Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

το βιβλίο της Λήδας Παπαστεφανάκη, διδάσκουσας στο Τμήμα Ιστορίας - Αρχαιολογίας Ιωαννίνων, με τίτλο "Εργασία, τεχνολογία και Φύλο στην Ελληνική Βιομηχανία, Η κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά 1870 - 1940"

 
Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης το βιβλίο της Λήδας Παπαστεφανάκη, διδάσκουσας στο Τμήμα Ιστορίας - Αρχαιολογίας Ιωαννίνων, με τίτλο "Εργασία, τεχνολογία και Φύλο στην Ελληνική Βιομηχανία, Η κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά 1870 - 1940". Πρόκειται για μια πιο ολοκληρωμένη επεξεργασία του διδακτορικού της που εκπόνησε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης υπό την επίβλεψη του Χρήστου Χατζηιωσήφ. Έχοντας ως ερευνητική αφετηρία το εργοστάσιο Ρετσίνα, η έρευνά της ξεδιπλώνεται μέσα από τα ερωτήματά της και τη δημιουργική σύνθεση διαφορετικών μεθοδολογικών προσεγγίσεων σε πολλαπλά πεδία χωρίς να συνθλίβεται στη σύγχιση και στη μερικότητα. Πρώτον γιατί έχει πλήρη και καθαρή συνείδηση του εγχειρήματός της και δεύτερον γιατί αισθάνεται σίγουρη για τη μεθοδολογική της βάση και τις προτεραιότητες που δίνει σε αυτή. Συγκεκριμένα επιλέγοντας να χρησιμοποιήσει το αναλυτικό εργαλείο "κοινωνικό φύλο" επιμένει πως η ταξική ανάλυση δεν είναι ένα εξαντλημένο και αποδυναμωμένο ιστοριογραφικά εργαλείο, δεν είναι απλά μια αφηγηματική αρχή ισότιμη διπλα στις άλλες. Αντίθετα, "η έννοια της κοινωνική τάξης παραμένει αναλυτική κατηγορία απαραίτητη για την εξήγηση της κοινωνικής αλλαγής και της συλλογικής δράσης των υποκειμένων". Συνδυαστικά και όχι ανταγωνιστικά "κοινωνική τάξη" και "κοινωνικό φύλλο" είναι συστατικό στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων. Ταυτόχρονα, ενώ αναγνωρίζει τη σημασία της μελέτης "των αναπαραστάσεων και των λεκτικών κατασκευών" για τη ζωή κα τη δράση των ιστορικών υποκειμένων, σε τελική ανάλυση τονίζει πως "τόσο οι έμφυλες όσο και οι ταξικές σχέσεις διαμορφώνονται και συγκροτούνται απο συνθήκες υλικές και πολιτικές". Με αυτόν τον τρόπο, η Παπαστεφανάκη μετέχει στο ζωντανό "διάλογο" που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια στον χώρο της ελληνικής ιστοριογραφίας και ευρύτερα των κοινωνικών επιστημών προσφέροντας μια συνθετική ματιά που έχει όμως συγκεκριμένο ηγεμονικό πρόσημο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, σε μια εποχή που οι κοινωνικοί επιστήμονες θεωρητικοποιούν τη ρευστότητα, μαγεύονται από τις ενδιάμεσες αποχρώσεις και τα μη "καθαρά" χρώματα, εμμένουν στο ανολοκλήρωτο ως μεθοδολογική πρόταση, αλλά και ως καταληξη πολλές φορές των ερευνητικών συμπερασμάτων, η Παπασταφενάκη τολμά να συγκροτεί μια ολοκληρωμένη μεθοδολογική πρόταση και να ολοποιεί το αντικείμενό της. Με άλλα λόγια, μας προσφέρει τελικά μια συνολικοποιημένη και ενιαία εικόνα- άποψη για την ελληνική κλωστοϋφαντουργία, τη γυναίκα εργάτρια, την εργατική πόλη του Πειραιά. Και αυτό το καταφέρνει πετυχαίνοντας ακόμη μια σύνθεση, ενοποιώντας την κοινωνική με τη βιομηχανική ιστορία. Δεν παρουσιάζει δηλαδή τις τεχνικές πλευρές της παραγωγής με μια κουραστική λεπτομέρεια αποξενωμένες από τον εργάτη-άνθρωπο, αλλά σε άμεση συνάρτηση με την προϊούσα αλληλεπιδρούμενη ιεραρχική, έμφυλη, χωρική, ταξική κοινωνική δομή. Δεν ανακαλύπει βέβαια η Παπαστεφανάκη μόνη της αυτές τις ηγεμονικές συνθέσεις ούτε όμως είναι απλή προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα διεθνών ιστοριογραφικών προτάσεων. Προέρχεται από μια συγκεκριμένη, θα λέγαμε, μαρξιστική τοποθέτηση στην ελληνική ιστοριογραφία. Δε μένει όμως φοβικά έγκλειστη, ανήμπορα παραδοσιακή και απλώς καταγγέλουσα απέναντι στις θεωρητικές και μεθοδολογικές προκλήσεις της εποχής. Με αυτοπεποίθηση, αν και απολογητική σε κάποια σημεία σα να αισθάνεται μεγάλο το βάρος, σηκώνει το γάντι και τολμά να απαντήσει, να αντιπροτείνει, να προχωρήσει τη συζήτηση. Βάζει το δικό της λιθαράκι στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης φεμινιστικής μαρξιστικής ελληνικής ιστοριογραφίας.
Συγκεκριμένα, αφού στην εισαγωγή παρουσιάζει τους μεθοδολογικούς της προβληματισμούς ξεκινάει το πρώτο μέρος με τίτλο "πόλη, βιομηχανία, αγορά εργασίας". Στο πρώτο κεφάλαιο παραθέτει την γένεση και την ιστορική εξέλιξη του Πειραιά από το 1830 έως το 1940. Δίπλα στα δημογραφικά δεδομένα, τις οικονομικές δραστηριότητες στο εμπόριο, το λιμάνι, τη βιομηχανία, δίπλα στις περιγραφές των υποδομών και των χώρων, αναδεικνύεται η εργατούπολη με τις εργατικές συνοικίες, την τεράστια δυστυχία, τις παράγκες, τις αρρώστιες, τον θάνατο. Αναδεικνύεται ο αστικός λόγος που κατασκευάζει την κυρίαρχη ιδεολογία για τους εργάτες και το εργατικό ζήτημα. Για παράδειγμα, ο προβληματισμός για τα εργατικά δεινά συχνά αφεστιάζει των ταξικών αιτιών και ηθικοποιείται μέσα από μια αστική παρτεναλιστική οπτική καταγγέλοντας την ηθική και πολιτισμική κατάπτωση των εργατικών στρωμάτων. Ταυτόχρονα, περιγράφονται οι νέες μορφές κοινωνικότητας και θεάματα που διαμορφώνουν τη συλλογική ζωή της πόλης. "Η αθλητική δραστηριότητα τόσο της μεσαίας τάξης όσο και της κατώτερης τάξης προσέφερε ένα μέσο για τη συγκρότηση εθνικών (αλλά και τοπικών, ταξικών, έμφυλων) ταυτοτήτων", γράφει η Παπαστεφανάκη αναφερόμενη στους αθλητικούς συλλόγους. Αναφέρεται στην πρόσληψη της πόλης ως μοντέρνας και βιομηχανικής από τους διηγηματογράφους. Δίνει τη διάσταση των λαϊκών μορφών ψυχαγωγίας του λαϊκού θεάτρου, του ρεμπέτικου, του εργατικού αθλητισμού. Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο "Η αποκατάστασις της κόρης" και ο "χρηστός τεχνίτης", και υπότιτλο άνδρες και γυναίκες στην αγορά εργασίας" παρατηρεί τον μετασχηματισμό του παραδοσιακού οικογενειακού καταμερισμού εργασίας με την ενεργό συμμετοχή των γυναικών στην μισθωτή εργασία, την προλεταριοποίηση δηλαδή των γυναικών. Η γυναίκα εργάτρια και ο άνδρας τεχνίτης δεν είναι ουδέτρες έννοιες ούτε ταξικά ούτε από την πλευρά του φύλλου. Συνδέει την πρακτική της φιλανθρωπίας με την εργασιακή πειθαρχία και τον εγκλεισμό των αλητών στα φιλανθρωπικά ιδρύματα με μια βίαιη και εξωοικονομικη προλεταριοποίηση προς όφελος των επιχειρηματικών σχεδίων. Ως εκ τούτου δε διαβλέπει στο λόγο περί ηθικής και στην ιδεολογία της φιλανθρωπίας μόνο μια λειτουργία που αποφέρει κύρος στους αστούς και καλύπτει τον ελεύθερο χρόνο των αστών γυναικών. Αντίθετα, βλέπει μια λειτουργία ενταγμένη σε ένα ταξικό οικονομικό σχέδιο βιομηχανικής καπιταλιστικής ανάπτυξης που προϋποθέτει τον ταξικό έλεγχο, την υποταγή και πειθαρχία και αποσκοπεί στην οικονομική εκμετάλλευση των ημιπρολεταριακών και λούμπεν προλεταριακών στρωμάτων του Πειραιά. Περιγράφει τις ιδιαιτερότητες της γυναικείας εργασίας μέσα από το δικό τους πρίσμα, τη δική τους κουλτούρας με βάση το δικό τους αξιακό σύστημα. Οι γυναίκες βλέπουν την εργασία τους ως ένα προσωρινό στάδιο πριν από τον γάμο και όχι ένα βιοποριστικό επάγγελμα που τους αποδίδει ταυτότητα εργάτη όπως συμνβαίνει αντίστοιχα στους άντρες εργάτες. Αναφέρεται στο ρόλο της παιδικής εργασίας ως φτηνής και υπερεκμεταλλευόμενης εργασίας και την άρνηση τόσο του εργατικού πληθυσμού όσο και του επιχειρηματικού κόσμου να προσαρμοστεί στις κρατικές προσπάθειες περιορισμού και προστασίας της, αλλά και στην ίδρυση των πρώτων σωματείων.
Στο δεύτερο κεφάλαιο μελετά την κλωστοϋφαντουργία και την τεχνολογική αλλαγή περιγράφει το ελληνικό μοντέλο σε σχέση με το διεθνές. Έτσι, στο τρίτο κεφάλαιο ξεκινά με την περιγραφή της παραγωγικής διαδικασίας και των μηχανών που μεταποιούν το βαμβάκι σε ύφασμα τον 19ο αιώνα διεθνώς. Βασικό της επιχείρημα είναι ότι "παρά τις μηχανικές εξελίξεις στα κλωστικά μηχανήματα, η ανθρώπινη παρέμβαση κατά τη διάρκεια της νηματοποίησης δεν εξαλείφθηκε πλήρως." Παρακολουθεί το διεθνές πλαίσιο, την ηγεμονία της Βρετανίας, την εμφάνιση στη συνέχεια των άλλων βιομηχανικών κρατώντόσο των μεγάλων (ΗΠΑ, Ιαπωνία) όσο και των μικρότερων (Βαλκάνια) διαμορφώνοντας έτσι το πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού, ενώ μικρή αναφορά γίνεται και στον ρόλο του διεθνούς εργατικού κινήματος και του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας. Συνδέει την εμφάνιση της ελληνικής βαμβακουργίας με τον Αμερικανικό Εμφύλιο, σημειώνει τη δυσκολία μετάβασης στην υφαντουργία και τη σημαντικο ρόλο των κρατικών παραγγελιών για τα Πειραιώτικα υφαντουργία. Η κλωστοϋγφαντουργία του μεσοπολέμου χαρακτηρίστηκε από ποσοτική επέκταση και ταχεία ανάπτυξη τη δεκαετία του 20 και από σχετική επιβράδυσνη κατά τη δεκαετία του 1930. Οι εγκαταστάεις της βαμβακουργίας ήταν από τις φθηνότερες βιομηχανικές εγκαταστάσεις τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα. Η βαμβακουργία απασχολούσε σημαντικό αριθμό εργαζομένων από τον 19ο αιώνα και ως τον μεσοπόλεμο, με υψηλή συμμετοχή γυναικών. Η διάρκεια εργασίας αποτέλεσε καίριο ζήτημα διαπραγματεύσεις τόσο μεταύ των εργατών όσο και μεταξύ των βιομηχάνων αφού οι Μεκαεδονικές εταιρείες παραβίαζαν τις εργατικές νομοθεσίες. Η πλειονότητα των προϊόντων που απευθύνονταν στην ελεύθερη αγορά καταναλώνονταν από τα λαϊκά στρώματα, ενώ ένα μέρος της εξαγόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο τέταρτο κεφάλαιο εστιάζει στην κλωστοϋφαντουργία Ρετσίνα, την ιστορία της οικογένειας, την ίδρυση της βιομηχανίας, τις οικογενειακές και πολιτικές στρατηγικές της, την τεχνολογία της βιομηχανίας, τα κεντρικά πρόσωπα της εταιρίας, τα προϊόντα και τις αγορές στις οποίες απευθύνονταν φτάνοντας στη διάλυση της εταιρίας και το κλείσιμο του εργοστασίου στα 1981. Το πιο ενδιαφέρον, θα έλεγε κανείς, μέρος του βιβλίου αφορά την εργασία. Στο πέμπτο κεφάλαιο ερευνάται η σύνθεση του προσωπικού στη Βιομηχανία Ρετσίνα, που αποτελείταιμ από άντρες γυναίκες και παιδιά, οι δυνατότητες της κινητικότητας και ο ρόλος της γυναικείας εργασίας μέσα από το πρίσμα όχι της ευκαιριακής εργασίας, αλλά της πραγματικής προλεταριοποίησης. Στην κλωστοϋφαντουργία Ρετσίνα συνυπήρχαν δύο κατηγογρίες εργατικού δυναμικού. Η πρώτη κατηγορία αποτελείται από άνδρες και γυναίκες όλων των ειδικοτήτων με σταθερή σχέση εργασίας και η δεύτερη κυρίως γυναίκες με περιστασιακή και κυμαινόμενη σχέση. Αυτή η δεύτερη αποσκοπούσε στη μείωση του κοστους εργασίας και συνδυάζεται με τον "παλαιό" τεχνολογικό εξοπλισμό. Τα εθνοτοπικά δίκτυα από τις περιοχές των Κυκλάδων και της Πελοποννήσου εξασφάλιζαν το εργατικό δυναμικό της Εταιρείας. Στο έκτο κεφάλαιο αναλύει διεξοδικά τον καταμερισμό εργασίας κατά φύλο ως στοιχείο που εξυπηρετεί την ανισότητα των ανδρικών και γυναικείων ημερομισθίων, την κατ' αποκοπή μορφή αμοιβής που ενισχύει την εντατική εργασία για την αύξηση του μεροκάματου, τη λειτουργία του συστήματος των υπεργολαβιών που εντείνει την ανισότητα των αποδοχών, ενώ η αμοιβή με ημερομίσθια παρουσιάζει επίσης ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών, οι οποίες προκύπτουν από τις γενικότερες κοινωνικές σχέσει εξουσίας της Πειραϊκής κοινωνίας. Τέλος, εξετάζει τον μισθό ως οικογενειακό εισόδημα και τη σημασία να εργάζονται πολλά μέλλη μιας οικογένειας στην επιχείρηση. Η χρήση πινάκων εξασφαλίζει την άμεση κατανόηση των δεδομένων. Στο έβδομο κεφάλαιο εξετάζει τις ειδικότητες και την ιεραρχία στην εργασία διερευνώντας σε βάθος τη σχέση επιπέδου εκμηχάνισης και ειδικοτήτων. Η εταιρεία χρησιμοποιεί εσωτερική αμισθί γενική και τεχνική εκπαίδευση για τους νέους/ες εργάτες/τριες διαμορφώνοντας τους τεχνίτες που χρειάζεται φτηνά. Η τάση αυτή των εταιρειών συσχετίζεται με την αδιαφορία που επέδειξαν οι ιθύνοντες και ο ίδιος ο Ρετσίνας ως δήμαρχος να ιδρυθούν τεχνικές σχολές στην πόλη. Η κοινωνική αντίληψη ότι οι άντρες γενικά έχουν κλίση προς τις μηχανές καθορίζει και την έμφυλη σχέση εργασίας-τεχνολογίας και δημιουργεί ειδικευμένους τεχνίτες και "αποειδικευμένες" εργάτριες. Αλλά και μέσα στις δύο αυτές κατηγορίες υπάρχουν διαβαθμίσεις, καθώς στις εργασίες των μεταφορέων και όπου χριεάζεται μυική δύναμη αναλαμβάνουν οι άντρες. Στο σημείο αυτό παρουσιάζεται βήμα βήμα και λεπτομερώς η διαδικασία της παραγωγής σε σχέση με την εργασία. Στο όγδοο κεφάλαιο εξετάζονται το ωράριο (το ωχτάωρο καθιεωθηκε το 1937 στον κλάδο), συνέπειες των συνθηκών εργασίας στην υγεία των εργαζομένων. Δεν είναι τα εργατικά στρώματα νοσηρά, αλλά η ίδια η εργασία είναι που εμπεριέχει τη νοσηρότητα. Δεν είναι επιπόλαιοι οι εργάτες για τα εργατικά ατυχήματα, δεν είναι η αμορφωσιά των εργατών η αιτία για την άρνηση προσαρμογής σε προστατευτικά μέσα, αλλά είναι υπεύθυνη η ίδια η εντατικοποίηση της εργασίας. Οι γνωματεύσεις του γιατρού της επιχείρησης, οι καταγγελίες των εργατικών εφημερίδων, οι διαμαρρτυρίες των ίδιων των εργατριών μας διαφωτίζουν για τις συγκεκριμένες νόσους και τα εργατικά ατυχήματα που προκαλούσε το εργοστάσιο στους/στις εργάτες/τριες. Στο 'ενατο κεγφάλαιο η συγγραφέας διαπραγματεύεται το ζήτημα της διαχείρισης της εργατικής δύναμης. Στον Ρετσίνα ενδύεται έναν φιλανθρωπικό πατερναλιστικό λόγο και πρακτική. Ο βιομήχανος-δήμαρχος Ρετσίνας εξελίσσεται από φιλάνθρωπο προστάτη των εργαζομένων σε προστάτη ολόκληρης της εργατικής τάξης της πόλης. Προσέφερε συσσίτιο στους εργάτες και δάνεια στους επί χρόνια εργαζόμενους στο εργοστάσιο. Το πρώτο προκαλούσε αντιδράσεις ενώ το δεύτερο διαμόρωνε μια σταθερή συναίνεση και οικονομική σχέση. Στο δέκατο κεφάλαιο παρουσιάζει την εργατική συλλογική δράση, τον συνδικαλισμό, τις διαμαρτυρίες και τις απεργίες στον Πειραιά και στα σωματεία του κλάδου δίνοντας έμφαση στον ρόλο του κομμουνιστικού κινήματος, τόσο του ΚΚΕ όσο και Σπαρτακιστών και των Αρχειομαρξιστών. Περιγράφει τις συγκρούσεις μέσα στα σωματεία μεταξύ των ρεφορμιστικών και κομμουνιστικών παρατάξεων, Το τελευταίο αυτό κεφάλαιο συνιστά μια σημαντική συμβολή στην ιστορία του εργατικού κινήματος καθώς παρουσιάζει τον οικονομικό χαρακτήρα των εργατικών διεκδικήσεων.
Το έργο της Παπαστεφανάκη εξαιτίας ακριβώς αυτής της πολυπρισματικότητας συνομιλεί και αντιπαρατίθεται ταυτόχρονα με πολλές απόψεις για τον Πειραιά, για τα ημερομίσθια, για τον χαρακτήρα της εργασίας και των διεκδικήσεων, για το φύλλο. Σε κάθε περίπτωση εκτός από ιστορικό εργαλείο είναι ένα σημαντικό εργαλείο για το ίδιο το συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα.





πόσοι μας διάβασαν: