Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Η αντιδραστική συνέχεια κράτους και ακροδεξιάς


Κώστας Παλούκης, 
εφημερίδα Πριν, 28.10.2018


Εθνικό ταμπού

Η παρουσία του φασισμού στην Ελλάδα αποτελούσε για δεκαετίες ένα ιδεολογικό ταμπού καθώς κυριαρχούσε ένα δημοκρατικό αφήγημα. Το ελληνικό έθνος θεωρείται από την φύση του δημοκρατικό και αντιστασιακό και ως εκ τούτου αντιφασιστικό. Ενσωματώνονται ως αντιφασιστικές μάχες του λαού τόσο ο ελληνοϊταλικός πόλεμος όσο και η εθνική αντίσταση. Παράλληλα, προβάλλεται ο δημοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού μεσοπολέμου. Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός αντιμετωπιζόταν ως μια εξαίρεση στην πανευρωπαϊκής κλίμακας ροπή προς τον φασισμό. Το ίδιο το καθεστώς του Μεταξά «αποφασιστικοποιείται» και παρουσιάζεται σαν μια απλή δικτατορία που δεν είχε στην πραγματικότητα τα τυπικά φασιστικά χαρακτηριστικά. Οι δοσιλογικές οργανώσεις παρουσιάζονταν ως μειοψηφική εξαίρεση απέναντι στην πάνδημη αντιφασιστική ομοθυμία, ενώ οι δραστηριότητες των εμφυλιοπολεμικών και μεταπολεμικών ομαδοποιήσεων υποβαθμίζονται ιδεολογικά πίσω από τον όρο «παρακράτος». Οι ρητορικές της κρίσης μετέβαλλαν αυτές τις προσλήψεις. Η αναπαράσταση της αντιφασιστικής δημοκρατικής κοινωνίας δεν ήταν πια χρήσιμη ούτε νομιμοποιητική για το μνημονιακό καθεστώς. Στο δημόσιο διάλογο επικρατεί ένας ακροδεξιός αυταρχικός λόγος, φοβικός απέναντι στα δημοκρατικά, κοινωνικά και δημόσια αγαθά, βαθιά ρατσιστικός, ομοφοβικός και γενικά αντεπαναστατικός. Η τομή αυτή δεν προκάλεσε μόνο αυτήν την αντίδραση στο παρόν, αλλά αποτράβηξε το δημοκρατικό και προοδευτικό πέπλο, απογύμνωσε το ίδιο το παρελθόν από ιδεοληπτικές αναπαραστάσεις. Γι’ αυτό το λόγο, στην κορύφωση της πρόσφατης πολιτικής κρίσης ιστορικά στοιχεία του παρελθόντος αναδεικνύονταν συχνά πεδίο σύγκρουσης και αντιπαράθεσης των συμβολικών ρητορικών. Ο φασισμός ξαφνικά δεν ήταν ένα φάντασμα, αλλά μια πραγματική απειλή με παρελθόν, παρόν και ενδεχομένως μέλλον. Σε αυτό το κείμενο παρουσιάζονται στοιχεία αυτού του «μαύρου νήματος».

Ο φασισμός στην Ελλάδα προέκυψε κυρίως από μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα

Ο ελληνικός μεσοπόλεμος είχε μια ιδιαιτερότητα, τον «εθνικό διχασμό». Αυτή η ιδιαιτερότητα γέννησε δύο διακριτούς αστικούς πόλους με τη δική τους αριστερά, κέντρο και δεξιά. Ως εκ τούτου, ο ελληνικός μεσοπόλεμος γέννησε δύο φασιστικές γενεαλογίες οι οποίες όμως μπόρεσαν να συντεθούν και ενοποιηθούν κάτω από το μεταξικό καθεστώς. Η πιο σοβαρή περίπτωση προέκυψε από τον βενιζελικό πόλο και ήταν τα «τρία έψιλον», δηλαδή η Εθνική Ένωσις Ελλάς. Δημιουργήθηκε το 1927 στην Θεσσαλονίκη από μικρασιάτες πρόσφυγες. Η ιδεολογία της ήταν ταυτόχρονα αντισημιτική και αντικομμουνιστική συνδυάζοντας αυτά τα δύο σε μια ενιαία πρόσληψη του εσωτερικού εχθρού, κάτι που παραμένει μια κοινή ανάγνωση στο χώρο της άκρας δεξιάς. Ιδρυτής της ΕΕΕ και πρόεδρός της ήταν ο έμπορος Γεώργιος Κοσμίδης, ένας τουρκόφωνος πρόσφυγας, γραμματέας της ο τραπεζικός Δ. Χαριτόπουλος, ενώ τη δράση της προπαγάνδιζε ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Μακεδονία της Θεσσαλονίκης, Νίκος Φαρδής. Η εφημερίδα Μακεδονία αποτελούσε τον βασικό πυλώνα του βενιζελισμού στην Θεσσαλονίκη, με εκδότη τον Ι. Βελλίδη. Με άλλα λόγια, η εμφάνιση του φασισμού στην Ελλάδα προέκυψε σε μεγάλο βαθμό από μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα και με την ξεκάθαρη υποστήριξη του πολιτικού, δημοσιογραφικού και οικονομικού συστήματος. Οι τριεψιλίτες συμμετείχαν σε επίσημες παρελάσεις σε εθνικές εορτές και είχαν αναπτύξει παραστρατιωτική δράση με τους «Χαλυβδόκρανους». Η κρίσιμη περίοδος δράσης τους ήταν η περίοδος 1929-1933. Με την υποστήριξη της εφημερίδας Μακεδονία πρωτοστάτησαν στον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ τον Ιούλιο του 1931, ενώ τον Αύγουστο οργάνωσαν πορεία μέχρι τα ελληνοσερβικά σύνορα. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιήθηκε δίκη με κατηγορούμενους τον Ν. Φαρδή και μέλη της ΕΕΕ, οι οποίοι αθωώθηκαν. Οι τριεψιλίτες, βέβαια, αφού αποδόθηκαν καθαροί στην κοινωνία μετά τη δίκη της Βέροιας, στράφηκαν εναντίον των κομμουνιστών και των εργατικών συνδικάτων, όπως άλλωστε τους παρότρυναν κι οι υπεύθυνοι πολιτικοί ηγέτες.


Στις 17 Αυγούστου 1932 μέλη της οργάνωσης έκαναν ένοπλη επιδρομή στο σωματείο καπνεργατών κι έπειτα οικοδόμων Θεσσαλονίκης τραυματίζοντας σοβαρά τον γραμματέα του Χρ. Παπαδόπουλο και τον οικοδόμο Χ. Σταμπουλίδη, ο οποίος ξεψύχησε την επόμενη μέρα. Στην Καβάλα, την Θεσσαλονίκη και άλλες μακεδονικές πόλεις με έντονη κομμουνιστική δράση, πολύ συχνά εργοδότες και ο ιδιαίτερα βιομήχανοι ενίσχυαν φασιστικές ομάδες. Στην Βέροια, η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στα 1931 προκάλεσε την αντίδραση των βιομηχάνων. Ιδρύθηκε η Εθνική Αντικομμουνιστική Οργάνωση και ο βιομήχανος Λαναράς κάλεσε τον αρχηγό της, πρώην καπετάνιο οπλαρχηγό, στη Νάουσα για να τρομοκρατήσει τους εργάτες. Με την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία οι τριεψιλίτες ενθαρρύνθηκαν και ενεργούσαν αλλεπάλληλες επιθέσεις εναντίον εργατών και κομμουνιστών.


Στην Αθήνα, η κατάσταση ήταν εντελώς αντεστραμμένη πολιτικά. Η Εθνική Ένωσις Ελλάς συνδεόταν κυρίως με το αντιβενιζελικό κόμμα. Ο κύριος εκφραστής τους ήταν η εφημερίδα Ελληνική η οποία δημοσίευε τις προκηρύξεις και ενθάρρυνε την αντικομμουνιστική δράση των εθνικιστών. Τον Αύγουστο του 1931 και με αφορμή τον φόνο του αστυνομικού Γυφτοδημόπουλου από τον Μιχάλη Μπεζεντάκο, η εφημερίδα μέσα από τις προκηρύξεις της ΕΕΕ καλούσε στην εφαρμογή του νόμου του Λιντς απέναντι σε κάθε κομμουνιστή. Στην πράξη η επιρροή της οργάνωσης στην Αθήνα ήταν μικρότερη καθώς δραστηριοποιούνταν άλλες μικρότερες φασιστικές ομάδες. Η πιο μεγάλη παρέμβαση έγινε τον Ιούνιο του 1933, τρεις μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και την ανάληψη της διακυβέρνησης της Ελλάδας από τους αντιβενιζελικούς. Το πρωί της 25ης Ιουνίου κατέφτασαν από τη Θεσσαλονίκη δύο τρένα με περισσότερους από 1.500 χαλυβδόκρανους. Στην Αθήνα τα μέλη της ΕΕΕ κατευθύνθηκαν σε παράταξη στο άγαλμα του Αγνώστου Στρατιώτη. Στην τελετή κατάθεσης στεφάνων παραβρέθηκαν ο υπουργός Εσωτερικών και πρωθυπουργός επί κατοχής Ι. Ράλλης, ο πρόεδρος της Γερουσίας Στ. Γονατάς, ο Μητροπολίτης Βέροιας Πολύκαρπος και άλλοι παράγοντες. Η αστυνομική δύναμη είχε κινητοποιηθεί για την περιφρούρηση της ΕΕΕ. Ωστόσο, για δύο ημέρες το κέντρο της Αθήνας μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, καθώς μέλη του ΚΚΕ και της ΚΟΜΛΕΑ συγκρούονταν με τους τριεψιλίτες και τις αστυνομικές δυνάμεις. Κατά τις συγκρούσεις αυτές σκοτώθηκαν από τα πυρά των χαλυβδόκρανων ο αρχειομαρξιστής Θωμόπουλος και ο κομματικός Ταμπούκης, δεκάδες άλλοι τραυματίστηκαν, ενώ η Αστυνομία συνέλαβε 200 εργάτες. Αργότερα, οι τριεψιλίτες προσπάθησαν να οργανωθούν σε κόμμα και παρότι αυτό οδήγησε στη διάσπασή τους, εξακολουθούμε να τους βρίσκουμε στο πλευρό της χωροφυλακής στην καταστολή της εργατικής εξέγερσης τον Μάη του 1936, στο κάψιμο των «κομμουνιστικών» βιβλίων μπροστά στον Λευκό Πύργο τον Αύγουστο του ίδιου έτους, ενταγμένους στην ΕΟΝ, κατόπιν ανασυγκροτημένους κι αναβαθμισμένους σε ταγματασφαλίτες στο πλευρό των ναζί κι εντέλει συνεργάτες της αστυνομίας και του στρατού στα χρόνια του Εμφυλίου (παρότι πολλοί απ’ αυτούς ήταν καταδικασμένοι ως δοσίλογοι).
Η συγκρότηση της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ) το Νοέμβριο του 1936 συνιστά ένα από τα βασικά στοιχεία που ανατρέπουν την άποψη ότι το καθεστώς Μεταξά είναι μια καλή δικτατορία, εξαίρεση στο φασιστικό ευρωπαϊκό κανόνα. Με την ΕΟΝ το καθεστώς στόχευε στο να αποκτήσει το μαζικό λαϊκό έρεισµα που στερούνταν. Πρότυπο αγωγής της ΕΟΝ ήταν η «σπαρτιατική» οργάνωση και διαπαιδαγώγηση των νέων. Στα 1939-1940 συμμετείχαν πολλοί νέοι ηλικίας 8 έως 25 ετών. Αναφέρονται 750.000 μέλη το 1939, 1.250.000 το 1940.
Με την ονομασία «Τάγματα Ασφαλείας» είναι γνωστοί οι ένοπλοι σχηματισμοί που συγκροτήθηκαν το 1943-44 από τις γερμανικές αρχές κατοχής για την καταπολέμηση των ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σκοπός του εγχειρήματος ήταν η υπόθαλψη του ενδοελληνικού εμφυλίου έτσι ώστε να αυξηθεί η ευστοχία των κατασταλτικών μέτρων εναντίον του ΕΑΜ και, το κυριότερο, «να εξοικονομηθεί γερμανικό αίμα». Τα «ευζωνικά» τάγματα συγκροτήθηκαν με απόφαση της κυβέρνησης Ράλλη. Πολλά τάγματα συγκροτήθηκαν «εθελοντικά», με πρωτοβουλία στελεχών του διαλυμένου ελληνικού στρατού και άλλων «εθνικοφρόνων» τοπικών παραγόντων. Ταυτόχρονα, δρούσαν «εθελοντικές» αντιεαμικές ένοπλες ομάδες που συγκροτήθηκαν αυτόνομα, κυρίως στην Αττική. Τέλος, μονάδες «εθνικιστών» της Βόρειας Ελλάδας συγκροτήθηκαν απευθείας από τους Γερμανούς, έξω από τον έλεγχο της κυβέρνησης Ράλλη. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο «Εθελοντικός Ελληνικός Στρατός» (ΕΕΣ) του συνταγματάρχη Πούλου, ο οποίος χαρακτηρίζεται για τον αμιγώς εθνικοσοσιαλιστικό πολιτικό του λόγο.


Από τα Τάγματα Ασφαλείας στη δολοφονία του Λαμπράκη

Στα Τάγματα Ασφαλείας ή στα άλλα αντικομμουνιστικά αντιεαμικά σώματα στρατολογούνταν κυρίως λούμπεν στοιχεία: άνθρωποι πολύ φτωχοί προκειμένου να επιβιώσουν, εγκληματικοί τύποι για ξεκαθάρισμα προσωπικών διαφορών και ατομικό πλουτισμό, συγγενείς εκείνων που σκοτώθηκαν από τον ΕΛΑΣ. Στην Αθήνα, τα ευζωνικά τάγματα συμμετείχαν ενεργά στα «μπλόκα» του 1944, με σκοπό την κατατρομοκράτηση του πληθυσμού και την καταστροφή της πολιτικής υποδομής του ΕΑΜ, αλλά και στη συγκέντρωση εργατών για αναγκαστική εργασία στα γερμανικά εργοστάσια. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των Ταγμάτων Ασφαλείας υπήρξε η παραδειγματική αγριότητα που επέδειξαν στην πράξη, αγριότητα που ξεπερνούσε συχνά κατά πολύ την αντίστοιχη των γερμανών συναγωνιστών τους. Εκτός από συλλήψεις και φονικά, η παρουσία τους συνεπάγεται την πλήρη αποδιάρθρωση όλων εκείνων των δημιουργικών κοινωνικών πρακτικών που συνόδευαν την ανάπτυξη του ΕΑΜ. Ο Ξενοφών Γιοσμάς, αποκαλούμενος και φον Γιοσμάς λόγω της δοσιλογικής δράσης του, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπου που συνδέει τον δοσιλογισμό με τον μεταπολεμικό παρακρατικό μηχανισμό. Το 1943 σε συνεργασία με την γερμανική Μυστική Αστυνομία Στρατού οργάνωσε τις «Αντικομμουνιστικές Ομάδες Ασφαλείας» και στη συνέχεια εντάχθηκε ως Καπετάν Παρμενίων στην «Εθνική Αντικομμουνιστική Οργάνωση Κατερίνης, Πιερίων και Ολύμπου» (ΕΑΟ). Με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, διέφυγε στην Γερμανία και κατόπιν στην Βιέννη όπου συμμετείχε στην τελευταία κατοχική κυβέρνηση Τσιρονίκου που μεταφέρθηκε εκεί, ως υπουργός Προπαγάνδας. Τον Νοέμβριο του 1945 καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσίλογων ερήμην σε θάνατο ως συνεργάτης των Γερμανών.
Τα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν τη στιγμή γένεσης του νέου εμφυλιοπολεμικού σκηνικού. Οι ταγματασφαλίτες ουσιαστικά μετατράπηκαν από φασίστες σε υπερασπιστές της δημοκρατίας απέναντι στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό.
Για πολλές δεκαετίες, η ταυτότητά τους και η μνήμη τους παρέμεινε αυτολογοκριμένη. Ωστόσο, αυτός ο κόσμος αποτέλεσε τη μάζα υποστήριξης του παρακρατικού καθεστώτος της Δεξιάς. Στη Θεσσαλονίκη στελέχωσαν πολύ συγκεκριμένα επαγγέλματα με λούμπεν χαρακτηριστικά, όπως τους φορτοεκφορτωτές. Οργανώσεις με αιχμή τον αντικομμουνισμό και τον φιλομοναρχισμό αλλά και φτωχοί πολίτες που αναζητούσαν διέξοδο στα προβλήματα στέγασης και εργασίας, συντονίζονταν από εκπροσώπους των σωμάτων ασφαλείας και καθοδηγούνταν από άτομα, όπως δοσίλογοι που βρήκαν καταφύγιο από τη μνήμη της προηγούμενης δράσης τους στη συνεργασία με την αστυνομία, εντασσόμενοι στο πλέγμα εξουσίας. Η οργάνωση «Καρφίτσα» ήταν η παρακρατική ομάδα που έδρασε τη δεκαετία του ’60 ως μαχητικό τμήμα της οργάνωσης του Γιοσμά: «Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος». Η δράση του μηχανισμού κορυφώθηκε με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη το 1963.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

O αντι-αλκοολισμός στο σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα του ελληνικού μεσοπολέμου

Κώστας Παλούκης,
Ανακοίνωση στην Ημερίδα
«Αλκοόλ και αντιαλκοολισμός στην Ελλάδα, 1830-1950», 
Ιστορικό Αρχείο ΕΚΠΑ
(Σκουφά 45, Κολωνάκι)
Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Το ζήτημα του αντι-αλκοολισμού σε σχέση με την εργατική τάξη έχει απασχολήσει αρκετά την διεθνή βιβλιογραφία της ιστορίας της εργασίας και του εργατικού κινήματος. Ουσιαστικά υπάρχουν δύο συζητήσεις. Η πρώτη αφορά τα εργατικά στρώματα των εργατών χειροτεχνών και γενικότερα την ευρύτερη σχέση τους με τον πολιτισμό της ταβέρνας και η δεύτερη αφορά τα μοντέρνα εργοστασιακά εργατικά στρώματα. Παρά τις διαφοροποιήσεις της, και στις δύο περιπτώσεις, αν και σε διαφορετικές εποχές ή φάσεις ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, η σχέση του αλκοολισμού με την ένταξη της εργατικής τάξης στον αστικό και εθνικό πολιτισμό στιγματίζεται από την αστική τάξη και συνδέεται με πολιτικές πατερναλισμού και πειθάρχησης. Η επικράτηση νεωτεριστικών αξιών στο νέο ελληνικό κράτος διαμορφώνει μία πρότυπη αναπαράσταση του πολιτισμένου ανθρώπου και ως εκ τούτου τον αντικατοπτρισμό του, δηλαδή του μη πολιτισμένου. Ο διχασμός αυτός λαμβάνει de facto μία ταξική διάσταση εφόσον ο πολιτισμένος άνθρωπος συνδέεται με την μόρφωση, την ηθική και τον διαφωτισμό, χαρακτηριστικά τα οποία αποδίδονται στην ελληνικότητα και εν τέλει σε επαγγέλματα της κοινωνικής ελίτ και άρα στην αστικότητα. Η ένταξη της υγιεινής στις προϋποθέσεις του πολιτισμένου ανθρώπου προσθέτουν ένα ακόμα κριτήριο στην αστικότητα και μάλιστα με πολλαπλές και συνάμα συνδυαστικές με την ηθική προσλήψεις του κινδύνου για την κοινωνία και το έθνος. Συχνά, η πολεμική σύγκρουση βιώνεται ως μια πάλη για τον ίδιο τον πολιτισμό, καθώς τόσο οι άμαχοι όσο και οι πολεμιστές και από τις δύο πλευρές πίστευαν ότι πολεμούσαν για τον ίδιο τον τρόπο της ζωής τους, τον εθνικό τους πολιτισμό και την θρησκεία τους ενάντια στον απολίτιστο και βάρβαρο εχθρό. Εάν μεταφέρουμε τώρα αυτό το σχήμα στην ταξική διαπάλη, τότε  η ταξική πόλωση λαμβάνει έντονα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και συγκεκριμένη κοινωνική ιδεολογία. Η ίδια η φτώχια ορίζεται εκτός του αστικού πολιτισμικού πλαισίου και οι φτωχοί αντιμετωπίζονται με όρους μορφωτικού, ηθικού και υγιεινιστικού πανικού και με αυτά τα κριτήρια περθωριοποιούνται. Ως εκ τούτου, η αλητοποίηση ανάγεται σε κεντρικό στοιχείο του ηθικού ταξικού πανικού. Επιπλέον την περίοδο του μεσοπολέμου επαναπροσδιορίζονται όλες οι παραπάνω έννοιες της μοντερνικότητας, του αστισμού και του ελληνισμού. Βασικοί παράγοντες η διάδοση της καταναλωτικής κουλτούρας και του star system μέσα από τον κινηματογράφο σε συνδυασμό με την απόλυτη κυριαρχία των καπιταλιστικών αξιών, την συσσώρευση πλούτου, την οικονομική κρίση του 1929 και την ένταση της ταξικής πόλωσης ως συνέπεια όλων αυτών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ηθικός πανικός στο δημόσιο λόγο αποκτά μία διάσταση κριτικής στον καπιταλισμό και της καπιταλιστικής κοινωνίας η οποία αντιμετωπίζεται μέσα από ρητορικές περί εκφυλισμού. Τέλος, κεντρικό ρόλο στην διαμάχη για τον πολιτισμό επιτελεί το μεγάλο ιδεολογικό αντιπρότυπο-απειλή, δηλαδή η απόπειρα οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας στη μετεπαναστατική Ρωσία.
Το βασικό σκεπτικό της παρούσας ανακοίνωσης είναι ότι η εργάτες και οι εργάτριες την εποχή του μεσοπολέμου βιώνουν μέσα στις κοινότητές τους μία μεγάλη πόλωση διαμορφώνοντας δύο ανταγωνιστικές μεταξύ τους μοντερνικές κουλτούρες στις οποίες το ζήτημα του συμποσιασμού λαμβάνει κομβική σημασία. Από τη μία πλευρά αναπτύσσεται μία κουλτούρα ανάδειξης της θετικής σημασίας του αλκοόλ στην εργατική καθημερινότητα και έχει ρίζες στο ρεμπέτικο πολιτισμό, τις λαϊκές υποκουλτούρες του υποκόσμου και τις προσφυγικές γειτονιές. Από την άλλη πλευρά διαμορφώνεται μία κριτική στο συμποσιασμό και τον αλκοολισμό ως εχθρικές πρακτικές για το κύρος και την αξιοπρέπεια του εργάτη και της εργάτριας εσωτερικεύοντας στην εργατική συνείδηση τον κοινωνικό πανικό για τον κίνδυνο της λουμπενοποίησης αντιπροβάλλοντας την αξία και την ηθική της εργασίας. Κύριο  ερευνητικό θέμα τίθεται ο τρόπος με τον οποίο εμπλέκονται οι χειραφετητικές εργατικές ιδέες με τον αντιαλκολισμό. Στην παρούσα ανακοίνωση θα γίνει αναφορά κυρίως στο ΣΕΚΕ, το ΚΚΕ και το αρχειομαρξιστικό ρεύμα ως τα σημαντικότερα μεσοπολεμικά χειραφετητικά σχέδια. Άλλες σοσιαλιστικές ή εργατικές τάσεις παρουσιάζουν εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά δεν υπάρχει επαρκής χρόνος για την συνδιαπραγμάτευσή τους.
Η σοσιαλιστική παράδοση
Οι πρώτες σοσιαλιστικές ομάδες της Ελλάδας έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Έθεταν ως προγραμματικές αρχές την ηθικοποίηση και το διαφωτισμό της εργατικής τάξης μέσα από μορφωτικά μαθήματα, εκδρομές και μορφωτικούς συλλόγους. Αυτό το σχέδιο παρουσιάζει σίγουρα έναν κοινό παρονομαστή με πρακτικές του αστικού κόσμου και ιδιαίτερα της αστικής φιλανθρωπίας, η οποία υπηρετούσε ένα σχέδιο εκπολιτισμού και ηθικοποίησης της εργατικής τάξης στα πλαίσια του ελληνικού εθνικισμού. Ακόμη περισσότερο, φαίνεται να ταιριάζει με πρακτικές των φιλελεύθερων αστών κοινωνιστών διανοουμένων που πρωταγωνιστούσαν στην ίδρυση αλληλοβοηθητικών ή εργατικών σωματείων, αλλά κυρίως εργατικών κέντρων κατά τη δεκαετία του 1910. Μερικά πρώτα δείγματα αυτής της αντίληψης εντοπίζονται στην Εφημερίδα των Συντεχνιών αρκετά νωρίς. Σύμφωνα με τους αρθρογράφους της, η ελληνική κοινωνία διακρίνεται σε δύο σημαντικούς ταξικούς πόλους. Από τη μία είναι «οι ισχυροί της ημέρας», δηλαδή «οι πλούσιοι» και «οι κεφαλαιούχοι». Από την άλλη είναι «ο μικρός λαός», δηλαδή «αι εργατικαί τάξεις» που αποτελούνται από «τους χειροτεχνίτας και τους χειρώνακτας πληβείους». Βελτίωση της εργατικής τάξης σημαίνει αγώνας «υπέρ παντός, όπερ μέλλει να συντελέση εις την μόρφωσιν, ηθικοποίησιν και προαγωγήν των εργατικών του λαού τάξεων και των συντεχνιών και ηθικών αυτού σωματείων». Καταγγέλλει τα ελαττώματα των εργατών και το πιο σημαντικό από αυτά το «αλκοόλ». Πιστεύει ότι πρέπει να εξεταστούν τα αίτια «άτινα ωθούσι τον δυστυχή εις τα ποτά ταύτα και ευρόντες να ζητήσωμεν την άμεσον άρσιν αυτών». Για την επίτευξη του σκοπού αυτού προτείνεται «η σύστησις εργατικών κέντρων». Σε αυτό το πλαίσιο ιδρύθηκε το Εργατικό Κέντρο Αθηνών στα 1910, ακολούθως το Εργατικό Κέντρο Βόλου, τα οποία ήταν κυρίως μορφωτικές και καλλιτεχνικές λέσχες τεχνιτών, ενώ στο ίδιο περίπου πνεύμα κινούταν η Φεντερασιόν σε μία πιο εργατική κατεύθυνση. Το καταστατικό του δεύτερου μας δίνει μια καλή εικόνα: Σκοπός του σωματείου είναι «να διαπλασθούν οι εργάται και τεχνίται ηθικώς, να αναπτυχθούν πνευματικώς» να απαλλαγούν από το άγχος της επιβίωσης: «πως θα ζήσουν το σπήτι τους, τι θα φάγουν αύριο». Μέσα αυτής της δράσης θα είναι «η αλληλοβοήθεια και αλληλοϋποστήριξις σε κάθε υλική και ηθική ανάγκη», «δια της ιδρύσεως Πανεργατικής Λέσχης, όπου θα περνούν τας ώρας τους οι τεχνίται όχι με κρασί και τυχερά παιχνίδια, αλλά με ωρισμένα αναψυκτικά και το καφέ τους». Εκεί «θα ανταμώνονται και θα αδελφώνονται» οι εργάτες νιώθοντας τη σημασία της «αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας». Θα διδάσκονται μουσική, θα λειτουργεί χορωδία, θα διακινούνται λογοτεχνικά βιβλία και θα οργανώνονται λογοτεχνικά βραδινά, θα διακινούνται σοσιαλιστικά έντυπα.
Βασικός εμπνευστής αυτών των ιδεών στην Παλαιά Ελλάδα είναι ο Πλάτωνας Δρακούλης. Από την ομάδα του θα προκύψει η Σοσιαλιστική Ένωση του Παναγή Δημητράτου. Στα 1916 ο φοιτητής Φραγκίσκος Τζουλάτι, ιταλικής καταγωγής και ανιψιός του Πλάτωνα Δρακούλη, συναντήθηκε με τον φοιτητή Δημοσθένη Λιγδόπουλο και μαζί άλλους συμφοιτητές ίδρυσαν τη Σοσιαλιστική Νεολαία Αθήνας ως νεολαίας της Σοσιαλιστικής Ένωσης. Το άρθρο 2 του καταστατικού της όριζε πως σκοπός της είναι: «να υποδείξη τας αρχάς του Διεθνούς Σοσιαλισμού», «να διοργανώση και εκπαιδεύση τα μέλη της με μαθήματα σοσιαλιστικά, εγκυκλοπαιδικά, φιλολογικά, καλλιτεχνικά, επίσης να βοηθήση την σωματικήν ανάπτυξιν των νέων με γυμναστικάς ασκήσεις, εκδρομάς, παιδιάς κλπ προς σκοπόν να δημιουργηθή νεολαία υγιής στο σώμα και το πνεύμα και ικανή ν’ αναλάβη τον σοσιαλιστικόν αγώνα», «να διαδώσει σοσιαλιστικάς ιδέας μεταξύ των εργατών» και τέλος «να εργασθή δραστηριότατα κατά του αλκοολισμού που αποκτηνώνει την εργατικήν τάξιν». Η οργάνωση αυτή εξελίχθηκε στον κύριο εκφραστή των αντιπολεμικών και διεθνιστών απόψεων της Φεντερασιόν και της Β΄ Διεθνούς στην Αθήνα. Αυτά τα πρόσωπα θα πρωταγωνιστήσουν στην ίδρυση του ΣΕΚΕ και αργότερα θα συγκροτήσουν την αρχειομαρξιστική ομάδα.
Το 1919 το νεοπαγές κόμμα θα κυκλοφορήσει την μπροσούρα Ο Αλκολισμός γραμμένο από τον εβραίο εκδότη της εφημερίδας της Φεντερασιόν Αλβέρτο Αρδίττη. Οι πρώτοι αυτοί ριζοσπάστες σοσιαλιστές, δάσκαλοι, φοιτητές και διανοούμενοι, θεωρούν πως η ηθικοποίηση και η μάχη ενάντια στην αλητοποίηση είναι μία υπόθεση που αφορά τους ίδιους τους εργάτες και ως εκ τούτου τη συνέδεσαν με τη διαδικασία της ταξικής αυτοσυνειδησίας και την σοσιαλιστική ιδέα. Μέσα από αυτό ακριβώς το πρίσμα προσλαμβάνουν το ζήτημα του αλκοολισμού. Συγκεκριμένα, σε αυτό το κείμενο υπογραμμίζεται εισαγωγικά το πρόβλημα, ότι δηλαδή «ο αλκολισμός άρχισε να διαδίδεται τρομαχτικά σ’ όλη την Ελλάδα» καθώς είναι «αρκετές εκατοντάδες οι ταβέρνες που άνοιξαν». Συσυχετίζεται εξαρχής το αίτημα του σοσιαλισμού με «μιάν ανθρωπότητα αξιοπρεπή και όχι ταπεινωμένη, γερή και όχι εκφυλισμένη» καθώς «ο αλκολισμός γίνεται αιτία δυστυχίας και ανηθικότητος». Ο σοσιαλισμός ρητά συνδέεται «με μια ανώτερη ηθική» και το προλεταριάτο έχει ως καθήκον να κατακτήσει το ίδιο μόνο του αυτήν. Η πόση του αλκοόλ συσχετίζεται άμεσα με κοινωνικές αιτίες που προκύπτουν από το οξυμένο κοινωνικό ζήτημα και απαντούν στα προσωπικά του κοινωνικά αδιέξοδα: οι εργάτες απαντούν πως «το σπίρτο μας είναι αναγκαίο. Μας ξαναδίνει τις δυνάμεις που χάνουμε σε μια δουλειά αποχτηνωτική, κουραστική και πολλές φορές καταστρεπτική για την υγεία μας». Στη συνέχεια εξέταζε τις αρνητικές συνέπειες του αλκοόλ στην υγεία και στην φυσική κατάσταση, για να καταλήξει πως «είνε ένας απ’ τους σπουδαιότερους συντελεστάς του εκφυλισμού», ενώ οδηγεί το προλεταριάτο στην ατίμωση συνδέοντας μεταξύ άλλων την εγκληματικότητα με αυτό. Ακόμα, συνέδεε την χρήση αλκοόλ με την παθητικότητα των εργατών, γιατί τους απομακρύνει εργάτες «απ’ τον αγώνα που πρέπει να διεξάγουν για τη χειραφέτησή τους», τους εμποδίζει να χειραφετηθούν «διανοητικώς και ηθικώς» και να οργανωθούν. Καλεί τη νεολαία  να αναλάβει προπαγάνδα ενάντια στον αλκολισμό, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να γίνει «σοβαρή δράση για τη μόρφωση των μαζών». Βέβαια, οι αγωνιστές του ΣΕΚΕ πρέπει πρώτα να δώσουν το παράδειγμα και «να μην πίνουν». Τέλος, αναζητά νομοθετικά μέτρα περιορισμού της νοθείας και του αριθμού των ταβερνών, της απαγόρευσης του αλκοόλ σε παιδιά κάτω των 16 ετών. Ως παραδείγματα χρησιμοποιούνται η Σουηδία και η Νορβηγία, ενώ θέτει και το ζήτημα της ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ. Η μπροσούρα αυτή θα λειτουργήσει ως μανιφέστο για τον σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό αντιαλκολισμό στο μεσοπόλεμο και θα επηρεάσει όλα τα ρεύματα.

Οι αρχειομαρξιστές
Η σύνθεση των κομμουνιστικών οργανώσεων κατά την δεκαετία του 1920 γίνεται περισσότερο εργατική. Η οργάνωση των αρχειομαρξιστών με αρχηγό τον Φραγκισκο Τζουλάτι θα εξελιχθεί στον πιο συνεπή εκπρόσωπο των ηθικών και διαφωτιστικών αρχών του σοσιαλισμού, όπως διατυπώνονται στη μπροσούρα, καθώς προέρχεται απευθείας από τον πρώτο αυτό κύκλο των σοσιαλιστών. Στην αρχή θα έχει μια δράση εντός του ΣΕΚΕ και μετά το 1924 εκτός του ΚΚΕ λειτουργώντας μέχρι το 1930 περισσότερο σαν μία επαναστατική εταιρία του 19ου αιώνα και λιγότερο ως ένα κόμμα λενινιστικού τύπου. Στα 1930 έχει φτάσει να έχει 100 μέλη, όταν το ΚΚΕ έχει 1500, να ελέγχει σημαντικά εργατικά σωματεία και να διαθέτει παρατάξεις σχεδόν σε όλα τα επαγγέλματα σε πανελλαδικό επίπεδο. Ωστόσο, εκπροσωπεί κυρίως στρώματα χειροτεχνών εργατών τα οποία χαρακτηρίζουν η συντεχνιακή παράδοση, η σημασία της ανδρικής τιμής και του ανδρικού κύρους στην εργασία, η μικροπατερναλιστική ενδοπαγγελματική ιεραρχική δομή και το πάθος για την γνώση, καθώς συνιστά βασική προϋπόθεση για την επαγγελματική ανέλιξη και γενικότερα την ωριμότητα. Ως εκ τούτου, καλλιεργούν πολύ έντονα το ιδεώδες ηθικής πειθαρχίας και γι’ αυτό το λόγο οι ηθικές εγκλήσεις των σοσιαλιστών και στη συνέχεια κομμουνιστών διανοουμένων βρήκαν απήχηση.
Οι αρχειομαρξιστές ορίζουν την ηθική ως «γέννημα των υποχρεώσεων που γεννιούνται σε κάθε αγωνιστή και ιδιαίτερα στα στελέχη του αγώνα αυτού από τη μελέτη της εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος». Σύμφωνα με τον αρχειομαρξιστή Γιάννη Ποντίκη, οι αρχειομαρξιστές «κατόρθωναν να καταργήσουν κάθε αργόσχολη απασχόληση που θα είχε ως συνέπεια να σταματά την κανονική λειτουργία του εγκεφάλου και γενικώτερα να καταργήσουν κάθε αργόσχολη απασχόληση που θα είχε ως συνέπεια να τους στερήσει πολύτιμο χρόνο». Αυτή η μάχη ουσιαστικά ορίζει τον αρχειομαρξιστικό ηθικό κομμουνισμό. Οι βασικότεροι ρυθμιστικοί κανόνες ήταν η αποχή από το αλκοόλ, το κάπνισμα, τη χαρτοπαιξία και το χασίς. Ο τότε αρχειομαρξιστής Γιάννης Ταμτάκος αναφέρει: Η οργάνωση …, ήταν κατά των χοροδιδασκαλείων, έτσι χορό δεν έμαθα, αφού χώθηκα από 17 χρονών παιδί στη βιοπάλη. Τους καφενόβιους τους κατηγορούσαμε.» Τα μέλη του ΚΚΕ με βάση την αρχειομαρξιστική αναπαράσταση ήταν ανήθικοι γιατί σπαταλούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους σε ασχολίες μη παραγωγικές, όπως η χαρτοπαιξία, τον αλκοολισμό, γεγονός που τους αδρανοποιούσε πολιτικά, αλλά και μπορεί να τους οδηγούσε στην συνεργασία με την αστική τάξη και κατ’ επέκταση τους καθιστούσε σε κύριους εκφραστές της εχθρότητας απέναντι στον αρχειομαρξισμό, καθώς οι αρχειομαρξιστές τους έθιγαν προσωπικά μέσα από την ηθική ρητορική. Πολλές φορές φορές οι ανταποκριτές του Ριζοσπάστη εκμεταλλεύονταν την αδυναμία των αρχειομαρξιστών να κρατήσουν την συνέπεια των λόγων τους: Κάνανε θεωρία στους εργάτες πως δεν πρέπει να πίνουν ρακί και τσιγάρο και τα λεπτά να τα διαθέτουν για κάπου αλλού, αλλά τον καιρό που τον πάψανε από τη δουλιά και ύστερα μέσου του σωματείου έπιασε πάλι, απ’ τον ενθουσιασμό του αγόρασε τσιγάρα, μέθυσε και χόρευε μέσα στο Καφενείο του Κ. Ψωμαρά παρά τις αντίθετες θεωρίες που έκανε στους εργάτες και την αρχειομαρξιστικήν φαρισαϊκήν ηθικήν. Οι αρχειομαρξιστές δεν απαξίωναν απλώς τον «πολιτισμό της ταβέρνας», αλλά γενικά τον αστικό πολιτισμό θεωρώντας το πνεύμα της ταβέρνας αναπόσπαστο τμήμα του. Επίσης, θεωρούσαν ότι όσοι αποχωρούσαν από την οργάνωση ήταν «αναμόρφωτοι», δηλαδή απέτυχαν να «μορφωθούν» και να αποκτήσουν ταξική συνείδηση. Η αρχειομαρξιστική εφημερίδα συχνά κατηγορούσε τα μέλη μίας διάσπασης της οργάνωσης για «Ντόλτσε Βίτα» και για επιφανειακή τήρηση των αρχειομαρξιστικών αρχών, καθώς τον «αρχειομαρξισμό τον πήρανε σαν τύπους, όπως οι παπάδες στη λειτουργία» με δεδομένο ότι «μόλις βρεθήκανε έξω από την Οργάνωση ‘‘ξανασάνανε’’»· ταυτόχρονα, «τόση ήτανε η μανία τους να βγάλουν από πάνω τους τον αρχειομαρξισμό ώστε αμέσως τόρριξαν στα χαρτιά, το πιοτό και στις γυναίκες» και «έγιναν ταχτικοί πελάτες στα Βούρλα». Οι αρχειομαρξιστές αντέταξαν απέναντι στον κίνδυνο της αλητοποίησης τα μορφωτικά και θεωρητικά μαθήματα δημιουργώντας μορφωτικούς νεανικούς συλλόγους, Κόκκινα Σχολεία, οργανώνοντας εκδρομές και περιπάτους. Αποτελεί ίσως την πιο εκτεταμένη έμπρακτη εφαρμογή στο μεσοπόλεμο του αντιαλκολικού μανιφέστου του Αρδίττι.

Το ΚΚΕ
Tο ΚΚΕ εμφάνιζε εντελώς διαφορετικές απόψεις. Θεωρούσε πως «η αστική τάξη έχει μονοπωλήσει την καλοπέραση και τη χαρά» κρατώντας την για τον εαυτό της. Σύμφωνα με το στέλεχος του κόμματος Καίτη Ζεύγου το «κόψιμο» του πιοτού, της χαρτοπαιξίας, των σχέσεων με το άλλο φύλο ήταν εξίσου προϋπόθεση για την ένταξη στο ΚΚΕ και συχνά συνοδεύονταν με την υπόσχεση της απόλυτης αφοσίωσης στο Κόμμα. Οι αιτίες αυτές τις προφύλαξης όμως στην οπτική της Ζέυγου δεν ήταν ηθικές, αλλά συνδέονταν με την προστασία από τον «ταξικό εχθρό». Με το πιοτό μπορεί ο «ταξικός εχτρός» να παρασύρει το μέλος, με τη χαρτοπαιξία το μέλος μπορεί να φτάσει σε «κατάχρηση της περιουσίας του Κόμματος», ενώ ως «μέλος του Κόμματος» δεν επιτρέπεται να συμπεριφέρεται όπως όλοι οι νέοι καθώς η ασφάλεια μπορεί να στείλει «καμία χαφιεδίνα και να μπουν έτσι σε κίνδυνο τα μυστικά του κόμματος». Η Καίτη Ζεύγου παρουσιάζει αντίστοιχα το φαινόμενο της «παραίτησης από τη ζωή» για χάρη του αγώνα να ισχύει εξίσου για τα μέλη του ΚΚΕ. Ωστόσο, από τη παράθεση ενός ανέκδοτου από την ίδια την Ζεύγου στην αφήγησή της προκύπτει πως το πρότυπο αυτό ετίθετο σε αμφισβήτηση. Με άλλα λόγια, ο περιορισμός στο ΚΚΕ δεν ανάγεται σε μία καθολική ηθική αρχή, αλλά σε μία ειδική εξαίρεση λόγω παρανομίας. Γι’ αυτό ίσως το λόγο, δεν ήταν τόσο αυστηρός ή δεν αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της ταυτότητας των μελών του ΚΚΕ και ως εκ τούτου εύκολα τα μέλη του ΚΚΕ δεν τον ακολουθούσαν. Αντιθέτως, στους αρχειομαρξιστές φαίνεται πως ο ηθικός περιορισμός αποτελούσε βασικό συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας τους και της πολιτικής τους ταυτότητας και κουλτούρας. Στην πράξη, οι κομματικοί λειτουργούσαν περισσότερο μέσα στο πλαίσιο των καθημερινών συνηθειών της εργατικής τάξης, ενώ οι αρχειομαρξιστές συγκρούονταν με αυτές.
Ως ένα βαθμό, αυτή η πολιτισμική διαφορά θα πρέπει να οφείλεται και στις διαφορετικές προελεύσεις της πλειοψηφίας των μελών των δύο οργανώσεων. Οι αρχειομαρξιστές ήταν κυρίως γηγενείς και κατάγονταν από αγροτικά περιβάλλοντα της Παλαιάς Ελλάδας, δηλαδή περιοχών με πολύ υψηλά ιεραρχημένη την ηθική. Αντιθέτως, τα μέλη του ΚΚΕ προέρχονταν κυρίως από προσφυγικούς πληθυσμούς. Στις προσφυγικές συνοικίες το τάβλι, το ούζο και ευρύτερα το αλκοόλ, το χασίς και η χαρτοπαιξία σε συνδυασμό με το σμυρνέικο μουσικό τραγούδι που ταυτίστηκε με το ρεμπέτικο αποτελούσαν καθημερινές συνήθειες των λαϊκών στρωμάτων. Τα καφενεία και οι ταβέρνες, αλλά κυρίως οι συμποσιασμοί αποτέλεσαν τα κέντρα αυτής της λαϊκής κουλτούρας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το αλκοόλ δεν συνιστά κίνδυνο, αλλά απόλαυση και η διασκέδαση για τους άντρες και τις γυναίκες θεωρείται αξία.
Τέλος, το ΚΚΕ, ιδιαίτερα την δεκαετία του 1930 θα συνδέεται ολοένα και πιο πολύ με βιομηχανικά εργατικά στρώματα που ουσιαστικά ταυτίζονται με τους προσφυγικούς πληθυσμούς. Το ιδιαίτερο στοιχείο αυτών των στρωμάτων είναι η νεανική ηλικία και η επίτευξη μιας καλύτερης και πιο σταθερής εργασίας σε σχέση με τις παλαιότερες προσφυγικές γενιές. Το νέο εργατικό τραγούδι που παράγεται διαφέρει πολύ από εκείνο του υποπρολεταριάτου και τα μοντέρνα κέντρα διασκέδασης στις εργατικές γειτονιές απέχουν πολύ από εκείνα της υπόγειας ταβέρνας. Ο συμποσιασμός και το αλκοόλ συνδέονται με τη μοντερνικότητα, με την γυναικεία, αλλά και ανδρική χειραφέτηση από τις ιδεολογικές ηθικές δεσμεύσεις των παλαιότερων γενιών. Ακόμη περισσότερο έρχονται σε ρήξη με τις ρητορικές της βιομηχανικής πειθαρχίας και ηθικής που πλέον καλλιεργούνται από τους μεγαλοβιομήχανους εργοδότες. Ιδιαίτερα κατά την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, όπου η πολιτική και ευθεία εργοδοτική αμφισβήτηση ήταν εξορισμένη από την καθημερινή δράση, φαίνεται ότι οι πολιτισμικές πρακτικές του συμποσιασμού επένδυσαν στις νέες προσφυγικές εργατικές γειτονιές μια ιδιαίτερη εργατική λαϊκή ταυτότητα η οποία θα εκφραστεί κατά την περίοδο της Κατοχής πολύ πιο έντονα. Όπως αναφέρθηκε, το ΚΚΕ, ολοένα και περισσότερο στρατολογεί δυναμικό από αυτά τα στρώματα, και ως εκ τούτου καθορίζουν την φυσιογνωμία του και την στάση του απέναντι στο συμποσιασμό και το αλκοόλ. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι το ΚΚΕ δεν παρέμενε εχθρικό απέναντι στον αλκοολισμό ως παθογένεια. Το πιθανότερο είναι ότι ο αλκοολισμός διαχωριζόταν ρητά από την γενικευμένη χρήση του αλκοόλ, σε αντίθεση με τους αρχειομαρξιστές που ταύτιζαν αυτά τα δύο και προσέδιδαν μια έντονη ηθική διάσταση.     




Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

12 Οκτώβρη 1944, μια απελευθέρωση που έμεινε στη μέση

Κώστας Παλούκης

Οι εικόνες της απελευθέρωσης, γεμάτες χαρά για τις δύσκολες εποχές που έφυγαν, ελπίδα και αυτοπεποίθηση για τις όμορφες ημέρες που έρχονται προκαλούν σήμερα ανάμεικτα συναισθήματα. Στις 12 Οκτώβρη ο λαός και η νεολαία της Αθήνας ζούσαν την κορύφωση της ΕΑΜικής εξέγερσης, βίωναν έντονα την αίσθηση της ελευθερίας και της χειραφέτησης. Δυστυχώς, η προοπτική αυτή πνίγηκε στο αίμα από την αντεπανάσταση.



Οι αστοί αισθάνονταν περικυκλωμένοι από τη φουσκοθαλασσιά ανθρώπων και ονείρων



«Ήταν ένα κάρο φορτωμένο νέους και νέες που ξεφωνίζανε. Στο άλογο που τραβούσε το κάρο καθότανε καβάλα μια γυναίκα μελαχρινή σα γύφτισσα που είχε στο κεφάλι και στους ώμους ένα σάλι επαναστατικά κατακόκκινο. Φορούσε κίτρινο φουστάνι κι είχε διάφορα χαϊμαλιά στο στήθος, κρατούσε μια ελληνική σημαιούλα και ξεφώνιζε τραγουδώντας: Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη…. Μια παρέα μάγκες γυρίζανε με ένα χαρτονένιο Χίτλερ κρεμασμένο σε ένα κοντάρι και φωνάζανε ρυθμικά ‘’Εμπατίρησε’’ (καινούργια λέξη argot). Πολλά τραμ και καμιόνια ανεβοκατέβαιναν τους κεντρικούς δρόμους φορτωμένα παιδιά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που φωνάζανε συνθήματα των οργανώσεών τους. Είδα και μια παρέλαση πιτσιρίκων με ξύλινα τουφέκια, του ‘’παιδικού μετώπου’’ του ΕΑΜ», γράφει ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς για τη «μεγάλη ημέρα» (Γιώργος Θεοτοκάς, Τετράδια Ημερολογίου, Αθήνα: Εστία).

Οι εικόνες της απελευθέρωσης, γεμάτες χαρά για τις δύσκολες εποχές που έφυγαν ανεπιστρεπτί, ελπίδα και αυτοπεποίθηση για όσες όμορφες ημέρες θα έρχονταν προκαλούν σήμερα ανάμεικτα συναισθήματα. Αυτή η αισιοδοξία δεν ήταν μόνο πηγαία όμως, είχε χρωματισμό. Δεν είναι απλώς ότι είχε μεσολαβήσει ο πόλεμος, η ήττα και ο θάνατος και αυτά τελείωσαν. Στις 12 Οκτώβρη ζούσαν την κορύφωση της ΕΑΜικής εξέγερσης, βίωναν έντονα την αίσθηση της ελευθερίας και της χειραφέτησης. Οι άνθρωποι του Οκτώβρη του 1944 δεν ήταν οι ίδιοι με εκείνους του Οκτώβρη του 1940. Τα γελαστά και χαρούμενα αυτά πρόσωπα ήταν πλέον φορείς μιας νέας μοντέρνας λαϊκότητας εντελώς διαφορετικής από εκείνη του μεσοπολέμου και εκείνη την ημέρα την εκφράζανε με τον πιο απόλυτο και ηγεμονικό τρόπο.

Ο νέος αυτός τύπος πολίτη ήταν οργανωμένος σε δημοκρατικές δομές ξένες προς το κράτος και αναλάμβανε ο ίδιος να διαχειρίζεται τις τύχες του μέσα από την λαοκρατία, τη λαϊκή δικαιοσύνη και το λαϊκό στρατό. Η ίδια η έννοια της πατρίδας και του έθνους είχε αλλάξει πρόσημο, είχε αποκτήσει ένα νέο περιεχόμενο τόσο για το παρόν και το παρελθόν, αλλά κυρίως για το μέλλον. Ο λαός ήταν ένα νέο διαφορετικό υποκείμενο ενεργό και αυτό ήταν μία μοναδική επιτυχία και κατάκτηση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Όλοι οι απλοί άνθρωποι, οι εργάτες και οι βιοπαλαιστές έγιναν από πιόνια πρωταγωνιστές και κυρίως οι γυναίκες και τα παιδιά. Αστοί, όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς, αισθάνονταν περικυκλωμένοι από αυτή την τεράστια και πρωτόγνωρη φουσκοθαλασσιά ανθρώπων και ονείρων. Ο φόβος είχε αλλάξει στρατόπεδο. Μία και μόνο κίνηση ήταν αρκετή για να αποτελειώσει τον δικό τους κόσμο. Αυτό το ένιωθαν, το καταλάβαιναν. Οι ίδιοι αυτό θα έκαναν. Οι αστοί έκαναν «επαναστάσεις» με πολύ λιγότερο κόσμο μαζί τους. Η άλλη επανάσταση όμως, αυτή που επαγγέλθηκε στο μεσοπόλεμο και φάνταζε αδύνατη, δεν ήταν απλώς δυνατή ή ένα ενδεχόμενο, αλλά παρούσα εκεί ανθισμένη, ξεδιπλωνόταν μπροστά σε όλους. Απλώς έπρεπε κάποιος να τη μαζέψει από τους δρόμους ή να τη μαζέψει από τα μαγεμένα πρόσωπα. Όμως το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ παρέδωσε την εξουσία σε έναν τρομαγμένο πρωθυπουργό, ο οποίος με μεγάλο σκεπτικισμό και φόβο κατέβηκε από το θωρηκτό Αβέρωφ στις 18 Οκτωβρίου. Στην Πελοπόννησο είχαν προηγηθεί οι αιματηρές μάχες του ΕΛΑΣ με τα δωσιλογικά Τάγματα Ασφαλείας, με αποκορύφωμα την τριήμερη μάχη του Μελιγαλά στις 11-13 Σεπτεμβρίου.

Οι εγγυήσεις ασφάλειας δίνονταν, αλλά ο Παπανδρέου έκρινε προφανώς εξ ιδίων. Προχώρησε λοιπόν στη μεγάλη εξαπάτηση. Συνοδευόμενος από τους ΕΑΜίτες μέλη της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας μεταβαίνει στην Πλατεία Συντάγματος, όπου εκφώνησε τον «Λόγο της Απελευθέρωσης». Η Εθνική Ενότητα, η οικονομική Ανασυγκρότηση, η αποκατάσταση της Λαϊκής Κυριαρχίας, καθώς και η Οργάνωση και Λειτουργία του Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους έχουν περίοπτη θέση. Ακόμη, διατυπώνεται η περίφημη και εκτός κειμένου φράση «Πιστεύομεν εις την Λαοκρατίαν», για το ιδεώδες της οικονομικής ευημερίας, ταυτόχρονα με την κοινωνική δικαιοσύνη.

Αν κάτι όμως φάνηκε τελικά πως ήταν πιο αδύνατο και από την ίδια την επανάσταση ήταν η ταξική ανακωχή. Η αντιλαϊκή οικονομική πολιτική, η προσπάθεια επιστροφής στην προπολεμική πραγματικότητα και η προσπάθεια αφοπλισμού του λαϊκού στρατού χωρίς εγγυήσεις οδήγησαν ουσιαστικά στην εξέγερση του Δεκέμβρη. Τότε, οι αστοί είδαν τους εφιάλτες τους να ζωντανεύουν περισσότερο από ποτέ. Στη συνέχεια ακολούθησε η Βάρκιζα και η νέα ελπίδα της ηγεσίας της Αριστεράς για ενσωμάτωση στην αστική νομιμότητα. Ο χρόνος είχε περάσει. Οι αστοί ξανάστησαν το κράτος και ζητούσαν την επιστροφή ξανά στην υποταγή. Οι δωσίλογοι αναθάρρησαν και μία νέα αντιδραστική συμμαχία στήθηκε οργανώνοντας την αντεπανάσταση.

Η ιστορική γνώση για την επανάσταση που χάθηκε και τα δεινά που τελικά ήλθαν προκαλεί σήμερα το αίσθημα της τραγικότητας σε κάθε φωτογραφία, σε κάθε βίντεο και σε κάθε αφηγηματικό κείμενο για τον Οκτώβρη του 1944. Το αποτύπωμα της ήττας πολύ βαρύ κυνηγάει την Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της. Η τάση για υποταγή στο αστικό κόσμο αποτελεί στρατηγική αναφορά της από τη μεταπολεμική εποχή μέχρι και σήμερα. Ίσως πιο τραγικό σύγχρονο παράδειγμα είναι η υποταγή μέρους της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η υποταγή του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική νομιμότητα. Οι ελπίδες εκατοντάδων χιλιάδων ψηφοφόρων και η επένδυση σε μια καθαρά κοινοβουλευτική αριστερή λύση έκοψε σύντομα το χαμόγελο. Βέβαια, τάσεις αστικής πολιτικής μπορούν να εντοπιστούν και στην άλλη αριστερά. Ευκαιριακές και χωρίς αρχές συμμαχίες ομάδων και παραγόντων που μέχρι χθες ήταν άσπονδοι εχθροί, εύκολη υποταγή σε κάθε σχέδιο κοινοβουλευτισμού, συνωμοσιολογία και φόβος απέναντι στις εξεγέρσεις. Στον Δεκέμβρη του 2008, ενώ η ανατρεπτική  Αριστερά αγωνιούσε να μπολιάσει την εξέγερση, δυνάμεις και παράγοντες της Αριστεράς με λογική “νοικοκυραίου” έβλεπαν συνωμοσίες του κράτους και προσπαθούσαν να εμποδίσουν την ανάπτυξη του κινήματος. Επειδή λοιπόν η αριστερή νοικοκυροσύνη δεν έφυγε ποτέ από την αριστερά και για να μην ξανασβήσουν ποτέ τα χαμόγελα της ελπίδας και η επόμενη απελευθέρωση να είναι κομμουνιστική, σήμερα είναι αναγκαία όσο ποτέ η επαναθεμελίωση του κομμουνισμού.

πόσοι μας διάβασαν: