Πάει ένας χρόνος που ο διευθυντής της εφημερίδας «Εμπρός», Μανόλης Μανώλας, μαζί με τον αρχισυντάκτη της, Στρατή Μπαλάσκα, βρέθηκαν στη Σμύρνη, στη Διεθνή Έκθεση της μεγάλης πολιτείας…
Μια βόλτα στο Κόνακ, την παλιά αγορά της Σμύρνης που οι Τούρκοι ονομάζουν σήμερα κεμέρ αλτί, τους έφερε στο παλιό οθωμανικό χάνι… Το «κιζλάρ αγασί χαν», το χάνι του Αγά των κοριτσιών. Όμορφα ανακαινισμένο, σήμερα προσφέρει στιγμές ηρεμίας στην πολύβουη Σμύρνη. Το ισόγειό του γεμάτο μαγαζιά με τουριστικά είδη και κάποια με λιγοστές αντίκες.

Ήταν 9 Σεπτεμβρίου εκείνη τη μέρα, είχαν δει το πρωί την αναπαράσταση της εισόδου των τουρκικών στρατευμάτων στη Σμύρνη στις 9 Σεπτεμβρίου τού 1922 και το απόγευμα, σα να τους περίμενε θαρρείς από καιρό, σε ένα παλαιοπωλείο βρήκαν το γαλλικό περιοδικό «Le Pèlerin». Το φυλλομέτρησαν και σαν από θαύμα θαρρείς, στο «σαλόνι» του περιοδικού είδαν την γκραβούρα. Ημερομηνία έκδοσης του γαλλικού περιοδικού, 8 Οκτωβρίου 1922, μόλις ένα μήνα μετά την καταστροφή.
Το περιοδικό αγοράστηκε από το Στρατή Μπαλάσκα που συνηθίζει να μαζεύει ό,τι αφορά τη Μικρασία εκείνης της περιόδου, αλλά όπως χαρακτηριστικά είπε, η εικόνα της καταστροφής ανήκει σε όλους τους Έλληνες.
Ένα χρόνο μετά, το «Ε» σήμερα, στην επέτειο των 90 χρόνων από την καταστροφή, προσφέρει αυτήν τη λιθογραφία σε ανατύπωση, σε όλους τους αναγνώστες του. Μαζί με ένα αφιέρωμα μνήμης, γιατί 90 χρόνια μετά η μνήμη εκείνων των δύσκολων ημερών, είναι ζητούμενο και προπάντων παράδειγμα.
 
Μια άγνωστη και αποσιωπημένη Γενοκτονία
Από το 1908 αρχίζει η τελική διαδικασία της αντικατάστασης από έθνη-κράτη της προνεωτερικής, ισλαμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη διαδικασία αυτή οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ανέρχονταν το 1914 σε ποσοστά που κυμαίνονταν από 14% έως 20%, διεκδικούσαν και αυτοί το μερίδιό τους από τη διάλυση του κοινού οθωμανικού σπιτιού. Το ειδικό βάρος των Οθωμανών Ελλήνων ήταν πολύ μεγαλύτερο από το πληθυσμιακό τους ποσοστό, εφόσον αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της προοδευτικής οθωμανικής αστικής τάξης1. Την ίδια εποχή, η Ελλάδα χαρακτηριζόταν από το αστικό έλλειμμα, το οποίο υπεραναπληρωνόταν από τις κρατικές λειτουργίες2.
Η κοινωνική αυτή πραγματικότητα στην Ελλάδα θα οδηγήσει στην εμφάνιση ενός βασιλικού λαϊκισμού, ο οποίος θα λάβει ξενόφοβα, αντιαστικά και αντιευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και στο τέλος και αντιμικρασιατικά και στη συνέχεια αντιπροσφυγικά. Θα πυροδοτήσει ένα ανταγωνιστικό προς το μικρασιατικό ελληνισμό κίνημα, που θα αποτυπώσει τους στόχους του στο σύνθημα «Μικρά πλην έντιμος Ελλάς». Ο Γεώργιος Σκληρός περιέγραψε εξαιρετικά αυτή την πραγματικότητα: «Ο βασιλικός εθνικισμός λειτούργησε ως πόλος συσπείρωσης των υπαλληλικών αστικών στρωμάτων των παλιών αριστοκρατικών οικογενειών που είχαν μετεξελιχθεί σε στελέχη της πολιτικής γραφειοκρατίας και των λαϊκών στρωμάτων.»
Η οθωμανική Θεσσαλονίκη και η ιδέα της Γενοκτονίας
Στη νεοτουρκική Θεσσαλονίκη εμφανίζεται για πρώτη φορά στη σύγχρονη Ιστορία μια νέα μέθοδος εξόντωσης των ανεπιθύμητων πληθυσμών. Η συνηθισμένη έως τότε πολιτική των κατά κανόνα θρησκευτικών κατηγοριών ήταν οι άγριες, ενστικτώδεις, εκδικητικές σφαγές. Με την εμφάνιση του εθνικισμού στην ιστορία, αλλάζουν τόσο τα κριτήρια, όσο και οι μέθοδοι. Στη Θεσσαλονίκη, την έδρα των Νεότουρκων εθνικιστών, εκπονείται πλέον για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία η νέα αυτή μέθοδος. Στη θέση των παλιών ενστικτωδών αντιδράσεων της οθωμανικής εξουσίας κατά των χριστιανικών κοινοτήτων - των ραγιάδων -, εμφανίζεται πλέον ο ψύχραιμος σχεδιασμός. Στοχοποιούνται ομάδες του πληθυσμού, διαμορφώνεται μια ιδεολογία κοινωνικού αποκλεισμού και μεθοδικά, σε ειρηνικούς καιρούς - αρκετά χρόνια πριν την «τελική λύση» - οργανώνεται ο μηχανισμός της εξόντωσής τους.
Και αυτό γιατί η μοίρα των Ελλήνων της Ανατολής εντάσσεται χωρίς καμμιά εξαίρεση στην ίδια ιστορική κατηγορία. Εφόσον οι χριστιανικές κοινότητες των Ελλήνων της Ανατολής, των Αρμενίων, των Ασσυροχαλδαίων, των Αραμαίων ήταν αυτές που βίωσαν με τον πλέον δραματικό τρόπο την πολιτική αυτού του ακραίου εθνικιστικού, μιλιταριστικού κινήματος.
Τον Οκτώβρη τού 1911, σε συνέδριο του κόμματος εξουσίας «Ένωση και Πρόοδος», αποφασίζουν πλέον την αφομοίωση ή την εξόντωση των χριστιανικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε μια ανταπόκριση των «The Times of London» από τη Θεσσαλονίκη, με τίτλο «Οι Νεότουρκοι και το πρόγραμμά τους», παρακολουθούμε την επικράτηση των ακραίων σωβινιστικών επιλογών στο συνέδριο του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος», που βρισκόταν ήδη στην εξουσία. Ο εκτουρκισμός διά της βίας όλων των κατοίκων, αποφασίζεται τελεσίδικα με μέσο τους εξοπλισμένους μουσουλμάνους.
Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη εκδήλωση της απόφασης του τουρκικού εθνικισμού για την καταστροφή της πολυπολιτισμικής και πολυεθνοτικής οθωμανικής κοινωνίας. Το ιδεολογικό πλαίσιο είχε χαραχθεί από το Ziya Gökalp, ιδεολογικό πατέρα του τουρκικού εθνικισμού, ο οποίος καλούσε για τον τερματισμό της «ψευδαίσθησης περί ισότητας μουσουλμάνων και χριστιανών». Ο ίδιος περιέγραφε τo 1911 στο περιοδικό «Yeni Hayat» και το νέο άνθρωπο: «Οι Τούρκοι ήταν οι “υπεράνθρωποι” που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche… Από την τουρκότητα θα γεννηθεί η νέα ζωή…»
H βία κατά των χριστιανικών εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κλιμακώθηκε βαθμιαία την εποχή των Νεοτούρκων. Το πρώτο βήμα ήταν το μποϋκοτάζ που υποκινούσε η κυβέρνηση κατά των επιχειρήσεων που ανήκαν σε χριστιανούς. Το μποϋκοτάζ υπήρξε ένα μέσο κινητοποίησης των ισλαμικών μαζών για την υλοποίηση των προαποφασισμένων σχεδίων. Ο εμπορικός αποκλεισμός των ελληνικών επιχειρήσεων άρχισε το 1914. Στη «Μαύρη Βίβλο» του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναφέρεται ότι η πολιτική αυτή στόχευε στον εκτουρκισμό της Κωνσταντινούπολης, η οποία έως τότε είχε ελληνικό χαρακτήρα και «... ουκ ολίγον συνετέλεσεν εις την απονέκρωσιν πάσης εμπορικής κινήσεως και συνδιαλλαγής μεταξύ των ομογενών της πρωτευούσης».
Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε η «εκκαθάριση θυλάκων μη τουρκικών πληθυσμών που είχαν συγκεντρωθεί σε στρατηγικά σημεία» (Celâl Bayar, «Ben Yazdım»). Το σχέδιο είχε την απόλυτη υποστήριξη των Γερμανών συμμάχων των Νεότουρκων και κάποια σημεία του υλοποιήθηκαν από κοινού3. O Τούρκος ιστορικός Taner Akşam στο κορυφαίο έργο του «A Shameful Act: The Armenian Genocide and the Question of Turkish Responsibility» αναφέρει: «Συντάχθηκαν λεπτομερή σχέδια για τον εκτουρκισμό της Ανατολίας μέσω της εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών. Τα ίδια μέτρα εφαρμόστηκαν στην περιοχή του Αιγαίου από την άνοιξη του 1914. Η Επιτροπή “Ένωση και Πρόοδος” πήρε μια ξεκάθαρη απόφαση. Η πηγή των προβλημάτων στη δυτική Ανατολία θα απομακρυνόταν, οι Έλληνες θα εκδιώκονταν με πολιτικά και οικονομικά μέτρα. Πριν από οτιδήποτε άλλο, ήταν ανάγκη να αποδυναμωθούν οι οικονομικά ισχυροί Έλληνες […] Αποφασίστηκε να επικεντρωθούν οι δραστηριότητες γύρω από τη Σμύρνη, που θεωρείτο κέντρο της υπονομευτικής δραστηριότητας.»
Ο ρόλος των Γερμανών
Αρκετοί ερευνητές θεωρούν ότι η καταπίεση και η εξαφάνιση των χριστιανικών κοινοτήτων υπήρξε έμπνευση των Γερμανών. Ο Μιχ. Ροδάς θεωρεί ότι στόχος της Γερμανίας ήταν: «… να εκδιωχθούν τελείως οι Άγγλοι και οι Γάλλοι και να συντριβούν οι Έλληνες».
Το στόχο αυτό προπαγάνδιζε από το 1915 ο Γερμανός Φρανς Κόολερ: «Αφ’ ενός, με τον τουρκικό αποικισμό στα παρ’ αμιγών Ελλήνων κατοικούμενα νησιά του Αιγαίου και τις Μικρασιατικές ακτές - απ’ όπου αυτοί θα εκδιωχθούν - αφ’ ετέρου με την ηθική και οικονομική εξασθένηση όσων Ελλήνων απομείνουν, θα κατορθωθεί ο βαθμιαίος εξισλαμισμός της Τουρκίας. Θα κατορθωθεί η ίδρυση τουρκικού κράτους με συμπαγή τουρκική μάζα, κράτους δηλαδή που θα έχει καθαρά εθνικό χαρακτήρα. […] Οι ελληνικές αρπακτικές διαθέσεις δεν θα έχουν πλέον έδαφος πραγματοποίησης. Γιατί η κύρια βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η πολιτική του ελευθέρου βασιλείου, η λύτρωση του υποταγμένου γένους, θα έχει εκλείψει αφού ο Ελληνισμός θα ‘χει εξαφανιστεί.»Πάντως, οι εξελίξεις καθορίστηκαν από την τυχαιότητα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τον τυχοδιωκτισμό των Νεότουρκων, που πίστεψαν ότι με την τουρκογερμανική συμμαχία ήρθε η ώρα για την υλοποίηση των παντουρανικών τους σχεδίων.
Ενδιαφέρον έχουν οι γαλλικές εκτιμήσεις για τη συμμαχία αυτή και για τις αιτίες της γενοκτονίας: «… το κυριότερο κίνητρο που η Τουρκία βγήκε στον πόλεμο είναι ότι η Γερμανία της υποσχέθηκε να επανακτήσει Αίγυπτο, Λιβύη και Σουδάν. Όταν οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν ήταν ευνοϊκές, κυρίως λόγω της ρωσικής προέλασης στην Τουρκία, τότε οι Γερμανοί, για να συγκρατήσουν την τουρκική αγανάκτηση, τους έστρεψαν εναντίον των Αρμενίων και Ελλήνων, των οποίων άρχισαν τη συστηματική εξόντωση με κατασχέσεις, βιασμούς, εξορίες, σφαγές …»   
Mετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Μ’ έναν περίεργο τρόπο οι νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ακολούθησαν εν αγνοία τους και από ανάγκη τη συμβουλή προς επαναστάτες τής Ρόζας Λούξεμπουργκ, η οποία λίγα χρόνια πριν έγραφε: «Η Τουρκία δεν μπορεί να αναγεννηθεί σαν σύνολο γιατί αποτελείται από διαφορετικές χώρες. Κανένα υλικό συμφέρον, καμμιά κοινή εξέλιξη που θα μπορούσε να τις συνδέσει δεν είχε δημιουργηθεί! Αντίθετα, η καταπίεση και η αθλιότητα της κοινής υπαγωγής στο τουρκικό κράτος γίνονται όλο και μεγαλύτερες! Έτσι δημιουργήθηκε μια φυσική τάση των διαφόρων εθνοτήτων να αποσπασθούν από το σύνολο και να αναζητήσουν μέσα από μια αυτόνομη ύπαρξη το δρόμο για μια καλύτερη κοινωνική εξέλιξη. Η κρίση της Ιστορίας για την Τουρκία είχε πια βγει: βάδιζε προς την διάλυση.»
Την εποχή εκείνη, η Ελλάδα βρισκόταν στο στρατόπεδο των νικητών, τα στρατεύματά της δεν είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες την περίοδο 1916 - 1918, τα δύο εκατομμύρια των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν βιώσει από το 1914 μια πολιτική γενοκτονίας, που είχε αποφασιστεί πολύ νωρίτερα και είχε οργανωθεί συστηματικά, όπως προαναφέρθηκε.
Κατά συνέπεια, θα ήταν αφύσικη η εξέλιξη να μη συμμετείχε η Ελλάδα στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού πολιτικού σκηνικού. Ειδικά όταν η εθνική ολοκλήρωση ήταν ακόμα μια εν εξελίξει διαδικασία. Και ο αναγκαίος όρος που έλειπε για μετατραπεί η Ελλάδα σ’ ένα πραγματικό έθνος-κράτος, ήταν η ενσωμάτωση των ακμαίων αστικών περιοχών της Ιωνίας και της ανατολικής Θράκης.
Μια ανεξήγητη ήττα!
Ίσως το μόνο ερώτημα που θα κληθούν να απαντήσουν ιστορικοί αλλά και ψυχολόγοι, ήταν τα βαθύτερα κίνητρα του Ελευθερίου Βενιζέλου να προκηρύξει εκλογές εν μέσω του μικρασιατικού πολέμου, ενώ οι προϋποθέσεις της νίκης βρίσκονταν στα χέρια του. Επιπλέον φαίνεται ότι για πρώτη φορά οι Βρετανοί προσανατολίζονταν στην ευνοϊκή αντιμετώπιση και του Ποντιακού Ζητήματος. Το παράδοξο επίσης, που δε δικαιολογείται από τις αντικειμενικές συνθήκες, είναι το γεγονός ότι ο Βενιζέλος προκήρυξε τις εκλογές της ενώ οι αντίπαλοί του ήταν το αντιπολεμικό, αντιμικρασιατικό βασιλο-κομμουνιστικό μέτωπο της «μικράς πλην εντίμου» και οι εθνικές μειονότητες των Νέων Χωρών.
Η μοναρχική παράταξη που κλήθηκε να διαχειριστεί τη μικρασιατική πρόκληση, μετά τις μοιραίες εκλογές τού 1920, κινήθηκε με έναν ανορθολογικό τρόπο, που κύρια χαρακτηριστικά είχε τη διαρκή αλλά όχι επιτυχημένη προσπάθεια απαγκίστρωσης από τη Μικρά Ασία και την παράλληλη απαγόρευση Εξόδου των Ελλήνων και των υπόλοιπων χριστιανικών πληθυσμών από την υπό παράδοση περιοχή.
Δεν είναι τυχαίο ότι η ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία προκαλεί έως σήμερα απορίες στους ιστορικούς που ασχολούνται με την ελληνική Ιστορία. Είναι χαρακτηριστική η ερώτηση του Βρετανού ιστορικού Douglaς Dakin στο κλασσικό έργο του «H ενοποίηση της Ελλάδας 1770 - 1923» (εκδ. ΜΙΕΤ):
«… Ακόμα και σήμερα δεν έχει σιγάσει η διαμάχη γύρω από το ζήτημα γιατί οι ελληνικές δυνάμεις που υπερτερούσαν αριθμητικά και δεν ήταν πολύ χειρότερα εξοπλισμένες από το στρατεύματα του Κεμάλ, οδηγήθηκαν σ’ αυτή την καταστροφική ήττα.»
Η απόφαση της International Association of Genocide Scholars
H γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολής παρέμενε για πολλές δεκαετίες ένα ζήτημα-ταμπού για την καθεστωτική Ελλάδα, της οποίας η επίσημη πολιτική χαρακτηριζόταν από αντιπροσφυγικά και αντιμικρασιατικά χαρακτηριστικά. Η αλλαγή της ατμόσφαιρας θα έρθει μόνο τη δεκαετία τού ‘80 με την εμφάνιση της κοινωνίας των πολιτών και την εμφάνιση ενός πολιτικού διεκδικητικού κινήματος των προσφυγικών οργανώσεων.
Έκτοτε έγιναν σημαντικά βήματα τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Από την αναγνώριση των Ημερών Μνήμης για τις Γενοκτονίες, έως τις προσπάθειες για τη διαμόρφωση ενός ενιαίου ιστορικού αφηγήματος, που λαμβάνει υπόψη και την ιστορική εμπειρία του προσφυγικού ελληνισμού. Η σημαντικότερη όμως εξέλιξη ήταν η απόφαση του IAGS. Η γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών στον Πόντο και σ’ όλη τη Μικρά Ασία θα αναγνωριστεί ως μια από τις μεγάλες γενοκτονίες του 20ού αιώνα από τον καθ’ ύλιν διεθνή ακαδημαϊκό οργανισμό IAGS.
Στις 16 Δεκεμβρίου 2007, η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars - IAGS) εξέδωσε το εξής ψήφισμα: «ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ ΟΤΙ η άρνηση της γενοκτονίας αναγνωρίζεται ευρέως ως το τελικό στάδιο της γενοκτονίας, που επιφυλάσσει στους δράστες της γενοκτονίας την ατιμωρησία και αποδεδειγμένα προετοιμάζει το έδαφος για μελλοντικές γενοκτονίες. ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ ΟΤΙ η γενοκτονία μειονοτικών πληθυσμών από το οθωμανικό κράτος κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο απεικονίζεται συνήθως ως γενοκτονία των Αρμενίων αποκλειστικά, με μερική μόνο αναγνώριση των ποιοτικά όμοιων γενοκτονιών άλλων χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ ΟΤΙ είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ενώσεως Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών ότι η εκστρατεία των Οθωμανών εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της Αυτοκρατορίας μεταξύ 1914 και 1923 αποτέλεσε μια γενοκτονία των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων του Πόντου και της Ανατολίας. ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ ΑΚΟΜΑ ΟΤΙ η Ένωση ζητά εκ τούτου από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες αυτών των πληθυσμών, να εκδώσει μια επίσημη απολογία και να προχωρήσει σε άμεσα και σημαντικά βήματα για αποκατάσταση.» (http://www.genocidetext.net)
https://kars1918.wordpress.com
1. Οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν από το 1914 ήταν περί τα 2,2 εκατομμύρια (1,8 στη Μικρά Ασία και 400 χιλιάδες στην ανατολική Θράκη με την Κωνσταντινούπολη) σ’ ένα συνολικό πληθυσμό περίπου 10 εκατομμυρίων. Η οικονομική ισχύς τους ήταν μεγαλύτερη της πληθυσμιακής αναλογίας τους. Υπολογίζεται ότι το 50% του επενδυμένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, καθώς και το 60% σε κλάδους μεταποίησης, ανήκαν σε πολίτες που προέρχονταν από τις ελληνικές οθωμανικές κοινότητες. Το 1912, από τις 18.063 εμπορικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε Έλληνες ανήκε το 46%, το 23% σε Αρμένιους, το 15% σε μουσουλμάνους.
Υπολογίζεται ότι το 1914 από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες, το 49% ανήκε σε Οθωμανούς Έλληνες, ενώ Έλληνες ήταν και το 46% των τραπεζιτών. Την ίδια χρονιά υπολογίζεται ότι Έλληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (D. Gontikas, Ch. Issawi, «Ottoman Greeks in the age of nationalism», Darwin Press, 1999).
Παράλληλα διέθεταν μια πλήρη εκπαιδευτική δομή με εκατοντάδες σχολεία, αλλά και υψηλού επιπέδου ιδρύματα, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή (Κωνσταντινούπολη), η Ευαγγελική Σχολή (Σμύρνη), το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, η Ιερατική Σχολή στο Ζιντζίντερε (Καππαδοκία) κ.ά..
Εντυπωσιακός είναι κι ο αριθμός των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν. Μόνο στη Σμύρνη οι ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς ανέρχονται σε 135. Η μακροβιότερη ήταν η «Αμάλθεια» (1838 - 1922). Άλλες σημαντικές εφημερίδες, η «Αρμονία» (1880 - 1922) και η σοσιαλιστική «Ο Εργάτης» (1908 - 1922).
Σε ιδεολογικό επίπεδο, οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζονται από μια ώριμη εθνική συνείδηση, απόρροια κυρίως του ρεύματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που από την προεπαναστατική περίοδο είχε τα μεγάλα κέντρα του στην Κωνσταντινούπολη, το Αϊβαλί, τη Σμύρνη κ.α., και της συνεχούς ύπαρξης λόγιας τάξης. Η συγκρότηση της Ελλάδας ως έθνους-κράτους ενίσχυσε τις διαδικασίες συνειδητοποίησης των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εμπέδωση μιας ελληνικής ταυτότητας ως μετεξέλιξη της παλαιότερης ρωμαίικης. Η διαδικασία αυτή όμως δεν υπήρξε απόρροια μιας κρατικής πολιτικής της Ελλάδας, αλλά αφενός της δραστηριοποίησης των Μικρασιατών (κυρίως με το Σύλλογο Μικρασιατών «Η Ανατολή») που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα από την εποχή της Επανάστασης και εντεύθεν, και αφετέρου της φυσιολογικής ιδεολογικής εξέλιξης που απορρέει από την ανάπτυξη αστικών σχέσεων και την επέκταση της οικονομίας της αγοράς. (Βλάσης Αγτζίδης, «Πώς φτάσαμε στην Καταστροφή», εφημ. «Ελευθεροτυπία», 17 Σεπτεμβρίου 2011)
2. «Την ίδια εποχή, οι Έλληνες στην Ελλάδα ανέρχονταν στα 4,5 εκατομμύρια και ζούσαν σ’ έναν τελείως διαφορετικό χώρο από κοινωνική και πολιτειακή άποψη. Ο γεωγραφικός χώρος που αποτέλεσε το έδαφος του νεαρού βασιλείου, βρισκόταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι παραγωγικές δυνάμεις ήταν ελάχιστα ανεπτυγμένες, όπως και οι υπόλοιπες δομές που ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία ενός έθνους-κράτους. Οι πραγματικές δομικές αδυναμίες θα οδηγήσουν σε μια ιδεολογική «υπεραναπλήρωση» βασισμένη στην αρχαιοελληνική ανάκληση, στην αναβίωση ενός νεκρού παρελθόντος ως αντιστάθμισμα στην υπαρκτή πολιτισμική ταυτότητα των εξωελλαδικών ελληνικών κέντρων. Παράλληλα θα εδραιωθεί μέσω της αυτοαναγνώρισης η ιδεολογία της «μητρόπολης» ως συναίσθημα υπεροχής.
Ειδικά μετά την καθιέρωση του Συντάγματος, τα ισχυρά από την προεπαναστατική εποχή τοπικά συμφέροντα των προεστών και των φεουδαρχών θα «καταλάβουν» την εξουσία στο βασίλειο και θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός παλαιοελλαδικού τοπικισμού, που στις κρίσιμες εποχές της Ιστορίας θα έχει μοιραία συμβολή στις εξελίξεις. Βασικό χαρακτηριστικό στην εξέλιξη της ελλαδικής κοινωνίας θα είναι η απουσία σημαντικών αστικών στρωμάτων.
Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε υπερλειτουργία του κρατικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ ελεύθερης αγοράς και κρατικής-κομματικής λειτουργίας. Η πολιτισμική ενοποίηση του πληθυσμού και η δημιουργία μηχανισμών λειτουργίας που αντιστοιχούσαν στη νέα πολιτειακή μορφή απορρόφησαν τις δραστηριότητες των νέων ελίτ, κρατικοδίαιτων σε μεγάλο βαθμό, που αναπτύχθηκαν.» (Βλάσης Αγτζίδης,
«Πώς φτάσαμε στην Καταστροφή», εφημ. «Ελευθεροτυπία», 17 Σεπτεμβρίου 2011)
3. Ο Tekin Alp, ένας από τους θεωρητικούς του παντουρκισμού στο έργο του «The Turkish and Pan-turkish ideal», που εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη το 1915, γράφει με σαφήνεια ότι η νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων σήμαινε «δικαίωση του εθνικού ιδανικού», δηλαδή τη δημιουργία μιας μεγάλης παντουρκιστικής αυτοκρατορίας που θα περιελάμβανε και τους Τούρκους της Κεντρικής Ασίας. (Τεκίν Αλπ, ό.π., σ. 67).