Στα μέσα Απριλίου 2016 κυκλοφόρησε το τέταρτο μυθιστόρημα του Βασίλη Τσιράκη με τίτλο: Τα χρόνια ανάμεσα (Αθήνα, Εκδόσεις Τόπος, 2016). Φυσικά για όσους γνωρίζουν και συζητούν με τον Βασίλη δεν ήταν έκπληξη και προσωπικά είχα την τύχη να συμβάλω στην ιστορική επιμέλεια του βιβλίου. Ο Τσιράκης, φυσικός στο επάγγελμα, ασχολείται με την ιστορία της πόλης της Θεσσαλονίκης, γράφει μυθιστορήματα και σκηνοθετεί ταινίες μικρού μήκους. Ωστόσο, είναι ένας διανοούμενος της αριστεράς που δεν θυμίζει τον κλασικό “κουλτουριάρη”, τον βαθιά ελιτιστή τύπο, τον άνθρωπο που ζει μακριά από τις αγωνίες της πλειοψηφίας του εργαζόμενου κόσμου. Ο Τσιράκης έρχεται απευθείας από εκείνο το παλιό καλό χαμένο κόσμο των ανθρώπων της τέχνης που “δεν τραγουδούν για να ξεχωρίσουν από τον κόσμο, αλλά για να σμίξουν τον κόσμο”. Ζει από την εργασία του, συγκρούεται με την αδικία και την εκμετάλλευση και εκτίθεται θέτοντας σε κίνδυνο την εργασιακή ασφάλειά του. Πρόσφατα απολύθηκε από το φροντιστήριο όπου εργαζόταν για χρόνια. Λίγους μήνες πριν την απόλυση είχε βραβευθεί στο Λονδίνο για την ταινία μικρού μήκους  "Εναλλακτική λύση".

Στο προηγούμενο βιβλίο του Τσιράκη, με τίτλο Σελανίκ, η Θεσσαλονίκη ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής ισότιμα με την ιστορική εποχή. Σελανίκ ήταν το όνομα της Θεσσαλονίκης την οθωμανική περίοδο: χρόνος και τόπος συμπυκνωμένα σε μια λέξη. Στο νέο βιβλίο η αίσθηση του τόπου υποχωρεί κάπως υπέρ της ιστορικής εποχής. Αυτό ακριβώς υποδηλώνει ρητά και ο τίτλος και, όπως φαίνεται, είναι συνειδητός στόχος του συγγραφέα να δώσει μεγαλύτερη σημασία στον χρόνο και την εποχή. Βέβαια, η φωτογραφία του εξωφύλλου μετριάζει αυτόν τον προσανατολισμό, αφού με σαφήνεια προσδιορίζει τον τόπο. Όμως ο συγγραφέας επιλέγει τον αισθητικό και όχι λεκτικό τοπικό προσδιορισμό, μέσα από μια φωτογραφία της εποχής. Ο πεζόδρομος της παραλιακής λεωφόρου με φόντο τον Λευκό Πύργο σε ένα θολό από την βροχή και υγρό τοπίο δίπλα από τα αραγμένα καΐκια αναδεικνύονται σε μια φωτογραφική λήψη που θα μπορούσε επίσης να προέρχεται από ταινία του Αγγελόπουλου. Οι άνθρωποι υπάρχουν στο βάθος αλλά και στο κεντρικό θέμα. Στο μεσόκεντρο ξεχωρίζει ένας εργάτης με μια αξίνα στο χέρι, ενώ μπροστά προστίθεται τεχνητά στην φωτογραφία και σε χρωματισμένη απόχρωση μια νεαρή γυναίκα ντυμένη με ρούχα “βόλτας”. Η ιδέα απλή. Ο μυθιστοριογράφος προσθέτει στην εικόνα της πόλης που έχει στο μυαλό του τους δικούς του ήρωες, τους ζωντανεύει και τους δίνει την πνοή της πόλης. Φαίνεται λοιπόν πως ο συγγραφέας όσο και εάν προσπαθεί, δεν μπορεί τόσο εύκολα να αφαιρέσει από τους ήρωές του την αγαπημένη του πόλη, παρότι δίνεται μεγαλύτερο βάρος στην δράση, την εξέλιξη, αλλά και την εμβάθυνση των χαρακτήρων σε σχέση με τα άλλα βιβλία του. Όμως όπως και αν εξελίσσονται, όπου κι αν πάνε, η πόλη τους ακολουθεί, σαν ανάμνηση, σαν τραύμα, σαν τόπος και τρόπος διαφυγής και λύτρωσης.
Ένα άλλο στοιχείο του βιβλίου είναι οι πολλές προσωπικές ιστορίες. Η επιλογή αυτή του Τσιράκη απαιτεί από τον αναγνώστη προσπάθεια, ενώ η τριτοπρόσωπη αφήγηση του παντογνώστη συγγραφέα κυριαρχεί σε βάρος του διαλόγου, και άρα της αμεσότητας και της δράσης. Συνεπώς, οι πληροφορίες πρέπει να δένουν. Καμιά φορά ο αναγνώστης νιώθει ότι ο συγγραφέας έχει "ξεχάσει" κάποιους από του παλιούς ήρωες, αλλά εκεί που νομίζει πως χάθηκαν αυτοί επανέρχονται ανατρέποντας την πλοκή. Η σύνθεση των διαδρομών όλων αυτών των ανθρώπων χρειάζεται αριστοτεχνική προσπάθεια. Τελικά, όμως αυτό το στοιχείο του σπασίματος της ενιαίας αφήγησης σε πολλές υποαφηγήσεις είναι ο τρόπος με τον οποίο ξαναγυρνάει η πόλη στο επίκεντρο.
Η γραφή του Τσιράκη είναι κινηματογραφική, σαν μεγάλα πλάνα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Το μεγάλο πλάνο είναι η Θεσσαλονίκη, η αγαπημένη του πόλη, γεμάτη από μικρά πλάνα στα οποία οι άνθρωποι αναπτύσσουν την δράση τους. Στο τελευταίο βιβλίο του οι ήρωες φεύγουν και ξαναγυρίζουν στην Θεσσαλονίκη. Όταν επιστρέφουν, περιδιαβαίνουν την πόλη. Τότε, ο κινηματογραφικός φακός ανάβει και ο μυθιστοριογράφος γίνεται ντοκιμαντεριστής εικονοποιώντας μέσα από τις λέξεις τη ζωή της Θεσσαλονίκης που σε κάθε ιστορική φάση είναι διαφορετική. Και αυτό χωρίς να χάνει καθόλου από την πλοκή, γιατί ακριβώς η πλοκή είναι δεμένη με την ιστορική εξέλιξη και τις αλλαγές της πόλης. Ο αναγνώστης κατανοεί τις επιλογές των ηρώων, ακριβώς γιατί αποκτά εικόνα της νέας κάθε φορά πόλης, της νέας εποχής, των νέων ηθών και συνθηκών. Ο ήρωας του Τσιράκη λοιπόν δεν είναι το άτομο-υπερήρωας που κινείται έξω από την εποχή του, μια προβολή των σημερινών ηθών σε άλλες περιόδους που συνήθως συνηθίζεται στα σύγχρονα ιστορικά ρομαντικά μυθιστορήματα. Αντίθετα, είναι κάποιος τυπικός άνθρωπος της εποχής του η οποία και καθορίζει τα ενδεχόμενα των επιλογών του, τα ιστορικά όρια των συγκρούσεών του με το περιβάλλον.
τσιρακης1
Στο τέλος του βιβλίου η κεντρική ηρωίδα συζητά με τον αγαπητικό της για την ιστορία:
- “Όμως την ιστορία τη γράφουν οι πολεμιστές”, λέει αυτή.
- “Λάθος, η ιστορία κρύβεται ανάμεσα στο μικρό και το μεγάλο”, απαντάει ο φίλος της.
- “Ασχημο πράγμα η Ιστορία, πέφτει πάνω στη ζωή και σε πλακώνει”, συνεχίζει η ίδια.
Οι ήρωες δεν είναι οι μεγάλοι άνδρες και γυναίκες, αλλά οι καθημερινοί τύποι που θα μπορούσε κανείς να συναντήσει στον μεσοπόλεμο. Αυτή η τυπολογία της ανθρωπομορφίας είναι εξαιρετικά πετυχημένη. Οι ήρωες δρουν και αντιδρούν και εξελίσσονται με βάση αυτήν την τυπολογία. Ο βιομήχανος πηγαίνει κόντρα στις παλιότερες αρχές του και εξελίσσεται σαν χαρακτήρας γιατί έπρεπε να δρα σαν βιομήχανος. Το ίδιο και η μάνα της καλής προσφυγικής οικογένειας, θυσιάζει την θυγατέρα της στο ηδονικό βλέμμα του πλούσιου αστού γιατί πρέπει να διατηρήσει το δημόσιο κύρος. Οι ήρωες λοιπόν αλλάζουν, η πλοκή ανατρέπεται ακολουθώντας τις ανατροπές της μεσοπολεμικής εποχής.
Ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο στην κουλτούρα των πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος που “φτιάχνει” ο Τσιράκης είναι ο εκμοντερνισμός τους. Ο συγγραφέας φιλοτεχνεί αριστοτεχνικά τους μοντέρνους ανθρώπους του ελληνικού μεσοπολέμου. Ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η κοπέλα η οποία συμμετέχει στα καλλιστεία, ενώ ο βίος της είναι απελευθερωμένος από τα ηθικιστικά πρότυπα και τον τυπικό ρόλο της γυναίκας στην ελληνική παραδοσιακή κοινωνία. Είναι η μοντέρνα γυναίκα. Μια άλλη μοντέρνα εκδοχή ανθρώπων του μεσοπολέμου η οποία ανιχνεύεται από τον Τσιράκη είναι οι άνθρωποι της αριστεράς. Ο Άγγελος Ελεφάντης θεωρεί ότι ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της μεσοπολεμικής περιόδου είναι η γένεση «μιας νέας προοδευτικής λαϊκότητας», του τύπου του νέου πολιτικού ανθρώπου ο οποίο ακριβώς γεννήθηκε «μέσα στις αντιφάσεις της κοινωνίας του Μεσοπολέμου».
Επομένως σε αυτό το βιβλίο ο μεγάλος πρωταγωνιστής είναι ο ελληνικός μεσοπόλεμος. Η διαδρομή των ηρώων του ορίζουν τον τίτλο του: Τα χρόνια ανάμεσα. Κάπου στην αρχή, ο Τσιράκης παρουσιάζει έναν από τους ήρωές του: “ο δεκανέας Αντώνης Πετρίδης είχε χάσει το δεξί χέρι του έναν μήνα πριν την κατάρρευση του μετώπου”. Λίγο πριν το τέλος μας θυμίζει το ξεχασμένο ήρωα: “τον Οκτώβρη του 1940, ο Αντώνης είχε υπογράψει από τους πρώτους το υπόμνημα που κυκλοφόρησε ανάμεσα στους πολιτικούς κρατούμενους με το οποίο ζητούσαν από την κυβέρνηση να αποσταλούν στο μέτωπο”. Ο μεσοπόλεμος είναι αυτό ακριβώς που συστήνουν τα δύο συνθετικά μέλη του όρου, δηλαδή το μέσο των δύο πολέμων. Είναι μια εποχή που καθορίστηκε από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και οδήγησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το βιβλίο του συναρπάζει γιατί αφηγείται τις ζωές ανθρώπων σε μια ταλάντευση ανάμεσα σε αυτές ακριβώς τις δύο άκρες. Και βέβαια, στην περίπτωση της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης αυτό ισχύει περισσότερο από αλλού. Η πρώην οθωμανική πρωτεύουσα των Βαλκανίων άλλαξε πολλές φορές. Η ενσωμάτωση το 1912 και η πρώτη φυγή των  μουσουλμάνων, ο πόλεμος του 1913 και η φυγή των Βουλγάρων, η  φωτιά το 1917 και η αποχώρηση των Εβραίων από το κέντρο της πόλης, ο ερχομός των προσφύγων το 1922 και η τελική φυγή των μουσουλμάνων με την ανταλλαγή το 1924  και τέλος το 1943 το ολοκαύτωμα με την οριστική έξοδο των Εβραίων.
Τα τραύματα του κάθε ήρωα όχι μόνο δεν επουλώθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά χρόνο με τον χρόνο άνοιγαν και πλήγιαζαν προκαλώντας νέα τραύματα. Ο συγγραφέας έφτιαξε μέσα στο πλαίσιο του Μεγάλου Πολέμου όλα τα ενδεχόμενα και αυτά σα να ξεχύθηκαν στους δρόμους, να πλανήθηκαν σε δαιδαλώδεις διαδρομές, να έσμιξαν και να χώρισαν οδηγώντας στο τέλος σε μια ηρωική ή τραγική έξοδο ξεσπώντας μέσα στο πλαίσιο του άλλου πολέμου. Ο βίος τους κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου δεν ήταν παρά η διαδικασία αυτού του εκκρεμούς. Η σύμπτωση της συγκατοίκησης στην ίδια πολυκατοικία, η σύμπτωση της συγκατοίκησης στην ίδια εποχή. Μία πόλη γεμάτη ανθρώπους με ανοιχτούς λογαριασμούς. Καθώς η πλοκή κινείται το αίτημα της κάθαρσης φαντάζει ολοένα και πιο επιτακτικό και η λύση πλησιάζει.
Το μυθιστόρημα Τα χρόνια ανάμεσα είναι γραμμένο για να μεταφέρει τους αναγνώστες σε ουτοπικούς και δυστοπικούς χρόνους του μεσοπολεμικού παρελθόντος. Όσοι το διαβάσουν θα απολαύσουν αυτή την “ιστοπία” που συνήθως μόνο οι μελετητές του παρελθόντος χαίρονται, όταν διαβάζουν τις εφημερίδες, τα χρονογραφήματα και τις άλλες ιστορικές πηγές. Στην Θεσσαλονίκη φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια η ιστορία της πόλης έχει γίνει ένα μνημονικό διακύβευμα. Η ρομαντική αναπόληση των προμνημονιακών χρόνων μετατρέπεται σε πολιτικό και ταυτοτικό πεδίο σύγκρουσης. Οι Θεσσαλονικείς της εποχής της κρίσης κατασκευάζουν τα παρελθόντα που τους ταιριάζουν καθώς οι όροι αριστερά και δεξιά επανέρχονται δυναμικά στον χώρο. Ο Βασίλης Τσιράκης με το δικό του έργο συμβάλλει σε αυτόν τον μνημονικό πόλεμο καταθέτοντας την ταξική οπτική. Δεν είναι η σύγκρουση μεταξύ πολυεθνικής -πολυθρησκευτικής πόλης με την ελληνοκεντρική ορθόδοξη. Γι’ αυτό το λόγο ο κομμουνιστής ήρωας ταυτίζεται με τον Εβραίο. Καλή ανάγνωση.