματιών απουσιάζει. Οι μαξιμαλιστές απλά είναι συνωμότες του γερμανισμού.
Από μία άποψη, δε θα μπορούσε να είναι διαφορετική η πρόσληψη της οκτωβριανής επανάστασης από τον ελληνικό φιλοαντατικό τύπο. Η κυβέρνηση εθνικής αμύνης προέρχεται εξίσου από ένα κίνημα που ανέτρεψε με τη δύναμη των όπλων έναν “κακό μονάρχη”, ενώ για καιρό συνυπήρχαν στην Ελλάδα δύο ανταγωνιστικές κυβερνήσεις, μία επαναστατική και μία νόμιμη. Με άλλα λόγια, η ανατροπή μίας “νόμιμης” κυβέρνησης για έναν δίκαιο σκοπό δεν συνιστά πολιτικό έγκλημα, εξάλλου οι αντατικές εφημερίδες είχαν υποδεχτεί με θέρμη την επανάσταση του Φλεβάρη. Απλά δεν είναι συμπαθείς οι ακραίοι μαξιμαλιστές. Εξάλλου, οι ελάχιστοι νεκροί των γεγονότων σε Μόσχα και Πετρούπολη αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό αίματος που χυνόταν στα μέτωπα. Η διαμεσολάβηση της βίας για την επίλυση πολιτικών διαφορών είναι πρόβλημα, όταν προέρχεται από τους μαξιμαλιστές, αλλά δεν απομονώνεται ως ένα ίδιον χαρακτηριστικό του μπολσεβικισμού. Από αυτήν άποψη, ιδιαίτερα στην περίπτωση του Ριζοσπάστη, η υποστήριξη της δημοκρατικής ρωσικής επανάστασης εν γένει παραμένει αδιαμφισβήτητη. Το κεντρικό θέμα που φαίνεται να απασχολεί όλους είναι η ειρήνευση και οι φιλοαντατικοί κατηγορούν τους μαξιμαλιστές για τις προσπάθειες μιας ξεχωριστής ειρήνης.
Εντελώς διαφορετική ωστόσο είναι η στάση της Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης. Η Εργατική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία συμμετείχε ήδη στο κίνημα του Τσίμερβαλντ και από τον Αύγουστο 1917 είχε τοποθετηθεί υπέρ της ειρήνης χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις. Ως εκ τούτου, αποδέχεται με θετικό τρόπο την οκτωβριανή επανάσταση. Η ενοποίηση του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος θα πραγματοποιηθεί, ένα χρόνο αργότερα με την ίδρυση του ΣΕΚΕ. Το ζήτημα της ειρήνης θα επιδράσει καταλυτικά στις συνειδήσεις των ελλήνων σοσιαλιστών. Η σύγκρουση ανάμεσα σε φιλοβενιζελικούς και αντιβενιζελικούς θα εξελιχθεί σε αντιπαράθεση ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς της οκτωβριανής επανάστασης.
Στα 1919 ο Ευάγγελος Παπαναστασίου θα γράψει για πρώτη φορά άρθρα στον Ριζοσπάστη με θετική άποψη για τον Λένιν και τους μπολσεβίκους. Σύντομα, το αίτημα για σύνδεση με την Κομμουνιστική Διεθνή, που ιδρύθηκε το 1919, τέθηκε στους κόλπους του νεοπαγούς κόμματος. Το γεγονός αυτό δε θα πρέπει όμως να συνδεθεί μόνο με τον ενθουσιασμό για τις επιτυχίες της Οκτωβριανής Επανάστασης. Στις 2 Μάη 1919 άρχισε η απόβαση Ελληνικού στρατού στην Σμύρνη. Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες την περίοδο που διεξάγεται η μικρασιατική εκστρατεία οδήγησαν σε όξυνση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης στην Παλαιά Ελλάδα. Η λαϊκή αντίδραση διογκωνόταν συνεχώς. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα θα ξεσπάσουν πολιτικές απεργίες, δηλαδή απεργίες με πολιτικά και όχι συνδικαλιστικά αιτήματα. Το ζήτημα της ειρήνης όπως τέθηκε από τους μπολσεβίκους έγινε στην περίπτωση της Ελλάδας ξανά πολύ επιτακτικό.

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Ιστοριογραφικές απόψεις για τη Γαλλική Επανάσταση 



πρόκειται για μια μελέτη της Ζωής Χ. Εξάρχου
το κείμενο είναι αλιευμένο από εδώ.








Περίληψη



Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789 αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα, όχι μόνο της ευρωπαϊκής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. Ωστόσο, οι προβληματισμοί σχετικά με τα αίτια και το χαρακτήρα της εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορικής έρευνας και να αποτελούν τη βάση για διαφορετικές ερμηνείες. Η παρούσα ιστοριογραφική επισκόπηση επικεντρώνεται σε έργα των A. Soboul, F. Furet, καθώς Μ. Οzouf τα οποία εμφανίσθηκαν -είτε σε πρωτότυπη μορφή είτε σε επανέκδοση- πριν ή μετά το 1989. Με τον τρόπο αυτό, επιχειρείται μία αποτύπωση της διαμάχης για τη Γαλλική Επανάσταση, η οποία υφίσταται στη γαλλική ιστοριογραφία ακόμη και μετά από δύο αιώνες.



Λέξεις – κλειδιά: Γαλλική Επανάσταση, ερμηνείες, ιστοριογραφία



Η επανάσταση, ως γνωστόν, αποτελεί ειδική μορφή ιστορικής εξέλιξης σε πολιτικό, κοινωνικό-οικονομικό, πολιτιστικό, καθώς και επιστημονικό-τεχνικό επίπεδο. Η αλλαγή αυτή μπορεί να επέλθει δυναμικά, ιδιαίτερα μετά από περίοδο κρίσης, σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ως εκ τούτου, με τον όρο επανάσταση νοείται η αλλαγή, η οποία επέρχεται στους υφιστάμενους θεσμούς, καθώς και η αντικατάστασή τους από άλλους[1].

Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789 αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα όχι μόνο της ευρωπαϊκής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. H αρχή έγινε με την ανατροπή του Παλαιού Καθεστώτος (Ancien Régime), για να ακολουθήσουν οι εξελίξεις, οι οποίες οδήγησαν στη θεμελιακή αναδιάρθρωση των πολιτικο-κοινωνικών δομών στη Γαλλία[2]. Με το ριζοσπαστικό αυτό τρόπο τέθηκε ένα τέλος στα κατάλοιπα του φεουδαρχισμού και της μέχρι τότε ελέω Θεού απόλυτης μοναρχίας[3]. Η επαναστατική περίοδος (1789-1799) άσκησε σημαντική επιρροή σε βασικούς τομείς της γαλλικής κοινωνίας, καθώς και στις μετέπειτα πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις του IΘ΄ και του Κ΄ αιώνα[4]. Ωστόσο, το θέμα της Γαλλικής Επανάστασης απασχολεί την επιστημονική κοινότητα μέχρι και σήμερα, δεδομένου ότι αποτελεί πάντα πρόσφορο έδαφος, για πολύπλευρη ανάλυση, διατύπωση ερμηνειών, καθώς και ανάδειξη νέων προβληματισμών[5].

Για το λόγο αυτό, και με αφορμή τη συμπλήρωση διακοσίων ετών από τη Γαλλική Επανάσταση, το 1989, εκτός από τους συνήθεις επετειακούς εορτασμούς, σημειώθηκαν και μεγάλες εκδοτικές παραγωγές. Είναι γεγονός ότι παρατηρήθηκε μια πρωτοφανής εκδοτική κίνηση, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και σε πολλές χώρες -ανάμεσά τους και η Ελλάδα- με δημοσιεύσεις πρωτότυπων έργων, αλλά και αναδημοσιεύσεις ή μεταφράσεις κλασσικών συγγραμμάτων[6]. Στην πραγματικότητα, οι προβληματισμοί σχετικά με τα αίτια και το χαρακτήρα της Γαλλικής Επανάστασης εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορικής έρευνας και να αποτελούν τη βάση για διαφορετικές και συχνά διαμετρικά αντίθετες ερμηνείες[7].

Είναι κοινή η διαπίστωση ότι σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση του επαναστατικού κινήματος διαδραμάτισε, κυρίως, η αστική τάξη[8]. Επρόκειτο για μια νέα κοινωνική δύναμη, η οποία, αφού απέκτησε οικονομική ευρωστία, επιχείρησε να διεκδικήσει και την εξουσία. Ως εκ τούτου, ο γαλλικός λαός, ο οποίος είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο, μην έχοντας εναλλακτική λύση την ακολούθησε. Επίσης, τα περισσότερα μέλη της αριστοκρατίας φαίνεται ότι δεν αντιλήφθηκαν τη σοβαρότητα της κατάστασης και αντιτίθεντο σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια[9]. Ακόμη. ο Διαφωτισμός, με τη γένεση νέων θεωρητικών προβληματισμών και ορθολογικών συστημάτων, δημιούργησε το κατάλληλο διανοητικό κλίμα, το οποίο ευνόησε τις επαναστατικές διεργασίες[10]. Επιπλέον, συνέβαλε στη διάβρωση του συστήματος των αξιών της προεπαναστατικής κοινωνίας, καθώς και στην αφύπνιση των συνειδήσεων. Η αστική τάξη, λοιπόν, διακήρυττε την ελευθερία και την ισότητα σε όλα τα επίπεδα της γαλλικής κοινωνίας, σε αντίθεση με το Ancien Régime, το οποίο είχε τότε περιέλθει σε τέλμα[11].

Είναι γεγονός ότι η Γαλλική Επανάσταση, η οποία επηρέασε καθοριστικά την πορεία της Ευρώπης, απασχόλησε τους ιστορικούς από τα πρώτα χρόνια της εκδήλωσής της. Συγκεκριμένα, το 1790 εκδόθηκε το έργο του Edmund Burke υπό τον τίτλο: Reflections on the Revolution in France and on the Proceedings in Certain Societies in London Relative to That Event. Ο συγγραφέας προσπάθησε να αμφισβητήσει την έκβαση και τους σκοπούς της Επανάστασης. Φαίνεται ότι παρέμεινε προσηλωμένος σε μακραίωνους πολιτικούς θεσμούς του Παλαιού Καθεστώτος και ήταν αντίθετος στην Επανάσταση, η οποία ενσάρκωνε την αρχή της αυθαίρετης αλλαγής. Το έργο αυτό του Burke αποτέλεσε τη βάση για τη συντηρητική ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης στη Μ. Βρετανία (από το ΙΘ΄ αιώνα έως σήμερα)[12].

Τα μετεπαναστατικά έργα Γάλλων συγγραφέων ενίσχυσαν τον προβληματισμό για τα αίτια της Γαλλικής Επανάστασης. Όμως, στα περισσότερα από αυτά διατυπώθηκαν θεολογικές – μυστικιστικές απόψεις. Για παράδειγμα, ο Joseph de Maistre στο έργο του Considérations sur la France (1796) θεώρησε τη Γαλλική Επανάσταση ως εκδήλωση Θείας τιμωρίας και την παρομοίασε με τη Δευτέρα Παρουσία. Επίσης, και ο Louis-Claude de SaintMartin, στο έργο του Lettres à un ami ou Considérations politiques, philosophiques et religieuses sur la Révolution française (1795) αποφαίνεται ότι η Eπανάσταση ήταν θέλημα Θεού· έπρεπε, δηλαδή, να τιμωρηθούν οι ιερείς, οι βασιλείς, καθώς και οι ευγενείς, οι οποίοι σφετερίσθηκαν τα δικαιώματα του λαού, προκειμένου να οδηγηθεί η γαλλική κοινωνία σε μια θεοκρατική δημοκρατία.

Μια άλλη ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης διατυπώθηκε μέσω της θεωρίας της συνωμοσίας ή μηχανορραφίας. Σύμφωνα με αυτή, η Γαλλική Επανάσταση είχε προσχεδιασθεί από μερικές μυστικές ομάδες ελευθεροτεκτόνων (maçons) και Ιακωβίνων (Jacobins). Αντιπροσωπευτικά έργα της εκδοχής αυτής θεωρούνται -μεταξύ άλλων- τα εξής: Abbé Barruel, Mémoires pour servir à lhistoire du Jacobinisme (1799) στη Γαλλία και  John Robinson, Proofs of a conspiracy against all religions and governments of Europe carried on in the secret meetings of free masons, illuminati and reading societies, collected from good authorities (1798)  στη Μ. Βρετανία. Το 1843 δημοσιεύθηκε το έργο του Αntoine Pierre Joseph Marie Barnave, γνωστού επαναστάτη, μετέπειτα πολιτικού και θύμα της Τρομοκρατίας, υπό τον τίτλο: Introduction à la Révolution française. Σε αυτό επιχειρείται, ίσως για πρώτη φορά, ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων με βάση τις οικονομικές δομές. Ωστόσο, οι ιδέες αυτές σχεδόν αγνοήθηκαν μετά τη δημοσίευση του έργου του[13]. Πάντως, υπήρξαν αρκετοί ιστορικοί, οι οποίοι αντιτάχθηκαν σε αυτές τις αντιεπιστημονικές και απλοϊκές ερμηνείες και λόγω του γεγονότος ότι ανάγονται στην ιδέα της Θείας Πρόνοιας- εντάσσονται συμβατικά στην μεσαιωνική αντίληψη για την ιστορία.

Η Παλινόρθωση σηματοδοτεί μια νέα εποχή για την ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης, γιατί εμφανίζονται έργα στα οποία οι συγγραφείς εκφράζουν την ιδεολογική τους τοποθέτηση απέναντι στην Επανάσταση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το έργο της Mme de Staël, υπό τον τίτλο: Pensées sur la Révolution française (1818), στο οποίο η συγγραφέας φαίνεται ότι έχει επηρεασθεί από τον φιλελευθερισμό, γι’ αυτό και τάσσεται υπέρ της Γαλλικής Επανάστασης[14]. Λίγο πριν από τη γνωστή επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1848[15], δημοσιεύθηκαν τρία σημαντικά έργα για τη Γαλλική Επανάσταση: Histoire des Girondins του Alphonse de Lamartine, Histoire de la Révolution του Louis Blanc, καθώς και Histoire de la Révolution française του Jules Michelet. Αν και τα έργα αυτά εμπνέονταν από την αντίθεση στη Μοναρχία του Ιουλίου και διακρίνονταν για την επαναστατική τους πίστη και το ρομαντισμό τους, παρουσίαζαν πολλές διαφορές. Συνοπτικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο L. Blanc υπήρξε ο πρώτος, ο οποίος έδωσε τη σοσιαλιστική ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης -πριν από τον Karl Marx- και ότι ο Α. de Lamartine προσπάθησε στο έργο του να εκθειάσει τους Γιρονδίνους (Girondins). Αντίθετα, το έργο του Michelet κυριάρχησε για πολλές δεκαετίες στη γαλλική ιστοριογραφία. Προβάλλει ως βασική αιτία της Γαλλικής Επανάστασης το φιλελεύθερο πνεύμα του λαϊκού κινήματος.

Μια πρωτότυπη μελέτη για τη Γαλλική Επανάσταση αποτελεί το έργο του Alexis de Tocqueville υπό τον τίτλο: LAncien Régime et la Révolution (1856), το οποίο ανανέωσε  την ιστορική σκέψη και καθιέρωσε νέα πρότυπα. Στην πραγματεία του αυτή, ο Tocqueville υποστηρίζει ότι στην οργάνωση του κράτους η Επανάσταση όχι μόνο δεν αποτελεί τομή, αλλά αντίθετα εκφράζει μια συνέχεια· δηλαδή, συμπληρώνει και ενισχύει την τάση της κεντρικής μοναρχίας για συγκεντρωτική διοίκηση. Ακόμη, θεωρεί ότι η Γαλλική Επανάσταση πρέπει να συσχετισθεί, κυρίως, με την ευημερία κατά τον ΙΗ΄ αιώνα και όχι μόνο με τη δοκιμασία των λαϊκών τάξεων. Ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι θεσμοί, οι οποίοι αποδίδονται στη Γαλλική Επανάσταση, προϋπήρχαν στο Ancien Régime, κυρίως, με τη μορφή διοικητικών μέτρων.

Κατά την περίοδο από το τέλος του IΘ΄ έως τις αρχές του Κ΄ αιώνα, εκδόθηκαν αρκετά έργα για τη Γαλλική Επανάσταση. Η θεματική τους επικεντρώνεται, κυρίως, στον προσδιορισμό των εσωτερικών δυνάμεων, καθώς και στην κριτική προσέγγιση της δράσης των πρωταγωνιστών κατά την επαναστατική περίοδο (Γιρονδίνοι, Ιακωβίνοι, Danton, Robespierre κ. ά.)[16]. Ωστόσο, υπάρχουν και ιστορικοί, οι οποίοι εκφράζουν την αντίθεσή τους ως προς τη Γαλλική Επανάσταση και συνεχίζουν με το έργο τους μια παλαιότερη αντεπαναστατική ιστοριογραφική παράδοση. Κυριότερος εκπρόσωπος της συντηρητικής ερμηνείας της Γαλλικής Επανάστασης θεωρείται ο Augustin Cochin. Συγκεκριμένα, απέδωσε την εκδήλωσή της στις πολιτικές λέσχες, στις μασονικές στοές, καθώς και στις sociétés de pensée (κύκλους μελέτης και αλληλογραφίας). Ακόμη, στην επίσημη γαλλική ιστοριογραφία την εποχή της Γ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας συγκαταλέγονται τα έργα των Alphonse Aulard και Albert Mathiez: Histoire politique de la Révolution française (1901) και Révolution française (1922-27) αντίστοιχα. Εξαίρεση φαίνεται να αποτελεί ο Ηippolyte Τaine, γνωστός για τις φιλελεύθερες απόψεις του, ο οποίος στο έργο του Origines de la France contemporaine (1875-94) επικρίνει, όχι μόνο τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά και το προεπαναστατικό καθεστώς. Ο Τaine υπήρξε από τους πρώτους ιστορικούς, ο οποίος θεώρησε την Επανάσταση ως αποτέλεσμα της προοδευτικής απώλειας κύρους της κυβέρνησης υπό τον Louis XVI και της αμφισβήτησης του Παλαιού Καθεστώτος[17]. Παρά ταύτα, δεν ταύτισε ολόκληρο το έθνος με τους επαναστάτες.

Στις αρχές του Κ΄ αιώνα, δημοσιεύθηκε το έργο του Jean Jaurès υπό τον τίτλο: Histoire socialiste de la Révolution française (1901-1904), στο οποίο επιχειρείται μία σοσιαλιστική προσέγγιση της επανάστασης. Η Γαλλική Επανάσταση -κατά τον  Jaurès- αποτέλεσε το ιστορικό πρότυπο κατάληψης της πολιτικής εξουσίας από μια τάξη οικονομικά κυρίαρχη[18]. Στο έργο του αυτό, φωτίζει σημαντικές πτυχές της Επανάστασης. Συγκεκριμένα, προβαίνει σε αναλυτική περιγραφή της προεπαναστατικής κοινωνικής πραγματικότητας και καταδεικνύει μεταξύ άλλων: το μετασχηματισμό του συστήματος γαιοκτησίας, την εμφάνιση και ισχυροποίηση της αστικής τάξης, καθώς και την επιδίωξή της -μέσω της οικονομικής της επιβολής- για απόκτηση πολιτικής δύναμης. Εντούτοις, ο  Camille-Ernest Labrousse απέδειξε -μερικές δεκαετίες αργότερα- ότι η αιτία της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς και των μετέπειτα επαναστάσεων των ετών 1830 και 1848 ανάγεται, κυρίως, στην οικονομική κρίση. Στο έργο του, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για την εκπόνηση ανάλογων ποσοτικών μελετών, διερεύνησε, κυρίως, το πρόβλημα των κυκλικών και εποχιακών μεταβολών στους μισθούς και στις τιμές κατά τη διάρκεια τόσο του Παλαιού Καθεστώτος, όσο και της Επανάστασης[19]. Με σοσιαλιστική αντίληψη προσέγγισε τη Γαλλική Επανάσταση και ο Georges Lefebvre, ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο, τον οποίο διαδραμάτισε η αγροτική τάξη στις επαναστατικές διεργασίες[20]. Επίσης, ο συγγραφέας θεωρεί ως καθοριστικό παράγοντα για την εκδήλωση της Επανάστασης την πρόοδο σε πνευματικό και επιστημονικό επίπεδο, η οποία σημειώνεται το ΙΗ΄ αιώνα στην Ευρώπη[21]. Σημειώνεται ότι η διδακτορική διατριβή του Lefebvre υπό τον τίτλο: Les paysans du Nord pendant la Révolution française (1924), καθώς και το εν γένει ερευνητικό του έργο αποτελούν σημείο αναφοράς στη μελέτη του συγκεκριμένου επιστημονικού χώρου[22].

Μία ακόμη σοσιαλιστική-μαρξιστική ερμηνεία για τη Γαλλική Επανάσταση διατυπώθηκε από τους Μαρξ και Ένγκελς. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεώρηση, η Αστική Επανάσταση, όπως αποκαλείται, υπήρξε αποτέλεσμα της νίκης του αστικού καπιταλισμού επί του φεουδαρχικού απολυταρχισμού. Σημειώνεται ότι οι μαρξιστές ανάγουν την αιτία της Επανάστασης στην ταξική πάλη.

Ο Μαρξ, ήδη, στις πρώτες του μελέτες είχε θέσει το θέμα της αλλοτρίωσης του ανθρώπου ως συνέπεια της χειραφέτησης των ατόμων που προκάλεσε η Επανάσταση[23]. Αντιδιαστέλλει τις δύο αυτές έννοιες με σκοπό την ανάδειξη της προλεταριακής επανάστασης ως μόνης λύσης, προκειμένου να επιτευχθεί η πραγματική κοινωνία της ισότητας, και όχι της αστικής. Ως εκ τούτου, η ατομική ιδιοκτησία, η οποία υπήρξε και η βασική αιτία της Επανάστασης, δεν εξαλείφθηκε μετά την εκδήλωσή της. Θεωρεί ως απαρχή της συγκρουσιακής σχέσης των τάξεων τη διαμάχη Γιρονδίνων και Ιακωβίνων. Το καθεστώς υπηρετούσε τα συμφέροντα των προνομιούχων σε βάρος άλλων τάξεων και ως εκ τούτου ο επαναστατικός αγώνας κατέστη ο μόνος τρόπος πραγματοποίησης των κοινωνικών αλλαγών. Επίσης, αντιτίθεται στην ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία το κίνημα των ιδεών προετοίμασε το έδαφος για την επερχόμενη κοινωνική μεταβολή[24].  Πάντως, ο Μαρξ χαρακτηρίζει τη Γαλλική Επανάσταση ως ένα ιστορικό φαινόμενο με ευρωπαϊκή διάσταση[25].

Σε αντίθεση με τους Μαρξ και Ένγκελς, οι Σοβιετικοί ιστορικοί δίνουν έμφαση στο λαϊκό ακτιβισμό, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στην έκβαση των γεγονότων. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της θεωρίας αυτής θεωρούνται -μεταξύ άλλων- οι εξής: V. P. Volgin[26], Ia. M. Zakher, A. R. Ioannisian, V. S. Alekseev-Popov, καθώς και A. Z. Manfred[27]. Θεωρούν ως βασική αιτία της Επανάστασης το απολυταρχικό φεουδαρχικό σύστημα, το οποίο δεν συμβάδιζε με τις οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες του ΙΗ΄ αιώνα. Ο φεουδαρχισμός αποτελούσε εμπόδιο στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες ρύθμιζαν την κρατική οργάνωση. Συγκεκριμένα, ο Manfred υποστηρίζει ότι η Επανάσταση άρχισε ουσιαστικά με τις αγροτικές εξεγέρσεις στα τέλη του 1788, καθώς και τις αναταραχές του επόμενου έτους, οι οποίες προκλήθηκαν από τις εξαθλιωμένες λαϊκές μάζες των πόλεων. Στην πραγματικότητα, η αστική τάξη με τη συμμετοχή του λαού πέτυχε την αναμόρφωση της κοινωνίας σύμφωνα με τον καπιταλιστικό τρόπο που ταίριαζε στα συμφέροντά της[28].

Κατά τη μαρξιστική άποψη, η πτώση του Παλαιού Καθεστώτος κατέστη δυνατή, όταν οι κύριες δυνάμεις της αστικής τάξης και των αγροτών δυσαρεστήθηκαν από την αδιάλλακτη στάση της αριστοκρατίας, με αποτέλεσμα να προσχωρήσουν στο επαναστατικό στρατόπεδο. Όμως, σε καμία περίπτωση, η Οκτωβριανή και η Γαλλική Επανάσταση δεν σχετίζονται. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, η Οκτωβριανή Επανάσταση οδήγησε στην επικράτηση του σοσιαλισμού και της καθολικής ισότητας. Αντίθετα, η Γαλλική Επανάσταση κατέληξε σε αντικατάσταση μιας ομάδας εκμεταλλευτών από μία άλλη. Πάντως, γίνεται εμφανής η παραδοχή ότι μέσω της Επανάστασης η γαλλική κοινωνία μετέβη σε ένα ανώτερο στάδιο. Η αιματηρή δράση του λαού ήταν, λοιπόν, που άνοιξε το δρόμο[29].

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο αρκετών Αγγλοσαξόνων ερευνητών για τη Γαλλική Επανάσταση. Επίσης, Αμερικανοί μελετητές -κυρίως στα μέσα του Κ΄ αιώνα- συνέβαλαν στην ανανέωση της έρευνας και μελέτης της Γαλλικής Επανάστασης, με τη διατύπωση πρωτότυπων -μερικές φορές- θεωριών. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι R. R. Palmer και J. Godechot, θεώρησαν τη Γαλλική Επανάσταση, ως μέρος της Ατλαντικής Επανάστασης, η οποία εκδηλώθηκε κατά την περίοδο 1770-1799. Τη θέση τους αυτή παρουσίασαν στο Παγκόσμιο Συνέδριο Ιστορικών στη Ρώμη το 1955. Συγκεκριμένα, υποστήριξαν ότι το επαναστατικό ξέσπασμα στη Γαλλία ακολούθησε το ρεύμα των επαναστάσεων και των πολιτικών συγκρούσεων, οι οποίες  συνέβαιναν, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Αμερική[30]. Η επαναστατικές εξεγέρσεις ξεκίνησαν από τη Γένοβα, το 1760 και επεκτάθηκαν σε αμερικανικές αποικίες, την Ιρλανδία, τις Κάτω Χώρες, την Ουγγαρία και τη Γαλλία. Μετά το 1789, το επαναστατικό κίνημα επεκτάθηκε σε Πολωνία, Γερμανία, Ιταλία, Ελβετία και Ελλάδα. Οι δύο ιστορικοί τόνισαν ότι το αίτημα για ελευθερία και ισότητα υπήρξε κοινό στις επαναστάσεις των διαφόρων χωρών, οι οποίες κατέληξαν σε πόλεμο. Η θεωρία αυτή αμφισβητήθηκε έντονα και τονιζόταν για παράδειγμα, ότι η Αμερική δεν είχε διέλθει το φεουδαρχικό στάδιο όπως η Γαλλία. Κατά συνέπεια, η σύγκριση ήταν μάταιη. Ωστόσο, η προβληματική, για το εάν το επαναστατικό ρεύμα στα τέλη του ΙΗ΄ αιώνα συνιστά καθολικό φαινόμενο, χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση. Στα μέσα του Κ΄ αι. επανεξετάσθηκε και πάλι από Βρετανούς ιστορικούς το θέμα των αιτίων της Γαλλικής Επανάστασης και μάλιστα έγινε προσπάθεια αναθεώρησης των έως τότε ερμηνειών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα έργα του Αlfred Cobban, The myth of the French Revolution (1955) και The social interpretation of the French Revolution (1964) [31].

Είναι γεγονός ότι οι Γάλλοι ιστοριογράφοι των νεότερων χρόνων εξαίρουν ιδιαίτερα την πρώτη φάση της Γαλλικής Επανάστασης και καταδικάζουν την πολιτική εκτροπή του 1793. Έτσι, για λόγους ιδεολογικο-πολιτικούς διατυπώνονται συχνά ως επί το πλείστον μονομερείς ερμηνείες. Στο σημείο αυτό χρειάζεται να τονισθεί ότι η παρούσα ιστοριογραφική επισκόπηση επικεντρώνεται στα εξής έργα, τα οποία εμφανίσθηκαν -είτε σε πρωτότυπη μορφή είτε σε επανέκδοση- πριν ή μετά το 1989: α΄) A. Soboul, La Révolution française, 1984 και La civilisation et la Révolution française, 1982. β΄) F. Furet, La Révolution française, 1965, Penser la Révolution française, 1983 και La Révolution, 1770 – 1880, 1991. γ΄) Μ. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, 1988, το οποίο συνέγραψε με τον F. Furet. Τα συγκεκριμένα έργα επελέγησαν, γιατί απηχούν τις κυρίαρχες τάσεις στη σύγχρονη ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης, όπως αυτές διαμορφώθηκαν και αναδείχθηκαν με αφορμή την επέτειο των διακοσίων ετών από την εκδήλωσή της.

Με τον τρόπο αυτό, επιχειρείται μία αποτύπωση της διαμάχης για τη Γαλλική Επανάσταση, η οποία υφίσταται στη γαλλική ιστοριογραφία ακόμη και μετά από δύο αιώνες[32]. Υπενθυμίζεται ότι ο A. Soboul εκπροσωπεί τη σοσιαλιστική σχολή και θεωρεί την Επανάσταση ως αποτέλεσμα της διαπάλης της αστικής τάξης και της φεουδαρχικής αριστοκρατίας. Επισημαίνεται ότι ο F. Furet αντιτάχθηκε στους επετειακούς εορτασμούς με αφορμή τη συμπλήρωση των διακοσίων ετών από τη Γαλλική Επανάσταση υποστηρίζοντας ότι η Επανάσταση τελείωσε! Ως εκ τούτου, τοποθετεί την Επανάσταση σε ένα απομακρυσμένο παρελθόν και θεωρεί ότι δεν προσφέρει περαιτέρω κοινωνική εξέλιξη ή αλλαγή. Τέλος, η Μ. Οzouf φαίνεται ότι επικεντρώνει την κριτική της στο γεγονός ότι η αιτία για την εκδήλωση της Γαλλικής Επανάστασης παραμένει μυστήριο, γιατί ακόμη και αν δεχθούμε τη σοσιαλιστική εκδοχή για την πάλη των τάξεων οδηγούμαστε σε λογικά αδιέξοδα.

Πάντως, η επέτειος των διακοσίων ετών από τη Γαλλική Επανάσταση τιμήθηκε με οργάνωση επιστημονικών συνεδρίων[33], θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικά έργα, καθώς και μεγάλη εκδοτική παραγωγή, όπως έχει αναφερθεί. Ωστόσο, οι εκδηλώσεις αυτές δεν άμβλυναν, αλλά ενίσχυσαν τις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους ιστορικούς, οι οποίοι -μεταξύ άλλων- επέμειναν στη σύγχρονη κριτική θεώρηση της Γαλλικής Επανάστασης.



1.    Albert Soboul: Η σοσιαλιστική ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης



Η σοσιαλιστική ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστοριογραφία του Κ΄ αιώνα. Προέβαλε,  κατά μίαν έννοια, τη μοναδικότητα της Γαλλικής Επανάστασης, όχι μόνο στη γαλλική, αλλά και στην παγκόσμια Ιστορία. Κύριος εκπρόσωπος της σοσιαλιστικής ιστοριογραφικής παράδοσης είναι ο Albert Soboul. Μάλιστα, με αφορμή την επέτειο των διακοσίων ετών από τη Γαλλική Επανάσταση, επανεκδόθηκε -μεταξύ άλλων- το κλασσικό του έργο La Révolution française (1984). Σημειώνεται ότι ο Α. Soboul, ήδη από τον Μάιο του 1982, είχε αποδεχθεί με ενθουσιασμό την πρόταση των Éditions sociales, για την επανέκδοση του Précis dhistoire de la Révolution française. Το ίδιο έτος, δημοσιεύθηκε το έργο του υπό τον τίτλο La civilisation et la Révolution française[34]. Επίσης, ο συγγραφέας ετοίμαζε σειρά δημοσιεύσεων και εκδόσεων, γιατί πίστευε ότι το αναγνωστικό κοινό έπρεπε -κατά κάποιο τρόπο- να προετοιμασθεί για τη 200ετηρίδα[35].

Το έργο του J. Jaurès επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη του A. Soboul, ο οποίος θεώρησε την ταξική πάλη ως βασική αιτία της Επανάστασης[36]. Συγκεκριμένα, υποστήριζε ότι η αδιαλλαξία των προνομιούχων τάξεων, καθώς και η συμμαχία της αστικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα εναντίον της αριστοκρατίας οδήγησαν στην πτώση το Παλαιό Καθεστώς. Έτσι, αρκετές φεουδαρχικές ιδιοκτησίες δόθηκαν στους αγρότες, τα συντεχνιακά μονοπώλια καταργήθηκαν και η Γαλλία εντάχθηκε στη μεγάλη αγορά. Όμως, τα φεουδαρχικά τέλη και ο κυβερνητικός μερκαντιλισμός εμπόδιζαν την περαιτέρω αγροτική και βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας. Επομένως, η Επανάσταση εξυπηρετούσε δύο κύριους στόχους: την κατάργηση του φεουδαρχισμού και τη χειραφέτηση των αγροτών - εργατών[37]. Σύμφωνα με τον Soboul, το γαλλικό έθνος διαιρείτο -κατά βάση- σε δύο κοινωνικές ομάδες (προνομιούχοι και μη προνομιούχοι), ανταγωνιστικές μεταξύ τους, οι οποίες δεν άφηναν περιθώρια συνεννόησης. Η αστική τάξη, μόλις συνειδητοποίησε τη δύναμή της, διεκδίκησε ελευθερία σε ατομικό, πολιτικό, καθώς και οικονομικό επίπεδο. Οι εξελίξεις αυτές ήρθαν σε αντίθεση με την κοινωνική κατάσταση της εποχής και τα συμφέροντα της αριστοκρατίας, η οποία διατηρούσε τα προνόμιά της. Επομένως, οι αστοί ακολούθησαν μια σταθερή ανοδική πορεία, ενώ οι αριστοκράτες οδηγήθηκαν σταδιακά στην παρακμή[38].

Στη γαλλική κοινωνία επικρατούσε μια αντινομία, σύμφωνα με την οποία, ενώ η αστική τάξη ήλεγχε σε μεγάλο βαθμό την παραγωγή, δεν διέθετε εξουσία. Πρέπει να σημειωθεί ότι και στην υπόλοιπη Ευρώπη η αριστοκρατία κυριαρχούσε στη διάρθρωση της κοινωνίας και η γη αποτελούσε σχεδόν τη μοναδική μορφή πλούτου. Όμως, στη Γαλλία οι ιδιοκτήτες γης είχαν σφετερισθεί τα δικαιώματα των καλλιεργητών. Παρά το γεγονός ότι το κράτος ήρε τις περισσότερες -βασιλικής προέλευσης- κυριαρχικές εξουσίες των ευγενών, αυτοί εξακολουθούσαν να έχουν ευρύτατες δικαιοδοσίες επί του μεγαλυτέρου μέρους των αγροτών. Έτσι, σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός συμπεριλαμβανόταν σε μια ιεραρχική τάξη μετά την αριστοκρατία και τον κλήρο (την Τρίτη Τάξη), της οποίας η κατωτερότητα διαιωνιζόταν, εξαιτίας των προνομίων της αριστοκρατίας. Είναι γνωστό ότι η διάρθρωση αυτή υπονομεύθηκε, κυρίως, στη Γαλλία από την επιστημονική εξέλιξη, η οποία ενίσχυε τις δυνατότητες των αστών, χειραφετούσε τις λαϊκές τάξεις και αναδείκνυε τον κυρίαρχο ρόλο της παραγωγής και της επιχειρηματικότητας. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η ταξική αυτή σύγκρουση των συμφερόντων οδήγησε στην Επανάσταση.

Στη συνέχεια, ο Soboul αποτύπωσε την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, η κρίση του Παλαιού Καθεστώτος, η οποία οφειλόταν, κυρίως, στην αποσύνθεση του μέχρι τότε κυρίαρχου φεουδαρχισμού, οδήγησε στην επαναστατική λύση. Πριν από την Επανάσταση, στη Γαλλία επικρατούσε το πολιτικό καθεστώς της ελέω Θεού απόλυτης μοναρχίας. Ανώτατος άρχοντας ήταν ο βασιλιάς, το αξίωμα του οποίου ήταν, όχι μόνο θεόσδοτο, αλλά και κληρονομικό. Είχε ευρύτατες δικαιοδοσίες και όλες οι εξουσίες (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική) βρίσκονταν υπό τον απόλυτο έλεγχό του[39]. Επίσης, στη χώρα ίσχυαν οι κοινωνικο-οικονομικές δομές του φεουδαρχισμού. Η γαλλική φεουδαλική κοινωνία χωριζόταν σε τρεις κλειστές τάξεις-καταστάσεις[40], οι οποίες υπάγονταν σε διαφορετικό δικαστικό καθεστώς. Στα μέσα του ΙΗ΄ αιώνα, η Τρίτη Τάξη γνώριζε την οικονομική εξαθλίωση και την εκμετάλλευση. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την από μέρους της δυναμική διεκδίκηση των δικαιωμάτων της και την επακόλουθη επιτυχία της Επανάστασης. Ακόμη, την πορεία των κοινωνικών επαναστατικών διεργασιών -κατά τον Soboul- καθόρισε και το αγροτικό ζήτημα. Υπενθυμίζεται ότι ο αγροτικός πληθυσμός της Γαλλίας, ο οποίος διακρινόταν  σε ελεύθερους γεωργούς και δουλοπάροικους, ανερχόταν σε αρκετά εκατομμύρια. Η επιτυχής, λοιπόν, έκβαση της Επανάστασης και η άνοδος στην εξουσία της αστικής τάξης οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό και στη μαζική συμμετοχή των αγροτών[41].

Μετά την ανάλυση των τάξεων και των επιμέρους κοινωνικών ομάδων, ο συγγραφέας διερεύνησε γενικότερα τους συσχετισμούς, όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί λίγο πριν από την Επανάσταση. Οι αστοί είχαν γίνει ισχυροί, αλλά το καθεστώς δεν ήταν αστικό. Από την πλευρά της, η ανώτατη αστική τάξη – σύμφωνα με τον Soboul- θεωρούσε τη Σύγκληση των Γενικών Τάξεων ως ευκαιρία ανάληψης της εξουσίας. Για το λόγο αυτό, προωθούσε μέτρα, τα οποία εξυπηρετούσαν, κυρίως, τα συμφέροντά τους (π. χ. τη θέσπιση Συντάγματος) και διακήρυττε την ισότητα και την ελευθερία σε όλους τους τομείς, καθώς και την κατάργηση των ταξικών διακρίσεων. Επιπλέον, η ραγδαία οικονομική ανέλιξη της αστικής τάξης, καθώς και η αύξηση του πληθυσμού συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός επαναστατικού κλίματος στην γαλλική κοινωνία. Η Σύγκληση των Γενικών Τάξεων (Μάιος 1789) ενσάρκωσε τις ελπίδες της Τρίτης Τάξης για νέες διεκδικήσεις και φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος[42]. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να προβλεφθεί η τελική διάσταση των επαναστατικών γεγονότων.

Μετά από ένα μήνα, και αφού οι συζητήσεις είχαν οδηγηθεί σε  αδιέξοδο, η Τρίτη Τάξη προέβη σε μια επαναστατική κίνηση· στις 17 Ιουλίου 1789 ανακηρύχθηκε σε Εθνοσυνέλευση με το επιχείρημα ότι αντιπροσώπευε το 97% του έθνους[43]. Ο βασιλιάς -υπό την πίεση και της Αυλής- εναντιώθηκε στην τακτική αυτή της Τρίτης Τάξης. Έτσι, οι βουλευτές απομονώθηκαν στην αίθουσα του Σφαιριστηρίου. Η συνεδρίαση της 23ης Ιουνίου 1789 κατέληξε εκ νέου σε αποτυχία για την αριστοκρατία και τον βασιλιά, ο οποίος και ακύρωσε τις αποφάσεις της συνέλευσης αυτής και διέταξε για μια ακόμη φορά οι τρεις τάξεις να συνεδριάσουν χωριστά. Όμως, η Τρίτη Τάξη παρέμεινε αμετακίνητη στις θέσεις της. Σημειώνεται ότι οι εκπρόσωποι της Τρίτης Τάξης ήρθαν σε ανοιχτή ρήξη με το βασιλιά, ο οποίος προς στιγμή σκέφθηκε να ζητήσει ακόμη και τη συνδρομή του στρατού για την επιβολή της τάξης. Ωστόσο, παρά τη δοθείσα διαταγή για διάλυση των βουλευτών, πολλοί από τους ευγενείς, οι οποίοι συμμάχησαν με την Τρίτη Τάξη αντιστάθηκαν, με αποτέλεσμα την τελική της επικράτηση[44].

Ο Soboul υποστηρίζει ότι υπήρχε μια λανθάνουσα σύγκρουση μεταξύ παλαιάς και νέας κατάστασης, η οποία δεν μπόρεσε να διευθετηθεί, εξαιτίας της αδιαλλαξίας της καθεστηκυίας τάξης. Η ερήμωση της υπαίθρου προκάλεσε ταραχές αρχικά στις απομακρυσμένες επαρχίες της Γαλλίας, οι οποίες δεν μπορούσαν να ελεγχθούν από τον κρατικό μηχανισμό, με αποτέλεσμα το επαναστατικό κίνημα να εξαπλωθεί και να κυριαρχήσει τελικώς στην πρωτεύουσα. Η υπεροχή της αστικής τάξης δεν είχε διαφανεί παρά μόνο κατά την τελική σύγκρουση των δύο δυνάμεων το 1789. Ακόμη, η αλματώδης τεχνολογική ανάπτυξη, το καπιταλιστικό επιχειρηματικό πνεύμα, καθώς και οι συχνοί πόλεμοι έφθειραν το Ancien Régime. Η Γαλλία βρέθηκε να έχει ένα υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο την οδηγούσε σταδιακά στην οικονομική κατάρρευση. Για το λόγο αυτό, ο βασιλιάς Louis XVI ασκούσε σοβαρές πιέσεις στους οικονομικούς του συμβούλους, με κύριο στόχο την περικοπή των δημοσίων δαπανών και την αύξηση των εσόδων από τη φορολογία[45]. Επίσης, η γαλλική οικονομία δεν είχε καταφέρει να εξέλθει από την τελευταία κρίση του 1770. Έτσι, από τη διετία 1776-1777 ξεκινά μια περίοδος οικονομικής ύφεσης, η οποία επιδεινώνεται κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Αμερική και συνεχίζεται σε ευρεία κλίμακα μετά τον τερματισμό του. Το σημαντικότερο στοιχείο από τις οικονομικές εκθέσεις της εποχής είναι η συνεχής μείωση των μισθών και παράλληλη αύξηση του κόστους ζωής. Τις συνέπειες της κρίσης αυτής υπέστησαν, κυρίως, οι αγρότες και οι εργάτες, των οποίων το εισόδημα είχε εκμηδενισθεί από το 1777 και εντεύθεν[46].

O Soboul δέχεται ως αιτία εκδήλωσης της Επανάστασης και την πρόθεση της αριστοκρατίας να αναλάβει την εξουσία. Ωστόσο, τονίζει ότι η αριστοκρατία δεν εκτίμησε τη σοβαρότητα της οικονομικής κρίσης, καθώς και τη δυναμική της Τρίτης Τάξης. Άλλωστε, η Γαλλική Επανάσταση δεν οφείλεται στη δράση συγκεκριμένου πολιτικού σχηματισμού ή κινήματος, ενώ δεν φαίνεται ότι προϋπήρχε κάποιο πολιτικό σχέδιο εφαρμογής. Ακόμη, η άνοδος των τιμών σε βασικά προϊόντα και το υψηλό κόστος ζωής οδήγησαν την πλειονότητα των αγροτών και των εργατών σε αδιέξοδο. Επρόκειτο, δηλαδή, για ένα συνδυασμό μικρο-εξεγέρσεων και μαζικού επαναστατισμού, ο οποίος επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα. Συνεπώς, το κύριο αίτιο για αυτήν την καθολικής μορφής Επανάσταση ήταν το γεγονός ότι ενώ οι αστοί είχαν σχεδόν επικρατήσει σε οικονομικό επίπεδο, το καθεστώς δεν τους αναγνώριζε ισότιμους με τους ευγενείς. Διατηρούντο, δηλαδή, οι κοινωνικές καταστάσεις, οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στις νέες τεχνολογικο-οικονομικές συνθήκες[47]. Από την ανάλυση των ανωτέρω γεγονότων προκύπτει ότι οι προνομιούχοι μάταια προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ισχύ τους αφενός, και ότι η κυβέρνηση δεν είχε αντιληφθεί τη δυναμική του λαϊκού αγώνα αφετέρου. Τέλος, δεν έγινε καμία προσπάθεια ριζικών μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα το Παλαιό Καθεστώς να ξεπερασθεί ιστορικά με την επιτυχή έκβαση της Γαλλικής Επανάστασης.



2.    François Furet: Ο αναθεωρητής της σοσιαλιστικής ερμηνείας



Είναι γνωστό ότι ο F. Furet προσπάθησε να αναθεωρήσει τη σοσιαλιστική ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης μέσα από τα έργα του La Révolution française (1965), Penser la Révolution française (1983), Dictionnaire critique de la Révolution française (1988), καθώς και La Révolution, 1770 – 1880 (1991). Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μετέβαλε ορισμένα από τα δεδομένα στην ιστοριογραφία του 20ού αιώνα σχετικά με το θέμα αυτό[48]. Ο Furet θεωρεί τη Γαλλική Επανάσταση ως ιδεολογική σύγκλιση καλλιεργημένων ατόμων και των τριών τάξεων (κληρικών, ευγενών, μελών της Τρίτης Τάξης). Οι κοινές φιλοσοφικές, φιλολογικές, και καλλιτεχνικές τους δραστηριότητες συνέβαλαν στη διάδοση της φιλελεύθερης ιδεολογίας, καθώς και του αιτήματος για μεταρρυθμίσεις. Υποστηρίζει ότι η κοινωνία των διανοουμένων αποτέλεσε και την κινητήριο δύναμη των επαναστατικών διεργασιών. Επομένως, η διαταξική σύνθεση της ομάδας αυτής αναιρεί την αντίληψη για ταξική προέλευση της Γαλλικής Επανάστασης.

Η Επανάσταση του 1789 -κατά τον Furet- αποτελεί τη συμπτωματική συνάντηση τριών αυτοτελών επαναστάσεων: της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης, των αγροτών, καθώς και των λαϊκών μαζών του Παρισιού. Επίσης, θεωρεί ότι η αρχική Επανάσταση του 1789, η οποία είχε σε όλες τις συνιστώσες της μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα, υπέστη το 1792 μίαν ανατροπή (dérapage). Συνεπώς, η επανάσταση των ετών 1792-94, η οποία χαρακτηριζόταν από άκρατο ριζοσπαστισμό, δεν βρισκόταν σε εσωτερική λογική συνάρτηση με την Επανάσταση του 1789. Ακόμη, η Γαλλική Επανάσταση σηματοδοτεί -μεταξύ άλλων- τη δημιουργία μίας κοινωνίας βασισμένης στην ισότητα[49]. Αναφέρει ότι η Γαλλική Επανάσταση βάπτισε την καταργηθείσα κατάσταση Παλαιό Καθεστώς (Ancien Régime), προκειμένου να δηλώσει την οριστική ρήξη με το παρελθόν[50]. Διατυπώνει τα εξής ερωτήματα: Με αυτόν τον όρο τί ήθελαν να δηλώσουν οι άνθρωποι του 1789; Ποιό παρελθόν ήθελαν να ξεχάσουν; Σε ποιό καθεστώς ήθελαν να θέσουν τέλος; Πότε και από ποιόν εγκαθιδρύθηκε αυτό; Τα ερωτήματα αυτά εξακολουθούν να απασχολούν τη σύγχρονη ιστοριογραφία.

Ο Furet επισημαίνει ότι οι ιστορικές σπουδές στη Γαλλία υφίστανται ένα ακαδημαϊκό διαχωρισμό. Συγκεκριμένα, υπάρχει η Νεότερη Ιστορία, η οποία τελειώνει το 1789 (με το Ancien Régime). Αντιθέτως, η Επανάσταση και η Αυτοκρατορία αποτελούν ένα χωριστό και αυτόνομο τομέα σπουδών, ο οποίος διαθέτει τις πανεπιστημιακές του έδρες, τις επιστημονικές του εταιρείες, καθώς και τα περιοδικά του[51]. Έτσι, η ιστορική περίοδος μεταξύ της πτώσης της Βαστίλλης και της μάχης του Βατερλώ ενδύθηκε με μία ιδιαίτερη αξιοπρέπεια: τέλος της νέας εποχής, αναγκαία εισαγωγή στη σύγχρονη περίοδο, η οποία αρχίζει το 1815. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, η ιστορία της Γαλλίας ή θα γυρίσει στο παρελθόν της ή θα βυθιστεί στο μέλλον της[52]. Μένοντας πιστοί στη συνείδηση των δραστών της Επανάστασης, οι πανεπιστημιακοί θεσμοί περιέβαλαν την επαναστατική αυτή περίοδο και τους ιστορικούς της με τα μυστικά της εθνικής μας ιστορίας, υποστηρίζει ο Furet. Έτσι, για τους ίδιους λόγους που το Ancien Régime έχει ένα τέλος, η Επανάσταση έχει μια διάρκεια, αλλά όχι ένα τέλος. Η πρώτη περίπτωση σηματοδοτεί ένα χρονολογικό ορισμό αρνητικό και νεκρό, ενώ η δεύτερη μια αέναη και ανεκπλήρωτη υπόσχεση. Ωστόσο, μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, το 1789 σχεδόν εξαφανίσθηκε από τη γαλλική πολιτική. Τονίζει ότι η Επανάσταση συνιστά μια αόριστη υπόσχεση ισότητας και ένα προνομιούχο τύπο αλλαγής.

Ακόμη, επισημαίνει ότι τον ΙΘ΄ αιώνα δινόταν έμφαση στη δημοκρατία. Αντιθέτως, στον Κ΄   αιώνα το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην Επανάσταση. Στην πραγματικότητα, οι σοσιαλιστές στα τέλη του ΙΘ΄ αιώνα θεώρησαν την επαναστατική τους δράση μοναδική και διακριτή από αυτή των δημοκρατικών. Έγινε πράγματι η Επανάσταση εθνική περιουσία, όπως η δημοκρατία; Η απάντηση του Furet είναι -όπως και για τη δημοκρατία- και ναι και όχι. Ναι, γιατί -κατά μίαν έννοια- με την ίδρυση της Δημοκρατίας, η Επανάσταση επιτέλους τελείωσε! Έγινε ένας θεσμός εθνικός με τη νομική συγκατάθεση του λαού[53]. Όμως, αυτή η φαινομενικά δημοκρατική λαϊκή συναίνεση εξασφαλίσθηκε κατά λάθος από τις κυρίαρχες τάξεις, ύστερα, δηλαδή, από ανεπιτυχή προσπάθεια συμφωνίας τους με το βασιλιά. Η Γαλλική Επανάσταση, λοιπόν, η οποία έγινε αποδεκτή ως τελειωμένη ιστορία, ως μια κληρονομιά και ως ένας εθνικός θεσμός έρχεται σε αντίθεση με την επικρατήσασα εικόνα της αλλαγής. Είναι ξεκάθαρο ότι η Γαλλική Επανάσταση, η οποία τελείωσε με την επιβολή της Δημοκρατίας, εντυπώθηκε περισσότερο από τη δημοκρατία στη μνήμη και τη συνείδηση των ανθρώπων. Δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο ιστορικό γεγονός. Γι’ αυτό και στο τέλος του ΙΘ΄ αιώνα, όταν η ιστοριογραφική διαμάχη μεταξύ μοναρχικών και δημοκρατικών επικεντρώθηκε στις επαναστατικές διεργασίες του 1789, η σοσιαλιστική σκέψη κυριεύθηκε από αυτόν τον ευαγγελισμό. Ωστόσο, η επιστημονική αυτή συζήτηση για τη Γαλλική Επανάσταση καλύφθηκε από τον εορτασμό για την αρχή της. Τον Κ΄ αιώνα, οι ιστορικοί της περιόδου αυτής θυμούνται περισσότερο από ποτέ τη Γαλλική Επανάσταση, επισημαίνει ο Furet.

Οι συγγραφείς Τoqueville, Michelet και Lefebvre αποτελούν μοναδικές περιπτώσεις της ιστοριογραφίας της Επανάστασης[54]. Κάθε ερμηνεία για τη Γαλλική Επανάσταση προϋποθέτει ένα χρονολογικό διαχωρισμό. Ο ιστορικός, ο οποίος θεωρεί την Επανάσταση ως συνεχόμενη διαδικασία, θα διαμορφώσει -όπως είναι φυσικό- ένα πεδίο ανάλυσης αχανές. Αντίθετα, εκείνος που ερευνά και επιδιώκει να κατανοήσει την Επανάσταση ως ενιαίο γεγονός ή ως σειρά γεγονότων θα θέσει ένα συγκεκριμένο αναλυτικό πλαίσιο. Σύμφωνα με τον Furet, αυτό που υπόπτως χαρακτηρίζει την ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης τον Κ΄ αιώνα είναι το εξής: Γράφουμε πάντα την ιστορία μιας και ίδιας περιόδου, σαν να επρόκειτο η ίδια η ιστορία να μιλήσει από μόνη της, όποιες και αν είναι οι υποτιθέμενες προθέσεις του ιστορικού. Ο Furet φαίνεται να μην αποδέχεται την έννοια του μοιραίου της Γαλλικής Επανάστασης. Πιστεύει ότι πρόκειται για μια ακραία αντίδραση της Τρίτης Τάξης εναντίον της αριστοκρατίας. Στην πραγματικότητα, οι εκπρόσωποι της Τρίτης Τάξης δεν ήθελαν ν’ ανοικοδομήσουν το παρελθόν, γιατί αντιλαμβάνονταν ότι οι δυνάμεις της προόδου δεν είχαν παρά ένα και μόνο δρόμο, την Επανάσταση. Έτσι, το 1789, η Επανάσταση ξέσπασε εξαιτίας διαφόρων γεγονότων, τα οποία οφείλονταν σε μια πολύπλοκη πολιτικο-οικονομική κρίση, ήδη εκδηλωθείσα εδώ και μια διετία. Και είναι αυτή η συνεχής αύξηση των ετερογενών παραγόντων, η οποία πυροδότησε, την άνοιξη του 1789, τη διαμάχη ανάμεσα στους πατριώτες και τους αριστοκράτες.

Οι Γάλλοι, στο τέλος του ΙΗ΄ αιώνα, εμφανίζουν τη δημοκρατική πολιτική ως εθνική ιδεολογία και όχι την πολιτική ως ένα λαϊκό στρατόπεδο, αποστασιοποιημένο από την κριτική σκέψη. Το μυστικό, το μήνυμα, η ακτινοβολία του 1789 βρίσκεται σε αυτό το τέχνασμα, το οποίο δεν έχει, ούτε προηγούμενο, ούτε τέλος. Ο όρος politique démocratique δεν αντικατοπτρίζει ένα σύστημα κανόνων ή διαδικασιών προορισμένων να οργανώσουν τη λειτουργία των δημόσιων – κοινών εξουσιών. Εκφράζει ένα θεωρητικό σύστημα πεποιθήσεων, γεννημένο από την Επανάσταση. Σύμφωνα με αυτό, ο λαός, για να αποκαταστήσει την ελευθερία και την ισότητα -που είναι και ο σκοπός μιας συλλογικής δράσης- οφείλει να κάμψει την αντίσταση των εχθρών του. Ο Furet διαφωνεί με την τροπή που πήραν τα πράγματα το 1793. Το 1789 εγκαινιάζει μια περίοδο σημαντικής παραγωγής στην Ιστορία. Για μια ακόμη φορά αποκαλύφθηκε το θέατρο του Παλαιού Καθεστώτος, το οποίο πλέον δεν καλύπτεται από σκιές. Από την άνοιξη του 1789 είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η εξουσία δεν βρίσκεται πλέον στα συμβούλια και στα γραφεία του βασιλιά της Γαλλίας, όπως ίσχυε εδώ και αιώνες, τόσο με τις αποφάσεις, όσο και με τους νόμους. Η εξουσία έχει πλέον χαθεί από κάθε θεσμό. Κανείς όμως, ούτε και οι άνθρωποι του 1789, σίγουροι για την κοινωνία και τον τύπο του πολιτικού καθεστώτος που ήθελαν να εγκαθιδρύσουν, δεν μπορούσαν να προβλέψουν τί θα συνέβαινε[55].

Οι κυρίαρχες ομάδες του 1789 προσπαθούν να σταματήσουν την Επανάσταση, προς ίδιον όφελος η καθεμία. Η Επανάσταση χαρακτηρίζεται από μια κατάσταση, κατά την οποία η εξουσία εμφανίζεται σε όλους κενή, αλλά ελεύθερη (πνευματικά και πρακτικά). Στην παλαιότερη κοινωνία, γινόταν το αντίθετο: η εξουσία είχε καταληφθεί από το βασιλιά και ποτέ δεν υπήρξε ελεύθερη. Το χρονικό διάστημα 1789-1794 δεν χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση μεταξύ της Επανάστασης και της Αντεπανάστασης[56]. Κυριαρχεί, δηλαδή, η διαμάχη ανάμεσα στους αντιπροσώπους των διαδοχικών Συνελεύσεων και στα ενεργά μέλη των ομάδων που εξέφραζαν τη θέληση του λαού. Η ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης τείνει να υποβαθμίζει αυτού του είδους το διαχωρισμό και να προβάλλει την κοινωνική αντίθεση. Η 9η Thermidor του 1794 σηματοδοτεί όχι μόνο το τέλος της Επανάστασης, αλλά και το τέλος της πιο ξεκάθαρης έκφρασής της.

Όμως, η Επανάσταση τελείωσε, υποστηρίζει ο Furet, διότι η Γαλλία ξαναβρίσκει την ιστορία της ή περισσότερο επανασυνδέει τις δύο ιστορίες της. Η πρωτοτυπία της σύγχρονης Γαλλίας δεν είναι ότι πέρασε από την απόλυτη μοναρχία σε ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα ή από ένα κόσμο αριστοκρατικό σε μια κοινωνία αστική: Η Ευρώπη διέτρεξε το ίδιο μονοπάτι χωρίς Επανάσταση και χωρίς Ιακωβίνους -ακόμα και αν τα γεγονότα στη Γαλλία μπόρεσαν να επιταχύνουν την εξέλιξη και να κατασκευάσουν μιμητές. Έτσι, η Γαλλική Επανάσταση δεν είναι μία μετάβαση, αλλά μία απαρχή. Άλλωστε, αυτό είναι που την κάνει μοναδική και προκαλεί το ιστορικό ενδιαφέρον διεθνώς. Και είναι αυτή η μοναδικότητα που έγινε παγκόσμια: Η πρώτη εμπειρία, δηλαδή, της δημοκρατίας[57]. Ο F. Furet πιστεύει ότι στο βαθμό που οι δημοκρατικές αρχές έχουν επικρατήσει γενικά στον κόσμο, η Γαλλική Επανάσταση δεν πρέπει να γίνεται πλέον αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης. Σημειώνεται ότι οι μελέτες του έχουν καταστεί σημείο αναφοράς και βάση κάθε βιβλιογραφικής έρευνας.



3.                   Mona Ozouf: Η κριτική θεώρηση της Γαλλικής Επανάστασης



H ιστορικός Mona Ozouf ανήκει στον κύκλο των επιστημόνων, οι οποίοι άσκησαν δριμεία κριτική στις ερμηνείες της Γαλλικής Επανάστασης με αφορμή την επέτειο των διακοσίων ετών από την εκδήλωσή της. Συνέγραψε με τον F. Furet, καθώς και με τη βοήθεια ομάδας συνεργατών, το Dictionnaire critique de la Révolution française (1988). Το έργο αυτό, το οποίο αποτελεί, φυσικά, πολύτιμη συμβολή στην ιστοριογραφία του Κ΄ αιώνα για τη Γαλλική Επανάσταση, έχει ως κύριο στόχο να ενημερώσει τον αναγνώστη σχετικά με την πορεία της σύγχρονης έρευνας στο συγκεκριμένο τομέα. Η συγγραφέας προτιμά να ενισχύσει τον προβληματισμό σχετικά με το θέμα της Γαλλικής Επανάστασης, παρά να επιδοθεί σε μια καταγραφή γεγονότων και δεδομένων, που είναι και η συνήθης επιδίωξη των μελετών αυτού του είδους. Στο έργο αυτό, η M. Ozouf επαναθέτει το ζήτημα της υποχρέωσης του ιστορικού, για αντικειμενική θεώρηση της εθνικής ιστορίας, καθώς και ερμηνεία των ιστορικών δεδομένων. Έτσι, με μια συγκριτική παρουσίαση των δεδομένων της έρευνας επιχειρεί να επαληθεύσει την αρχική της θέση, περί αντικειμενικότητας, δηλαδή, του ιστορικού.

Η μελέτη αυτή δεν είναι ούτε εγκυκλοπαίδεια, ούτε λεξικό με την κυριολεκτική σημασία της λέξης[58]. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ενταχθεί η Γαλλική Επανάσταση -ένα γεγονός τόσο πολύπλοκο- σε περίπου 900 σελίδες ενός Λεξικού; Σκοπός του είναι η παρουσίαση της προόδου των επιστημονικών εργασιών και ο επαναπροσδιορισμός των ερωτημάτων σχετικά με τη Γαλλική Επανάσταση, μέσα από ένα κατάλογο με λέξεις – κλειδιά. Επίσης, επιχειρεί να αποκαλύψει τις ρίζες του θεμελιώδους αυτού γεγονότος. Η εργασία χωρίζεται στα ακόλουθα πέντε εκτενή μέρη: γεγονότα, δράστες / πρωταγωνιστές, δημιουργίες, ιδέες, καθώς και ιστορικοί. Σημειώνεται ότι η M. Ozouf διατυπώνει παρόμοιες απόψεις με τον F. Furet, όμως δεν φθάνει μέχρι του σημείου να δηλώσει ότι η Επανάσταση έχει τελειώσει. Αμφισβητεί, όμως, σε μεγάλο βαθμό τις αρχές και τους θεσμούς που προβλήθηκαν με τη Γαλλική Επανάσταση. Κατ’ αρχάς, υποστηρίζει ότι η κατάτμηση της Γαλλίας σε νομούς από την εποχή της Επανάστασης πρέπει να τροποποιηθεί, αφού ακόμη και οι μαθητές δεν τους διδάσκονται πλέον στα σχολεία. Συμφωνεί με την άποψη του Burke, ο οποίος πρώτος αντιτάχθηκε σε αυτόν το διαχωρισμό, σχολιάζοντας: Είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε ανθρώπους να διαμελίζουν την πατρίδα τους με τρόπο τόσο βάρβαρο! Θεωρεί ότι τα départements εξυπηρετούσαν, εκτός από τη γεωγραφική, και την πολιτική τοπογραφία της Γαλλίας, αναλόγως με την τοποθέτησής τους, υπέρ ή κατά της Επανάστασης.

Στη συνέχεια, η M. Ozouf επικεντρώνει την κριτική της στο τρίπτυχο έμβλημα της Γαλλικής Επανάστασης ελευθερία – ισότητα – αδελφοσύνη. Δέχεται τη γενικότερη άποψη, σύμφωνα με την οποία καθεμία από τις προαναφερθείσες αρχές μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με τις υπόλοιπες. Και τονίζει ότι η άποψη αυτή δεν διατυπώθηκε ούτε από τον Tocqueville, ούτε από τον Quinet ή τον Taine, αλλά από τον επαναστάτη PierreLouis Roederer στο έργο του υπό τον τίτλο LEsprit de la Révolution (1831). Η συγγραφέας φαίνεται ότι συμφωνεί με τον Roederer, ο οποίος θεωρεί ότι η ισότητα είναι μια πολύπλοκη ιδέα, στην οποία ενυπάρχουν η αντικειμενική εκτίμηση και ο υποκειμενικός υπολογισμός. Σε αντίθεση με τη αδελφοσύνη και την ελευθερία, οι οποίες μπορούν να ορισθούν, η ισότητα -σημειώνει η Ozouf- θέτει τον εξής προβληματισμό: Ίσος ως προς ποιόν, ως προς τί και με τί; Μια τυπική – επίσημη ισότητα, λοιπόν, καλύπτει χωρίς αμφιβολία τις πραγματικές ανισότητες μιας κοινωνίας[59]. Στο τρίπτυχο των αρχών αυτών, η αδελφοσύνη είναι ο πτωχός συγγενής, κατά την Οzouf. Αυτό συμβαίνει, γιατί η αδελφοσύνη συνδέεται περισσότερο με την ευρύτερη συνύπαρξη των λαών και λιγότερο με την εσωτερική κατάσταση της Γαλλίας. Ακόμη, η έννοια αυτή έχει διττή ερμηνεία: χριστιανική (πιστοί – αδέλφια) και μασονική. Γενικότερα, οι διάφορες  ερμηνείες της αδελφοσύνης έχουν περισσότερο συμβολική, παρά πραγματική σημασία. Επίσης, η αδελφοσύνη υποτάσσει την ιδέα της ανθρωπότητας σε αυτή της ατομικότητας. Προσθέτει στα ατομικά δικαιώματα ένα κοινωνικό δικαίωμα και θέτει την κοινωνική επανάσταση στη λογική της πολιτικής επανάστασης. Η επαναστατική αδελφοσύνη (εφαρμογή της δημοκρατίας στο σύνολο της κοινωνικής ζωής) συνηγορεί υπέρ της συγγένειας σοσιαλισμού και  δημοκρατίας, αντί να ενισχύει τον ανταγωνισμό τους. Όσον αφορά την ελευθερία, η Οzouf τη χαρακτηρίζει -σε όλα τα επίπεδα της γαλλικής κοινωνίας- ως ελεγχόμενη[60].

Είναι γνωστό ότι η κλασική παραδοχή για τη Γαλλική Επανάσταση θεωρεί το ιστορικό αυτό γεγονός ως ενιαίο. Ωστόσο, το Λεξικό είναι ένα βιβλίο ιστορίας, στο οποίο ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η ποικιλομορφία του σημαντικού αυτού γεγονότος δυσχεραίνει την ενότητα της σύλληψής του. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αρνηθούμε την σύνδεση – ενότητα των γεγονότων μεταξύ τους. Επίσης, δεν πρέπει να διατυπώνονται με ευκολία συμπεράσματα για την ύπαρξη, παραδείγματος χάριν, ριζικής ετερογένειας μεταξύ 1789 και 1793. Το Λεξικό  αντιτείνεται σε αυτή τη χειρουργική τομή. Η συγγραφέας δίδει έμφαση στη σχέση παρόντος – παρελθόντος. Ο πιο απλός τρόπος να κατανοήσουμε τη σχέση αυτή -τονίζει- είναι να σημειώσουμε την ημερομηνία, κατά την οποία το Λεξικό δημοσιεύεται. Συμπίπτει, δηλαδή, με τον εορτασμό της επετείου για τα διακόσια χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση. Ωστόσο, δεν εκδόθηκε απλώς σε ανάμνηση του γεγονότος. Το Λεξικό αυτό επιχειρεί να αποκαταστήσει στο παρόν μια αλήθεια σχετικά με τη Γαλλική Επανάσταση· να αποδείξει, δηλαδή, πώς έχει εμπεδωθεί στον κόσμο -εδώ και διακόσια χρόνια- η ιδέα της καθολικότητας των ανθρώπων.

Ως γνωστόν, η Γαλλική Επανάσταση θεμελίωσε τη δημοκρατία. Σε αυτό το δεδομένο υπάρχει μια πνευματική βαρύτητα, η οποία δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί (από οπαδούς ή αντιπάλους). Έτσι, δημιουργήθηκαν δύο στρατόπεδα, τα οποία πολύ σύντομα αναγνώρισαν ότι τους χώριζε απλώς μια νοητή γραμμή του χρόνου. Στο Ancien Régime υπήρχε η ανισότητα των ανθρώπων και η απόλυτη μοναρχία. Το 1789 θεσμοθετήθηκαν τα δικαιώματα του ανθρώπου και η κυριαρχία του λαού. Αυτός ο διχασμός, λοιπόν, εκφράζει τη φιλοσοφική και πολιτική φύση της Γαλλικής Επανάστασης. Η πλειοψηφία των ιστορικών του Κ΄ αιώνα θέλησαν να αμβλύνουν αυτή την επαναστατική διάσταση – ρήξη, μέσα από την ανάδυση της αστικής τάξης στο θέατρο της εθνικής εξουσίας. Η Επανάσταση σηματοδότησε την πολιτική κορύφωση μιας μακράς κοινωνικής προόδου της μεσαίας τάξης, όπως θα λέγαμε το ΙΘ΄ αιώνα, δηλαδή τη διακήρυξη της κυριαρχίας της. Επίσης, ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης κατέχει η ιδέα της πάλης των τάξεων, η οποία εκφράσθηκε από τους εκπροσώπους της φιλελεύθερης σκέψης και επαναδιατυπώθηκε, ως γνωστόν, από τον Μαρξ.

Σύμφωνα με την Μ. Ozouf, ακόμη και αν δεχθούμε την ιδέα των ταξικών συμφερόντων σαν κεντρικό πυρήνα των γεγονότων, οδηγούμαστε σε λογικά αδιέξοδα. Συνήθως, στις αναλύσεις των αστικών τάξεων, προβάλλεται η θέση ότι η καταστροφή της παλαιάς κοινωνίας, η οποία θυσιάστηκε το 1789, ανέδειξε την κοινωνική διαίρεση των ατόμων στο σύγχρονο κόσμο. Στην πραγματικότητα, η Επανάσταση, επιδιώκοντας να περιορίσει τον ρόλο της στον αποκλεισμό της αριστοκρατίας, επιτείνει την ένταση ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, αστική τάξη και λαό, αγρότες και αβράκωτους. Αυτή, λοιπόν, η αβεβαιότητα ονομασίας της εποχής αντικατοπτρίζει την κάλυψη της κοινωνικής πραγματικότητας με ιδέες και πάθη πολιτικά. Διότι αυτό που διακυβεύεται μεταξύ 1787 και 1800 δεν είναι η ουσία – υπόσταση της κοινωνίας, αλλά οι αρχές και η διακυβέρνησή της. Η ελέω θεού απόλυτη μοναρχία δίδει τη θέση της στα δικαιώματα του ανθρώπου. Οι διάδοχοι του Louis XVI είναι οι Robespierre, οι Thermidoriens, καθώς και ο Bonaparte. Σε αυτόν τον αναβρασμό της ιστορίας μας, το Λεξικό αποκτά χαρακτήρα πνευματικό και πολιτικό. Είναι αλήθεια ότι ο Διαφωτισμός έδωσε τα εφόδια για την Επανάσταση. Αλλά ποιά; Και πώς περνάμε από τον κόσμο της φιλοσοφίας σε εκείνον της Γαλλικής Επανάστασης; Πρόκειται για παλαιό και θεμελιώδες ερώτημα, στο οποίο η σοσιαλιστική ερμηνεία της Επανάστασης πίστεψε ότι μπορεί να απαντήσει.

Είμαστε, ήδη, μακριά από τη Γαλλική Επανάσταση και όμως ζούμε περισσότερο από ποτέ στον κόσμο, τον οποίο εκείνη εγκαινίασε, υποστηρίζει η M. Ozouf. Μια νέα εγγύτητα γεννήθηκε από τη χρονική αυτή απόσταση. Τα διακόσια χρόνια από το 1789 περιλαμβάνουν γεγονότα, τα οποία πρέπει να ξαναζήσουμε, προκειμένου να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε την απόσταση αυτή. Ωστόσο, τα ερωτήματα για τη Γαλλική Επανάσταση άρχισαν να γίνονται πιεστικά τα τελευταία χρόνια. Πολύς καιρός παρήλθε από το 1789 και μαζί με αυτόν εξασθένισε και η μνήμη των επαναστατικών περιπετειών. Η Γαλλία του σήμερα δεν θυμίζει σε τίποτε τη Γαλλία του ΙΘ΄ αιώνα Δεν υπάρχουν πια πολλοί αγρότες και η αστική τάξη αποτελεί ένα ευρύτατο σύνολο. Σταδιακά, η κοινή γνώμη αποκηρύσσει τη δημοκρατική παράδοση, όπως αυτή κληροδοτήθηκε από την Επανάσταση του ΙΘ΄ αιώνα. Έτσι, η σύγχρονη αυτή εξέλιξη, η οποία εμφανίζεται σχεδόν φυσική, φαίνεται ότι βρίσκεται σε διάσταση με το δημοκρατικό πνεύμα του 1789[61].





***

Συμπερασματικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι απόψεις των τριών προαναφερθέντων ιστορικών έγιναν ευρύτατα γνωστές με αφορμή την επέτειο των διακοσίων ετών από τη Γαλλική Επανάσταση. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι η μελέτη και η έρευνα του γεγονότος προωθήθηκαν την πρώτη εκατονταετία. Η επέτειος της 200ετηρίδας δεν εορτάστηκε με τον ίδιο τρόπο, όπως η εκατονταετηρίδα σε Ελλάδα[62] και Ευρώπη. Η επέτειος των διακοσίων ετών από τη Γαλλική Επανάσταση ανέδειξε τη διαμάχη των ιστορικών, η οποία δεν εξαλείφθηκε στο όνομα της εθνικής συμφιλίωσης στη Γαλλία[63].

Σύμφωνα με τους ιστορικούς της σοσιαλιστικής σχολής, την οποία εκπροσωπεί ο A. Soboul -όπως έχει προαναφερθεί- η Γαλλική Επανάσταση οφείλεται στους αγώνες των κοινωνικών τάξεων για απελευθέρωση από το Ancien Régime. Από την άλλη πλευρά, ο F. Furet με την περίφημη προαναφερθείσα θέση του ότι η Επανάσταση τελείωσε, καθώς και η Μ. Ozouf έχουν ως σκοπό την αποδέσμευση του ιστορικού αυτού γεγονότος από την παλαιά ερμηνευτική ιστοριογραφική διαμάχη μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, η οποία κατ’ αυτούς δεν ανταποκρίνεται πλέον στην πραγματικότητα. Πάντως, οι Γάλλοι μετά από διακόσια και πλέον έτη είναι έτοιμοι να δεχθούν και άλλες ερμηνείες, οι οποίες αναθεωρούν την επικρατήσασα σοσιαλιστική εκδοχή για τη Γαλλική Επανάσταση.

Η Γαλλική Επανάσταση, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα παγκόσμιας σημασίας ιστορικό γεγονός, το οποίο οδήγησε στη δημιουργία των σύγχρονων εθνικών κρατών της Ευρώπης και όχι μόνο. Τέλος, η Γαλλική Επανάσταση αναρρίπισε τις ελπίδες και στους υπόδουλους λαούς με αποτέλεσμα να τονωθεί η ιδέα της εξέγερσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι υπόδουλοι Έλληνες, οι οποίοι εμπνεύστηκαν, κυρίως, από τα κείμενα του Αδ. Κοραή (αυτόπτη μάρτυρα και θιασώτη της Γαλλικής Επανάστασης) και του Ρήγα Φεραίου, για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού.







* Διδάκτωρ Ιστορίας, Τμ. Ιστορίας-Αρχαιολογίας Φιλοσοφικής Πανεπιστημίου Αθηνών
Λέκτωρ Π. Δ. 407/80 Πανεπιστημίου Θεσσαλίας




[1].  Το θέμα των επαναστάσεων έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από πολλούς ιστορικούς και η βιβλιογραφία παρέλκει. Όμως, χρειάζεται να δώσουμε μερικά στοιχεία για τη σημασιολογική εξέλιξη του όρου επανάσταση (révolution). Ο Νίκολας Κοπέρνικος (Nicolas Copernicus) υπήρξε ο πρώτος που καθιέρωσε τον όρο στην πραγματεία του υπό τον τίτλο De revolutionibus orbium coelestium, η οποία εκδόθηκε στη Νυρεμβέργη το 1543. Ο όρος, λοιπόν, révolution (επανάσταση), o οποίος προέρχεται από τον χώρο της αστρονομίας και αναφέρεται στην κίνηση των πλανητών, σημαίνει περιστροφή. Συνδέθηκε με το νέο τρόπο προσέγγισης των φυσικών φαινομένων από τον Κοπέρνικο και αρχικά χρησιμοποιήθηκε με τη μεταφορική του σημασία, όπως συνέβη και με άλλους πολιτικούς όρους (π.χ. ισορροπία), μέχρι να ταυτισθούν απόλυτα με τον ιστορικό και τον πολιτικό χώρο. Το σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου révolution μεταλλασσόταν, καθώς το φαινόμενο ιστορικά έκανε όλο και πιο συχνά την εμφάνισή του.
Με τη σημερινή έννοιά του ο όρος επανάσταση άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως από τους ιστορικούς μετά την Ένδοξη Επανάσταση του 1688. Όμως, ο όρος έλαβε την οριστική, σαφή και συγκεκριμένη έννοιά του μετά τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789. Από τότε επανάσταση σημαίνει ριζοσπαστική αλλαγή σε πολιτικό, κοινωνικό, καθώς και πνευματικό επίπεδο. Χρησιμοποιείται όχι μόνο για να δηλώσει το συγκεκριμένο ανεπάντεχο γεγονός της αλλαγής, αλλά χαρακτηρίζει και όλη την περίοδο, κατά την οποία αυτή συντελείται. Υπ’ αυτήν την έννοια, η Γαλλική Επανάσταση έδωσε στον όρο τη σημασία της αποφασιστικής και καθοριστικής ιστορικής αλλαγής, η οποία αφορά όλους τους τομείς της ζωής και ξεπερνά τα εθνικά σύνορα. Bλ. ενδεικ: Louis Gottschalk, “Causes of Revolution”, American Journal of Sociology, τ. 50, No 1 (July 1944), The University of Chicago Press, σσ. 1-8· Peter Amam, “Revolution: A Redefinition”, Political Science Quarterly, τ. 77, No 1 (March 1962), The Academy of Political Science, σσ. 36-53· Lawrence Stone, “Theories of Revolution”, World Politics, τ. 18, No 2, January 1966, Cambridge University Press, σσ. 159-176· Rod Aya, “La Révolution en échec: des situations révolutionnaires sans dénouements révolutionnaires”, Revue française de sociologie, τ. 30, No 3 /4, Sociologie de la Révolution JuilletDécembre 1989, Éditions Ophrys et Association Revue française de Sociologie, σσ. 559-586.
[2]. Σημειώνεται ότι το Ancien Régime (Παλαιό Καθεστώς), ως όρος, ήταν μέχρι τότε άγνωστος και εμφανίσθηκε λίγο πριν από την Επανάσταση. Βλ. Albert Soboul, La France à la veille de la Révolution, Paris, Sedes, 1974, σ. 9 κ. εξ.
[3]. Βλ. ενδεικτικά: Jacques Godechot, Les constitutions de la France depuis 1789, Paris, Garnier Flammarion, 1979· L. Gershoy, From Despotism to Revolution, 1763-1789, New York, Harper & Row Publishers Inc., 1953, σσ. 307-322· J. Hardman, The French Revolution, The Fall of the Ancien Régime to the Thermidorian Reaction 1785-1795, Νew York, Chapman and Hall Inc., 1989, σ. 9 κ. εξAxel Kuhn, Die Französische Revolution, Stuttgart, Philipp Reklam, 1999, σ. 11 κ. εξ.
[4]. Κατά την άποψη των περισσοτέρων ιστορικών, η δεκαετής επαναστατική περίοδος διήλθε τέσσερα στάδια: α΄) Της προεπανάστασης (1787-1788), κατά την οποία τέθηκαν οι στόχοι και οι ιδεολογικές βάσεις για τα επόμενα έτη· β΄) της αστικής επανάστασης ή επανάστασης της ελευθερίας (1789-1792), με την πτώση του Αncien Régime και τη θέσπιση του πρώτου γραπτού Συντάγματος (3 Σεπτεμβρίου 1791), συνέπεια του οποίου υπήρξε η καθιέρωση της συνταγματικής μοναρχίας· γ΄) της δημοκρατικής επανάστασης ή  επανάστασης της ισότητας (1792-1794), κατά την οποία κυριάρχησε η Συμβατική Συνέλευση, εμφανίστηκε η δικτατορία της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας και επικράτησε η Τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου (Robespierre) και του Σαιν-Ζυστ (Saint-Just) και δ΄) της αστικής παλινόρθωσης ή αστικής δημοκρατίας, κατά την οποία κυβέρνησε το Διευθυντήριο (Directoire). Άλλωστε, το τέλος της Γαλλικής Επανάστασης δηλώθηκε και από τον ίδιο τον Ναπολέοντα, με την κατακλείδα της Διακήρυξης της 15ης Δεκεμβρίου του 1799: Πολίτες, η Επανάσταση εδραιώθηκε στις αρχές, οι οποίες την προκάλεσαν. Η Επανάσταση τελείωσε! (Citoyens, la Révolution est fixée aux principes qui l’ont commencée: elle est finie). Βλ. Jacques Godechot, Les constitutions de la France depuis 1789, ό. π., σ. 162.
[5]. Είναι γνωστό ότι για το θέμα της Γαλλικής Επανάστασης η ελληνική -και προπαντός η ξένη βιβλιογραφία- είναι ογκώδης και επομένως θα ήταν αδύνατο να καλυφθεί στα πλαίσια της παρούσης εργασίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Jules Michelet, Histoire de la Révolution Franςaise, 2 τ., Paris, Gallimard, Bibl. de la Pléiade, 1952· Alphonse Aulard, Histoire politique de la Révolution Française, Origines et Développement de la Démocratie et de la République, (1789-1804), Paris, A. Colin, 1926· Αλμπέρ Ματιέ, Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, μτφρ. Κ. Μεραναίου, Αθήνα, Γκοβόστης, 1946· Georges Lefebvre, H Γαλλική Επανάσταση, μτφρ. Σπύρος Μαρκέτος, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2003· E. J. Hobsbawm, H Eποχή των Επαναστάσεων, 1789-1848, μτφρ. Μ. Οικονομοπούλου, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1997· Maur. Crouzet, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, Νεώτεροι Χρόνοι, Ιστορία του Πολιτισμού από τον 17ο αιώνα μέχρι σήμερον, μτφρ. Λεων. Κάβουρας, [Αθήνα], Αφοί Συρόπουλοι, 1971· Walter Grab, Die Französische Revolution, Aufbruch in die moderne Demokratie, Stuttgart, Parkland Verlag, 1989· H. Sybel, von, Geschichte der Revolutionszeit, 1789-1800, 5 τ. Düsseldorf, 1853-79· Crane Brinton, A Decade of Revolution, 1789-1799, Harper & Row Publishers, New York 1963.
[6]. Ενδεικ. βλ. Albert Soboul, La Civilisation et la Révolution française, Paris, Arthaud,  1988. Georges Rudé, Revolutionary Europe, 1783-1815, Great Britain, Fontana Press, 1989. J., Hardman, The French Revolution, The Fall of the Ancien Régime to the Thermidorian Reaction 1785-1795, όπ. π. François Furet, Penser la Révolution Française, Paris, Gallimard, 1983. François Furet-Mona Ozouf, Dictionnaire critique de la Révolution Française, Paris, Flammarion, 1988. Α. Μάνφρεντ, Ρουσό, Μαρά, Ροβεσπιέρος, μορφές της Γαλλικής Επανάστασης, μτφρ. από τη γαλλική Μαίρη Καββαδία, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1989. Βάλτερ Μαρκόφ – Αλμπέρ Σομπούλ, 1789 - Η Μεγάλη Επανάσταση των Γάλλων, μτφρ Καίτη Μάρακα, Αθήνα, Σύγχρονη εποχή 1990. Centre de Recherches Néohelléniques – Fondation Nationale de la Recherche Scientifique, Actes du IIIe Colloque d’Histoire (Athènes 14–17 Octobre 1987), La Révolution française et l’Hellénisme Moderne, Contribution Hellénique à l’ occasion du Bicentenaire de la Révolution française, Athènes 1989. Γενικότερα για τις επιδράσεις των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης και στον Ελλαδικό χώρο, βλ. Δημήτριος Παντελοδήμος, Απηχήσεις της Γαλλικής Επανάστασης στον ελληνικό χώρο κατά τον ΙΘ΄ αιώνα, Αθήνα, Συμμετρία, 1993, όπου και σχετική βιβλιογραφία. Πρβλ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιοανατολική Ευρώπη, Αθήνα, Πορεία, 2000, σσ. 133 - 173.
[7]. Για τις κυριότερες απόψεις και ερμηνείες που δόθηκαν -κατά καιρούς- στο μεγάλο αυτό γεγονός, ενδεικ. βλ. Ιωάννης Δ. Δημάκης, «Η καταγωγή της Γαλλικής Επανάστασης. Ιστοριογραφική Επισκόπηση», Παρνασσός, τ. ΛΑ΄ (31ος), Ιούλιος-Δεκέμβριος 1989, αριθ. 2, σσ. 449-463· Αγγελική Κωνσταντακοπούλου, «Διακόσια χρόνια Γαλλικής Επανάστασης. Η Ιστορία των ιστορικών της», Ο πολίτης, 20 Αυγούστου 1989, τεύχ. 100, σ. 47 κ. εξ. Γενικότερα, για τις απόψεις διαφόρων ιστορικών, σχετικά με τη Γαλλική Επανάσταση, ενδεικ. βλ. M. S. Anderson, Historians and Eighteenth - Century Europe, 1715-1789, Oxford, Clarendon Press, 1979. Πρβλ. Michael Keith Baker, Inventing the French Revolution, Cambridge, Cambridge University Press, 1990, σ. 12 κ. εξ.
[8]. Bλ.  René Rémond, La vie politique en France depuis 1789, 1789-1848, Paris, Librairie Armand Colin, 1965, σσ. 27-73. Πρβλ. Μichel Vovelle, Nouvelle histoire de la France contemporaine, La chute de la Μonarcie, 1787-1792, Paris, Éditions du Seuil, 1972, σσ. 90-117.
[9]. Βλ. Αλμπέρ Ματιέ, Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, μτφρ. από τη γαλλική Κωστή Μεραναίου, Αθήνα, Γκοβόστης, 1946, σ. 7 κ. εξ. Επίσης, βλ. Georges Benrekassa, “Crise de l’Ancien Régime, crise des  idéologies : une année dans la vie de Sieyès”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 44e année – No 1, janvier – février 1989, σσ. 25-46. Daniel Roche, “La violence vue d’en bas. Réflexions sur les moyens de la politique en période révolutionnaire”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 44e année – No 1, janvier – février 1989, σσ. 47-65.
[10]. Για τις πνευματικές τάσεις στη Γαλλία έως τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνα, βλ. πρόχ.,  Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, μέρος τρίτο, Από τον Βολταίρο ώς τον Γκαίτε, τ. V, Αθήνα, Δ. Γιαλλέλης, 1976, σσ. 65-85. Πρβλ. Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορικά Φροντίσματα Α΄, ο Διαφωτισμός και το κορύφωμά του, Αθήνα, Πορεία, 1992, σ. 124 κ. εξ.
[11]. Bλ. Gordon Wright, France in modern times, 1760 to the present, Chicago, Rand McNally & Company, 1966, σσ. 72-85. Πρβλ. Bailey Stone, The genesis of the French Revolution, A global-historical interpretation, Cambridge, Cambridge University Press, 1994, σ. 4 κ. εξ. Walter Grab, Die Französische Revolution, Aufbruch in die moderne Demokratie, ό. π., σσ. 33-51.
[12]. Βλ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, «Η Γαλλική Επανάσταση και η ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη», Νέα Εστία, έτος ΞΓ΄ (63ο), τ. 126ος, Χριστούγεννα 1989, τεύχ. 1499, σ. 192 κ. εξ. Πρβλ. Ιω. Δ. Δημάκης, Τρεις μελέτες για τη Γαλλική Επανάσταση, Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1993, σ. 8 κ. εξ.
[13]. Σημειωτέον ότι ο Barnave είχε ήδη έτοιμο το έργο του Εισαγωγή στη Γαλλική Επανάσταση τον Οκτώβριο του 1791, το οποίο, ωστόσο, δημοσιεύθηκε -πρώτη φορά μαζί με άλλα έργα του- το 1843.
[14]. Βλ. Crane Brinton, A Decade of Revolution, 1789 – 1799, ό. π., σσ. 29-40. Πρβλ. Ιω. Δ. Δημάκης, Τρεις μελέτες για τη Γαλλική Επανάσταση, ό. π., σ. 11 κ. εξ.
[15]. Ειδικότερα, για τα γεγονότα του 1848 στην Ευρώπη, καθώς και τον αντίκτυπό τους στην Ελλάδα, βλ. Σπ. Λ. Μπρέκης, Το 1848 στην Ελλάδα, διδ. διατριβή, Αθήνα 1984, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
[16]. Βλ. Georges Rudé, Revolutionary Europe, 1783-1815, όπ. π., σ. 65 κ. εξ. Επίσης, βλ. Α. Μάνφρεντ, Ρουσό, Μαρά, Ροβεσπιέρος, μορφές της Γαλλικής Επανάστασης, όπ. π., σσ. 7-51.
[17]. Για τη βασιλεία του Louis XVI, βλ. ενδεικ. James B. Collins, The State in Early Modern France, Cambridge, Cambridge University Press, 1995, σσ. 216-267 και Frank A. Kafker – James M. Laux, The French Revolution, Conflicting Interpretations, New York, Random House, 1976, σσ. 3-28.
[18]. Βλ. Ιω. Δ. Δημάκης, Η καταγωγή της Γαλλικής Επανάστασης, ό. π., σ. 454 κ. εξ.
[19]. Βλ. το συλλογικό έργο Histoire Économique et Sociale de la France, 1660 – 1789, τ. ΙΙ, Paris, Presses Universitaires de France, 1970, σσ. 529-563.
  [20]. Βλ. Georges Lefebvre, La Révolution française, Paris, Presses Universitaires de France, 1989, σ. 107 κ. εξ.
[21]. Βλ. Georges Lefebvre,  H Γαλλική Επανάσταση, ό. π., σ. 69 κ. εξ.
[22]. Βλ. Ernest Labrousse, “Georges Lefebvre (1874-1959)”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 15e année – No 1, janvier – février 1960, σσ. 1-8.
[23]. Bλ. Κ. Μαρξ, Το εβραϊκό ζήτημα, μτφρ. Μυρσίνη Ζορμπά – Γιάννης Κρητικός, Αθήνα, Οδυσσέας 2006 και του ιδίου Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης, Αθήνα, Παπαζήσης, 1978.
[24]. Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια, Μόσχα, 1956, σ. 160 κ. εξ.
[25]. Για τη μαρξιστική αντίληψη σχετικά με τη Γαλλική Επανάσταση, βλ. Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια, ό. π., σ. 109 κ. εξ.      
[26]. Βλ. P. Volgin, L’ ideologie revolutionnaire (23 aout 1793-27 juillet 1794), 3 vol. Paris, 1959.
[27]. Βλ. A. Z. Manfred, Frantsuzskaia burzhuaznaia revoliutsiia kontsa XVIII veka, 1789-1794, (Η Αστική Γαλλική Επανάσταση στα τέλη του 18ου αιώνα, 1789-1794), Mόσχα, 1950.
[28]. Βλ. A. Z. Manfred, Frantsuzskaia, ό. π., σ. 13 κ. εξ.
[29]. Βλ. Κ. Μαρξ, Ηθικολογική Κριτική και Κριτική Ηθικήּ μια πολεμική κατά του Καρλ Χάιντζεν, στο Selected Essays, New York, 1926, σ. 137.
[30]. Βλ. Ιω. Δ. Δημάκης, Η καταγωγή της Γαλλικής Επανάστασης, ό. π., σ. 457 κ. εξ.
[31]. Επίσης, βλ. Αlfred Cobban, A History of Modern France, Old Regime and Revolution, 1715-1799, [χ. τ. έκδ.] Penguin Books, 1984, σ. 137 κ. εξ.
[32]. Βλ. Albert O. Hirschman,  “Deux cents ans de rhétorique réactionnaire : les cas de l’effet pervers”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 44e année – No 1, janvier – février 1989, σσ. 67-86. Επίσης, βλ. Marc Bouloiseau, “Révolution française. Autour de la Révolution française : sources, instruments de recherche et enquêtes”. Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 21 /1966, Nos 1-3, Paris, Klaus Reprint Nendeln /Liechtenstein 1978, σσ. 201-226.
[33]. Από τα συνέδρια που  πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, ενδεικ. αναφέρουμε:
 - Η Γαλλική Επανάσταση και ο Νέος Ελληνισμός (La Révolution française et lHellénisme moderne), Αθήνα, 14-17 Οκτωβρίου 1987, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών – Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών.
-        Η παρουσία της αρχαίας Ελλάδας στη Γαλλική Επανάσταση (Γαλλο-Ελληνικό Συνέδριο), Αθήνα, 30 Μαρτίου – 1 Απριλίου 1989, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.
-        Η Γαλλική Επανάσταση και η σύγχρονη κριτική σκέψη, Αθήνα, 26-27 Μαΐου 1989, Κέντρο Μαρξιστικών Σπουδών
-        Η Γαλλική Επανάσταση στην Ελλάδα και στη Γαλλία: Γράμματα, τέχνες, ιστορία, Θεσσαλονίκη, 31 Μαΐου – 2 Ιουνίου 1989,  Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
-        Η Γαλλική Επανάσταση και η Ευρώπη, Αθήνα, 23-27 Οκτωβρίου 1989, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, Ινστιτούτο Gœthe, Πολιτιστική Υπηρεσία των Πρεσβειών της Ισπανίας και της Αυστρίας.
-        1789-1989:200 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση, Αθήνα, 9-12 Νοεμβρίου 1989, Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών.
-        Οι απηχήσεις της Γαλλικής Επανάστασης στον ελληνικό χώρο. Αθήνα, 13 Δεκεμβρίου 1989, Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών.
[34]. Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιούμε την έκδοση του 1988.
[35]. Δυστυχώς τον πρόλαβε ο θάνατος. O Albert Soboul απεβίωσε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1982.
[36]. Πρόκειται για το γνωστό τετράτομο έργο του υπό τον τίτλο Histoire socialiste de la Révolution française, Paris, 1968-71.
[37]. Βλ. Albert Soboul, La Civilisation et la Révolution française, Paris, Arthaud, 1988, σσ. 61-78.
[38]. Βλ. Α. Soboul, La Révolution française, όπ. π, σ. 51 κ. εξ.
[39]. Συγκεκριμένα, όριζε τα μέλη του Κοινοβουλίου και τους υπουργούς. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου, οι αποφάσεις του οποίου είχαν χαρακτήρα μόνο συμβουλευτικό. Ακόμη, ο βασιλιάς αποφάσιζε για κρίσιμα εθνικά θέματα (όπως για ειρήνη ή πόλεμο), για την επιβολή νέων φόρων και γενικώς για τη διοίκηση της χώρας. Διόριζε τους δικαστές και φυσικά παρενέβαινε ο ίδιος για να επιβάλει στα δικαστήρια τις αποφάσεις της αρεσκείας του. Η δικαιοσύνη υποχωρούσε στο άκουσμα του ονόματός του και μόνο. Σε καμία περίπτωση δε μπορούσε να στραφεί εναντίον του. Η θέλησή του ήταν νόμος (Lex Rex). Βλ. A.Soboul, La Révolution française, ό. π., σσ. 99-116.
[40]. Πρόκειται για τις δύο προνομιούχες τάξεις, τον κλήρο και τους ευγενείς, οι οποίοι συνιστούσαν την αριστοκρατία, καθώς και την Τρίτη Τάξη, στην οποία ανήκαν, γενικώς, οι μη ευγενείς. Σημειώνεται ότι οι όροι “ordre” και “état” χρησιμοποιούνταν επί φεουδαρχίας και δεν πρέπει να συγχέονται με τον όρο “classe”, ο οποίος επικράτησε με την αστική επανάσταση. Στην ελληνική γλώσσα, ο όρος έχει αποδοθεί από τον Παν. Κανελλόπουλο και ως «κατάσταση». Αναλυτικά, βλ. Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Η Γαλλική Επανάσταση, Αθήνα, Γιαλλέλης, 1983, σ. 13 κ. εξ.
[41]. Βλ. Α. Soboul, La Révolution française, όπ. π, σ. 74: Dès que les arts et le commerce parviennent à pénétrer dans le peuple et créent un nouveau moyen de richesse au secours de la classe laborieuse, il se prépare une révolution dans les lois politiques; une nouvelle distribution de la richesse produit une nouvelle distribution du pouvoir. De même que la possession des  terres a élevé l’aristocratie, la propriété industrielle élève le pouvoir du peuple. Επίσης, για την κρίση των θεσμών, βλ. στο ίδιο, σσ. 99 - 116.
[42]. Βλ. Α. Soboul, La Révolution française, ό. π., σσ. 145-150. Από την έναρξη της συνεδρίασης, οι τρεις τάξεις διχάσθηκαν. Σύμφωνα με τη διαδικασία, έπρεπε να συσκεφθούν χωριστά και να ψηφίσουν ανά τάξη. Όμως, με αυτό τον τρόπο ακυρωνόταν ο σκοπός του διπλασιασμού του αριθμού των εκπροσώπων της Τρίτης Τάξης. Γι’ αυτό, ζήτησε να συσκεφθούν οι τρεις τάξεις μαζί και  η ψηφοφορία να διεξαχθεί κατ’ άτομο, γεγονός που έβρισκε το βασιλιά και τους προνομιούχους αντίθετους.
[43].  Συγκεκριμένα, έλαβε 490 ψήφους υπέρ, έναντι 90 κατά.
[44]. Κατά την άποψη του Soboul, τα γεγονότα, τα οποία συντελούνται στη Γαλλία εκείνη την εποχή δεν αποτελούν ούτε μεταρρύθμιση, ούτε μετάβαση, αλλά οδηγούν σε Επανάσταση. Αναλυτικότερα βλ. Α. Soboul, La Civilisation et la Révolution française, ό. π., σ. 41 κ. εξ.
[45]. Πρέπει να σημειωθεί ότι στη Γαλλία του ΙΗ΄ αιώνα υπήρχε μια σχετική ευημερία, όμως αυτή ήταν ταξική και αφορούσε μόνο τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας. Βλ. Α. Soboul, La Révolution française, όπ. π, σσ. 518 - 539.
[46]. Για το θέμα της οικονομικής εξαθλίωσης των αγροτών και των εργατών, βλ. Α. Soboul, La Civilisation et la Révolution française, ό. π., σ. 117 κ. εξ. Για το πέρασμα από τον φεουδαρχισμό στον καπιταλισμό, βλ. στο ίδιο σσ. 44 - 50.
[47]. Βλ. Α. Soboul, La Révolution française, όπ. π, σ. 583 κ. εξ.: Αu soir de la prise de la Bastille, le 14 juillet 1789, inquiet, Louis XVI interroge: «Est – ce donc une émeute? – Non, sire, répondit le duc de Liancourt, c’est une révolution». Pour les plus clairvoyants, cette révolution s’était annoncée de loin. Επίσης, για την κληρονομιά της Επανάστασης, βλ. στο ίδιο, σ. 557 κ. εξ.
[48]. François Furet – Ran Halévi, “La Révolution française”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 44e année – No 1, janvier – février 1989, σσ. 3-24.
[49]. Βλ. François Furet et Denis Richet, La Révolution française, Paris, Hachette, 1965, σσ. 69 - 102.
[50]. Βλ. François Furet, La Révolution, 1770 – 1880, Paris, Hachette, 1991, σ. 21 κ. εξ.
[51]. Βλ. F. Furet - M. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, ό. π., σσ. 979 – 997.
[52]. Βλ. F. Furet, Penser la Révolution française, Paris, Gallimard, 1983, σ. 15 κ. εξ.
[53]. Βλ. F. Furet, Penser la Révolution française, ό. π., σ. 19 κ. εξ.
[54]. Βλ. F. Furet - M. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, ό. π., σσ. 1072 – 1083.
[55]. F. Furet, Penser la Révolution française, ό. π., σ. 33 κ. εξ.
[56]. Βλ. F. Furet - M. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, ό. π., σσ. 751 – 762.
[57]. F. Furet, Penser la Révolution française, ό. π., σ. 75 κ. εξ.
[58]. Βλ. F. Furet - M. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, ό. π., σ. 8 κ. εξ.
[59]. Βλ. F. Furet - M. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, ό. π., σσ. 563 – 720.
[60]. Βλ. F. Furet - M. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, ό. π., σσ. 731 - 775.
[61]. Βλ. F. Furet - M. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, ό. π., σ. 11 κ. εξ.
[62]. Περισσότερα για τον εορτασμό της 100ετηρίδας στην Ελλάδα, βλ. Δημ. Ν. Παντελοδήμος, «Η εκατονταετηρίδα της Γαλλικής Επανάστασης στην Ελλάδα», Νέα Εστία, ό. π., σσ. 150 – 156.
[63]. Η Γαλλική Επανάσταση επηρέασε και την ελληνική ιστοριογραφία του ΙΘ΄ αιώνα. Βλ. Φρειδερίκη Ταμπάκη-Ιωνά, «Η Γαλλική Επανάσταση στην ελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα: Ιστορίες, Γενικές Ιστορίες, Μεταφράσεις Ιστοριών», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, 200 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση (9-12 Νοεμβρίου) 1989, Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών 1991, σσ. 101 – 112. Πρβλ. Triantafyllos E. Sklavénitis, «La Révolution française dans les textes de l’Historiographie Néohellenique (1789-1832)», Actes du IIIe Colloque d’ Histoire (Athènes 14-17 Octobre 1987), La Révolution française et l’Hellénisme Moderne, Contribution Hellénique à l’occasion du Bicentenaire de la Révolution française, Athènes 1989, σσ. 431-439. Αικατερίνη Κουμαριανού, «Ιστορία και Ιστοριογράφοι», Νέα Εστία, έτος ΞΓ΄ (1989), ό. π., σσ. 256 – 259. Μανώλης Μαρκάκης, «Η Γαλλική Επανάσταση: Το χάρισμα και η καιρικότητα», Νέα Εστία, ό. π., σσ. 65 – 69. Geoffrey Best, War and Society in Revolutionary Europe, 1770-1870, [χ. τ. έκδ.] Fontana Paperbacks, 1982, σ. 48 κ. εξ.
























ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ενδεικτική)


Amam, Peter, “Revolution: A Redefinition”, Political Science Quarterly, τ. 77, No 1 (March 1962), The Academy of Political Science.
Anderson, M., S., Historians and Eighteenth Century Europe, 1715-1789, Oxford, Clarendon Press, 1979.
Aya Rod, “La Révolution en echec: des situations révolutionnaires sans dénouements révolutionnaires”, Revue française de sociologie, τ. 30, No 3 /4, Sociologie de la Révolution Juillet – Décembre 1989, Éditions Ophrys et Association Revue française de Sociologie.
Baker, Michael, Keith, Inventing the French Revolution, Cambridge, Cambridge University Press, 1990.
Benrekassa Georges, “Crise de l’Ancien Régime, crise des  idéologies : une année dans la vie de Sieyès”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 44e année – No 1, janvier – février 1989.
Best, Geoffrey, War and Society in Revolutionary Europe, 1770-1870, [χ. τ. έκδ.], Fontana Paperbacks, 1982.
Bouloiseau Marc, “Révolution française. Autour de la Révolution française : sources, instruments de recherche et enquêtes”. Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 21 /1966, Nos 1-3, Paris, Klaus Reprint Nendeln /Liechtenstein 1978.
Brinton, Crane, A Decade of Revolution, 1789 – 1799, New York, Harper & Row Publishers, 1963.
Centre de Recherches Néohelléniques – Fondation Nationale de la Recherche Scientifique, Actes du IIIe Colloque d’Histoire (Athènes 14–17 Octobre 1987), La Révolution française et l’Hellénisme Moderne, Contribution Hellénique à l’occasion du Bicentenaire de la Révolution française, Athènes 1989.
Cobban, Αlfred, A History of Modern France, Old Regime and Revolution, 1715-1799, [χ. τ. έκδ.], Penguin Books, 1984.
Collins, James, B., The State in Early Modern France, Cambridge, Cambridge University Press, 1995.
Furet, F., Penser la Révolution française, Paris, Gallimard, 1983.
Furet, F., La Révolution, 1770 – 1880, Paris, Hachette, 1991.
Furet, F., - Οzouf, M. Dictionnaire critique de la Révolution française, Paris, Flammarion, 1988.
Furet, François, et Richet, Denis, La Révolution française, Paris, Hachette, 1965.
Gershoy, L., From Despotism to Revolution, 1763-1789, New York, Harper & Row Publishers Inc, 1953.
Gottschalk, Louis, “Causes of Revolution”, American Journal of Sociology, τ. 50, No 1 (July 1944), The University of Chicago Press.
Grab, Walter, Die Französische Revolution, Aufbruch in die moderne Demokratie, Stuttgart, Parkland Verlag, 1989.
Hardman, J., The French Revolution, The Fall of the Ancien Régime to the Thermidorian Reaction 1785-1795, Νew York, Chapman and Hall Inc., 1989.
Hirschman Albert O.,  “Deux cents ans de rhétorique réactionnaire : les cas de l’effet pervers”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 44e année – No 1, janvier – février 1989.
Histoire Économique et Sociale de la France, 1660 – 1789, τ. ΙΙ, Paris, Presses Universitaires de France, 1970.
Kafker, Frank, A. – Laux, James, M., The French Revolution, Conflicting Interpretations, New York, Random House, 1976.
Kuhn, Axel, Die Französische Revolution, Stuttgart, Philipp Reklam, 1999.
Labrousse Ernest, “Georges Lefebvre (1874-1959)”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 15e année – No 1, janvier – février 1960.
Lefebvre, Georges, Τhe coming of the French Revolution 1789, New York, Vintage Books, 1947.
Lefebvre, Georges, H Γαλλική Επανάσταση, μτφρ. από τη γαλλική: Σπύρος Μαρκέτος, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2003.
Manfred, A., Z., Frantsuzskaia burzhuaznaia revoliutsiia kontsa XVIII veka, 1789-1794, (Η Αστική Γαλλική Επανάσταση στα τέλη του 18ου αιώνα, 1789-1794), Mόσχα, 1950.
Rémond, René, La vie politique en France depuis 1789, 1789-1848, Paris, Librairie Armand Colin, 1965.
Roche Daniel, “La violence vue d’en bas. Réflexions sur les moyens de la politique en période révolutionnaire”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 44e année – No 1, janvier – février 1989.
Rudé, Georges, Revolutionary Europe, 1783-1815, Great Britain, Fontana Press, 1989.
Sklavénitis, Triantafyllos, E., La Révolution française dans les textes de l’Historiographie Néohellenique (1789 – 1832), Actes du IIIe Colloque d’ Histoire (Athènes 14 – 17 Octobre 1987), La Révolution française et l’ Hellénisme Moderne, Contribution Hellénique à l’ occasion du Bicentaire de la Révolution française, Athènes 1989.
Soboul, Albert, La Civilisation et la Révolution française, Paris, Arthaud,  1988.
Soboul, Albert, La France à la veille de la Révolution, Sedes, Paris 1974.
Stone, Bailey, The genesis of the French Revolution, A global-historical interpretation, Cambridge, Cambridge University Press, 1994.
Stone, Lawrence, “Theories of Revolution”, World Politics, τ. 18, No 2, January 1966, Cambridge University Press.
Vovelle, Μichel, Nouvelle histoire de la France contemporaine, La chute de la Monarchie, 1787-1792, Paris, Éditions du Seuil, 1972.
Wright, Gordon, France in modern times, 1760 to the present, Chicago, Rand McNally & Company, 1966.
***
Δημάκης, Ιω., Δ., «Η καταγωγή της Γαλλικής Επανάστασης. Ιστοριογραφική Επισκόπηση», Παρνασσός, τ. ΛΑ΄ (31ος), Ιούλιος – Δεκέμβριος 1989, αριθ. 2.
Δημάκης, Τρεις μελέτες για τη Γαλλική Επανάσταση,  Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1993.
Δημαράς, Κων., Ιστορικά Φροντίσματα Α΄, ο Διαφωτισμός και το κορύφωμά του, Αθήνα, Πορεία, 1992.
Κανελλόπουλος, Παναγιώτης, Η Γαλλική Επανάσταση, Αθήνα, Γιαλλέλης, 1983.
Κανελλόπουλος, Παναγιώτης, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, μέρος τρίτο, Από τον Βολταίρο ώς τον Γκαίτε, τ. V, Δ. Αθήνα, Γιαλλέλης, 1976.
Κιτρομηλίδης, Πασχάλης, Μ., Η Γαλλική Επανάσταση & η Νοτιοανατολική Ευρώπη, Αθήνα, Πορεία, 2000.
Κιτρομηλίδης, Πασχάλης, «Η Γαλλική Επανάσταση και η ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη», Νέα Εστία, έτος ΞΓ΄ (63ο), τ. 126ος, Χριστούγεννα 1989, τεύχ. 1499.
Κουμαριανού, Αικατερίνη, «Ιστορία και Ιστοριογράφοι», Νέα Εστία, έτος ΞΓ΄ (63ο), τ. 126ος, Χριστούγεννα 1989, τεύχ. 1499.
 Κωνσταντακοπούλου, Αγγελική, «Διακόσια χρόνια Γαλλικής Επανάστασης. Η ιστορία των ιστορικών της», Ο πολίτης, 20 Αυγούστου 1989, τεύχ. 100.
Μάνφρεντ, Α., Ρουσό, Μαρά, Ροβεσπιέρος, μορφές της Γαλλικής Επανάστασης, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1989.
Μαρκάκης, Μανώλης, «Η Γαλλική Επανάσταση: Το χάρισμα και η καιρικότητα», Νέα Εστία, έτος ΞΓ΄ (63ο), τ. 126ος, Χριστούγεννα 1989, τεύχ. 1499.
Μαρκόφ Βάλτερ –Σομπούλ Αλμπέρ, 1789 - Η Μεγάλη Επανάσταση των Γάλλων, μτφρ Καίτη Μάρακα, Αθήνα, Σύγχρονη εποχή 1990.
Μαρξ, Κ.., Ηθικολογική Κριτική και Κριτική Ηθικήּ μια πολεμική κατά του Καρλ Χάιντζεν, στο Selected Essays, New York, 1926.
Μαρξ, K. -  Ένγκελς, Φ, Η Αγία Οικογένεια, Μόσχα, 1956
Μαρξ, Κ., Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης, Αθήνα, Παπαζήσης, 1978.
Μαρξ, Κ., Το εβραϊκό ζήτημα, μτφρ. Μυρσίνη Ζορμπά – Γιάννης Κρητικός, Αθήνα, Οδυσσέας 2006.
Ματιέ, Αλμπέρ, Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, μτφρ. από τη γαλλική Κ. Μεραναίου, Αθήνα, Γκοβόστης, 1946.
Μπρέκης, Σπ., Λ., Το 1848 στην Ελλάδα, διδ. διατριβή, Αθήνα 1984.
Παντελοδήμος, Δημ. Ν., «Η εκατονταετηρίδα της Γαλλικής Επανάστασης στην Ελλάδα», Νέα Εστία, έτος ΞΓ΄ (63ο), τ. 126ος, Χριστούγεννα 1989, τεύχ. 1499.
Παντελοδήμος, Δημ. Ν., Histoire de la Civilisation Française du XVIIIe siècle, Αθήνα 1995.
Παντελοδήμος, Δημ. Ν., Απηχήσεις της Γαλλικής Επανάστασης στον ελληνικό χώρο κατά τον ΙΘ΄ αιώνα, Αθήνα, Συμμετρία, 1993.
Ταμπάκη-Ιωνά, Φρειδερίκη, Η Γαλλική Επανάσταση στην ελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα: Ιστορίες, Γενικές Ιστορίες, Μεταφράσεις Ιστοριών, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, 200 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση (9 – 12 Νοεμβρίου) 1989, Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών 1991.
































Abstract

The Great French Revolution of 1789 is one of the most important historic events, not only in european, but also in world history. However, questionings about its causes and its character are still the focal point of historical research and form the basis for different interpretations. This historiographical review focuses on the works of A. Soboul, F. Furet and M. Ozouf published before or after 1989. In this way, the article aims to show the conflict on the French Revolution, which exists in french historiography even after two centuries.


Ιστοριογραφικές απόψεις για τη Γαλλική Επανάσταση



Ζωή Χ. Εξάρχου*





Περίληψη





Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789 αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα, όχι μόνο της ευρωπαϊκής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. Ωστόσο, οι προβληματισμοί σχετικά με τα αίτια και το χαρακτήρα της εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορικής έρευνας και να αποτελούν τη βάση για διαφορετικές ερμηνείες. Η παρούσα ιστοριογραφική επισκόπηση επικεντρώνεται σε έργα των A. Soboul, F. Furet, καθώς Μ. Οzouf τα οποία εμφανίσθηκαν -είτε σε πρωτότυπη μορφή είτε σε επανέκδοση- πριν ή μετά το 1989. Με τον τρόπο αυτό, επιχειρείται μία αποτύπωση της διαμάχης για τη Γαλλική Επανάσταση, η οποία υφίσταται στη γαλλική ιστοριογραφία ακόμη και μετά από δύο αιώνες.

























Λέξεις – κλειδιά: Γαλλική Επανάσταση, ερμηνείες, ιστοριογραφία











Η επανάσταση, ως γνωστόν, αποτελεί ειδική μορφή ιστορικής εξέλιξης σε πολιτικό, κοινωνικό-οικονομικό, πολιτιστικό, καθώς και επιστημονικό-τεχνικό επίπεδο. Η αλλαγή αυτή μπορεί να επέλθει δυναμικά, ιδιαίτερα μετά από περίοδο κρίσης, σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ως εκ τούτου, με τον όρο επανάσταση νοείται η αλλαγή, η οποία επέρχεται στους υφιστάμενους θεσμούς, καθώς και η αντικατάστασή τους από άλλους[1].

Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789 αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα όχι μόνο της ευρωπαϊκής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. H αρχή έγινε με την ανατροπή του Παλαιού Καθεστώτος (Ancien Régime), για να ακολουθήσουν οι εξελίξεις, οι οποίες οδήγησαν στη θεμελιακή αναδιάρθρωση των πολιτικο-κοινωνικών δομών στη Γαλλία[2]. Με το ριζοσπαστικό αυτό τρόπο τέθηκε ένα τέλος στα κατάλοιπα του φεουδαρχισμού και της μέχρι τότε ελέω Θεού απόλυτης μοναρχίας[3]. Η επαναστατική περίοδος (1789-1799) άσκησε σημαντική επιρροή σε βασικούς τομείς της γαλλικής κοινωνίας, καθώς και στις μετέπειτα πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις του IΘ΄ και του Κ΄ αιώνα[4]. Ωστόσο, το θέμα της Γαλλικής Επανάστασης απασχολεί την επιστημονική κοινότητα μέχρι και σήμερα, δεδομένου ότι αποτελεί πάντα πρόσφορο έδαφος, για πολύπλευρη ανάλυση, διατύπωση ερμηνειών, καθώς και ανάδειξη νέων προβληματισμών[5].

Για το λόγο αυτό, και με αφορμή τη συμπλήρωση διακοσίων ετών από τη Γαλλική Επανάσταση, το 1989, εκτός από τους συνήθεις επετειακούς εορτασμούς, σημειώθηκαν και μεγάλες εκδοτικές παραγωγές. Είναι γεγονός ότι παρατηρήθηκε μια πρωτοφανής εκδοτική κίνηση, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και σε πολλές χώρες -ανάμεσά τους και η Ελλάδα- με δημοσιεύσεις πρωτότυπων έργων, αλλά και αναδημοσιεύσεις ή μεταφράσεις κλασσικών συγγραμμάτων[6]. Στην πραγματικότητα, οι προβληματισμοί σχετικά με τα αίτια και το χαρακτήρα της Γαλλικής Επανάστασης εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορικής έρευνας και να αποτελούν τη βάση για διαφορετικές και συχνά διαμετρικά αντίθετες ερμηνείες[7].

Είναι κοινή η διαπίστωση ότι σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση του επαναστατικού κινήματος διαδραμάτισε, κυρίως, η αστική τάξη[8]. Επρόκειτο για μια νέα κοινωνική δύναμη, η οποία, αφού απέκτησε οικονομική ευρωστία, επιχείρησε να διεκδικήσει και την εξουσία. Ως εκ τούτου, ο γαλλικός λαός, ο οποίος είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο, μην έχοντας εναλλακτική λύση την ακολούθησε. Επίσης, τα περισσότερα μέλη της αριστοκρατίας φαίνεται ότι δεν αντιλήφθηκαν τη σοβαρότητα της κατάστασης και αντιτίθεντο σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια[9]. Ακόμη. ο Διαφωτισμός, με τη γένεση νέων θεωρητικών προβληματισμών και ορθολογικών συστημάτων, δημιούργησε το κατάλληλο διανοητικό κλίμα, το οποίο ευνόησε τις επαναστατικές διεργασίες[10]. Επιπλέον, συνέβαλε στη διάβρωση του συστήματος των αξιών της προεπαναστατικής κοινωνίας, καθώς και στην αφύπνιση των συνειδήσεων. Η αστική τάξη, λοιπόν, διακήρυττε την ελευθερία και την ισότητα σε όλα τα επίπεδα της γαλλικής κοινωνίας, σε αντίθεση με το Ancien Régime, το οποίο είχε τότε περιέλθει σε τέλμα[11].

Είναι γεγονός ότι η Γαλλική Επανάσταση, η οποία επηρέασε καθοριστικά την πορεία της Ευρώπης, απασχόλησε τους ιστορικούς από τα πρώτα χρόνια της εκδήλωσής της. Συγκεκριμένα, το 1790 εκδόθηκε το έργο του Edmund Burke υπό τον τίτλο: Reflections on the Revolution in France and on the Proceedings in Certain Societies in London Relative to That Event. Ο συγγραφέας προσπάθησε να αμφισβητήσει την έκβαση και τους σκοπούς της Επανάστασης. Φαίνεται ότι παρέμεινε προσηλωμένος σε μακραίωνους πολιτικούς θεσμούς του Παλαιού Καθεστώτος και ήταν αντίθετος στην Επανάσταση, η οποία ενσάρκωνε την αρχή της αυθαίρετης αλλαγής. Το έργο αυτό του Burke αποτέλεσε τη βάση για τη συντηρητική ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης στη Μ. Βρετανία (από το ΙΘ΄ αιώνα έως σήμερα)[12].

Τα μετεπαναστατικά έργα Γάλλων συγγραφέων ενίσχυσαν τον προβληματισμό για τα αίτια της Γαλλικής Επανάστασης. Όμως, στα περισσότερα από αυτά διατυπώθηκαν θεολογικές – μυστικιστικές απόψεις. Για παράδειγμα, ο Joseph de Maistre στο έργο του Considérations sur la France (1796) θεώρησε τη Γαλλική Επανάσταση ως εκδήλωση Θείας τιμωρίας και την παρομοίασε με τη Δευτέρα Παρουσία. Επίσης, και ο Louis-Claude de SaintMartin, στο έργο του Lettres à un ami ou Considérations politiques, philosophiques et religieuses sur la Révolution française (1795) αποφαίνεται ότι η Eπανάσταση ήταν θέλημα Θεού· έπρεπε, δηλαδή, να τιμωρηθούν οι ιερείς, οι βασιλείς, καθώς και οι ευγενείς, οι οποίοι σφετερίσθηκαν τα δικαιώματα του λαού, προκειμένου να οδηγηθεί η γαλλική κοινωνία σε μια θεοκρατική δημοκρατία.

Μια άλλη ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης διατυπώθηκε μέσω της θεωρίας της συνωμοσίας ή μηχανορραφίας. Σύμφωνα με αυτή, η Γαλλική Επανάσταση είχε προσχεδιασθεί από μερικές μυστικές ομάδες ελευθεροτεκτόνων (maçons) και Ιακωβίνων (Jacobins). Αντιπροσωπευτικά έργα της εκδοχής αυτής θεωρούνται -μεταξύ άλλων- τα εξής: Abbé Barruel, Mémoires pour servir à lhistoire du Jacobinisme (1799) στη Γαλλία και  John Robinson, Proofs of a conspiracy against all religions and governments of Europe carried on in the secret meetings of free masons, illuminati and reading societies, collected from good authorities (1798)  στη Μ. Βρετανία. Το 1843 δημοσιεύθηκε το έργο του Αntoine Pierre Joseph Marie Barnave, γνωστού επαναστάτη, μετέπειτα πολιτικού και θύμα της Τρομοκρατίας, υπό τον τίτλο: Introduction à la Révolution française. Σε αυτό επιχειρείται, ίσως για πρώτη φορά, ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων με βάση τις οικονομικές δομές. Ωστόσο, οι ιδέες αυτές σχεδόν αγνοήθηκαν μετά τη δημοσίευση του έργου του[13]. Πάντως, υπήρξαν αρκετοί ιστορικοί, οι οποίοι αντιτάχθηκαν σε αυτές τις αντιεπιστημονικές και απλοϊκές ερμηνείες και λόγω του γεγονότος ότι ανάγονται στην ιδέα της Θείας Πρόνοιας- εντάσσονται συμβατικά στην μεσαιωνική αντίληψη για την ιστορία.

Η Παλινόρθωση σηματοδοτεί μια νέα εποχή για την ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης, γιατί εμφανίζονται έργα στα οποία οι συγγραφείς εκφράζουν την ιδεολογική τους τοποθέτηση απέναντι στην Επανάσταση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το έργο της Mme de Staël, υπό τον τίτλο: Pensées sur la Révolution française (1818), στο οποίο η συγγραφέας φαίνεται ότι έχει επηρεασθεί από τον φιλελευθερισμό, γι’ αυτό και τάσσεται υπέρ της Γαλλικής Επανάστασης[14]. Λίγο πριν από τη γνωστή επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1848[15], δημοσιεύθηκαν τρία σημαντικά έργα για τη Γαλλική Επανάσταση: Histoire des Girondins του Alphonse de Lamartine, Histoire de la Révolution του Louis Blanc, καθώς και Histoire de la Révolution française του Jules Michelet. Αν και τα έργα αυτά εμπνέονταν από την αντίθεση στη Μοναρχία του Ιουλίου και διακρίνονταν για την επαναστατική τους πίστη και το ρομαντισμό τους, παρουσίαζαν πολλές διαφορές. Συνοπτικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο L. Blanc υπήρξε ο πρώτος, ο οποίος έδωσε τη σοσιαλιστική ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης -πριν από τον Karl Marx- και ότι ο Α. de Lamartine προσπάθησε στο έργο του να εκθειάσει τους Γιρονδίνους (Girondins). Αντίθετα, το έργο του Michelet κυριάρχησε για πολλές δεκαετίες στη γαλλική ιστοριογραφία. Προβάλλει ως βασική αιτία της Γαλλικής Επανάστασης το φιλελεύθερο πνεύμα του λαϊκού κινήματος.

Μια πρωτότυπη μελέτη για τη Γαλλική Επανάσταση αποτελεί το έργο του Alexis de Tocqueville υπό τον τίτλο: LAncien Régime et la Révolution (1856), το οποίο ανανέωσε  την ιστορική σκέψη και καθιέρωσε νέα πρότυπα. Στην πραγματεία του αυτή, ο Tocqueville υποστηρίζει ότι στην οργάνωση του κράτους η Επανάσταση όχι μόνο δεν αποτελεί τομή, αλλά αντίθετα εκφράζει μια συνέχεια· δηλαδή, συμπληρώνει και ενισχύει την τάση της κεντρικής μοναρχίας για συγκεντρωτική διοίκηση. Ακόμη, θεωρεί ότι η Γαλλική Επανάσταση πρέπει να συσχετισθεί, κυρίως, με την ευημερία κατά τον ΙΗ΄ αιώνα και όχι μόνο με τη δοκιμασία των λαϊκών τάξεων. Ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι θεσμοί, οι οποίοι αποδίδονται στη Γαλλική Επανάσταση, προϋπήρχαν στο Ancien Régime, κυρίως, με τη μορφή διοικητικών μέτρων.

Κατά την περίοδο από το τέλος του IΘ΄ έως τις αρχές του Κ΄ αιώνα, εκδόθηκαν αρκετά έργα για τη Γαλλική Επανάσταση. Η θεματική τους επικεντρώνεται, κυρίως, στον προσδιορισμό των εσωτερικών δυνάμεων, καθώς και στην κριτική προσέγγιση της δράσης των πρωταγωνιστών κατά την επαναστατική περίοδο (Γιρονδίνοι, Ιακωβίνοι, Danton, Robespierre κ. ά.)[16]. Ωστόσο, υπάρχουν και ιστορικοί, οι οποίοι εκφράζουν την αντίθεσή τους ως προς τη Γαλλική Επανάσταση και συνεχίζουν με το έργο τους μια παλαιότερη αντεπαναστατική ιστοριογραφική παράδοση. Κυριότερος εκπρόσωπος της συντηρητικής ερμηνείας της Γαλλικής Επανάστασης θεωρείται ο Augustin Cochin. Συγκεκριμένα, απέδωσε την εκδήλωσή της στις πολιτικές λέσχες, στις μασονικές στοές, καθώς και στις sociétés de pensée (κύκλους μελέτης και αλληλογραφίας). Ακόμη, στην επίσημη γαλλική ιστοριογραφία την εποχή της Γ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας συγκαταλέγονται τα έργα των Alphonse Aulard και Albert Mathiez: Histoire politique de la Révolution française (1901) και Révolution française (1922-27) αντίστοιχα. Εξαίρεση φαίνεται να αποτελεί ο Ηippolyte Τaine, γνωστός για τις φιλελεύθερες απόψεις του, ο οποίος στο έργο του Origines de la France contemporaine (1875-94) επικρίνει, όχι μόνο τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά και το προεπαναστατικό καθεστώς. Ο Τaine υπήρξε από τους πρώτους ιστορικούς, ο οποίος θεώρησε την Επανάσταση ως αποτέλεσμα της προοδευτικής απώλειας κύρους της κυβέρνησης υπό τον Louis XVI και της αμφισβήτησης του Παλαιού Καθεστώτος[17]. Παρά ταύτα, δεν ταύτισε ολόκληρο το έθνος με τους επαναστάτες.

Στις αρχές του Κ΄ αιώνα, δημοσιεύθηκε το έργο του Jean Jaurès υπό τον τίτλο: Histoire socialiste de la Révolution française (1901-1904), στο οποίο επιχειρείται μία σοσιαλιστική προσέγγιση της επανάστασης. Η Γαλλική Επανάσταση -κατά τον  Jaurès- αποτέλεσε το ιστορικό πρότυπο κατάληψης της πολιτικής εξουσίας από μια τάξη οικονομικά κυρίαρχη[18]. Στο έργο του αυτό, φωτίζει σημαντικές πτυχές της Επανάστασης. Συγκεκριμένα, προβαίνει σε αναλυτική περιγραφή της προεπαναστατικής κοινωνικής πραγματικότητας και καταδεικνύει μεταξύ άλλων: το μετασχηματισμό του συστήματος γαιοκτησίας, την εμφάνιση και ισχυροποίηση της αστικής τάξης, καθώς και την επιδίωξή της -μέσω της οικονομικής της επιβολής- για απόκτηση πολιτικής δύναμης. Εντούτοις, ο  Camille-Ernest Labrousse απέδειξε -μερικές δεκαετίες αργότερα- ότι η αιτία της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς και των μετέπειτα επαναστάσεων των ετών 1830 και 1848 ανάγεται, κυρίως, στην οικονομική κρίση. Στο έργο του, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για την εκπόνηση ανάλογων ποσοτικών μελετών, διερεύνησε, κυρίως, το πρόβλημα των κυκλικών και εποχιακών μεταβολών στους μισθούς και στις τιμές κατά τη διάρκεια τόσο του Παλαιού Καθεστώτος, όσο και της Επανάστασης[19]. Με σοσιαλιστική αντίληψη προσέγγισε τη Γαλλική Επανάσταση και ο Georges Lefebvre, ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο, τον οποίο διαδραμάτισε η αγροτική τάξη στις επαναστατικές διεργασίες[20]. Επίσης, ο συγγραφέας θεωρεί ως καθοριστικό παράγοντα για την εκδήλωση της Επανάστασης την πρόοδο σε πνευματικό και επιστημονικό επίπεδο, η οποία σημειώνεται το ΙΗ΄ αιώνα στην Ευρώπη[21]. Σημειώνεται ότι η διδακτορική διατριβή του Lefebvre υπό τον τίτλο: Les paysans du Nord pendant la Révolution française (1924), καθώς και το εν γένει ερευνητικό του έργο αποτελούν σημείο αναφοράς στη μελέτη του συγκεκριμένου επιστημονικού χώρου[22].

Μία ακόμη σοσιαλιστική-μαρξιστική ερμηνεία για τη Γαλλική Επανάσταση διατυπώθηκε από τους Μαρξ και Ένγκελς. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεώρηση, η Αστική Επανάσταση, όπως αποκαλείται, υπήρξε αποτέλεσμα της νίκης του αστικού καπιταλισμού επί του φεουδαρχικού απολυταρχισμού. Σημειώνεται ότι οι μαρξιστές ανάγουν την αιτία της Επανάστασης στην ταξική πάλη.

Ο Μαρξ, ήδη, στις πρώτες του μελέτες είχε θέσει το θέμα της αλλοτρίωσης του ανθρώπου ως συνέπεια της χειραφέτησης των ατόμων που προκάλεσε η Επανάσταση[23]. Αντιδιαστέλλει τις δύο αυτές έννοιες με σκοπό την ανάδειξη της προλεταριακής επανάστασης ως μόνης λύσης, προκειμένου να επιτευχθεί η πραγματική κοινωνία της ισότητας, και όχι της αστικής. Ως εκ τούτου, η ατομική ιδιοκτησία, η οποία υπήρξε και η βασική αιτία της Επανάστασης, δεν εξαλείφθηκε μετά την εκδήλωσή της. Θεωρεί ως απαρχή της συγκρουσιακής σχέσης των τάξεων τη διαμάχη Γιρονδίνων και Ιακωβίνων. Το καθεστώς υπηρετούσε τα συμφέροντα των προνομιούχων σε βάρος άλλων τάξεων και ως εκ τούτου ο επαναστατικός αγώνας κατέστη ο μόνος τρόπος πραγματοποίησης των κοινωνικών αλλαγών. Επίσης, αντιτίθεται στην ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία το κίνημα των ιδεών προετοίμασε το έδαφος για την επερχόμενη κοινωνική μεταβολή[24].  Πάντως, ο Μαρξ χαρακτηρίζει τη Γαλλική Επανάσταση ως ένα ιστορικό φαινόμενο με ευρωπαϊκή διάσταση[25].

Σε αντίθεση με τους Μαρξ και Ένγκελς, οι Σοβιετικοί ιστορικοί δίνουν έμφαση στο λαϊκό ακτιβισμό, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στην έκβαση των γεγονότων. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της θεωρίας αυτής θεωρούνται -μεταξύ άλλων- οι εξής: V. P. Volgin[26], Ia. M. Zakher, A. R. Ioannisian, V. S. Alekseev-Popov, καθώς και A. Z. Manfred[27]. Θεωρούν ως βασική αιτία της Επανάστασης το απολυταρχικό φεουδαρχικό σύστημα, το οποίο δεν συμβάδιζε με τις οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες του ΙΗ΄ αιώνα. Ο φεουδαρχισμός αποτελούσε εμπόδιο στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες ρύθμιζαν την κρατική οργάνωση. Συγκεκριμένα, ο Manfred υποστηρίζει ότι η Επανάσταση άρχισε ουσιαστικά με τις αγροτικές εξεγέρσεις στα τέλη του 1788, καθώς και τις αναταραχές του επόμενου έτους, οι οποίες προκλήθηκαν από τις εξαθλιωμένες λαϊκές μάζες των πόλεων. Στην πραγματικότητα, η αστική τάξη με τη συμμετοχή του λαού πέτυχε την αναμόρφωση της κοινωνίας σύμφωνα με τον καπιταλιστικό τρόπο που ταίριαζε στα συμφέροντά της[28].

Κατά τη μαρξιστική άποψη, η πτώση του Παλαιού Καθεστώτος κατέστη δυνατή, όταν οι κύριες δυνάμεις της αστικής τάξης και των αγροτών δυσαρεστήθηκαν από την αδιάλλακτη στάση της αριστοκρατίας, με αποτέλεσμα να προσχωρήσουν στο επαναστατικό στρατόπεδο. Όμως, σε καμία περίπτωση, η Οκτωβριανή και η Γαλλική Επανάσταση δεν σχετίζονται. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, η Οκτωβριανή Επανάσταση οδήγησε στην επικράτηση του σοσιαλισμού και της καθολικής ισότητας. Αντίθετα, η Γαλλική Επανάσταση κατέληξε σε αντικατάσταση μιας ομάδας εκμεταλλευτών από μία άλλη. Πάντως, γίνεται εμφανής η παραδοχή ότι μέσω της Επανάστασης η γαλλική κοινωνία μετέβη σε ένα ανώτερο στάδιο. Η αιματηρή δράση του λαού ήταν, λοιπόν, που άνοιξε το δρόμο[29].

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο αρκετών Αγγλοσαξόνων ερευνητών για τη Γαλλική Επανάσταση. Επίσης, Αμερικανοί μελετητές -κυρίως στα μέσα του Κ΄ αιώνα- συνέβαλαν στην ανανέωση της έρευνας και μελέτης της Γαλλικής Επανάστασης, με τη διατύπωση πρωτότυπων -μερικές φορές- θεωριών. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι R. R. Palmer και J. Godechot, θεώρησαν τη Γαλλική Επανάσταση, ως μέρος της Ατλαντικής Επανάστασης, η οποία εκδηλώθηκε κατά την περίοδο 1770-1799. Τη θέση τους αυτή παρουσίασαν στο Παγκόσμιο Συνέδριο Ιστορικών στη Ρώμη το 1955. Συγκεκριμένα, υποστήριξαν ότι το επαναστατικό ξέσπασμα στη Γαλλία ακολούθησε το ρεύμα των επαναστάσεων και των πολιτικών συγκρούσεων, οι οποίες  συνέβαιναν, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Αμερική[30]. Η επαναστατικές εξεγέρσεις ξεκίνησαν από τη Γένοβα, το 1760 και επεκτάθηκαν σε αμερικανικές αποικίες, την Ιρλανδία, τις Κάτω Χώρες, την Ουγγαρία και τη Γαλλία. Μετά το 1789, το επαναστατικό κίνημα επεκτάθηκε σε Πολωνία, Γερμανία, Ιταλία, Ελβετία και Ελλάδα. Οι δύο ιστορικοί τόνισαν ότι το αίτημα για ελευθερία και ισότητα υπήρξε κοινό στις επαναστάσεις των διαφόρων χωρών, οι οποίες κατέληξαν σε πόλεμο. Η θεωρία αυτή αμφισβητήθηκε έντονα και τονιζόταν για παράδειγμα, ότι η Αμερική δεν είχε διέλθει το φεουδαρχικό στάδιο όπως η Γαλλία. Κατά συνέπεια, η σύγκριση ήταν μάταιη. Ωστόσο, η προβληματική, για το εάν το επαναστατικό ρεύμα στα τέλη του ΙΗ΄ αιώνα συνιστά καθολικό φαινόμενο, χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση. Στα μέσα του Κ΄ αι. επανεξετάσθηκε και πάλι από Βρετανούς ιστορικούς το θέμα των αιτίων της Γαλλικής Επανάστασης και μάλιστα έγινε προσπάθεια αναθεώρησης των έως τότε ερμηνειών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα έργα του Αlfred Cobban, The myth of the French Revolution (1955) και The social interpretation of the French Revolution (1964) [31].

Είναι γεγονός ότι οι Γάλλοι ιστοριογράφοι των νεότερων χρόνων εξαίρουν ιδιαίτερα την πρώτη φάση της Γαλλικής Επανάστασης και καταδικάζουν την πολιτική εκτροπή του 1793. Έτσι, για λόγους ιδεολογικο-πολιτικούς διατυπώνονται συχνά ως επί το πλείστον μονομερείς ερμηνείες. Στο σημείο αυτό χρειάζεται να τονισθεί ότι η παρούσα ιστοριογραφική επισκόπηση επικεντρώνεται στα εξής έργα, τα οποία εμφανίσθηκαν -είτε σε πρωτότυπη μορφή είτε σε επανέκδοση- πριν ή μετά το 1989: α΄) A. Soboul, La Révolution française, 1984 και La civilisation et la Révolution française, 1982. β΄) F. Furet, La Révolution française, 1965, Penser la Révolution française, 1983 και La Révolution, 1770 – 1880, 1991. γ΄) Μ. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, 1988, το οποίο συνέγραψε με τον F. Furet. Τα συγκεκριμένα έργα επελέγησαν, γιατί απηχούν τις κυρίαρχες τάσεις στη σύγχρονη ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης, όπως αυτές διαμορφώθηκαν και αναδείχθηκαν με αφορμή την επέτειο των διακοσίων ετών από την εκδήλωσή της.

Με τον τρόπο αυτό, επιχειρείται μία αποτύπωση της διαμάχης για τη Γαλλική Επανάσταση, η οποία υφίσταται στη γαλλική ιστοριογραφία ακόμη και μετά από δύο αιώνες[32]. Υπενθυμίζεται ότι ο A. Soboul εκπροσωπεί τη σοσιαλιστική σχολή και θεωρεί την Επανάσταση ως αποτέλεσμα της διαπάλης της αστικής τάξης και της φεουδαρχικής αριστοκρατίας. Επισημαίνεται ότι ο F. Furet αντιτάχθηκε στους επετειακούς εορτασμούς με αφορμή τη συμπλήρωση των διακοσίων ετών από τη Γαλλική Επανάσταση υποστηρίζοντας ότι η Επανάσταση τελείωσε! Ως εκ τούτου, τοποθετεί την Επανάσταση σε ένα απομακρυσμένο παρελθόν και θεωρεί ότι δεν προσφέρει περαιτέρω κοινωνική εξέλιξη ή αλλαγή. Τέλος, η Μ. Οzouf φαίνεται ότι επικεντρώνει την κριτική της στο γεγονός ότι η αιτία για την εκδήλωση της Γαλλικής Επανάστασης παραμένει μυστήριο, γιατί ακόμη και αν δεχθούμε τη σοσιαλιστική εκδοχή για την πάλη των τάξεων οδηγούμαστε σε λογικά αδιέξοδα.

Πάντως, η επέτειος των διακοσίων ετών από τη Γαλλική Επανάσταση τιμήθηκε με οργάνωση επιστημονικών συνεδρίων[33], θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικά έργα, καθώς και μεγάλη εκδοτική παραγωγή, όπως έχει αναφερθεί. Ωστόσο, οι εκδηλώσεις αυτές δεν άμβλυναν, αλλά ενίσχυσαν τις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους ιστορικούς, οι οποίοι -μεταξύ άλλων- επέμειναν στη σύγχρονη κριτική θεώρηση της Γαλλικής Επανάστασης.



1.    Albert Soboul: Η σοσιαλιστική ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης



Η σοσιαλιστική ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστοριογραφία του Κ΄ αιώνα. Προέβαλε,  κατά μίαν έννοια, τη μοναδικότητα της Γαλλικής Επανάστασης, όχι μόνο στη γαλλική, αλλά και στην παγκόσμια Ιστορία. Κύριος εκπρόσωπος της σοσιαλιστικής ιστοριογραφικής παράδοσης είναι ο Albert Soboul. Μάλιστα, με αφορμή την επέτειο των διακοσίων ετών από τη Γαλλική Επανάσταση, επανεκδόθηκε -μεταξύ άλλων- το κλασσικό του έργο La Révolution française (1984). Σημειώνεται ότι ο Α. Soboul, ήδη από τον Μάιο του 1982, είχε αποδεχθεί με ενθουσιασμό την πρόταση των Éditions sociales, για την επανέκδοση του Précis dhistoire de la Révolution française. Το ίδιο έτος, δημοσιεύθηκε το έργο του υπό τον τίτλο La civilisation et la Révolution française[34]. Επίσης, ο συγγραφέας ετοίμαζε σειρά δημοσιεύσεων και εκδόσεων, γιατί πίστευε ότι το αναγνωστικό κοινό έπρεπε -κατά κάποιο τρόπο- να προετοιμασθεί για τη 200ετηρίδα[35].

Το έργο του J. Jaurès επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη του A. Soboul, ο οποίος θεώρησε την ταξική πάλη ως βασική αιτία της Επανάστασης[36]. Συγκεκριμένα, υποστήριζε ότι η αδιαλλαξία των προνομιούχων τάξεων, καθώς και η συμμαχία της αστικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα εναντίον της αριστοκρατίας οδήγησαν στην πτώση το Παλαιό Καθεστώς. Έτσι, αρκετές φεουδαρχικές ιδιοκτησίες δόθηκαν στους αγρότες, τα συντεχνιακά μονοπώλια καταργήθηκαν και η Γαλλία εντάχθηκε στη μεγάλη αγορά. Όμως, τα φεουδαρχικά τέλη και ο κυβερνητικός μερκαντιλισμός εμπόδιζαν την περαιτέρω αγροτική και βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας. Επομένως, η Επανάσταση εξυπηρετούσε δύο κύριους στόχους: την κατάργηση του φεουδαρχισμού και τη χειραφέτηση των αγροτών - εργατών[37]. Σύμφωνα με τον Soboul, το γαλλικό έθνος διαιρείτο -κατά βάση- σε δύο κοινωνικές ομάδες (προνομιούχοι και μη προνομιούχοι), ανταγωνιστικές μεταξύ τους, οι οποίες δεν άφηναν περιθώρια συνεννόησης. Η αστική τάξη, μόλις συνειδητοποίησε τη δύναμή της, διεκδίκησε ελευθερία σε ατομικό, πολιτικό, καθώς και οικονομικό επίπεδο. Οι εξελίξεις αυτές ήρθαν σε αντίθεση με την κοινωνική κατάσταση της εποχής και τα συμφέροντα της αριστοκρατίας, η οποία διατηρούσε τα προνόμιά της. Επομένως, οι αστοί ακολούθησαν μια σταθερή ανοδική πορεία, ενώ οι αριστοκράτες οδηγήθηκαν σταδιακά στην παρακμή[38].

Στη γαλλική κοινωνία επικρατούσε μια αντινομία, σύμφωνα με την οποία, ενώ η αστική τάξη ήλεγχε σε μεγάλο βαθμό την παραγωγή, δεν διέθετε εξουσία. Πρέπει να σημειωθεί ότι και στην υπόλοιπη Ευρώπη η αριστοκρατία κυριαρχούσε στη διάρθρωση της κοινωνίας και η γη αποτελούσε σχεδόν τη μοναδική μορφή πλούτου. Όμως, στη Γαλλία οι ιδιοκτήτες γης είχαν σφετερισθεί τα δικαιώματα των καλλιεργητών. Παρά το γεγονός ότι το κράτος ήρε τις περισσότερες -βασιλικής προέλευσης- κυριαρχικές εξουσίες των ευγενών, αυτοί εξακολουθούσαν να έχουν ευρύτατες δικαιοδοσίες επί του μεγαλυτέρου μέρους των αγροτών. Έτσι, σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός συμπεριλαμβανόταν σε μια ιεραρχική τάξη μετά την αριστοκρατία και τον κλήρο (την Τρίτη Τάξη), της οποίας η κατωτερότητα διαιωνιζόταν, εξαιτίας των προνομίων της αριστοκρατίας. Είναι γνωστό ότι η διάρθρωση αυτή υπονομεύθηκε, κυρίως, στη Γαλλία από την επιστημονική εξέλιξη, η οποία ενίσχυε τις δυνατότητες των αστών, χειραφετούσε τις λαϊκές τάξεις και αναδείκνυε τον κυρίαρχο ρόλο της παραγωγής και της επιχειρηματικότητας. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η ταξική αυτή σύγκρουση των συμφερόντων οδήγησε στην Επανάσταση.

Στη συνέχεια, ο Soboul αποτύπωσε την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, η κρίση του Παλαιού Καθεστώτος, η οποία οφειλόταν, κυρίως, στην αποσύνθεση του μέχρι τότε κυρίαρχου φεουδαρχισμού, οδήγησε στην επαναστατική λύση. Πριν από την Επανάσταση, στη Γαλλία επικρατούσε το πολιτικό καθεστώς της ελέω Θεού απόλυτης μοναρχίας. Ανώτατος άρχοντας ήταν ο βασιλιάς, το αξίωμα του οποίου ήταν, όχι μόνο θεόσδοτο, αλλά και κληρονομικό. Είχε ευρύτατες δικαιοδοσίες και όλες οι εξουσίες (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική) βρίσκονταν υπό τον απόλυτο έλεγχό του[39]. Επίσης, στη χώρα ίσχυαν οι κοινωνικο-οικονομικές δομές του φεουδαρχισμού. Η γαλλική φεουδαλική κοινωνία χωριζόταν σε τρεις κλειστές τάξεις-καταστάσεις[40], οι οποίες υπάγονταν σε διαφορετικό δικαστικό καθεστώς. Στα μέσα του ΙΗ΄ αιώνα, η Τρίτη Τάξη γνώριζε την οικονομική εξαθλίωση και την εκμετάλλευση. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την από μέρους της δυναμική διεκδίκηση των δικαιωμάτων της και την επακόλουθη επιτυχία της Επανάστασης. Ακόμη, την πορεία των κοινωνικών επαναστατικών διεργασιών -κατά τον Soboul- καθόρισε και το αγροτικό ζήτημα. Υπενθυμίζεται ότι ο αγροτικός πληθυσμός της Γαλλίας, ο οποίος διακρινόταν  σε ελεύθερους γεωργούς και δουλοπάροικους, ανερχόταν σε αρκετά εκατομμύρια. Η επιτυχής, λοιπόν, έκβαση της Επανάστασης και η άνοδος στην εξουσία της αστικής τάξης οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό και στη μαζική συμμετοχή των αγροτών[41].

Μετά την ανάλυση των τάξεων και των επιμέρους κοινωνικών ομάδων, ο συγγραφέας διερεύνησε γενικότερα τους συσχετισμούς, όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί λίγο πριν από την Επανάσταση. Οι αστοί είχαν γίνει ισχυροί, αλλά το καθεστώς δεν ήταν αστικό. Από την πλευρά της, η ανώτατη αστική τάξη – σύμφωνα με τον Soboul- θεωρούσε τη Σύγκληση των Γενικών Τάξεων ως ευκαιρία ανάληψης της εξουσίας. Για το λόγο αυτό, προωθούσε μέτρα, τα οποία εξυπηρετούσαν, κυρίως, τα συμφέροντά τους (π. χ. τη θέσπιση Συντάγματος) και διακήρυττε την ισότητα και την ελευθερία σε όλους τους τομείς, καθώς και την κατάργηση των ταξικών διακρίσεων. Επιπλέον, η ραγδαία οικονομική ανέλιξη της αστικής τάξης, καθώς και η αύξηση του πληθυσμού συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός επαναστατικού κλίματος στην γαλλική κοινωνία. Η Σύγκληση των Γενικών Τάξεων (Μάιος 1789) ενσάρκωσε τις ελπίδες της Τρίτης Τάξης για νέες διεκδικήσεις και φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος[42]. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να προβλεφθεί η τελική διάσταση των επαναστατικών γεγονότων.

Μετά από ένα μήνα, και αφού οι συζητήσεις είχαν οδηγηθεί σε  αδιέξοδο, η Τρίτη Τάξη προέβη σε μια επαναστατική κίνηση· στις 17 Ιουλίου 1789 ανακηρύχθηκε σε Εθνοσυνέλευση με το επιχείρημα ότι αντιπροσώπευε το 97% του έθνους[43]. Ο βασιλιάς -υπό την πίεση και της Αυλής- εναντιώθηκε στην τακτική αυτή της Τρίτης Τάξης. Έτσι, οι βουλευτές απομονώθηκαν στην αίθουσα του Σφαιριστηρίου. Η συνεδρίαση της 23ης Ιουνίου 1789 κατέληξε εκ νέου σε αποτυχία για την αριστοκρατία και τον βασιλιά, ο οποίος και ακύρωσε τις αποφάσεις της συνέλευσης αυτής και διέταξε για μια ακόμη φορά οι τρεις τάξεις να συνεδριάσουν χωριστά. Όμως, η Τρίτη Τάξη παρέμεινε αμετακίνητη στις θέσεις της. Σημειώνεται ότι οι εκπρόσωποι της Τρίτης Τάξης ήρθαν σε ανοιχτή ρήξη με το βασιλιά, ο οποίος προς στιγμή σκέφθηκε να ζητήσει ακόμη και τη συνδρομή του στρατού για την επιβολή της τάξης. Ωστόσο, παρά τη δοθείσα διαταγή για διάλυση των βουλευτών, πολλοί από τους ευγενείς, οι οποίοι συμμάχησαν με την Τρίτη Τάξη αντιστάθηκαν, με αποτέλεσμα την τελική της επικράτηση[44].

Ο Soboul υποστηρίζει ότι υπήρχε μια λανθάνουσα σύγκρουση μεταξύ παλαιάς και νέας κατάστασης, η οποία δεν μπόρεσε να διευθετηθεί, εξαιτίας της αδιαλλαξίας της καθεστηκυίας τάξης. Η ερήμωση της υπαίθρου προκάλεσε ταραχές αρχικά στις απομακρυσμένες επαρχίες της Γαλλίας, οι οποίες δεν μπορούσαν να ελεγχθούν από τον κρατικό μηχανισμό, με αποτέλεσμα το επαναστατικό κίνημα να εξαπλωθεί και να κυριαρχήσει τελικώς στην πρωτεύουσα. Η υπεροχή της αστικής τάξης δεν είχε διαφανεί παρά μόνο κατά την τελική σύγκρουση των δύο δυνάμεων το 1789. Ακόμη, η αλματώδης τεχνολογική ανάπτυξη, το καπιταλιστικό επιχειρηματικό πνεύμα, καθώς και οι συχνοί πόλεμοι έφθειραν το Ancien Régime. Η Γαλλία βρέθηκε να έχει ένα υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο την οδηγούσε σταδιακά στην οικονομική κατάρρευση. Για το λόγο αυτό, ο βασιλιάς Louis XVI ασκούσε σοβαρές πιέσεις στους οικονομικούς του συμβούλους, με κύριο στόχο την περικοπή των δημοσίων δαπανών και την αύξηση των εσόδων από τη φορολογία[45]. Επίσης, η γαλλική οικονομία δεν είχε καταφέρει να εξέλθει από την τελευταία κρίση του 1770. Έτσι, από τη διετία 1776-1777 ξεκινά μια περίοδος οικονομικής ύφεσης, η οποία επιδεινώνεται κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Αμερική και συνεχίζεται σε ευρεία κλίμακα μετά τον τερματισμό του. Το σημαντικότερο στοιχείο από τις οικονομικές εκθέσεις της εποχής είναι η συνεχής μείωση των μισθών και παράλληλη αύξηση του κόστους ζωής. Τις συνέπειες της κρίσης αυτής υπέστησαν, κυρίως, οι αγρότες και οι εργάτες, των οποίων το εισόδημα είχε εκμηδενισθεί από το 1777 και εντεύθεν[46].

O Soboul δέχεται ως αιτία εκδήλωσης της Επανάστασης και την πρόθεση της αριστοκρατίας να αναλάβει την εξουσία. Ωστόσο, τονίζει ότι η αριστοκρατία δεν εκτίμησε τη σοβαρότητα της οικονομικής κρίσης, καθώς και τη δυναμική της Τρίτης Τάξης. Άλλωστε, η Γαλλική Επανάσταση δεν οφείλεται στη δράση συγκεκριμένου πολιτικού σχηματισμού ή κινήματος, ενώ δεν φαίνεται ότι προϋπήρχε κάποιο πολιτικό σχέδιο εφαρμογής. Ακόμη, η άνοδος των τιμών σε βασικά προϊόντα και το υψηλό κόστος ζωής οδήγησαν την πλειονότητα των αγροτών και των εργατών σε αδιέξοδο. Επρόκειτο, δηλαδή, για ένα συνδυασμό μικρο-εξεγέρσεων και μαζικού επαναστατισμού, ο οποίος επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα. Συνεπώς, το κύριο αίτιο για αυτήν την καθολικής μορφής Επανάσταση ήταν το γεγονός ότι ενώ οι αστοί είχαν σχεδόν επικρατήσει σε οικονομικό επίπεδο, το καθεστώς δεν τους αναγνώριζε ισότιμους με τους ευγενείς. Διατηρούντο, δηλαδή, οι κοινωνικές καταστάσεις, οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στις νέες τεχνολογικο-οικονομικές συνθήκες[47]. Από την ανάλυση των ανωτέρω γεγονότων προκύπτει ότι οι προνομιούχοι μάταια προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ισχύ τους αφενός, και ότι η κυβέρνηση δεν είχε αντιληφθεί τη δυναμική του λαϊκού αγώνα αφετέρου. Τέλος, δεν έγινε καμία προσπάθεια ριζικών μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα το Παλαιό Καθεστώς να ξεπερασθεί ιστορικά με την επιτυχή έκβαση της Γαλλικής Επανάστασης.



2.    François Furet: Ο αναθεωρητής της σοσιαλιστικής ερμηνείας



Είναι γνωστό ότι ο F. Furet προσπάθησε να αναθεωρήσει τη σοσιαλιστική ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης μέσα από τα έργα του La Révolution française (1965), Penser la Révolution française (1983), Dictionnaire critique de la Révolution française (1988), καθώς και La Révolution, 1770 – 1880 (1991). Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μετέβαλε ορισμένα από τα δεδομένα στην ιστοριογραφία του 20ού αιώνα σχετικά με το θέμα αυτό[48]. Ο Furet θεωρεί τη Γαλλική Επανάσταση ως ιδεολογική σύγκλιση καλλιεργημένων ατόμων και των τριών τάξεων (κληρικών, ευγενών, μελών της Τρίτης Τάξης). Οι κοινές φιλοσοφικές, φιλολογικές, και καλλιτεχνικές τους δραστηριότητες συνέβαλαν στη διάδοση της φιλελεύθερης ιδεολογίας, καθώς και του αιτήματος για μεταρρυθμίσεις. Υποστηρίζει ότι η κοινωνία των διανοουμένων αποτέλεσε και την κινητήριο δύναμη των επαναστατικών διεργασιών. Επομένως, η διαταξική σύνθεση της ομάδας αυτής αναιρεί την αντίληψη για ταξική προέλευση της Γαλλικής Επανάστασης.

Η Επανάσταση του 1789 -κατά τον Furet- αποτελεί τη συμπτωματική συνάντηση τριών αυτοτελών επαναστάσεων: της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης, των αγροτών, καθώς και των λαϊκών μαζών του Παρισιού. Επίσης, θεωρεί ότι η αρχική Επανάσταση του 1789, η οποία είχε σε όλες τις συνιστώσες της μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα, υπέστη το 1792 μίαν ανατροπή (dérapage). Συνεπώς, η επανάσταση των ετών 1792-94, η οποία χαρακτηριζόταν από άκρατο ριζοσπαστισμό, δεν βρισκόταν σε εσωτερική λογική συνάρτηση με την Επανάσταση του 1789. Ακόμη, η Γαλλική Επανάσταση σηματοδοτεί -μεταξύ άλλων- τη δημιουργία μίας κοινωνίας βασισμένης στην ισότητα[49]. Αναφέρει ότι η Γαλλική Επανάσταση βάπτισε την καταργηθείσα κατάσταση Παλαιό Καθεστώς (Ancien Régime), προκειμένου να δηλώσει την οριστική ρήξη με το παρελθόν[50]. Διατυπώνει τα εξής ερωτήματα: Με αυτόν τον όρο τί ήθελαν να δηλώσουν οι άνθρωποι του 1789; Ποιό παρελθόν ήθελαν να ξεχάσουν; Σε ποιό καθεστώς ήθελαν να θέσουν τέλος; Πότε και από ποιόν εγκαθιδρύθηκε αυτό; Τα ερωτήματα αυτά εξακολουθούν να απασχολούν τη σύγχρονη ιστοριογραφία.

Ο Furet επισημαίνει ότι οι ιστορικές σπουδές στη Γαλλία υφίστανται ένα ακαδημαϊκό διαχωρισμό. Συγκεκριμένα, υπάρχει η Νεότερη Ιστορία, η οποία τελειώνει το 1789 (με το Ancien Régime). Αντιθέτως, η Επανάσταση και η Αυτοκρατορία αποτελούν ένα χωριστό και αυτόνομο τομέα σπουδών, ο οποίος διαθέτει τις πανεπιστημιακές του έδρες, τις επιστημονικές του εταιρείες, καθώς και τα περιοδικά του[51]. Έτσι, η ιστορική περίοδος μεταξύ της πτώσης της Βαστίλλης και της μάχης του Βατερλώ ενδύθηκε με μία ιδιαίτερη αξιοπρέπεια: τέλος της νέας εποχής, αναγκαία εισαγωγή στη σύγχρονη περίοδο, η οποία αρχίζει το 1815. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, η ιστορία της Γαλλίας ή θα γυρίσει στο παρελθόν της ή θα βυθιστεί στο μέλλον της[52]. Μένοντας πιστοί στη συνείδηση των δραστών της Επανάστασης, οι πανεπιστημιακοί θεσμοί περιέβαλαν την επαναστατική αυτή περίοδο και τους ιστορικούς της με τα μυστικά της εθνικής μας ιστορίας, υποστηρίζει ο Furet. Έτσι, για τους ίδιους λόγους που το Ancien Régime έχει ένα τέλος, η Επανάσταση έχει μια διάρκεια, αλλά όχι ένα τέλος. Η πρώτη περίπτωση σηματοδοτεί ένα χρονολογικό ορισμό αρνητικό και νεκρό, ενώ η δεύτερη μια αέναη και ανεκπλήρωτη υπόσχεση. Ωστόσο, μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, το 1789 σχεδόν εξαφανίσθηκε από τη γαλλική πολιτική. Τονίζει ότι η Επανάσταση συνιστά μια αόριστη υπόσχεση ισότητας και ένα προνομιούχο τύπο αλλαγής.

Ακόμη, επισημαίνει ότι τον ΙΘ΄ αιώνα δινόταν έμφαση στη δημοκρατία. Αντιθέτως, στον Κ΄   αιώνα το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην Επανάσταση. Στην πραγματικότητα, οι σοσιαλιστές στα τέλη του ΙΘ΄ αιώνα θεώρησαν την επαναστατική τους δράση μοναδική και διακριτή από αυτή των δημοκρατικών. Έγινε πράγματι η Επανάσταση εθνική περιουσία, όπως η δημοκρατία; Η απάντηση του Furet είναι -όπως και για τη δημοκρατία- και ναι και όχι. Ναι, γιατί -κατά μίαν έννοια- με την ίδρυση της Δημοκρατίας, η Επανάσταση επιτέλους τελείωσε! Έγινε ένας θεσμός εθνικός με τη νομική συγκατάθεση του λαού[53]. Όμως, αυτή η φαινομενικά δημοκρατική λαϊκή συναίνεση εξασφαλίσθηκε κατά λάθος από τις κυρίαρχες τάξεις, ύστερα, δηλαδή, από ανεπιτυχή προσπάθεια συμφωνίας τους με το βασιλιά. Η Γαλλική Επανάσταση, λοιπόν, η οποία έγινε αποδεκτή ως τελειωμένη ιστορία, ως μια κληρονομιά και ως ένας εθνικός θεσμός έρχεται σε αντίθεση με την επικρατήσασα εικόνα της αλλαγής. Είναι ξεκάθαρο ότι η Γαλλική Επανάσταση, η οποία τελείωσε με την επιβολή της Δημοκρατίας, εντυπώθηκε περισσότερο από τη δημοκρατία στη μνήμη και τη συνείδηση των ανθρώπων. Δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο ιστορικό γεγονός. Γι’ αυτό και στο τέλος του ΙΘ΄ αιώνα, όταν η ιστοριογραφική διαμάχη μεταξύ μοναρχικών και δημοκρατικών επικεντρώθηκε στις επαναστατικές διεργασίες του 1789, η σοσιαλιστική σκέψη κυριεύθηκε από αυτόν τον ευαγγελισμό. Ωστόσο, η επιστημονική αυτή συζήτηση για τη Γαλλική Επανάσταση καλύφθηκε από τον εορτασμό για την αρχή της. Τον Κ΄ αιώνα, οι ιστορικοί της περιόδου αυτής θυμούνται περισσότερο από ποτέ τη Γαλλική Επανάσταση, επισημαίνει ο Furet.

Οι συγγραφείς Τoqueville, Michelet και Lefebvre αποτελούν μοναδικές περιπτώσεις της ιστοριογραφίας της Επανάστασης[54]. Κάθε ερμηνεία για τη Γαλλική Επανάσταση προϋποθέτει ένα χρονολογικό διαχωρισμό. Ο ιστορικός, ο οποίος θεωρεί την Επανάσταση ως συνεχόμενη διαδικασία, θα διαμορφώσει -όπως είναι φυσικό- ένα πεδίο ανάλυσης αχανές. Αντίθετα, εκείνος που ερευνά και επιδιώκει να κατανοήσει την Επανάσταση ως ενιαίο γεγονός ή ως σειρά γεγονότων θα θέσει ένα συγκεκριμένο αναλυτικό πλαίσιο. Σύμφωνα με τον Furet, αυτό που υπόπτως χαρακτηρίζει την ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης τον Κ΄ αιώνα είναι το εξής: Γράφουμε πάντα την ιστορία μιας και ίδιας περιόδου, σαν να επρόκειτο η ίδια η ιστορία να μιλήσει από μόνη της, όποιες και αν είναι οι υποτιθέμενες προθέσεις του ιστορικού. Ο Furet φαίνεται να μην αποδέχεται την έννοια του μοιραίου της Γαλλικής Επανάστασης. Πιστεύει ότι πρόκειται για μια ακραία αντίδραση της Τρίτης Τάξης εναντίον της αριστοκρατίας. Στην πραγματικότητα, οι εκπρόσωποι της Τρίτης Τάξης δεν ήθελαν ν’ ανοικοδομήσουν το παρελθόν, γιατί αντιλαμβάνονταν ότι οι δυνάμεις της προόδου δεν είχαν παρά ένα και μόνο δρόμο, την Επανάσταση. Έτσι, το 1789, η Επανάσταση ξέσπασε εξαιτίας διαφόρων γεγονότων, τα οποία οφείλονταν σε μια πολύπλοκη πολιτικο-οικονομική κρίση, ήδη εκδηλωθείσα εδώ και μια διετία. Και είναι αυτή η συνεχής αύξηση των ετερογενών παραγόντων, η οποία πυροδότησε, την άνοιξη του 1789, τη διαμάχη ανάμεσα στους πατριώτες και τους αριστοκράτες.

Οι Γάλλοι, στο τέλος του ΙΗ΄ αιώνα, εμφανίζουν τη δημοκρατική πολιτική ως εθνική ιδεολογία και όχι την πολιτική ως ένα λαϊκό στρατόπεδο, αποστασιοποιημένο από την κριτική σκέψη. Το μυστικό, το μήνυμα, η ακτινοβολία του 1789 βρίσκεται σε αυτό το τέχνασμα, το οποίο δεν έχει, ούτε προηγούμενο, ούτε τέλος. Ο όρος politique démocratique δεν αντικατοπτρίζει ένα σύστημα κανόνων ή διαδικασιών προορισμένων να οργανώσουν τη λειτουργία των δημόσιων – κοινών εξουσιών. Εκφράζει ένα θεωρητικό σύστημα πεποιθήσεων, γεννημένο από την Επανάσταση. Σύμφωνα με αυτό, ο λαός, για να αποκαταστήσει την ελευθερία και την ισότητα -που είναι και ο σκοπός μιας συλλογικής δράσης- οφείλει να κάμψει την αντίσταση των εχθρών του. Ο Furet διαφωνεί με την τροπή που πήραν τα πράγματα το 1793. Το 1789 εγκαινιάζει μια περίοδο σημαντικής παραγωγής στην Ιστορία. Για μια ακόμη φορά αποκαλύφθηκε το θέατρο του Παλαιού Καθεστώτος, το οποίο πλέον δεν καλύπτεται από σκιές. Από την άνοιξη του 1789 είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η εξουσία δεν βρίσκεται πλέον στα συμβούλια και στα γραφεία του βασιλιά της Γαλλίας, όπως ίσχυε εδώ και αιώνες, τόσο με τις αποφάσεις, όσο και με τους νόμους. Η εξουσία έχει πλέον χαθεί από κάθε θεσμό. Κανείς όμως, ούτε και οι άνθρωποι του 1789, σίγουροι για την κοινωνία και τον τύπο του πολιτικού καθεστώτος που ήθελαν να εγκαθιδρύσουν, δεν μπορούσαν να προβλέψουν τί θα συνέβαινε[55].

Οι κυρίαρχες ομάδες του 1789 προσπαθούν να σταματήσουν την Επανάσταση, προς ίδιον όφελος η καθεμία. Η Επανάσταση χαρακτηρίζεται από μια κατάσταση, κατά την οποία η εξουσία εμφανίζεται σε όλους κενή, αλλά ελεύθερη (πνευματικά και πρακτικά). Στην παλαιότερη κοινωνία, γινόταν το αντίθετο: η εξουσία είχε καταληφθεί από το βασιλιά και ποτέ δεν υπήρξε ελεύθερη. Το χρονικό διάστημα 1789-1794 δεν χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση μεταξύ της Επανάστασης και της Αντεπανάστασης[56]. Κυριαρχεί, δηλαδή, η διαμάχη ανάμεσα στους αντιπροσώπους των διαδοχικών Συνελεύσεων και στα ενεργά μέλη των ομάδων που εξέφραζαν τη θέληση του λαού. Η ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης τείνει να υποβαθμίζει αυτού του είδους το διαχωρισμό και να προβάλλει την κοινωνική αντίθεση. Η 9η Thermidor του 1794 σηματοδοτεί όχι μόνο το τέλος της Επανάστασης, αλλά και το τέλος της πιο ξεκάθαρης έκφρασής της.

Όμως, η Επανάσταση τελείωσε, υποστηρίζει ο Furet, διότι η Γαλλία ξαναβρίσκει την ιστορία της ή περισσότερο επανασυνδέει τις δύο ιστορίες της. Η πρωτοτυπία της σύγχρονης Γαλλίας δεν είναι ότι πέρασε από την απόλυτη μοναρχία σε ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα ή από ένα κόσμο αριστοκρατικό σε μια κοινωνία αστική: Η Ευρώπη διέτρεξε το ίδιο μονοπάτι χωρίς Επανάσταση και χωρίς Ιακωβίνους -ακόμα και αν τα γεγονότα στη Γαλλία μπόρεσαν να επιταχύνουν την εξέλιξη και να κατασκευάσουν μιμητές. Έτσι, η Γαλλική Επανάσταση δεν είναι μία μετάβαση, αλλά μία απαρχή. Άλλωστε, αυτό είναι που την κάνει μοναδική και προκαλεί το ιστορικό ενδιαφέρον διεθνώς. Και είναι αυτή η μοναδικότητα που έγινε παγκόσμια: Η πρώτη εμπειρία, δηλαδή, της δημοκρατίας[57]. Ο F. Furet πιστεύει ότι στο βαθμό που οι δημοκρατικές αρχές έχουν επικρατήσει γενικά στον κόσμο, η Γαλλική Επανάσταση δεν πρέπει να γίνεται πλέον αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης. Σημειώνεται ότι οι μελέτες του έχουν καταστεί σημείο αναφοράς και βάση κάθε βιβλιογραφικής έρευνας.



3.                   Mona Ozouf: Η κριτική θεώρηση της Γαλλικής Επανάστασης



H ιστορικός Mona Ozouf ανήκει στον κύκλο των επιστημόνων, οι οποίοι άσκησαν δριμεία κριτική στις ερμηνείες της Γαλλικής Επανάστασης με αφορμή την επέτειο των διακοσίων ετών από την εκδήλωσή της. Συνέγραψε με τον F. Furet, καθώς και με τη βοήθεια ομάδας συνεργατών, το Dictionnaire critique de la Révolution française (1988). Το έργο αυτό, το οποίο αποτελεί, φυσικά, πολύτιμη συμβολή στην ιστοριογραφία του Κ΄ αιώνα για τη Γαλλική Επανάσταση, έχει ως κύριο στόχο να ενημερώσει τον αναγνώστη σχετικά με την πορεία της σύγχρονης έρευνας στο συγκεκριμένο τομέα. Η συγγραφέας προτιμά να ενισχύσει τον προβληματισμό σχετικά με το θέμα της Γαλλικής Επανάστασης, παρά να επιδοθεί σε μια καταγραφή γεγονότων και δεδομένων, που είναι και η συνήθης επιδίωξη των μελετών αυτού του είδους. Στο έργο αυτό, η M. Ozouf επαναθέτει το ζήτημα της υποχρέωσης του ιστορικού, για αντικειμενική θεώρηση της εθνικής ιστορίας, καθώς και ερμηνεία των ιστορικών δεδομένων. Έτσι, με μια συγκριτική παρουσίαση των δεδομένων της έρευνας επιχειρεί να επαληθεύσει την αρχική της θέση, περί αντικειμενικότητας, δηλαδή, του ιστορικού.

Η μελέτη αυτή δεν είναι ούτε εγκυκλοπαίδεια, ούτε λεξικό με την κυριολεκτική σημασία της λέξης[58]. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ενταχθεί η Γαλλική Επανάσταση -ένα γεγονός τόσο πολύπλοκο- σε περίπου 900 σελίδες ενός Λεξικού; Σκοπός του είναι η παρουσίαση της προόδου των επιστημονικών εργασιών και ο επαναπροσδιορισμός των ερωτημάτων σχετικά με τη Γαλλική Επανάσταση, μέσα από ένα κατάλογο με λέξεις – κλειδιά. Επίσης, επιχειρεί να αποκαλύψει τις ρίζες του θεμελιώδους αυτού γεγονότος. Η εργασία χωρίζεται στα ακόλουθα πέντε εκτενή μέρη: γεγονότα, δράστες / πρωταγωνιστές, δημιουργίες, ιδέες, καθώς και ιστορικοί. Σημειώνεται ότι η M. Ozouf διατυπώνει παρόμοιες απόψεις με τον F. Furet, όμως δεν φθάνει μέχρι του σημείου να δηλώσει ότι η Επανάσταση έχει τελειώσει. Αμφισβητεί, όμως, σε μεγάλο βαθμό τις αρχές και τους θεσμούς που προβλήθηκαν με τη Γαλλική Επανάσταση. Κατ’ αρχάς, υποστηρίζει ότι η κατάτμηση της Γαλλίας σε νομούς από την εποχή της Επανάστασης πρέπει να τροποποιηθεί, αφού ακόμη και οι μαθητές δεν τους διδάσκονται πλέον στα σχολεία. Συμφωνεί με την άποψη του Burke, ο οποίος πρώτος αντιτάχθηκε σε αυτόν το διαχωρισμό, σχολιάζοντας: Είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε ανθρώπους να διαμελίζουν την πατρίδα τους με τρόπο τόσο βάρβαρο! Θεωρεί ότι τα départements εξυπηρετούσαν, εκτός από τη γεωγραφική, και την πολιτική τοπογραφία της Γαλλίας, αναλόγως με την τοποθέτησής τους, υπέρ ή κατά της Επανάστασης.

Στη συνέχεια, η M. Ozouf επικεντρώνει την κριτική της στο τρίπτυχο έμβλημα της Γαλλικής Επανάστασης ελευθερία – ισότητα – αδελφοσύνη. Δέχεται τη γενικότερη άποψη, σύμφωνα με την οποία καθεμία από τις προαναφερθείσες αρχές μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με τις υπόλοιπες. Και τονίζει ότι η άποψη αυτή δεν διατυπώθηκε ούτε από τον Tocqueville, ούτε από τον Quinet ή τον Taine, αλλά από τον επαναστάτη PierreLouis Roederer στο έργο του υπό τον τίτλο LEsprit de la Révolution (1831). Η συγγραφέας φαίνεται ότι συμφωνεί με τον Roederer, ο οποίος θεωρεί ότι η ισότητα είναι μια πολύπλοκη ιδέα, στην οποία ενυπάρχουν η αντικειμενική εκτίμηση και ο υποκειμενικός υπολογισμός. Σε αντίθεση με τη αδελφοσύνη και την ελευθερία, οι οποίες μπορούν να ορισθούν, η ισότητα -σημειώνει η Ozouf- θέτει τον εξής προβληματισμό: Ίσος ως προς ποιόν, ως προς τί και με τί; Μια τυπική – επίσημη ισότητα, λοιπόν, καλύπτει χωρίς αμφιβολία τις πραγματικές ανισότητες μιας κοινωνίας[59]. Στο τρίπτυχο των αρχών αυτών, η αδελφοσύνη είναι ο πτωχός συγγενής, κατά την Οzouf. Αυτό συμβαίνει, γιατί η αδελφοσύνη συνδέεται περισσότερο με την ευρύτερη συνύπαρξη των λαών και λιγότερο με την εσωτερική κατάσταση της Γαλλίας. Ακόμη, η έννοια αυτή έχει διττή ερμηνεία: χριστιανική (πιστοί – αδέλφια) και μασονική. Γενικότερα, οι διάφορες  ερμηνείες της αδελφοσύνης έχουν περισσότερο συμβολική, παρά πραγματική σημασία. Επίσης, η αδελφοσύνη υποτάσσει την ιδέα της ανθρωπότητας σε αυτή της ατομικότητας. Προσθέτει στα ατομικά δικαιώματα ένα κοινωνικό δικαίωμα και θέτει την κοινωνική επανάσταση στη λογική της πολιτικής επανάστασης. Η επαναστατική αδελφοσύνη (εφαρμογή της δημοκρατίας στο σύνολο της κοινωνικής ζωής) συνηγορεί υπέρ της συγγένειας σοσιαλισμού και  δημοκρατίας, αντί να ενισχύει τον ανταγωνισμό τους. Όσον αφορά την ελευθερία, η Οzouf τη χαρακτηρίζει -σε όλα τα επίπεδα της γαλλικής κοινωνίας- ως ελεγχόμενη[60].

Είναι γνωστό ότι η κλασική παραδοχή για τη Γαλλική Επανάσταση θεωρεί το ιστορικό αυτό γεγονός ως ενιαίο. Ωστόσο, το Λεξικό είναι ένα βιβλίο ιστορίας, στο οποίο ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η ποικιλομορφία του σημαντικού αυτού γεγονότος δυσχεραίνει την ενότητα της σύλληψής του. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αρνηθούμε την σύνδεση – ενότητα των γεγονότων μεταξύ τους. Επίσης, δεν πρέπει να διατυπώνονται με ευκολία συμπεράσματα για την ύπαρξη, παραδείγματος χάριν, ριζικής ετερογένειας μεταξύ 1789 και 1793. Το Λεξικό  αντιτείνεται σε αυτή τη χειρουργική τομή. Η συγγραφέας δίδει έμφαση στη σχέση παρόντος – παρελθόντος. Ο πιο απλός τρόπος να κατανοήσουμε τη σχέση αυτή -τονίζει- είναι να σημειώσουμε την ημερομηνία, κατά την οποία το Λεξικό δημοσιεύεται. Συμπίπτει, δηλαδή, με τον εορτασμό της επετείου για τα διακόσια χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση. Ωστόσο, δεν εκδόθηκε απλώς σε ανάμνηση του γεγονότος. Το Λεξικό αυτό επιχειρεί να αποκαταστήσει στο παρόν μια αλήθεια σχετικά με τη Γαλλική Επανάσταση· να αποδείξει, δηλαδή, πώς έχει εμπεδωθεί στον κόσμο -εδώ και διακόσια χρόνια- η ιδέα της καθολικότητας των ανθρώπων.

Ως γνωστόν, η Γαλλική Επανάσταση θεμελίωσε τη δημοκρατία. Σε αυτό το δεδομένο υπάρχει μια πνευματική βαρύτητα, η οποία δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί (από οπαδούς ή αντιπάλους). Έτσι, δημιουργήθηκαν δύο στρατόπεδα, τα οποία πολύ σύντομα αναγνώρισαν ότι τους χώριζε απλώς μια νοητή γραμμή του χρόνου. Στο Ancien Régime υπήρχε η ανισότητα των ανθρώπων και η απόλυτη μοναρχία. Το 1789 θεσμοθετήθηκαν τα δικαιώματα του ανθρώπου και η κυριαρχία του λαού. Αυτός ο διχασμός, λοιπόν, εκφράζει τη φιλοσοφική και πολιτική φύση της Γαλλικής Επανάστασης. Η πλειοψηφία των ιστορικών του Κ΄ αιώνα θέλησαν να αμβλύνουν αυτή την επαναστατική διάσταση – ρήξη, μέσα από την ανάδυση της αστικής τάξης στο θέατρο της εθνικής εξουσίας. Η Επανάσταση σηματοδότησε την πολιτική κορύφωση μιας μακράς κοινωνικής προόδου της μεσαίας τάξης, όπως θα λέγαμε το ΙΘ΄ αιώνα, δηλαδή τη διακήρυξη της κυριαρχίας της. Επίσης, ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης κατέχει η ιδέα της πάλης των τάξεων, η οποία εκφράσθηκε από τους εκπροσώπους της φιλελεύθερης σκέψης και επαναδιατυπώθηκε, ως γνωστόν, από τον Μαρξ.

Σύμφωνα με την Μ. Ozouf, ακόμη και αν δεχθούμε την ιδέα των ταξικών συμφερόντων σαν κεντρικό πυρήνα των γεγονότων, οδηγούμαστε σε λογικά αδιέξοδα. Συνήθως, στις αναλύσεις των αστικών τάξεων, προβάλλεται η θέση ότι η καταστροφή της παλαιάς κοινωνίας, η οποία θυσιάστηκε το 1789, ανέδειξε την κοινωνική διαίρεση των ατόμων στο σύγχρονο κόσμο. Στην πραγματικότητα, η Επανάσταση, επιδιώκοντας να περιορίσει τον ρόλο της στον αποκλεισμό της αριστοκρατίας, επιτείνει την ένταση ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, αστική τάξη και λαό, αγρότες και αβράκωτους. Αυτή, λοιπόν, η αβεβαιότητα ονομασίας της εποχής αντικατοπτρίζει την κάλυψη της κοινωνικής πραγματικότητας με ιδέες και πάθη πολιτικά. Διότι αυτό που διακυβεύεται μεταξύ 1787 και 1800 δεν είναι η ουσία – υπόσταση της κοινωνίας, αλλά οι αρχές και η διακυβέρνησή της. Η ελέω θεού απόλυτη μοναρχία δίδει τη θέση της στα δικαιώματα του ανθρώπου. Οι διάδοχοι του Louis XVI είναι οι Robespierre, οι Thermidoriens, καθώς και ο Bonaparte. Σε αυτόν τον αναβρασμό της ιστορίας μας, το Λεξικό αποκτά χαρακτήρα πνευματικό και πολιτικό. Είναι αλήθεια ότι ο Διαφωτισμός έδωσε τα εφόδια για την Επανάσταση. Αλλά ποιά; Και πώς περνάμε από τον κόσμο της φιλοσοφίας σε εκείνον της Γαλλικής Επανάστασης; Πρόκειται για παλαιό και θεμελιώδες ερώτημα, στο οποίο η σοσιαλιστική ερμηνεία της Επανάστασης πίστεψε ότι μπορεί να απαντήσει.

Είμαστε, ήδη, μακριά από τη Γαλλική Επανάσταση και όμως ζούμε περισσότερο από ποτέ στον κόσμο, τον οποίο εκείνη εγκαινίασε, υποστηρίζει η M. Ozouf. Μια νέα εγγύτητα γεννήθηκε από τη χρονική αυτή απόσταση. Τα διακόσια χρόνια από το 1789 περιλαμβάνουν γεγονότα, τα οποία πρέπει να ξαναζήσουμε, προκειμένου να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε την απόσταση αυτή. Ωστόσο, τα ερωτήματα για τη Γαλλική Επανάσταση άρχισαν να γίνονται πιεστικά τα τελευταία χρόνια. Πολύς καιρός παρήλθε από το 1789 και μαζί με αυτόν εξασθένισε και η μνήμη των επαναστατικών περιπετειών. Η Γαλλία του σήμερα δεν θυμίζει σε τίποτε τη Γαλλία του ΙΘ΄ αιώνα Δεν υπάρχουν πια πολλοί αγρότες και η αστική τάξη αποτελεί ένα ευρύτατο σύνολο. Σταδιακά, η κοινή γνώμη αποκηρύσσει τη δημοκρατική παράδοση, όπως αυτή κληροδοτήθηκε από την Επανάσταση του ΙΘ΄ αιώνα. Έτσι, η σύγχρονη αυτή εξέλιξη, η οποία εμφανίζεται σχεδόν φυσική, φαίνεται ότι βρίσκεται σε διάσταση με το δημοκρατικό πνεύμα του 1789[61].





***

Συμπερασματικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι απόψεις των τριών προαναφερθέντων ιστορικών έγιναν ευρύτατα γνωστές με αφορμή την επέτειο των διακοσίων ετών από τη Γαλλική Επανάσταση. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι η μελέτη και η έρευνα του γεγονότος προωθήθηκαν την πρώτη εκατονταετία. Η επέτειος της 200ετηρίδας δεν εορτάστηκε με τον ίδιο τρόπο, όπως η εκατονταετηρίδα σε Ελλάδα[62] και Ευρώπη. Η επέτειος των διακοσίων ετών από τη Γαλλική Επανάσταση ανέδειξε τη διαμάχη των ιστορικών, η οποία δεν εξαλείφθηκε στο όνομα της εθνικής συμφιλίωσης στη Γαλλία[63].

Σύμφωνα με τους ιστορικούς της σοσιαλιστικής σχολής, την οποία εκπροσωπεί ο A. Soboul -όπως έχει προαναφερθεί- η Γαλλική Επανάσταση οφείλεται στους αγώνες των κοινωνικών τάξεων για απελευθέρωση από το Ancien Régime. Από την άλλη πλευρά, ο F. Furet με την περίφημη προαναφερθείσα θέση του ότι η Επανάσταση τελείωσε, καθώς και η Μ. Ozouf έχουν ως σκοπό την αποδέσμευση του ιστορικού αυτού γεγονότος από την παλαιά ερμηνευτική ιστοριογραφική διαμάχη μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, η οποία κατ’ αυτούς δεν ανταποκρίνεται πλέον στην πραγματικότητα. Πάντως, οι Γάλλοι μετά από διακόσια και πλέον έτη είναι έτοιμοι να δεχθούν και άλλες ερμηνείες, οι οποίες αναθεωρούν την επικρατήσασα σοσιαλιστική εκδοχή για τη Γαλλική Επανάσταση.

Η Γαλλική Επανάσταση, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα παγκόσμιας σημασίας ιστορικό γεγονός, το οποίο οδήγησε στη δημιουργία των σύγχρονων εθνικών κρατών της Ευρώπης και όχι μόνο. Τέλος, η Γαλλική Επανάσταση αναρρίπισε τις ελπίδες και στους υπόδουλους λαούς με αποτέλεσμα να τονωθεί η ιδέα της εξέγερσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι υπόδουλοι Έλληνες, οι οποίοι εμπνεύστηκαν, κυρίως, από τα κείμενα του Αδ. Κοραή (αυτόπτη μάρτυρα και θιασώτη της Γαλλικής Επανάστασης) και του Ρήγα Φεραίου, για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού.







* Διδάκτωρ Ιστορίας, Τμ. Ιστορίας-Αρχαιολογίας Φιλοσοφικής Πανεπιστημίου Αθηνών
Λέκτωρ Π. Δ. 407/80 Πανεπιστημίου Θεσσαλίας




[1].  Το θέμα των επαναστάσεων έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από πολλούς ιστορικούς και η βιβλιογραφία παρέλκει. Όμως, χρειάζεται να δώσουμε μερικά στοιχεία για τη σημασιολογική εξέλιξη του όρου επανάσταση (révolution). Ο Νίκολας Κοπέρνικος (Nicolas Copernicus) υπήρξε ο πρώτος που καθιέρωσε τον όρο στην πραγματεία του υπό τον τίτλο De revolutionibus orbium coelestium, η οποία εκδόθηκε στη Νυρεμβέργη το 1543. Ο όρος, λοιπόν, révolution (επανάσταση), o οποίος προέρχεται από τον χώρο της αστρονομίας και αναφέρεται στην κίνηση των πλανητών, σημαίνει περιστροφή. Συνδέθηκε με το νέο τρόπο προσέγγισης των φυσικών φαινομένων από τον Κοπέρνικο και αρχικά χρησιμοποιήθηκε με τη μεταφορική του σημασία, όπως συνέβη και με άλλους πολιτικούς όρους (π.χ. ισορροπία), μέχρι να ταυτισθούν απόλυτα με τον ιστορικό και τον πολιτικό χώρο. Το σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου révolution μεταλλασσόταν, καθώς το φαινόμενο ιστορικά έκανε όλο και πιο συχνά την εμφάνισή του.
Με τη σημερινή έννοιά του ο όρος επανάσταση άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως από τους ιστορικούς μετά την Ένδοξη Επανάσταση του 1688. Όμως, ο όρος έλαβε την οριστική, σαφή και συγκεκριμένη έννοιά του μετά τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789. Από τότε επανάσταση σημαίνει ριζοσπαστική αλλαγή σε πολιτικό, κοινωνικό, καθώς και πνευματικό επίπεδο. Χρησιμοποιείται όχι μόνο για να δηλώσει το συγκεκριμένο ανεπάντεχο γεγονός της αλλαγής, αλλά χαρακτηρίζει και όλη την περίοδο, κατά την οποία αυτή συντελείται. Υπ’ αυτήν την έννοια, η Γαλλική Επανάσταση έδωσε στον όρο τη σημασία της αποφασιστικής και καθοριστικής ιστορικής αλλαγής, η οποία αφορά όλους τους τομείς της ζωής και ξεπερνά τα εθνικά σύνορα. Bλ. ενδεικ: Louis Gottschalk, “Causes of Revolution”, American Journal of Sociology, τ. 50, No 1 (July 1944), The University of Chicago Press, σσ. 1-8· Peter Amam, “Revolution: A Redefinition”, Political Science Quarterly, τ. 77, No 1 (March 1962), The Academy of Political Science, σσ. 36-53· Lawrence Stone, “Theories of Revolution”, World Politics, τ. 18, No 2, January 1966, Cambridge University Press, σσ. 159-176· Rod Aya, “La Révolution en échec: des situations révolutionnaires sans dénouements révolutionnaires”, Revue française de sociologie, τ. 30, No 3 /4, Sociologie de la Révolution JuilletDécembre 1989, Éditions Ophrys et Association Revue française de Sociologie, σσ. 559-586.
[2]. Σημειώνεται ότι το Ancien Régime (Παλαιό Καθεστώς), ως όρος, ήταν μέχρι τότε άγνωστος και εμφανίσθηκε λίγο πριν από την Επανάσταση. Βλ. Albert Soboul, La France à la veille de la Révolution, Paris, Sedes, 1974, σ. 9 κ. εξ.
[3]. Βλ. ενδεικτικά: Jacques Godechot, Les constitutions de la France depuis 1789, Paris, Garnier Flammarion, 1979· L. Gershoy, From Despotism to Revolution, 1763-1789, New York, Harper & Row Publishers Inc., 1953, σσ. 307-322· J. Hardman, The French Revolution, The Fall of the Ancien Régime to the Thermidorian Reaction 1785-1795, Νew York, Chapman and Hall Inc., 1989, σ. 9 κ. εξAxel Kuhn, Die Französische Revolution, Stuttgart, Philipp Reklam, 1999, σ. 11 κ. εξ.
[4]. Κατά την άποψη των περισσοτέρων ιστορικών, η δεκαετής επαναστατική περίοδος διήλθε τέσσερα στάδια: α΄) Της προεπανάστασης (1787-1788), κατά την οποία τέθηκαν οι στόχοι και οι ιδεολογικές βάσεις για τα επόμενα έτη· β΄) της αστικής επανάστασης ή επανάστασης της ελευθερίας (1789-1792), με την πτώση του Αncien Régime και τη θέσπιση του πρώτου γραπτού Συντάγματος (3 Σεπτεμβρίου 1791), συνέπεια του οποίου υπήρξε η καθιέρωση της συνταγματικής μοναρχίας· γ΄) της δημοκρατικής επανάστασης ή  επανάστασης της ισότητας (1792-1794), κατά την οποία κυριάρχησε η Συμβατική Συνέλευση, εμφανίστηκε η δικτατορία της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας και επικράτησε η Τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου (Robespierre) και του Σαιν-Ζυστ (Saint-Just) και δ΄) της αστικής παλινόρθωσης ή αστικής δημοκρατίας, κατά την οποία κυβέρνησε το Διευθυντήριο (Directoire). Άλλωστε, το τέλος της Γαλλικής Επανάστασης δηλώθηκε και από τον ίδιο τον Ναπολέοντα, με την κατακλείδα της Διακήρυξης της 15ης Δεκεμβρίου του 1799: Πολίτες, η Επανάσταση εδραιώθηκε στις αρχές, οι οποίες την προκάλεσαν. Η Επανάσταση τελείωσε! (Citoyens, la Révolution est fixée aux principes qui l’ont commencée: elle est finie). Βλ. Jacques Godechot, Les constitutions de la France depuis 1789, ό. π., σ. 162.
[5]. Είναι γνωστό ότι για το θέμα της Γαλλικής Επανάστασης η ελληνική -και προπαντός η ξένη βιβλιογραφία- είναι ογκώδης και επομένως θα ήταν αδύνατο να καλυφθεί στα πλαίσια της παρούσης εργασίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Jules Michelet, Histoire de la Révolution Franςaise, 2 τ., Paris, Gallimard, Bibl. de la Pléiade, 1952· Alphonse Aulard, Histoire politique de la Révolution Française, Origines et Développement de la Démocratie et de la République, (1789-1804), Paris, A. Colin, 1926· Αλμπέρ Ματιέ, Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, μτφρ. Κ. Μεραναίου, Αθήνα, Γκοβόστης, 1946· Georges Lefebvre, H Γαλλική Επανάσταση, μτφρ. Σπύρος Μαρκέτος, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2003· E. J. Hobsbawm, H Eποχή των Επαναστάσεων, 1789-1848, μτφρ. Μ. Οικονομοπούλου, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1997· Maur. Crouzet, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, Νεώτεροι Χρόνοι, Ιστορία του Πολιτισμού από τον 17ο αιώνα μέχρι σήμερον, μτφρ. Λεων. Κάβουρας, [Αθήνα], Αφοί Συρόπουλοι, 1971· Walter Grab, Die Französische Revolution, Aufbruch in die moderne Demokratie, Stuttgart, Parkland Verlag, 1989· H. Sybel, von, Geschichte der Revolutionszeit, 1789-1800, 5 τ. Düsseldorf, 1853-79· Crane Brinton, A Decade of Revolution, 1789-1799, Harper & Row Publishers, New York 1963.
[6]. Ενδεικ. βλ. Albert Soboul, La Civilisation et la Révolution française, Paris, Arthaud,  1988. Georges Rudé, Revolutionary Europe, 1783-1815, Great Britain, Fontana Press, 1989. J., Hardman, The French Revolution, The Fall of the Ancien Régime to the Thermidorian Reaction 1785-1795, όπ. π. François Furet, Penser la Révolution Française, Paris, Gallimard, 1983. François Furet-Mona Ozouf, Dictionnaire critique de la Révolution Française, Paris, Flammarion, 1988. Α. Μάνφρεντ, Ρουσό, Μαρά, Ροβεσπιέρος, μορφές της Γαλλικής Επανάστασης, μτφρ. από τη γαλλική Μαίρη Καββαδία, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1989. Βάλτερ Μαρκόφ – Αλμπέρ Σομπούλ, 1789 - Η Μεγάλη Επανάσταση των Γάλλων, μτφρ Καίτη Μάρακα, Αθήνα, Σύγχρονη εποχή 1990. Centre de Recherches Néohelléniques – Fondation Nationale de la Recherche Scientifique, Actes du IIIe Colloque d’Histoire (Athènes 14–17 Octobre 1987), La Révolution française et l’Hellénisme Moderne, Contribution Hellénique à l’ occasion du Bicentenaire de la Révolution française, Athènes 1989. Γενικότερα για τις επιδράσεις των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης και στον Ελλαδικό χώρο, βλ. Δημήτριος Παντελοδήμος, Απηχήσεις της Γαλλικής Επανάστασης στον ελληνικό χώρο κατά τον ΙΘ΄ αιώνα, Αθήνα, Συμμετρία, 1993, όπου και σχετική βιβλιογραφία. Πρβλ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιοανατολική Ευρώπη, Αθήνα, Πορεία, 2000, σσ. 133 - 173.
[7]. Για τις κυριότερες απόψεις και ερμηνείες που δόθηκαν -κατά καιρούς- στο μεγάλο αυτό γεγονός, ενδεικ. βλ. Ιωάννης Δ. Δημάκης, «Η καταγωγή της Γαλλικής Επανάστασης. Ιστοριογραφική Επισκόπηση», Παρνασσός, τ. ΛΑ΄ (31ος), Ιούλιος-Δεκέμβριος 1989, αριθ. 2, σσ. 449-463· Αγγελική Κωνσταντακοπούλου, «Διακόσια χρόνια Γαλλικής Επανάστασης. Η Ιστορία των ιστορικών της», Ο πολίτης, 20 Αυγούστου 1989, τεύχ. 100, σ. 47 κ. εξ. Γενικότερα, για τις απόψεις διαφόρων ιστορικών, σχετικά με τη Γαλλική Επανάσταση, ενδεικ. βλ. M. S. Anderson, Historians and Eighteenth - Century Europe, 1715-1789, Oxford, Clarendon Press, 1979. Πρβλ. Michael Keith Baker, Inventing the French Revolution, Cambridge, Cambridge University Press, 1990, σ. 12 κ. εξ.
[8]. Bλ.  René Rémond, La vie politique en France depuis 1789, 1789-1848, Paris, Librairie Armand Colin, 1965, σσ. 27-73. Πρβλ. Μichel Vovelle, Nouvelle histoire de la France contemporaine, La chute de la Μonarcie, 1787-1792, Paris, Éditions du Seuil, 1972, σσ. 90-117.
[9]. Βλ. Αλμπέρ Ματιέ, Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, μτφρ. από τη γαλλική Κωστή Μεραναίου, Αθήνα, Γκοβόστης, 1946, σ. 7 κ. εξ. Επίσης, βλ. Georges Benrekassa, “Crise de l’Ancien Régime, crise des  idéologies : une année dans la vie de Sieyès”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 44e année – No 1, janvier – février 1989, σσ. 25-46. Daniel Roche, “La violence vue d’en bas. Réflexions sur les moyens de la politique en période révolutionnaire”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 44e année – No 1, janvier – février 1989, σσ. 47-65.
[10]. Για τις πνευματικές τάσεις στη Γαλλία έως τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνα, βλ. πρόχ.,  Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, μέρος τρίτο, Από τον Βολταίρο ώς τον Γκαίτε, τ. V, Αθήνα, Δ. Γιαλλέλης, 1976, σσ. 65-85. Πρβλ. Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορικά Φροντίσματα Α΄, ο Διαφωτισμός και το κορύφωμά του, Αθήνα, Πορεία, 1992, σ. 124 κ. εξ.
[11]. Bλ. Gordon Wright, France in modern times, 1760 to the present, Chicago, Rand McNally & Company, 1966, σσ. 72-85. Πρβλ. Bailey Stone, The genesis of the French Revolution, A global-historical interpretation, Cambridge, Cambridge University Press, 1994, σ. 4 κ. εξ. Walter Grab, Die Französische Revolution, Aufbruch in die moderne Demokratie, ό. π., σσ. 33-51.
[12]. Βλ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, «Η Γαλλική Επανάσταση και η ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη», Νέα Εστία, έτος ΞΓ΄ (63ο), τ. 126ος, Χριστούγεννα 1989, τεύχ. 1499, σ. 192 κ. εξ. Πρβλ. Ιω. Δ. Δημάκης, Τρεις μελέτες για τη Γαλλική Επανάσταση, Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1993, σ. 8 κ. εξ.
[13]. Σημειωτέον ότι ο Barnave είχε ήδη έτοιμο το έργο του Εισαγωγή στη Γαλλική Επανάσταση τον Οκτώβριο του 1791, το οποίο, ωστόσο, δημοσιεύθηκε -πρώτη φορά μαζί με άλλα έργα του- το 1843.
[14]. Βλ. Crane Brinton, A Decade of Revolution, 1789 – 1799, ό. π., σσ. 29-40. Πρβλ. Ιω. Δ. Δημάκης, Τρεις μελέτες για τη Γαλλική Επανάσταση, ό. π., σ. 11 κ. εξ.
[15]. Ειδικότερα, για τα γεγονότα του 1848 στην Ευρώπη, καθώς και τον αντίκτυπό τους στην Ελλάδα, βλ. Σπ. Λ. Μπρέκης, Το 1848 στην Ελλάδα, διδ. διατριβή, Αθήνα 1984, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
[16]. Βλ. Georges Rudé, Revolutionary Europe, 1783-1815, όπ. π., σ. 65 κ. εξ. Επίσης, βλ. Α. Μάνφρεντ, Ρουσό, Μαρά, Ροβεσπιέρος, μορφές της Γαλλικής Επανάστασης, όπ. π., σσ. 7-51.
[17]. Για τη βασιλεία του Louis XVI, βλ. ενδεικ. James B. Collins, The State in Early Modern France, Cambridge, Cambridge University Press, 1995, σσ. 216-267 και Frank A. Kafker – James M. Laux, The French Revolution, Conflicting Interpretations, New York, Random House, 1976, σσ. 3-28.
[18]. Βλ. Ιω. Δ. Δημάκης, Η καταγωγή της Γαλλικής Επανάστασης, ό. π., σ. 454 κ. εξ.
[19]. Βλ. το συλλογικό έργο Histoire Économique et Sociale de la France, 1660 – 1789, τ. ΙΙ, Paris, Presses Universitaires de France, 1970, σσ. 529-563.
  [20]. Βλ. Georges Lefebvre, La Révolution française, Paris, Presses Universitaires de France, 1989, σ. 107 κ. εξ.
[21]. Βλ. Georges Lefebvre,  H Γαλλική Επανάσταση, ό. π., σ. 69 κ. εξ.
[22]. Βλ. Ernest Labrousse, “Georges Lefebvre (1874-1959)”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 15e année – No 1, janvier – février 1960, σσ. 1-8.
[23]. Bλ. Κ. Μαρξ, Το εβραϊκό ζήτημα, μτφρ. Μυρσίνη Ζορμπά – Γιάννης Κρητικός, Αθήνα, Οδυσσέας 2006 και του ιδίου Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης, Αθήνα, Παπαζήσης, 1978.
[24]. Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια, Μόσχα, 1956, σ. 160 κ. εξ.
[25]. Για τη μαρξιστική αντίληψη σχετικά με τη Γαλλική Επανάσταση, βλ. Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια, ό. π., σ. 109 κ. εξ.      
[26]. Βλ. P. Volgin, L’ ideologie revolutionnaire (23 aout 1793-27 juillet 1794), 3 vol. Paris, 1959.
[27]. Βλ. A. Z. Manfred, Frantsuzskaia burzhuaznaia revoliutsiia kontsa XVIII veka, 1789-1794, (Η Αστική Γαλλική Επανάσταση στα τέλη του 18ου αιώνα, 1789-1794), Mόσχα, 1950.
[28]. Βλ. A. Z. Manfred, Frantsuzskaia, ό. π., σ. 13 κ. εξ.
[29]. Βλ. Κ. Μαρξ, Ηθικολογική Κριτική και Κριτική Ηθικήּ μια πολεμική κατά του Καρλ Χάιντζεν, στο Selected Essays, New York, 1926, σ. 137.
[30]. Βλ. Ιω. Δ. Δημάκης, Η καταγωγή της Γαλλικής Επανάστασης, ό. π., σ. 457 κ. εξ.
[31]. Επίσης, βλ. Αlfred Cobban, A History of Modern France, Old Regime and Revolution, 1715-1799, [χ. τ. έκδ.] Penguin Books, 1984, σ. 137 κ. εξ.
[32]. Βλ. Albert O. Hirschman,  “Deux cents ans de rhétorique réactionnaire : les cas de l’effet pervers”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 44e année – No 1, janvier – février 1989, σσ. 67-86. Επίσης, βλ. Marc Bouloiseau, “Révolution française. Autour de la Révolution française : sources, instruments de recherche et enquêtes”. Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 21 /1966, Nos 1-3, Paris, Klaus Reprint Nendeln /Liechtenstein 1978, σσ. 201-226.
[33]. Από τα συνέδρια που  πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, ενδεικ. αναφέρουμε:
 - Η Γαλλική Επανάσταση και ο Νέος Ελληνισμός (La Révolution française et lHellénisme moderne), Αθήνα, 14-17 Οκτωβρίου 1987, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών – Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών.
-        Η παρουσία της αρχαίας Ελλάδας στη Γαλλική Επανάσταση (Γαλλο-Ελληνικό Συνέδριο), Αθήνα, 30 Μαρτίου – 1 Απριλίου 1989, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.
-        Η Γαλλική Επανάσταση και η σύγχρονη κριτική σκέψη, Αθήνα, 26-27 Μαΐου 1989, Κέντρο Μαρξιστικών Σπουδών
-        Η Γαλλική Επανάσταση στην Ελλάδα και στη Γαλλία: Γράμματα, τέχνες, ιστορία, Θεσσαλονίκη, 31 Μαΐου – 2 Ιουνίου 1989,  Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
-        Η Γαλλική Επανάσταση και η Ευρώπη, Αθήνα, 23-27 Οκτωβρίου 1989, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, Ινστιτούτο Gœthe, Πολιτιστική Υπηρεσία των Πρεσβειών της Ισπανίας και της Αυστρίας.
-        1789-1989:200 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση, Αθήνα, 9-12 Νοεμβρίου 1989, Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών.
-        Οι απηχήσεις της Γαλλικής Επανάστασης στον ελληνικό χώρο. Αθήνα, 13 Δεκεμβρίου 1989, Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών.
[34]. Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιούμε την έκδοση του 1988.
[35]. Δυστυχώς τον πρόλαβε ο θάνατος. O Albert Soboul απεβίωσε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1982.
[36]. Πρόκειται για το γνωστό τετράτομο έργο του υπό τον τίτλο Histoire socialiste de la Révolution française, Paris, 1968-71.
[37]. Βλ. Albert Soboul, La Civilisation et la Révolution française, Paris, Arthaud, 1988, σσ. 61-78.
[38]. Βλ. Α. Soboul, La Révolution française, όπ. π, σ. 51 κ. εξ.
[39]. Συγκεκριμένα, όριζε τα μέλη του Κοινοβουλίου και τους υπουργούς. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου, οι αποφάσεις του οποίου είχαν χαρακτήρα μόνο συμβουλευτικό. Ακόμη, ο βασιλιάς αποφάσιζε για κρίσιμα εθνικά θέματα (όπως για ειρήνη ή πόλεμο), για την επιβολή νέων φόρων και γενικώς για τη διοίκηση της χώρας. Διόριζε τους δικαστές και φυσικά παρενέβαινε ο ίδιος για να επιβάλει στα δικαστήρια τις αποφάσεις της αρεσκείας του. Η δικαιοσύνη υποχωρούσε στο άκουσμα του ονόματός του και μόνο. Σε καμία περίπτωση δε μπορούσε να στραφεί εναντίον του. Η θέλησή του ήταν νόμος (Lex Rex). Βλ. A.Soboul, La Révolution française, ό. π., σσ. 99-116.
[40]. Πρόκειται για τις δύο προνομιούχες τάξεις, τον κλήρο και τους ευγενείς, οι οποίοι συνιστούσαν την αριστοκρατία, καθώς και την Τρίτη Τάξη, στην οποία ανήκαν, γενικώς, οι μη ευγενείς. Σημειώνεται ότι οι όροι “ordre” και “état” χρησιμοποιούνταν επί φεουδαρχίας και δεν πρέπει να συγχέονται με τον όρο “classe”, ο οποίος επικράτησε με την αστική επανάσταση. Στην ελληνική γλώσσα, ο όρος έχει αποδοθεί από τον Παν. Κανελλόπουλο και ως «κατάσταση». Αναλυτικά, βλ. Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Η Γαλλική Επανάσταση, Αθήνα, Γιαλλέλης, 1983, σ. 13 κ. εξ.
[41]. Βλ. Α. Soboul, La Révolution française, όπ. π, σ. 74: Dès que les arts et le commerce parviennent à pénétrer dans le peuple et créent un nouveau moyen de richesse au secours de la classe laborieuse, il se prépare une révolution dans les lois politiques; une nouvelle distribution de la richesse produit une nouvelle distribution du pouvoir. De même que la possession des  terres a élevé l’aristocratie, la propriété industrielle élève le pouvoir du peuple. Επίσης, για την κρίση των θεσμών, βλ. στο ίδιο, σσ. 99 - 116.
[42]. Βλ. Α. Soboul, La Révolution française, ό. π., σσ. 145-150. Από την έναρξη της συνεδρίασης, οι τρεις τάξεις διχάσθηκαν. Σύμφωνα με τη διαδικασία, έπρεπε να συσκεφθούν χωριστά και να ψηφίσουν ανά τάξη. Όμως, με αυτό τον τρόπο ακυρωνόταν ο σκοπός του διπλασιασμού του αριθμού των εκπροσώπων της Τρίτης Τάξης. Γι’ αυτό, ζήτησε να συσκεφθούν οι τρεις τάξεις μαζί και  η ψηφοφορία να διεξαχθεί κατ’ άτομο, γεγονός που έβρισκε το βασιλιά και τους προνομιούχους αντίθετους.
[43].  Συγκεκριμένα, έλαβε 490 ψήφους υπέρ, έναντι 90 κατά.
[44]. Κατά την άποψη του Soboul, τα γεγονότα, τα οποία συντελούνται στη Γαλλία εκείνη την εποχή δεν αποτελούν ούτε μεταρρύθμιση, ούτε μετάβαση, αλλά οδηγούν σε Επανάσταση. Αναλυτικότερα βλ. Α. Soboul, La Civilisation et la Révolution française, ό. π., σ. 41 κ. εξ.
[45]. Πρέπει να σημειωθεί ότι στη Γαλλία του ΙΗ΄ αιώνα υπήρχε μια σχετική ευημερία, όμως αυτή ήταν ταξική και αφορούσε μόνο τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας. Βλ. Α. Soboul, La Révolution française, όπ. π, σσ. 518 - 539.
[46]. Για το θέμα της οικονομικής εξαθλίωσης των αγροτών και των εργατών, βλ. Α. Soboul, La Civilisation et la Révolution française, ό. π., σ. 117 κ. εξ. Για το πέρασμα από τον φεουδαρχισμό στον καπιταλισμό, βλ. στο ίδιο σσ. 44 - 50.
[47]. Βλ. Α. Soboul, La Révolution française, όπ. π, σ. 583 κ. εξ.: Αu soir de la prise de la Bastille, le 14 juillet 1789, inquiet, Louis XVI interroge: «Est – ce donc une émeute? – Non, sire, répondit le duc de Liancourt, c’est une révolution». Pour les plus clairvoyants, cette révolution s’était annoncée de loin. Επίσης, για την κληρονομιά της Επανάστασης, βλ. στο ίδιο, σ. 557 κ. εξ.
[48]. François Furet – Ran Halévi, “La Révolution française”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 44e année – No 1, janvier – février 1989, σσ. 3-24.
[49]. Βλ. François Furet et Denis Richet, La Révolution française, Paris, Hachette, 1965, σσ. 69 - 102.
[50]. Βλ. François Furet, La Révolution, 1770 – 1880, Paris, Hachette, 1991, σ. 21 κ. εξ.
[51]. Βλ. F. Furet - M. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, ό. π., σσ. 979 – 997.
[52]. Βλ. F. Furet, Penser la Révolution française, Paris, Gallimard, 1983, σ. 15 κ. εξ.
[53]. Βλ. F. Furet, Penser la Révolution française, ό. π., σ. 19 κ. εξ.
[54]. Βλ. F. Furet - M. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, ό. π., σσ. 1072 – 1083.
[55]. F. Furet, Penser la Révolution française, ό. π., σ. 33 κ. εξ.
[56]. Βλ. F. Furet - M. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, ό. π., σσ. 751 – 762.
[57]. F. Furet, Penser la Révolution française, ό. π., σ. 75 κ. εξ.
[58]. Βλ. F. Furet - M. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, ό. π., σ. 8 κ. εξ.
[59]. Βλ. F. Furet - M. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, ό. π., σσ. 563 – 720.
[60]. Βλ. F. Furet - M. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, ό. π., σσ. 731 - 775.
[61]. Βλ. F. Furet - M. Οzouf, Dictionnaire critique de la Révolution française, ό. π., σ. 11 κ. εξ.
[62]. Περισσότερα για τον εορτασμό της 100ετηρίδας στην Ελλάδα, βλ. Δημ. Ν. Παντελοδήμος, «Η εκατονταετηρίδα της Γαλλικής Επανάστασης στην Ελλάδα», Νέα Εστία, ό. π., σσ. 150 – 156.
[63]. Η Γαλλική Επανάσταση επηρέασε και την ελληνική ιστοριογραφία του ΙΘ΄ αιώνα. Βλ. Φρειδερίκη Ταμπάκη-Ιωνά, «Η Γαλλική Επανάσταση στην ελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα: Ιστορίες, Γενικές Ιστορίες, Μεταφράσεις Ιστοριών», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, 200 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση (9-12 Νοεμβρίου) 1989, Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών 1991, σσ. 101 – 112. Πρβλ. Triantafyllos E. Sklavénitis, «La Révolution française dans les textes de l’Historiographie Néohellenique (1789-1832)», Actes du IIIe Colloque d’ Histoire (Athènes 14-17 Octobre 1987), La Révolution française et l’Hellénisme Moderne, Contribution Hellénique à l’occasion du Bicentenaire de la Révolution française, Athènes 1989, σσ. 431-439. Αικατερίνη Κουμαριανού, «Ιστορία και Ιστοριογράφοι», Νέα Εστία, έτος ΞΓ΄ (1989), ό. π., σσ. 256 – 259. Μανώλης Μαρκάκης, «Η Γαλλική Επανάσταση: Το χάρισμα και η καιρικότητα», Νέα Εστία, ό. π., σσ. 65 – 69. Geoffrey Best, War and Society in Revolutionary Europe, 1770-1870, [χ. τ. έκδ.] Fontana Paperbacks, 1982, σ. 48 κ. εξ.
























ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ενδεικτική)


Amam, Peter, “Revolution: A Redefinition”, Political Science Quarterly, τ. 77, No 1 (March 1962), The Academy of Political Science.
Anderson, M., S., Historians and Eighteenth Century Europe, 1715-1789, Oxford, Clarendon Press, 1979.
Aya Rod, “La Révolution en echec: des situations révolutionnaires sans dénouements révolutionnaires”, Revue française de sociologie, τ. 30, No 3 /4, Sociologie de la Révolution Juillet – Décembre 1989, Éditions Ophrys et Association Revue française de Sociologie.
Baker, Michael, Keith, Inventing the French Revolution, Cambridge, Cambridge University Press, 1990.
Benrekassa Georges, “Crise de l’Ancien Régime, crise des  idéologies : une année dans la vie de Sieyès”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 44e année – No 1, janvier – février 1989.
Best, Geoffrey, War and Society in Revolutionary Europe, 1770-1870, [χ. τ. έκδ.], Fontana Paperbacks, 1982.
Bouloiseau Marc, “Révolution française. Autour de la Révolution française : sources, instruments de recherche et enquêtes”. Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 21 /1966, Nos 1-3, Paris, Klaus Reprint Nendeln /Liechtenstein 1978.
Brinton, Crane, A Decade of Revolution, 1789 – 1799, New York, Harper & Row Publishers, 1963.
Centre de Recherches Néohelléniques – Fondation Nationale de la Recherche Scientifique, Actes du IIIe Colloque d’Histoire (Athènes 14–17 Octobre 1987), La Révolution française et l’Hellénisme Moderne, Contribution Hellénique à l’occasion du Bicentenaire de la Révolution française, Athènes 1989.
Cobban, Αlfred, A History of Modern France, Old Regime and Revolution, 1715-1799, [χ. τ. έκδ.], Penguin Books, 1984.
Collins, James, B., The State in Early Modern France, Cambridge, Cambridge University Press, 1995.
Furet, F., Penser la Révolution française, Paris, Gallimard, 1983.
Furet, F., La Révolution, 1770 – 1880, Paris, Hachette, 1991.
Furet, F., - Οzouf, M. Dictionnaire critique de la Révolution française, Paris, Flammarion, 1988.
Furet, François, et Richet, Denis, La Révolution française, Paris, Hachette, 1965.
Gershoy, L., From Despotism to Revolution, 1763-1789, New York, Harper & Row Publishers Inc, 1953.
Gottschalk, Louis, “Causes of Revolution”, American Journal of Sociology, τ. 50, No 1 (July 1944), The University of Chicago Press.
Grab, Walter, Die Französische Revolution, Aufbruch in die moderne Demokratie, Stuttgart, Parkland Verlag, 1989.
Hardman, J., The French Revolution, The Fall of the Ancien Régime to the Thermidorian Reaction 1785-1795, Νew York, Chapman and Hall Inc., 1989.
Hirschman Albert O.,  “Deux cents ans de rhétorique réactionnaire : les cas de l’effet pervers”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 44e année – No 1, janvier – février 1989.
Histoire Économique et Sociale de la France, 1660 – 1789, τ. ΙΙ, Paris, Presses Universitaires de France, 1970.
Kafker, Frank, A. – Laux, James, M., The French Revolution, Conflicting Interpretations, New York, Random House, 1976.
Kuhn, Axel, Die Französische Revolution, Stuttgart, Philipp Reklam, 1999.
Labrousse Ernest, “Georges Lefebvre (1874-1959)”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 15e année – No 1, janvier – février 1960.
Lefebvre, Georges, Τhe coming of the French Revolution 1789, New York, Vintage Books, 1947.
Lefebvre, Georges, H Γαλλική Επανάσταση, μτφρ. από τη γαλλική: Σπύρος Μαρκέτος, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2003.
Manfred, A., Z., Frantsuzskaia burzhuaznaia revoliutsiia kontsa XVIII veka, 1789-1794, (Η Αστική Γαλλική Επανάσταση στα τέλη του 18ου αιώνα, 1789-1794), Mόσχα, 1950.
Rémond, René, La vie politique en France depuis 1789, 1789-1848, Paris, Librairie Armand Colin, 1965.
Roche Daniel, “La violence vue d’en bas. Réflexions sur les moyens de la politique en période révolutionnaire”, Annales, Économies, Sociétés, Civilisations, 44e année – No 1, janvier – février 1989.
Rudé, Georges, Revolutionary Europe, 1783-1815, Great Britain, Fontana Press, 1989.
Sklavénitis, Triantafyllos, E., La Révolution française dans les textes de l’Historiographie Néohellenique (1789 – 1832), Actes du IIIe Colloque d’ Histoire (Athènes 14 – 17 Octobre 1987), La Révolution française et l’ Hellénisme Moderne, Contribution Hellénique à l’ occasion du Bicentaire de la Révolution française, Athènes 1989.
Soboul, Albert, La Civilisation et la Révolution française, Paris, Arthaud,  1988.
Soboul, Albert, La France à la veille de la Révolution, Sedes, Paris 1974.
Stone, Bailey, The genesis of the French Revolution, A global-historical interpretation, Cambridge, Cambridge University Press, 1994.
Stone, Lawrence, “Theories of Revolution”, World Politics, τ. 18, No 2, January 1966, Cambridge University Press.
Vovelle, Μichel, Nouvelle histoire de la France contemporaine, La chute de la Monarchie, 1787-1792, Paris, Éditions du Seuil, 1972.
Wright, Gordon, France in modern times, 1760 to the present, Chicago, Rand McNally & Company, 1966.
***
Δημάκης, Ιω., Δ., «Η καταγωγή της Γαλλικής Επανάστασης. Ιστοριογραφική Επισκόπηση», Παρνασσός, τ. ΛΑ΄ (31ος), Ιούλιος – Δεκέμβριος 1989, αριθ. 2.
Δημάκης, Τρεις μελέτες για τη Γαλλική Επανάσταση,  Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1993.
Δημαράς, Κων., Ιστορικά Φροντίσματα Α΄, ο Διαφωτισμός και το κορύφωμά του, Αθήνα, Πορεία, 1992.
Κανελλόπουλος, Παναγιώτης, Η Γαλλική Επανάσταση, Αθήνα, Γιαλλέλης, 1983.
Κανελλόπουλος, Παναγιώτης, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, μέρος τρίτο, Από τον Βολταίρο ώς τον Γκαίτε, τ. V, Δ. Αθήνα, Γιαλλέλης, 1976.
Κιτρομηλίδης, Πασχάλης, Μ., Η Γαλλική Επανάσταση & η Νοτιοανατολική Ευρώπη, Αθήνα, Πορεία, 2000.
Κιτρομηλίδης, Πασχάλης, «Η Γαλλική Επανάσταση και η ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη», Νέα Εστία, έτος ΞΓ΄ (63ο), τ. 126ος, Χριστούγεννα 1989, τεύχ. 1499.
Κουμαριανού, Αικατερίνη, «Ιστορία και Ιστοριογράφοι», Νέα Εστία, έτος ΞΓ΄ (63ο), τ. 126ος, Χριστούγεννα 1989, τεύχ. 1499.
 Κωνσταντακοπούλου, Αγγελική, «Διακόσια χρόνια Γαλλικής Επανάστασης. Η ιστορία των ιστορικών της», Ο πολίτης, 20 Αυγούστου 1989, τεύχ. 100.
Μάνφρεντ, Α., Ρουσό, Μαρά, Ροβεσπιέρος, μορφές της Γαλλικής Επανάστασης, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1989.
Μαρκάκης, Μανώλης, «Η Γαλλική Επανάσταση: Το χάρισμα και η καιρικότητα», Νέα Εστία, έτος ΞΓ΄ (63ο), τ. 126ος, Χριστούγεννα 1989, τεύχ. 1499.
Μαρκόφ Βάλτερ –Σομπούλ Αλμπέρ, 1789 - Η Μεγάλη Επανάσταση των Γάλλων, μτφρ Καίτη Μάρακα, Αθήνα, Σύγχρονη εποχή 1990.
Μαρξ, Κ.., Ηθικολογική Κριτική και Κριτική Ηθικήּ μια πολεμική κατά του Καρλ Χάιντζεν, στο Selected Essays, New York, 1926.
Μαρξ, K. -  Ένγκελς, Φ, Η Αγία Οικογένεια, Μόσχα, 1956
Μαρξ, Κ., Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης, Αθήνα, Παπαζήσης, 1978.
Μαρξ, Κ., Το εβραϊκό ζήτημα, μτφρ. Μυρσίνη Ζορμπά – Γιάννης Κρητικός, Αθήνα, Οδυσσέας 2006.
Ματιέ, Αλμπέρ, Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, μτφρ. από τη γαλλική Κ. Μεραναίου, Αθήνα, Γκοβόστης, 1946.
Μπρέκης, Σπ., Λ., Το 1848 στην Ελλάδα, διδ. διατριβή, Αθήνα 1984.
Παντελοδήμος, Δημ. Ν., «Η εκατονταετηρίδα της Γαλλικής Επανάστασης στην Ελλάδα», Νέα Εστία, έτος ΞΓ΄ (63ο), τ. 126ος, Χριστούγεννα 1989, τεύχ. 1499.
Παντελοδήμος, Δημ. Ν., Histoire de la Civilisation Française du XVIIIe siècle, Αθήνα 1995.
Παντελοδήμος, Δημ. Ν., Απηχήσεις της Γαλλικής Επανάστασης στον ελληνικό χώρο κατά τον ΙΘ΄ αιώνα, Αθήνα, Συμμετρία, 1993.
Ταμπάκη-Ιωνά, Φρειδερίκη, Η Γαλλική Επανάσταση στην ελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα: Ιστορίες, Γενικές Ιστορίες, Μεταφράσεις Ιστοριών, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, 200 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση (9 – 12 Νοεμβρίου) 1989, Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών 1991.
































Abstract

The Great French Revolution of 1789 is one of the most important historic events, not only in european, but also in world history. However, questionings about its causes and its character are still the focal point of historical research and form the basis for different interpretations. This historiographical review focuses on the works of A. Soboul, F. Furet and M. Ozouf published before or after 1989. In this way, the article aims to show the conflict on the French Revolution, which exists in french historiography even after two centuries.

πόσοι μας διάβασαν: