Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Ελληνοαμερικανοί εργάτες, κομμουνιστικό κίνημα και συνδικάτα (1900-1950).Αναζητώντας τον εργατικό εξαμερικανισμό στα χρόνια της μεγάλης ύφεσης

Εδώ και ένα χρόνο ο συνάδελφος Κωστής Καρπόζηλος έχει υποστηρίξει την διδακτορική διατριβή του με θέμα: Ελληνοαμερικανοί εργάτες, κομμουνιστικό κίνημα και συνδικάτα (1900-1950).Αναζητώντας τον εργατικό εξαμερικανισμό στα χρόνια της μεγάλης ύφεσης.Πρόκειται πραγματικά για μια εξαιρετική έρευνα πάνω στη διαμόρφωση της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ και συμβολή γενικότερα στην ιστορία του αμερικάνικου εργατικού κινήματος. Συγκεκριμένα, καλύπτει ένα μεγάλο κενό στην ιστορία των ελλήνων μεταναστών αποκαλύπτοντας σημαντικές πτυχές που σπάμε πολλά από τα στεγανά και τα στερεότυπα του ελλαδικού εθνικισμού και ρατσισμού απέναντι στους μετανάστες.

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Ο λαϊκός παράγοντας στο προσκήνιο: Το κίνημα της πλατείας και η νέα λαϊκή ενότητα



Του Κώστα Παλούκη

Το κίνημα των Αγαναχτισμένων Πολιτών πλημμυρίζοντας με πλήθος πολιτών τις πλατείες όλης της χώρας έφερε ξανά στο πολιτικό προσκήνιο τον λαϊκό παράγοντα. Με αυτόν τον τρόπο άναψε ξανά το φως της ελπίδας για ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής, για νέες συνολικότερες αλλαγές. Αλλά τι σημαίνει "έφερε ξανά τον λαϊκό παράγοντα στο προσκήνιο"; Που ήταν κρυμμένος μέχρι τώρα ο λαός;

Ο κατακερματισμός και η διάσπαση του λαού ως εργαλείο υποταγής στην άρχουσα τάξη
Όλο το προηγούμενο διάστημα παιζόταν μια ισχυρή ιδεολογική και ψυχολογική διαμάχη μέσα στην κοινωνία, μια διαμάχη ενοχών δια το «τις πταίει». Η αστική τάξη της χώρας και οι πολιτικοί της ταγοί προσπαθούσαν να πείσουν ότι η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά τα λαϊκά στρώματα. Βαραίνει τις αποκαλούμενες βολεμένες συντεχνίες και τους δημοσίους υπαλλήλους στις πιέσεις των οποίων υπέκυπταν οι άμοιροι πολιτικοί. Έτσι δομήθηκε αυτό το άθλιο «πελατειακό» σύστημα το οποίο μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Βασική προϋπόθεση αυτού του επιχειρήματος είναι η θέση ότι τα δάνεια λήφθηκαν για να πληρώνεται το σπάταλο κράτος και οι τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι σε βάρος της υγιούς οικονομίας και σε βάρος των εργαζόμενων φορολογούμενων του ιδιωτικού τομέα. Το εντυπωσιακό με αυτήν την επιχειρηματολογία δεν είναι αυτή καθεαυτή, αλλά το γεγονός ότι πράγματι την πιστεύουν. Συνεπώς, όταν η ξέσπασε δημοσιονομική κρίση του ελληνικού χρέους, ο πολιτικός αστικός κόσμος και η αστική τάξη αισθάνθηκαν πράγματι ότι βρήκαν την ευκαιρία να απελευθερωθούν από αυτά τα «πελατειακά δεσμά». Στην πράξη απελευθέρωση από τα "πελατειακά δεσμά" σημαίνει αποδέσμευση από κάθε είδους λογοδοσία στους από κάτω, από κάθε είδους πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας και από το υποτυπώδες "κοινωνικό συμβόλαιο" στο οποίο υποτίθεται ότι στηρίζεται κάθε αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ουσιαστικά, για μετάβαση σε μια κοινοβουλευτική δικτατορία, καθώς το κοινοβούλιο, τα αστικά κόμματα και οι κυβερνώντες αποφασίζουν χωρίς να ενδιαφέρονται και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις γνώμες και τα συμφέροντα των "από κάτω".
Αυτή η διαδικασία "αποδέσμευσης" χρειαζόταν ένα ιδεολογικό περιτύλιγμα, αλλά και αναζήτησης νέων ιδεολογικών συμμαχιών με μερίδες των λαϊκών στρωμάτων. Συνολικά το αστικό πολιτικό σύστημα πίστεψε ότι βρήκε την ευκαιρία να αναδιατάξει τις κοινωνικές συμμαχίες του υπέρ της αστικής τάξης. Συγκεκριμένα, προσπαθούσε να εγκαταλείψει την κοινωνική συμμαχία με τα εργατικά στρώματα του δημόσιου τομέα και των ελεύθερων επαγγελματιών πάνω στην οποία βασίστηκε από την δεκαετία του 1990 και έπειτα για να χτυπήσει και να διαλύσει τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα των εργατικών στρωμάτων στον ιδιωτικότομέα. Αλλάζοντας προσανατολισμό προσπάθησε να συγκροτήσει μια νέα κοινωνική συμμαχία με συγκεκριμένη μερίδα της εργατικής τάξης του ιδιωτικού τομέα που μέχρι τότε φάνταζε ως το «θύμα». Προβάλλοντας τους δημόσιους υπαλλήλους, τους συνδικαλιστές και τα «κλειστά επαγγέλματα» ως τον νέο εχθρό πίστεψαν οι κυβερνήτες ότι βρήκαν την ευκαιρία να οδηγήσουν την ελληνική κοινωνία μέσα από ένα βίαιο πέρασμα-σοκ σε έναν καθαρό ολοκληρωτικό καπιταλισμό, σε έναν ολοκληρωτισμό της «ελεύθερης αγοράς», δηλαδή της κατάργησης κάθε οργανωμένης διαμεσολάβησης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, νομικής προστασίας του εργαζομένου,  κατάργησης του δημοσίου τομέα και ιδιωτικοποίησης των πάντων. 
Όλα θα καθορίζονται με βάση τους "νόμους της αγοράς" και όχι με βάση τους πολιτικούς συσχετισμούς. Η αντίφαση που διαπερνά την αστική δημοκρατία, δηλαδή δημοκρατία στο πολιτικό σύστημα, εργοδοτική δικτατορία στους χώρους δουλειάς βαίνει σε βάρος της δημοκρατίας και επεκτείνεται στο πολιτικό σύστημα. Για αυτό το λόγο τα ΜΜΕ ενίσχυσαν την αυθόρμητη ιδεολογική επίθεση στο "πολιτικό σύστημα" προσπαθώντας να πλήξουν γενικά το κύρος της "πολιτικής" προς "οφελος" της "ουδέτερης τεχνοκρατίας" και των καλών επιχειρηματιών. Οι καλοί και επιτυχημένοι (;) έλληνες επιχειρηματίες σε αντίθεση με τους διαπλεκόμενους, κακούς και αποτυχημένους πολιτικούς θα μπορούσαν να αναλάβουν οι ίδιοι για όφελος της κοινωνίας τα ηνία της οικονομίας στους πιο κρίσιμους τομείς τους. Με λίγα λόγια επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί συνολικά ένα συναινετικό κλίμα -- κοινωνική συμμαχία -- με όλες τις παραγωγικές τάξεις του "υγιούς" ιδιωτικού τομέα. Η κρίση – η οποία στην ουσία είναι κρίση υπερσυσσώρευσης και κρίση του μέσου ποσοστού κέρδους, δηλαδή αδυναμίας του διεθνούς και ελληνικού χρηματιστικού κεφαλαίου να επανεπενδύει με κέρδος τα κεφαλαίικά του αποθέματα– προβλήθηκε ως εργαλείο που θα μπορούσε να εκκαθαρίσει την οικονομία από τα βάρη και να οδηγήσει σε μια νέα ανάπτυξη, ένα εργαλείο δηλαδή βαθέματος του βάρβαρου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Οι έλληνες επιχειρηματίες και το καλό διεθνές κεφάλαιο που θα έρθει να επενδύσει είναι οι μόνοι ικανοί να πραγματώσουν αυτήν την καπιταλιστική ουτοπία. Δεν είναιτυχαίο ότι ο ΣΕΒ πήρε τόσο μεγάλο θάρρος από αυτό το κλίμα που σχεδόν προκλητικά ζητούσε να καταργηθεί κάθε "προστατευτικός" και περιοριστικός νόμος για το μεγάλαο κεφάλαιο.
Ο ελληνικός λαός μέχρι πρόσφατα έδειχνε δεκτικός σε όλες τις επιθέσεις που δεχόταν από τους κυβερνήτες του: επιθέσεις στην δημοκρατία, στα εργατικά δικαιώματα, στο κοινωνικό κράτος, στην εργασία, στον δημόσιο πλούτο, στους μισθούς, στην φορολογία. Έδειχνε δεκτικός στα ψέματα των δημοσιογράφων και της τηλεοπτικής δημοκρατίας, στην εξαπάτηση, στα διλήμματα των μονοδρόμων, ακόμα και στις ύβρεις από πολιτικά παχύδερμα όπως ο Πάγκαλος. «Κατάπινε» όλα τα ιδεολογήματα σχεδόν αμάσητα παραμένοντας στις επιθέσεις απαθής και μοιρολάτρης, υποταγμένος. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι έχασαν ξαφνικά την προνομιακή τους σχέση με το πολιτικό σύστημα, ενώ οι εργάτες του ιδιωτικού τομέα χαιρέκακα χαιρέτιζαν την διάλυση και το ξεπούλημα και έλπιζαν σε μια ευνοικότερη συνθήκη όταν θα αναλάμβαναν οι δικοί τους "καλοί" επιχειρηματίες.
Μια άλλη συχνά προβεβλημένη αντίθεση είναι αυτή μεταξύ "απλών" εργατών και "συνδικαλιστών". Η εργατική τάξη γενικά θα λέγαμε ότι διακρίνεται στα οργανωμένα και στα μη οργανωμένα σε σωματεία εργατικά στρώματα. Στην πλειοψηφία τους οι ανοργάνωτοι εργαζόμενοι αδυνατούν να διαπραγματευτούν συλλογικά την θέση τους στην παραγωγή και τους μισθούς τους και βρίσκονται σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση ως θύματα της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και τρομοκρατίας. Αντίθετα, οι οργανωμένοι είναι σε θέση όχι μόνο να διαπραγματεύονται συλλογικά, αλλά και συνομιλούν απευθείας με το κράτος. Αυτή η αντίθεση δημιουργεί μια πραγματική υλική αντίθεση ανάμεσα σε διαφορετικά εργατικά στρώματα. Κυρίως συνδικαλισμένοι είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι βιομηχανικοί εργάτες και οι εργάτες στον τουρισμό και την ναυτιλία, ενώ καθόλου συνδικαλισμένοι στον νέο τριτογενή τομέα. Συνεπώς, το χάσμα με τους συνδικαλιστές προστίθεται στην αντίθεση προς τους δημοσίους υπαλλήλους. Ταυτόχρονα, σε πάρα πολλούς εργασιακούς χώρους τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα οι συνδικαλιστές λειτουργούν ανοιχτά είτε ως εγκάθετοι των εργοδοτών είτε ως εγκάθετοι των κυβερνήσεων με παχυλούς μισθούς, έτοιμοι να υπογράψουν την οπιαδήποτε επαίσχυντη συμφωνία προς δικό τους όφελος. Γενικά, έπνιξαν κάθε δημοκρατικήκαι πολιτική διαδικασία του συνδικαλιστικού κινήματος μετατρέποντας τα σωματεία σε απλές κομματικές σφραγίδες απαξιώνοντας συνολικά την έννοια του συνδικαλισμού. Η τάση αυτή θα λέγαμε αποκρυσταλλώνεται στην φυσιογνωμία της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ. Είναι επόμενο λοιπόν η απαξίωση και η κατάσταση στο κυρίαρχο συνδικαλιστικό κίνημα να διογκώνει το κύμα δυσαρέσκειας και το χάσμα της εργατικής τάξης και των συνδικάτων. Στην βάση βέβαια αυτού του συνδικαλισμού υπάρχει ο συνδικαλισμός του ΠΑΜΕ και των Πρωτοβάθμιων. Αναφερόμαστε όμως σε αυτά πιο κάτω.
Μπορεί κανείς να προσθέσει σε όλες αυτές τις αντιθέσεις και ακόμα μία, την αντίθεση μεταξύ ελλήνων και μεταναστών. Η αντίθεση αυτή φαίνεται πως λειτουργεί ως το πιο δυνατό ιδεολογικό όπλο της άρχουσας τάξης, ικανό να διαμορφώσει ισχυρές κοινωνικές συμμαχίες και νομιμοποιήσεις της εξουσίας εντείνοντας την κοινωνική βαρβαρότητα σε βαθμούς πρωτόγνωρους για την μεταπολεμική ελληνική ιστορία. Συγκεκριμένα καλλιεργείται επί δυο δεκαετίες μια ρητορική για την ευθύνη των μεταναστών στην πτώση των ημερομισθίων και την ανεργία στους έλληνες. Αυτή ρητορική ενισχύεται βέβαια ιδεολογικά από την υλική σχέση εργοδότη/εργάτη που διαπερνάει τις σχέσεις τμημάτων της ελληνικής εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων με τους μετανάστες εργάτες. Συνεπώς, τμήματα των λαϊκών στρωμάτων «αλλοτριώνονται» από αυτήν την σχέση και είναι επιρρεπή σε ρατσιστικά και εθνικιστικά ιδεολογήματα. Ο λανθάνων ρατσισμός επίσης αναδύεται στην επιφάνεια όταν η μετανάστευση αποκτά στοιχεία έντονης ανθρωπιστικής κρίσης, όπως συμβαίνει στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και στα φανάρια όλης της πρωτεύουσας με σημαντικές εκρήξεις βίας. Το σκηνικό που λαμβάνει χώρα στις περιοχές πέριξ των Πατησίων με φασιστικές ομάδες να οργανώνουν πγκρόμ βίας εναντίον μεταναστών είναι το κυριότερο παράδειγμα. Φαίνεται πως ο ρατσισμός συνιστά τόσο βαθύ διχαστικό ιδεολόγημα που είτε τρομάζει ακόμα και τοαστικό σύστημα για τις βάρβαρες δυνάμεις που μπορεί να απελευθερώσει  είτε το αφήνει ως εφεδρεία σε μια κρίσιμη στιγμή. Δηλαδή μια νέα δολοφονία έλληνα στο κέντρο της Αθήνας εν καιρώ μεγάλης αποστοίχισης των λαϊκών στρωμάτων από τα αστικά κόμματα και βαβειάς κρίσης εξουσίας του πολιτικού συστήματος θα μπορούσε μέσα σε μια στιγμή να άλλαζε τους συσχετισμούς υπέρ του αστικού συνασπισμού εξουσίας. 
Σε αυτή τη σειρά υλικών και ιδεολογικών χασμάτων ανάμεσα στα εργατικά και λαϊκά στρώματα θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ποικίλες άλλες αντιθέσεις που είτε καλλιεργούνται είτε ενυπάρχουν αλλά σε κάθε περίπτωση δρουν ως εργαλείο της αστικής εξουσίας για την υλική διάσπαση της εργατικής τάξης και του λαού σε αντιμαχόμενες μερίδες. Η αντίθεση των γενιών είναι μια τέτοια παράμετρος όπως και η έμφυλη αντιπαράθεση. Σε κάθε οικογένεια λανθάνει μια τέτοια έντονη ενδογενεακή ή έμφυλη αντιπαράθεση που οξύνεται σε συνθήκες ανατροπής πάγιων ιεραρχιών ή ματαίωσης προσδοκιών που επιφέρουν η ανεργία, η φτώχια, η ημιαπασχόληση, οι αρρώστιες. Για παράδειγμα σε περίπτωση ανεργίας των νέων οι γονείς συνήθως κατηγορούν τα παιδιά τους, ενώ σε περίπτωση ανεργίας των γονέων και εργασίας των παιδιών ανατρέπονται ιεραρχίες προκαλώντας καθημερινές εντάσεις. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και μεταξύ δύο συζύγων ή μεταξύ αδερφών κλπ. Ακόμα οι χουλιγκάνικες αντιθέσεις μεταξύ οπαδών σε κάθε περίπτωση εντείνουν την βαρβαρότητα και την διάσπαση μεταξύ των «από κάτω». Πρόσφατα είχαμε γίνει θεατές βίαιων συρράξεων μεταξύ οπαδών.
Όλες αυτές οι αντιθέσεις τεχνητές ή πραγματικές αποδομούν πρώτα πρώτα τη σύλληψη της ιδεάς μιας αντικειμενικής κοινότητας των «από κάτω» σε ένα ενιαίο σύνολο. Ως εκ τούτου, απουσιάζει η ίδια η βούληση για την πραγμάτωση μιας τέτοιας πολιτικής ενότητας. Εξάλλου, οι μεταμοντέρνες και πολυπολιτισμικές ιδέες που διαχύθηκαν ηγεμονικά μετά το 1990 συνέβαλαν καθοριστικά στην αποδόμηση κάθε ενοποιητικής ιδέας των "από κάτω". Η έννοια του λαού λοιδορήθηκε και πετάχτηκε στα σκουπίδια μαζί με τον λαϊκισμό, η έννοια του έθνους μαζί με τον εθνικισμό, αλλά και η έννοια της τάξης μαζί με τον κομμουνισμό. Όλα αυτά χαρακτηρίστηκαν ολοκληρωτισμοί και φασισμοί που έπνιγαν τις ατομικότητες και τις ελευθερίες. Οι μεγάλες αφηγήσεις και τα μεγάλα οράματα καταγγέλθηκαν, η υποκειμενικότητα εγκαταστάθηκε ως το κυρίαρχο αναλυτικό εργαλείο σε βάρος κάθε αντικεμινικής σύλληψης της πραγματικότητας, ενώ η ατομικότητα λατρεύτηκε ως το νέο τοτέμ, ο νέος θεός.  Μέσα σε συνθήκες οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης η ανεκτική και ειρηνευμένη πολύπολιτισμική και πολυταυτοτική κοινωνία που οραματίζονταν οι μεταμοντέρνοι διανοούμενοι της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς μετατράπηκε σύντομα σε μια βάρβαρη εχθρική κοινωνία.   

Απόπειρες άρσης της διάσπασης και ανάδειξης του λαού:
από την 5 Μάη στην Κερατέα και την πλατεία Συντάγματος
 Στον έναν χρόνο που ακολούθησε την ψήφιση και εφαρμογή του μνημονίου επιχειρήθηκε πολλές φορές μια ενοποιητική διαδικασία των «από κάτω». Ίσως η πιο σημαντική ήταν η πορεία της 5ης Μάη 2010. Σε αυτήν το κεντρικό ενοποιητικό στίγμα δόθηκε από το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα το οποίο κινήθηκε κάτω από την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της αριστεράς. Οι διάφορες εκδοχές της αριστεράς προσπάθησαν να προτάξουν  και να συγκροτήσουν γύρω από συγκεκριμένα πολιτικά αιτήματα μια νέα εργατική και ταξική ενότητα ως απάντηση στην επίθεση της ντόπιας και διεθνούς αστικής τάξης. Εκείνη η μέρα ήταν ίσως η πρώτη φορά μετά το 1989 που το αστικό πολιτικό σύστημα φοβήθηκε. Όμως πάγιες αδυναμίες της αριστεράς, αλλά και του οργανωμένου εργοδοτικού συνδικαλιστικού κινήματος δεν επέτρεψαν να βαθύνει αυτή η ενότητα. Αλλά ακόμη χειρότερα το κίνημα έβαλε ένα μεγάλο «αυτογκολ» την ώρα που κάλπαζε προς τη νίκη. Αναμφισβήτητα, οι νεκροί της Μαρφίν υπήρξαν η ταφόπλακα αυτής της πρώτης προσπάθειας. Το αστικό πολιτικό σύστημα χρησιμοποίησε πολιτικά τον θάνατο των τριών τεσσάρων εργατών για ξαναδιασπάσει τους «από κάτω», αλλά και για να διασύρει την αριστερόστροφη και ταξική προσπάθεια απάντησης στην κρίση. Βέβαια, η 5 Μάη υπήρξε μια πολύ σημαντική παρακαταθήκη για κάθε μελλοντική εξέλιξη.
Μέσα στο επόμενο διάστημα αναπτύσσονται, θα έλεγε κανείς, τέσσερις προσπάθειες ανασύνταξης της λαϊκής ενότητας. Η πρώτη προέρχεται από τον χώρο της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ και της ρεφορμιστικής αριστεράς. Η δεύτερη από τον χώρο του ΚΚΕ. Η τρίτη από τον χώρο των πρωτοβάθμιων σωματείων κάτω από τον σχεδιασμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η τέταρτη από τον λεγόμενο «εθνικό-πατριωτικό» χώρο που μέσα από την δημιουργία της Σπίθας και άλλων δυνάμεων πατριωτικής αναφοράς αναδείχτηκε ως σημαντική πολιτική δύναμη. Μία πέμπτη αυτή της αναρχίας που είχε κατακτήσει μετά το 2008 μεγάλο προβάδισμα, ιδιαίτερα στη νεολαία, βρίσκεται μετά την Μαρφίν μάλλον σε κρίση και σε υποχώρηση καθώς βρίσκεται σε διαρκή αυτο-υπονόμευση και στρατηγική ανεπάρκεια να επικοινωνήσει στοιχειωδώς με πολιτικά κινήματα.
Η προσπάθεια της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ μαζί με τμήματα της ρεφορμιστικής αριστεράς προσπαθεί ουσιαστικά να ανασυστήσει το «παλαιό» συνδιακλιστικό σύστημα διεκδικώντας ξανά τον ρόλο και τη θέση που έχασε, δηλαδή του επίσημου συνομιλητή με το κράτος στο όνομα της εργατικής τάξης. Όμως οι ΠΑΣΟΚογενείς ηγεσίες δεν θέλουν παίζοντας το παιχνίδι της εξουσίας, ενώ η ρεφορμιστική αριστερά γύρω από τον ΣΥΝ δεν μπορεί αντικειμενικά μέσα στο δεδομένο συνδικαλιστικό πλαίσιο κυρίως λόγω στρατηγικής ανεπάρκειας και σύγχυσης που είναι αποτέλεσμα της γενικότερης κρίσης του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ. Το ΚΚΕ παρουσιάζει ως λύση τον εαυτό του, λειτουργεί απομονωτικά και διασπαστικά εν τέλει με ένα πολιτικό πρόγραμμα αναντίστοιχο με τις ανάγκες ισορροπώντας μεταξύ «αριστερισμού» και καθεστωτικού ρόλου. Ο λεγόμενος εθνικός χώρος επιχειρεί να πετύχει μια ενότητα μόνο των ελλήνων, γεγονός που και αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει θετικά. Η αντικαπιταλιστική αριστερά και τα πρωτοβάθμια σωματεία βρέθηκαν μπροστά σε όλες σχεδόν τις εργατικές κινητοποιήσεις (γιατρούς, λεωφορεία κλπ), αλλά αδυνατούσαν να οργανώσουν κάτι μεγαλύτερο, ενώ έφεραν αδίκως πάνω τους και την ήττα της 5 Μάη. Παρόλα αυτά ήταν το πιο ελπιδοφόρο κομμάτι προσπαθώντας να διατηρήσει το νήμα των αγώνων και να μπολιάσει κάθε νέο με τη νικηφόρα ανεξάρτητη δράση.
Δύο όμως είναι οι καθοριστικοί παράγοντες που έδειξαν τον δρόμο για την νέα λαϊκή ενότητα. Ο πρώτος ήταν το έπος της Κερατέας που τυχαία συνέπεσε με τις λαϊκές εξεγέρσεις στην Τυνησία, την Αίγυπτο και τις άλλες αραβικές χώρες. Στην Κερατέα αποδείστηκε περίτρανα και στην πράξη ο νέος κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός. Ο βίαιος ρόλος των ΜΑΤ και η εχθρικότητα απέναντιστον μαχόμενο λαό κατέδειξαν το βάθος του κοιβουλευτικού ολοκληρωτισμού. Εκεί εμπεδώθηκε στις λαϊκές συνειδήσεις η πεποίθηση ότι η χούντα δεν τελείωσε το 1974, αλλά συνεχίζει να υπάρχει μεκοινοβουλευτικό μανδύα. Στην πράξη δομήθηκαν πολλά από τα αιτήματα που θα εμφανιστούν στην πλατεία Συντάγματος. Εκεί στην Κερατέα προτάθηκε ουσιαστικά ένα νέο μοντέλο ενοποίησης των «από κάτω» και ένα μοντέλο μαζικής πολιτικής μάχης απέναντι στην δικτατορία των ΜΑΤ. Η πλατεία Ταχρίρ κατέδειξε πως αυτή η ενότητα μπορεί να γίνει πράξη μέσα σε μια πόλη και όχι σε ένα χωριό, ενώ επιβεβαίωσε την αίσθηση ότι αυτός ο νέος δρόμος είναι νικηφόρος. Απέδειξε ότι μια χούντα μπορεί να πέφτει εξαιτίας μιας πλατείας. Αυτό που απουσίαζε ήταν μία αφορμή και ένα ερέθισμα ώστε η οργή να πάψει να διασπά και να αρχίζει να ενώνει. Το ερέθισμα ήταν το κίνημα των Ισπανών αγαναχτισμένων και η αφορμή/αιτία ήταν η αναγνώριση της χρεοκοπίας και αποτυχίας του πρώτου μνημονίου και η πρόταση για ένα νέο μνημόνιο. Πλέον η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η ΕΕ και το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο βρέθηκαν απογυμνωνένοι. Οι υποσχέσεις τους ότιτα μέτρα μπορεί να πιάσουν τόπο πλέον δεν γίνονται από κανέναν πιστευτές. Χωρίς κανένα ηθικό ενδοιασμό και αποφασισμένοι το σύνολο του αστικού συνασπισμού εξουσίας επιτίθενται σε όλα τα λαϊκά στρώματα και στο σύνολο της εργατικής τάξης χωρίς καμία εξαίρεση. Ο μπαμπούλας του μονοδρόμου έσπασε μονομιάς μέσα σε μια μέρα. Ο καθένας ήξερε στην προσωπική του ζωή ότι δεν πήγαινε άλλο. Οι υλικοί όροι έσπασαν τα ιδεολογικά αδιέξοδα. 

Λαός, έθνος, πλήθος και τάξη
Στην πλατεία λοιπόν Συντάγματος επανενοποιείται ο «λαός» που ήταν κρυμμένος στην πολυδιάσπαση και επανεμφανίζεται ως ανεξάρτητο από το αστικό πολιτικό σύστημα δρων πολιτικό υποκείμενο. Γίνεται ο νέος πολιτικός παράγοντας. Νέος/συνταξιούχος, έλληνας/μετανάστης, ιδιωτικός υπάλληλος/δημόσιος υπάλληλος, συνδικαλισμένος/ασυνδικάλιστος, κεντρώος, δεξιός, κομμουνιστής, αναρχικός ή πατριώτης, πολιτικοποιημένος/απολίτικος είναι διχαστικές ταυτότητες που μπαίνουν στο μίξερ μιας νέας κολυμπίθρας του Σιλωάμ που εξαγνίζει τον καθένα μας από όλες τις προηγούμενες ταυτότητες και διαμορφώνει μια νέα ενότητα. Αν κάποιος μπορούσε να υπολογίσει τους ανθρώπους που έχουν έστω και μια φορά περάσει από την πλατεία του Συντάγματος ή τις άλλες πλατείες ανά την Ελλάδα, σίγουρα θα καταμετρούσε πάνω από ενάμισι εκατομμύριο πολίτες, ενώ άλλο ένα τόσο μεγάλο τμήμα πληθυσμού θεωρητικά συμφωνεί και συμπλέει φαντασιακά με το κίνημα των Αγαναχτισμένων. Πρόκειται δηλαδή για μια πραγματική ειρηνική εξέγερση ενός υποκειμένου που ξαναβρίσκει τον εαυτό του και συγκροτείται ως μια φαντασιακή κοινότητα. Κανένα μέλος αυτής της φαντασιακής κοινότητας του λαού δεν θα γνωρίσει ποτέ όλα τα άλλα μέλη, αλλά γνωρίζει ότι υπάρχουν και ότι συγκροτούν μαζί μια ενότητα: τον διαμαρτυρόμενο λαό.
Υπό αυτό το πρίσμα οφείλουμε να αναγνώσουμε πολλά από τα αρχικά χαρακτηριστικά του κινήματος των Αγαναχτισμένων πολιτών και της πλατείας Συντάγματος.
Εμφανίζονται ουσιαστικά τρεις προτάσεις λαϊκής ενοποίησης. Ο πρώτος είναι το έθνος που ταυτίζεται κυρίως με τμήματα των αγαναχτισμένων στο πάνω μέρος της πλατείας. Ο δεύτερος είναι η έννοια πολίτης που αναπτύσσεται στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος και ορίζεται από την πολιτική διαδικασία της συνέλευσης. Ο τρίτος είναι η έννοια «πλήθος ατομικοτήτων» που μάλλον είναι μειοψηφική και εκφράζεται επίσης μέσα στην συνέλευση. Και οι τρεις προτάσεις θέλουν να εμφανίζονται ως συμπαγείς και αδιαίρετες. Για αυτό αναπτύσσεται ένας έντονος αντικομματικός λόγος που συμπαρασύρει και τα κόμματα της αριστεράς και ένας έντονος αντισυνδικαλιστικός λόγος που ισοπεδώνει ακόμα και τα αγωνιστικά συνδικάτα και τους αριστερούς συνδικαλιστές.
Η ανάγκη για ενότητα και ισότητα υπερισχύει όλων των διαιρέσεων ιδιαίτερα τις πρώτες ημέρες του κινήματος. Εκείνοι που εκφράζουν αντικομματικό και αντισυνδικαλιστικό μένος είναι κυρίως οι πολίτες που αποστοιχίζονται από τα αστικά κόμματα. Αυτοί είτε για να «απενοχοποιηθούν» είτε διότι βρίσκονται σε συνολική απογοήτευση είτε διότι βρίσκονται σε ιδεολογική-στρατηγική σύγχιση είτε διότι «ξυπνούν» χωρίς να διαθέτουν πολιτικά εργαλεία ή πολιτική εμπειρία τείνουν να χρεώνουν ευθύνες σε όλα τα πολιτικά κόμματα και να αποστοιχίζονται συνολικά από το κομματικό σύστημα. Πρώτοι αυτοί λοιπόν επιστρέφουν σε προϋπάρχοντα του κομματικού συστήματος ενοποιητικά σχήματα. Για αυτό ουσιαστικά "απαγορεύονται" όλα τα κομματικά ενοποιητικά σχήματα. 
Ουσιαστικά, με το Σύνταγμα οι πολίτες πατάνε το κουμπί reset στην πολιτική τους μνήμη και διεκδικούν να ξαναμπούν στην πολιτική από ένα σημείο μηδέν. Ο φόβος του «πολιτικού καπέλου», ότι δηλαδή οι πιο έμπειροι στις πολιτικές διαδικασίες, αυτοί που διαθέτουν το know how της πολιτικής, οι πιο συγκροτημένοι ως πολιτικές προσωπικότητες διαθέτοντας συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά και ρητορική δεινότητα θα επιβληθούν στους νεοεισερχόμενους της πολιτικής εξηγεί πολλά από τα αντικομματικά/αντισυνδικαλιστικά/αντιαριστερά αντανακλαστικά. Έτσι, η συνέλευση επιβάλλει μια υποχρεωτική ισονομία στην πολιτική διαδικασία. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος για τον οποίο αποκλείονται τα κόμματα και οι συνδικαλιστές από συνέλευση, ενώ παράλληλα τίθεται αυστηρά ο σύντομος χρόνος στις τοποθετήσεις, αλλά και η κλήρωση των ομιλητών.
Και οι τρεις ενοποιητικές έννοιες: πολίτης, έλληνας, ατομικότητα κατάγονται ιστορικά από τον γιακωβινισμό και την γαλλική επανάσταση. Από εκεί εξάλλου προέρχεται και η ιδέα της άμεσης δημοκρατίας. Κατά την διάρκεια της γαλλικής επανάστασης το γαλλικό έθνος εκφραζόταν από συνελεύσεις πολιτών τις λεγόμενες κομμούνες οι οποίες παρήγαγαν τους ηγέτες της επανάστασης.  Η Γαλλική Επανάσταση εμφανίστηκε ως άρνηση ενός συστήματος διάκρισης της κοινωνίας σε τάξεις και συσσωματώσεις. Απέναντι στο σύστημα των παλαιών τάξεων του Παλαιού Καθεστώτος προβλήθηκε το έθνος-λαός και απέναντι στο σύστημα των συντεχνιών η άμεση-λαϊκή δημοκρατία. Τα κόμματα θεωρούνταν διχαστικά του λαού και καταγγέλονταν. Στην πράξη όμως τα κόμματα υπήρχαν και δρούσαν μέσα στην επανάσταση. Το κάθε κόμμα όμως θεωρούσε τον εαυτό του μοναδικό και πραγματικό εκφραστή της λαϊκής βούλησης και το αντίπαλο κόμμα προδοτικό. Το αποτέλεσμα ήταν η πολιτική, εθνική και ατομική έννοια σύλληψης του κόσμου να γεννήσουν νέους ολοκληρωτισμούς και νέες δικτατορίες που δεν επέτρεψαν την πραγμάτωση μιας άλλης κοινωνίας. Στην πράξη οι έννοιες αυτές, όπως κυριαρχούν στην πλατεία Συντάγματος, υποκρύβουν έναν ολοκληρωτισμό εν δυνάμει επικίνδυνο στο μέλλον εάν γενικευτεί ως μοντέλο γιαόλη την κοινωνία. Η απαγόρευση των κομμάτων ποτέ δεν υπήρξε ένα δημοκρατικό στοιχείο, αλλά στοιχείο πολιτικού ολοκληρωτισμού.   
 Οι δυο βασικές ενοποιητικές έννοιες, έλληνας και πολίτης, λειτουργούν αρχικά εχθρικά μεταξύ τους δημιουργώντας τον διχασμό της «Ανω» και της «Κάτω» Πλατείας, τα «εθνίκια» για τους μεν, τα «κομμούνια» για τους δε. Στην Θεσσαλονίκη όμως αυτός ο διχασμός δεν εμφανίζεται στον Λευκό Πύργο, καθώς το πατριωτικό κομμάτι συμμετέχει στην διαδικασία της συνέλευσης. Ο διχασμός αυτός ξεπερνιέται στην πράξη στο Σύνταγμα και δεν προκαλείται σύγκρουση. Βέβαια, δεν ήταν πολύ εύκολο καθώς και από τις δύο πλευρές εμφανίστηκαν τάσεις όξυνσης. Καθοριστικός παράγοντας στην απάλυνση της έντασης είναι η στοχοπροσήλωση στον αγώνα και οι μεγάλες μαζικές διαδηλώσεις την πρώτη και την δεύτερη Κυριακή οι οποίες υπερέβαιναν ακόμη και αυτές τις αντιθέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν μάθουν όλοι να συνυπάρχουν παρά την υφέρπουσα αντιπάθεια.  
Έξω από την διαδικασία του κινήματος των Αγαναχτισμένων τέθηκε το συνδικαλιστικό κίνημα και στις τρεις εκδοχές του: ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, ΠΑΜΕ, Πρωτοβάθμια Σωματεία. Ο καθεστωτικός ρόλος της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ έθετε εξαρχής την συνδικαλιστική εργοδοτική γραφειοκρατία απέναντι στο κίνημα. Ούτε ο κόσμος του Συντάγματος ήθελε την ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ ούτε η εργοδοτική γραφειοκρατία το ανεξέλεγκτο κίνημα του Συντάγματος. Το ΠΑΜΕ προέρχεται από μια άλλη εντελώς διαφορετική παράδοση ενοποίησης του λαού η οποία θέτει την τάξη ως βασική ενοποιητική σχέση και ηγεμονική πάνω στα άλλα κοινωνικά στρώματα. Επιπλέον, ορίζει ως μοναδικό γνήσιο εκφραστή των συμφερότων των λαϊκών τάξεων το Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ παράλληλα ταυτίζει την λαϊκή ενότητα αυστηρά μέσω συνδικαλιστικών δομών που θα ελέγχονται πολιτικά από τις δυνάμεις του ΚΚΕ. Το ΠΑΜΕ ουσιαστικά κομματικοποιεί και πνίγει το συνδικαλιστικό κίνημα στις δικές του κομματικές φιέστες και σχεδιασμούς με αποτέλεσμα να γραφειοκρατικοποιεί τα σωματεία και να τα ακυρώνει. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθά σημαντικά στην αλλαγή του κλίματος έναντι του συνδικαλισμού. Το ενοποιητικό του σχήμα είναι αδύνατο να εφαρμοστεί ως τέτοιο και για αυτό αυτοπεριθωριοποιείται αφού αυτοεξαιρεί όλους τους άλλους. Το ΚΚΕ βρέθηκε λοιπόν ξαφνικά μπροστά σε ένα κίνημα που δεν μπορούσε και εν τέλει ούτε ήθελε να ελέγξει. Για αυτό προσπαθεί σε κατάσταση μάλλον σύγχυσης να μείνει απ’ έξω παρότι πιέζεται αρκετά για το αντίθετο.
Η πιο ελπιδοφόρα όμως περίπτωση είναι η κίνηση των Πρωτοβάθμιων συνδικάτων. Η λογική της αμεσοδημοκρατικής συνελευσιακής διαδικασίας, της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας του συνδικαλιστικού κινήματος από την εργοδοσία, αλλά και τις κομματικές χειραγωγήσεις ενοποιεί ένα πλήθος ετερόκλητων σωματείων με αγωνιστικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα, τα Πρωτοβάθμια αγωνίζονται για την κοινή αντιμνημονιακή δράση με ένα σαφές πολιτικό περιεχόμενο που κυριάρχησε σε όλους τους εργατικούς αγώνες. Τα Πρωτοβάθμια κρατούν εκτός από το νήμα των εργατικών αγώνων του προηγούμενου διαστήματος και το νήμα της 5ης Μάη. Είναι η μόνη πολιτική δύναμη που εμφανίζεται με ένα σαφές πλαίσιο εναλλακτικής διεξόδου που ολοένα και περισσότερο κερδίζει νέα σωματεία που αποστοιχίζονται από τον εργοδοτικό συνδικαλίσμό. Η φυσιογνωμία τους ταιριάζει στην φυσιογνωμία του νέου κινήματος των Αγανακτισμένων και η παρουσία τους σε αυτό συμβάλλει στην αλλαγή του κλίματος απέναντι στον συνδικαλισμό εν γένει, αλλά και στο μπόλιασμα με το αναγκαίο πολιτικό περιεχόμενο.  
Τα πρωτοβάθμια σωματεία και ο βασικός τους πολιτικός πυρήνας που σχεδίασε και εφάρμοσε το μοντέλο αυτό συνδικαλιστικής οργάνωσης, δηλαδή οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ,  αντιλαμβάνονται εξίσου ως βασικό ενοποιητικό στοιχείο την τάξη, αλλά ακολουθούν εντελώς διαφορετική τακτική απέναντι στο νέο λαϊκό κίνημα. Από θέση αρχής κατανοούν, επιθυμούν και σέβονται την αυτονομία και την μοναδικότητα των πολιτικών κινημάτων. Έτσι, από την αρχή συνδικαλιστές των Πρωτοβάθμιων παρενέβαιναν στη συνέλευση του Συντάγματος, έθεταν αιτήματα και μετέφεραν εμπειρίες από τους χώρους εργασίας και προσπαθούσαν να μεταβάλλουν το κλίμα για τον συνδικαλισμό διαχωρίζοντας την εργοδοτική γραφειοκρατία από τα αγωνιστικά σωματεία βάσης. Συνέβαλαν να συμπεριληφθεί κάλεσμα της Συνέλευσης προς τα σωματεία, αλλά το σημαντικότερο ήταν η διαμόρφωση της κίνησης «Δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε». Στην πράξη τα Πρωτοβάθμια Σωματεία αυτοτίθενται ως οργανικό κομμάτι του κινήματος και διατίθενται να συμβάλλουν στον ταξικό μετασχηματισμό του περιεχομένου της νέας λαϊκής ενότητας, αλλά και στο περιεχόμενο των αιτημάτων της Συνέλευσης. Η διαγραφή του χρέους το οποίο ολοένα και περισσότερο κερδίζει στις πλατείες ως μοναδική λύση είναι μια πρόταση των Πρωτοβάθμιων ανοίγοντας την συζήτηση για μια σειρά παρεπόμενα ζητήματα, όπως είναι η ΕΕ, το Ευρώ, το μοντέλο παραγωγής, ακόμα και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.  
   Αρχικά, για τους «πατριώτες» οι πολιτικοί ήταν προδότες του έθνους, ενώ για τους «πολίτες» πουλημένοι. Οι πολιτικοί δηλαδή συλλαμβάνονται ως μέρος του εκάστοτε ενοποιητικού σχήματος που όμως τίθενται εκτός εξαιτίας της πουλημένης στάσης τους. Με την παρέμβαση των σωματείων το ταξικό στοιχείο εισβάλλει και προβάλλει μια άλλη ενοποιητική σχέση. Τα Πρωτοβάθμια στήνουν δικό τους περίπτερο και καλούν σε δικές τους πολιτικές συζητήσεις πλουτίζοντας τον διάλογο και τις ζυμώσεις διαμορφώνοντας έναν άλλο διακριτό πόλο μέσα στο κίνημα και όχι έξω από αυτό. Σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο των αιτημάτων της Συνέλευσης γίνεται πιο πολιτικό και ταξικό, ενώ στην πορεία και συγκέντρωση της Τετάρτης το πολιτικό και ταξικό στοιχείο γίνεται πιο έντονο. Σε αυτό συνέβαλλε βέβαια και η παραμονή του ΠΑΜΕ για δύο ώρες στο κέντρο της διαδήλωσης. Η σύνθεση αυτή, η μαζικότητα και η αποφασιστικότητα του κόσμου την Τετάρτη κλώνισε την κυβέρνηση οδηγώντας την σε μια τετράωρη παραίτηση.
Με λίγα λόγια, τόσο για τον κόσμο της συνέλευσης όσο και για τους πατριώτες ολοένα και περισσότερο οι διαδικασίες της πλατείας Συντάγματος είναι αντιπαραθετικές στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου. Η Ελλάδα αποκτά την «Κάτω Βουλή» και το σπόρο για μια άλλου τύπου δημοκρατία.  Οι συνελεύσεις σε περιοχές και δήμους μεταφέρουν τον σπόρο αυτό στις γειτονιές της Αθήνας και συναντιούνται με αγωνιστικές παραδόσεις των κινημάτων των ελευθέρων χώρων. Το χάσμα μεταξύ λαού και κυβέρνησης βαθαίνει, γίνεται ολοένα πιο ταξικό και πολιτικό. Ο παράγων λαός πλέον διεκδικεί ως νέος ηγεμόνας την δική του ανεξάρτητη θέση στο πολιτικό σκηνικό. Η χρεοκοπία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το ασυμβίβαστο δημοκρατίας και ολοκληρωτικού καπιταλισμού θα γεννήσει ξανά το αίτημα για μια άλλη κοινωνική οργάνωση, για μια άλλου είδους δημοκρατία. Εδώ στην πλατεία γενιούνται τα νέα χειραφετητικά οράματα του 21ου αιώνα. Καθήκον μας να τα μπολιάσουμε με τις αρχές και τις παραδόσεις, με τις καλύτερες πλευρές των χειραφετητικών οραμάτων του 20ου αιώνα. Εδώ θα επαναθεμελιώσουμε το όραμα της κομμουνιστικής χειραφέτησης, μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, με πραγματική δημοκρατία, με ισότητα και διακιοσύνη, χωρίς τάξεις, πολέμους, φτώχεια και βαρβαρότητα.   


Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

ΣΗΜΑΙΕΣ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ


της Σίσσυ Μπάρα
Νομίζω ότι η απόφαση της λαϊκής συνέλευσης εναντίον των κομμάτων κάθε άλλο παρα θα πρεπε να μας ξενίζει. Καλό είναι βέβαια να ξέρουμε κάτω απο ποιές συνθηκες κ με τι σκεπτικό πάρθηκε μια τέτοια απόφαση. Ωστόσο τα κόμματα, κ εννοώ κ αυτα της αριστεράς μοιάζουν να έχουν επιτελέσει εδώ και καιρό τον ιστορικο τους ρόλο. Η τόσο μεγάλη καθυστέρηση τους σε σχέση με τη κοινωνία και τις αναγκές της μας δείχνει ότι μάλλον πρόκειται για παρωχημένο θεσμό. Τα αποτελέσματα των εκλογών με τα αυξημένα ποσοστά της αποχής έξάλλου δείχνουν προς αυτη ακριβώς τη κατευθυνση. Δηλαδή της αδυναμίας των κομάτων να εκφράσουν τη κοινωνία.  Προσπαθώντας να εξετάσουμε το πρόβλημα πιο συνολικά και έξω απο τις ευθυνες που διατηρούν οι εκάστοτε ηγεσίες θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η κρίση των κομμάτων βρίσκεται στην ίδια την αρχή της εκπροσωπισης. Εκει ακριβώς κυοφορείται ο σπόρος της γραφειοκρατίας κι εκει αρχίζουν να αναδυονται επιμέρους συμφέροντα που όχι μόνο αποκόπτουν τα κόμματα απο τη κοινωνία, αλλά στρέφονται κι εναντίον της. Πολλά τα παραδείγματα με κομματικές θέσεις οι φορείς των οποίων όταν έρχεται η ωρα της επιλογής και της ρήξης με το πολιτικό σύστημα κάνουν πίσω, είτε για να μη χάσουν τις δουλειές τους και βρεθούν άνεργες και άνεργοι είτε τα προνομια τους. Ειδικά μάλιστα όταν δεν τίθεται ζήτημα κατάληψης της εξουσίας, δηλαδή δεν είναι σίγουροι ότι θα κυβερνήσουν.  Οι παραπάνω συμπεριφορές είναι καταγράψιμες απο τους πολίτες και μπορούν κάλιστα να αιτιολογούν και την αποστροφή απέναντι στα κόμματα. Στον αντίποδα αυτης της προβληματικής θα πρέπει να μας αποσχολήσει ένα άλλο  ερώτημα που αφορά τη στάση του κινήματος έναντι  άλλων συλλογικοτήτων : όπως οι αντιρατσιστικές οργανώσεις ή οι πρωτοβουλίες υπεράσπισης μεταναστών για παράδειεγμα.  Εκει έχει σημασία να δούμε ποια είναι η στάση της συνέλευσης και  ποιά τα επιχειρήματα.
Σε ότι αφορά τα σύμβολα και τις σημαίες, είναι φανερό ότι πολιτικά αλλά κ αισθητικά το θέαμα με τις ελληνικές σημαίες δεν μπορεί να ικανοποιεί καθόλου όσες και όσους εχουν μια αντεθνικιστική κουλτούρα και διεθνιστικά αντανακλαστικά. Ομως οφείλουμε να δούμε τί σημαίνει ακριβώς, και κυρίως γιατί συμβαίνει. Το ότι επιτρέπονται εθνικές, κ όχι μόνο η ελληνική, σημαίες παραπέμπει μάλλον στο ότι αυτοι οι άνθρωποι στη προσπάθεια τους να βρουν κοινα σημεία επιλέγουν σύμβολα που σχετίζονται με αυτο που θεωρούν ότι είναι το συνεκτικό στοιχείο μετάξυ τους:  δλδ ότι είναι έλληνες πολίτες, για την ελληνική σημαία, και πολίτες αλληλέγγυοι με πολίτες άλλων χωρών που έιχαν παρόμοια κρίση στο εσωτερικό τους ή έτσι την εκλαμβάνουν τελος πάντων, για αυτους που κρατανε άλλες σημαιές. Αυτά νομίζω ότι θα μπορούσαν να χαρακτηρίζουν τους σημαιοκραδαίνοντες που δεν έχουν ξανακατέβει στο δρόμο αλλά και που δεν έχουν ταυτίσει, για κάποιο λόγο, την ελληνική σημαία με τον ελληνικο εθνικισμό. Εδω θα πρέπει να θυμήσουμε ότι η διδασκαλία της ιστορίας μας ειναι και παραμένει εθνικοκεντρική. Οι μόνες και μόνοι που εξαιρούνται απο το εθνικοκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα που διέπει όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι τουλάχιστον θεωρητικά οι αποφοιτες και αποφοιτοι ιστορικών τμημάτων. Και πάλι όχι όλοι.  Το ντοκιμαντέρ του σκάι ήταν πολύ χαρακτηριστικό ως προς αυτή την κατευθυνση, διότι διακύρηξε δια στόματος Βερεμη ότι στόχος ενός εκπαιδευτικού συστήματος είναι και η συγκρότηση εθνικής ταυτότητας. Και με βάση αυτό το επιχείρημα είχε μάλιστα εξωραϊσει την παραχάραξη κυριολεκτικά γεγονότων κατα τη περίοδο της ελληνικής επαναστασης και των βιαιπραγιών που με περισσή λεβεντιά έκαναν οι έλληνες σε βάρος του μουσουλμανικού κι εβραϊκού στοιχείου, ακριβώς γιατι η κατασκευή εθνικής ταυτότητας δεν μπορει να μη βασίζεται στο ένδοξο παρελθον. Η άποψη αυτη του Βερέμη νομίζω ότι απηχεί το κοινό πολιτικό αίσθημα των κυβερνώντων στη ελλάδα.
Εκτός όμως απο τον εθνικοκεντρικό χαρακτήρα της ελληνικής εκπαίδευσης, που διαμορφώνει συνειδήσεις και εν προκειμένω και αυτων που κατεβαίνουν στις πλατείες, δεν πρέπει να ξεχνάμε κ έναν ακομα παράγοντα : τη τεράστια κρίση στην οποία βρίσκεται αυτη τη στιγμή  η ευρωπαϊκή ταυτότητα.  Το ευρωπαϊκό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας με λίγα λόγια απέτυχε. Κι αυτό το νοιώθει ο κόσμος στο πετσί του με τα μέτρα του μνημονίου. Η στροφή επομένως στην εθνική ταυτότητα είναι λογική συνέπεια και φαντάζει η μόνη ταυτότητα στην οποία μπορουν να βασιστούν οι πολίτες. Και να βασιστούν οχι θεωρητικά, ή ψυχολογικά, ή ιδεολογικά, αλλά πρακτικά στρατηγικά για να διεκδηκήσουν πίσω τις ζωές τους. Σε ποιο πολιτικό επίπεδο από αυτά που προσφέρει η τριχοτόμηση των εξουσιών εντός ευρωζώνης (ΕΚΤ αρχηγοι κρατων εθνικα κρατη), μπορούν να επέμβουν οι πολίτες για να αλλάξουν τις αποφάσεις που παίρνουν άλλοι γι αυτούς στο όνομα των συμφερόντων των τραπεζών; Στην ευρωβουλή; μα το ευρωκοινοβούλιο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει κάτι. Ακόμα και τη πλειοψηφία να είχαμε σε όλα τα όργανα της ΕΕ πάλι θα προσκρούαμε στις συμφωνίες των αρχηγων κρατών, οι οποίοι εκλέγονται απο τα επιμέρους κράτη. Βιώνουμε ακριβώς αυτο το παραλογισμό :να ειμαστε καταδικασμένοι στη φτωχεια χωρίς να έχουμε καμμια δυνατότητα πολιτικά να αντιστρέψουμε τους συσχετισμους. Να υφιστάμεθα την οικονομική πολιτική ανθρώπων που δεν εκλεξαμε και δεν μπορούμε να τους ελέγξουμε. Γιατί εντός ΕΕ δεν υπάρχουν θεσμικα όργανα δημοκρατικά εκλεγμένα γι αυτό. Δεν υπάρχει με άλλα λόγια πολιτικά ενοποιημένη ευρωπη. Ολη αυτη τη παρανοια ο κόσμος και την νοιώθει και τη ξέρει. Κι εδω είναι που πρέπει να προσέξουμε πολύ μα πάρα πολύ η αντίδραση στη ευρωπη των τραπεζοτοκογλύφων να μη γίνει φασισμός.
Τέλος θα πρέπει να αναρρωτηθούμε το γιατί η κοινωνική ιδιότητα των εργαζομένων, η ένταξη τους στη παραγωγή ή ακόμα και η μη ένταξη τους σε αυτην στο βαθμό που είναι εκτός αγοράς εργασίας δεν αρκεί ώστε να αποτελέσει συνδετικό κρίκο και να διαμορφωσει ταυτότητες στις οποίες θα μπορούσαν επίσης να συγκροτηθούν αποφεύγοντας εκείνη του έλληνα ή ευρωπαίου πολίτη. Η ένταξη όμως σε αυτην την εργασιακή ταυτότητα, ή κοινωνική τάξη κατ άλλους με βάση τη θέση στη παραγωγή, ή ταξική συνείδηση όπως λέγαμε παλιά είναι έννοιες που επίσης βρίσκονται σε κρίση στην Ελλάδα. Μια κρίση που έχει να κάνει μεταξύ άλλων και με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομιας μιας οικονομίας χωρίς βιομηχανικούς εργάτες για παράδειγμα, και το κατακερματισμό σε επιμέρους συμφέροντα και στρωματώσεις που παρατηρέιται στο κόσμο της εργασίας και που δυσχεραίνει τη δημιουργία ευρύτερων μετώπων απέναντι στους εργοδότες.
Μένοντας λοιπον σπίτι του η καθεμια κ ο καθένας κοιτώντας τους αγανακτησμένους αφ υψηλού γιατί δεν ειναι αρκετα επαναστάτες αλλά είναι μικροαστοί, πράγμα που δεν είναι κατ ανάγκη ψέμα, αφήνει τα πράγματα στη τυχη τους. Ομως στη πραγματικότητα τίποτα δεν έχει τελειώσει. Και μοιάζουμε ήδη να κάνουμε το μνημοσύνο. Το ότι δεν έχει λάβει ριζοσπαστικότερες μορφές δράσης δεν σημαίνει ότι δεν μπορει να τις πάρει. Η κάθε παρουσία μετράει. Το να πας στη συνέλευση χωρίς ελληνική σημαία είναι πολιτική πραξη. Το να τοποθετηθεις υπέρ των μεταναστών και κατα του ρατσισμού επίσης είναι πολιτική πράξη. Οπως και απλά το να μη μιλήσεις κατα των μεταναστων, να μη τους θεωρήσεις δλδ υπέυθυνους για τη κρίση. Το να συμμετεχεις στις συν/σεις κ να αντάλλασεις αποψεις, αγωνίες ιδεες με το κόσμο είναι πολιτική πράξη και παράγει αποτελέσματα. Χωρίς κόματα κ έτοιμες λύσεις, όλα απο την αρχή. Τα ίδια τα κοινωνικά κινήματα είναι φορείς και παραγουν τα ίδια και θεωρία και λύσεις, σε όλα τα επίπεδα. Και ως προς αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε: Αν δεν υπήρχαν τα συνδικάτα και οι μεγάλες απεργίες θα υπήρχε κευνσυανή σχολή στα οικονομικά; Αν δεν υπήρχαν επαναστατικά κινήματα πριν απο το Μαρξ, θα υπήρχε μαρξιστική σχολή σκέψης;
Τελειώνοντας θα ήθελα θιξω και κάτι άλλο:  Βασικό σημείο της κριτικής που ακούγεται κατα των συγκεντρωσεων στις πλατειες είναι ότι το κίνημα αυτό το στηρίζει  το σύνολο των μίντια και του πολιτικου κόσμου, προσφατα και ο τέος βασιλιάς. Το γεγονός ότι όλοι αυτοι είδαν τον όγκο των πολιτών να βγαίνουν στους δρόμους και τους καλοπιάνουν φοβούμενοι να μη ριζοσπαστικοποιηθει κ οργανώσει απεργίες ή άλλες δυναμικότερες μορφές διεκδήκησης, είναι λόγος να απέχουμε; Αντιθέτως νομίζω ότι είναι ακριβώς ο λόγος για να συμμετέχουμε.
το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα sissiebara
Un site utilisant WordPress.com
http://sissiebara.wordpress.com/2011/06/16/%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CE%B9%CE%B5%CF%83-%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B5%CF%83-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%85/

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Μπορούμε να τους ανατρέψουμε!



PDFΕκτύπωσηE-mail
15.06.11
apergia_15_6.gifΑνακοίνωση του γραφείου τύπου του ΝΑΡ 
.




Το ΝΑΡ χαιρετίζει τη μεγαλειώδη απεργιακή μάχη και τις διαδηλώσεις των εργαζομένων, της νεολαίας, όλου του λαού σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Οι σημερινές απεργιακές συγκεντρώσεις συνάντησαν τους διαδηλωτές που εδώ και 22 ημέρες κατακλύζουν την πλατεία Συντάγματος και τις πλατείες των άλλων πόλεων και δημιούργησαν μια από τις κορυφαίες στιγμές της λαϊκής αντίστασης και πάλης μετά τη Μεταπολίτευση.


Το μήνυμα της σημερινής απεργίας και συγκέντρωσης ήταν πιο μαζικό, μαχητικό και βροντερό από ποτέ: Η βάρβαρη πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, της ΕΕ, του ΔΝΤ και του κεφαλαίου έχει καταδικαστεί οριστικά και αμετάκλητα από το λαό. Το μνημόνιο, το σύμφωνο για το ευρώ, το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα πρέπει εδώ και τώρα να ανατραπούν. Μαζί και όλα τα αντεργατικά μέτρα που έχουν προωθήσει.


Στη σημερινή αναμέτρηση, οι εργαζόμενοι κατέθεσαν τα δικά τους όπλα: το συλλογικό αγώνα, την απεργία, την επιμονή, την ειρηνική διαδήλωση, την αγωνιστική συνάντηση κάθε αγωνιζόμενης φωνής.




Η κυβέρνηση, θέλοντας να αποδείξει πόσο επίκαιρο είναι το σύνθημα που ακούγεται στις πλατείες, «η χούντα δεν τελείωσε το ‘73», επιστράτευσε κάθε μέσο: την εργοδοτική τρομοκρατία, τις φημολογίες, τους κοινοβουλευτικούς ελιγμούς του σάπιου πολιτικού τους συστήματος, την πλύση εγκεφάλου των ΜΜΕ ότι αν δεν πάρουμε την πέμπτη δόση κι αν φύγουμε από το ευρώ θα έρθει η συντέλεια του κόσμου. Κι όταν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να ανακόψει το λαϊκό ποτάμι, που ξεχύθηκε στους δρόμους και τις πλατείες -ιδιαίτερα στην πλατεία Συντάγματος-, όταν η συναίνεση που τόσο απλόχερα προσφέρουν στην κυβέρνηση τα κόμματα του συστήματος και η «υπεύθυνη» Αριστερά του «εκλογές τώρα» και οι δραματικές επισκέψεις στον πρόεδρο της Δημοκρατίας σαρώθηκαν στους δρόμους του αγώνα, επιστράτευσε το μόνο όπλο που της απέμεινε για να διαλύσει τη συγκέντρωση και να αποτρέψει τη συνάντηση των απεργών με τους διαδηλωτές των πλατειών: την άγρια καταστολή, τους μηχανισμούς χτυπήματος και διάλυσης των διαδηλώσεων, τη γνωστή «σύγκρουση» ομάδων ατομικής βίας-μηχανισμών καταστολής, τους τόνους χημικών και δακρυγόνων.


Τίποτα, όμως, δεν μπορεί να κάμψει την αποφασιστικότητα και τη θέληση των εργαζομένων και των νέων. Τώρα είναι η κρίσιμη στιγμή: να ανατραπεί η ιερή συμμαχία της άγριας επίθεσης στα εργατικά δικαιώματα και η ωμή βία που τη συνοδεύει. Η λαϊκή πάλη να τους στείλει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, κι αυτούς και κάθε άλλο επίδοξο κυβερνητικό διαχειριστή της ίδιας πολιτικής.


Δεν τους αφήνουμε να πάρουν ανάσα. Καμία λύση δεν μπορούν να δώσουν οι κοινοβουλευτικοί και εκλογικοί ελιγμοί, οι ανασχηματισμοί και διάφορες κυβερνήσεις εθνικής ενότητας ή τεχνοκρατών, στις οποίες καταφεύγουν πανικόβλητοι, κάτω από την πίεση της λαϊκής πάλης. Τη λύση θα τη δώσει ο κυρίαρχος λαός που μάχεται με απεργίες, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις στις πλατείες. Δεν εγκαταλείπουμε κανένα χώρο αγώνα, μετατρέπουμε σε εστία αντίστασης και πάλης κάθε πλατεία, κάθε γειτονιά, κάθε χώρο δουλειάς, κάθε σχολή. Πυκνώνουμε τις γραμμές του αγώνα, σήμερα, τις επόμενες μέρες, διαρκώς, μέχρι να νικήσουμε, μέχρι να φύγουν η κυβέρνηση, το μνημόνιο, η ΕΕ, το ΔΝΤ, μέχρι να ανατραπεί η αντεργατική αντιλαϊκή πολιτική.


Να μην επιτρέψουμε την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος. Να ανατρέψουμε το μνημόνιο και τη βάρβαρη πολιτικής τους. Δεν πληρώνουμε το χρέος. Να βγούμε από το κολαστήριο του ευρώ και της ΕΕ. Δημόσια και δωρεάν όλα τα κοινωνικά αγαθά – καμιά ιδιωτικοποίηση. Να γίνει ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου υπέρ των εργαζομένων και εις βάρος του κεφαλαίου. Να περάσουν οι τράπεζες στο δημόσιο, χωρίς αποζημίωση, με εργατικό έλεγχο. Να ανατρέψουμε τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό και το εκφυλισμένο πολιτικό τους σύστημα. Πραγματική δημοκρατία, ο εργαζόμενος λαός και η νεολαία να είναι κυρίαρχοι και να ορίζουν τις τύχες τους.


Κλιμακώνουμε την πάλη με νέες απεργιακές μάχες σε κάθε χώρο, με νέες γενικές απεργίες, με διαρκείς συγκεντρώσεις στις πλατείες και τις γειτονιές. Με τη λαϊκή αγωνιστικότητα που –όπως αποδείχτηκε και σήμερα- μπορεί να βάλει φραγμό και να αποκρούσει τη μαζική καταστολή και τις σιδερόφραχτες διμοιρίες των ΜΑΤ. Για μια μαζική, μαχητική, παρατεταμένη και νικηφόρα ενιαία πάλη όλου του λαού, με τις συλλογικές διαδικασίες, τις συνελεύσεις, τις αμεσοδημοκρατικές μορφές και όχι την ξεπουλημένη γραφειοκρατία των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.


Απαντάμε με τους αγώνες μας, με τα δικά μας δημοκρατικά λαϊκά όργανα, με τις λαϊκές συνελεύσεις συζήτησης και δράσης στις γειτονιές και στις πλατείες, με τις εργατικές συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς, με την αντικαπιταλιστική Αριστερά της αποφασιστικής αντίστασης, της καθολικής ανατροπής, της εργατικής δημοκρατίας και της νέας κομμουνιστικής προοπτικής.


Τώρα πλέον, η ιστορία γράφεται από το λαό στους δρόμους του αγώνα και της ανατροπής! 

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Ο γύρος της Τριχωνίδας του 1931



Έρευνα και σχολια: Κώστας Παλούκης
Το 1931 η εφημερίδα Ελεύθερος Άνθρωπος δημοσιεύει μια σειρά από άρθρα που παρουσιάζουν τις επαρχιακές ελληνικές πόλεις. Ανταποκριτής της εφημερίδας είναι ο Νικόλαος Πύρης ο οποίος με τη ματιά του περιηγητή και με έδρα το Αγρίνιο επισκέπτεται με αυτοκίνητο τις σημαντικότερες πόλεις και αρκετά χωριά της Αιτωλοακαρνανίας διασχίζοντας όλο το νομό. Τα άρθρα χαρακτηρίζονται από το ύφος του εξωτερικού παρατηρητή ο οποίος «φωτογραφίζει» και μεταφέρει παραστατικά τις εικόνες της μιας ματιάς. Τα κείμενα ισορροπούν ανάμεσα στον εξωραϊσμό και τα δεινά της περιοχής. Λανθάνει πάντοτε μια ελαφριά ρομαντική «παρνασιστικής» τάσης διάθεση η οποία εξισορροπεί με τον ρεαλισμό. Σε κάθε περίπτωση είναι η ματιά του Αθηναίου «μεσαίου αστού» που ανακαλύπτει την ελληνική ύπαιθρο. Η περιήγηση λαμβάνει χώρα χειμώνα. Εντάσσεται στην γενικότερη προσπάθεια της εφημερίδας να αναδείξει την ύπαιθρο και να «τουριστικοποιήσει» την οπτική των αναγνωστών της καθώς παράλληλα δημοσιεύονται μια σειρά από άρθρα με αναφορά σε χειμερινά αθλήματα, γυμνισμό και διακοπές. Ο «υγιεινισμός», ο εκσυγχρονισμός και η οικονομική ανάπτυξη είναι τα κύρια αιτήματα της περιηγητικής αρθρογραφίας του Πύρη.  
Πρώτος σταθμός είναι η περιοχή της λίμνης Τριχωνίδας. Το άρθρο, 4/2/1931 έχει τίτλο: «Εις την Αιτωλοακαρνανίαν, ο γύρος της λίμνης Τριχωνίδος». Παρουσιάζει την Αιτωλία ως «το πλέον εγκαταλελειμμένομ τμήμα του ελληνικού κράτους» παρότι είναι «λίαν παραγωγικόν και μεγάλως ενισχυτικόν του κρατικού προϋπολογισμού». Η ευθύνη της εγκατάλειψης σύμφωνα με τον δημοσιογράφο βαρίνει κυρίως τους ίδιους τους κατοίκους οι οποίοι υπομένουν «καρτερικώς οπισθοδορμικότητας αδικαιολογήτως». Παρά τον κατεστραμμένο δρόμο ο περιηγητής βλέπει  ζωηρότατη κίνηση σε αυτόν, παρότι ένα τμήμα της οδού καλύπτεται από τα νερά της λιμνοθάλασσας. Ωστόσο ο γύρος της λίμνης «αποτελεί την τερπνότεραν διαδρομήν την οποία δύναται να κάμη κανείς εις την Ελλάδα. Το «ελβετικό τοπίο» και τα αρχαιολογικά τοπία ενάλλάσσονται καλλιεργήσιμους αγρού και γυμνά ασβετολιθικά όρη.  Ο περιηγητής σταματά στα περισσότερα χωριά που συναντά, ενώ για τα πιο μεγάλα αναφέρει πληθυσμό και τα ονόματα των προέδρων τους. η πιο σημαντική αρρώστια στην περιοχή είναι η ελονοσία. 

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Μνήμη και Πολιτική: Γράφοντας Ιστορία στην Εποχή της Σύγκρουσης






ΟΜΙΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Ο Όμιλος για τη Μελέτη της Ιστορίας και της Κοινωνίας διοργανώνει εκδήλωση με
τον υποψήφιο διδάκτορα ιστορίας του πανεπιστημίου του Τελ-Αβίβ Sami Abou
Shehadeh με θέμα «Μνήμη και Πολιτική: Γράφοντας Ιστορία στην Εποχή της
Σύγκρουσης».
Sami Abou Shehadeh
«Μνήμη και Πολιτική: Γράφοντας Ιστορία στην Εποχή της Σύγκρουσης»

Τρίτη 14 Ιουνίου, 7.30 μ.μ

Αμφιθέατρο Δρακόπουλου-Ε.Κ.Π.Α (Προπύλαια)
κα υπάρχει παράλληλη μετάφραση (ακουστικά)
Η έρευνα του Sami Abou Shehadeh επικεντρώνεται στις διαπραγμάτευσεις της
συλλογικής μνήμης και της αντιθετικές εθνικές πολιτικές που αναπτύσσονται γύρω
από το ζήτημα αυτό, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τον πόλο της Γιάφας. Η
εκδ'ηλωση αποσκοπεί ταυτόχρονα στην ενημέρωση για τις συνθήκες ιστορικής
έρευνας στα πανεπιστήμια του κράτους του Ισραήλ, τα ιστοριογραφικά ερωτήματα
και τη διαπλοκή αυτών με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της Μέσης
Ανατολης.
* Ευχαριστούμε το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας
του τμήματος Πολιτικής Επιστιμες και Δημόσιας Διοίκησης για την παραχώρηση του αμφιθεάτρου

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Με το ανεξίτηλο μελάνι του δίκιου

του Παναγιώτη Μαυροειδή

Ζούμε μια μοναδικά συμπυκνωμένη ιστορική πολιτική στιγμή, που σαρώνει θέσφατα και συνήθειες. Περιγελά πολιτικά βολέματα και περιφρονεί με μεγαλοπρέπεια πολιτικούς σχεδιασμούς της δεκάρας. 
Ας φέρουμε στο μυαλό μας αρκετούς από τους ως χθες θεωρούμενους μεγαλοφυείς πολιτικούς συλλογισμούς των επαϊόντων της μεγάλης πολιτικής : Θα περάσει άραγε ο Γιώργος τον σκόπελο των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και θα ψηφίσει το μακροπρόθεσμο πρόγραμμα; Αλήθεια, πως θα ταιριάξουν κάποιοι βουλευτές την ανάγκη να είναι "λίγο κατά" , αλλά "όχι και τόσο" ώστε να βρεθούν έξω από τη λίστα και να "χάσουν την κουτάλα μαζί με τα ζουμιά" ; Και δόστου οι αναλύσεις … Τι θα κάνει ο Αντώνης, θα προσφέρει συναίνεση όπως απαιτεί ΕΕ και ΣΕΒ ή θα φυλάξει τον πισινό του ; Ιστορικό ερώτημα και αυτό … Ο λαλίστατος Καρατζαφέρης, το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα εκτός ΠΑΣΟΚ που ψήφισε το μνημόνιο, θα μπει μόνος του σε συναινετική λύση ή θέλει και τον Αντώνη παρέα για να φυλάει τα νώτα του ; Η κοράκλα κάηκε άραγε οριστικά, μαζί και με τα εξ αριστερών "αντι-λαϊκίστικα" εξαπτέρυγα της Δημοκρατικής Αριστεράς, καθώς βιάστηκαν να δηλώσουν προθυμία σε συναινετικές λύσεις ;
Πόσο φτωχοί, μίζεροι και κακόμοιροι φαίνονται αυτοί οι "βαθείς στοχασμοί" στο φόντο του πλήθους και του πάθους των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων , που διαδήλωσαν αποφασισμένα και ειρηνικά ενάντια στο σφαγείο του μνημονίου ! Πόσο μακρινοί και άδειοι από νόημα σε σχέση με τις γεμάτες πλατείες. Τις πλημμυρισμένες από αγωνία, αγώνα, ελπίδα, διάλογο, αντιπαράθεση, ζωή…
Και αυτή πάλι η βαρύγδουπη προειδοποίηση των θεματοφυλάκων της κομμουνιστικής πολιτικής και ιδιοκτητών της ιστορίας ότι "η έξοδος από το ευρώ θα ήταν τώρα καταστροφική" , μήπως πρέπει να ξαναδιαβαστεί υπό τους ήχους των συνθημάτων "η χούντα δεν τελείωσε το 73, ψωμί, παιδεία, ελευθερία ! " ; Βοήθησε άραγε αυτή η δήλωση τους κομμουνιστές μέλη του ΚΚΕ, να βρεθούν μέσα στο λαϊκό ποτάμι ή ώθησε σε καταστρεπτική αυτό-απομόνωση ; Και πως εξηγείται αυτή η αγχώδης ταύτιση του Γ. Δραγασάκη, που δήλωνε-μιλώντας για το ερώτημα της εξόδου από το ευρώ – πως "πρόκειται για επικίνδυνα και ύποπτα σενάρια" ;
Ας ζυγίσουμε την δημοκρατία που χτίζουν οι εργαζόμενοι, οι φτωχοί, οι άνεργοι, οι νέοι στις πλατείες και στους δρόμους, που διεκδικούν αδιαπραγμάτευτα άμεση δημοκρατία, με το άγχος του Αλ. Τσίπρα για αναστήλωση του κύρους του κοινοβουλίου και προσφυγή στην μαγική διαδικασία των … εκλογών εδώ και τώρα. 
Ας αναλογιστούμε για την γονιμότητα της πολιτικής ουράς στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία των ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ και της φετιχοποίησης των δήθεν γενικών απεργιών τους. Ακόμα και αυτή τη στιγμή, το Σάββατο, την παραμονή της μεγάλης λαϊκής έκρηξης της Κυριακής, έτρεξαν δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και άλλοι με κόκκινα λάβαρα (όχι από πάθος και θυμό, αλλά από άγχος για τα θέσφατα που κινδυνεύουν) , στο συλλαλητήριο μαϊμού της ΓΣΕΕ των 500 ανθρώπων στο όνομα της "επαφής με τις μάζες" και της "υπεράσπισης του ρόλου των συνδικάτων" . 
Με τούτα και με κείνα, κανείς από τους παραπάνω δεν δικαιούται να κρίνει και να επικρίνει τον λαϊκό κόσμο, που υπέροχα και ελπιδοφόρα προσπερνά την καρικατούρα πολιτικής και αναζητά να καθορίσει τις εξελίξεις. Να διαμορφώσει πολιτική για τον ευατό του και το περιφρονημένο δίκιο του. Να στήσει τα δικά του όργανα συζήτησης, εξουσίας, δημοκρατίας και ελέγχου.
Όταν οι πλατείες μιλούν για ΨΕΥΤΕΣ ας μαζευτούν κάποιοι με τις ειρωνείες για "ρηχή πολιτικοποίηση". Όταν ο λαός ανακαλύπτει και απορρίπτει τα παραμύθια που του σέρβιραν οι κυβερνήσεις και οι αυλικοί τους, είτε για το ευρώ είτε για την ΕΕ, δεν δικαιούται κανείς να περιφρονεί. Εκτός και αν προδίδει μια δική του ενοχή... 
Όταν οι εργαζόμενοι μιλούν για ΚΛΕΦΤΕΣ και ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ πολιτικούς, είναι αστείο να αντιπαραβάλλεται ως πρώτη απάντηση από την κοινοβουλευτική αριστερά ότι "ΝΑΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΟΙ ΙΔΙΟΙ". Την διαφορετικότητα της δικαιούται και μπορεί να την καταχτήσει η αριστερά, μόνο αν στραφεί ενάντια στον εκφυλισμό και την υποκρισία του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αλλιώς προδίδει άλλες εμμονές και συμπλέγματα. Και πάει γυρεύοντας …
Όταν οι απολυμένοι των εργοστασίων, οι καταστραμμένοι αγρότες ή οι μικρομαγαζάτορες με τα κλειστά μαγαζιά, μουντζώνουν οργισμένοι την ΕΕ, το ευρώ και την τρόϊκα, ας κρατηθούνε ορισμένοι με τα μαθήματα περί "εθνικισμού". Ας θυμηθούν λίγο και τα λόγια του Βελουχιώτη στον ιστορικό του λόγο στη Λαμία: "Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει νάβρει κέρδη σ' όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια (…) Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει, οπού βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουνε μέσα στη χώρα που κατοικούμε."
Η αντικαπιταλιστική αριστερά είναι κομμάτι του λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος. Με μικρές δυνάμεις, αλλά πολύτιμη, συνεπή και ανιδιοτελή πολιτική συμβολή. Δεν φιλοδοξεί να περιοριστεί στον ρόλο της κριτικής και της αριστερής πολιτικής ουράς, είτε της κοινοβουλευτικής αριστεράς, είτε της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Τέτοια αυτοκτονία δεν της ταιριάζει. Μπορεί και πρέπει να εμπλακεί απ’ ευθείας με τον κόσμο που κινείται ορμητικά, ανακαλύπτοντας, σταδιακά αλλά και με άλματα, την γυμνότητα και την αδυναμία των κυρίαρχων. Να γίνει μέρος του πολιτικού προβληματισμού και της δημιουργικής αντιπαράθεσης, της ανάγκης για ανέβασμα της πολιτικής συνειδητότητας του κόσμου που συνειδητοποιεί την δική του συλλογική πολιτική δύναμη. 
Η δική μας εμπιστοσύνη στις αστείρευτες λαϊκές δυνάμεις δεν είναι μεσσιανική. Δεν αποθεώνουμε τίποτα. Γνωρίζουμε πολύ καλά τις δυσκολίες και την σκληρή διαπάλη που διεξάγεται. 
Η επιλογή για εμπλοκή και παρέμβαση δεν αποτελεί "ευκολία" . Αντίθετα είναι απόφαση να αναμετρηθούμε με τα δύσκολα. Να ακούσουμε, να σκεφτούμε, να επιδράσουμε, να αλλάξουμε, μέσα στην κίνηση και την αναζήτηση του πραγματικού κόσμου και όχι των μυημένων. 
Δεν είναι στάση μειωμένων προσδοκιών, αλλά αντίθετα μεγαλύτερης πολιτικής απαιτητικότητας. Να δοκιμάσει η επαναστατική αντικαπιταλιστική πολιτική την ικανότητα της να συνδεθεί με το ερώτημα της επιβίωσης του κόσμου. 
Δεν χρειαζόμαστε απλά μια συνάντηση του συνειδητού με το αυθόρμητου. Χρειαζόμαστε μια αναγεννημένη σχέση ενός νέου συνειδητού και ενός νέου αυθόρμητου. 
Με αδιαπράγματευτο στόχο: Αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης.
Ο δρόμος αυτός θα σαρώσει κυβέρνηση και καθεστωτικά κόμματα.
Θα δείξει την ενοχή της ΕΕ, του ευρώ, αλλά και της οικονομίας της αγοράς και της αγοραίας κοινωνίας.
Θα συντρίψει θέσφατα, συνήθειες, συναινέσεις και λιποψυχίες.
Θα κοντύνει τον συνδικαλισμό της υποταγής.
Θα ταπεινώσει τους διανοούμενους υποταχτικούς και γελωτοποιούς της εξουσίας. 
Η αριστερά, υποχρεούται και μπορεί να συμβάλλει. Έχει αστείρευτες δυνάμεις, πολιτισμό και ιδέες, υπέροχο και ανιδιοτελή κόσμο σε όλα τα ρεύματα. Αν ακούσει, αν μιλήσει ως αριστερά και δε σταθεί ως δασκάλα γεροντοκόρη ή πονόψυχη νοσοκόμα του πολιτικού συστήματος, θα αλλάξει μαζί με τους αγωνιζόμενους. Το έχει ανάγκη αυτό.
Διαφορετικά, θα σαρωθεί ...

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Μια παρέμβαση για τα γεγονότα της πλατείας Συντάγματος


του Δήμου Ε από το blog Aformi:
 
Την τελευταία εβδομάδα γινόμαστε μάρτυρες πρωτοφανών συγκεντρώσεων στην πλατεία Συντάγματος, από δεκάδες χιλιάδες πολίτες καθημερινά. Το καινοφανές έγκειται στο ότι πρόκειται για καθαρά αυθόρμητες κινητοποιήσεις, οι οποίες παρέκαμψαν τις παραδοσιακές κομματικές ή συνδικαλιστικές διαμεσολαβητικές δομές και κινητοποιήθηκαν μέσω των διαφόρων ψηφιακών κοινωνικών δικτύων (facebook, twitter, forums, κ.λπ.) αλλά και από στόμα σε στόμα.
Αυτό σε πρώτη ανάγνωση και πριν προλάβουμε να το βαφτίσουμε «κινητοποίηση του facebook», θα πρέπει να πούμε ότι ο εν λόγω τύπος κινητοποίησης (περικύκλωση της Βουλής -έξω από το κατεξοχήν κέντρο λήψης των πολιτικών αποφάσεων και λίκνο της αστικής δημοκρατίας) μάλλον ζυμωνόταν σαν ιδέα σε διευρυμένα (και ταξικά προσδιορίσιμα) κοινωνικά στρώματα κάποιο καιρό και μάλιστα φάνηκε ότι αποτελούσε κοινό τόπο (σχεδόν αδιαμφισβήτητο έχω την εντύπωση) η τροπικότητα και μορφή της διαμαρτυρίας. Προφανώς πηγή αυτής της σύλληψης ήταν οι καταλήψεις κεντρικών πλατειών στην Ισπανία και ιδιαίτερα η δυναμική κατάληψη της πλατείας Ταχρίρ από τον αιγυπτιακό λαό με συγκρουσιακά χαρακτηριστικά και απαράμιλλη επιμονή. Αναμφίβολα η νικηφόρα της κατάληξη (η αποπομπή του επί 30 συναπτά έτη προέδρου Μουμπάρακ) ενέπνευσε όλον αυτόν τον κόσμο που διαδηλώνει αυτές τις μέρες, προσφέροντάς του μια δυνητική νικηφόρα έκβαση.
Ωστόσο, το παράδοξο της όλης υπόθεσης αφορά το σκεπτικισμό, την απαξίωση ή την ακόμα και την εχθρότητα με την οποία υποδέχονται ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς, τόσο κοινοβουλευτικής όσο και αντισυστημικής, τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, έτσι όπως αποτυπώνεται από την αρθρογραφία στα διάφορα μπλογκ αλλά και στις συζητήσεις στους κόλπους των αριστερών και αντιεξουσιαστικών πολιτικών οργανώσεων. Πρόκειται για παράδοξο και αντίφαση στο βαθμό που ο εν λόγω πολιτικός χώρος αναφέρεται στις μαζικές διαδηλώσεις ως κυρίαρχο μοντέλο πολιτικής παρέμβασης, προσδίδει βαρύτητα και ιεραρχεί ως πρώτιστο καθήκον την προώθηση και ριζοσπαστικοποίηση των εξωθεσμικών κινημάτων και τέλος επιδιώκει να οικοδομεί μια τέτοια πολιτική ηγεμονία εντός τους με τελικό ορίζοντα τον επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Αν διατυπώσουμε την προηγούμενη πρόταση ως υπόθεση εργασίας, θα συμπέραινε κανείς ότι αυτήν τη στιγμή παρουσιάστηκε μια χρυσή και -γιατί όχι ανέλπιστη- ευκαιρία στην Αριστερά για επιτάχυνση της αναδιάταξης των ταξικών συσχετισμών δυνάμεων υπέρ της εργασίας.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν μια σειρά λόγοι κατά τη γνώμη μου, που συντείνουν σε αυτή τη σαστισμένη και αμήχανη -στην καλύτερη περίπτωση- στάση της Αριστεράς. Εξ όσων τουλάχιστον έχω καταφέρει να σταχυολογήσω αυτοί αφορούν την κοινωνική σύνθεση των διαδηλωτών, τα χαρακτηριστικά της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση στις συγκεντρώσεις, την αστοχία της επιλογής μιας υποτιθέμενης «μηχανιστικής» μεταφοράς της πρακτικής «Ταχρίρ» στην ελληνική πολιτική σκηνή της πάλης των τάξεων, την έλλειψη a priori καθοδήγησης και οργάνωσης των εκδηλώσεων αυτών και επιπρόσθετα σε μια σειρά παθογένειες της ελληνικής Αριστεράς (επαναστατικής και μη), αιτία την οποία θα αφήσω για το τέλος, μια που την αξιολογώ ως σπουδαιότερη όλων. Θα προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω σε όλα τα πιο πάνω σημεία και να διερευνήσω παράλληλα τα χαρακτηριστικά της εμπειρίας της προηγούμενης εβδομάδας.


Κοινωνική σύνθεση των διαδηλώσεων
Οι διαδηλωτές απαρτίζονται κυρίως από ένα μεγάλο τμήμα της νεολαίας -της επισφαλούς εργασίας (γενιά των 500 και 600 Ευρώ) αλλά και πολλών μαθητών και φοιτητών- όπως επίσης σημαντική είναι η παρουσία στρωμάτων της μικροαστικής τάξης (πολλοί από αυτούς που κωδικοποιημένα αποκαλούνται «νοικοκυραίοι») και τέλος αρκετοί συνταξιούχοι. Επομένως, καταρχήν και υπό τον όρο αποδοχής της περιγραφής της παραπάνω κοινωνικής σύνθεσης, η Αριστερά πρέπει να εγκληθεί έντονα να δηλώσει ηχηρή και μαζική παρουσία και να παρέμβει, αφού πρώτα και κύρια, σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης συμμετέχει ενεργά (και αναφορικά με τη θέση της στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, αποτελεί προνομιακό έδαφος για ριζοσπαστικοποίηση). Επιπλέον όμως, η παρουσία μερίδων της μικροαστικής τάξης, όχι μόνο δεν πρέπει να φοβίζει ή να απαξιώνεται, αλλά αντιθέτως πρέπει να συνιστά πρόκληση για την Αριστερά, γιατί όσο και αν δε μας αρέσουν τα κοινωνικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά της εξαιρετικά ετερογενούς μικροαστικής τάξης, ας μην ξεχνάμε ότι αποτελούν τη λυδία λίθο της επανάστασης, η οποία, ως γνωστό από το Μαρξ, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο από το προλεταριάτο, αλλά περνάει μέσα από τις συμμαχίες που θα κατορθώσει να συγκροτήσει με αυτήν την τάξη με ηγεμονικό τρόπο (αν βέβαια μιλάμε για μια πολιτική συγκυρία που κυοφορεί επαναστατικές δυνατότητες). Πεδίον δόξης λαμπρόν συνεπώς.


Το πολιτικό πλαίσιο των κινητοποιήσεων
Εν συνεχεία, έχουν ακουστεί και πολύ σοβαρές ενστάσεις γύρω από το ζήτημα των πολιτικών χαρακτηριστικών, του πλαισίου και της στοχοθεσίας αυτών των συγκεντρώσεων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά δύο παράγοντες υπόψη μας, ως συντεταγμένες που οροθετούν τη συζήτηση.
Πρώτον, ότι είναι εξαιρετικά αναμενόμενο σε ένα κοινωνικό υποσύνολο, το οποίο δεν έχει κινητοποιηθεί ποτέ, δεν έχει συμμετάσχει σε συνέλευση ποτέ, απορρίπτει σε όλη του τη ζωή το συλλογικό δρόμο διεκδίκησης και διαπνέεται από αισθήματα ατομικισμού, οι εκδηλώσεις να μη λαμβάνουν τις μορφές τις οποίες η Αριστερά αντιλαμβάνεται ως οικείες και διαχειρίσιμες. Είναι λογικό λοιπόν, σε ένα πρώτο επίπεδο, οι συγκεντρώσεις που διεξάγονται αδιαμεσολάβητα, παρακάμπτοντας τις αριστερές οργανώσεις, χωρίς τη γνώριμη απεργιακή οδό, να λάβουν στην αρχή τουλάχιστον χαρακτηριστικά, μη επικίνδυνα πολιτικά, ειρηνικής και μόνο αντιπαράθεσης, ελάχιστη συνθηματολογία, εύκολα ενσωματώσιμες πρακτικές σε κυρίαρχα ιδεολογικά σχήματα, έλλειψη οποιουδήποτε πολιτικού σχεδίου, ακόμα και ενός συντηρητισμού της επίκλησης του δήθεν «προδομένου αδιαίρετα έθνους» που κραδαίνει υπερήφανα τις ελληνικές σημαίες. Αντί λοιπόν να στηλιτεύει αυτήν την κατάσταση η Αριστερά, θα έπρεπε να την αναμένει, αφού διαθέτει τα πολιτικά εργαλεία να εκτιμήσει τα χαρακτηριστικά που μπορεί να λάβει κάτι το οποίο δεν περνάει μέσα από τη δική της οργάνωση και πολιτική ζύμωση. Μόνο έκπληξη δε θα έπρεπε να προξενεί, αντιθέτως η Αριστερά οφείλει να την κρίνει ως τη στιγμή εκείνη που «πρέπει να αρπάξει την ευκαιρία από τα μαλλιά» και να διεκδικήσει τον αριστερόστροφο μετασχηματισμό αυτής της κατάστασης.
Επίσης, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει το γεγονός ότι όλος αυτός ο κόσμος δεν θα μπορούσε να γεμίσει τους δρόμους εκδηλώνοντας συλλήβδην ριζοσπαστικές, συγκρουσιακές διαθέσεις με οργάνωση και κλιμάκωση, αφού εάν αυτό μπορούσε να πραγματοποιηθεί, τότε πρωτίστως η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε ήδη πέσει (τουλάχιστον) και ο ρόλος της επαναστατικής Αριστεράς θα ήταν από καιρό περιττός. Αυτό είναι κάτι που θέλει πεισματώδη δουλειά, παρέμβαση και υπομονή και σίγουρα δεν είναι απλή υπόθεση. Ο ρόλος της πολιτικής πρωτοπορίας τελικά είναι αυτός: Δεν είναι μόνο να εντάξει μέλη στις γραμμές του πολιτικού οχήματος σε μια γραμμική και αναμφισβήτητη πορεία προς την επανάσταση, αλλά κυρίαρχα το να μπολιάσει τις μάζες με την προοπτική της, να παρέμβει στις συνειδήσεις συγκροτώντας θύλακες αντι-ιδεολογίας, να δώσει εναλλακτική προοπτική, να εμπνεύσει, να καταστεί ο Ηγεμόνας της κοινωνίας, ο πολιτικός ενοποιός των συμφερόντων των υποτελών κοινωνικών τάξεων και η συνεκτική τους ραχοκοκαλιά, χωρίς προϋποθέσεις μάξιμουμ πολιτικών δεσμεύσεων και οργανωτικών στρατολογήσεων. Η ηγεμονία που κερδίζει η αντισυστημική Αριστερά έχει πολλά επίπεδα και σε τελική ανάλυση πρέπει να την ενδιαφέρει να διαμορφώσει μια γραμμή των μαζών και να μη φοβάται το κατά πόσο θα μπορέσουν όλοι να αποδεχτούν τις προωθημένες θέσεις της στο ακέραιο, αλλά το κατά πόσο θα μπορέσουν να ακολουθήσουν σε ένα ενιαίο πολιτικό σχέδιο που θα διαθέτει πολλούς αναβαθμούς ένταξης.


Απλές ειρηνικές συγκεντρώσεις
ή εκρηκτική δυναμική
Μία σημαντική ένσταση αφορά στον απόλυτα ειρηνικό χαρακτήρα των συλλαλητηρίων που κατακρίνεται και πάλι ως πολιτικά ατελέσφορος και εύκολα ενσωματώσιμος. Είναι λογικό ωστόσο πάλι να περιμένουμε ότι ο πολύς κόσμος που κατεβαίνει στους δρόμους αυτές τις μέρες είναι ευάλωτος στην αστική ιδεολογία των ειρηνικών αντιπαραθέσεων που τις καθιστά ακίνδυνες για το συνασπισμό εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και την άλλη όψη του νομίσματος: Αυτή τη στιγμή, όλος ο αστισμός ποντάρει στη λειτουργία του εν λόγω κινήματος ως «μαξιλαράκι» ασφαλείας από μία δυναμική σύγκρουση-αναμέτρηση με έναν ευρύ λαϊκό συνασπισμό και επενδύει πάνω του σα βαλβίδα εκτόνωσης των τεράστιων αποθεμάτων λαϊκής οργής (επειδή γνωρίζει ότι είναι αδύνατο να προχωρήσει στις αναδιατάξεις κοινωνικών συσχετισμών υπέρ του, μόνο με την άσκηση στυγνής καταστολής ειδικά σε μία δυτική δημοκρατία). Παράλληλα, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί της άρχουσας τάξης (ιδίως ΜΜΕ) επιμένουν να αναδεικνύουν και να εξυμνούν τον ειρηνικό χαρακτήρα και γενικά τις πιο συντηρητικές-αντιδραστικές πτυχές των κινητοποιήσεων, με στόχο να αφοπλίσουν τη δυναμική τους και να τις δεσμεύσουν σε αστικά κανάλια.
Αυτή η προβολή ωστόσο, στο σύνολό της, δείχνει και μία έντονη ανησυχία του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας να αναχαιτίσει τη κρυφή ακόμα αλλά ανεξέλεγκτη δυναμική του πράγματος. Μπορούν να την αποκρυπτογραφήσουν, για αυτό προσπαθούν να την ιδιοποιηθούν ιδεολογικά. Να ανακόψουν πάνω από όλα την εμβέλεια και νομιμοποίηση των αριστερών και γενικότερα των μάχιμων κοινωνικών πρακτικών σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και σταδιακά να τα πιέσουν και να τα εγκαλούν στη βάση που τα δέσμευσαν. Η ανησυχία αυτή γίνεται έκδηλη, αν διαβάσει κανείς τις δύο τελευταίες παραγράφους του άρθρου του -Νο1 πολιτικού «λαγού» της ελληνικής αστικής τάξης- Πρετεντέρη, στο «Βήμα» της Παρασκευής (http://redwildwind.blogspot.com/2011/05/blog-post_4175.html).
Τελευταίο σχόλιο για τον ειρηνικό χαρακτήρα των κινητοποιήσεων: Πεποίθησή μου είναι ότι στο μέτρο που θα συνεχιστούν σε βάθος χρόνου, η άρχουσα τάξη θα γίνεται όλο και πιο ανελαστική απέναντι σε αυτό το κίνημα που μέχρι ώρας καθαγιάζει, στην αρχή ασκώντας πιέσεις μέσω των ιδεολογικών της μηχανισμών και εν συνεχεία, αν αυτό αποτύχει, εφαρμόζοντας κατασταλτικές λύσεις. Ας μην έχουμε αμφιβολία επ’ αυτού: Όλο αυτό ήρθε να εδραστεί και να εκτυλιχθεί σε ένα ήδη εκρηκτικό πεδίο ταξικής πάλης, μετά από 1,5 χρόνο μαζικών και σφοδρών απεργιακών και κοινωνικών συγκρούσεων, που πυροδότησαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές του μνημονίου και της τρόικας. Τα ίδια δε συνέβησαν άλλωστε το περασμένο Σάββατο στην πλατεία Puerta Del Sol, χωρίς μάλιστα να έχει προηγηθεί ανάλογος κοινωνικός αναβρασμός το προηγούμενο διάστημα;


Η ανεπάρκεια των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ
Δεν πρέπει επίσης να αμελήσουμε να αξιολογήσουμε το ότι η ανάγκη που αισθάνθηκε όλος αυτός ο κόσμος να κινητοποιηθεί και μάλιστα με επίμονες και επαναλαμβανόμενες συγκεντρώσεις σε καθημερινό επίπεδο. Μοιάζει να λειτουργεί σαν «υποκατάσταση» των απεργιών που θα έπρεπε να πραγματοποιούνταν απέναντι σε αυτά τα αντιλαϊκά μέτρα. Παρά το γεγονός ότι έχουν διοργανωθεί γύρω στις 10 γενικές απεργίες το τελευταίο χρόνο, οι ξεπουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ είναι τόσο ανεπαρκείς που αφήνουν ένα τεράστιο κενό αναφορικά με τη διάρκεια και την κλιμάκωση του αγώνα. Το καθημερινό κάλεσμα λοιπόν, των «αγανακτισμένων» στην πλατεία Συντάγματος, έχει να κάνει με τη βούληση των διαδηλωτών να δώσουν έναν αγώνα διαρκείας – έστω και με αυτά τα χαρακτηριστικά – τον οποίο δε διεξάγουν οι αστικοποιημένοι γραφειοκρατικοί συνδικαλιστικοί θεσμοί, οι οποίοι δεν πρόκειται και να προχωρήσουν ποτέ σε μια τέτοιου τύπου στρατηγική. Έτσι, πολύ πρόχειρα, παρατηρούμε πως οι «απαίδευτες και καθυστερημένες μάζες» διαθέτουν ένα οξυμένο πολιτικό αισθητήριο, να διαμορφώσουν από μόνες τους, έναν από τους όρους της αντιπαράθεσης με νικηφόρα προοπτική στη σαρωτική επίθεση του κεφαλαίου.


Η συνέλευση της πλατείας:
Νέες κινηματικές δομές γεννιούνται
Το δεύτερο μα ιδιαίτερα αξιοσημείωτο στοιχείο είναι η σχετική διαφόριση που υπάρχει τις τελευταίες μέρες στις τάξεις των διαδηλωτών. Η αναπόφευκτη αυτοοργάνωση και αυτοδιεύθυνση που συνέλαβαν οι διαδηλωτές διαμόρφωσε δύο διακριτά, αλλά όχι και ανταγωνιστικά (ή στεγανοποιημένα) μεταξύ τους συλλογικά μορφώματα. Η συνέλευση είναι κατά την άποψή μου η πιο ευχάριστη και πιο ελπιδοφόρα όψη αυτών των κινητοποιήσεων. Είναι η προσπάθεια να ανιχνευθεί η οργανωτική αναβάθμιση του εγχειρήματος, να επεξεργαστεί ζητήματα πολιτικά και ιδεολογικά με τη δική της αυτόνομη δομή και έχει σαφώς πολύ πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά από τους «πάνω». Αυτό οφείλεται εν πολλοίς και στην κοινωνική σύνθεση των ατόμων που λαμβάνουν μέρος στη συνέλευση, που είναι κυρίως νέοι άνεργοι, φοιτητές και μαθητές, αλλά και χαμηλόμισθοι νεαροί εργαζόμενοι, οι οποίοι εμπνέονται από την προσπάθεια και την αγκαλιάζουν.
Η συμμετοχή της επαναστατικής Αριστεράς στις συνελευσιακές διαδικασίες της πλατείας έδωσαν ριζοσπαστικό και συχνά αντικαπιταλιστικό πρόσημο στην πολιτική στοχοθεσία και αποφάσεις τους. Η συνδιαμόρφωση με τους μη οργανωμένους ανθρώπους που έβαλαν πλάτη να χτιστεί πρωτοβουλιακά αυτή η συνέλευση άμβλυνε την αρχική αποστροφή προς τις οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις και παράλληλα κερδίζει βαθμιαία την εμπιστοσύνη αυτού του κόσμου. Υπήρξε δε καθοριστική, στο βαθμό που μέσα σε τρεις μόλις μέρες, η αρχική διακήρυξη της συνέλευσης (που ήταν πολύ ετερογενής πολιτικά), απέκτησε συνοχή και αριστερές και επιθετικές πολιτικές αιχμές. Ενδεικτικό για το πόσο δεκτικός είναι ο κόσμος στην υιοθέτηση προωθημένων αιτημάτων, αποτελεί το ότι στη συνέλευση του Σαββάτου ψηφίστηκε να δουλευτεί από όλα της τα μέλη σε όλες τις γειτονιές και κοινωνικούς χώρους η γραμμή της γενικής πολιτικής απεργίας (η καθολική απεργία των εργαζομένων μέσω της οποίας απαιτούν πολιτειακή μετάβαση, σα να λέμε κοινωνική επανάσταση)!
Επιπρόσθετα, το πιο εντυπωσιακό από όλα είναι οι δομές που επιχειρεί να χτίσει αυτή η μαζική συλλογική διαδικασία. Δομές που θέλουν να οργανώσουν, να παγιώσουν και να μεταφέρουν παντού αυτό που σήμερα λέγεται «συνέλευση της πλατείας». Στην κατεύθυνση αυτή λοιπόν, την Κυριακή το βράδυ ψηφίστηκαν μία σειρά από ομάδες εργασίας, όπως ομάδα για το λογιστικό έλεγχο του χρέους, ομάδα για στήριξη των ανέργων, ομάδα παροχής βοήθειας νομικών ζητημάτων, ομάδα φοιτητών, μαθητών και το πιο συγκινητικό ομάδα εργασίας για άτομα με ειδικές ικανότητες (πέρα από τις ομάδες περιφρούρησης, καθαριότητας, επικοινωνίας, κλπ). Αυξημένος βαθμός αυτοοργάνωσης και ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση θα μπορούσε κάποιος να ονομάσει το φαινόμενο των τελευταίων ημερών. Τέτοιες δομές παραπέμπουν στις λαϊκές δομές της «εαμικής εμπειρίας» του 1943-44 (εμβρυακά και σπερματωδώς βέβαια και πολύ μακριά από το πολιτικά προχωρήματα της εντελώς διαφορετικής εκείνης περιόδου), βέβαια με ένα εξαιρετικά τοπικό και όχι διευρυμένο χαρακτήρα. Θα ήθελα να τονίσω ότι ειδικότερα η συγκρότηση ομάδας για τα άτομα με ειδικές ικανότητες, είναι κάτι που υπερβαίνει κατά πολύ την ίδια την Αριστερά, η οποία ως επί το πλείστον αναλώνεται και ταυτόχρονα υποτιμάει τα ζητήματα δευτερευουσών αντιθέσεων του καπιταλισμού. Συχνά οι μάζες προπορεύονται των πολιτικών υποκείμενων που επιδιώκουν να εκφράσουν τα συμφέροντά τους. Μία τέτοια περίπτωση είναι και αυτή θεωρώ και μάλιστα διαθέτει ένα γνήσιο μετανεωτερικό χαρακτήρα, μια που ενδιαφέρται για την εκφορά λόγου στους περιεκτικά αποκλεισμένους της κοινωνίας, τους homines sacri – ανάπηρους, κωφάλαλους, κλπ – μια πολιτική πρακτική που μας παραπέμπει κατευθείαν στο Φουκώ και τον Αγκάμπεν.
Εντύπωσή μου είναι εντέλει, πως έμμεσα εγγεγραμμένη στον ιδεότυπο των συγκεντρώσεων και ιδίως στην ταχεία ριζοσπαστικοποίηση του «κάτω τμήματος» είναι και οι κοινωνικές πρακτικές των κινημάτων της τελευταίας πενταετίας, του φοιτητικού κινήματος 2006-07, του Δεκέμβρη του 2008 και φυσικά των περσινών απεργιακών αγώνων. Έχω την πεποίθηση ότι έχουν μια έμμεση επιτελεστική δυνατότητα και επίπτωση σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, που δύναται να ενεργοποιείται πολύ δημιουργικά, σε περιστάσεις έντονης κοινωνικής πόλωσης σαν αυτή σήμερα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Είναι αυτή η οικειοποίηση των κινηματικών παραστάσεων που βοηθάει στην επιτάχυνση της πολιτικοποίησης της μεγάλης αυτής μερίδας των διαδηλωτών.


Η στάση των πολιτικών πρωτοποριών
Ένα από τα σπουδαιότερα ζητήματα αποτελεί η διστακτική στάση της Αριστεράς, κυρίως της κοινοβουλευτικής της πτέρυγας (ΚΚΕ), του αντιεξουσιαστικού χώρου, αλλά και πληθώρας μεμονωμένων αγωνιστών της επαναστατικής Αριστεράς. Μία στάση, η οποία χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από απαξίωση και υποτίμηση των παρατεταμένων πολιτικών γεγονότων και από έναν ορισμένο ελιτισμό, που αφορά την αποδοκιμασία της συντηρητικής απόρριψης των κομματικών ταυτοτήτων στην πλατεία Συντάγματος, όπως επίσης και άλλα χαρακτηριστικά, σαν την απόρριψη της «ξύλινης γλώσσας» και το απολίτικο των εκδηλώσεων.
Γνώμη μου είναι ότι θα έπρεπε να θεωρούν αυτονόητο οι επαναστατικές δυνάμεις ότι ο «απολίτικος» (σε εισαγωγικά, γιατί τίποτα δεν εκφεύγει του πολιτικού – επιχειρηματολόγησα πιο πάνω σε σχέση με αυτό) χαρακτήρας των εκδηλώσεων θα ήταν δεδομένος, αφού αυτές πραγματοποιήθηκαν ερήμην των δυνάμεων που θα μπορούσαν να πολιτικοποιήσουν τις κοινωνικές αντιστάσεις μέσω των δομών που παρεμβαίνουν (σύλλογοι, συνδικάτα, συνελεύσεις, οργανώσεις).
Δεύτερον, σημαντικός παράγοντας είναι ο εγγενής ελιτισμός αυτού του χώρου – του κατόχου της Αλήθειας – που εύκολα υποτιμάει τις διαθέσεις και την πολιτική νοημοσύνη των μαζών. Αναφέρεται και αντλεί τη νομιμοποίησή του από αυτές για να τους επιστρέψει σε μια τόσο κομβική πολιτική συγκυρία, απαξίωση ή αδιαφορία. Η στάση αυτή βέβαια μπορεί να αναχθεί τόσο στον κατακερματισμό της Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, όσο κυρίως στη συντριπτικά μικροαστική κοινωνική σύνθεση του δοσμένου πολιτικού χώρου. Ήρθε η ώρα να αφήσουμε πίσω μας αυτές τις αναντίστοιχες ιστορικά πολιτικές πρακτικές.
Τρίτον, οι διαδηλωτές προέρχονται από κοινωνικές μερίδες, οι οποίες δεν έχουν ή δεν είχαν ποτέ συνδικαλιστική έκφραση/εκπροσώπηση ή δεν νομιμοποιείται στα μάτια τους η παραδοσιακή «εργατοπατερική» συνδικαλιστική οργάνωση και διεκδίκηση (πολλώ δε μάλλον είναι ιστορικά χρεοκοπημένη), ώστε να έχουν παραστάσεις από πιο συντεταγμένες κοινωνικές συγκρούσεις με τον καπιταλισμό και αυτό αφήνει ένα κενό, το οποίο θα καλύψει πολύ προφανώς -όπως ειπώθηκε- η Αριστερά, για αυτό είναι επιτακτική και η παρουσία της εκεί και το μπόλιασμα του κόσμου με τις επαναστατικές της ιδέες.
Τέλος, το αντι-κομματικό στοιχείο είναι συναφές δύο παραγόντων: Αφενός, της στοχοποίησης των αστικών κομμάτων εξουσίας (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) ως πηγή των δεινών που βιώνουν οι λαϊκές μάζες από την εφαρμογή αντιλαϊκών πολιτικών και γενικότερα του συστήματος του οποίου σημαίνον είναι ο δικομματισμός. Αφετέρου, μπορούμε να ανιχνεύσουμε και ισχυρές επιφυλάξεις απέναντι σε αριστερές οργανωμένες δυνάμεις και αυτό δεν πρέπει να το αφήσουμε δίχως ανάλυση και αξιολόγηση, προβάλλοντας μόνο τον αντι-οργανωτισμό του αυθόρμητου, που έχει κοντά ποδάρια, κ.λπ.. Είναι ένα μήνυμα οροθέτησης του τρόπου παρέμβασης της Αριστεράς και όχι κάποιας απόρριψης στην ουσία. Η Αριστερά πρέπει να αναγνωρίσει στα πολιτικά χαρακτηριστικά (που καυτηριάζει ως μικροαστικά ή αντιδραστικά ή οτιδήποτε άλλο) αυτού του κινήματος, αντανακλάσεις των δικών της ευθυνών που τη βαραίνουν, τόσο εξαιτίας του ιδιαίτερου της καθοδηγητικής της σχέσης με τις μάζες όσο και με τις λανθασμένες ιστορικές επιλογές, που άφηναν έωλο και ακάλυπτο το λαϊκό επαναστατικό κίνημα.
Είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Αριστερά να κάνει έμπρακτα με την ισότιμη συμμετοχή της στις συνελεύσεις και το σεβασμό που θα επιδείξει στις διαδικασίες που ξεπήδησαν από τον «απλό» κόσμο αυθόρμητα και απροσδόκητα, να επανεφεύρει τη σχέση της με τα λαϊκά στρώματα. Η σημερινή συγκυρία είναι μία πρόβα τζενεράλε για να κερδίσει εκ νέου την εμπιστοσύνη των κυριαρχούμενων τάξεων συνολικά. Το κοντέρ έχει σχεδόν μηδενίσει και απαιτείται από την Αριστερά να επινοήσει νέου τύπου σχέσεις με τις μάζες και νέους τρόπους καθοδήγησής τους. Πρέπει να μείνουμε πιστοί στη μαοϊκή ρήση «να ξεκινάμε από τις μάζες και να καταλήγουμε σε αυτές» και όχι να τη χρησιμοποιούμε σαν κενό γράμμα. Το να επενδύσει σφαιρικά ένας λαϊκός συνασπισμός δυνάμεων σήμερα στην επαναστατική Αριστερά, προϋποθέτει κυρίως για αυτήν (στην περίοδο της «μεταμοντέρνας» πολιτικής), να τροποποιήσει ολοσχερώς τη διαπαιδαγωγητική – και εν τέλει εξουσιαστική – σχέση με τις μάζες που απολογείται στο σχήμα αποκάλυψη της μυστικοποιημένης και αλλοτριωμένης Αλήθειας και εισαγωγή της απέξω στον αδαή λαό, και να επιδιώξει τη συνάντηση και τη συνδιαμόρφωση με αυτόν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα πρέπει η Αριστερά να υιοθετήσει τέτοιες μορφές ευελιξίας, οι οποίες θα περιλαμβάνουν με κάποιον τρόπο όλη αυτή την ιστορική αποκρυστάλλωση των δικαιολογημένων αμφιβολιών των μαζών απέναντί της. Για το λόγο αυτό, πάλι η φράση του Μάο «να κινούμαστε σαν το ψάρι στο νερό» περιγράφει το επίκαιρο και αναγκαίο αυτού του καθήκοντος.
Επιπλέον, όταν προσάπτει ο κόσμος στην Αριστερά προσπάθειες «καπελώματός» του, ουσιαστικά εκείνη τη στιγμή ανθίσταται στο διδακτισμό της, που εν ολίγοις επιθυμεί να τον εντάξει ασφυκτικά στα αδιαμφισβήτητα στρατηγικά της σχήματα. Ακόμα και η «ξύλινη γλώσσα» που πλείστοι όσοι ταυτοποιούν στο λόγο της Αριστεράς, αποτελεί τη ρηματική συμπύκνωση εκείνης της μορφής λόγου που είναι στιβαρά σπονδυλωμένη γύρω από κάποια εξουσιαστικού τύπου πρακτική (όσο πιο δύσκολα την κατανοείς τόσο περισσότερο απομακρύνεσαι από τη συμμετοχή στη διαμόρφωση της πολιτικής και η χάραξή της περιέρχεται στα χέρια ολιγάριθμων πολιτικών κέντρων). Από εκεί και πέρα, αυτό το αξιοποιούν στο έπακρο οι κρατικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί, για να απαξιώσουν συνολικότερα τη δράση της επαναστατικής Αριστεράς και να την αποσυνδέσουν από τις πλατιές λαϊκές μάζες.
Βέβαια, η συγκεκριμένη κριτική αφορά κυρίως το ΚΚΕ και μία ολόκληρη ιστορική παράδοση της πολιτικής της Τρίτης Διεθνούς (και του σταλινικού μοντέλου κόμματος), η οποία ωστόσο αντανακλάται σε όψεις και της επαναστατικής Αριστεράς και είναι εύλογο ο κόσμος να αντιμετωπίζει τις οργανώσεις της ως μερικούς κληρονόμους αυτής της παράδοσης. Αρκεί αυτό να γίνεται με διαφορετικό τρόπο: Η Αριστερά πλέον δε θα φοβάται αλλά θα επιδιώκει να συναντιέται, να συνευρίσκεται, να τέμνεται, να εφάπτεται με όλες αυτές τις πρωτοβουλίες, σεβόμενη την σχετική αυτοτέλεια των αυθόρμητα κινητοποιούμενων μαζών, επινοώντας έτσι τον εαυτό της από την αρχή και συγκροτώντας τους όρους για μία νέα ευρεία επένδυση πολιτικής εμπιστοσύνης πάνω της. Αυτό είναι ένα από τα ιστορικά καθήκοντα της εποχής και ουδόλως μεταφράζονται σε παραίτηση της Αριστεράς από τη διεκδίκηση της ηγεμονίας, αντιθέτως διερεύνησή της με ευνοϊκότερες προϋποθέσεις.


Μία νέα αισιοδοξία της βούλησης γεννιέται
Ιδιαίτερα λοιπόν σήμερα, είναι μια σημαντική ευκαιρία και αυτό μπορούν να το αντιληφθούν όσοι πέρασαν έστω και λίγο από τη συνέλευση: Συνιστά μια εμπειρία που μπορεί να ανασυνθέσει εκ βάθρων την Αριστερά από τη μία και ένα πρωτόγνωρο και καινοτόμο χωνευτήρι πολιτικού προβληματισμού και πειραματισμού από την άλλη, από το οποίο μπορούν να ξεπηδήσουν νέες μορφές αντίστασης. Η Αριστερά μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά σε αυτή τη διαδικασία και διασταυρούμενη με όλες αυτές τις πρωτοβουλίες και να ψηλαφίσει νέα επαναστατικά μονοπάτια. Απεμπολώντας το δεσμευτικό των κλασικών μοντελοποιήσεων των επαναστάσεων του 20ου αιώνα (που αν δε βαίνουν σε αυτόν το δρόμο τότε αντιτίθενται στην «αναγκαία και σιδηρά ιστορική εξέλιξη») και βέβαια αγκαλιάζοντας θετικά αυτήν την υπόθεση και καταθέτοντας όλες της τις δυνάμεις, μπορεί να βαθύνει αποφασιστικά το ρήγμα που προκύπτει από αυτήν. Μπορεί λοιπόν, αυτό που σήμερα είναι δυνατότητα να το μετασχηματίσει σε υλική πραγματικότητα. Και είναι τέτοιες οι δυνατότητες αυτού του ιστορικού κόμβου, που αν η Αριστερά τελικά απόσχει και όλο αυτό δεν οδηγήσει πουθενά, τότε οι αιτίες απουσίας δε θα αποτελούν τίποτα πέρα από την κυνικά αυτοεκπληρούμενή προφητεία της όλης αποτυχίας.
Συμπερασματικά, για μία ακόμα φορά είναι δουλειά της Αριστεράς να δώσει πιο μαχητικά χαρακτηριστικά στις εκδηλώσεις αυτές, να ενδυναμώσει τις λαϊκές συνελεύσεις που διεξάγονται καθημερινά, να μεριμνήσει και να συμβάλλει στην οργάνωση των μαζών που συμμετέχουν σε αυτές, στη θωράκισή τους απέναντι στην κρατική καταστολή και στην καθοδήγησή τους. Αυτή η τελευταία, θα περνά αποκλειστικά και μόνο μέσα από τη πολιτικοποίηση και τη ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου, την κωδικοποίηση και διατύπωση των πολιτικών αιτημάτων σε ένα πρώτο χρονικό διάστημα. Σε ένα επόμενο διάστημα όμως, να φροντίσει για το ρίζωμα της κεντρικής αυτής αντιπαράθεσης σε όλους τους κοινωνικούς χώρους (την αποκέντρωση δηλαδή αυτού του κινήματος) και να χαράξει μάχιμο πολιτικό βηματισμό κλιμάκωσης και μαζικοποίησης, που θα πρέπει να ερείδεται αναμφισβήτητα στη σύνδεση του πολύμορφου αυτού ως τώρα κινήματος με το εργατικό κίνημα και τις μορφές του (καταλήψεις κτηρίων, απεργίες, διαδηλώσεις), απαραίτητος όρος για μια αξιόπιστη επαναστατική στρατηγική.
Τέλος, αν η παρατεταμένη κινηματική αυτή κατάσταση είναι ρευστή, ανοιχτή και απρόβλεπτη είναι γιατί ο κόσμος ακόμα δεν έχει κατορθώσει να αποσαφηνίσει τις σημαίνουσες πληρώσεις των σημαινόντων που χρησιμοποιεί. Παρόλα αυτά, το κίνημα αυτό μετέρχεται κυρίως των κενών σημαινόντων, με πιο χαρακτηριστική τη χρήση της αιχμής «πραγματική δημοκρατία». Αυτό απορρέει από το ότι η δεδομένη πολιτική μορφή αστικής ταξικής κυριαρχίας παραπαίει, το κενό πολιτικής εκπροσώπησης είναι τεράστιο, οπότε κομβικές έννοιες της αστικής ιδεολογικής ηγεμονίας όπως «δημοκρατία», «κράτος», «πολιτική» απεκδύονται του πάγιου σημαίνοντος περιεχομένου τους και αναδύεται η δυνατότητα αναπροσδιορισμού τους. Αυτή την πολιτική ιδιοποίηση των πιο κρισίμων κενών σημαινόντων είναι που πρέπει να αναλάβει να διεκπεραιώσει το επαναστατικό υποκείμενο, προσδιορίζοντας επαναστατικά το αφηγηματικό τους περιεχόμενο. Αυτή είναι η -κατά το Λακλάου- μια πολύ σημαντική όψη της μάχης για την πολιτική ηγεμονία του Γκράμσι, και σπουδαίο σταυροδρόμι της επαναστατικής ανακατεύθυνσης της κοινωνίας.
Χωρίς καμία αμφιβολία βρισκόμαστε εν μέσω μιας πολιτικά και οικονομικά κρίσιμης καμπής της χώρας. Δεν πρέπει να αφήσουμε ανεκμετάλλευτη αυτή τη μοναδική ευκαιρία που ανοίγεται μπροστά μας, αυτό το μαζικότατο και αδιαμόρφωτο πολιτικά κίνημα, το οποίο συντάσσεται πίσω από τη διάθεση να ανατρέψει την κυβέρνηση και να αποδεσμευθεί από το μνημόνιο – δύο αιτήματα τα οποία η περίοδος αναδεικνύει ως άκρως μαχητικά και επικίνδυνα, με απρόβλεπτες εξελίξεις στο μέλλον. Παράλληλα, παρατηρούμε ότι διεθνώς μεγεθύνονται οι κοινωνικές αναταραχές, τόσο στη Δυτική Ευρώπη (Γαλλία, Αγγλία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία), όσο και πρόσφατα με τις εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο. Έχω την αίσθηση ότι πλησιάζουμε το τέλος του «Τέλους της Ιστορίας» και μάλιστα με την έννοια μιας συνολικότερης αμφισβήτησης του νεοφιλελεύθερου δόγματος με εκρηκτικές διαστάσεις. Η ανεπτυγμένη Δύση παίρνει πλέον σταθερά τη σκυτάλη από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Ίσως ζούμε στην αρχή μιας διαδικασίας αντίστοιχης με εκείνη των επαναστάσεων του 1848. Σε αυτό το διεθνές πολιτικό τοπίο το ιστορικό καθήκον βαραίνει ιδιαίτερα την ελληνική Αριστερά, αν δεχτούμε ότι η Ελλάδα είναι ο αδύναμος κρίκος της δυτικοευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, με την έννοια της συμπύκνωσης και όξυνσης πολλαπλών αντιθέσεων. Είναι η ώρα που τα επαναστατικά υποκείμενα βγαίνουν στο προσκήνιο και «πραγμοποιούνται» και ο χρόνος παίρνει μια μεσσιανική χροιά. Είναι η ώρα που η Ιστορία μας πετάει το γάντι. Ε, ας το σηκώσουμε!

πόσοι μας διάβασαν: