Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗ


των Χάρη Λαμπρόπουλου και Μπάμπη Συριόπουλου
Είναι φανερό από την καθημερινότητα που βιώνουμε ότι οι επιπτώσεις της καπιταλιστικής κρίσης και της κυρίαρχης πολιτικής επιδεινώνουν την «κατάσταση της εργατικής τάξης» στην Ελλάδα με ραγδαίους ρυθμούς. Η περίφημη διαφορά ανάμεσα στο κοινωνικό και στο βιολογικό όριο εξαλείφεται μέρα με τη μέρα. Αλλά και το βιολογικό όριο δεν είναι ταμπού για το κεφάλαιο σήμερα στη χώρα μας. Με απλά λόγια τίθεται με οξύ τρόπο ζητήματα επιβίωσης για ένα συνεχώς αυξανόμενο κομμάτι του πληθυσμού.
Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2012 με τίτλο «Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2010 – Κίνδυνος Φτώχειας» το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 27,7% του πληθυσμού της χώρας. Ενώ ο κίνδυνος της φτώχειας στην Ευρώπη των 27 κρατών μελών εκτιμάται σε 16,4%.
Αν συνυπολογίσουμε το χρόνο έρευνας και την οικονομική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και βιώνουμε, την τεράστια και συνεχώς διογκούμενη ανεργία, καταλαβαίνουμε τη διεύρυνση του πληθυσμού που βρίσκεται ήδη σε κατάσταση φτώχειας ή στα όριά της.
Σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται το θέμα της κοινωνικής αλληλεγγύης και μέτρων ή πρωτοβουλιών αντιμετώπισης της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί.
Οι πλευρές από τις οποίες προσεγγίζεται το ζήτημα και δίνονται απαντήσεις είναι ποικίλες.

«Η φτώχεια είναι ευκαιρία», για τις επιχειρήσεις φυσικά!
Μία πρώτη απάντηση δίνεται από το ίδιο το σύστημα. Η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός θεωρούνται περίπου αντικειμενικές επιπτώσεις της καπιταλιστικής κρίσης, αποσυνδεδεμένες από τα αίτια που τις προκαλούν. Η ανησυχία και οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες που παίρνει αποσκοπούν στη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, στην «απενοχοποίησή» του, την υλική εξάρτηση και ιδεολογική ενσωμάτωση των εργαζομένων. Μάλιστα παραλλάσσοντας το μότο «η κρίση είναι ευκαιρία» το μετατρέπει σε «η φτώχεια είναι ευκαιρία», για τον καπιταλισμό φυσικά.
Αναδεικνύεται για άλλη μια φορά ο  θαυμαστός τρόπος  που ο καπιταλισμός καταφέρνει να απαντάει προς όφελός του σε προβλήματα που ο ίδιος δημιουργεί.  
Σαν απάντηση στην όξυνση του κοινωνικού προβλήματος δημιουργεί δομές αλληλεγγύης που προωθούνται μέσω του κράτους, της ΕΕ, διεθνών οργανισμών, καπιταλιστικών επιχειρήσεων, δήμων, περιφερειών, εκκλησίας, ΜΚΟ με ποικίλα σχήματα και παραλλαγές.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε το τελευταίο διάστημα με γοργούς ρυθμούς σε κάθε δήμο να αναπτύσσονται διάφορες δομές τέτοιου τύπου (κοινωνικά παντοπωλεία, κοινωνικά ιατρεία, κοινωνικά φαρμακεία, κοινωνικά φροντιστήρια κλπ.). Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο δήμους με αριστερή πλειοψηφία οπότε θα  μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι επιτέλους δικαιώνεται το όραμα του ΣΥΡΙΖΑ που ονειρεύεται τους καλλικρατικούς δήμους σαν «ασπίδες κοινωνικής προστασίας του πολίτη», αλλά έχει μια γενικότερη διάσταση.
Αν ανατρέξουμε στο επιχειρησιακό πρόγραμμα με τίτλο «ανάπτυξη ανθρωπινού δυναμικού» θα δούμε ότι ο τέταρτος θεματικός άξονας με τίτλο «πλήρης ενσωμάτωση του συνόλου του ανθρωπινού δυναμικού σε μια κοινωνία ίσων ευκαιριών» ο όποιος συγχρηματοδοτείται από το ευρωπαϊκό κοινωνικό ταμείο (ΕΚΤ) θέτει σαν έναν από τους στόχους τη  «Δημιουργία δικτύου κοινωνικής ασφάλειας  κατά του κοινωνικού αποκλεισμού», το οποίο κατά τα λεγόμενά του θα διασφαλίζει την πρόσβαση για όλους σε βασικές υπηρεσίες, όπως ιατρική περίθαλψη, στέγαση και εκπαίδευση.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κείμενο  «Για την αντιμετώπιση του φαινομένου της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού απαιτείται η οργανική διασύνδεση των πολιτικών κοινωνικής προστασίας με τις πολιτικές ανάπτυξης και απασχόλησης μέσω της ευρύτερης δραστηριοποίησης όλων των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Προς την κατεύθυνση αυτή, σχεδιάζεται η δημιουργία ενός Εθνικού Δικτύου άμεσης κοινωνικής παρέμβασης για την εφαρμογή ενός συνόλου ενεργειών σε πανελλαδικό επίπεδο. Η έννοια του δικτύου αναφέρεται και συγχρόνως προϋποθέτει την απαραίτητη δικτύωση, λειτουργία, συνεργασία και αλληλοϋποστήριξη Κοινωνικών Εταιρικών  Σχημάτων τα οποία θα λειτουργήσουν ως Κοινωνικές Δομές άμεσης αντιμετώπισης του φαινομένου της φτώχειας»
Το Σχέδιο Δράσης του κάθε Εταιρικού Κοινωνικού Σχήματος μπορεί να περιλαμβάνει από μία έως και τις οκτώ παρακάτω Κοινωνικές Δομές : Κοινωνικό Παντοπωλείο, Ανοιχτό κέντρο ημερήσιας υποδοχής αστέγων, Υπνωτήριο, Δομή παροχής Συσσιτίων, Κοινωνικό φαρμακείο, Δημοτικός Λαχανόκηπος, Τράπεζα χρόνου, Γραφεία Διαμεσολάβησης. Στο εταιρικό σχήμα μπορούν να συμμετέχουν δήμοι και φορείς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (πχ. ΜΚΟ) που μπορούν να αναλάβουν τη λειτουργία μίας ή περισσοτέρων κοινωνικών δομών.
Το πρόγραμμα που έχει προϋπολογισμό 39.650.000€ !!! θέτει σαν ειδικότερο στόχο τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης για άνεργους νέους έως 30 ετών, μέσω της πρόσληψής  τους  για τη δημιουργία νέων ή/και τη συνέχιση της λειτουργίας των υφιστάμενων Κοινωνικών Δομών.
Φυσικά μπορούμε να καταλάβουμε αξιοποιώντας και την πρόσφατη πρόσληψη μέσω ΜΚΟ για ανάγκες των δήμων για τι εργασιακές σχέσεις και μισθούς μιλάμε.
Ένα επίσης σημαντικό στοιχείο είναι ότι την ίδια ώρα που η «τοπική αυτοδιοίκηση» έχει έρθει σε κατάσταση χρεωκοπίας από τις συνεχόμενες κρατικές περικοπές και δεν μπορούν να λειτουργήσουν απαραίτητες κοινωνικές υπηρεσίες (πχ. παιδικοί σταθμοί) διατίθενται χρήματα για δομές αλληλεγγύης. Πιο βαθιά διαμορφώνεται η τάση κατάργησης του όποιου κοινωνικού κράτους που τυπικά καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων με δομές κοινωνικής αλληλεγγύης σε ολιγάριθμες και με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κοινωνικές ομάδες.  
Το πρόγραμμα ορίζει τους άμεσα ωφελούμενους (άστεγοι, άτομα ευρισκόμενα σε κατάσταση φτώχειας/απειλούμενα από φτώχεια, δηλαδή «άτομα που, βάσει κριτηρίων και σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας ή απειλούνται από φτώχεια (π.χ. ανασφάλιστα άτομα με πολύ χαμηλό ετήσιο εισόδημα, άτομα που διαθέτουν βιβλιάριο απορίας, κλπ».) και τους έμμεσα ωφελούμενους που θα προσληφθούν.
Φυσικά όλες αυτές οι δομές μπορούν να λαμβάνουν και χορηγίες λειτουργίας από διάφορες καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Έτσι το κεφάλαιο, μέσω των ΜΚΟ κερδοσκοπεί πάνω στη φτώχεια αποσπώντας δημόσιο χρήμα γι' αυτή τη "μεσολάβησή" του. Εμπλέκεται όμως και μ' άλλους τρόπους, αξιοποιώντας την κατάσταση που το ίδιο δημιουργεί.
Βλέπουμε ας πούμε το ΣΚΑΙ σε συνεργασία με την αρχιεπισκοπή και επιχειρήσεις supermarket να διοργανώνουν καμπάνια συλλογής τροφίμων για φτωχούς, καλώντας όλους μας (την εργαζόμενη και πληττόμενη από αυτή την πολιτική, πλειοψηφία) να συνεισφέρουν. Τα κοινωνικά παντοπωλεία σε δήμους λειτουργούν με χορηγία Supermarket (πχ. Πρόγραμμα κοινωνικής ευθύνης Carrefour που χορηγεί τα κοινωνικά παντοπωλεία των δήμων Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Πειραιά),  η Kinder μοιράζει σοκολάτες σε σχολεία του «αριστερού» δήμου της Νέας Ιωνίας σε συνεργασία με το κοινωνικό παντοπωλείο του δήμου. Η ΜΚΟ «Γιατροί του κόσμου», παρέχει υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας στο Πέραμα υποστηριζόμενη από τον όμιλο «Υγεία» και ένα σωρό άλλα παραδείγματα.
Το πρώτο που μας εντυπωσιάζει σε αυτή την πολιτική είναι ότι πρωταγωνιστούν στην αλληλεγγύη αυτοί που προκαλούν την εξάπλωση της φτώχειας. Καπιταλιστές, κεντρικό και τοπικό κράτος, ΕΕ, ΜΜΕ, εκκλησία. Η εκκλησία που τρέχει να εξασφαλίσει ότι δεν θα κινδυνεύσει η αμύθητη περιουσία της, την ίδια ώρα που πετσοκόβεται ο μισθός όλων των εργαζόμενων, ο ΣΚΑΙ και οι επιχειρήσεις supermarket των εργασιακών συνθηκών γαλέρας, νοιάζονται για τη φτώχεια.
Γιατί όμως αυτό  το ενδιαφέρον ή αλλιώς τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
Καταρχήν εμφανίζουν μια επίφαση ενδιαφέροντος για το κοινωνικό σύνολο. Επίφαση απαραίτητη για να απορροφήσουν κοινωνικούς τριγμούς. Ο δήμαρχος Βύρωνα δηλώνει χαρακτηριστικά για το «τοπικό σύμφωνο αλληλεγγύης»  «..Πρέπει να διασφαλίσουμε την κοινωνική συνοχή στα αστικά κέντρα μας σε μια εποχή που μπορεί να υπάρχει ο κίνδυνος μεγαλύτερης κοινωνικής πόλωσης και αναταραχής σε αυτές τις δύσκολες οικονομικές περιόδους.».
Παράλληλα επιδιώκουν να χτίσουν το κατάλληλο ιδεολογικό και κοινωνικό προφίλ τους και να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των εργαζομένων απέναντι στις επιχειρήσεις σε περίοδο κρίσης και έντονης κοινωνικής πόλωσης, αλλά και να διαμορφώσουν όρους υλικής εξάρτησης των εργαζομένων και στο επίπεδο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Την ίδια ώρα που απαιτούν την κατάργηση του όποιου κοινωνικού κράτους προσφέρουν χορηγίες για τη διεύρυνση του αριθμού των παιδιών που θα πάνε σε παιδικούς σταθμούς (βλ. πρόσφατη δωρεά ιδρύματος Νιάρχου)  
Οδηγό σε αυτή την προσπάθεια έχουν την έννοια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης(ΕΚΕ). Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναφέρει την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη σαν μια έννοια σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες ενσωματώνουν σε εθελοντική βάση κοινωνικές και περιβαλλοντικές δράσεις στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και στις επαφές τους με άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Οι δράσεις αυτές είναι εθελοντικές και πέρα από τις (ελάχιστες) νομικές, κανονιστικές ή θεσμικές υποχρεώσεις για συμμόρφωση που τις βαρύνουν, η ανταπόδοση συνίσταται στο ότι οι ενέργειες των επιχειρήσεων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση κοινωνικών ζητημάτων δημιουργούν καλή φήμη, αναγνωρισιμότητα και, τελικά, κέρδη.
Δεν είναι τυχαίο πως στην εκφρασμένη αγωνία για την παραπέρα ενίσχυση της ΕΚΕ εν μέσω οικονομικής κρίσης και μειωμένης αντοχής των επιχειρήσεων να αντεπεξέλθουν σ' αυτή οι ίδιοι οι επιχειρηματίες απαντάνε πως η «κοινωνική υπευθυνότητα» αποτελεί μακροπρόθεσμη επένδυση και όχι περιττή πολυτέλεια με στόχο το συγκυριακό κέρδος.
Ενώ σε μια πολύ έντονη κοινωνική περίοδο επενδύουν στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στις επιχειρήσεις.
Στο σχέδιο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος των δήμων (του τοπικού κράτους), ο οποίοι για  άλλη μια φορά πρωτοπορούν σαν πολιορκητικός κριός στην εφαρμογή αντιλαϊκών-αντεργατικών πολιτικών.
Φυσικά αν κάποιος εξετάσει σε ποιους απευθύνονται αυτές οι πολιτικές και τι ανάγκες καλύπτουν αποκαλύπτεται η υποκρισία τους. Τα κριτήρια που μπαίνουν για να επιχορηγηθεί κάποιος αλλά και οι δυνατότητες που καλύπτουν είναι σταγόνα στον ωκεανό. Χαρακτηριστικά στο κοινωνικό παντοπωλείο του δήμου Αθηναίων τροφοδοτούνται 250 οικογένειες.

Ταυτόχρονα στην κοινωνία διαμορφώνονται πρωτοβουλίες με ποικίλες μορφές από διάφορες συλλογικότητες που προσπαθούν να απαντήσουν με άμεσο και υλικό τρόπο στην τάση συνεχούς χειροτέρευσης της ζωής της εργαζόμενης πλειοψηφίας.
Στα πλαίσια αυτών των πρωτοβουλιών αναπτύσσεται μια συζήτηση και αντίστοιχες πρακτικές για τη σχέση αλληλεγγύης και αγώνα, μάχης για την επιβίωση και πάλης για μια άλλη ζωή σε μια άλλη κοινωνία, διαμορφώνοντας ουσιαστικά δύο προσεγγίσεις. Αυτή που αποσυνδέει τη μάχη για επιβίωση από τον αγώνα για την ανατροπή της αντιλαϊκής επίθεσης και την κοινωνική αλλαγή και αυτή που θεωρεί την εργατική αλληλεγγύη πλευρά του αγώνα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή και άρα άμεσα συνδεδεμένη με τη συνολική πάλη των εργαζομένων.

Η αλληλεγγύη χωρίς ανατροπή δεν είναι αλληλεγγύη.
Στην πρώτη προσέγγιση αντί για την επιβολή άμεσων λύσεων ανακούφισης και επιβίωσης των λαϊκών στρωμάτων στην κατεύθυνση της επιστροφής του κλεμμένου πλούτου προτάσσονται μορφές αλληλεγγύης «αποστειρωμένες» από την διεκδίκηση και την οικειοποίηση του κλεμμένου πλούτου.
Αναπτύσσονται μια σειρά δράσεις δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης (κάποιες και με εξειδικευμένη μορφή όπως ανταλλαγής εργασίας και προϊόντων, τράπεζες χρόνου και αλληλεγγύης, αλληλέγγυο εμπόριο, κλπ), αυτοδιαχειριζόμενων χώρων, κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων κλπ. Οι δράσεις αυτές έχουν μια ποικιλία πολιτικού προσανατολισμού και κινηματικής λογικής, πολλές φορές συμπλέουν και συνδέονται με αντίστοιχες  πολιτικές της τοπικής και κεντρικής εξουσίας που χρησιμοποιούν δήθεν  μορφές εθελοντικής δράσης και κοινωνικής προσφοράς, σαν αυτές που αναφέραμε παραπάνω ενώ αρκετές φορές είναι  δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ κινηματικών δράσεων κοινωνικής αλληλεγγύης και  εθελοντισμού των Μ.Κ.Ο. ή προσφοράς χορηγών .
Αντιπροσωπευτική μιας αντίληψης που θεωρεί τις πράξεις αλληλεγγύης διαχωρισμένες από την αντίσταση πόσο μάλλον από την ανατροπή, είναι η δήλωση του Α.Τσίπρα αμέσως μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου «Η αλληλεγγύη και η αντίσταση είναι αμφότερες σημαντικές, αλλά τώρα η αλληλεγγύη είναι πιο σημαντική».
Με αυτή όμως τη λογική οδηγούμαστε αναπόφευκτα σε μια αναδιανομή της φτώχιας και όχι του πλούτου. Σε τελική ανάλυση ακόμη και αν δεν είναι στις προθέσεις όσων την προωθούν, αυτή η πρακτική λειτουργεί συμπληρωματικά στο γκρέμισμα του όποιου κοινωνικού κράτους. Ας μη ξεχνάμε το σύνθημα των Βρετανών συντηρητικών: «μικρό κράτος, μεγάλη κοινωνία».     
Η αιτιολόγηση μιας τέτοιας αντίληψης στην οποία πολλές φορές εγκλωβίζονται δυνάμεις της Αριστεράς ακόμα και της αντικαπιταλιστικής έγκειται στο ότι τέτοιες παρεμβάσεις μπορούν να γίνουν ευρέως αποδεκτές  ενώ  η αντίληψη που εμπεριέχει την αλληλεγγύη σαν πλευρά της αντικαπιταλιστικής ανατροπής  είναι «κακόφημη» και διχαστική.  Η πρώτη μπορεί να αποκτήσει εύκολα μια θεσμική βάση και στοιχεία νομιμότητας ιδιαίτερα αν ευδοκιμήσει και το μοντέλο περί Κοινωνικής Οικονομίας και Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων ενώ η δεύτερη είναι έκνομη ή στα όρια του νόμου (έτσι όπως είναι σήμερα οι νόμοι στην αστική δημοκρατία «εκτάκτου ανάγκης»).
Αυτό που υπονοείται είναι ότι η ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου είναι κάτι μακροπρόθεσμο, η αντικαπιταλιστική επανάσταση ανήκει στη μακρινή σφαίρα της ιδεολογίας και αυτό που απαιτείται σήμερα είναι μια πολιτική μικρών «άμεσων» απαντήσεων.
Όμως όπως έχει δείξει και η πείρα των τελευταίων χρόνων οι «άμεσες» απαντήσεις, που ήταν και επικίνδυνες για το  σύστημα ήταν αυτές που μπολιάστηκαν με το στοιχείο του αγώνα.
Οι απεργίες διαρκείας κι οι επισχέσεις εργασίας σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις, τα κινήματα «δεν πληρώνω» για τα διόδια, για τον κεφαλικό φόρο και για το χαράτσι στη ΔΕΗ, το κίνημα για τη μη καταβολή των 5 ευρώ για ιατρική εξέταση, οι επανασυνδέσεις ρεύματος, η Κερατέα, το κατέβασμα  κεραιών κινητής τηλεφωνίας, το μπλοκάρισμα της εφαρμογής του νόμου για τα ΑΕΙ κ.α.
Το βασικό όμως διαχωριστικό σημείο των δύο αντιλήψεων είναι το αν η αλληλεγγύη αποτελεί μια πλευρά της λαϊκής ανατρεπτικής αυτοοργάνωσης ή όχι. Αυτό που δίνει το στίγμα ενός συσσιτίου από μια ΜΚΟ, την εκκλησία ή μια Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση  είναι ότι δεν απαιτείται από τους ευεργετούμενους ούτε να αγωνιστούν ούτε να συγκρουστούν αλλά απλά και μόνο να δεχτούν την ευεργεσία με την ανάλογη βέβαια ευγνωμοσύνη για τους χορηγούς.
Αυτό το γνώρισμα δεν αλλάζει είτε «ευεργέτης» είναι η ΟΝΝΕΔ είτε η εκκλησία κι ο ΣΚΑΙ είτε μια αριστερή ή αυτόνομη συλλογικότητα είτε. Γράφει η Όλγα Στέφου στην ΑΥΓΗ στις 18-08 ότι «Οι δράσεις μεταξύ Ακροδεξιάς και Αριστεράς μπορεί εκ πρώτης όψεως να ταυτιστούν, αλλά αυτό θα σήμαινε μιαν εγκληματική σύγκριση. Γιατί στόχος της Ακροδεξιάς δεν ήταν ποτέ η κοινωνική προσφορά χωρίς αντάλλαγμα». Σίγουρα η οποιαδήποτε δράση τέτοιου τύπου της Αριστεράς δεν μπορεί να μοιάζει με την ρατσιστική, μισάνθρωπη και τελικά δολοφονική ελεημοσύνη της Χρυσής Αυγής.
Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η «κοινωνική προσφορά χωρίς αντάλλαγμα» -παλιά την έλεγαν φιλανθρωπία –ταιριάζει μια χαρά σε τέτοιους σωτήρες. Οι απελπισμένοι και ταπεινωμένοι που μπαίνουν στην ουρά της Χρυσής Αυγής για λίγες πατάτες ή λάδι δηλώνουν με αυτόν τον τρόπο την αδυναμία τους να διεκδικήσουν συλλογικά, για τον εαυτό τους αλλά και για όλους, μια ζωή με αξιοπρέπεια. Έτσι «αθώες» νοικοκυρές και γριούλες αποδέχονται τα ψίχουλα όπως αποδέχονται και τον διαχωρισμό ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους, ανάμεσα σε αυτούς που πρέπει να τρώνε και σε αυτούς που τους αξίζει να πεινάνε.
Στο βάθος της η αλληλεγγύη χωρίς ανατροπή είναι μια αναπαλαιωμένη εκδοχή, μια προσαρμογή, στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, της άποψης σύμφωνα με την οποία η επανάσταση είναι η τελική λύση που θα δοθεί στο μέλλον ενώ αυτό που απομένει για το σήμερα είναι η διαχείριση της καπιταλιστικής πραγματικότητας. Για να το πούμε αλλιώς, ο κομμουνισμός κι η επανάσταση ανήκουν στη στρατηγική (στα «προγράμματα»), ενώ η τακτική περιορίζεται στην καθημερινή ρεφορμιστική πρακτική.
Δεν εκφράζει τίποτα άλλο εκτός από την αποδοχή των σημερινών συσχετισμών, την αμηχανία, τις ταλαντεύσεις, την αναζήτηση εύκολων λύσεων, το φόβο μπροστά στη σύγκρουση με την αστική τάξη από την πλευρά της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Σε τελική ανάλυση, αναπαράγει το «1989» της ήττας κάθε προοπτικής απελευθέρωσης της κοινωνίας από τον καπιταλισμό, του τέλους της ιστορίας και των ιδεολογιών. Αποδεχόμενος κανείς αυτή την ήττα, μπορεί να διανοηθεί ενέργειες μόνο με την ανοχή, και στο περιθώριο της δράσης του κεφαλαίου. Ο Μαρξ στη «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»  αναφερόμενος στο παρισινό προλεταριάτο μετά την ήττα της εξέγερσης του Ιούνη του 1848 γράφει: «Κατά ένα μέρος ρίχνεται σε δογματικούς πειραματισμούς, σε τράπεζες ανταλλαγών και σε εργατικούς συνεταιρισμούς, δηλ. σε ένα κίνημα που παραιτείται από την ιδέα να ανατρέψει τον παλιό κόσμο με το σύνολο των δικών του μεγάλων μέσων και προσπαθεί να πραγματοποιήσει την απολύτρωσή του πίσω από την πλάτη της κοινωνίας, με ιδιωτικό τρόπο, μέσα στους περιορισμένους τρόπους ύπαρξής του και που γι’ αυτό αναγκαστικά αποτυχαίνει.»
Αυτό εκφράζει ίσως με τον πιο τυπικό τρόπο η δημιουργία «ελεύθερων κοινωνικών χώρων» από δυνάμεις της αυτονομίας. Προστατευμένες μέσα σε «μικρές αυτόνομες κοινότητες» θα ευδοκιμήσουν η ισότητα, η αλληλεγγύη, η άμεση δημοκρατία κι η συμβίωση του ανθρώπου με τη φύση όπως μέσα σε ένα θερμοκήπιο. Δίπλα στο ευρώ, που στο όνομά του κατεδαφίζεται κάθε κοινωνικό δικαίωμα θα υπάρχει εναλλακτικό νόμισμα ή μονάδα χρόνου, δίπλα στην σημερινή ζούγκλα της αγοράς εργασίας θα υπάρχει η συνεργασία κι ο συνεταιρισμός, δίπλα στα περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες που έχει ανάγκη ένας άνθρωπος σήμερα και που παράγονται με το γνωστό καπιταλιστικό τρόπο θα παράγονται και ζαρζαβατικά σε κάποιο «αστικό αγρό» ή φαΐ σε κάποια συλλογική κουζίνα.

Η «τρίτη ηθική»: εργατική ανατρεπτική αλληλεγγύη
Είναι προφανές ότι η ανάγκη επιβίωσης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων δεν μπορεί να αφήνει καμία δύναμη της αριστεράς, ιδιαίτερα της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς, και του κινήματος αδιάφορη. Εξάλλου πάντα η επαναστατική πολιτική συνέδεε την πάλη για κατάργηση της εκμετάλλευσης με την καθημερινή πάλη των εργαζόμενων για μια αξιοβίωτη ζωή. Σήμερα αυτό μεταφράζεται στην πάλη ενάντια στην απόλυτη εξαθλίωση. Η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου, των κυβερνήσεών του και των υπερεθνικών μηχανισμών του (ΕΕ, ΔΝΤ) έχει σαν πλευρά της την έμπρακτη αποτροπή των επιπτώσεων αυτής της επίθεσης και το καθημερινό μπλοκάρισμα των μέτρων όσο είναι δυνατόν αλλά και την εργατική συλλογική αλληλεγγύη στην καθημερινή χειροτέρευση του επιπέδου διαβίωσης.
Το εργατικό κίνημα έχει μια πλούσια εμπειρία σε ζητήματα εργατικής αλληλεγγύης, πριν βέβαια τα αναθέσει όλα στο κράτος πρόνοιας, όχι χωρίς αντάλλαγμα. Όλες οι εμπειρίες αγωνιστικής αλληλεγγύης πρέπει να ξαναβγούν στην επιφάνεια. Η δομή της πρώτης μορφής συνδικαλισμού με συντεχνιακά χαρακτηριστικά ήταν κυρίως σωματεία αλληλοβοήθειας, δηλαδή σωματεία με ταμεία τα οποία ουσιαστικά έπαιζαν τον ρόλο της κοινωνικής πρόνοιας. Εάν χτύπαγε κάποιος σε εργατικό ατύχημα, εάν έμενε άνεργος, εάν είχε κάποιο πρόβλημα η οικογένεια του εργαζόμενου κλπ. Σε ένα επόμενο στάδιο που άρχισαν να διαμορφώνονται δομές με στοιχεία κοινωνικού κράτους η εργατική αλληλεγγύη  αποκτά ένα άλλο περιεχόμενο. Αφορούσε κυρίως αγωνιστές και τις οικογένειές τους που βρίσκονταν στην εξορία ή στη φυλακή. Στον μεσοπόλεμο είχε φτιαχτεί στην Ελλάδα η Εργατική Βοήθεια για αυτό το σκοπό. Η Εργατική Βοήθεια συγκέντρωνε χρήματα μέσω εράνων, προσφορών από σωματεία ή άλλων εκδηλώσεων σε ένα ταμείο. Με αυτά κάλυπτε δικαστικά έξοδα, προσέφερε νομική υποστήριξη μέσω ομάδας δικηγόρων, στήριζε οικονομικά τους φυλακισμένους ή/και τις οικογένειές τους.
Στην κατοχή συγκροτείται η Εθνική Αλληλεγγύη που αποτελεί την πρώτη πανελλαδικής μορφής αντιστασιακή οργάνωση. Μετά την ίδρυση του ΕΑΜ η Ε.Α. συμμετείχε σ' αυτό, ως ιδρυτικό μέλος.
Αν σταθούμε στον αγώνα ενάντια στην πείνα κατά τη διάρκεια της φασιστικής κατοχής του 41-44 αυτός έγινε με πολλούς και διάφορους τρόπους. Η «μάχη της σοδειάς» ενάντια στην επίταξη των σιτηρών δόθηκε από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ μαζί με τους αγρότες. Στην κατεχόμενη Αθήνα συχνές ήταν οι απεργίες (σε  κλάδους ή συγκεκριμένες επιχειρήσεις) που  συμπεριλάμβαναν διεκδικήσεις για τα πάντα: «Το ψωμί (…) το νερό, η καθαριότητα της γειτονιάς, ο γιατρός, τα φάρμακα, η κατοικία κ.τ.λ. πρέπει να απασχολούν κάθε κομμουνιστή και πρέπει να βρίσκει τρόπους και μεθόδους που θα οργανώνει την πάλη του λαού για την διεκδίκησή τους.» («Οργανωτής», εσωκομματικό δελτίο της ΚΕ του ΚΚΕ, Μάρτης 1944). Μια άλλη πρακτική που εφάρμοζε το ΕΑΜ περιγράφεται στο βιβλίο « Το τιμωρό χέρι του λαού, η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα» του Ιάσονα Χανδρινού: «Με τη συμπαράσταση πολιτών, λαϊκές επιτροπές που συγκροτούνταν ad hoc παραβίαζαν μαγαζιά, καταστήματα και αποθήκες τροφίμων στις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά και κατόπιν διένειμαν τα υλικά στον κόσμο σε χαμηλές τιμές».
Στις σημερινές συνθήκες απαιτείται η αντικαπιταλιστική επαναστατική αριστερά, μαζί με την οργάνωση του αγώνα για την απόκρουση της επίθεσης στα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας,  να πάρει πρωτοβουλίες για να μην αφεθεί κανένας μόνος και απροστάτευτος στην κρίση αλλά και κανένας αδρανής και έξω από τον αγώνα. Προβάλλοντας την αντίληψη θεωρητικά και πρακτικά ότι οι οδυνηρές συνέπειες της κρίσης απαιτούν πολιτική και κινηματική απάντηση, αγώνα και αλληλεγγύη και δεν αντιμετωπίζονται με φιλανθρωπία και ελεημοσύνη. Κάτω από μια τέτοια λογική πρέπει να συμβάλλει να οργανωθούν πρωτοβουλίες αλληλεγγύης στη γειτονιά  που θα είναι ενταγμένες σε μια λογική κινήματος και ανατροπής, διεκδίκησης του κοινωνικού πλούτου και όχι υποκατάστασης της διεκδικητικής δράσης.
Άλλωστε αν τον τόνο τον δώσει η λογική διαχείρισης της κατάστασης σε λίγο δεν θα υπάρχουν εργαζόμενοι που θα έχουν την οικονομική δυνατότητα έκφρασης αλληλεγγύης.
Πρωτοβουλίες που δεν θα θεωρητικοποιούν την αδυναμία του κινήματος βλέποντας ως μόνη ελπίδα αλλαγής της κοινωνίας τις συλλογικές κουζίνες, τα χαριστικά παζάρια και τον «τρίτο τομέα» της οικονομίας όπως προβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο χώρος της αναρχίας-αυτονομίας. Δεν θα εγκλωβίζονται σε αυταπάτες περί μετατροπής των δήμων σε «κοινωνικές ασπίδες προστασίας του πολίτη στην κρίση» (ΣΥΡΙΖΑ) ούτε θα έχουν το χαρακτήρα κομματικού ακτιβισμού με συμβολικό κυρίως χαρακτήρα όπως κάνει το ΠΑΜΕ. Πρωτοβουλίες αλληλεγγύης που θα αποτελούν έμπρακτες μορφές αμφισβήτησης της αντεργατικής πολιτικής, αναζωογόνησης της συλλογικής αναγκαιότητας και πραγματικά στοιχεία εργατικού πολιτισμού και όχι μορφές «διαχείρισης της ήττας».
Η εργατική ανατρεπτική αλληλεγγύη έχει διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα από την «αστική αλληλεγγύη» και δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε με όρους υλικής  – οικονομικής αντίστοιχης έκφρασης. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να σκεφτόμαστε πως θα δώσουμε λύση ώστε 3000 νήπια να πάνε σε παιδικούς σταθμούς κάτι που για το ίδρυμα Νιάρχου σημαίνει μια χορηγία 5εκ. ευρώ για τα οποία θα έχει και φοροαπαλλαγή.
Η ποιοτική διαφορά της εργατικής ανατρεπτικής αλληλεγγύης είναι ότι αποτελεί μια πλευρά ενός αγώνα που στοχεύει σε μια κοινωνία που δεν θα χρειάζεται «τέτοιου τύπου αλληλεγγύη», που δεν θα έχει ανάγκη ο λαός την αλληλεγγύη του κάθε Νιάρχου για να πάει το παιδί του παιδικό σταθμό, ούτε τα 5 κιλά πατάτες της εκκλησίας και της Χρυσής Αυγής για να ζήσει, γιατί ο πλούτος θα είναι κοινό αγαθό στα χέρια της εργαζόμενης πλειοψηφίας.  
Για αυτό μας ενδιαφέρει μια ανάπτυξη εργατικής - ταξικής αλληλεγγύης που βάζει υπό την «προστασία» του κινήματος, τμήματα του λαού που οδηγούνται βίαια στην πλήρη καταστροφή, στηρίζει την έμπρακτη αμφισβήτηση της καταστροφικής πολιτικής (πχ. επανασυνδέσεις ρεύματος για άρνηση πληρωμής χαρατσιού) και δημιουργεί ασπίδα προστασίας κινηματικά, υλικά και ηθικά σε κάθε εργατικό αγώνα (π.χ. Χαλυβουργία).
Ένας εξαθλιωμένος λαός είναι πολύ πιο ευάλωτος, άρα για την επαναστατική αριστερά η αλληλεγγύη πάει μαζί με την ανατροπή, είναι πλευρά της ανατροπής. Δεν μπορεί παρά να εκφράζεται με τρόπο που θα διατηρεί στο κέντρο της τον αγώνα για τη διεκδίκηση όσων δικαιούνται οι εργαζόμενοι.  
Αλληλεγγύη που θα οργανώνεται συλλογικά και δημοκρατικά από τον ίδιο το λαό και το κίνημά του. Που θα είναι πλευρά της λαϊκής αυτοοργάνωσης που στοχεύει στην αμφισβήτηση και ανατροπή της υπάρχουσας κοινωνικής οργάνωσης, υπερβαίνοντας τόσο τον «τυπικό διαχωρισμό» ανάμεσα σε αυτούς που παρέχουν αλληλεγγύη και αυτούς που τη λαμβάνουν, όσο και τις λογικές ανάθεσης.
Η αλληλεγγύη όμως θα πρέπει να δοκιμαστεί και να συγκροτηθεί και στον πυρήνα των εξελίξεων, στους χώρους εργασίας. Απέναντι στην  εργοδοτική τρομοκρατία που ισοπεδώνει το δικαίωμα στη ζωή και την αξιοπρέπεια στο όνομα του κέρδους, πρέπει να οργανώνεται με υπάρχουσες ή νέες μορφές συλλογικής οργάνωσης μια "εργατική περικύκλωση"  από τους μέσα κι από τους έξω από την επιχείρηση, από τους εργαζόμενους και τη γειτονιά που θα επιβάλλει τα εργατικά δικαιώματα. Κανείς εργοδότης δεν πρέπει να μένει ανενόχλητος, όταν απολύει, περικόπτει μισθούς, αφήνει απλήρωτους τους εργαζόμενους κτλ.
Εκεί στο πολύ πιο δύσκολο περιβάλλον του εργασιακού χώρου, πρέπει να δοκιμαστεί η εργατική αλληλεγγύη στον κοινό αγώνα για να μην απολυθεί ο συνάδελφος, να μη μειωθεί  ο μισθός, στη συλλογική βοήθεια στο συνάδελφο που έχει κάποια οικονομική ανάγκη, αποτελώντας μια ακόμη πλευρά στην  επαναθεμελίωση της αναγκαίας εργασιακής συλλογικότητας.
Αλλά και να αποτελέσει στοιχείο επανένωση της τάξης και υπέρβασης των ταξικών διαχωρισμών μέσα από την έκφραση της αλληλεγγύης από τους εργαζόμενους κατοίκους μιας γειτονιάς σε κάθε εργατικό αγώνα στην περιοχή τους. Οι απεργίες στη Phonemarketing, στη Λουκίσα, στον Αλτερ κ.α.  και οι προσπάθειες αλληλεγγύης από συλλογικότητες κατοίκων των περιοχών αποτέλεσαν έκφραση μιας τέτοιας προσπάθειας.
Μορφές όπως αυτές της Εργατικής Λέσχης στη Νέα Σμύρνη και αντίστοιχες πρωτοβουλίες σε μια σειρά περιοχές, αγωνιστικές συλλογικότητες σε γειτονιές (πχ. Επιτροπές ανέργων, κ.α.) που μαζί με την προσπάθεια συγκρότησης και συλλογικής αγωνιστικής διεκδικητικής έκφρασης ανέργων και εργαζομένων στην περιοχή καταθέτουν στην πράξη μορφές ανατρεπτικής εργατικής αλληλεγγύης, αποτελούν ελπιδοφόρες προσπάθειες.
Ο Γκόρκι είχε πει: «Την "ηθική των αφεντικών" την αντιπάθησα όσο και την "ηθική των δούλων". Μια τρίτη ηθική έβλεπα να διαμορφώνεται μέσα μου: Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται». Εμείς είμαστε με αυτή την «τρίτη ηθική».

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Μενέλαος Χαραλαμπίδης Η εμπειρία της κατοχής και της αντίστασης στην Αθήνα



ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Μενέλαος Χαραλαμπίδης
Η εμπειρία της κατοχής και της αντίστασης στην Αθήνα


ISBN: 978-960-221-562-3,  σελ. 382, σχ.17x24,
α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2012,  
τιμή  20,00  € (χωρίς ΦΠΑ)



Το βιβλίο αυτό παρακολουθεί τις διαδρομές ανθρώπων από τα χρόνια του Μεσοπολέμου ώς το τέλος της Κατοχής στην Αθήνα. Η εγκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων στις παρυφές της πόλης, η οικονομική και κοινωνική τους περιθωριοποίηση, η πολιτική τους συμπεριφορά, τα διαφορετικά πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά και οι αντιπαραθέσεις τους με τους γηγενείς κατοίκους της πρωτεύουσας, αποτελούν τα κύρια ζητήματα της πραγμάτευσης που επιχειρεί να αποδώσει το κλίμα της μεσοπολεμικής Αθήνας.

Μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην πρωτεύουσα, η προσοχή στρέφεται στις συνέπειες της Κατοχής. Μέσα από μαρτυρίες καταγράφεται ο αντίκτυπος που είχε στην καθημερινότητα των Αθηναίων η κατάρρευση της οικονομίας, η τρομοκρατία των κατακτητών και ο κατοχικός λιμός. Παράλληλα εξετάζονται οι στρατηγικές που ανέπτυξαν οι κάτοικοι της πόλης στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν και οι πολιτικές, κοινωνικές και ψυχολογικές διεργασίες που τους οδήγησαν στην απόφαση να ενταχθούν στην Αντίσταση.

Η μελέτη εστιάζει στο εαμικό αντιστασιακό κίνημα στην Αθήνα και ιδιαίτερα στις προσφυγικές συνοικίες και εξηγεί γιατί οι πρόσφυγες της Καισαριανής και του Βύρωνα, με τη συνδρομή συναγωνιστών τους από το Παγκράτι, τη Γούβα και τον Υμηττό, μετέτρεψαν τις γειτονιές τους σε προπύργια του ΕΑΜ. Εξετάζει τους λόγους ένταξης στις εαμικές οργανώσεις και τις πρακτικές στρατολόγησης και κινητοποίησης των μαζών που χρησιμοποίησε το ΕΑΜ. Δείχνει πώς μέσα από τις μάχες στους δρόμους ή τη συμμετοχή στις διαδηλώσεις και στα συνεργεία αναγραφής συνθημάτων, η αντιστασιακή εμπειρία συγκροτεί μια νέα πολιτική ταυτότητα και ένα νέο συλλογικό υποκείμενο.

Στη βάση αυτή, η έρευνα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη παρακολουθεί τη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης ολόκληρων κοινωνικών ομάδων (φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι, εργάτες) και τον τρόπο με τον οποίο αυτή συνέβαλε στη μετατροπή του αγώνα για την επιβίωση σε αντιστασιακό αγώνα. Αναδεικνύει τις οργανωτικές πρακτικές του εαμικού αντιστασιακού κινήματος, την προσαρμογή τους στις εκάστοτε πολιτικές συνθήκες και τους διαφορετικούς τρόπους εκδήλωσης της αντιστασιακής δράσης σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, δημόσιες υπηρεσίες και συνοικίες. Τονίζει τον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτισαν τα συγγενικά ή φιλικά δίκτυα που ενεργοποιήθηκαν στις γειτονιές, η χωροταξία της πόλης, τα δίκτυα πληροφοριών και ο παράνομος Τύπος στην ανάπτυξη της Αντίστασης. Επισημαίνει την τεράστια βαρύτητα που είχε η αντιστασιακή δράση, ως πράξη, στην ενεργοποίηση της νεολαίας και τους τρόπους μέσα από τους οποίους οι νέοι αναδείχτηκαν σε πρωταγωνιστές του αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα.

Το βιβλίο παρακολουθεί τη διαδικασία επέκτασης της πολιτικής επιρροής του ΕΑΜ στην Αθήνα, τις μεγάλες πολιτικές του νίκες με τις μαζικές διαδηλώσεις στο κέντρο της πόλης και την προσπάθειά του να εδραιώσει την εξουσία του στις συνοικίες υποκαθιστώντας τα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης με τις εαμικές Λαϊκές Επιτροπές. Διερευνά τους λόγους κλιμάκωσης της πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στο ΕΑΜ, τις γερμανικές αρχές κατοχής και τις διορισμένες από αυτές κυβερνήσεις, τις συγκρούσεις στο εσωτερικό των αντιστασιακών οργανώσεων και τη στάση που τήρησαν τα Σώματα Ασφαλείας. Εξετάζει το ρόλο που διαδραμάτισε η βία στο μετασχηματισμό της πολιτικής σε ένοπλη σύγκρουση και τις πρακτικές που χρησιμοποίησε κάθε πλευρά για να επιτύχει τους στόχους της: τα μπλόκα των Ταγμάτων Ασφαλείας, οι βασανισμοί και οι εκτελέσεις της Ειδικής Ασφάλειας, οι έφοδοι της οργάνωσης «Χ», οι καταδόσεις των μυστικών πρακτόρων των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας, οι μάχες του ΕΛΑΣ και οι δολοφονίες της ΟΠΛΑ, συνέθεταν την πολυμορφία της βίας που δίχασε την αθηναϊκή κοινωνία.  

Μέσα από την οπτική της κοινωνικής ιστορίας, το βιβλίο θέτει στο επίκεντρο τους ανθρώπους και την εμπειρία τους και αναδεικνύει την κατοχική Αθήνα ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του πώς αντιδρά μια κοινωνία σε περιόδους κρίσης.  

Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Έλαβε πτυχίο οικονομικών επιστημών από το Πανεπιστήμιο Πειραιά και στη συνέχεια εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο τομέα της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αρθρογραφεί σε επιστημονικά περιοδικά και έχει διοργανώσει, ως ιδρυτικό μέλος του Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας, δύο συνέδρια για τη δεκαετία του 1940 και για την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα και κυρίως στην περίοδο της Κατοχής.
Ασχολείται επίσης με την τοπική και προφορική ιστορία και την ιστορία της Αθήνας. Έχει συνεπιμεληθεί το συλλογικό τόμο Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 1940. Η εποχή των ρήξεων, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2012.     

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΉΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΑΝΤΙΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ" ΤΟΥ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΝΑΡ (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1990)


Πρόσφατα η ΚΟΜΕΠ δημοσίευσε ένα κείμενο για τον οππορτουνιστικό χαρακτήρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θα είχε σίγουρα όμως ενδιαφέρον να έβλεπε κανείς τον τρόπο με τον οποίο ασκούσε κριτική η ΚΕ του ΚΚΕ στις ίδιες δυνάμεις 22 χρόνια πριν. Δημοσιεύουμε λοιπόν ένα κείμενο της ΚΟΜΕΠ τον Ιανουάριο του 1990 το οποίο ασκεί κριτική στις απόψεις της ομάδας που συγκρότησε στη συνέχεια το ΝΑΡ.
Κ.Π.




Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ συζήτησε στην τελευταία Ολομέλειά της το χαρακτήρα, τις βασικές θέσεις και τον προσανατολισμό της ομάδας των στελεχών που αποχώ­ρησαν από το Κόμμα. Συζήτησε, επίσης, τις αιτίες — αντικειμενικές και υποκειμενικές — που οδήγη­σαν στην εμφάνισή της, καθώς και τις ευθύνες του Π Γ και της ΚΕ.
Η Ολομέλεια διαπίστωσε ότι η ομάδα των στελεχών που αποχώ­ρησε από το Κόμμα διαμορφώνεται σε κίνηση που έχει στόχο της την επίθεση με όλα τα μέσα, ακόμα και συκοφαντίες, κατά του Κόμματος και του Συνασπισμού. Πέρα από την καθημερινή δημόσια πολεμική κατά του Κόμματος, η δράση τους και οι θέσεις τους χρησιμοποιούνται από αντίπαλες δυνάμεις που θέλουν να πλήξουν το Κόμμα, να αναιρέσουν τον ουσιαστικό ρόλο που κατάκτησε η Αριστερά στην πολιτική ζωή.
 Δεν είναι στόχος τους η «διόρ­θωση» του ΚΚΕ — όπως αφήνουν να εννοηθεί για να πιάσουν επαφή μ' έναν κόσμο. Εξάλλου, θεωρούν ότι το ΚΚΕ δεν έχει περιθώριο να «ξαναγίνει» επαναστατικό κόμμα. Εχει πια γίνει, όπως δηλώνουν, σο­σιαλδημοκρατικό — ως πολιτική και ηγεσία. Αυτό, βέβαια, το ανακά­λυψαν λίγες μέρες μετά την αποχώρησή τους, χωρίς ποτέ, όσο ήταν στο Κόμμα, να στηρίξουν με επιχει­ρήματα μια τόσο σοβαρή κατηγο­ρία. Πρόθεσή τους είναι η δημιουρ­γία «νέου φορέα», πράγμα που θα το εξαρτήσουν, όπως δηλώνει το περιοδικό που τους καλύπτει, από το «βαθμό συσπείρωσης» γύρω τους της βάσης του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ. Δηλώνουν ότι στόχος τους είναι η «απαγκίστρωση τμήματος του ΚΚΕ». Προς αυτή την κατεύ­θυνση κινούνται εντατικά να βρουν στηρίγματα σ' όλη τη χώρα. Επιδιώ­κουν να δημιουργήσουν τοπικά ομάδες - κινήσεις, θολές και απροσδιόριστες στον προσανατολι­σμό τους, «προκειμένου να εξα­σφαλίσουν συνύπαρξη διαφορε­τικών ρευμάτων», όπως δηλώνουν. Η κομμουνιστική καθαρότητα που
υποτίθεται πως τους συγκινούσε, παραχωρεί τη θέση της σε μια πολυσυλλεκτικότητα.
ΟΙ
Η διασπαστική ομάδα έχει ανα­πτύξει τη δράση της έτσι ή αλλιώς, από μια θέση «πάση θυσία» αντιπο­λίτευσης προς την πολιτική του Κόμματος. Αντιπολίτευσης, βασικά, από θέσεις νεοαριστερίστικες και σεχταριστικές πολιτικά, δογματικές - σχηματικές ιδεολογικά, διαλυτικές οργανωτικά και τυφλά εναντίον της ηγεσίας του Κόμματος. Το κύριο στην προς τα έξω εμφάνισή τους είναι το «αντί», με γενικούς αφορι­σμούς περί «ουράς στην αστική τάξη», «ενσωμάτωσης» στο σύ­στημα, «συναίνεσης» κλπ. Με τον τρόπο αυτό κρύβουν απόψεις τους που μπορεί να λειτουργήσουν απω­θητικά, δεν δεσμεύονται και ακόμα αποκρύπτουν και τις διαφορές τους και τα διαφοροποιημένα κίνητρα που τους συσπειρώνουν.
Δεν έχουν διαμορφώσει μια συ­νεκτική ολοκληρωμένη πρόταση — πολιτική και ιδεολογική. Είναι εμ­φανής η εκλεκτικίστικη και αντιφα­τική διαμόρφωση των όποιων θέσεών τους — ακόμα και με δάνεια από δω και από κει. Αυτό γίνεται, και λόγω των διαφορών τους, και γιατί θεωρούν ότι έτσι μπορούν να λειτουργήσουν πολυσυλλεκτικά, να εκμεταλλευτούν, δηλαδή, ανομοιογενείς δυσαρέσκειες, προσδοκίες και τάσεις. Είναι χαρακτηριστική η διαρκής καταγγελία του «παλιού», στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα πάντα — από τη Δεξιά έως την Αρι­στερά — και οι διαρκείς αναφορές στην «ανανέωση», προκειμένου να αποσείσουν την αίσθηση της προο­δευτικής κοινής γνώμης ότι πρόκει­ται για μια κίνηση αναχρονιστική. Αντίθετα, όταν ήταν στο ΚΚΕ, η αναφορά και μόνο στους «ανανεωτικούς» αυτούς όρους θεωρούνταν απ' αυτούς ρεφορμισμός, οπορτουνισμός. Ειδικότερα:

ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Το ΚΚΕ αγωνίζεται, όπως είναι γνωστό, για την οικοδόμηση κοινω­νικοπολιτικού Συνασπισμού με στόχο, στρατηγικής σημασίας, όπως προσδιόρισε στο 12ο Συνέδριό του, την αλλαγή με κατεύ­θυνση το σοσιαλισμό. Στη βάση αυ­τή διατύπωσε τους προγραμματι­κούς στόχους για μια νέου τύπου ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Ο δρόμος σ' αυτή την κατεύ­θυνση ασφαλώς δεν είναι ευθύ­γραμμος, έχει ζιγκ-ζαγκ, περνά από επιμέρους μάχες, απαιτεί ενδιά­μεσες τακτικές κινήσεις, που απα­ντούν στα προβλήματα της πολι­τικής ζωής της χώρας, συσπειρώ­νουν μάζες, δημιουργούν τη στα­διακή συγκέντρωση των δυνάμεων.
Πολλά από τα μέλη της αντικομματικής κίνησης, κατά καιρούς, έχουν διαφωνήσει και στη στρατηγι­κή και στην τακτική του Κόμματος.
Στο επίπεδο της στρατηγικής, ορισμένοι θεώρησαν την. «αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό» ως εγκατάλειψη της επαναστατικής διαδικασίας, εγκατάλειψη της «δη­μοκρατίας του λαού». Στο πεδίο της τακτικής διαφώνησαν με τις σημα­ντικότερες τακτικές κινήσεις του Κόμματος που επιβάλανε οι συγκε­κριμένες συνθήκες. Ουσιαστικά, γι’ αυτούς, ένα κομμουνιστικό κόμμα, πρέπει να περιορίζεται, μονότονα και αποκλειστικά, στη γενική απαγ­γελία των στρατηγικών στόχων.         
Η άρνηση, ουσιαστικά, των τα­κτικών κινήσεων, τους οδηγεί πχ. να μετατρέπουν αναγκαστικές, προσωρινές επιλογές, τακτικού χα­ρακτήρα, όπως τις επιλογές του Ιούνη και του Νοέμβρη, σε μόνιμη στρατηγική του Κόμματος για να θεμελιώσουν έτσι και την άποψή τους για «ενσωμάτωση του ΚΚΕ στο καπιταλιστικό σύστημα». Κάθε κί­νηση στο πεδίο της τακτικής απο­καλείται «διολίσθηση προς τα δε­ξιά».
Σε τελευταία ανάλυση οι διαφορές τους στα θέματα τακτικής υποκρύπτουν μια βαθύτερη διαφο­ρά στρατηγικού χαρακτήρα όσον αφορά τη φυσιογνωμία του Κόμ­ματος. Αν δηλαδή ένα κομμουνιστι­κό κόμμα θα ασκεί συγκεκριμένη πολιτική ή όχι. Στα θέματα τακτικής εκφράζουν άρνηση της συ­γκεκριμένης παρέμβασης του Κόμ­ματος, στις συγκεκριμένες συν­θήκες, στους συγκεκριμένους συσχετισμούς, με συγκεκριμένους, στόχους. Εκφράζουν την υποκατά­σταση της πολιτικής με αφηρημένη ζύμωση.
Είναι σαφής η προσπάθειά τους να υπεκφεύγουν στα κρίσιμα προ­βλήματα και ερωτήματα που μπαί­νουν κατά καιρούς, στην πολιτική του Κόμματος, η άρνησή τους κατά κανόνα για συγκεκριμένη δέσμευση στο «τι να κάνουμε» ώστε εκ του ασφαλούς να κάνουν κριτική, υποτί­θεται από τα αριστερά.
Ετσι, όταν το Κόμμα βρέθηκε στην ανάγκη να πάρει συγκεκρι­μένη θέση τον Ιούνη μπροστά στις λύσεις που είχε μπροστά του, ορι­σμένοι απ' αυτούς πρόβαλαν τη θέση «ότι δεν μας αφορούν τα δι- λήμματα του συστήματος». Ενα επαναστατικό κόμμα, όμως, δεν μπορεί να κάνει πολιτική εκτός τό­που και χρόνου, πολιτική φυγής από τη συγκεκριμένη πραγματικό­τητα, πολιτική στην οποία ελεύθερα και από μόνο του θα επιλέγει το πεδίο της σύγκρουσης.
Αυτή η άρνησή, με τη μια ή την άλλη παραλλαγή, της συγκεκρι­μένης πολιτικής διαπερνά τη στάση τους από το 11ο Συνέδριο μέχρι σήμερα. Ετσι, στο 11 ο Συνέδριο και τα πρώτα χρόνια μετά απ' αυτό, επικαλούμενοι μάλιστα το 10ο Συ­νέδριο, αντιτάχθηκαν στην προσπά­θεια του Κόμματός μας να παρέμ­βει στην πορεία διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ώστε να δημιουργήσει ένα ισχυρό μαζικό κίνημα με στόχους αλλαγής, να προωθήσει ανακατατά­ξεις στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, να πλήξει τη λογική της αυτοδυναμίας, να δημιουργήσει προϋποθέσεις για μια δημοκρατική κυβέρνηση με προοδευτικό πρόγραμμα. Η θέση αυτή του Κόμματος το βοήθησε — όπως είναι γνωστό — στη συνέχεια να κρατήσει μια ικανοποιητική επικοι­νωνία με τον κόσμο που ακολου­θούσε το ΠΑΣΟΚ και να αντιταχθεί με καλύτερους όρους στη συντηρη­τική στροφή της κυβερνητικής πο­λιτικής του ΠΑΣΟΚ.
   Παρά τη φραστική τους συμφωνία στο 12ο Συνέδριο, από την αρχή στράφηκαν ενάντια σε βασικές του θέσεις και ιδιαίτερα στην προώθηση του Συνασπισμού της Αρι­στεράς και της Προόδου, που απο­τελούσε κεντρική ιδέα του Συνεδρίου. Ουσιαστικά, ήθελαν συμμαχία χωρίς συμμάχους. Συνασπισμό της Αριστεράς χωρίς τις υπαρκτές  δυνάμεις της Αριστεράς υποστηρίζοντας ότι αρκεί να απευθυνόμα­στε, γενικά και αόριστα, στη βάση.
Αντιστάθηκαν στην προσπάθεια του Κόμματος να δόσει πιο συγκε­κριμένο περιεχόμενο στους στό­χους του, να διευρύνει τη θεματο­λογία της πολιτικής του, εμφανί­ζοντας ως μοναδικό γνώρισμα επαναστατικής συνέπειας τη μονότονη επανάληψη των γενικών αντιιμπεριαλιστικών συνθημάτων. Ειδικό­τερα αντιστάθηκαν στις κατευθύν­σεις του Κόμματος για αναπροσαρ­μογές στην πολιτική της ΚΝΕ, ώστε να αγγίξει αυτή όλο το φάσμα των αναγκών και ενδιαφερόντων της νεολαίας και να ξεφύγει από την αφηρημένη πολιτικολογία και στείρα συνθηματολογία που την αποσπούσε από τις μάζες της νεο­λαίας.
Στο θέμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επιδίωκαν να εγκλωβίσουν το Κόμμα αποκλειστικά στις μονό­τονες καταγγελίες και στην επανά­ληψη μόνο του συνθήματος «έξω από την ΕΟΚ». Και παραγνώριζαν τη βασική κατεύθυνση του 12ου Συ­νεδρίου — όπως αυτή αναπτύ­χθηκε στη συνέχεια και παραπέρα — για συγκεκριμένη παρέμβαση, με συγκεκριμένους αγώνες, συγκε­κριμένα κινήματα και συγκεκριμένους στόχους και στη χώρα μας και στην Κοινότητα, ώστε να απο­κρούονται, οι συνέπειες της ένταξης, να προωθούνται, κατά το δυνατό, πολιτικές που να υπολογί­ζουν τα συμφέροντα και την κοινω­νική ασφάλεια των εργαζομένων, την προστασία του περιβάλλοντος, την πορεία προς την ύφεση, τον αφοπλισμό, τη συμβίωση στο «κοι­νό ευρωπαϊκό σπίτι». Ηταν μια στάση που κατέληγε να αφήνει ανε­νόχλητες, ουσιαστικά, τις συντηρη­τικές δυνάμεις, και στη χώρα μας και στην κοινότητα, να προωθήσουν τους στόχους τους, να αποσπάσει το Κόμμα από τον εργαζόμενο κό­σμο που ζητά συγκεκριμένη υπερά­σπιση των συμφερόντων του και να εμποδίζει τον κόσμο αυτό να αντι­ληφθεί μέσα από την πείρα του το χαρακτήρα της ΕΟΚ και τις δυνά­μεις που ηγεμονεύουν σ' αυτήν. Μια τέτια στάση, επίσης — όπως είχε επισημάνει το 12ο Συνέδριο — θα απέκλειε το Συνασπισμό του ΚΚΕ με εκείνες τις δυνάμεις της Αριστεράς στη χώρα μας και στην Ευρώπη που έχουν διαφορετική άποψη απ' αυτό για την ένταξη της χώρας στην Κοινότητα. Οδηγούσε το Κόμμα στην αυτοαπομόνωσή του.
Η αντικομματική κίνηση αναφέ­ρεται μ' ένα κινδυνολογικό και πα­νικόβλητο τρόπο στην «ανασυγκρό­τηση» και στον «εκσυγχρονισμό» του συστήματος. Ουσιαστικά, ανα­γνωρίζει μια πρωτοφανή παντοδυ­ναμία στο σύστημα, αφού — όπως λένε — έχει κιόλας, με τους εκσυγ­χρονισμούς του απορροφήσει το ΚΚΕ, τους πάντες, πλην ασφαλώς, τα μέλη της ομάδας. Το Κόμμα μας γνωρίζει ότι οι ανασυγκροτήσεις και οι εκσυγχρονισμοί του συστήματος συνδέονται με αντικειμενικές ανάγκες των παραγωγικών δυνά­μεων και δεν αντιμετωπίζονται με αφορισμούς, ούτε με την ταύτιση του λαϊκού κινήματος με τις ανα­χρονιστικές δομές και τους ξεπερα­σμένους θεσμούς. Αντιμετωπίζεται με μαζικούς αγώνες και κινήματα, με συγκεκριμένους στόχους, που φέρνουν στην ημερήσια διάταξη τα αιτήματα για εξασφάλιση της εργα­σίας, τον εκδημοκρατισμό των συν­θηκών εργασίας, την προστασία του περιβάλλοντος, τη διαφάνεια, το δημοκρατικό και κοινωνικό έλεγχο. Αντιμετωπίζονται ριζικά και επιθετι­κά με την πρόταση του Συνασπι­σμού για προοδευτικό εκσυγχρονι­σμό, για μια νέου τύπου ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και κοι­νωνίας σε ρήξη με τα μεγάλα καπι­ταλιστικά συμφέροντα, τις κατεστη­μένες δομές και τους αναχρονιστικούς θεσμούς.
Ολη η πολεμική τους διαπνέεται από μια σαφή υποτίμηση της πάλης για μεταρρυθμίσεις, που αποκα­λούνται «επιμέρους, αποσπασμα­τικά μέτρα». Ετσι, λογουχάρη, η νο­μοθετική κατοχύρωση της ΑΤΑ ή οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγ­ματεύσεις, ή ο έλεγχος των προμη­θειών κλπ. δεν είναι παρά αποσπα­σματικά μέτρα. Και ενώ τα λένε αυτά, η λεγόμενη άμεση πολιτική τους πρόταση δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά άθροισμα διεκδικήσεων μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα, που θα μπορούσε να τις προτείνει και ένας μαζικός φορέας.
Η αντικομματική ομάδα υποβάθ­μιζε πλήρως, όταν δεν εναντιωνό­ταν, τις προσπάθειες του Κόμματος να εξελιχθεί η πολιτική του πέρα από το αφηρημένο σχήμα Δεξιά - Αντιδεξιά, να υπερβεί τις ψευδεπί­γραφες διαχωριστικές γραμμές και να αποκαταστήσει τις πραγματικές κοινωνικές - ταξικές διαχωριστικές γραμμές στην πολιτική αντιπαρά­θεση.
Αντιτάχθηκαν τον τελευταίο χρόνο στα συγκεκριμένα διαβήματα του Κόμματος και της Αριστεράς (όπως «το διάβημα των τεσσάρων» στον Σαρτζετάκη) να εκδημοκρατίσουν, να εκσυγχρονίσουν, όσο γίνε­ται δυνατό, την πολιτική σύγ­κρουση, να βάλουν στο κέντρο της προγράμματα και ιδέες και όχι τα φαντάσματα του παρελθόντος και τους αφορισμούς, όπως επιδίωκε η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Η προσπάθεια αυτή όχι μόνο δεν οδηγεί το Κόμμα στη «διόρθωση του συστήματος» και στην «κοινωνική και ταξική συ­ναίνεση», όπως ισχυρίζονται, αλλά μπορεί και πρέπει να κάνει πιο κα­θαρή, πιο ανοιχτή, πιο ελεύθερη, πιο σύγχρονη, πιο προγραμματική την κοινωνική, ταξική και πολιτική αντιπαράθεση.
Είναι πολύ χαρακτηριστική για τους πολιτικούς τους προσανατολι­σμούς η στάση τους τον Ιούνη και Νοέμβρη.
Το Κόμμα βρέθηκε μπροστά σε δύσκολες επιλογές αφού είχε να επιλέξει, όχι ανάμεσα σε μια καλή και μια κακή λύση, αλλά ανάμεσα σε δύσκολες και προβληματικές λύ­σεις.
Η διασπαστική ομάδα αντιτά­χθηκε στις επιλογές του Κόμματος χωρίς, σε τελευταία ανάλυση, να αντιπροτείνει τίποτα άλλο παρά εκλογές. Εκλογές, που τον Ιούνη θα οδηγούσαν σε παραγραφή των αδικημάτων, σε αυτοδυναμία — το πιθανότερο — της ΝΔ και σε φθο­ρά της απλής αναλογικής και του ουσιαστικού ρόλου της Αριστεράς στην πολιτική ζωή.
Το Νοέμβρη πρότειναν πάλι απο­κλειστικά εκλογές, αφού δεν από­μεινε άλλη λύση απ' αυτήν της κυ­βέρνησης , κοινής αποδοχής. Εκλογές, δηλαδή, Ιούνη, Ιούλη και ξανά Νοέμβρη, Δεκέμβρη και πάλι Απρίλη. Οι εκλογές αυτές,-που θα τις χρεωνόταν η Αριστερά, θα απο­διάρθρωναν την οικονομική ζωή και το μαζικό κίνημα σε βάρος των ερ­γαζομένων και θα έφθειραν μακρο­πρόθεσμα το ρόλο της Αριστεράς.
Ο Συνασπισμός, σταθερός στη θέση του για κυβέρνηση προοδευ­τικού προσανατολισμού, συμμετέ­χει, υπό όρους, από τον Ιούνη, σε αναγκαστικές, προσωρινές λύσεις, λύσεις συμβιβασμού, που υπαγο­ρεύει η ασταθής ισορροπία των πο­λιτικών δυνάμεων και η ύπαρξη ορι­σμένων επειγόντων προβλημάτων. Η συγκατοίκηση σε τέτιες προσω­ρινές κυβερνητικές λύσεις αποτε­λεί μια ιδιότυπη μορφή πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης και όχι καθιέρωση γενικότερων συναι­νετικών σχημάτων στη διακυβέρ­νηση της χώρας.
Ο Συνασπισμός, συμμετέχοντας, υπό όρους, σ' αυτές τις κυβερνή­σεις, δίνει και «εκ των άνω», τη μάχη για την υπεράσπιση των συμ­φερόντων των εργαζομένων, για την προώθηση δημοκρατικών με­ταρρυθμίσεων και την αποτροπή μιας αυταρχικής, συντηρητικής πο­ρείας. Αντίθετα με τις καταγγελίες της διασπαστικής ομάδας, ότι ο Συ­νασπισμός θα γίνει το σκαλοπάτι για την αυτοδυναμία της ΝΔ και τη συντηρητική πολιτική, η Αριστερά κατάφερε και τον Ιούνη και το  Νοέμβρη, παρά τον όχι ευνοϊκό  συσχετισμό δυνάμεων, να βάλει φρένο στην αυτοδυναμία της ΝΔ και να ματαιώσει την υλοποίηση μιας νεοσυντηρητικής πολιτικής. Εί­ναι χαρακτηριστική η δυσφορία στο χώρο της ΝΔ για τις λύσεις που δό­θηκαν αφού έχει ομολογηθεί πια ότι κάνουν δυσχερέστερη την αυτο­δυναμία της.
Η αντικομματική κίνηση έχει κύ­ριο σλόγκαν της τις «δυνάμεις του κυβερνητισμού», όπου τσουβαλιάζονται όλες οι δυνάμεις από τη ΝΔ ως το ΚΚΕ. Εδώ είναι αυτονόητο ότι κάνουν λαθροχειρία, εμφανίζοντας την αναγκαστική συμμετοχή της Αριστεράς σ' ένα συγκεκριμένο κυ­βερνητικό σχήμα ως μια θέση συμ­μετοχής πάση θυσία στην κυβέρ­νηση.
Πέρα όμως απ' αυτό, πρέπει να επισημανθεί η ασυνέπεια και ο πο­λιτικός καιροσκοπισμός της αντικομματικής ομάδας και σ' αυτήν ακόμα τη νεοαριστερίστικη στάση της και τις υπερεπαναστατικές της καταγγελίες σε βάρος του «κυβερ­νητισμού». Δεν είναι δυνατό να ψη­φίζουν στην ΚΕ, όπως έκαναν οι πε­ρισσότεροι και τον Ιούνη και το Νοέμβρη την αξιοποίηση της «τέ­ταρτης εντολής» και το σχηματισμό κυβέρνησης κοινής αποδοχής μ' ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και τώρα να καταγγέλλουν γενικά τον «κυβερνητισμό» της Αριστεράς και να μιλούν για συγκυβέρνηση του «πα­λιού πολιτικού κόσμου».
Δεν είναι δυνατό, λογουχάρη, τον Ιούνη να συμφωνείς και να ψηφίζεις στην ΚΕ το σχηματισμό κυβέρ­νησης στηριγμένης στη ΝΔ και το Συνασπισμό και να έρχεσαι σε ρήξη με το Κόμμα, όπως έκανε ένας απ' αυτούς, γιατί η κυβέρνηση αυτή πε­ριλαμβάνει πολιτικά πρόσωπα και όχι «προσωπικότητες».
Δεν είναι δυνατό να καταγγέλλεις τον «κυβερνητισμό» της Αριστεράς και ταυτόχρονα να υποστηρίζεις μ' όλους τους τόνους το σχηματισμό κυβέρνησης της απλής αναλογικής, που βέβαια υπήρχε στη σκέψη της ΚΕ του ΚΚΕ με τη μορφή όμως της πρότασης για να μετατραπεί η υπη­ρεσιακή κυβέρνηση σε βραχύβια κυβέρνηση για την κατάργηση του «συν ένα». Αυτή η έσχατη εφεδρική λύση, με τα πολλά οπωσδήποτε μειονεκτήματα, ακυρώθηκε στην πράξη από τη στάση των Οικολό­γων. Η θέση αυτή, ασφαλώς, δεν συμβιβάζεται με τη δημαγωγία κα­τά του «κυβερνητισμού» και με τις υπερεπαναστατικές κορόνες.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΖΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Το Κόμμα μας έχει επισημάνει τα σύνθετα και δύσκολα προβλήματα ανάπτυξης του μαζικού κινήματος, καθώς και τις καθυστερήσεις στη δουλιά στην εργατική τάξη και ιδιαί­τερα σ' ορισμένα τμήματά της. Η αντικομματική ομάδα ξεμπλέκει μ' όλα αυτά τα προβλήματα, χρεώνοντάς τα απλώς στο ΚΚΕ και στην αρνητική, υποτίθεται, θέληση της ηγεσίας του. Είναι εμφανής η υπο­τίμηση των στόχων που μπορούν άμεσα να κατακτηθούν από το μαζι­κό κίνημα και η προτίμηση προς στόχους γενικής ζύμωσης, που μπαίνουν υποκειμενικά και γρα­φειοκρατικά από τα πάνω, μακριά από τις πραγματικές διαθέσεις της πλειοψηφίας των εργαζομένων. Εί­ναι, επίσης, εμφανής η υποτίμηση της προσπάθειας του Κόμματος να διευρύνει τους διεκδικητικούς ορί­ζοντες του μαζικού κινήματος και η κολακεία τους σε κάθε στενή, συ­ντεχνιακή συμπεριφορά. Χαρακτη­ριστικό της φύσης και του προσα­νατολισμού τους είναι και οι «συμ­μαχίες» άνευ αρχών που αναπτύσ­σουν σ' ορισμένες περιπτώσεις στο μαζικό κίνημα, όπως συμμετοχή σε διάφορα αντι-ΕΣΑΚ μπλοκ.
Μπροστά στα δύσκολα προβλήματα της πολιτικής ξεφεύγουν με αναφορές του τύπου «να πάμε στις μάζες». Παραβλέπουν ότι οι μάζες απαιτούν από τους κομμουνιστές συγκεκριμένες απαντήσεις σ' όλα τα προβλήματα, από τα άμεσα κλα­δικά τους ως το θέμα της διακυβέρ­νησης της χώρας. Και τέτια απάντηση στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας δεν δίνουν. Συνιστούν, ουσιαστικά, την  αδιαφορία για το τι κυβέρνηση θάχει η χώρα στο όνομα των μαζών και των μαζικών κινημά­των. Υπάρχει η τάση να αναφέρον­ται, και μάλιστα καταχρηστικά και ιδεαλιστικά, στην εργατική τάξη, ενώ αγνοούν κατά κανόνα τις συν­θήκες ζωής και πάλης της και τις πραγματικές δυσκολίες ανάπτυξης του κινήματός της.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Η ΚΕ έχει επισημάνει την αναντιστοιχία στο βηματισμό του  Κόμματος ανάμεσα στον πολιτικό και ιδεολογικό τομέα. Εχει επισημάνει τις καθυστερήσεις στο θεωρητικό και ιδεολογικό τομέα και γι' αυτές βέβαια οι ευθύνες είναι, καταρχήν, συλλογικές των καθοδηγητικών ορ­γάνων. Ταυτόχρονα, όμως, έχει το­νίσει η ΚΕ ότι η θεωρία δεν είναι ένα σύνολο από αφηρημένα σχή­ματα, που ισχύουν για όλες τις πε­ριπτώσεις, όπως περίπου την α­ντιλαμβάνονται οι περισσότεροι απ' αυτούς που αποχώρησαν.
Αντίθετα με τις καταγγελίες τους για «υποβάθμιση της θεωρίας» από την ηγεσία του Κόμματος, οι ίδιοι κάθε άλλο παρά συμβάλανε στη δημιουργική και τολμηρή ανάπτυξη της θεωρίας σε άμεση σύνδεση με τις νέες πραγματικότητες στον κό­σμο και τη χώρα μας και με τις θεω­ρητικές και ιδεολογικές απαιτήσεις που δημιουργούσαν οι νέοι ορί­ζοντες στην πολιτική του Κόμ­ματος. Αντί για πρωτοποριακή θεω­ρητική δουλιά, υπήρξε προτίμηση στη στείρα στάση του «θεματοφύλακα» της «επαναστατικής καθαρό­τητας». Ορισμένοι απ' αυτούς δηλώνουν τώρα ότι βλέπουν αυτοκριτικά την προϊστορία τους και επαναλαμβάνουν χίλιες φορές τη λέξη «ανανέωση». Αλλά όλα αυτά είναι εντελώς αναξιόπιστα και υπο­κριτικά, αφού τα ανακαλύπτουν σε ελάχιστο μόλις χρόνο μετά την αποχώρησή τους και μάλιστα συνο­δεύονται από τη συγκεκριμένη αντικομματική πρακτική τους δράση.
Ετσι, αυτοί που εμφανίζονται όψιμα ως κριτές της στάσης του Κόμματος απέναντι στις σοσιαλι­στικές χώρες, αντιστάθηκαν σταθε­ρά σε κάθε προσπάθεια για ρεαλι­στικότερη προσέγγιση της πραγμα­τικότητας των χωρών αυτών, που την παρουσίαζαν ως ιδεολογική υποχώρηση. Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση πολλών απ' αυτούς στο 11ο Συνέδριο στην αναφορά και μόνο των προβλημάτων και δυσκο­λιών των σοσιαλιστικών χωρών. Α­ντιμετώπιζαν με πολεμική και χαρακτηρισμούς τις προσπάθειες να μελετηθούν σε βάθος οι αντιθέσεις και παραμορφώσεις της σοσιαλιστικής ανάπτυξης. Η χρήση εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στο σοσιαλισμό, ούτε λίγο ούτε πολύ, κατα­νοούνταν ως πισωγύρισμα στον καπιταλισμό, ενώ υποβάθμιζαν εντελώς το δεσμό δημοκρατίας - σοσιαλισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη θέση του Κόμματος και της Αρι­στεράς ότι «η δημοκρατία αποτελεί όχι μόνο μέσο, αλλά και σκοπό του σοσιαλισμού» την εμφάνισαν ορι­σμένοι απ' αυτούς ως θέση εκσυγ­χρονισμού και εκδημοκρατισμού του καπιταλιστικού συστήματος. Ο νέος τρόπος σκέψης στη διεθνή ζωή και μια σειρά ενέργειες των Σοβιετικών, όπως η αποχώρηση των στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, οι αναφορές στα οικουμενικά προβλήματα, παρουσιάζονταν, σε πολλές περιπτώσεις, ως υποχώρηση στον ταξικό εχθρό και ως ε­γκατάλειψη από τη Σοβιετική Ενωση των αγώνων των λαών.
Οι μεταρρυθμίσεις στο σοσιαλισμό θεωρούνται, κατά κανόνα, «επιστροφή στον καπιταλισμό», ενώ ούτε λίγο ούτε πολύ, οι αναφορές τους στις ραγδαίες εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες δεν γίνονται για να βγει κανένα ουσιαστικό δίδαγμα, αλλά για να ταυτίσουν όψιμα την ηγεσία του Κόμματος με κείνες τις ηγεσίες των κομμάτων που αποσπάστηκαν από τους εργα­ζόμενους. Οι θέσεις αυτές στην πιο ακραία δογματική μορφή προω­θούνταν στον ευαίσθητο χώρο της ΚΝΕ. Σήμερα, από τις ακραίες εξι­δανικεύσεις, μεταπίπτουν απότομα στο μηδενισμό των πάντων και στην πλήρη ιδεολογική σύγχυση.

ΠΟΛΕΜΙΟΙ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
Η αντικομματική ομάδα κάνει κύ­ριο στοιχείο της πολεμικής της  προς το Κόμμα το θέμα της «εσω­κομματικής δημοκρατίας», «το δι­καίωμα στη διαφωνία» και το «διά­λογο» που τους αρνήθηκε, υποτίθε­ται, το Κόμμα.
Το δικαίωμα στη διαφωνία είναι κατοχυρωμένο και το Κόμμα μας επιδιώκει να το διασφαλίσει αποφα­σιστικά απέναντι σε κάθε αυταρχική - διοικητική συμπεριφορά. Οι ίδιοι επανειλημμένα δήλωναν ότι είχαν πλήρως τη δυνατότητα να εκφρά­ζουν ελεύθερα τη διαφωνία τους στα όργανα του Κόμματος.
Το Κόμμα θεωρεί γόνιμη τη δια­φωνία και τη δημοκρατική συζή­τηση και επιδιώκει τη δημιουργική σύνθεση των απόψεων. Κι είναι αυ­τοί που αρνήθηκαν τη δημοκρατική συζήτηση, το γόνιμο διάλογο, κατα­φεύγοντας στην εχθρική προς το Κόμμα δράση. Δεν είναι το δι­καίωμα στη διαφωνία που τους συ­γκινεί, αλλά το δικαίωμα στη συνω­μοτική φραξιονιστική δράση, έξω από αρχές, για διάβρωση του κομ­ματικού δυναμικού. Θεωρούν δικαίωμά τους την παραβίαση των κα­νόνων λειτουργίας του Κόμματος.
Ουσιαστικά, αρνούνταν το δι­καίωμα της συντριπτικής πλειοψη­φίας να εξασφαλίσει την υλοποίηση της πολιτικής που αποφασίζει. Αρ­νούνται την ενότητα δράσης των μελών του Κόμματος πάνω στη γραμμή της πλειοψηφίας, ανεξάρ­τητα από τις απόψεις που έχουν διατυπώσει. Είναι χαρακτηριστική η άρνησή τους στην ΚΕ να καταδικάσουν την απαράδεκτη ενέργεια του Κώστα Κάππου. Ακούστηκαν, μάλι­στα, απόψεις ότι το στέλεχος του Κόμματος μπορεί να παραβιάζει την πολιτική γραμμή και την ενό­τητα δράσης του Κόμματος, όταν έχει συνειδησιακό πρόβλημα. Από­ψεις ότι η παραβίαση του καταστα­τικού, και μάλιστα κατάφωρα, δεν τη θεωρούν πρόβλημα. Κι αυτό παρά τις υπογραμμίσεις του ΠΓ ότι, αν τίθεται θέμα να τροποποιηθεί το καταστατικό, αυτό μπορεί να συζη­τηθεί στα αρμόδια σώματα του Κόμματος, αλλά όσο αυτό ισχύει, πρέπει να είναι υποχρεωτικό για όλους.
Χαρακτηριστικό της φύσης αυτής της ομάδας είναι η κλιμάκωση των ενεργειών της με βάση προδια­γραμμένο σχέδιο σε κάθε συγκυ­ρία, η άκρως συνωμοτική και διπρόσωπη πρακτική της. Η πρακτική της δεν ήταν στην κατεύθυνση της ανάπτυξης της εσωκομματικής δημοκρατίας και της γόνιμης συζήτησης, μέσα από την οποία θα διεκδικού­σαν νόμιμα να πείσουν για τις από­ψεις τους, αλλά ακριβώς η υπονό­μευση μιας τέτιας κομματικής συ­ζήτησης. Η πρακτική τους δεν ήταν η δημοκρατική συζήτηση σ' ένα με­γάλο συσπειρωμένο κομματικό σχη­ματισμό, αλλά η πλήρης υποκατά­σταση του μεγάλου κομματικού δε­σμού από τη λογική της «παρέας», της συνωμοτικής κατάληψης θέ­σεων και της διάβρωσης.
Αν τους ενδιέφερε πράγματι η δημοκρατία στο Κόμμα, θα φρόντι­ζαν να συμβάλουν στην ανάπτυξή της. Δεν θέλησαν, γιατί η ίδια η εσωκομματική δημοκρατία, η ίδια η θέληση της πλειοψηφίας των μελών του Κόμματος θεωρούσαν ότι θα ήταν αντίθετη με τις απόψεις και ενέργειές τους. Γι' αυτό και δεν έμειναν τελικά στο Κόμμα. Αν το πρόβλημά τους ήταν ότι είχαν «απόψεις», θα παρέμεναν στο Κόμμα που αποτελεί τον πιο προνο­μιακό χώρο για την κομμουνιστική συζήτηση, για την παραγωγή νέων ιδεών, για την επεξεργασία αρι­στερής πολιτικής, για τη συμβολή στην ανάπτυξη μαζικών αγώνων και κινημάτων, για την αναχαίτιση της συντηρητικής πολιτικής.
Οψιμα, τα στελέχη που αποχώρη­σαν δημαγωγούν για τη δημοκρατία στο Κόμμα για να εκμεταλλευθούν τις κάθε είδους δυσαρέσκειες που δημιουργούνται από τα υπαρκτά προβλήματα του Κόμματος στον το­μέα αυτό. Είναι αναξιόπιστη η προσπάθειά τους, γιατί ούτε στις προ­τάσεις, ούτε στην πρακτική τους διακρίθηκαν για ευαισθησία στο θέμα αυτό. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε τομείς που είχαν ελέγξει, όπως, λογουχάρη, στα όργανα και στο μηχανισμό της ΚΝΕ, επικρά­τησε ο αυταρχισμός και ο εξοβελι­σμός κάθε συντρόφου με αντίθετη άποψη. Στην πρακτική τους κυριαρ­χούσαν η έλλειψη σεβασμού προς κάθε αντίθετη άποψη που με ευκο­λία της κολλούσαν ταμπέλες αν δεν τη συνόδευαν με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς. Δεν κατέθεσαν ποτέ υπεύθυνα οποιαδήποτε συγ­κροτημένη πρόταση για πιο δημο­κρατικούς κανόνες λειτουργίας του Κόμματος, ώστε να συζητηθεί και να εγκριθεί, ή να τροποποιηθεί, ή να απορριφθεί. Είναι χαρακτηρι­στικό ότι στρατεύονται εχθρικά προς το Κόμμα σε μια στιγμή που το ίδιο επεξεργάζεται παραπέρα τις μεθόδους του και αναζητά δρόμους για συντεταγμένα και τολμηρά βή­ματα στην ανάπτυξη της εσωκομμα­τικής του δημοκρατίας και στην ανασυγκρότηση του μηχανισμού του.

ΑΙΤΙΕΣ:
Μελετώντας τις αιτίες, που οδή­γησαν στην εμφάνιση και ανάπτυξη της αντικομματικής ομάδας, μπορεί να σημειωθεί ότι, ασφαλώς, υπάρ­χουν ορισμένοι παράγοντες που α­ντικειμενικά δημιουργούν έδαφος για παρόμοιες απόψεις και διαφω­νίες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ήταν και υποχρεωτικό να υπάρξει μια τέτια αντικομματική ομαδο­ποίηση στη βάση των απόψεων αυτών. Υπάρχουν, δηλαδή, και οι παράγοντες των υποκειμενικών αδυναμιών και καθυστερήσεων. Συ­νοπτικά, θα μπορούσαν να σημειω­θούν οι παρακάτω παράγοντες:
— Η γόνιμη ανάπτυξη και ανα­προσαρμογή της πολιτικής του Κόμματος με βάση τις νέες κοινω­νικές και πολιτικές πραγματικό­τητες, μπορεί να παρερμηνευτεί απλώς ως «στροφή στα δεξιά» απ' όσους είναι προσκολλημένοι στις ανάγκες μιας προηγούμενης περιό­δου της πολιτικής ζωής, π.χ. της δικτατορίας ή των πρώτων μεταπο­λιτευτικών χρόνων. Η ανάπτυξη αυτής της πολιτικής μας δεν συνο­δεύτηκε από την απαραίτητη ιδεο­λογική - πολιτική προετοιμασία και σ' ορισμένα θέματα δεν πέρασε, στον απαιτούμενο βαθμό, μέσα από μια πιο γενικευμένη και πιο ουσια­στική συζήτηση, πράγμα που θα προετοίμαζε καλύτερα τις γραμμές του Κόμματος.
— Η ανοιχτή και οξυμμένη κρίση του συγκεκριμένου τύπου σοσιαλιστικής ανάπτυξης έρχεται σε σύγκρουση με τις εξειδανικευτικές θέσεις που είχαν σημαδέψει, αρκετά το κίνημά μας, δημιουργεί έδαφος για συγχύσεις. Το κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα περνά μια ση­μαντική καμπή σε παγκόσμια κλί­μακα, κι αυτό τροφοδοτεί τις αναζητήσεις και τις διαφορετικές αντι­λήψεις. Επίσης, το νέο διεθνές κλίμα και τα βήματα προς ένα νέο τρόπο σκέψης στις  διεθνείς υποθέ­σεις, δημιουργούν προβλήματα σ' όσους είναι προσκολλημένοι στους τρόπους που γινόταν προσέγγιση των θεμάτων αυτών στη" δεκαετία του '70 και γενικά του ψυχρού πο­λέμου.
  Η αίσθηση ότι ο αγώνας για το σοσιαλισμό θάναι σχετικά μακρό­χρονος, κοπιαστικός, περίπλοκος, έρχεται σε σύγκρουση με τις παλιό­τερες προσδοκίες της νέας γενιάς για μια σχετικά γρήγορη και εύκολη «νίκη της επανάστασης».
   Η οξεία και μακρόχρονη αντι­παράθεση με το «ΚΚΕ εσ», σε συν­δυασμό, μάλιστα, με τις δυσκολίες δημιουργικής ανάπτυξης της θεω­ρητικής και πολιτικής σκέψης του κινήματος, άφησε έδαφος για «τρά­βηγμα της βέργας» από την ανά­ποδη προς αριστερίστικες δογμα­τικές θέσεις.
  Τα σοβαρά προβλήματα και οι δυσκολίες στην οργανωμένη ζωή του Κόμματος, όπως το στιλ καθο­δήγησης, τα φαινόμενα διοικητικής πρακτικής, η σχετικά περιορισμένη συμμετοχή των μελών, η αδύνατη ιδεολογική ζωή, οι αδυναμίες στην επαρκή πληροφόρηση κλπ., δη­μιουργούν αντικειμενικό έδαφος για δυσαρέσκειες. Τα προβλήματα αυτά συνδέονται, σε τελευταία ανά­λυση, με την καθυστέρηση στην προώθηση της ποιοτικής στροφής, που αποφάσισε το 12ο Συνέδριο.
Αυτές όμως οι αιτίες — αντικει­μενικές και υποκειμενικές — δεν θα οδηγούσαν νομοτελειακά στην εμφάνιση της αντικομματικής ομάδας και μάλιστα στο ίδιο το κα­θοδηγητικό όργανο του Κόμματος, αν δεν υπήρχαν μια σειρά άλλοι πα­ράγοντες που συνδέονται με αδυ­ναμίες στην πολιτική στελεχών του και στη λειτουργία του καθοδηγητι­κού του μηχανισμού.
Το Κόμμα, όπως είναι γνωστό, λόγω του «ηλικιακού κενού» που εμφανίστηκε στη στελέχωσή του, υποχρεώθηκε να αναδείξει στον καθοδηγητικό του μηχανισμό πολλά νεαρά στελέχη και μάλιστα σε με­γάλο βαθμό από ένα συγκεκριμένο κύκλο συντρόφων της ΚΝΕ. Αυτό ήταν αναγκαίο, θετικό και βοήθησε το Κόμμα. Δεν δόθηκε όμως, στην πράξη, η απαιτούμενη προσοχή σε μια σειρά χαρακτηριστικά αυτής της στελεχικής ανανέωσης. Υπήρξε, κάτω από την πίεση των αναγκών, βιαστική κατά κανόνα, «επαγγελματοποίηση», προτού αποκτηθεί η απαραίτητη κοινωνική εμπειρία.
Το κυριότερο, υπήρξε άντληση πολλών στελεχών από έναν κύκλο συντρόφων που διατηρούσαν ισχυ­ρούς τους δεσμούς και την προσω­πική αλληλεγγύη της «παλιάς πα­ρέας». Δεν δόθηκε η απαιτούμενη προσοχή στο γεγονός ότι το «παρεΐστικο» και «οικογενειακό» πνεύμα επικάλυπτε αρκετά την κομματικότητα, ότι πολλά απ' αυτά τα στελέχη αυτάρεσκα κλείστηκαν στις αρχικές πρώτες γνώσεις και δυσκολεύτηκαν σοβαρά να αναπροσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις, ότι από την αρχή υπήρχαν εμφανή σημάδια αβανγκαρντισμού, ότι εμφανίζονταν αν­τιλήψεις ότι αυτοί είναι οι «εκλε­χτοί», η «αριστερά», οι «μη ηττοπα­θείς», οι νόμιμοι «κληρονόμοι» του Κόμματος. Σ' αυτή τη βάση γίνεται μια υπερεκτίμηση του οπωσδήποτε σημαντικού ρόλου της ΚΝΕ στην ανάπτυξη του Κόμματος και του κι­νήματος. Καθιερώθηκε σε μεγάλο βαθμό, έτσι, σαν κανόνας, με μορ­φή «επετηρίδας», το πέρασμα κα­θοδηγητικών στελεχών της ΚΝΕ στην Κεντρική Επιτροπή και στα τμήματά της, χωρίς μάλιστα να γί­νεται η απαιτούμενη, σε βάθος, με­λέτη της ανάδειξης και χωρίς να ελέγχεται η απόδοσή τους και η ανταπόκρισή τους στις νέες ανάγκες του Κινήματος.
Η συγκέντρωση των περισσότε­ρων απ' αυτούς στο μηχανισμό της ΚΕ χωρίς πάντα επαρκή απασχό­ληση, καθώς και η στασιμότητα στις ίδιες βασικά δραστηριότητες, ενέ­τεινε το φαινόμενο της καθημε­ρινής αλληλοζύμωσης και ομαδο­ποίησης. Σ' αυτή την κατεύθυνση επιδίωκαν να συγκεντρώσουν γύρω τους κάθε λαθεμένη άποψη, κάθε δυσαρέσκεια και να αξιοποιήσουν κάθε φιλοδοξία για ανάδειξη και για μεγαλύτερο προσωπικό ρόλο. Ου­σιαστικά, από πολύ νωρίς, υπήρχε ένας στενός κύκλος στελεχών που σταδιακά διευρυνόταν και δικτυω­νόταν με τη φιλοδοξία να ελέγξει το Κόμμα και τους προσανατολισμούς του.
Στο χώρο της ΚΝΕ σεχταριστικές νοοτροπίες και αντιλήψεις εμφανί­ζονται ακόμα και από τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’70. Δεν αντιμετωπίζονται με την απαιτού­μενη προσοχή, αλλά αντίθετα θεω­ρούνται φυσιολογικές. Στην πορεία, προσδίδονται, με τη συνδρομή των γνωστών στελεχών του Κόμματος, όλο και περισσότερο στην ΚΝΕ τα χαρακτηριστικά του Κόμματος, και μάλιστα «αριστερού» σε διάκριση από το Κόμμα που στρέφεται, υπο­τίθεται, προς τα δεξιά. Όλο και πιο ταχτικά εμφανίζεται προς τα έξω ή διάκριση της «συνεπούς αρι­στερής» ΚΝΕ από το Κόμμα.
Παράλληλα με τα αρνητικά προ­βλήματα στην ΚΝΕ, σημειώνονται διαδοχικά ανάλογες κρίσεις στις κομματικές οργανώσεις των ναυ­τεργατών, της Πάτρας, των Β. Προαστίων που άμεσα ή έμμεσα συνδέονται, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, με τα ίδια πρόσωπα, χωρίς να παίρνονται ουσιαστικά μέτρα.
Ανοιχτή και κορυφαία εκδήλωση του αναπτυσσόμενου φραξιονισμού αποτέλεσε το 4ο Συνέδριο της ΚΝΕ με άμεση συμμετοχή στελεχών του Κόμματος. Το ΠΓ, λίγο πριν και με­τά το 4ο Συνέδριο αρχίζει να αντι­μετωπίζει πιο σοβαρά τα αρνητικά προβλήματα στην ΚΝΕ, αλλά χωρίς επαρκή μέτρα, τη στιγμή που έχουν δρομολογηθεί πιο εντατικά οι φραξιονιστικές  διαδικασίες και στην ΚΝΕ και στο Κόμμα, που οδήγησαν τελικά στην πλήρη συγκρότηση και δημόσια εμφάνιση της αντικομματικής ομάδας.
ΕΥΘΥΝΕΣ:
Οι ευθύνες, πριν απ' όλα και κύ­ρια, βρίσκονταν συλλογικά στο Πο­λιτικό Γραφείο. Ευθύνες υπάρχουν, βέβαια, και στην Κεντρική Επι­τροπή. Οι ευθύνες αυτές έχουν σχέση:                 
— Με τη γενικότερη πολιτική στελεχών που ακολουθήθηκε και τις χωρίς την απαιτούμενη μελέτη αναδείξεις. Με την αργοπορία να συζητηθούν πιο ανοιχτά και σ' όλη την κλίμακα του Κόμματος, οι λαθε­μένες αντιλήψεις τους. Με τη σο­βαρή καθυστέρηση στη σε βάθος πολιτικοϊδεολογική , διευκρίνιση όλων των μεγάλων θεμάτων του κι­νήματος, πράγμα που θα περιόριζε το έδαφος για την αντικομματική ομάδα. Υπήρξαν, επίσης, ελλείψεις στην πιο ουσιαστική ανάπτυξη της εσωκομματικής δημοκρατίας, ιδιαίτερα της διαφάνειας και της πληρο­φόρησης των μελών του Κόμματος, πράγμα που θα δυσκόλευε τις κινή­σεις τους.
   Με τη σοβαρή καθυστέρηση στην υλοποίηση μιας ουσιαστικής αναπροσαρμογής στους προσανα­τολισμούς της ΚΝΕ από το τέλος κιόλας της δεκαετίας του '70. Την ανοχή επί μεγάλο διάστημα των αρ­νητικών τάσεων σ' αυτήν. Τη μη δραστική ανανέωση του στελεχικού της δυναμικού, την υποβάθμιση ή και ακόμα την εγκατάλειψη της γό­νιμης παρακολούθησης και συμ­βολής στη δουλιά της ΚΝΕ από τις κομματικές οργανώσεις. Την ανάδειξη του Γράψα σε Γραμματέα της οργάνωσης, κάτω από τις πιέσεις που ασκήθηκαν για να αναθεωρή­σει το ΠΓ την αρχική του σκέψη για άλλο σύντροφο.
  Με την ανάθεση κρίσιμων κρί­κων της καθοδηγητικής δουλιάς σε στελέχη που όχι μόνο διαφωνούσαν συστηματικά με την πολιτική του Κόμματος, αλλά επιδίδονταν και σε κλεφτοπόλεμο σε βάρος της. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα τμήματα της ιδεολογικής δουλιάς είχαν στε­λεχωθεί, εδώ και πολλά χρόνια, αποκλειστικά από συντρόφους μιας συγκεκριμένης άποψης. Το ίδιο συνέβηκε με τα τμήματα Πολιτισμού και Παιδείας. Η παραμονή τους ή η αντικατάστασή τους δεν θάπρεπε να γίνει με μονομερή διοικητικά μέ­τρα, αλλά με καθαρή εξήγηση στην ίδια την ΚΕ όπου θα συζητούνταν πέραν της στάσης τους στη γενική πολιτική του Κόμματος και οι προ­σανατολισμοί των συγκεκριμένων τμημάτων της ΚΕ και η συγκεκρι­μένη δουλιά τους.
   Με τη δυσανάλογη ανάδειξη στην ΚΕ πολλών στελεχών του ίδιου «κλίματος», της ίδιας παρεΐστικης νοοτροπίας, χωρίς πάντα αντίστοιχη θετική συνεισφορά και χωρίς συ­γκεκριμένο έλεγχο της δουλιάς τους.
   Με τη σοβαρή καθυστέρηση της αντιμετώπισης των ενεργειών της αντικομματικής ομάδας και τη μη έγκαιρη ενημέρωση των μελών του Κόμματος για τη δράση της. Η καθοδήγηση του Κόμματος έπρεπε να δείξει στο συγκεκριμένο θέμα πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα μέλη του Κόμματος.
  Με το γεγονός ότι δεν συζητή­θηκαν ανοιχτά στην ΚΕ τα εμφανή σημάδια ομαδοποίησης με τη σκέψη ότι δεν υπήρχαν «στοιχεία».
Ωστόσο, δεν γίνεται λόγος για «αστυνομικού τύπου στοιχεία», ή στοιχεία που θα στοιχειοθετούν σί­γουρα μια βαριά καταστατική αντι­μετώπιση, αλλά για συζήτηση των αδιαμφισβήτητων προσανατο­λισμών, ενεργειών και δεσμών. Θά­πρεπε καθαρά και έγκαιρα να κλη­θούν να διαλύσουν το δίκτυο αυτών των φραξιονιστικών, συνωμοτικών σχέσεων.
Ασφαλώς, το ΠΓ, παρά τις σο­βαρές ενδείξεις που είχε, δεν κα­τάλαβε πιο έγκαιρα όλο το βάθος της οργανωμένης υπονομευτικής δουλιάς και τις βαθύτερες προε­κτάσεις των λαθεμένων προσανα­τολισμών της ομάδας. Στη βάση του βάρυνε ή αυταπάτη, όπως αποδείχτηκε, της σταδιακής αφομοίωσης των στελεχών αυτών στην ομαλή λειτουργία του Κόμματος, καθώς και η ευαισθησία να μην καταλογι­στούν στην καθοδήγηση του Κόμ­ματος διοικητικά μέτρα προς τους συντρόφους με διαφορετικές ή και αντίθετες απόψεις.
Το κόμμα μας θα αντιμετωπίσει με επιχειρήματα και όχι με αφορι­σμούς την αντικομματική κίνηση.
Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση στις κομματικές οργανώσεις να χρεώνεται στην αντικομματική κί­νηση κάθε σύντροφος που μπορεί νάχει ανάλογες απόψεις για τις θέ­σεις του Κόμματος. Πρέπει να υπάρξει συγκεκριμένος διάλογος με όσους συντρόφους μπορεί να τους ακολούθησαν, είτε λόγω από­ψεων, είτε λόγω συναισθηματικών, φιλικών δεσμών, αλλά δεν είναι δια­τεθειμένοι να τους ακολουθήσουν στην αντικομματική τους δράση. Το ΚΚΕ δεν υιοθετεί μια στάση εκδικη­τική ή απόρριψης των συντρόφων που βρέθηκαν μακριά του ή σε α­ντίθεση με την πολιτική του. Αντί­θετα, θα καταβάλει, άμεσα, κάθε προσπάθεια για να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για επανένταξη στο Κόμμα ή για συ­σπείρωση στο Συνασπισμό πολλών από τους συντρόφους που κατά καιρούς αποχώρησαν, διαγράφτη­καν ή περιήλθαν σε αδράνεια, αλλά θέλουν να στρατευθούν σήμερα στο κομμουνιστικό και αριστερό κί­νημα. Πρέπει, στο αμέσως επόμενο διάστημα, να υπάρξει σ' όλη την κλίμακα του Κόμματος μια γενικευ­μένη και συστηματική προσπάθεια σ' αυτή την κατεύθυνση.
  Σε καμιά περίπτωση το Κόμμα δεν πρόκειται να αναδιπλωθεί, όπως ισχυρίζεται μερίδα του Τύ­που, προκειμένου να αντιμετωπίσει την αντικομματική ομάδα. Αντί­θετα, θα βγάλει βαθύτερα συμπε­ράσματα και θα προχωρήσει στην παραπέρα τολμηρή ανάπτυξη της πολιτικής του, την ενίσχυση της εσωκομματικής δημοκρατίας, της διαφάνειας και της αποφασιστικής συμμετοχής των μελών του στη λήψη των αποφάσεων, τη ριζοσπαστική ανάπτυξη και ανανέωση της θεωρίας του και των επεξεργασιών του για το σοσιαλισμό και τη γενικό­τερη ανταπόκρισή του στις προκλή­σεις της εποχής.
Δεκέμβρης 1989
Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ

ΚΟΜ.ΕΠ. ΙΑΝ. 1990

πόσοι μας διάβασαν: