Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

ο φονικός κουραμπιές....

μέρες χρονιάρες που είναι ευκαιρία να προβάλουμε την ταξική διάσταση των εορτών. Υπηρέτρια τόλμησε να φάει τον μοιραίο κουραμπιέ και η οικοδέσποινά της την τεμάχισε. Πολλά μπορεί να πει κανείς για τον μοιραίο κουραμπιέ, πολλά για την οικοδέσποινα, πολλά για την υπηρέτρια και άλλα τόσα για την Ζάκυνθο. Προφανώς η κοπέλα υπέφερε σε αυτό το σπίτι. Το βιβλίο της Ποθητής Χαντζαρούλα Σμιλεύοντας την υποταγή αποκαλύπτει τις συνθήκες εργασίας των υπηρετριών στην Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.  Είναι σαφές ότι οι γιορτές δεν ήταν ούτε μπορούσαν να είναι ίδιες για όλους και για όλες. Ένας κουραμπιές ήταν αρκετός για έναν φόνο.... τόσο πολύ υπονόμευσε το κύρος και την αξιοπρέπεια του σπιτιού της κυρίας του επαρχιακού ταμίου Μπιτσάκου το έτος 1931. Η είδηση είναι από την εφημερίδα Πατρίς, 27/1/1931. Τις ίδιες ημέρες η Ελλάδα αγωνιούσε για τις Μις στα καλλιστεία, ενώ στην Θεσσαλονίκη η αστυνομία συνέλαβε τα κορίτσια του αρχειομαρξιστικού κόκκινου Σχολείου. Πολλοί κόσμοι ενταγμένοι σε έναν.
Χρόνια Πολλά.
Κώστας Παλούκης

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

από τον Raskolnikov στην Histopia

Το blog Raskolnikov δημιουργήθηκε στις 2 Μαρτίου 2009.  Από τον Μάιο του 2010 έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα 222.635 πλήρεις προβολές σελίδων. Δεν είναι πολλές, αλλά για μια περίοδο το μέσο επίπεδο προβολών έφτανε της 5.000-8.000 το μήνα. Σκοπός της δημιουτγίας του ήταν η πολιτική και ταυτόχρονα ιστοριογραφική παρέμβαση. Ο φόβος της έκθεσης, το άγχος των νέων ιστορικών για την ποιότητα της δουλειάς τους, μετρίαζε την διαθεσιμότητά τους να δημοσιεύσουν τις μελέτες τους σε ένα ευρύ κοινό, ιδιαίτερα το πολιτικό κοινό, που διψούσε για ιστορική γνώση, που έχει ερωτήματα και αναζητά απαντήσεις. Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό ο Raskolnikov πέτυχε τον σκοπό του. Πολλοί φίλοι, συνάδελφοι και σύντροφοι το χρησιμοποιούν και το διαβάζουν.
Raskolnikovήταν το όνομα του πρώτου λογοτεχνικού ήρωα που είχα αγαπήσει. Το χρησιμοποιούσα ως ψευδώνυμο σε διάφορες παρεμβάσεις μου στο διασίκτυο, ήταν λοιπόν το πιο πρόσφορο όνομα. Όμως τα χρόνια πέρασαν και οι άνθρωποι μεγαλώνουν και ωριμάζουν. Ο Raskolnikov ανήκει σε μια άλλη περίοδο. Το όνομα αυτό πια μου ήταν βάρος και δε μου έκανε το blog ελκυστικό να το συνεχίζω.
Εδώ και πολλά χρόνια σκεφτόμουνα τον όρο histopia. Αλλά το ήθελα για μια ομάδα ιστορικών. Αυτές τις ημέρες αποφάσισα να είναι το νέο όνομα του Raskolnikov.  Καθυστέρησα πολύ να τον δημοσιοποιήσω και όταν το επιχείρησα ανακάλυψα πως κάποιος άλλος συνάδελφος ιστορικός-εκπαιδευτικός είχε την ίδια περίπου ιδέα στην Ολλανδία.

Τι είναι λοιπόν η Histopia;
Το 1516 ο Thomas More κυκλοφόρησε το βιβλίο του για το φανταστικό νησί της Ουτοπίας κατασκευάζοντας μια ελληνική λέξη από τα συνθετικά ου+τόπος, δηλαδή μη πραγματικός τόπος. Το φανταστικό νησί του ήταν ένας ιδεατός κόσμος βασισμένος πάνω σε πλατωνικές ιδέες και σε χριστιανικές ιδέες για μια δίκαιη και τέλεια κοινωνία. Από αυτή τη σύλληψη προήλθε μερικούς αιώνες αργότερα το νεωτερικό πρόταγμα της ουτοπίας, δηλαδή τα διάφορα χειραφετητικά οράματα, όπως η χειραφέτηση των δούλων, η αβασίλευτη δημοκρατία, η ψήφος και η ισότητα των δύο φύλων, ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός. Ιστοπία, ιστωρ+τόπος, κατα αναλογία με την Ουτοπία, δηλαδή το μακρινό μελλοντικό άγνωστο τόπο, είναι ο μακρινός ιστορικός άγωνστος τόπος. Η Ιστοπία είναι οι δικές μας μνημονικές ουτοπίες για το παρελθόν. Η ιστορία αναλαμβάνει να τις διαμορφώνει και να τις προβάλλει για να τις παραδώσει στην πολιτική. Οι άνθρωποι μαθαίνοντας για το παρελθόν ή διαμορφώνοντας το παρελθόν όπως το θέλουν την ίδια στιγμή διαμορφώνουν και την πρότασή τους για το πως θέλουν το μέλλον.

Η λογική της ενδοαριστερής βίας: κομματικοί εναντίον τροτσκιστών/αρχειομαρξιστών


Κώστας Παλούκης, ανακοίνωση στο Δεκεμβριανά 1944 Το παρελθόν και οι χρήσεις του Αθήνα, 12-13 Δεκεμβρίου 2014

Η βία σε βάρος τροτσκιστών και αρχειομαρξιστών από μέρους των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ την περίοδο της Κατοχής και της εξέγερσης των Δεκεμβριανών παρέμενε για χρόνια μια αποσιωπημένη πλευρά του αντιστασιακού κινήματος. Την τελευταία εικοσαετία η αριστερή βία εμφανίζεται σε αρκετές μελέτες είτε ως κύριο είτε ως συμπληρωματικό θέμα. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί μια συζήτηση μέσα στην οποία μπορεί να εντάσσεται ηθελημένα ή αθέλητα η «υπόθεση» των τροτσκιστών και των αρχειομαρξιστών. Αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν το ερμηνευτικό πλαίσιο προσφεύγει σε μια ουσιοκρατική πρόσληψη του σταλινικού φαινομένου και της «κόκκινης βίας» οπότε γίνεται αρκετά συμβατό με αντίστοιχες προσεγγίσεις της σύγχρονης ελληνικής αντι-εαμικής και διεθνούς αντικομμουνιστικής ιστοριογραφίας. Η παρούσα ανακοίνωση επιχειρεί μέσα από τις πηγές της περιόδου και τις νεώτερες αφηγήσεις των αρχειομαρξιστών και τροτσκιστών να εμπλουτίσει τη σχετική συζήτηση επιμένοντας στην πολιτική διάσταση.

Οι μήνες πριν από την απελευθέρωση φαίνεται να κυριαρχούνται από έναν μεγάλο κύκλο βίας. Σε αυτό το πλαίσιο στοχοποιήθηκαν αρχειομαρξιστές και τροτσκιστές και συνελήφθηκαν στην επαρχία και στην Αθήνα μια σειρά από στελέχη και οπαδοί τους. Προφανώς υπήρχε μια εντολή από κάποιο ανώτερο κομματικό κέντρο. Μετά την απελευθέρωση συνεχίστηκαν εξαφανίσεις, συλλήψεις και επιθέσεις από την ΟΠΛΑ και την Εθνική Πολιτοφυλακή.

Συγκεκριμένα στο Αγρίνιο παρατηρείται το φαινόμενο να λαμβάνει μεγάλη ένταση από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1944 καθώς συλαμβάνονται, κρατούνται και εκτελούνται μετά από δίκη ή εκτελούνται άμεσα οι Παναγιώτης Αναστασίου, Καλογεράκης Κώστας, Μήτσος Καπετανάκης, Λευτέρης Καπετανάκης, Νίκος Ξανθόπουλος και Κώστας Λαδάς. Οι περισσότεροι δραστηριοποιούνταν εντός του ΕΛΑΣ με δικές τους ομάδες αναλαμβάνοντας μάλιστα σημαντικές επιχειρήσεις. Η αποτυχία της ομάδας του Αναστασίου να ανατινάξει ένα τρένο με ταγματασφαλίτες που πήγαινε προς το Αγρίνιο χρεώθηκε στον ίδιο. Σύμφωνα με τον Γιάννη Καρύτσα ο Αναστασίου είχε συνομιλήσει με τον Βελουχιώτη ο οποίος του εγγυήθηκε την ελευθερία του. Ο αρχειομαρξιστής Ξανθόπουλος ο οποίος είχε συλληφθεί και βασανιστεί από τους ιταλούς, συνελήφθηκε από τον ΕΛΑΣ με το πρόσχημα της επιστράτευσης, κρατήθηκε για 40 ημέρες, βασανίστηκε και εκτελέστηκε στον δρομο προς τα βουνά του Καρπενησιού. Ο Λευτέρης Καπετανάκης δεν είχε σχέση με την πολιτική και απλά τύχαινε να είναι αδελφός του αρχειομαρξιστή Μήτσου Καπετανάκη.

Στην Βοστίνα Ηπείρου οι αρχειομαρξιστές είχαν αναπτύξει έντονη αντιστασιακή δράση. Συνεργάστηκαν με τους κομματικούς σε ενιαίο μέτωπο στις εκλογές των λαϊκών επιτροπών ενάντια στους οπαδούς του Ζέρβα. Οι αρχειομαρξιστές μάλιστα πλειοψήφησαν, αλλά απώλεσαν την πλειοψηφία όταν ενδυναμώθηκε το ΚΚΕ. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν και να εκτελεστούν οι αρχειομαρξιστές Θωμάς Παπαδόπουλος και Πλιάκος. Στο Αμύνταιο της Μακεδονίας οι αρχειομαρξιστές είχαν με βάση τις δικές τους πηγές συγκροτήσει μια ευάριθμη ομάδα ανταρτών. Οι κομματικοί προκάλεσαν τους αρχειομαρξιστές ηγέτες αντάρτες σε συνάντηση για να συντονιστούν μαζί τους. Ωστόσο, ήταν παγίδα και τους δολοφόνησαν. Επίσης, ομάδες συγκροτήθηκαν στην Έδεσσα, την Κοζάνη, την Καβάλα, τη Φθιώτιδα και αλλού. Σε όλες αυτές τις περιοχές οι κομματικοί εκτέλεσαν αρχειομαρξιστές. Πιο γνωστή περίπτωση ήταν εκείνη του τυφλού τροτσκιστή πρώην αρχειομαρξιστή και ανάπηρου πολέμου Σταύρου Βερούχη, ο οποίος είχε εκλεγεί εθνοσύμβουλος της ΠΕΕΑ από την περιοχή Πλατανιστός της Ν. Εύβοιας. Τελικά, δολοφονήθηκε άγρια από τον ΕΛΑΣ αρκετά μακριά από το χωριό του καθώς μετέβαινε στο Καρπενήσι.

Τον Σεπτέμβρη του 1944 οι κομματικοί σκότωσαν δύο αρχειομαρξιστές φοιτητές στον Βύρωνα καθώς μοίραζαν προκηρύξεις εναντίον της κυβέρνησης Ράλλη. Συνέλαβαν τον Μανώλη Καβαλιέρο στην οδό Βουλιαγμένης ιστορικό στελεχος του αρτεργατικού κινήματος ο οποίος δηλώνεται εξαφανισμένος, όπως και ακόμη 3 αρχειομαρξιστές. Στην Αθήνα τις ημέρες της απελευθέρωσης καταγγέλλεται η επίθεση σε σπίτι και κουρείο αρχειομαρξιστή, η κατάσχεση υλικού της οργάνωσης και ο ξυλοδαρμός του μετά από νέα επίθεση λίγες ημέρες αργότερα. Καταγγέλλεται σύλληψη μέσα από καφενείο αρχειομαρξιστή και ο άγριος ξυλοδαρμός του σε ρεύμα στο Πολύγωνο. Σύλληψη και βασανισμός 4 τροτσκιστών και ενός αρχειομαρξιστή στην Καλλιθέα. Κακοποίηση αρχειομαρξιστή στην Κυψέλη, απόπειρα δολοφονίας δια ξυλοδαρμού αρχειομαρξιστή στα Κάτω Σφαγεία κλπ. Τέλος, καταγγέλλεται η σύλληψη και εξαφάνιση των τροτσκιστών Δημοσθένη Βουρσούκη και Γιώργου Δόξα. Οι αρχειομαρξιστές και οι τροτσκιστές προσπαθούσαν να δημοσιοποιήσουν αυτές τις επιθέσεις και διαμαρτύρονταν στις εαμικές οργανώσεις.

Φαίνεται πως οι εκτελέσεις των εξαφανισμένων πραγματοποιούνται όλες σχεδόν ανεξαρτήτως της ημερομηνίας σύλληψής τους τον Δεκέμβρη. Για παράδειγμα τότε εκτελέστηκε στο Περιστέρι ο εξαφανισμένος Μανόλης Καβαλιέρος από την ΟΠΛΑ, όπως και οι Βουσούρκης και Δόξας. Ο Στίνας περιγράφει την δολοφονία του τροτσκιστή Σπανέα, ο οποίος εκτελέστηκε μετά από μια συζήτηση. Συνολικά οι δολοφονημένοι αρχειομαρξιστές σύμφωνα με την Πάλη των Τάξεων ήταν: 15 στην Αθήνα, 9 στην Λαμία, 10 στην Πάτρα και στο Αγρίνιο, 7 στην Μακεδονία, 2 στον Πειραιά, και 6 αλλού. Στην πράξη εκτελέστηκε ένα μεγάλο μέρος από την ιστορική συνδικαλιστική ηγεσία του αρχειομαρξισμού. Ο Εμμανουηλίδης καταγράφει επίσης 15 νεκρούς τροτσκιστές από τις κατοχικές δυνάμεις και 54 από το ΚΚΕ. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πρώην αρχειομαρξιστές. Σύμφωνα με την Πάλη των Τάξεων δολοφονήθηκαν περίπου 700 με την κατηγορία του αρχειομαρξιστή ή τροτσκιστή, ανάμεσα στους οποίους πολλοί ήταν πρώην ή νυν μέλη και στελέχη του ΚΚΕ.

Γενικά, όλες οι εκτελέσεις φαίνεται πως πραγματοποιήθηκαν μακριά από τον χώρο δράσης των θυμάτων. Στην επαρχία γίνονταν στον δρόμο προς το βουνό, συγκεκριμένα στην Στερεά Ελλάδα στα βουνά του Καρπενησιού, ενώ στην Αθήνα γίνονταν σε εαμοκρατούμενες περιοχές εκτός του κέντρου με ελάχιστη τροτσκιστική παράδοση, π.χ. Περιστέρι. Όμως αυτό δε σήμαινε απαράτητα ότι οι εκτελεστές, συνήθως στην επαρχία, δεν ήταν συντοπίτες με τα θύματα. Σύμφωνα με τα αντιπολιτευτικά έντυπα οι συλλήψεις, οι επιθέσεις και οι εξαφανίσεις αρχικά προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις στον κόσμο του ΕΑΜ, ενώ καταγράφονται περιπτώσεις αποτυχίας σύλληψης αρχειομαρξιστών μετά από παρέμβαση του απλού κόσμου.

Η εντολή εκτέλεσης αρχειομαρξιστών/τροτσκιστών, ιδιαίτερα όσων δρούσαν εντός του ΕΑΜ, δεν φαίνεται να έγινε αποδεκτή από αρκετά στελέχη του εαμικού κινήματος, όπως π.χ. ο Βελουχιώτης. Σύμφωνα με τον Καρυτσά η παρέμβαση κάποιων ηγετικών προσωπικοτήτων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ της περιοχής του Αγρινίου σταμάτησε την επέκταση των εκτελέσεων και για αυτό δεν καταγράφηκε καμία μετά την είσοδο του ΕΛΑΣ στην πόλη ή την περίοδο των Δεκεμβριανών. Ακόμα, η εντολή δεν φαίνεται να εφαρμόστηκε παντού, αφού οι περισσότερες καταγεγραμμένες περιπτώσεις αφορούσαν κυρίως την Δυτική, την Κεντρική Ελλάδα, κάποιες περιοχές της Μακεδονίας, την Αθήνα και τον Πειραιά.

Ο τροτσκιστής Παναγιώτης Φλωριάς από την Κεφαλλονιά γράφει σε μια αφήγηση το τρόπο διάσωσής του. Η περίπτωσή του ίσως είναι ενδεικτική της διάσωσης αρκετών τροτσκιστών. Ο Φλωριάς συμμετείχε στο ΕΑΜ και μάλιστα στην τοπική επιτροπή του χωριού του γιατί τον εμπιστεύτηκαν οι συντοπίτες του περισσότερο από τα μέλη του ΚΚΕ. Όμως το ίδιο έμπιστος ήταν και στα τοπικά στελέχη του ΕΑΜ, καθώς χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές σε σημαντικές θέσεις. Παρουσιάζεται να φέρει όπλο, να συμμετέχει στις εκλογές της ΠΕΕΑ και να υποστηρίζει τον αγώνα. Του επιβλήθηκε περιορισμός από την λαϊκή ασφάλεια του ΕΑΜ την περίοδο του Δεκέμβρη, ωστόσο, δεν εκτελέστηκε. Προφανώς, η τοπική κοινωνία δεν μπορούσε να αποδεχτεί, αλλά και η τοπική οργάνωση του ΕΑΜ να οργανώσει έναν τέτοιο φόνο. Ο μόνος τροπος ήταν η απομάκρυνσή του από το νησί και αυτό δεν ήταν εύκολο να γίνει. Μάλιστα, ο περιορισμός θα πρέπει να ερμηνευθεί ίσως σαν ένα μέτρο προστασίας που έλαβαν οι συναγωνιστές συντοπίτες του για τον τίμιο αγωνιστή και ξεροκέφαλο συμπατριώτη τους που δεν ήθελε να συμβιβαστεί, παρά σαν μια τιμωρία. Συνεπώς, η βία αυτή είχε όρια στην ηθική της νομιμοποίηση και τα όρια αυτά καθορίζονταν από τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες και την σχέση των αρχειομαρξιστών/τροτσκιστών με αυτές ή ίσως και την σχέση της περιφέρειας με το κέντρο των αποφάσεων του ΚΚΕ.

Είναι προφανές ότι η βία σε βάρος των αρχειομαρξιστών/τροτσκιστών συμβάδιζε με την ανάδειξη της βίας κατά την περίοδο της Κατοχής σε κύριο εργαλείο των πολιτικών αντιπαραθέσεων και στην γενικευμένη στρατιωτικοποίηση της ταξικής πάλης. Ο θάνατος και η καταφυγή στον φόνο αποτελούσε μια καθημερινότητα για τους ανθρώπους του αντιστασιακού κινήματος. Ο ολοκληρωτικός αυτός πόλεμος δεν άφηνε πολλά περιθώρια σκέψης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο μπορεί να ερμηνευθεί σε ένα πρώτο επίπεδο η βία σε βάρος των αμιγώς τροτσκιστικών οργανώσεων. Οι πολιτικοί στόχοι, ρητορικές και πρακτικές του ΕΑΜ και των τροτσκιστών συγκροτούσαν δύο εχθρικά πολιτικά συστήματα τα οποία αντιμετώπιζαν το ένα το άλλο με όρους προδοσίας. Από τη μία, «Πεμπτοφαλαγγίτες», «Προβοκάτορες από τ’ αριστερά», «Η Γκεστάπο με μαρξιστική μάσκα», “τα ψωραλέα τροτσκιστικά παλιόσκυλα του Χίτλερ” ήταν η κομματική ρητορική εναντίον των δύο τροτσκιστικών οργανώσεων. Από την άλλη, οι αμιγώς τροτσκιστές θεωρούσαν γενικά, παρά τις εσωτερικές τους διαφοροποιήσεις, ότι το ΚΚΕ είχε περάσει στο αστικό στρατόπεδο. Κατηγορούσαν το ΕΑΜ ως “ξετσίπωτο υπερεθνικιστικό” με στόχο να παρασύρει τις μάζες στον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό, χαρακτήριζαν την σοβιετική γραφειοκρατία ως αντιδραστική και θεωρούσαν τον ΕΛΑΣ εχθρικό στρατό. Ο Μάριος Εμμανουηλίδης στο έργο του καταδεικνύει πως η μεσοπολεμική στερεοτυπική εικόνα για τους τροτσκιστές κατέστησε δυνατό και νομιμοποίησε το πέρασμα από την πολιτική συκοφάντηση στον αποκλεισμό και την τρομοκρατία και τέλος στις μαζικές εκτελέσεις του 1944. Σίγουρα επικρατούσε ο φόβος στην ηγεσία του ΚΚΕ ότι η δικαίωση των προβλέψεων των τροτσκιστών ήταν δυνατόν να ασκήσει επίδραση πάνω στην εαμική βάση. Όμως δεν μπορούσε παρά να είναι περιορισμένη, εξαιτίας της έλλειψης οποιασδήποτε πολιτικής σύγκλισης. Στην πραγματικότητα τα μέλη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ θεωρούσαν τους αμιγώς αντι-εαμικούς τροτσκιστές πραγματικούς εχθρούς της αντίστασης.

Η βία όμως σε βάρος των αρχειομαρξιστών, αλλά και των άλλων τροτσκιστών που συμμετείχαν στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δεν θεμελιώνεται πολιτικά με τον ίδιο τρόπο. Οι αρχειομαρξιστές παροτι είχαν παρόμοια ανάλυση με τους αμιγώς τροτσκιστές σε σχέση με τον ρόλο των βρετανών, τον πατριωτισμό του ΚΚΕ και την ανάγκη μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, ωστόσο διατηρούσαν μια εντελώς διαφορετική στάση απέναντι στο ΕΑΜ. Ένα μεγάλο μέρος τους πίστευε πως οι επαναστάτες θα έπρεπε να εκμεταλλευτούν την ριζοσπαστικοποίηση των μεγάλων μαζών που ακολουθούσαν το ΕΑΜ και να τις στρέψουν προς την επανάσταση. Ουσιαστικά, ήταν μια ομάδα που δρούσε στη βάση του εαμικού κινήματος χωρίς να εντάσσεται επίσημα σε αυτό. Πολλοί συνεργάστηκαν ή και προσχώρησαν ατομικά στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, όπως στο Αγρίνιο και τη Βοστίνα Ηπείρου, ήταν εκείνοι που πήραν την πρωτοβουλία για την ίδρυση αντάρτικων ομάδων. Πολλά στελέχη αναδείχτηκαν καπετάνιοι. Αντίστοιχα, στην Αθήνα τα συνδικαλιστικά στελέχη δρούσαν στη βάση του Εργατικού ΕΑΜ. Στην αρχή του 1943 οι αρχειομαρξιστές πρότειναν τη δημιουργία ταξικού επαναστατικού μετώπου με αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο, αλλά το ΕΑΜ αρνήθηκε. Όταν αποχώρησαν οι γερμανικές δυνάμεις, εκτίμησαν πως η νέα σύγκρουση θα γίνει με τους βρετανούς. Επιτροπή αρχειομαρξιστών ζήτησε επίσημη προσχώρηση του αρχειομαρξιστικού κόμματος στο ΕΑΜ με την προϋπόθεση ότι δε θα υπεράσπιζαν τα συμφέροντα των Αγγλο-αμερικανών ιμπεριαλιστών και δε θα στήριζαν την κυβέρνηση Παπανδρέου. Οι κομματικοί απάντησαν πως η αποδοχή αυτών των όρων σημαίνει διάσπαση του συμμαχικού αγώνα. Οι αρχειομαρξιστές γενικά κατήγγειλαν τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης της Τεχεράνης και της Συμφωνίας του Λιβάνου, ενώ η κριτική εντάθηκε την περίοδο της κυβέρνησης της Εθνικής Ενότητας. Για τους αρχειομαρξιστές η “λεφτεριά που καταχτήθηκε” τον Οκτώβρη του 44 έπρεπε να ολοκληρωθεί “με την ανατροπή της αστικής τάξης”, την τιμωρία των δολοφόνων του λαού και “την άνοδο της εργατικής τάξης στην εξουσία”. Αυτό θα το έκανε μόνο ο ένοπλος ΕΛΑΣ. Γι’ αυτό υποστήριζαν πως ο ΕΛΑΣ δεν πρέπει να αφοπλιστεί, αλλά να καταστεί πραγματικός επαναστατικός και λαϊκός στρατός. Μάλιστα, τον Δεκέμβρη του 44 το αρχειομαρξιστικό κόμμα διεκήρυξε από μόνο του την προσχώρηση στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.

Η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ φαίνεται πως δεν μπορούσε να ελέγξει και να εμποδίσει την είσοσο αρχειομαρξιστών και φιλοεαμικών τροτσκιστών στο αντιστασιακό κίνημα. Ωστόσο, επίσημα τους καταδίκαζε με επιχειρήματα που όμως δεν έπειθαν. Για παράδειγμα ο Σιάντος το 1943 κατηγορούσε ως πέμπτη φάλαγγα την εφημερίδα Νέα Εποχή, παρότι υποστήριζε το ΕΑΜ και αναφερόταν θετικά στον Νίκο Ζαχαριάδη. Ο Π. Ρούσσος ειρωνευόταν τον φιλοσοβιετισμό των φαλτσετοφόρων αρχειομαρξιστών παραθέτοντας χωρία που μόνο με εντελώς διασταλτικές ερμηνείες συμφωνούσαν με τα συμπεράσματά του. Κατά την απελευθέρωση ο Αποστόλου γράφει ένα εκτενές άρθρο για την ιστορία του αρχειομαρξισμού καταλήγοντας ότι εκμεταλλεύονται “τη δίκαιη αγανάκτηση του κόσμου για τις τέτοιες ενέργειες της αντίδρασης και προσπαθούν να σπρώξουν τους εργαζόμενους σ΄ενέργειες που να στηρίζουν το παιχνίδι της αντίδρασης”.

Η άσκηση βίας εναντίον των αρχειομαρξιστών εξηγείται πράγματι ως ένα βαθμό από τον φόβο ότι η δικαίωση των συνθημάτων τους θα μπορούσε να επηρεάσει τμήματα της βάσης του ΕΑΜ. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η βία ανάμεσα στις δύο οργανώσεις, ΚΚΕ και αρχειομαρξισμό, είχε ένα ιστορικό βάθος στο μεσοπόλεμο καθώς ξεκινούσε από το 1923 και στιγμάτισε σημαντικά την μέχρι τότε κοινή τους ιστορία. Αυτό γίνεται σαφές την δεκαετία του 40 τόσο στον έντυπο όσο και στον ζωντανό διάλογο ανάμεσα από τη μία στο ΚΚΕ και από την άλλη στους τροτσκιστές και τους αρχειομαρξιστές. Σύμφωνα με το μεταβαρκιζιανό ΚΚΕ το “τρομοκρατικό φασιστικό παρελθόν τους” συνδέεται άρρηκτα με “την αντεθνική, προδοτική πολιτική στάση τους στα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και του Δεκέμβρη”. Ο Ριζοσπάστης με άρωμα αντιπαράθεσης από το μεσοπόλεμο, δείχνει όχι μόνο το ιστορικό χάσμα, αλλά και την ευκολία με την οποία οι παλιές αντιπαραθέσεις ανακαλούνται στη μνήμη και των δύο ρευμάτων. Ανώνυμο άρθρο επανέφερε τις μεσοπολεμικές κατηγορίες ότι ο Γιωτόπουλος ήταν πράχτορας του γενικού επιτελείου, ότι το αρχειομαρξιστικό κόμμα όχι μόνο δεν έχει δώσει θυσίες αντίστοιχες με του ΚΚΕ, αλλά δολοφόνησε μέλη και στελέχη του. Ο ίδιος ο Ζαχαριάδης υπογράφοντας ως “Κ” έφερε στην επιφάνεια όσα βίαια γεγονότα χώριζαν τα δύο ρεύματα από την δεκαετία του 1920. Στη διάλεξη ανάμεσα σε ΚΚΕ και αρχειομαρξιστικό κόμμα, στα 1946, ο Λευτέρης Αποστόλου θα αναφερθεί ξανά στο βίαιο παρελθόν των αρχειομαρξιστών που είχε ως αποτέλεσμα τραυματισμους και νεκρούς του ΚΚΕ. Αντίστοιχα, η αρχειομαρξιστική Πάλη των Τάξεων συνδέει τους νεώτερους νεκρούς από τα χέρια μελών του ΚΚΕ με τους νεκρούς από τον μεσοπόλεμο. Είναι φανερό πως η ανάμνηση της μεσοπολεμικής βίαιης σχέσης αναπαράχθηκε σε όλες τις νεώτερες γενιές και των δύο ρευμάτων με τη μορφή της «συλλογικής μνήμης». Εξάλλου οι περισσότεροι από τους εκτελεσμένους ήταν πρόσωπα που με τον έναν ή τον άλλο βαθμό είχαν πρωταγωνιστήσει στις μεσοπολεμικές αντιπαραθέσεις και βιαιότητες ανάμεσα στα δύο ρεύματα. Βέβαια, το αντίστοιχο συνέβαινε και με πρόσωπα προερχόμενα από το αστικό στρατόπεδο. Όμως το ΚΚΕ είχε ως στρατηγική επιλογή να ξεχάσει αυτές τις μνήμες και να ενσωματώσει όσους προέρχονταν από το βενιζελικό ή μοναρχικό στρατόπεδο.

Η επίσημη απάντηση της ηγεσίας του ΚΚΕ στην κατηγορία για δολοφονίες τροτσκιστών ήταν ότι «σε όλο το διάστημα της ξένης φασιστικής κατοχής και του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα αυτοί πήραν εντελώς αντεπαναστατική στάση αρνούμενοι το ΕΑΜ και τον αγώνα που έκανε το ΚΚΕ». Ωστόσο, όπως προκύπτει από δημόσιες ή γραπτές τοποθετήσεις τόσο ο ίδιος ο Ζαχαριάδης όσο και ο Λευτέρης Αποστόλου κράτησαν αποστάσεις από την πολιτική των φόνων. Επίσης, από το 1945 και έπειτα αναπτύσσεται μια έντονη κριτική μέσα στο ΚΚΕ με κύριο πόλο τους Πετσόπουλο και Ζαχαριά. Αυτοί υιοθετώντας σε μεγάλο βαθμό την κριτική των αρχειομαρξιστών για τα Δεκεμβριανά ασκούσαν ταυτόχρονα κριτική για τις δολοφονίες. Φαίνεται πως το μεταβαρκιζιανό ΚΚΕ συνειδητά επανέφερε στον διάλογο αυτές τις μνήμες για να δώσει άλλοθι στις δολοφονίες.

Αλλά εκτός από όσους διαφώνησαν δημόσια με τις κεντρικές επιλογές του ΚΚΕ υπήρχαν και άλλα μέλη του ΚΚΕ που επαναξιολόγησαν αρνητικά αυτές τις δολοφονίες. Προσωπικά μου έχει κατατεθεί μια μαρτυρία γιού ΟΠΛΑτζή σύμφωνα με την οποία ο πατέρας του κατά την διάρκεια της εξορίας γνώρισε καλύτερα τους αρχειομαρξιστές και τους συμπάθησε γιατί ήταν πολύ μορφωμένοι και καταρτισμένοι μαρξιστικά. Δημιουργήθηκαν σε αυτόν τύψεις και ενοχές και ο φόβος ότι χωρίς να το γνωρίζει είχε εκτελέσει αρχειομαρξιστές. Ησύχασε μόλις έλαβε την διαβεβαίωση από συναγωνιστή του αρκετά χρόνια αργότερα ότι ο ίδιος δεν είχε σκοτώσει κανέναν αρχειομαρξιστή. Φαίνεται λοιπόν ότι η ιστορική ηγεσία, αλλά και η βάση του ΚΚΕ, όπως ακόμα και τα ίδια υποκείμενα, δηλαδή οι εκτελεστές, δεν αντιμετώπισαν ποτέ αυτήν την δράση ως κομμάτι μιας ηρωικής αφήγησης, αλλά μάλλον αρνητικά εντάχθηκε στη συλλογική μνήμη και μάλιστα αποσιωπήθηκε. Η απόφαση της μεταβαρκιζιανής ηγεσίας του ΚΚΕ να οργανώσεις τρεις δημόσιες διαλέξεις με τις διεθνιστικές οργανώσεις θα πρέπει ακριβώς να συνδεθεί με την προσπάθεια από τη μία να απαντήσει στις πολιτικές κριτικές τους, αλλά και από την άλλη να σηματοδοτήσει την αποστασιοποίησή της από τους φόνους αποκαθιστώντας τον διάλογο μαζί τους.

Η εχθρική στάση του Αρχειομαρξιστικού Κόμματος απέναντι στον Δημοκρατικό Στρατό την περιοδο του εμφυλίου πολέμου συσκότισε στην μετέπειτα ευρύτερη συλλογική μνήμη την φιλοεαμική δράση τους και συχνά αποτελεί επιχείρημα επεξήγησης των εκτελέσεων του 1944. Ωστόσο, το ΚΚΕ ως συλλογικό σώμα τόσο στην βάση όσο και στην ηγεσία του μάλλον αντιμετώπιζε τους φόνους των τροτσκιστών/αρχειομαρξιστών ως κάτι ξένο από τις δικές του πρακτικές. Η σύνδεση των δολοφονιών των τροτσκιστών και αρχειομαρξιστών με την ΟΠΛΑ ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο η δράση της ενοχοποιήθηκε από το μεταπολεμικό ΚΚΕ και για πολλά ήταν μέρος της αυτολογοκριμένης μνήμης των αριστερών.

Οι αρχειομαρξιστές απέναντι στο ΕΑΜικό κίνημα: η επιδίωξη κοινής αντιστασιακής δράση και η καταγγελία της φιλο-συμμαχικής πολιτικής του ΕΑΜ


Κώστας Παλούκης, ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο - Από την απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά , 19-22/11/2014

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το Κομμουνιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΑΚΕ) κράτησε την θέση για «ανατροπή της δικής μας κυβέρνησης, συναδέλφωση στα χαρακώματα» και μετατροπή του πολέμου σε επανάσταση. Κατήγγειλε το γράμμα του Ζαχαριάδη ως εθνικιστικό καθώς θεωρούσε την πολεμική εμπλοκή της κυβέρνησης Μεταξά ως ιμπεριαλιστική. Γενικά, το ΚΑΚΕ χαρακτήρισε τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και από τα δύο μέρη εκτός από την περίπτωση της ΕΣΣΔ γιατί θεωρούσε πως ένα εργατικό κράτος δεν μπορεί να ενδιαφέρεται για κατακτήσεις, αλλά για την επικράτηση του σοσιαλισμού και σε άλλες χώρες. Με βάση αυτές τις αναλύσεις, το ΚΑΚΕ διατήρησε μια πιο ανεκτική κριτική στάση απέναντι στο ΕΑΜ σε σύγκριση με την απολύτως εχθρική των άλλων τροτσκιστών, ιδιαίτερα του Στίνα.

Οι αρχειομαρξιστές έθεταν ως άμεσο αίτημα την αντίσταση στους φασίστες κατακτητές συνδυάζοντας την απελευθέρωση της Ελλάδας με το ευρύτερο ζήτημα της κοινωνικής απελευθέρωσης και επανάστασης. Αρκετοί προσχώρησαν ατομικά στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, όπως στο Αγρίνιο και τη Βοστίνα Ηπείρου, πρωτοστάτησαν στην ίδρυση αντάρτικων ομάδων, ενώ πολλοί αναδείχτηκαν καπετάνιοι. Στην Αθήνα το ΚΑΚΕ συνέχιζε να διατηρεί παρατάξεις και επιρροή σε εργατικά στρώματα και οι συνδικαλιστές του κινούνταν στον χώρο του ΕΕΑΜ.

Στην αρχή του 1943 οι αρχειομαρξιστές πρότειναν στο ΕΑΜ τη δημιουργία ταξικού επαναστατικού μετώπου με αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο, αλλά αυτό αρνήθηκε. Στη συνέχεια κατήγγειλαν τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης της Τεχεράνης και της Συμφωνίας του Λιβάνου. Η πρώτη θεωρούσαν πως χώριζε τα Βαλκάνια σε ζώνες επιρροής δημιουργώντας τετελεσμένα, ενώ στην δεύτερη υποδούλωση στην αστική τάξη και τους Εγγλέζους. Όταν αποχώρησαν οι γερμανικές δυνάμεις, εκτίμησαν πως η νέα σύγκρουση θα γίνει με τους βρετανούς. Επιτροπή αρχειομαρξιστών ζήτησε επίσημη προσχώρηση του ΚΑΚΕ στο ΕΑΜ με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπεράσπιζαν τα συμφέροντα των Αγγλο-αμερικανών ιμπεριαλιστών και δεν θα στήριζαν την κυβέρνηση Παπανδρέου. Οι κομματικοί αρνήθηκαν γιατί οι όροι αυτοί σημαίνουν διάσπαση του συμμαχικού αγώνα. Τότε άρχισαν οι πρώτες εκτελέσεις αρχειομαρξιστών από τον ΕΛΑΣ.

Τις ημέρες της απελευθέρωσης το ΚΑΚΕ οργάνωσε δικές του διαδηλώσεις χρησιμοποιώντας μόνο κόκκινες σημαίες και “συνθήματα λαϊκά επαναστατικά”, ενώ οι ομιλητές του ζητούσαν η “λεφτεριά που καταχτήθηκε” να ολοκληρωθεί “με την ανατροπή της αστικής τάξης”, την τιμωρία των δολοφόνων του λαού και “την άνοδο της εργατικής τάξης στην εξουσία”. Συγκεκριμένα, το ΚΑΚΕ κατήγγειλε τα συνθήματα του ΕΑΜ για πειθαρχία στον Σπηλιωτόπουλο, την υποδοχή στον αγγλικό στρατό, την υποταγή στον Παπανδρέου. Κατηγορούσε το ΕΑΜ ότι πρόδιδε το δημόσιο αίτημα για λαϊκά δικαστήρια και τιμωρία των δοσίλογων συνιστώντας τάξη και ησυχία.

Η αρχειομαρξιστική εφημερίδα, η Πάλη των Τάξεων, απαιτούσε να ικανοποιηθούν τα εργατικά αιτήματα και όχι η επιδίωξη των κεφαλαιοκρατών να “ανορθώσουν τις επιχειρήσεις με την πείνα και τις στερήσεις των εργαζομένων, με την εντατική, πολύωρη και σκληρή εργασία” θεωρωντας βέβαιο ότι θα ασκήσουν βία σε βάρος των εργατών. Αντιπρότεινε έλεγχο των επιχειρήσεων από τους “εργάτες και τους υπαλλήλους με τελικό σκοπό να επιδιώξουν να εθνικοποιήσουν τις τράπεζες, τις μεγάλες βιομηχανίες και τις επιχειρήσεις της συγκοινωνίας και των μεταφορών.”

Οι αρχειομαρξιστές υποστήριζαν πως δεν ήταν ο εθνικοαπελευθερωτικός λόγος του ΕΑΜ που ανέπτυξε το αντιστασιακό κίνημα, αλλά οι ταξικές συνθήκες. Οι “εργαζόμενες μάζες” συνειδητοποίησαν “ότι ο πόλεμος είναι μια επιχείρηση που γίνεται από τους εκμεταλλευτές καπιταλιστές”, αναγνώρισαν “τον αντιδραστικό ρόλο της αστικής τάξης”, και αναζήτησαν “να βρουν αντικαπιταλιστικές λύσεις” προσχωρώντας στο ΕΑΜ. Η αστική τάξη βρισκόμενη σε δύσκολη θέση προσπάθησε με το σύνθημα της Εθνικής Ενότητας. Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ όμως “ενώ είχαν την δυνατότητα με την υποχώρηση των γερμανών να καταλάβουν την εξουσία σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, αρνήθηκαν να λειτουργήσουν δεσμευμένα από την συμμετοχή τους στην Κυβέρνηση της “εθνικής ενότητας”. Το ΚΑΚΕ θεωρούσε ότι “η αστική τάξη βρίσκεται σε αδυναμία να επιβληθεί στις μάζες”, αλλά όταν θα βρει “τη δύναμί της θα κηρύξη την απροκάλυπτη βία και την διχτατορία.” Στο συνδικαλιστικό επίπεδο κατηγορούσε τη νέα εαμική διοίκηση της ΓΣΕΕ ότι έβαλε τους εργάτες να “δουλέψουνε εντατικά και περισσοτερες ώρες με εξευτελισμένα μεροκάματα για να βοηθήσουν τους εργοδότες τους στην ανασυγκρότηση”.

Το ΚΑΚΕ κατηγορούσε επίσης την κυβέρνηση εθνικής ενότητας ότι “δεν παραδίδει τους ενόχους, τους δολοφόνους και τους εκμεταλλευτές στα χέρια του εργαζόμενου λαοϋ γιατί δεν θέλει να τους τιμωρήσει πραγματικά” απαιτώντας“να στηθούνε αμέσως τα λαϊκά δικαστήρια”. Μάλιστα καλούσε σε αυτοδικία του λαού. Διαφωνούσε με την προωθούμενη επιστράτευση υποστηρίζοντας ότι “ο ΕΛΑΣ πρεπει να παραμείνει σαν λαϊκός στρατός” καθώς ο “αρχικός σκοπός της συστάσεώς του δεν ήταν μόνο το διώξιμο του καταχτητή, αλλά η κατωχύρωση των ελευθεριών και η λύση του πολιτειακού και κοινωνικού” ζητήματος. Την ίδια στιγμή βέβαια διαμαρτύρεται για συλλήψεις και κακοποιήσεις μελών του ΚΑΚΕ από τον ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ. Κατηγορούσε επίσης την κυβέρνηση και τον εαμικό υπουργό εργασίας ότι ενισχύουν τους κεφαλαιοκράτες καθώς ορίζουν μεροκάματα φτώχιας. Απαιτούσε την διαγραφή όλων εξωτερικών δανείων και να καταργηθεί ο ΔΟΕ. Παράλληλα, το ΚΑΚΕ διέβλεπε πως «όσο οι μέρες περνάνε τόσο η πολιτική κρίση ωριμάζει». Κατηγορώντας τους ηγέτες του ΚΚΕ ότι αποδέχονταν τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ καλούσε τον λαό να βρεθεί “στο πόδι με το όπλο στο χέρι”.

Στα Δεκεμβριανά οι αρχειομαρξιστές προσπάθησαν να παρέμβουν στις συγκεντρώσεις του ΕΑΜ ενισχύοντας τον εξεγερσιακό χαρακτήρα τους με συνθήματα εναντίον των βρετανών, της κυβέρνησης εθνικής ενότητας και των πολιτικών του ΚΚΕ. Μάλιστα απέστειλαν δημόσια ανακοίνωση προσχώρησης στο ΕΑΜ και δήλωσης υποστήριξης του ΕΛΑΣ. Αντιμετώπιζαν όμως τόσο τις διώξεις της κυβέρνησης και των παραστρατιωτικών ομάδων όσο και του ΕΑΜ. Δεκάδες αρχειομαρξιστές εκτελέστηκαν εκείνες τις ημέρες από τον ΕΛΑΣ και κυρίως από την ΟΠΛΑ.

Συνοψίζοντας οι αρχειομαρξιστές σε αντίθεση με τους άλλους τροτσκιστές ασκούσαν κριτική στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ χρησιμοποιώντας τα ίδια πολιτικά συνθήματα της αντίστασης. Αφαιρούσαν όμως το πατριωτικό και εθνικό προσημο και την προοπτική συνεργασίας με την αστική τάξη επενδύοντάς τα με μια αμιγώς εργατική και επαναστατική προοπτική. Με αυτόν τον τρόπο πίστευαν ότι θα εκπροσωπούσαν το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της βάσης του ΕΑΜ. Ήταν σε θέση να μετρήσουν καλύτερα τους συσχετισμούς δύναμης και να αναλύσουν καλύτερα τα σχέδια του αστικού κόσμου διαβλέποντας τους κινδύνους για το εαμικό κίνημα. Την περίοδο από τον Οκτώβρη μέχρι τον Δεκέμβρη προέταξαν το αίτημα της λαοκρατίας σε αντίθεση με την κυβέρνηση εθνικής ενότητας και προπαγάνδισαν την επανάσταση. Πίστεψαν ότι ο λαός δεν θα επιτρέψει στην ηγεσία του ΕΑΜ να έλθει σε συμβιβασμό και ότι οι ίδιοι θα αναλάμβαναν να οδηγήσουν στην εκπλήρωση του οράματος της λαοκρατίας. Είναι φανερό πως πολλές από τις απόψεις αρχειομαρξιστών μάλλον δικαιώθηκαν από την εξέλιξη των πραγμάτων, γεγονός που μάλλον τρόμαξε τις εαμικές δυνάμεις οδηγώντας στις εκκαθαρίσεις. Στην πράξη το ΚΑΚΕ δεν ήταν σε θέση να κλονίσει την εμπιστοσύνη του λαού απέναντι στην ηγεσία του ΕΑΜ. Μετά τα Δεκεμβριανά η αρχειομαρξιστική ομάδα αλλάζει σταδιακά θέσεις, γίνεται αμιγώς σοσιαλδημοκρατική-ρεφορμιστική εγκαταλείποντας της κομμουνιστική αναφορά για να καταλήξει στο αντικομμουνιστικό στρατόπεδο την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.



Βιβλιογραφία

Εφημερίδα Πάλη των Τάξεων, 2/11/1944, 13/11/1944, 20/11/1944, 14/1/1946, 28/1-4/2/1946

Θεόδωρος Μπενάκης, Δημήτρης Γιωτόπουλος, μια πορεία από τον επαναστατικό στο φιλελεύθερο σοσιαλισμό, Κούριερ Εκδοτική, Αθήνα 2003

Αρχειομαρξισμός – ΚΚΕ, διάλεξη συζήτηση που έγινε κατόπι συμφωνία με ομιλητές εκπροσώπους των δύο κομμάτων, Μαρξιστική Βιβλιοθήκη, Αθήνα: 1947


Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ της ελπίδας. [συλλογικό κείμενο]




Κείμενο συμβολής στο διάλογο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εν όψει της 3ης Συνδιάσκεψης
Μπροστά στη Συνδιάσκεψη
Το τελευταίο διάστημα είχαμε καλή και συλλογική δουλειά στην αυτοδιοίκηση και τη νεολαία, αλλά και κυκλοφορία κειμένων που συνθέτουν έναν πλούσιο διάλογο στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Έτσι, ευτυχώς, αντισταθμίστηκαν οι εντάσεις που είχαν παρουσιαστεί πριν από τις ευρωεκλογές, το «μπλοκ εναντίον μπλοκ» που διαφάνηκε στο τελευταίο Πανελλαδικό Συντονιστικό, και τα πολλά κρούσματα μη συντροφικής κριτικής (δηλαδή κριτικής που δεν έχει σκοπό να πείσει αλλά να στοχοποιήσει χρησιμοποιώντας αφορισμούς) μεταξύ συντρόφων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Μπορεί η δημοκρατία στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μην έκανε όλα τα βήματα που θα έπρεπε, μπορεί να μην έχουμε ακόμη γίνει ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μελών, μπορεί συχνά το τελευταίο διάστημα να φαινόμαστε (και να φερόμαστε, με ευθύνη όλων) σαν απλό άθροισμα οργανώσεων, ωστόσο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει πετύχει μια μεγάλη νίκη: οι αντιπαραθέσεις και οι διαφορετικές απόψεις διαπερνούν πλέον οριζόντια τις οργανώσεις της. Μέλη διαφορετικών οργανώσεων εκφράζουν, τόσο σε εσωτερικές διαδικασίες όσο και δημόσια, απόψεις που είναι κοντινές μεταξύ τους. Τούτο το ελπιδοφόρο αποτέλεσμα ήρθε χάρη στην ίδια τη λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και μπορεί να την πάει ακόμη πιο μπροστά, αν –εν όψει και της Συνδιάσκεψης- αφήσουμε ν' αναπτυχθούν αυτές οι απόψεις και να γίνει ζωντανή συζήτηση.
Αυτή η κατάσταση μπορεί να λειτουργήσει με δύο τρόπους: είτε θα την αποδεχτούμε ως κάτι θετικό, θα χαλαρώσει λίγο η «πειθαρχία» κάθε οργάνωσης και θα γίνει διάλογος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την αρχή «ένα μέλος - μία γνώμη», είτε οι οργανώσεις θα φοβηθούν, θα κλειστούν στα καβούκια τους, και θα έχουμε μια χαλαρή συμφωνία σφιχτά οργανωμένων σχηματισμών που θα κάνουν πολιτική εντός και εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και κανείς δεν θα δεσμεύεται από τις συλλογικές αποφάσεις.
Με όλα αυτά δεν θέλουμε καθόλου να εξυμνήσουμε την ιδιότητα του «ανένταχτου» ή να ισχυριστούμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν χρειάζεται τις οργανώσεις. Το αντίθετο: Οι οργανώσεις μπορούν και πρέπει να συμβάλλουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την αυτοτέλειά τους, με τις ιδιαίτερες θεωρητικές και πολιτικές επεξεργασίες, με την ενεργό δράση των μελών τους. Όμως, όσο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρειάζεται την αυτοτέλεια των οργανώσεων, άλλο τόσο και οι οργανώσεις χρειάζονται και πρέπει να σεβαστούν την αυτοτελή μετωπική λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθώς και τον πολιτικό ρόλο των χιλιάδων μαχόμενων μελών της.
Η κατάσταση είναι κρίσιμη και πολύ αντιφατική για να θεωρούμε ότι κάποιος ή κάποιες κατέχουν την απόλυτη αλήθεια ή τη σωστή «συνταγή». Οι συνθήκες είναι ώριμες για να γίνει πραγματικός διάλογος μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και να υπάρξουν πραγματικές συνθέσεις και συγκλίσεις. Η πορεία προς τη Συνδιάσκεψη θα είναι δείκτης σ' αυτό. Είτε θα προωθήσει την πολιτική μας γραμμή και θα βαθύνει τη δημοκρατία εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είτε θα βρεθούμε σε αδιέξοδο.

Χρειάζεται επαναστατική αριστερά στις σημερινές συνθήκες;
Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η διεθνής οικονομική κρίση, αλλά και οι πόλεμοι που ζώνουν τη γειτονιά μας, υπογραμμίζουν ότι ζούμε σε περίοδο ιστορικών αλλαγών. Παρότι πολλοί το εύχονται, ο κεϋνσιανισμός δεν αποτελεί επιλογή του κεφαλαίου για την έξοδο από την κρίση, γι’ αυτό και η λογική που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ένα μείγμα κεϋνσιανισμού και παραχωρήσεων προκειμένου να «σωθεί ο λαός», στην πραγματικότητα είναι επικίνδυνη, αφού πολύ γρήγορα θα σκοντάψει στην άρνηση ή θα ενσωματωθεί στον επιθετικό νεοφιλελευθερισμό των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και την επίθεση του διεθνούς κεφαλαίου. Τούτο είναι ήδη φανερό στη δεξιά μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ όπως αυτή εκφράζεται σε επίπεδο θέσεων, αλλά κυρίως με τη στάση του απέναντι στα μαζικά κινήματα και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Δέχεται πλέον απροκάλυπτα τους βασικούς πυλώνες της καπιταλιστικής στρατηγικής, κι έχει εγκαταλείψει κάθε στοιχείο ριζοσπαστισμού. Κανείς πια δεν μπορεί να έχει αυταπάτες για το «σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ», καμία αναμονή ή λογική «κριτικής στήριξης» δεν ευσταθεί, αντίθετα στέκεται αντικειμενικά εμπόδιο στη συγκρότηση του κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ που θα διεκδικήσει με μαζικούς και ανατρεπτικούς όρους τη χάραξη ενός άλλου δρόμου, υπέρ των συμφερόντων των εργαζομένων και σε απευθείας σύγκρουση με το μεγάλο κεφάλαιο και τις στρατηγικές επιλογές του.
Άλλωστε το καπιταλιστικό σύστημα, λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά κι επειδή «παίζει χωρίς αντίπαλο» από την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ και εξής, δεν κάνει παραχωρήσεις προς τις μάζες -παρά μόνο εάν εκβιαστεί από ένα ανατρεπτικό εργατικό και λαϊκό κίνημα. Γι’ αυτό επιλέγει το αντίθετο, και μάλιστα με κάθε κόστος! Το παράδειγμα της Ουκρανίας δείχνει ότι είναι έτοιμοι να προχωρήσουν σε σκληρές επιλογές, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν ακόμη και το κοινό μέτωπο νεοναζί και νεοφιλελεύθερων. Θέλουμε δεν θέλουμε, αναμετριόμαστε με συνθήκες που έχουν μέσα τους το σπέρμα της ανατροπής. Σε τέτοιες συνθήκες, το ερώτημα της επαναστατικής θεωρίας, τακτικής και στρατηγικής που να αντιστοιχούν στο σήμερα ίσως τεθεί νωρίτερα και με πιο σκληρούς όρους απ' όσο φανταζόμαστε.

Είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ η επαναστατική αριστερά που θα ανταποκριθεί σε αυτές τις προκλήσεις;
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκεντρώνει τις περισσότερες οργανώσεις και την πλειονότητα του ανένταχτου δυναμικού της επαναστατικής και ριζοσπαστικής αριστεράς, και δίνει τον τόνο. Επομένως φέρει και μεγαλύτερη ευθύνη για τις εξελίξεις στο χώρο αυτό. Το ειδικό βάρος μας στους καθημερινούς αγώνες όσο και στην κεντρική πολιτική σκηνή και στην παραγωγή ριζοσπαστικών προτάσεων, είναι πολύ μεγαλύτερο από τα εκλογικά μας ποσοστά -κι αυτό το αναγνωρίζουν φίλοι και εχθροί.
Από την άλλη μεριά, δεν είμαστε ακόμη εκείνη η αντικαπιταλιστική αριστερά που ονειρευόμαστε σε επίπεδο κινηματικό, οργανωτικό, παραγωγής θεωρίας, αλλά και εσωτερικής δημοκρατίας. Φυσικά, το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρωτοστατεί σε κάθε μικρό ή μεγάλο κίνημα τα τελευταία χρόνια. Δίνει με αυταπάρνηση τη μάχη σε κάθε χώρο, μέσα από μετωπικά σχήματα, επιμέρους παρεμβάσεις, λαϊκές συνελεύσεις, κινηματικούς αντιθεσμούς αλληλεγγύης. Δοκιμάζει πρωτότυπες μορφές οργάνωσης, αγώνων και εμπειριών. Ωστόσο, δεν έχουμε πετύχει αυτό να αποτυπωθεί καθαρά στην κεντρική γραμμή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τους επιμέρους σχεδιασμούς μας, ούτε στον πολιτικό λόγο που εκφέρουμε δημόσια ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Ένα πολιτικό μέτωπο, όμως, οφείλει να είναι κάτι παραπάνω από άθροισμα αγωνιστών και αγωνιστριών. Επίσης, η επαναστατική θεωρία και πράξη οφείλουν να εμπλουτίζονται από τις πραγματικές εμπειρίες των αγώνων, και να προωθούν έναν ουσιαστικό διάλογο πολιτικοποίησης κι εμβάθυνσης της καθημερινής μας εμπειρίας.

Αρκεί αυτή η επαναστατική αριστερά;
Προφανώς και όχι! Αν το πιστεύαμε αυτό, τότε θα θεωρούσαμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι το επαναστατικό κόμμα! Όλοι και όλες δεχόμαστε ότι σε οργανώσεις εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ακόμη και στη ρεφορμιστική αριστερά, υπάρχουν επαναστάτριες κι αντικαπιταλιστές αγωνιστές. Πολύ περισσότερο όμως, ένα τεράστιο δυναμικό ριζοσπαστικοποιείται αντιφατικά μέσα από τις εμπειρίες του στο κίνημα όλα τα τελευταία χρόνια· μπορεί να μην κουβαλάει στις βαλίτσες του όλα τα εφόδια που χρειάζονται για να κατανοήσει τη διαφορά μεταξύ ρεφορμισμού κι επαναστατικής γραμμής, μπορεί να ταλαντεύεται και εκλογικά, ωστόσο είναι αυτό που μπορεί να αλλάξει τα πράγματα στην Αριστερά και το κίνημα.
Όλοι και όλες έχουμε αγωνία να προσεγγίσουμε αυτό τον κόσμο, και να βοηθήσουμε ν' απεγκλωβιστεί από τις αδιέξοδες μεταρρυθμιστικές αντιλήψεις. Πρέπει να μπορέσουμε να μιλήσουμε στη γλώσσα του κόσμου που βγαίνει μπροστά σπρωγμένος από την απλά αβίωτη πραγματικότητα της ζωής του, ώστε να πολιτικοποιηθεί. Αν το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει νόημα, είναι για  ν' απαντάει τα ερωτήματα που βάζει αυτός ο κόσμος, και να τον μετασχηματίζει.
Πρέπει να μας απασχολήσει στα σοβαρά το ότι, ενώ η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του ΚΚΕ ήδη απογοητεύει πολύ κόσμο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν παρουσιάζεται ακόμη ως εναλλακτική επιλογή. Γι’ αυτό πρέπει να βγάλουμε επιθετικά μπροστά μια πραγματικά αντικαπιταλιστική γραμμή, όχι με όρους συντήρησης δυνάμεων, αλλά με πλατιά απεύθυνση, και ενωτική και μετωπική διάθεση που να προσελκύει αγωνιστές από την αριστερά αλλά και κόσμο που μόλις τώρα πολιτικοποιείται -και αυτός είναι πολύς.

Τι έγινε με τη συμπόρευση και γιατί πρέπει να μας απασχολήσει
Σε αυτή τη βάση πρέπει να δούμε και το θέμα της «συμπόρευσης». Η συμπόρευση δεν ήταν πανάκεια για να πάμε καλύτερα στις εκλογές. Δεν θα μας έλυνε το πρόβλημα της κοινωνικής απεύθυνσης, ούτε επαγόταν ένα επαναστατικό μέτωπο (αλλιώς θα έπρεπε να αυτοδιαλυθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέσα στη συμπόρευση, κάτι που ποτέ κανείς δεν πρότεινε). Αν όμως πιστεύουμε στο  πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τότε πρέπει να βρούμε τρόπο να μετασχηματίσουμε όλες εκείνες τις δυνάμεις που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποδεσμεύονται από τα αδιέξοδα σχέδια των δύο κοινοβουλευτικών πόλων της αριστεράς. Αυτό ήταν το σχέδιο και η δυναμική της συμπόρευσης (όχι η ίδια η συμπόρευση, αφού τελικά κατέληξε σε λιγότερες και από αυτό δυνάμεις). Κι αν υπάρχει ένα πρόβλημα με το ότι τούτο το σχέδιο ΔΕΝ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ, είναι ακριβώς αυτό: η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν δείχνει να πιστεύει ότι μπορεί να συμμαχήσει και, κυρίως, να μετασχηματίσει τον κόσμο που βρίσκεται πλησιέστερα στο δικό της πρόγραμμα!

Το μεγαλύτερό μας πρόβλημα είναι το ότι δεν πέτυχε η συμπόρευση;
Όχι. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο τρόπος με τον οποίο χειριστήκαμε και χειριζόμαστε το θέμα.
Καταρχάς, στην όλη συζήτηση τείνει να ξεχαστεί ότι η συμπόρευση ήταν απόφαση της προηγούμενης Συνδιάσκεψης, άρα και η αποτυχία της είναι αποτυχία για το σύνολο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που απέτυχε να δημιουργήσει όρους για να υλοποιηθεί η απόφαση της Συνδιάσκεψής της! Με αυτή την έννοια, η έκφραση ικανοποίησης για την αποτυχία της συμπόρευσης απλώς δείχνει έλλειψη εμπιστοσύνης και κυρίως, έλλειψη σεβασμού στις συλλογικές και δημοκρατικές αποφάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και μάλιστα αποφάσεις Συνδιασκέψεων).
Κατά δεύτερο λόγο, είναι πολιτικό πρόβλημα για όλους και όλες μας ότι μια απόφαση της Συνδιάσκεψης επιχειρήθηκε να υλοποιηθεί μόνον «από τα πάνω» (αντί της διαλεκτικής «από τα πάνω» και «από τα κάτω») και με λογική ηγεμονισμού και όχι ηγεμονίας. Τούτη η αντιμετώπιση το πιθανότερο ήταν να ευνοήσει μικροανταγωνισμούς, να φτιάξει μια τεχνητή από τα πάνω συγκόλληση, και στο τέλος να σπείρει απογοήτευση - σε κάποιον κόσμο αν πετύχαινε, και σε άλλον αν αποτύγχανε. Αντιθέτως, όπου επιδιώχθηκε να προχωρήσει η συνεργασία με τις ίδιες δυνάμεις «από τα κάτω» (Αγ. Παρασκευή, Περιστέρι, Αιγάλεω, Ηράκλειο είναι μερικά μόνο από τα παραδείγματα) τα αποτελέσματα δικαίωσαν την επιλογή. Ακόμη και η απόφαση που -εγκαίρως- πάρθηκε στο ΠΣΟ για τη μεγάλη καμπάνια ενάντια στην ΕΕ και το ευρώ με αφορμή την ελληνική προεδρία, την οποία θα μπορούσαμε να υλοποιήσουμε μαζί με το δυναμικό της συμπόρευσης με επιτροπές από τα κάτω, δεν προχώρησε.
Αυτή η επιλογή, δυστυχώς, δεν βαρύνει τόσο τις υπόλοιπες δυνάμεις, βαρύνει κυρίως την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που ως η μεγαλύτερη δύναμη έδινε τον τόνο σε αυτή την πορεία. Και δείχνει πως έχουμε πολύ δρόμο ακόμη να διανύσουμε σε θέματα δημοκρατίας.

Πού βρισκόμαστε σήμερα;
Η αλήθεια είναι πως, ακόμη και αν δεν υπήρχε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ειδικά στη σημερινή συγκυρία, θα έπρεπε και πάλι να την φτιάξουμε! Όχι σαν εκλογική συμμαχία, αλλά ως εκείνο το μέτωπο των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που θα μπορούσε να γίνει το νέο πολιτικό όχημα των εργαζομένων στην πάλη για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα και τον κομμουνισμό. Ένα πολιτικό όχημα επαναστατικό, που αγωνίζεται για να συγκροτηθεί ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο ρήξης, και φιλοδοξεί να ηγεμονεύσει σ' αυτό κατευθύνοντάς το προς την ανατροπή του καπιταλισμού και το σοσιαλισμό.
Αυτό όμως μας φέρνει στο πολύ παλιό και κλασικό: να βαθύνουμε το πρόγραμμά μας και να πλατύνουμε τις συμμαχίες και την απεύθυνσή μας.

Απαραίτητο το μεταβατικό πρόγραμμα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρόταξε από το 2010 ένα μεταβατικό πρόγραμμα, τα γνωστά μας «πέντε σημεία». Εξ ορισμού λοιπόν δεχόταν ότι το μαζικό κίνημα μπορεί να επιβάλει, εντός του καπιταλισμού, τομές τέτοιες που θ' ανοίγουν το δρόμο για την ανατροπή της επίθεσης και προοπτικά του καπιταλισμού. Αυτό άλλωστε ήταν και είναι η διαφορά της τόσο από το σχέδιο του ΚΚΕ, που σε μεγάλο βαθμό παραπέμπει κάθε αλλαγή στη «λαϊκή εξουσία», όσο και από το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ, που ούτως ή άλλως δεν μιλά καν για ανατροπή του καπιταλισμού.
Ωστόσο υπάρχει -εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ- αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας του μεταβατικού προγράμματος, από όσους και όσες ζητούν ν' αναφερόμαστε απευθείας στην επανάσταση χωρίς να εξηγούν το πώς φτάνουμε ως εκεί, ή θεωρούν ότι μπορεί να ταυτιστεί το μεταβατικό πρόγραμμα, όπως εμείς το ορίσαμε, με την «αριστερή διακυβέρνηση» του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ουσιαστικό πρόβλημα, που παράγει και τα παραπάνω, είναι ότι το μεταβατικό πρόγραμμα των πέντε σημείων από τότε που πρωτοδιατυπώθηκε, με ευθύνη όλων μας, δεν βάθυνε και δεν προχώρησε. Είναι αναγκαίο λοιπόν (και εν όψει της Συνδιάσκεψης):
  1. Να εξειδικεύσουμε το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό μας πρόγραμμα. Δηλαδή να εξηγήσουμε με ευρύτερα κατανοητό τρόπο τι επάγεται αυτό στην οικονομία, την ανεργία, τη φτώχεια, το μισθό και το εισόδημα, το χρόνο εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις, αλλά και την υγεία, την παιδεία, το δημόσιο, την αγροτική παραγωγή κ.λπ. Και τούτο θα πρέπει να είναι πρώτα και κύρια αντικείμενο συζήτησης στις αντίστοιχες κλαδικές ή ομάδες εργασίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
  2. Να εξηγήσουμε ποιοι είναι εκείνοι οι αντιθεσμοί -με την έννοια των εργατικών και λαϊκών οργάνων- που συμβάλλουν αποφασιστικά στην υλοποίησή του. Ποιες μορφές μπορεί να πάρει η δυαδική εξουσία στην εποχή μας; Πώς πραγματώνεται ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος στις σύγχρονες συνθήκες; Λέμε «οργανωμένος λαός», αλλά σε ποιες δομές επιδιώκουμε να οργανωθεί; Πώς θα αποφασίζει και πώς θα πράττει; Τι σχέση έχουν τα σημερινά εγχειρήματα (ΒΙΟΜΕ, ertopen κ.λπ.) με αυτό που προτείνουμε;
  3. Να συζητήσουμε για τη σχέση κυβέρνησης-κράτους-εξουσίας. Ορθά αποκλείουμε τη στήριξη σε κυβερνήσεις που διαχειρίζονται τον καπιταλισμό με στόχο τη διάσωση και όχι την ανατροπή του. Ωστόσο, πρέπει να αποφύγουμε εδώ μια παρανόηση. Η κατάληψη της κυβέρνησης από ένα μέτωπο υπό την ταξική ηγεμονία των εργαζομένων και την πολιτική ηγεμονία επαναστατικών δυνάμεων (εργατική κυβέρνηση), πριν τη συνολική ανατροπή του καπιταλισμού, κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ενός πολέμου θέσεων σε συνδυασμό με τον πόλεμο κινήσεων είναι κομμάτι των δρόμων που μπορεί να πάρει η επαναστατική διαδικασία. Αποτελεί τμήμα της παράδοσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, με τις θεωρητικές παρακαταθήκες και εμπειρίες του κομμουνιστικού κινήματος του 19ου και 20ού αιώνα. Αντίστοιχα ερωτήματα μάς τίθενται από τα σύγχρονα πειράματα όπως οι αριστερές-φιλολαϊκές κυβερνήσεις στη Βενεζουέλα και τη Βολιβία, αλλά και τις λαϊκές αντιστάσεις και τις απόπειρες λαϊκής οργάνωσης από την Ουκρανία ως το Κομπάνι -με όλες τις θετικές και τις αρνητικές όψεις τους.
Παρότι οι υπογράφοντες και υπογράφουσες έχουμε διαφοροποιήσεις ως προς την απάντηση στο παραπάνω ζήτημα (και με την επίγνωση ότι ούτως ή άλλως οι επαναστατικές διαδικασίες δεν «προαποφασίζονται»), όλοι και όλες θεωρούμε ότι αυτή η συζήτηση πρέπει να  γίνει μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να καταλήξει σε εμπλουτισμό της δράσης και της οπτικής του σύγχρονου επαναστατικού ρεύματος.
Προφανώς αυτή η συζήτηση δεν έχει καμία σχέση με την «αριστερή κυβέρνηση» που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μόνη σχέση που μπορεί να έχει είναι ότι μπορεί να αποδομήσει πλήρως, τόσο ως μακροπρόθεσμο σχέδιο όσο και ως τακτική «για τη σωτηρία του λαού», την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, προβάλλοντας όχι αφηρημένες κρίσεις αλλά συγκεκριμένα στρατηγικά επιχειρήματα.

Η ανάγκη της πολιτικής συμμαχίας σήμερα, στην κατεύθυνση του μετώπου που επιδιώκουμε
Το μέτωπο που μπορεί να νικήσει σήμερα είναι ένα συγκρουσιακό μέτωπο κοινωνικών δυνάμεων, με δημοκρατικές διαδικασίες, που θα παλέψει ενάντια στην κυβέρνηση, την Τρόικα και το ΔΝΤ, αλλά κι ενάντια στη συνολική πολιτική τους και τον φασισμό. Με ένα ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα, με τις δικές του αυτοτελείς μορφές οργάνωσης και συγκρουσιακές πρακτικές. Ένα μέτωπο στο οποίο θα ηγεμονεύσουν η αντικαπιταλιστική προγραμματική κατεύθυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι ανυποχώρητες μορφές κοινωνικής πάλης που προτείνουμε. Στην κατεύθυνση οικοδόμησης αυτού του μετώπου, οικοδομούμε την παρέμβασή μας στο κίνημα δίνοντας έμφαση στο συντονισμό των αγωνιζόμενων κομματιών σε σωματεία, γειτονιές, κινήσεις αλληλεγγύης, αλλά και στην κοινή δράση όλης της αριστεράς και των αγωνιζόμενων εργαζόμενων και της νεολαίας.
Δυστυχώς, απέχουμε πολύ και έχουμε πολλά ακόμη να κάνουμε για να το καταφέρουμε το αναγκαίο αυτό μέτωπο.
Όταν λοιπόν μιλάμε για την πολιτική συμμαχία στην οποία θα έπρεπε να ηγηθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μιλάμε για εκείνο που είναι εφικτό σήμερα, το οποίο όμως θ’ ανοίξει το δρόμο και στο αναγκαίο: ένα μέτωπο ανατρεπτικών πολιτικών δυνάμεων, αγωνιστριών και αγωνιστών, που θα συσπειρώνονται γύρω από τα βασικά σημεία και την αντικαπιταλιστική κατεύθυνση του μεταβατικού προγράμματος, δίνοντας προτεραιότητα στη ρήξη με τις στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου, οι οποίες προωθούν τα συμφέροντα των καπιταλιστών και πλήττουν τα συμφέροντα των εργαζόμενων, δηλαδή της κοινωνικής πλειονότητας.
Ένα τέτοιο μέτωπο θα τοποθετηθεί αναζητώντας εργατικές απαντήσεις και στο ερώτημα της κυβέρνησης και της εξουσίας, αντιτάσσοντας το απαραίτητο περιεχόμενο, δηλαδή το πρόγραμμα που θεωρούμε αναγκαίο για οποιαδήποτε διέξοδο από την κρίση σε φιλολαϊκή κατεύθυνση, απέναντι σε κάθε θολή «αντιμνημονιακή» πρόταση για «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας» – με άλλα λόγια, κυβέρνηση διάσωσης του καπιταλισμού, εδραίωσης του μνημονιακού κεκτημένου και διαχείρισής του εντός συστήματος με ψίχουλα στους φτωχούς, όπως προτείνει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ένα τέτοιο μέτωπο θα μπορέσει να εμπνεύσει ξανά αισιοδοξία, να βοηθήσει στη δημιουργία πολιτικοκοινωνικών παρεμβάσεων εκεί που δεν υπάρχουν ή να ενισχύσει τα υπάρχοντα (εργατικό κίνημα, γειτονιές κ.λπ.), να βοηθήσει την επαναδραστηριοποίηση συντρόφων και συντροφισσών που έχουν παροπλιστεί, θα μπορέσει να εμπλουτίσει τη δική μας εμπειρία και παρέμβαση. Όπως έχει  αποδείξει άλλωστε και η εμπειρία συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η συγκρότηση μετώπων σε κατεύθυνση ρήξης έχει πολλαπλάσια αποτελέσματα στο κίνημα από το απλό άθροισμα των συνιστωσών του εγχειρήματος.
Στη φάση που βρισκόμαστε, η προσπάθεια για τη συγκρότηση αυτού του μετώπου μπορεί να έχει ως αφετηρία μια πολιτική συμμαχία ή ακόμη και μια απλή εκλογική συνεργασία με τις δυνάμεις με τις οποίες συζητήσαμε για τη συμπόρευση, αλλά θα αποτύχει αν μείνει μόνο σ’ αυτές. Πρέπει να επηρεάσει ευρύτερες δυνάμεις των εργαζομένων και του λαού, που διατηρούν ρεφορμιστικές και κοινοβουλευτικές αυταπάτες, αλλά συμφωνούν με την αναγκαιότητα των ρήξεων.

Οι αυριανές προκλήσεις
Ζούμε μια πραγματική υποχώρηση στο εργατικό και λαϊκό κίνημα -εκτός μεμονωμένων και ηρωικών αγώνων. Σε μεγάλο βαθμό έχουν επιβληθεί τα «μνημονιακά κεκτημένα» στην εργασιακή και κοινωνική πραγματικότητα, και αυτό αδυνατίζει την εμπιστοσύνη των μαζών ότι οι αγώνες μπορούν να κερδίσουν. Ιδιαίτερα οφείλει να μας προβληματίσει το γεγονός ότι από τον Φλεβάρη του 2012 βρισκόμαστε σε φάση υποχώρησης του κινήματος και μίας φαινομενικής «επιστροφής στην ομαλότητα» σε σχέση με την περίοδο 2010-2012. Επιπλέον, τη στάση αναμονής διευκολύνουν οι αυταπάτες της δήθεν εύκολης λύσης που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, όμως, έχει αποδειχθεί ότι οι κυβερνήσεις δεν εγκαταλείπουν οικειοθελώς, δεν πέφτουν με κάλπες, ούτε διστάζουν να οργανώσουν κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα προκειμένου να συνεχίσουν να επιβάλλουν τις επιλογές του κεφαλαίου. Είναι λοιπόν αναγκαία το πολιτικό μέτωπο και το μέτωπο κοινωνικών δυνάμεων που θα ανατρέψουν αυτή την κατάσταση, φέρνοντας το εργατικό, λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα στην πρώτη γραμμή και δημιουργώντας εξελίξεις που να ευνοούν την εργασία και να αναγκάσουν το κεφάλαιο σε υποχώρηση. Δεν υπάρχουν, άλλωστε, αριστερές πολιτικές λύσεις χωρίς δυνατό και οργανωμένο εργατικό και λαϊκό κίνημα που να βάζει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις.
Ακόμη κι αν τελικά γίνουν εκλογές και σχηματίσει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, αμέσως θα συναντήσουμε τόσο τους εκβιασμούς του κεφαλαίου και των πιστωτών (ήδη βλέπουμε τα προανακρούσματα) όσο και τη χρεοκοπία της «αριστερής κυβέρνησης» που θα διαπραγματευτεί ένα νέο Μνημόνιο απογοητεύοντας μεγάλο μέρος του κόσμου που θα την έχει ψηφίσει. Με μια ακροδεξιά μάλιστα να καραδοκεί (μετάλλαξη της ΝΔ είτε της ΧΑ). Η σύγκριση με τις εκλογές του 1981 ξεχνά ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, και ότι το 1981-1985 η καπιταλιστική μεγέθυνση επέτρεπε κάποιες παραχωρήσεις προς τις λαϊκές μάζες. Στη σημερινή κρίση του καπιταλισμού τέτοιες λύσεις δεν υπάρχουν, και δεν θα ζήσουμε ένα 1981, αλλά κάτι πολύ πιο βίαιο κι επικίνδυνο. Και οι απαντήσεις που θα χρειαστεί να δώσουμε δεν καλύπτονται από τις τότε απαντήσεις.
Ποιες είναι λοιπόν οι ευθύνες ενός επαναστατικού ρεύματος σε τέτοιες συνθήκες; Σε αυτό το ερώτημα κανείς δεν θα απαντούσε: «να ξεχωρίσουμε τους επαναστάτες και να τους κρατήσουμε αμόλυντους». Κανονικά όλοι και όλες θα απαντούσαμε «να ηγηθούμε ενός μεγάλου κινήματος ανατροπής». Μόνο που για να είναι αυτό μεγάλο θα χωρά και κόσμο που δεν είναι επαναστάτες, που έχει ακόμη αυταπάτες, που δεν ήθελε μέχρι χτες να ξεβολευτεί. Και για να είναι κίνημα και όχι ξέσπασμα, θα πρέπει να ξέρει πού πηγαίνει, άρα να έχει στοιχειώδες πρόγραμμα.

Ξανά για τη Συνδιάσκεψη
Με τα παραπάνω σημεία προσπαθήσαμε, κάνοντας ένα βήμα πίσω για να δούμε τη μεγάλη εικόνα, να δείξουμε ότι δεν υπάρχουν ανάμεσά μας «εσωτερικοί εχθροί», «δούρειοι ίπποι» ή «αντεπαναστάτριες». Υπάρχουν όμως αντιφάσεις και ερωτήματα που μας διαπερνούν όλους και όλες –αντιφάσεις κι ερωτήματα που φαντάζουν αδιέξοδα όταν απαντιούνται ατομικά. Δεν μας χωρίζουν τα ερωτήματα, μας χωρίζουν οι απαντήσεις που δίνουμε. Καμιά φορά, μας χωρίζει πιο πολύ ο τρόπος που τις δίνουμε. Ανιχνεύοντας τα πραγματικά ερωτήματα, ας αποφύγουμε τις απαράδεκτες «δίκες προθέσεων» που πνίγουν κάθε συζήτηση μεταξύ μας και κάθε δυνατότητα προωθητικής σύνθεσης.
Η πορεία προς τη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι πολύ σημαντική: για να βαθύνουμε το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα, να προωθήσουμε το μέτωπο και τη συμπόρευση, να βρούμε ψηλαφητά τους πρωτότυπους δρόμους που μπορεί να πάρει η επαναστατική ανατροπή στις μέρες της μεγαλύτερης μεταπολεμικά κρίσης του καπιταλισμού, να κάνουμε τις απαραίτητες δημοκρατικές τομές στις διαδικασίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όσο και στο καταστατικό της. Σε αυτό θέλουμε να συμβάλλουμε.
Απευθυνόμαστε ενωτικά σε όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες, που έχουν τις ίδιες ανησυχίες, για κοινό βηματισμό. Σε όσους συντρόφους και συντρόφισσες κατανοούν την ανάγκη ύπαρξης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της δημοκρατικής της λειτουργίας αλλά και της μετωπικής της απεύθυνσης, του κρίσιμου ρόλου της στη συγκυρία για να μείνει ζωντανή η ελπίδα για έναν άλλο δρόμο στην ελληνική κοινωνία. Προτείνουμε σε όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες, σε όλες τις κλαδικές και τις τοπικές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η πορεία προς τη Συνδιάσκεψη να χαρακτηριστεί από:
  1. Μια δημοκρατική και πραγματική συζήτηση χωρίς προαποφασισμένες δεσμεύσεις και χωρίς «εσωτερικούς εχθρούς». Συζήτηση επί της ουσίας και όχι στις απολήξεις γραμμών. Πρέπει να τερματιστούν οι απαράδεκτες πρακτικές της συνειδητής διαστρέβλωσης θέσεων και των προσωπικών επιθέσεων και να κυριαρχήσει η συντροφικότητα και ο εργατικός πολιτισμός.
  2. Επεξεργασίες για το μεταβατικό πρόγραμμα σε επιτροπές, τοπικές και κλαδικές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σε όλα τα θέματα που τέθηκαν παραπάνω, και αυτό αφορά τόσο το περιεχόμενο του μεταβατικού προγράμματος όσο και την εργατική κυβέρνηση.
  3. Απολογισμό των μετωπικών πρωτοβουλιών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της πολιτικής γραμμής του Μετώπου Ρήξης και Ανατροπής. Αυτό έχει δύο σκέλη, που καλό είναι να μην μπερδεύονται μεταξύ τους: α) Συζήτηση για το πώς το επόμενο διάστημα θα μπορέσει να ξεκινήσει να οικοδομείται ένα πολιτικό μέτωπο ανατροπής που θα μπορεί να αποτελεί πόλο έλξης για το δυναμικό που θα αποδεσμεύεται από ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ, ακόμη κι αν αυτό χρειάζεται να ξεκινήσει τελικά από μια πολιτική συμμαχία ή ακόμη και από μια απλή εκλογική συνεργασία με τις δυνάμεις της συμπόρευσης και ευρύτερα. β) Σχεδιασμό της μετωπικής πολιτικής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο κίνημα, για το κοινωνικό μέτωπο που είναι αναγκαίο για την αντιστροφή των πραγμάτων, δηλαδή για μια μαχητική αντεπίθεση του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
  4. Διαμόρφωση μάχιμης πολιτικής γραμμής ανασυγκρότησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος, με ιεράρχηση των πολιτικών στόχων στην κατεύθυνση του σημείου 23 από την απόφαση της συνεδρίασης του ΠΣΟ στις 5-6/7/2014. (βλ. παρακάτω*)
  5. Οι αναγκαίες αλλαγές στο καταστατικό και τον τρόπο λειτουργίας ώστε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να βαθύνει τη δημοκρατική της λειτουργία ως μέτωπο και να πλατύνει τις γραμμές της με συντρόφους που θα αισθάνονται ότι μπορούν να συμμετέχουν ουσιαστικά στη χάραξη γραμμής και κατεύθυνσης.
  6. Πρακτικά βήματα που δείχνουν ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να αποτελέσει μια ενότητα ποιοτικά διαφορετική από το άθροισμα των συνιστωσών της: Έντυπο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο οποίο θα εκπροσωπούνται και όλες οι διαφορετικές αντιλήψεις. Γραφεία-στέκια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπου θα συζητάμε και θα μοιραζόμαστε τις αγωνίες μας. Κοινά φεστιβάλ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπου κάθε ρεύμα θα μπορεί να εκπροσωπείται και όλα μαζί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της επαναστατικής αριστεράς. Να συζητηθεί πλέον ο βηματισμός με τον οποίο θα μπορούσαν να γίνουν τα παραπάνω, και όχι απλώς ευχολόγια.

Χρήστος Αβραμίδης μέλος ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ Ανατολικής Θεσσαλονίκης
Ειρήνη Αγαπητού, μέλος ΤΕ Αιγάλεω-Χαϊδάρι-Αγία Βαρβάρα
Σπύρος Αλεξίου, μέλος ΤΕ Αγίας Παρασκευής-Χολαργού-Παπάγου, μέλος ΚΣΕ
Παντελής Βαϊνάς, μέλος ΤΕ Αιγάλεω, μέλος ΚΣΕ
Γιώργος Βασσάλος, μέλος ΤΕ Βελγίου
Βασίλης Γάτσιος, μέλος ΤΕ Περιστερίου, μέλος ΠΣΟ
Αλέξανδρος Γεωργίου, ΤΕ Νότιας Πάτρας
Αντώνης Γιομπαζολιάς, μέλος ΤΕ Ανατολικής Αττικής
Πάνος Δαμέλος, μέλος ΤΕ Κορινθίας
Μιχάλης Κουτρουμάνος, μέλος ΤΕ Ηρακλείου Αθηνών
Δέσποινα Κουτσούμπα, μέλος ΚΕ Δημοσίου, μέλος ΠΣΟ
Γιώργος Λογοθέτης, μέλος ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ Ανατολικής Θεσσαλονίκης
Αποστόλης Μανδέλης, μέλος ΤΕ Βορείων Προαστείων
Χαρίδημος Μανουσάκης, μέλος ΤΕ Αγίας Παρασκευής-Χολαργού-Παπάγου
Γιάννης Μάντζαρης, μέλος ΤΕ Εξαρχείων-Νεάπολης, μέλος ΠΣΟ
Σπύρος Μαρκέτος, μέλος ΤΕ Κέντρου Θεσσαλονίκης, μέλος ΠΣΟ
Αλέκος Παπασπυρίδης, μέλος ΤΕ Ηνωμένου Βασιλείου
Κώστας Παλούκης, μέλος ΤΕ Ζωγράφου
Κωσταντίνος Στάγκος μέλος ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ Ευόσμου Θεσσαλονίκης
Βασίλης Τουμπέλης, μέλος ΤΕ Φιλαδέλφειας, μέλος ΠΣΟ
Θάνος Τσουκνίδας, μέλος ΤΕ Νέας Σμύρνης

Σημείωση: Καλούμε τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες με εμάς και συμφωνούν με την κατεύθυνση που θέτει το κείμενο, να το συνυπογράψουν στέλνοντας το ονοματεπώνυμό τους και την Τοπική/Κλαδική Επιτροπή στην οποία συμμετέχουν στο email ant.synthesi@gmail.com. Τα ονόματα θα συμπληρώνονται στην ανάρτηση του κειμένου στο site της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ το κείμενο με το σύνολο των υπογραφών θα γνωστοποιηθεί και στο Πανελλαδικό Συντονιστικό Όργανο στη συνεδρίασή του στις 29/11/2014.


*Το σημείο στο οποίο αναφερόμαστε από την απόφαση της συνεδρίασης του ΠΣΟ στις 5-6/7/2014:
«Σήμερα που εκατομμύρια άνθρωποι είναι άνεργοι και φτωχοί, που η πείνα, η εξαθλίωση και οι αυτοκτονίες εξαπλώνονται με ταχείς ρυθμούς, το ζήτημα της «μάχης για την επιβίωση» μπαίνει στην πρώτη γραμμή της πάλης.
Γι’ αυτό η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ιεραρχεί στην κορυφή του αντικαπιταλιστικού προγράμματος τους στόχους πάλης που αφορούν την ουσιαστική μείωση του μέσου ποσοστού κέρδους των καπιταλιστών σε πανεθνικό επίπεδο με την καθιέρωση νομοθετικών μέτρων με γενική ισχύ
Διεκδικούμε:
- Επίδομα ανεργίας για όλους τους άνεργους, ίσο με τον βασικό μισθό χωρίς προϋποθέσεις, με πλήρη ιατροφαρμακευτική δωρεάν δημόσια περίθαλψη για όλο το διάστημα της ανεργίας.
-Μείωση των χρόνων συνταξιοδότησης (60 για τους άνδρες, 58 για τις γυναίκες) και των ωρών εργασίας (άμεσα 5νθήμερο, 7ωρο), χωρίς μείωση των αποδοχών, για την άμεση δημιουργία νέων δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας.
- Κατάργηση όλων των μορφών ευέλικτης – ελαστικής εργασίας.
- Άμεσες προσλήψεις στο δημόσιο τομέα για να καλυφθούν τα δεκάδες χιλιάδες κενά, ιδιαίτερα σε εκπαίδευση, υγεία, κοινωνικές υπηρεσίες.
- Αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις και υπογραφή ΕΓΣΣΕ με μισθούς στα επίπεδα του 2008 και αυξήσεις πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
- Κανένα εργοστάσιο να μην κλείσει. Εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση για τους ιδιοκτήτες, και με εργατικό και λαϊκό έλεγχο, όλων των εργοστασίων που κλείνουν ή εγκαταλείπουν οι ιδιοκτήτες τους. Όχι στις επιλογές του κεφαλαίου και τους περιορισμούς της ΕΕ
- Όχι στην ιδιωτικοποίηση και την απελευθέρωση των αγορών. Επανεθνικοποίηση όλων των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων. Κατάργηση του ΤΑΙΠΕΔ, έλεγχος για τις εγκληματικές του πράξεις.
-Μείωση – κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων και αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών.
- Δραστική μείωση της άμεσης φορολογίας των εργαζομένων και των μικρομεσαίων στρωμάτων, με ταυτόχρονη γενναία αύξηση της άμεσης φορολόγησης του κεφαλαίου. Μείωση – κατάργηση των έμμεσων φόρων.
- Δημόσια δωρεάν παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση με ποιοτικά αναβαθμισμένες υπηρεσίες.
- Μείωση των τιμών στα βασικά είδη διατροφής – ένδυσης κ.ο.κ. καθώς και των τιμών για τις στοιχειώδεις κοινωνικές υπηρεσίες (φως, νερό, τηλέφωνο).
- Μείωση έως και διαγραφή του δανεισμού της εργατικής λαϊκής οικογένειας για την απόκτηση της πρώτης κατοικίας.
Τέτοιοι στόχοι πάλης, στο βαθμό που γίνονται υπόθεση της πάλης των εργαζόμενων, μπορούν να ανυψώνουν και να ενοποιούν τον αυθόρμητο οικονομικό αγώνα, που σήμερα διεξάγεται σε σημαντικό βαθμό αμυντικά και κατακερματισμένα, σε μαζικό, επιθετικό πολιτικό αγώνα για τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης, να συνδέονται μαζικά και πειστικά με τους γενικότερους στόχους για ανατροπή του μαύρους μετώπου κεφαλαίου-ΕΕ-ΔΝΤ, την διαγραφή του χρέους, την αποδέσμευση από ευρώ και ΕΕ, την εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, χωρίς αποζημίωση των καπιταλιστών με εργατικό – κοινωνικό έλεγχο, την ριζική αναδιανομή του πλούτου, συνολικότερα την αντικαπιταλιστική ανατροπή.»

Related Posts

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Φόρος τιμής σε έναν επαναστάτη



Με αφορμή το βιβλίο του «Μαύρη Ηπειρος» θα τιμηθεί εν ζωή ο άνθρωπος που συμμετείχε από τον ΕΛΑΣ και την Αλγερινή Επανάσταση μέχρι το συνδικαλιστικό κίνημα του ’50 και την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ
Το Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο και οι εκδόσεις Κουκκίδα οργανώνουν την Τετάρτη 12 Νοεμβρίου και ώρα 7.30 μια τιμητική εκδήλωση για τον ιστορικό Δημήτρη Λιβιεράτο με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου «Μαύρη Ηπειρος». Ομιλητές θα είναι οι Κ. Γιούργος, Θ. Ζέης, Γ. Καραμπελιάς, Δ. Κατσορίδας, Δ. Ρόκος.
Ο Δημήτρης Λιβιεράτος είναι στρατευμένος στο ελληνικό εργατικό και τροτσκιστικό κομμουνιστικό κίνημα από πολύ μικρός. Την περίοδο της Κατοχής μετέχει σε μια μικρή ομάδα που αποτελεί τη Νεολαία του Επαναστατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΕΣΚΕ), το οποίο είχε ηγέτη τον Θωμά Αποστολίδη. Το εν λόγω κόμμα είχε ζητήσει να συμμετάσχει στο ΕΑΜ ως συνιστώσα του, όμως η ηγεσία του ΚΚΕ αρνήθηκε την ένταξή του. Ετσι, τα μέλη του ΕΣΚΕ προσχώρησαν στο ΕΑΜ κρύβοντας την πολιτική τους τοποθέτηση. Εκπαιδεύτηκε και αποφοίτησε από τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του ΕΛΑΣ, με τον βαθμό του έφεδρου ανθυπολοχαγού. Ελαβε μέρος στα Δεκεμβριανά του 1944 και ήταν επιτελής του Πρώτου Τάγματος του Τέταρτου Συντάγματος της Δεύτερης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ. Στη συνέχεια, συμμετέχει, το 1946, στο νέο ενοποιημένο τροτσκιστικό κόμμα, το Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΔΚΕ), τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς, αλλά δεν αποκόβει ποτέ τις γέφυρες με την αριστερή σοσιαλδημοκρατία.
Εξορίζεται κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, ενώ μετά την ήττα του αντιστασιακού κινήματος συνέχισε να αγωνίζεται μέσα από τις γραμμές του εργατικού κινήματος έχοντας συνδικαλιστική δράση. Συμμετείχε στο Κίνημα Ελεύθερου Συνδικαλισμού (1951) και στο Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα (1955). Επαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Συνδέσμου Νέων το 1953. Συμμετείχε, μαζί με τον Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), στην Αλγερινή Επανάσταση και ήταν από τους πρωτεργάτες της πρώτης αντιδικτατορικής οργάνωσης, το 1967, κατά της χούντας των συνταγματαρχών, με το όνομα, «Δημοκρατικές Επιτροπές Αντίστασης» (ΔΕΑ). Στη διάρκεια της δικτατορίας (1967-74) καταφεύγει στη Γερμανία. Ακολουθεί, πολιτικά, στο εσωτερικό του τεταρτοδιεθνιστικού ρεύματος τον Μιχάλη Ράπτη. Οταν, μετά τη δικτατορία, επιστρέφει στην Ελλάδα, μετέχει, κάτω ακριβώς από το ίδιο πρίσμα, στο Εκτελεστικό Γραφείο του νεοϊδρυμένου ΠΑΣΟΚ ως εκπρόσωπος της τροτσκιστικής πτέρυγάς του. Συγκεκριμένα, ήταν υπεύθυνος της Επιτροπής Διαφώτισης (ΚΕΜΕΔΙΑ), μέσω της οποίας διαχεόταν η πρόταση της αυτο-οργάνωσης και των Επιτροπών Πρωτοβουλίας. Αποχώρησε από το ΠΑΣΟΚ τον Ιούλιο του 1976.
Ετσι, παρά τη στράτευσή του στον τροτσκισμό, δεν είναι ποτέ απομονωμένος και αποκλεισμένος σε μια μικρή σέχτα. Αντίθετα, ζητά πάντα να βρίσκεται εκεί που αναπτύσσεται το δυναμικό αριστερόστροφο ρεύμα της εκάστοτε εποχής. Ο Δημήτρης Λιβιεράτος διατηρεί στενή επαφή με τμήματα του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος που βρίσκεται σε ανοδική πορεία τη δεκαετία του 1970. Από τη μία, η σχέση του αυτή με το μεταπολιτευτικό εργατικό κίνημα της δεκαετίας του 1970, αλλά και από την άλλη η βαριά παράδοση του ελληνικού τροτσκισμού για την κεντρικότητα του κομμουνιστικού διαφωτισμού και της μόρφωσης δίνουν στον Λιβιεράτο εκείνα τα ευαίσθητα κριτήρια ώστε να αισθανθεί ένα τεράστιο «κενό». Πιστεύει ότι οι νέοι ριζοσπαστικοποιημένοι εργάτες πρέπει να γνωρίζουν την ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. Ετσι, κάποιες σημειώσεις και μια αρχική έρευνα από κάποια ιδεολογικά μαθήματα που λειτούργησαν σαν εφαλτήριο καταλήγουν στο πρώτο βιβλίο. Με λίγα λόγια, ένας απλός αριστερός εργάτης βιώνει ως δική του εσωτερική ανάγκη και δικό του καθήκον να επιτελέσει έναν άλλον ρόλο. Με τον ίδιο τρόπο που ένας λόγιος μιας τοπικής κοινότητας αισθάνεται την ανάγκη να γράψει την ιστορία της, ο Δημήτρης Λιβιεράτος αναλαμβάνει τον ρόλο του «λογίου» της εργατικής τάξης και ξεκινά να γράφει την ιστορία της. Η γκραμσιανή θεώρηση των πραγμάτων θα χαρακτήριζε τον Δημήτρη Λιβιεράτο ως «οργανικό διανοούμενο» της εργατικής τάξης.
To 1962 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο «Μαύρη Ηπειρος» από τις εκδόσεις Δίφρος. Πρόκειται για μια εισαγωγή στην ιστορία της Αφρικής και μια κριτική στην αποικιοκρατία, γραμμένη ακριβώς την εποχή των αφρικανικών εξεγέρσεων. Ακολουθεί το δεύτερο βιβλίο του «Η Αλγερινή Επανάσταση» επίσης από τις εκδόσεις Δίφρος το 1965. Το βιβλίο αυτό περιγράφει τις ηρωικές μάχες του λαού της Αλγερίας που «κράτησαν έναν τρομερά άνισο αγώνα έχοντας απέναντί τους έναν από τους πιο μοντέρνους στρατούς του κόσμου, με άρτιο εφοδιασμό, με πλήθος ελικόπτερα και υποστηριζόμενο από μια ισχυρή αεροπορία». Το πρώτο επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Κουκκίδα το 2014 και παρουσιάζεται τώρα, ενώ το δεύτερο είχε επανεκδοθεί το 2006.
Ομως το έργο που τον καθιέρωσε στις ιστορικές σπουδές είναι η τετράτομη σειρά για την ιστορία του εργατικού κινήματος. Το 1976 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος, «Το ελληνικό εργατικό κίνημα (1918-1923)». Το 1985 οι Εναλλακτικές Εκδόσεις κυκλοφόρησαν τον δεύτερο τόμο, για την περίοδο 1923-1927, με τον νέο τίτλο «Κοινωνικοί Αγώνες στην Ελλάδα». Ακολουθεί, το 1987, ο τρίτος τόμος, για την περίοδο 1927-1932, ενώ ο τέταρτος και τελευταίος τόμος, για την περίοδο 1933-1936, κυκλοφορεί το 1994. Η σειρά φιλοδοξεί να πιάσει το νήμα από το έργο του Γιάννη Κορδάτου.
Αλλα έργα του είναι: Ιούλης ’65. Η έκρηξη (μαζί με τον Γ. Καραμπελιά). Παντελής Πουλιόπουλος. Ενας διανοούμενος επαναστάτης. Νίκος Καραγιάννης 1904-1969 (αδημοσίευτο κείμενο). Τα Συνέδρια της ΓΣΕΕ. Η Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα (1890-1999). Το Αόρατο Εργοστάσιο της Επανάστασης (1959-1962). Ο ελληνικός τροτσκισμός. Ενα χρονικό 1923-1946 (μαζί με τους Δ. Κατσορίδα και Κ. Παλούκη). Η κίνηση των 115. Κοινωνικοί αγώνες 1962-1967. Μεγάλες ώρες της εργατικής τάξης: ΕΚΑ 1910-1916, Εργατικό ΕΑΜ 1941, ΕΡΓΑΣ 1945. Τα Πετράλωνα κάποτε. Τα Πετράλωνα που ζήσαμε.

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα τη περίοδο του μεσοπολέμου. Η περίπτωση του Αρχείου του Μαρξισμού






Όμιλος Μελέτης Επαναστατικής Θεωρίας Κέρκυρας

Δελτίο Τύπου

Ο Όμιλος Κέρκυρας στα πλαίσια των δράσεων του 3ου έτους λειτουργίας του θα πραγματοποιήσει εκδήλωση με τίτλο:

Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα τη περίοδο του μεσοπολέμου.

Η περίπτωση του Αρχείου του Μαρξισμού

Την εισήγηση θα κάνει ο Κώστας Παλούκης, ιστορικός

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στο καφέ του βιβλιοπωλείου ΠΛΟΥΣ την Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014 και ώρα 19:30.

με την ευγενική υποστήριξη:

ΠΛΟΥΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΚΑΦΕ

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ 91, 49100 Corfu, Kerkira, Greece

2661 035191



Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

αντιφασιστικό φεστιβάλ κέρκυρας

Στα πλαίσια της Πανευρωπαϊκής Μέρας Αντιφασιστικής Δράσης που έχει οριστεί από τον Αντιφασιστικό Συντονισμό Αθήνας-Πειραιά, διοργανώνουμε Αντιφασιστικό Φεστιβάλ στην Κέρκυρα, που θα λάβει χώρα την Παρασκευή 7 Νοεμβρίου στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Η Πανευρωπαϊκή Μέρα Αντιφασιστικής Δράσης (8 Νοέμβρη), όπως αποφασίστηκε κατά την Πανευρωπαϊκή Αντιφασιστική Συνάντηση που έλαβε χώρα στις 11-13 Απρίλη 2014 στην Αθήνα, αναφέρεται στην επέτειο της Νύχτας των Κρυστάλλων, το γνωστό πογκρόμ της ναζιστικής Γερμανίας εις βάρος των Εβραίων στις 9/11/1938. Ήδη έχουν προγραμματιστεί διάφορες εκδηλώσεις, δράσεις και συναυλίες σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και της Ευρώπης.
Θεωρούμε ότι η ύπαρξη ενός μαζικού αντιφασιστικού κινήματος είναι απαραίτητη σε μια περίοδο που η ακροδεξιά σημειώνει μεγάλη άνοδο. Απώτερος στόχος μας είναι η συγκρότηση ενός ευρέως αντιφασιστικού μετώπου στην Κέρκυρα με μόνιμο χαρακτήρα και πολυμορφία δράσεων. Το Αντιφασιστικό Φεστιβάλ θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, συζητήσεις, προβολές ταινιών, ζωντανή μουσική, δρώμενα για παιδιά και έκθεση φωτογραφίας. Καλούμε φορείς, συλλογικότητες και άτομα που ενδιαφέρονται να στηρίξουν τη διοργάνωση του αντιφασιστικού φεστιβάλ να έρθουν σε επικοινωνία μαζί μας. Σημειώνουμε επίσης πως στο φουαγιέ του πανεπιστημίου θα υπάρχει χώρος ώστε κάθε ενδιαφερόμενη συλλογικότητα να μπορεί να προσκομίσει το δικό της αντιφασιστικό υλικό.

Πρωτοβουλία για τη Δημιουργία Αντιφασιστικού Συντονισμού στην Κέρκυρα

Προβλήματα ιστορίας του ελληνικού αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος, 1918-1957



ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Το περιοδικό Μαρξιστική Σκέψη σας προσκαλεί στην εκδήλωση-συζήτηση με θέμα: 
Προβλήματα ιστορίας του ελληνικού αριστερού
και κομμουνιστικού κινήματος, 1918-1957

Η εκδήλωση θα γίνει την Τρίτη 4 Νοέμβρη 2014 στις 7.00’, στα γραφεία του  ΜΑΧΩΜΕ (οδός Αγ. Κωνσταντίνου & Γερανίου 47, 1ος όροφος, Ομόνοια) 

Πρόγραμμα εκδήλωσης
Εισηγήσεις 
«Η συγκρότηση του ελληνικού εργατικού κινήματος ως τη δημιουργία του ΣΕΚΕ» 
Μαστρογιαννόπουλος Τάκης, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης

«Η διαμάχη ΚΚΕ – τροτσκιστών στην περίοδο του Μεσοπολέμου»
Κώστας Παλούκης, ιστορικός, υποψήφιος διδάκτορας Πανεπιστημίου Κρήτης

«Το αριστερό κίνημα μετά τον εμφύλιο»
Μιχάλης Λυμπεράτος, ιστορικός, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Πάντειο  

«Η δημοκρατία στα επαναστατικά κόμματα της εργατικής τάξης»
Δημήτρης Καλτσώνης, επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Παρεμβάσεις – συζήτηση 

Συντονιστής εκδήλωσηςΓιάννης Τόλιος, 
μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης και συντονιστής ΜΑΧΩΜΕ



πόσοι μας διάβασαν: