Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Ο λαϊκός παράγοντας στο προσκήνιο: Το κίνημα της πλατείας και η νέα λαϊκή ενότητα



Του Κώστα Παλούκη

Το κίνημα των Αγαναχτισμένων Πολιτών πλημμυρίζοντας με πλήθος πολιτών τις πλατείες όλης της χώρας έφερε ξανά στο πολιτικό προσκήνιο τον λαϊκό παράγοντα. Με αυτόν τον τρόπο άναψε ξανά το φως της ελπίδας για ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής, για νέες συνολικότερες αλλαγές. Αλλά τι σημαίνει "έφερε ξανά τον λαϊκό παράγοντα στο προσκήνιο"; Που ήταν κρυμμένος μέχρι τώρα ο λαός;

Ο κατακερματισμός και η διάσπαση του λαού ως εργαλείο υποταγής στην άρχουσα τάξη
Όλο το προηγούμενο διάστημα παιζόταν μια ισχυρή ιδεολογική και ψυχολογική διαμάχη μέσα στην κοινωνία, μια διαμάχη ενοχών δια το «τις πταίει». Η αστική τάξη της χώρας και οι πολιτικοί της ταγοί προσπαθούσαν να πείσουν ότι η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά τα λαϊκά στρώματα. Βαραίνει τις αποκαλούμενες βολεμένες συντεχνίες και τους δημοσίους υπαλλήλους στις πιέσεις των οποίων υπέκυπταν οι άμοιροι πολιτικοί. Έτσι δομήθηκε αυτό το άθλιο «πελατειακό» σύστημα το οποίο μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Βασική προϋπόθεση αυτού του επιχειρήματος είναι η θέση ότι τα δάνεια λήφθηκαν για να πληρώνεται το σπάταλο κράτος και οι τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι σε βάρος της υγιούς οικονομίας και σε βάρος των εργαζόμενων φορολογούμενων του ιδιωτικού τομέα. Το εντυπωσιακό με αυτήν την επιχειρηματολογία δεν είναι αυτή καθεαυτή, αλλά το γεγονός ότι πράγματι την πιστεύουν. Συνεπώς, όταν η ξέσπασε δημοσιονομική κρίση του ελληνικού χρέους, ο πολιτικός αστικός κόσμος και η αστική τάξη αισθάνθηκαν πράγματι ότι βρήκαν την ευκαιρία να απελευθερωθούν από αυτά τα «πελατειακά δεσμά». Στην πράξη απελευθέρωση από τα "πελατειακά δεσμά" σημαίνει αποδέσμευση από κάθε είδους λογοδοσία στους από κάτω, από κάθε είδους πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας και από το υποτυπώδες "κοινωνικό συμβόλαιο" στο οποίο υποτίθεται ότι στηρίζεται κάθε αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ουσιαστικά, για μετάβαση σε μια κοινοβουλευτική δικτατορία, καθώς το κοινοβούλιο, τα αστικά κόμματα και οι κυβερνώντες αποφασίζουν χωρίς να ενδιαφέρονται και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις γνώμες και τα συμφέροντα των "από κάτω".
Αυτή η διαδικασία "αποδέσμευσης" χρειαζόταν ένα ιδεολογικό περιτύλιγμα, αλλά και αναζήτησης νέων ιδεολογικών συμμαχιών με μερίδες των λαϊκών στρωμάτων. Συνολικά το αστικό πολιτικό σύστημα πίστεψε ότι βρήκε την ευκαιρία να αναδιατάξει τις κοινωνικές συμμαχίες του υπέρ της αστικής τάξης. Συγκεκριμένα, προσπαθούσε να εγκαταλείψει την κοινωνική συμμαχία με τα εργατικά στρώματα του δημόσιου τομέα και των ελεύθερων επαγγελματιών πάνω στην οποία βασίστηκε από την δεκαετία του 1990 και έπειτα για να χτυπήσει και να διαλύσει τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα των εργατικών στρωμάτων στον ιδιωτικότομέα. Αλλάζοντας προσανατολισμό προσπάθησε να συγκροτήσει μια νέα κοινωνική συμμαχία με συγκεκριμένη μερίδα της εργατικής τάξης του ιδιωτικού τομέα που μέχρι τότε φάνταζε ως το «θύμα». Προβάλλοντας τους δημόσιους υπαλλήλους, τους συνδικαλιστές και τα «κλειστά επαγγέλματα» ως τον νέο εχθρό πίστεψαν οι κυβερνήτες ότι βρήκαν την ευκαιρία να οδηγήσουν την ελληνική κοινωνία μέσα από ένα βίαιο πέρασμα-σοκ σε έναν καθαρό ολοκληρωτικό καπιταλισμό, σε έναν ολοκληρωτισμό της «ελεύθερης αγοράς», δηλαδή της κατάργησης κάθε οργανωμένης διαμεσολάβησης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, νομικής προστασίας του εργαζομένου,  κατάργησης του δημοσίου τομέα και ιδιωτικοποίησης των πάντων. 
Όλα θα καθορίζονται με βάση τους "νόμους της αγοράς" και όχι με βάση τους πολιτικούς συσχετισμούς. Η αντίφαση που διαπερνά την αστική δημοκρατία, δηλαδή δημοκρατία στο πολιτικό σύστημα, εργοδοτική δικτατορία στους χώρους δουλειάς βαίνει σε βάρος της δημοκρατίας και επεκτείνεται στο πολιτικό σύστημα. Για αυτό το λόγο τα ΜΜΕ ενίσχυσαν την αυθόρμητη ιδεολογική επίθεση στο "πολιτικό σύστημα" προσπαθώντας να πλήξουν γενικά το κύρος της "πολιτικής" προς "οφελος" της "ουδέτερης τεχνοκρατίας" και των καλών επιχειρηματιών. Οι καλοί και επιτυχημένοι (;) έλληνες επιχειρηματίες σε αντίθεση με τους διαπλεκόμενους, κακούς και αποτυχημένους πολιτικούς θα μπορούσαν να αναλάβουν οι ίδιοι για όφελος της κοινωνίας τα ηνία της οικονομίας στους πιο κρίσιμους τομείς τους. Με λίγα λόγια επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί συνολικά ένα συναινετικό κλίμα -- κοινωνική συμμαχία -- με όλες τις παραγωγικές τάξεις του "υγιούς" ιδιωτικού τομέα. Η κρίση – η οποία στην ουσία είναι κρίση υπερσυσσώρευσης και κρίση του μέσου ποσοστού κέρδους, δηλαδή αδυναμίας του διεθνούς και ελληνικού χρηματιστικού κεφαλαίου να επανεπενδύει με κέρδος τα κεφαλαίικά του αποθέματα– προβλήθηκε ως εργαλείο που θα μπορούσε να εκκαθαρίσει την οικονομία από τα βάρη και να οδηγήσει σε μια νέα ανάπτυξη, ένα εργαλείο δηλαδή βαθέματος του βάρβαρου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Οι έλληνες επιχειρηματίες και το καλό διεθνές κεφάλαιο που θα έρθει να επενδύσει είναι οι μόνοι ικανοί να πραγματώσουν αυτήν την καπιταλιστική ουτοπία. Δεν είναιτυχαίο ότι ο ΣΕΒ πήρε τόσο μεγάλο θάρρος από αυτό το κλίμα που σχεδόν προκλητικά ζητούσε να καταργηθεί κάθε "προστατευτικός" και περιοριστικός νόμος για το μεγάλαο κεφάλαιο.
Ο ελληνικός λαός μέχρι πρόσφατα έδειχνε δεκτικός σε όλες τις επιθέσεις που δεχόταν από τους κυβερνήτες του: επιθέσεις στην δημοκρατία, στα εργατικά δικαιώματα, στο κοινωνικό κράτος, στην εργασία, στον δημόσιο πλούτο, στους μισθούς, στην φορολογία. Έδειχνε δεκτικός στα ψέματα των δημοσιογράφων και της τηλεοπτικής δημοκρατίας, στην εξαπάτηση, στα διλήμματα των μονοδρόμων, ακόμα και στις ύβρεις από πολιτικά παχύδερμα όπως ο Πάγκαλος. «Κατάπινε» όλα τα ιδεολογήματα σχεδόν αμάσητα παραμένοντας στις επιθέσεις απαθής και μοιρολάτρης, υποταγμένος. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι έχασαν ξαφνικά την προνομιακή τους σχέση με το πολιτικό σύστημα, ενώ οι εργάτες του ιδιωτικού τομέα χαιρέκακα χαιρέτιζαν την διάλυση και το ξεπούλημα και έλπιζαν σε μια ευνοικότερη συνθήκη όταν θα αναλάμβαναν οι δικοί τους "καλοί" επιχειρηματίες.
Μια άλλη συχνά προβεβλημένη αντίθεση είναι αυτή μεταξύ "απλών" εργατών και "συνδικαλιστών". Η εργατική τάξη γενικά θα λέγαμε ότι διακρίνεται στα οργανωμένα και στα μη οργανωμένα σε σωματεία εργατικά στρώματα. Στην πλειοψηφία τους οι ανοργάνωτοι εργαζόμενοι αδυνατούν να διαπραγματευτούν συλλογικά την θέση τους στην παραγωγή και τους μισθούς τους και βρίσκονται σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση ως θύματα της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και τρομοκρατίας. Αντίθετα, οι οργανωμένοι είναι σε θέση όχι μόνο να διαπραγματεύονται συλλογικά, αλλά και συνομιλούν απευθείας με το κράτος. Αυτή η αντίθεση δημιουργεί μια πραγματική υλική αντίθεση ανάμεσα σε διαφορετικά εργατικά στρώματα. Κυρίως συνδικαλισμένοι είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι βιομηχανικοί εργάτες και οι εργάτες στον τουρισμό και την ναυτιλία, ενώ καθόλου συνδικαλισμένοι στον νέο τριτογενή τομέα. Συνεπώς, το χάσμα με τους συνδικαλιστές προστίθεται στην αντίθεση προς τους δημοσίους υπαλλήλους. Ταυτόχρονα, σε πάρα πολλούς εργασιακούς χώρους τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα οι συνδικαλιστές λειτουργούν ανοιχτά είτε ως εγκάθετοι των εργοδοτών είτε ως εγκάθετοι των κυβερνήσεων με παχυλούς μισθούς, έτοιμοι να υπογράψουν την οπιαδήποτε επαίσχυντη συμφωνία προς δικό τους όφελος. Γενικά, έπνιξαν κάθε δημοκρατικήκαι πολιτική διαδικασία του συνδικαλιστικού κινήματος μετατρέποντας τα σωματεία σε απλές κομματικές σφραγίδες απαξιώνοντας συνολικά την έννοια του συνδικαλισμού. Η τάση αυτή θα λέγαμε αποκρυσταλλώνεται στην φυσιογνωμία της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ. Είναι επόμενο λοιπόν η απαξίωση και η κατάσταση στο κυρίαρχο συνδικαλιστικό κίνημα να διογκώνει το κύμα δυσαρέσκειας και το χάσμα της εργατικής τάξης και των συνδικάτων. Στην βάση βέβαια αυτού του συνδικαλισμού υπάρχει ο συνδικαλισμός του ΠΑΜΕ και των Πρωτοβάθμιων. Αναφερόμαστε όμως σε αυτά πιο κάτω.
Μπορεί κανείς να προσθέσει σε όλες αυτές τις αντιθέσεις και ακόμα μία, την αντίθεση μεταξύ ελλήνων και μεταναστών. Η αντίθεση αυτή φαίνεται πως λειτουργεί ως το πιο δυνατό ιδεολογικό όπλο της άρχουσας τάξης, ικανό να διαμορφώσει ισχυρές κοινωνικές συμμαχίες και νομιμοποιήσεις της εξουσίας εντείνοντας την κοινωνική βαρβαρότητα σε βαθμούς πρωτόγνωρους για την μεταπολεμική ελληνική ιστορία. Συγκεκριμένα καλλιεργείται επί δυο δεκαετίες μια ρητορική για την ευθύνη των μεταναστών στην πτώση των ημερομισθίων και την ανεργία στους έλληνες. Αυτή ρητορική ενισχύεται βέβαια ιδεολογικά από την υλική σχέση εργοδότη/εργάτη που διαπερνάει τις σχέσεις τμημάτων της ελληνικής εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων με τους μετανάστες εργάτες. Συνεπώς, τμήματα των λαϊκών στρωμάτων «αλλοτριώνονται» από αυτήν την σχέση και είναι επιρρεπή σε ρατσιστικά και εθνικιστικά ιδεολογήματα. Ο λανθάνων ρατσισμός επίσης αναδύεται στην επιφάνεια όταν η μετανάστευση αποκτά στοιχεία έντονης ανθρωπιστικής κρίσης, όπως συμβαίνει στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και στα φανάρια όλης της πρωτεύουσας με σημαντικές εκρήξεις βίας. Το σκηνικό που λαμβάνει χώρα στις περιοχές πέριξ των Πατησίων με φασιστικές ομάδες να οργανώνουν πγκρόμ βίας εναντίον μεταναστών είναι το κυριότερο παράδειγμα. Φαίνεται πως ο ρατσισμός συνιστά τόσο βαθύ διχαστικό ιδεολόγημα που είτε τρομάζει ακόμα και τοαστικό σύστημα για τις βάρβαρες δυνάμεις που μπορεί να απελευθερώσει  είτε το αφήνει ως εφεδρεία σε μια κρίσιμη στιγμή. Δηλαδή μια νέα δολοφονία έλληνα στο κέντρο της Αθήνας εν καιρώ μεγάλης αποστοίχισης των λαϊκών στρωμάτων από τα αστικά κόμματα και βαβειάς κρίσης εξουσίας του πολιτικού συστήματος θα μπορούσε μέσα σε μια στιγμή να άλλαζε τους συσχετισμούς υπέρ του αστικού συνασπισμού εξουσίας. 
Σε αυτή τη σειρά υλικών και ιδεολογικών χασμάτων ανάμεσα στα εργατικά και λαϊκά στρώματα θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ποικίλες άλλες αντιθέσεις που είτε καλλιεργούνται είτε ενυπάρχουν αλλά σε κάθε περίπτωση δρουν ως εργαλείο της αστικής εξουσίας για την υλική διάσπαση της εργατικής τάξης και του λαού σε αντιμαχόμενες μερίδες. Η αντίθεση των γενιών είναι μια τέτοια παράμετρος όπως και η έμφυλη αντιπαράθεση. Σε κάθε οικογένεια λανθάνει μια τέτοια έντονη ενδογενεακή ή έμφυλη αντιπαράθεση που οξύνεται σε συνθήκες ανατροπής πάγιων ιεραρχιών ή ματαίωσης προσδοκιών που επιφέρουν η ανεργία, η φτώχια, η ημιαπασχόληση, οι αρρώστιες. Για παράδειγμα σε περίπτωση ανεργίας των νέων οι γονείς συνήθως κατηγορούν τα παιδιά τους, ενώ σε περίπτωση ανεργίας των γονέων και εργασίας των παιδιών ανατρέπονται ιεραρχίες προκαλώντας καθημερινές εντάσεις. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και μεταξύ δύο συζύγων ή μεταξύ αδερφών κλπ. Ακόμα οι χουλιγκάνικες αντιθέσεις μεταξύ οπαδών σε κάθε περίπτωση εντείνουν την βαρβαρότητα και την διάσπαση μεταξύ των «από κάτω». Πρόσφατα είχαμε γίνει θεατές βίαιων συρράξεων μεταξύ οπαδών.
Όλες αυτές οι αντιθέσεις τεχνητές ή πραγματικές αποδομούν πρώτα πρώτα τη σύλληψη της ιδεάς μιας αντικειμενικής κοινότητας των «από κάτω» σε ένα ενιαίο σύνολο. Ως εκ τούτου, απουσιάζει η ίδια η βούληση για την πραγμάτωση μιας τέτοιας πολιτικής ενότητας. Εξάλλου, οι μεταμοντέρνες και πολυπολιτισμικές ιδέες που διαχύθηκαν ηγεμονικά μετά το 1990 συνέβαλαν καθοριστικά στην αποδόμηση κάθε ενοποιητικής ιδέας των "από κάτω". Η έννοια του λαού λοιδορήθηκε και πετάχτηκε στα σκουπίδια μαζί με τον λαϊκισμό, η έννοια του έθνους μαζί με τον εθνικισμό, αλλά και η έννοια της τάξης μαζί με τον κομμουνισμό. Όλα αυτά χαρακτηρίστηκαν ολοκληρωτισμοί και φασισμοί που έπνιγαν τις ατομικότητες και τις ελευθερίες. Οι μεγάλες αφηγήσεις και τα μεγάλα οράματα καταγγέλθηκαν, η υποκειμενικότητα εγκαταστάθηκε ως το κυρίαρχο αναλυτικό εργαλείο σε βάρος κάθε αντικεμινικής σύλληψης της πραγματικότητας, ενώ η ατομικότητα λατρεύτηκε ως το νέο τοτέμ, ο νέος θεός.  Μέσα σε συνθήκες οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης η ανεκτική και ειρηνευμένη πολύπολιτισμική και πολυταυτοτική κοινωνία που οραματίζονταν οι μεταμοντέρνοι διανοούμενοι της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς μετατράπηκε σύντομα σε μια βάρβαρη εχθρική κοινωνία.   

Απόπειρες άρσης της διάσπασης και ανάδειξης του λαού:
από την 5 Μάη στην Κερατέα και την πλατεία Συντάγματος
 Στον έναν χρόνο που ακολούθησε την ψήφιση και εφαρμογή του μνημονίου επιχειρήθηκε πολλές φορές μια ενοποιητική διαδικασία των «από κάτω». Ίσως η πιο σημαντική ήταν η πορεία της 5ης Μάη 2010. Σε αυτήν το κεντρικό ενοποιητικό στίγμα δόθηκε από το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα το οποίο κινήθηκε κάτω από την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της αριστεράς. Οι διάφορες εκδοχές της αριστεράς προσπάθησαν να προτάξουν  και να συγκροτήσουν γύρω από συγκεκριμένα πολιτικά αιτήματα μια νέα εργατική και ταξική ενότητα ως απάντηση στην επίθεση της ντόπιας και διεθνούς αστικής τάξης. Εκείνη η μέρα ήταν ίσως η πρώτη φορά μετά το 1989 που το αστικό πολιτικό σύστημα φοβήθηκε. Όμως πάγιες αδυναμίες της αριστεράς, αλλά και του οργανωμένου εργοδοτικού συνδικαλιστικού κινήματος δεν επέτρεψαν να βαθύνει αυτή η ενότητα. Αλλά ακόμη χειρότερα το κίνημα έβαλε ένα μεγάλο «αυτογκολ» την ώρα που κάλπαζε προς τη νίκη. Αναμφισβήτητα, οι νεκροί της Μαρφίν υπήρξαν η ταφόπλακα αυτής της πρώτης προσπάθειας. Το αστικό πολιτικό σύστημα χρησιμοποίησε πολιτικά τον θάνατο των τριών τεσσάρων εργατών για ξαναδιασπάσει τους «από κάτω», αλλά και για να διασύρει την αριστερόστροφη και ταξική προσπάθεια απάντησης στην κρίση. Βέβαια, η 5 Μάη υπήρξε μια πολύ σημαντική παρακαταθήκη για κάθε μελλοντική εξέλιξη.
Μέσα στο επόμενο διάστημα αναπτύσσονται, θα έλεγε κανείς, τέσσερις προσπάθειες ανασύνταξης της λαϊκής ενότητας. Η πρώτη προέρχεται από τον χώρο της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ και της ρεφορμιστικής αριστεράς. Η δεύτερη από τον χώρο του ΚΚΕ. Η τρίτη από τον χώρο των πρωτοβάθμιων σωματείων κάτω από τον σχεδιασμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η τέταρτη από τον λεγόμενο «εθνικό-πατριωτικό» χώρο που μέσα από την δημιουργία της Σπίθας και άλλων δυνάμεων πατριωτικής αναφοράς αναδείχτηκε ως σημαντική πολιτική δύναμη. Μία πέμπτη αυτή της αναρχίας που είχε κατακτήσει μετά το 2008 μεγάλο προβάδισμα, ιδιαίτερα στη νεολαία, βρίσκεται μετά την Μαρφίν μάλλον σε κρίση και σε υποχώρηση καθώς βρίσκεται σε διαρκή αυτο-υπονόμευση και στρατηγική ανεπάρκεια να επικοινωνήσει στοιχειωδώς με πολιτικά κινήματα.
Η προσπάθεια της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ μαζί με τμήματα της ρεφορμιστικής αριστεράς προσπαθεί ουσιαστικά να ανασυστήσει το «παλαιό» συνδιακλιστικό σύστημα διεκδικώντας ξανά τον ρόλο και τη θέση που έχασε, δηλαδή του επίσημου συνομιλητή με το κράτος στο όνομα της εργατικής τάξης. Όμως οι ΠΑΣΟΚογενείς ηγεσίες δεν θέλουν παίζοντας το παιχνίδι της εξουσίας, ενώ η ρεφορμιστική αριστερά γύρω από τον ΣΥΝ δεν μπορεί αντικειμενικά μέσα στο δεδομένο συνδικαλιστικό πλαίσιο κυρίως λόγω στρατηγικής ανεπάρκειας και σύγχυσης που είναι αποτέλεσμα της γενικότερης κρίσης του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ. Το ΚΚΕ παρουσιάζει ως λύση τον εαυτό του, λειτουργεί απομονωτικά και διασπαστικά εν τέλει με ένα πολιτικό πρόγραμμα αναντίστοιχο με τις ανάγκες ισορροπώντας μεταξύ «αριστερισμού» και καθεστωτικού ρόλου. Ο λεγόμενος εθνικός χώρος επιχειρεί να πετύχει μια ενότητα μόνο των ελλήνων, γεγονός που και αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει θετικά. Η αντικαπιταλιστική αριστερά και τα πρωτοβάθμια σωματεία βρέθηκαν μπροστά σε όλες σχεδόν τις εργατικές κινητοποιήσεις (γιατρούς, λεωφορεία κλπ), αλλά αδυνατούσαν να οργανώσουν κάτι μεγαλύτερο, ενώ έφεραν αδίκως πάνω τους και την ήττα της 5 Μάη. Παρόλα αυτά ήταν το πιο ελπιδοφόρο κομμάτι προσπαθώντας να διατηρήσει το νήμα των αγώνων και να μπολιάσει κάθε νέο με τη νικηφόρα ανεξάρτητη δράση.
Δύο όμως είναι οι καθοριστικοί παράγοντες που έδειξαν τον δρόμο για την νέα λαϊκή ενότητα. Ο πρώτος ήταν το έπος της Κερατέας που τυχαία συνέπεσε με τις λαϊκές εξεγέρσεις στην Τυνησία, την Αίγυπτο και τις άλλες αραβικές χώρες. Στην Κερατέα αποδείστηκε περίτρανα και στην πράξη ο νέος κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός. Ο βίαιος ρόλος των ΜΑΤ και η εχθρικότητα απέναντιστον μαχόμενο λαό κατέδειξαν το βάθος του κοιβουλευτικού ολοκληρωτισμού. Εκεί εμπεδώθηκε στις λαϊκές συνειδήσεις η πεποίθηση ότι η χούντα δεν τελείωσε το 1974, αλλά συνεχίζει να υπάρχει μεκοινοβουλευτικό μανδύα. Στην πράξη δομήθηκαν πολλά από τα αιτήματα που θα εμφανιστούν στην πλατεία Συντάγματος. Εκεί στην Κερατέα προτάθηκε ουσιαστικά ένα νέο μοντέλο ενοποίησης των «από κάτω» και ένα μοντέλο μαζικής πολιτικής μάχης απέναντι στην δικτατορία των ΜΑΤ. Η πλατεία Ταχρίρ κατέδειξε πως αυτή η ενότητα μπορεί να γίνει πράξη μέσα σε μια πόλη και όχι σε ένα χωριό, ενώ επιβεβαίωσε την αίσθηση ότι αυτός ο νέος δρόμος είναι νικηφόρος. Απέδειξε ότι μια χούντα μπορεί να πέφτει εξαιτίας μιας πλατείας. Αυτό που απουσίαζε ήταν μία αφορμή και ένα ερέθισμα ώστε η οργή να πάψει να διασπά και να αρχίζει να ενώνει. Το ερέθισμα ήταν το κίνημα των Ισπανών αγαναχτισμένων και η αφορμή/αιτία ήταν η αναγνώριση της χρεοκοπίας και αποτυχίας του πρώτου μνημονίου και η πρόταση για ένα νέο μνημόνιο. Πλέον η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η ΕΕ και το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο βρέθηκαν απογυμνωνένοι. Οι υποσχέσεις τους ότιτα μέτρα μπορεί να πιάσουν τόπο πλέον δεν γίνονται από κανέναν πιστευτές. Χωρίς κανένα ηθικό ενδοιασμό και αποφασισμένοι το σύνολο του αστικού συνασπισμού εξουσίας επιτίθενται σε όλα τα λαϊκά στρώματα και στο σύνολο της εργατικής τάξης χωρίς καμία εξαίρεση. Ο μπαμπούλας του μονοδρόμου έσπασε μονομιάς μέσα σε μια μέρα. Ο καθένας ήξερε στην προσωπική του ζωή ότι δεν πήγαινε άλλο. Οι υλικοί όροι έσπασαν τα ιδεολογικά αδιέξοδα. 

Λαός, έθνος, πλήθος και τάξη
Στην πλατεία λοιπόν Συντάγματος επανενοποιείται ο «λαός» που ήταν κρυμμένος στην πολυδιάσπαση και επανεμφανίζεται ως ανεξάρτητο από το αστικό πολιτικό σύστημα δρων πολιτικό υποκείμενο. Γίνεται ο νέος πολιτικός παράγοντας. Νέος/συνταξιούχος, έλληνας/μετανάστης, ιδιωτικός υπάλληλος/δημόσιος υπάλληλος, συνδικαλισμένος/ασυνδικάλιστος, κεντρώος, δεξιός, κομμουνιστής, αναρχικός ή πατριώτης, πολιτικοποιημένος/απολίτικος είναι διχαστικές ταυτότητες που μπαίνουν στο μίξερ μιας νέας κολυμπίθρας του Σιλωάμ που εξαγνίζει τον καθένα μας από όλες τις προηγούμενες ταυτότητες και διαμορφώνει μια νέα ενότητα. Αν κάποιος μπορούσε να υπολογίσει τους ανθρώπους που έχουν έστω και μια φορά περάσει από την πλατεία του Συντάγματος ή τις άλλες πλατείες ανά την Ελλάδα, σίγουρα θα καταμετρούσε πάνω από ενάμισι εκατομμύριο πολίτες, ενώ άλλο ένα τόσο μεγάλο τμήμα πληθυσμού θεωρητικά συμφωνεί και συμπλέει φαντασιακά με το κίνημα των Αγαναχτισμένων. Πρόκειται δηλαδή για μια πραγματική ειρηνική εξέγερση ενός υποκειμένου που ξαναβρίσκει τον εαυτό του και συγκροτείται ως μια φαντασιακή κοινότητα. Κανένα μέλος αυτής της φαντασιακής κοινότητας του λαού δεν θα γνωρίσει ποτέ όλα τα άλλα μέλη, αλλά γνωρίζει ότι υπάρχουν και ότι συγκροτούν μαζί μια ενότητα: τον διαμαρτυρόμενο λαό.
Υπό αυτό το πρίσμα οφείλουμε να αναγνώσουμε πολλά από τα αρχικά χαρακτηριστικά του κινήματος των Αγαναχτισμένων πολιτών και της πλατείας Συντάγματος.
Εμφανίζονται ουσιαστικά τρεις προτάσεις λαϊκής ενοποίησης. Ο πρώτος είναι το έθνος που ταυτίζεται κυρίως με τμήματα των αγαναχτισμένων στο πάνω μέρος της πλατείας. Ο δεύτερος είναι η έννοια πολίτης που αναπτύσσεται στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος και ορίζεται από την πολιτική διαδικασία της συνέλευσης. Ο τρίτος είναι η έννοια «πλήθος ατομικοτήτων» που μάλλον είναι μειοψηφική και εκφράζεται επίσης μέσα στην συνέλευση. Και οι τρεις προτάσεις θέλουν να εμφανίζονται ως συμπαγείς και αδιαίρετες. Για αυτό αναπτύσσεται ένας έντονος αντικομματικός λόγος που συμπαρασύρει και τα κόμματα της αριστεράς και ένας έντονος αντισυνδικαλιστικός λόγος που ισοπεδώνει ακόμα και τα αγωνιστικά συνδικάτα και τους αριστερούς συνδικαλιστές.
Η ανάγκη για ενότητα και ισότητα υπερισχύει όλων των διαιρέσεων ιδιαίτερα τις πρώτες ημέρες του κινήματος. Εκείνοι που εκφράζουν αντικομματικό και αντισυνδικαλιστικό μένος είναι κυρίως οι πολίτες που αποστοιχίζονται από τα αστικά κόμματα. Αυτοί είτε για να «απενοχοποιηθούν» είτε διότι βρίσκονται σε συνολική απογοήτευση είτε διότι βρίσκονται σε ιδεολογική-στρατηγική σύγχιση είτε διότι «ξυπνούν» χωρίς να διαθέτουν πολιτικά εργαλεία ή πολιτική εμπειρία τείνουν να χρεώνουν ευθύνες σε όλα τα πολιτικά κόμματα και να αποστοιχίζονται συνολικά από το κομματικό σύστημα. Πρώτοι αυτοί λοιπόν επιστρέφουν σε προϋπάρχοντα του κομματικού συστήματος ενοποιητικά σχήματα. Για αυτό ουσιαστικά "απαγορεύονται" όλα τα κομματικά ενοποιητικά σχήματα. 
Ουσιαστικά, με το Σύνταγμα οι πολίτες πατάνε το κουμπί reset στην πολιτική τους μνήμη και διεκδικούν να ξαναμπούν στην πολιτική από ένα σημείο μηδέν. Ο φόβος του «πολιτικού καπέλου», ότι δηλαδή οι πιο έμπειροι στις πολιτικές διαδικασίες, αυτοί που διαθέτουν το know how της πολιτικής, οι πιο συγκροτημένοι ως πολιτικές προσωπικότητες διαθέτοντας συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά και ρητορική δεινότητα θα επιβληθούν στους νεοεισερχόμενους της πολιτικής εξηγεί πολλά από τα αντικομματικά/αντισυνδικαλιστικά/αντιαριστερά αντανακλαστικά. Έτσι, η συνέλευση επιβάλλει μια υποχρεωτική ισονομία στην πολιτική διαδικασία. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος για τον οποίο αποκλείονται τα κόμματα και οι συνδικαλιστές από συνέλευση, ενώ παράλληλα τίθεται αυστηρά ο σύντομος χρόνος στις τοποθετήσεις, αλλά και η κλήρωση των ομιλητών.
Και οι τρεις ενοποιητικές έννοιες: πολίτης, έλληνας, ατομικότητα κατάγονται ιστορικά από τον γιακωβινισμό και την γαλλική επανάσταση. Από εκεί εξάλλου προέρχεται και η ιδέα της άμεσης δημοκρατίας. Κατά την διάρκεια της γαλλικής επανάστασης το γαλλικό έθνος εκφραζόταν από συνελεύσεις πολιτών τις λεγόμενες κομμούνες οι οποίες παρήγαγαν τους ηγέτες της επανάστασης.  Η Γαλλική Επανάσταση εμφανίστηκε ως άρνηση ενός συστήματος διάκρισης της κοινωνίας σε τάξεις και συσσωματώσεις. Απέναντι στο σύστημα των παλαιών τάξεων του Παλαιού Καθεστώτος προβλήθηκε το έθνος-λαός και απέναντι στο σύστημα των συντεχνιών η άμεση-λαϊκή δημοκρατία. Τα κόμματα θεωρούνταν διχαστικά του λαού και καταγγέλονταν. Στην πράξη όμως τα κόμματα υπήρχαν και δρούσαν μέσα στην επανάσταση. Το κάθε κόμμα όμως θεωρούσε τον εαυτό του μοναδικό και πραγματικό εκφραστή της λαϊκής βούλησης και το αντίπαλο κόμμα προδοτικό. Το αποτέλεσμα ήταν η πολιτική, εθνική και ατομική έννοια σύλληψης του κόσμου να γεννήσουν νέους ολοκληρωτισμούς και νέες δικτατορίες που δεν επέτρεψαν την πραγμάτωση μιας άλλης κοινωνίας. Στην πράξη οι έννοιες αυτές, όπως κυριαρχούν στην πλατεία Συντάγματος, υποκρύβουν έναν ολοκληρωτισμό εν δυνάμει επικίνδυνο στο μέλλον εάν γενικευτεί ως μοντέλο γιαόλη την κοινωνία. Η απαγόρευση των κομμάτων ποτέ δεν υπήρξε ένα δημοκρατικό στοιχείο, αλλά στοιχείο πολιτικού ολοκληρωτισμού.   
 Οι δυο βασικές ενοποιητικές έννοιες, έλληνας και πολίτης, λειτουργούν αρχικά εχθρικά μεταξύ τους δημιουργώντας τον διχασμό της «Ανω» και της «Κάτω» Πλατείας, τα «εθνίκια» για τους μεν, τα «κομμούνια» για τους δε. Στην Θεσσαλονίκη όμως αυτός ο διχασμός δεν εμφανίζεται στον Λευκό Πύργο, καθώς το πατριωτικό κομμάτι συμμετέχει στην διαδικασία της συνέλευσης. Ο διχασμός αυτός ξεπερνιέται στην πράξη στο Σύνταγμα και δεν προκαλείται σύγκρουση. Βέβαια, δεν ήταν πολύ εύκολο καθώς και από τις δύο πλευρές εμφανίστηκαν τάσεις όξυνσης. Καθοριστικός παράγοντας στην απάλυνση της έντασης είναι η στοχοπροσήλωση στον αγώνα και οι μεγάλες μαζικές διαδηλώσεις την πρώτη και την δεύτερη Κυριακή οι οποίες υπερέβαιναν ακόμη και αυτές τις αντιθέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν μάθουν όλοι να συνυπάρχουν παρά την υφέρπουσα αντιπάθεια.  
Έξω από την διαδικασία του κινήματος των Αγαναχτισμένων τέθηκε το συνδικαλιστικό κίνημα και στις τρεις εκδοχές του: ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, ΠΑΜΕ, Πρωτοβάθμια Σωματεία. Ο καθεστωτικός ρόλος της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ έθετε εξαρχής την συνδικαλιστική εργοδοτική γραφειοκρατία απέναντι στο κίνημα. Ούτε ο κόσμος του Συντάγματος ήθελε την ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ ούτε η εργοδοτική γραφειοκρατία το ανεξέλεγκτο κίνημα του Συντάγματος. Το ΠΑΜΕ προέρχεται από μια άλλη εντελώς διαφορετική παράδοση ενοποίησης του λαού η οποία θέτει την τάξη ως βασική ενοποιητική σχέση και ηγεμονική πάνω στα άλλα κοινωνικά στρώματα. Επιπλέον, ορίζει ως μοναδικό γνήσιο εκφραστή των συμφερότων των λαϊκών τάξεων το Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ παράλληλα ταυτίζει την λαϊκή ενότητα αυστηρά μέσω συνδικαλιστικών δομών που θα ελέγχονται πολιτικά από τις δυνάμεις του ΚΚΕ. Το ΠΑΜΕ ουσιαστικά κομματικοποιεί και πνίγει το συνδικαλιστικό κίνημα στις δικές του κομματικές φιέστες και σχεδιασμούς με αποτέλεσμα να γραφειοκρατικοποιεί τα σωματεία και να τα ακυρώνει. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθά σημαντικά στην αλλαγή του κλίματος έναντι του συνδικαλισμού. Το ενοποιητικό του σχήμα είναι αδύνατο να εφαρμοστεί ως τέτοιο και για αυτό αυτοπεριθωριοποιείται αφού αυτοεξαιρεί όλους τους άλλους. Το ΚΚΕ βρέθηκε λοιπόν ξαφνικά μπροστά σε ένα κίνημα που δεν μπορούσε και εν τέλει ούτε ήθελε να ελέγξει. Για αυτό προσπαθεί σε κατάσταση μάλλον σύγχυσης να μείνει απ’ έξω παρότι πιέζεται αρκετά για το αντίθετο.
Η πιο ελπιδοφόρα όμως περίπτωση είναι η κίνηση των Πρωτοβάθμιων συνδικάτων. Η λογική της αμεσοδημοκρατικής συνελευσιακής διαδικασίας, της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας του συνδικαλιστικού κινήματος από την εργοδοσία, αλλά και τις κομματικές χειραγωγήσεις ενοποιεί ένα πλήθος ετερόκλητων σωματείων με αγωνιστικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα, τα Πρωτοβάθμια αγωνίζονται για την κοινή αντιμνημονιακή δράση με ένα σαφές πολιτικό περιεχόμενο που κυριάρχησε σε όλους τους εργατικούς αγώνες. Τα Πρωτοβάθμια κρατούν εκτός από το νήμα των εργατικών αγώνων του προηγούμενου διαστήματος και το νήμα της 5ης Μάη. Είναι η μόνη πολιτική δύναμη που εμφανίζεται με ένα σαφές πλαίσιο εναλλακτικής διεξόδου που ολοένα και περισσότερο κερδίζει νέα σωματεία που αποστοιχίζονται από τον εργοδοτικό συνδικαλίσμό. Η φυσιογνωμία τους ταιριάζει στην φυσιογνωμία του νέου κινήματος των Αγανακτισμένων και η παρουσία τους σε αυτό συμβάλλει στην αλλαγή του κλίματος απέναντι στον συνδικαλισμό εν γένει, αλλά και στο μπόλιασμα με το αναγκαίο πολιτικό περιεχόμενο.  
Τα πρωτοβάθμια σωματεία και ο βασικός τους πολιτικός πυρήνας που σχεδίασε και εφάρμοσε το μοντέλο αυτό συνδικαλιστικής οργάνωσης, δηλαδή οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ,  αντιλαμβάνονται εξίσου ως βασικό ενοποιητικό στοιχείο την τάξη, αλλά ακολουθούν εντελώς διαφορετική τακτική απέναντι στο νέο λαϊκό κίνημα. Από θέση αρχής κατανοούν, επιθυμούν και σέβονται την αυτονομία και την μοναδικότητα των πολιτικών κινημάτων. Έτσι, από την αρχή συνδικαλιστές των Πρωτοβάθμιων παρενέβαιναν στη συνέλευση του Συντάγματος, έθεταν αιτήματα και μετέφεραν εμπειρίες από τους χώρους εργασίας και προσπαθούσαν να μεταβάλλουν το κλίμα για τον συνδικαλισμό διαχωρίζοντας την εργοδοτική γραφειοκρατία από τα αγωνιστικά σωματεία βάσης. Συνέβαλαν να συμπεριληφθεί κάλεσμα της Συνέλευσης προς τα σωματεία, αλλά το σημαντικότερο ήταν η διαμόρφωση της κίνησης «Δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε». Στην πράξη τα Πρωτοβάθμια Σωματεία αυτοτίθενται ως οργανικό κομμάτι του κινήματος και διατίθενται να συμβάλλουν στον ταξικό μετασχηματισμό του περιεχομένου της νέας λαϊκής ενότητας, αλλά και στο περιεχόμενο των αιτημάτων της Συνέλευσης. Η διαγραφή του χρέους το οποίο ολοένα και περισσότερο κερδίζει στις πλατείες ως μοναδική λύση είναι μια πρόταση των Πρωτοβάθμιων ανοίγοντας την συζήτηση για μια σειρά παρεπόμενα ζητήματα, όπως είναι η ΕΕ, το Ευρώ, το μοντέλο παραγωγής, ακόμα και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.  
   Αρχικά, για τους «πατριώτες» οι πολιτικοί ήταν προδότες του έθνους, ενώ για τους «πολίτες» πουλημένοι. Οι πολιτικοί δηλαδή συλλαμβάνονται ως μέρος του εκάστοτε ενοποιητικού σχήματος που όμως τίθενται εκτός εξαιτίας της πουλημένης στάσης τους. Με την παρέμβαση των σωματείων το ταξικό στοιχείο εισβάλλει και προβάλλει μια άλλη ενοποιητική σχέση. Τα Πρωτοβάθμια στήνουν δικό τους περίπτερο και καλούν σε δικές τους πολιτικές συζητήσεις πλουτίζοντας τον διάλογο και τις ζυμώσεις διαμορφώνοντας έναν άλλο διακριτό πόλο μέσα στο κίνημα και όχι έξω από αυτό. Σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο των αιτημάτων της Συνέλευσης γίνεται πιο πολιτικό και ταξικό, ενώ στην πορεία και συγκέντρωση της Τετάρτης το πολιτικό και ταξικό στοιχείο γίνεται πιο έντονο. Σε αυτό συνέβαλλε βέβαια και η παραμονή του ΠΑΜΕ για δύο ώρες στο κέντρο της διαδήλωσης. Η σύνθεση αυτή, η μαζικότητα και η αποφασιστικότητα του κόσμου την Τετάρτη κλώνισε την κυβέρνηση οδηγώντας την σε μια τετράωρη παραίτηση.
Με λίγα λόγια, τόσο για τον κόσμο της συνέλευσης όσο και για τους πατριώτες ολοένα και περισσότερο οι διαδικασίες της πλατείας Συντάγματος είναι αντιπαραθετικές στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου. Η Ελλάδα αποκτά την «Κάτω Βουλή» και το σπόρο για μια άλλου τύπου δημοκρατία.  Οι συνελεύσεις σε περιοχές και δήμους μεταφέρουν τον σπόρο αυτό στις γειτονιές της Αθήνας και συναντιούνται με αγωνιστικές παραδόσεις των κινημάτων των ελευθέρων χώρων. Το χάσμα μεταξύ λαού και κυβέρνησης βαθαίνει, γίνεται ολοένα πιο ταξικό και πολιτικό. Ο παράγων λαός πλέον διεκδικεί ως νέος ηγεμόνας την δική του ανεξάρτητη θέση στο πολιτικό σκηνικό. Η χρεοκοπία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το ασυμβίβαστο δημοκρατίας και ολοκληρωτικού καπιταλισμού θα γεννήσει ξανά το αίτημα για μια άλλη κοινωνική οργάνωση, για μια άλλου είδους δημοκρατία. Εδώ στην πλατεία γενιούνται τα νέα χειραφετητικά οράματα του 21ου αιώνα. Καθήκον μας να τα μπολιάσουμε με τις αρχές και τις παραδόσεις, με τις καλύτερες πλευρές των χειραφετητικών οραμάτων του 20ου αιώνα. Εδώ θα επαναθεμελιώσουμε το όραμα της κομμουνιστικής χειραφέτησης, μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, με πραγματική δημοκρατία, με ισότητα και διακιοσύνη, χωρίς τάξεις, πολέμους, φτώχεια και βαρβαρότητα.   


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

...ΤΟ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ...

Η ΦΡΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ...ΛΕΦΤΑ.

kontoxontros είπε...

καλό. Έχεις υπόψιν σου που μπορούμε να βρούμε και άλλες αναλύσεις πολιτικούς (και όχι καθαρά πολεμικού) επιπέδου για το εν λόγω θέμα?

πόσοι μας διάβασαν: