Κυριακή 8 Μαρτίου 2009

"Συνδικαλιστικές πρακτικές και πολιτική οργάνωση των εργατικών στρωμάτων την περίοδο 1927 - 1934, η περίπτωση των Αρχειομαρξιστών"

"Συνδικαλιστικές πρακτικές και πολιτική οργάνωση των εργατικών στρωμάτων την περίοδο 1927 - 1934, η περίπτωση των Αρχειομαρξιστών"

Κώστας Παλούκης,
ανακοίνωση στον Μνήμωνα
Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009

 
Εισαγωγή
Κατά την περίοδο 1927-1934 αναπτύσσεται στην ελληνική κοινωνία μια δυναμική των εργατικών στρωμάτων, η οποία εκφράζεται μέσα από την ανάπτυξη της συνδικαλιστικής δράσης. Η συνδικαλιστική δράση δεν είναι όμως ενιαία στις εκδηλώσεις και στις πρακτικές της. Αναπτύσσονται λοιπόν διαφορετικές μορφές διεκδίκησης, λόγου, οργάνωσης, που αντιστοιχούν σε διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές αποκρυσταλλώσεις συναρθρώνοντας εργατικά κόμματα. Καταλυτικοί παράγοντες σε αυτήν την πολυμορφία είναι ο βαθμός εκβιομηχάνισης και οι παραγωγικές δομές στον δευτερογενή τομέα, οι πολιτικές και πολιτισμικές παραδόσεις των εργατικών στρωμάτων, τα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα, όπως αυτά επιδρούν στις εργατικές συνειδήσεις, ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνεται και παντρεύεται με τις ελληνικές συνθήκες, ο σοσιαλιστικός λόγος και η σοσιαλιστική οργάνωση, ιδιαίτερα η επίδραση του ρωσικού κομμουνισμού. Ένα ξεχωριστό πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα, οι Αρχειομαρξιστές, εμφανίζεται την περίοδο αυτή με μια σχετική μαζικότητα. Συνδέεται με συγκεκριμένα τμήματα της μεσοπολεμικής εργατικής τάξης, τοποθετείται απέναντι στα άμεσα και μεσοπρόθεσμα προβλήματά τους και διαμορφώνει πολιτικές και στρατηγικές για την επίλυση τους.
Η πρώτη μορφή εμφάνισης του Αρχειομαρξισμού στα 1921 συγκροτείται στο εσωτερικό του ΣΕΚΕ γύρω από τον αποκαλούμενο «Πρώτο Πυρήνα» με ηγέτη τον Φραγκίσκο Τζουλάτι. Η ομάδα αυτή διαβλέποντας από τη μία την ύπαρξη των συνθηκών εκείνων, που θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στην επανάσταση, θεωρούν όμως από την άλλη, ότι το ελληνικό προλεταριάτο δεν είναι προετοιμασμένο, είναι αμόρφωτο και ακατάρτιστο για την πραγμάτωση του μεγάλου του ιστορικού ρόλου. Οπότε και γι' αυτό πρώτο μέλημα είναι η μαρξιστική διαφώτισή του. Η απουσία ενός τέτοιου διαφωτιστικού έργου θεωρήθηκε και το κύριο πρόβλημα στο ΣΕΚΕ, το οποίο θεωρούσαν ότι έπρεπε άμεσα να μετασχηματιστεί σε μπολσεβίκικο κόμμα. Η συγκεκριμένη ομάδα λειτουργούσε με τις συγκεκριμένες απόψεις ήδη από την περίοδο 1919-1921 γύρω από το περιοδικό Κομμουνισμός και την οργάνωση Κομμουνιστική Ένωση, η οποία προσχώρησε τον Αύγουστο του 1921 στο ΣΕΚΕ, ενώ την περίοδο 1917-1919 δραστηριοποιούταν με την ονομασία Σοσιαλιστική Νεολαία Αθηνών.
Έτσι, την περίοδο 1921-1927 η ομάδα αναπτύσσεται περιορισμένα με τη μορφή μορφωτικών πυρήνων μέσα στο εσωτερικό του Κόμματος, ενώ βασικό έργο ήταν οι μορφωτικές διαλέξεις και η έκδοση του περιοδικού Αρχείον Μαρξισμού. Σε αυτό υπήρχαν, όπως και προηγουμένως στο περιοδικό Κομμουνισμός μετάφραση βασικών κειμένων της μαρξιστικής και σοβιετικής βιλιογραφίας. Στα 1924 το ΣΕΚΕ ανακαλύπτει την μυστική δράση του Αρχείου και διαγράφει όλα τα στελέχη του. Έκτοτε η δράση των αρχειομαρξιστών βρίσκεται εκτός του κόμματος. Την περίοδο της παγκαλικής δικτατορίας εντάχθηκε μαζικά στην οργάνωση ένας σημαντικός όγκος εργατών, ο οποίος προερχόταν από το ΚΚΕ και διατηρούσε ήδη επαφή με τα εργατικά σωματεία. Ως εκ τούτου, ο αρχειομαρξισμός απέκτησε ξαφνικά συνδικαλιστική επιρροή και τις δυνατότητες να την διευρύνει ασκώντας συνδικαλισμό. Η ηγεσία του Τζουλάτι βρέθηκε απροετοίμαστη να ανταποκριθεί στα καινούρια καθήκοντα που έθετε η νέα πραγματικότητα. Η μέχρι τώρα δομή, οργάνωση και αυστηρά διαφωτιστική εργασία αμφισβητούνται και στα 1927 εσωτερικές διεργασίες φέρνουν στην ηγεσία του Αρχειομαρξισμού μια νέα ομάδα με αρχηγό τον Δημήτρη Γιωτόπουλο, η οποία, πλην του Γιωτόπουλου, αποτελούταν κυρίως από εργατικά στελέχη. Ένα πολυσύνθετο πυραμιδωτό οργανόγραμμα, που διεύρυνε τα συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά του Αρχείου, αντικατέστησε τους αποκεντρωμένους πυρήνες. Οι παλιοί πυρήνες απώλεσαν τον διαφωτιστικό χαρακτήρα τους, που αποτελεί πια αποκλειστική εργασία των εκδρομικών συλλόγων και των μορφωτικών ομίλων για τους φίλους και τα δόκιμα μέλη, και υποτιμούσαν τις πολιτικές και ιδεολογικές συζητήσεις προσανατολιζόμενοι κυρίως στην κατάχτηση νέων μελών. Οι πυρήνες περιοχής συνέχισαν να αποτελούν το βασικό κύτταρο της δομής του Αρχείου. Τα ανώτατα κομματικά όργανα και οι ηγεσίες δεν εκλέγονται και ούτε απολογούνται σε συλλογικά αντιπροσωπευτικά σώματα εκλεγμένα από τις οργανώσεις βάσεις και, γενικά, το οργανωτικό μοντέλο συνεχίζει να μην στηρίζεται σε συλλογικές διαδικασίες. Δεν υπάρχει ένα ανώτερο συλλογικό αποφασιστικό όργανο, παρά μια μυστηριώδης ανώτατη αρχή η «Εργασία». Η όλη δράση και παρουσία του Αρχείου δε γίνεται δημόσια, αλλά μυστικά και κρυφά. (Πίνακας 1 και Πίνακας 2). Πολύ σύντομα το Αρχείο διευρύνει ραγδαία την επιρροή του σε κλάδους και πόλεις (Πίνακας 3). Μέσα λοιπόν σε 4 χρόνια, οι αρχειομαρξιστές καταφέρνουν να συγκροτήσουν πυρήνες σε 35 πόλεις της Ελλάδας, στην Αλβανία και να συμμετέχουν συνολικά το λιγότερο σε 102 εργατικά σωματεία από τα οποία τα 59 έχουν περιέλθει κάποια στιγμή υπό τον πολιτικό έλεγχό τους. Την περίοδο αυτή μετασχηματίζεται δηλαδή από μια πολιτική-μορφωτική ομάδα σε ένα οργανωμένο πολιτικό τμήμα της ίδια της εργατικής τάξης.

 
Σωματεία και χώροι στους οποίους επεκτείνεται ο αρχειομαρξισμός
Στον πίνακα (πίν. 3) καταγράφονται όλα τα επαγγέλματα στα οποία είχαν παρέμβαση οι αρχειομαρξιστές στην Αθήνα. Με την κατάληψη της διοίκησης του σωματείου αρτεργατών και υποδηματεργατών Αθηνών, οι δύο αυτοί κλάδοι εξελίχθηκαν στους δύο βασικούς πυλώνες της συνδικαλιστικής έκφρασης του αρχειομαρξισμού. Οι αρχειομαρξιστές επίσης έλεγχαν την διοίκηση της Ομοσπονδίας «Αναπήρων και Θυμάτων Πολέμου». Συνολικά μαζί με τους μαθητές, τους φοιτητές και τους αναπήρους και θύματα πολέμου ο αρχειομαρξισμός παρεμβαίνει σε 30 επαγγελματικές κατηγορίες μέσα σε ένα απροσδιόριστο σύνολο επαγγελμάτων. Στην Αθήνα θα λειτουργούν εκείνη την περίοδο 33 συνδικαλιστικές φράξιες με 137 μέλη, 78 νέα μέλη και 207 δόκιμα, σύνολο 422. Στον Πειραιά είχαν αυξήσει την επιρροή τους, χωρίς να μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε πλήρως μια εικόνα. Στα 1932 πάντως λειτουργούσαν 5 φράξιες με 10 μέλη, 20 νεα μέλη και 27 δόκιμα. Σύνολο 57. (βλ πίν. 5) Στον Πειραιά όμως στα 1929-1930 έχει προηγηθεί μια σημαντική διάσπαση που κόστισε σε επιρροή.
Ποια είναι όμως η μαζικότητα και το ειδικό βάρος αυτών των σωματείων; Κάποια σωματεία όπως το σωματείο Υποδηματεργατών, Αρτεργατών και Ζαχαροπλαστών είναι μαζικά και δυναμικά και η συμμετοχή κυμαίνεται από 300 έως 500 εργάτες, άλλα σωματεία, όπως των Σιμιτεργατών, είναι μικρά και άμαζα και η συμμετοχή από 30 έως 50. Το ειδικό βάρος σωματείων όπως είναι οι αρτεργάτες και οι υποδηματεργάτες φαίνεται να είναι αρκετά σημαντικό. Το γεγονός αυτό θα καταστήσει τον αρχειομαρξισμό μια σημαντική πολιτική δύναμη μέσα στο αθηναϊκό εργατικό κίνημα.
Εάν επιχειρήσουμε να φτιάξουμε ένα χάρτη σωματείων μέσα από τις πληροφορίες που μας δίνει ο Ριζοσπάστης, (πίν. 6) αυτός θα δείχνει ότι οι αρχειομαρξιστές συμμετείχαν περίπου στα περισσότερα σωματεία στο σύνολο εκείνων που συμμετείχε το ΚΚΕ κατά 60%. Δηλαδή σε ένα σύνολο 55 καταγεγραμμένων από εμάς σωματείων και χώρων οι αρχειομαρξιστές συμμετείχαν στα 36. Από αυτά έλεγχαν ή κατά καιρούς είχαν ελέγξει περίπου τα 20. Αν και οι αριθμοί αυτοί είναι σχετικοί και περιορισμένοι, μπορούν να καταδείξουν, συνυπολογίζοντας την ανοδική πορεία της οργάνωσης, ότι στην Αθήνα και τον Πειραιά το Αρχείο του Μαρξισμού την περίοδο 1927-1934 ήταν μια οργάνωση σχεδόν ισοδύναμη με το ΚΚΕ.
Η επέκταση όμως δεν σταμάτησε στην Αθήνα και τον Πειραιά. Σχεδόν αστραπιαία αναπτύχθηκε στην επαρχία και τις άλλες μεγάλες πόλεις. Στους επόμενους πίνακες (7, 8 και 9) παρουσιάζεται η επιρροή του Αρχειομαρξισμού στην Θεσσαλονίκη και τις άλλες περιοχές της Ελλάδας. Στους πίνακες αυτούς φαίνεται γενικά πως οι αρχειομαρξιστές επεκτάθηκαν σε αντίστοιχους κλάδους με αυτούς στους οποίους δραστηριοποιούνταν στην Αθήνα και τον Πειραιά
Ο πίνακας 10 δείχνει την παρουσία των αρχειομαρξιστών σε δευτεροβάθμια σωματεία. Στη Θεσσαλονίκη συγκροτούν την περίοδο 1929-1931 δικό τους εργατικό Κέντρο το οποίο θα συγχωνευτεί αργότερα ύστερα από διαπραγματεύσεις σε εκείνο του ΚΚΕ. Στην Αθήνα συμμετέχουν στο ΕΚΑ, όπου στα 1930 θα χάσουν την πλειοψηφία για μία ψήφο. Στα 1931 τους διέγραψε όμως ο συντηρητικός Καλύβας και έκτοτε θα επιχειρούν ενιαίο μέτωπο με την Ενωτική ΓΣΕΕ. Στον Πειραιά αποτελούν μια πολύ δυναμική μειοψηφία, όπως και στην Καλαμάτα. Τα σωματεία με τον τίτλο «συνεργαζόμενα» θα συμμετέχουν ανάλογα με τους συσχετισμούς δύναμης και τη σχέση με το ΚΚΕ είτε στην ΓΣΕΕ είτε στην ΕΓΣΕΕ είτε θα λειτουργούν αυτόνομα. Μάλιστα, στην Αθήνα θα συγκροτήσουν μετά το 1931 Τοπικά Εργατικά Κέντρα στην Καισαριανή, στο Πολύγωνο και αλλού.
Στα 1930 ο Αρχειομαρξισμός θα κάνει μια αποτίμηση της πολιτικής και οργανωτικής του κατάστασης σε μια επιστολή προς τον Λ. Τρότσκι: «Βρισκόμαστε σήμερα, μετά από προσπάθειες πολλών χρόνων, σε ένα πολύ ικανοποιητικό σημείο. … Ήδη η οργάνωσή μας απλώνεται σχεδόν σ' όλη τη χώρα. Γύρω από ένα καθοδηγητικό κέντρο αποτελούμενο από παλιά και δοκιμασμένα στοιχεία, υπάρχει μια σημαντική ποσότητα εκπαιδευμένων και δοκιμασμένων στελεχών πολλών κατηγοριών, όσον αφορά την πείρα και τις ικανότητές τους, και ένα σύνολο πάνω από 2.000 συντρόφων, που δουλεύουν κάτω από τον έλεγχο τα οργάνωσης. Γύρω από αυτό το σχηματισμό, υπάρχει ένας αριθμός 4-5.000 εργατών και διανοουμένων που μας συμπαθούν και μας υποστηρίζουν σαν οργάνωση και σα προλεταριακή πολιτική τάση. Στο συνδικαλιστικό κίνημα, που για την τωρινή περίοδο συνιστά για μας ένα από τα πιο σπουδαία προβλήματα, έχουμε και κάνουμε συνεχείς και σοβαρές πρόοδες.» Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σήμερα εάν οι αριθμοί αυτοί ανταποκρίνονται ακριβώς στην πραγματικότητα, αλλά σίγουρα δεν απέχουν πάρα πολύ.

 
Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των στρωμάτων
με τα οποία συνδέθηκε το Αρχείο
Ποια είναι λοιπόν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των εργατικών στρωμάτων με τα οποία κυρίως ο αρχειομαρξισμός ταυτίστηκε; Στον πίνακα που ακολουθεί (πίνακας 13) καταγράφεται το ποσοστό που κάθε επάγγελμα καταλάμβανε στο σύνολο των επαγγελμάτων, που ο αρχειομαρξισμός κυρίως είχε παρέμβαση την περίοδο 1927-29. Ο πίνακας αυτός παρά τις ελλείψεις μπορεί να αποτυπώσει κάποιες πραγματικές τάσεις. Τα οικοδομικά επαγγέλματα με 15%, οι αρτεργάτες 12%, οι υποδηματεργάτες 14% και τα επισιτιστικά επαγγέλματα 11% καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις υποδεικνύοντας αυτό που πράγματι από την βιβλιογραφία γνωρίζουμε, δηλαδή την ιδιαίτερη ταύτιση του αρχειομαρξισμού με τα συγκεκριμένα συνδικάτα σε πανελλαδικό επίπεδο. Στις επόμενες θέσεις κατατάσσονται οι δημόσιοι υπάλληλοι με 6%, οι καπνεργάτες με 6% και οι τυπογράφοι με επίσης 6%. Οι επόμενες κατηγορίες είναι οι ράπτες και κεραμοποιοί με 3%, ενώ οι χρυσοχόοι, λιμενεργάτες κλπ. καταλαμβάνουν ένα μικρότερο ποσοστό που πιθανόν όμως να ήταν μεγαλύτερο, εάν είχαμε πλήρη εικόνα για την επιρροή του αρχειομαρξισμού σε Θεσσαλονίκη, Καλαμάτα και άλλες πόλεις.
Στον πίνακα 14, ο οποίος ενδεικτικά καταγράφει τα συνδικάτα που το ΚΚΕ και ο αρχειομαρξισμός παρενέβαιναν σε Αθήνα και Πειραιά, παρατηρούμε ότι, ενώ το ΚΚΕ διατηρούσε επιρροή σε ένα ευρύτερο φάσμα επαγγελματικών κατηγοριών, ο αρχειομαρξισμός περιοριζόταν σε πολύ συγκεκριμένες κατηγορίες. Το ΚΚΕ διατηρούσε παράταξη τόσο στα συνδικάτα που συγκροτούνταν σε εργοστασιακή βάση (Σελλ, Παυλίδου, Εριουργίας Πειραιώς) όσο και στα συνδικάτα που συγκροτούνταν σε κλαδική βάση (αρτεργάτες, ζαχαροπλάστες, κουρείς κλπ.). Αντίθετα, ο αρχειομαρξισμός δεν έχει καθόλου παρατάξεις και, από όσο γνωρίζουμε, δε θα αποκτήσει παρά τις προσπάθειες στα περισσότερα συνδικάτα που συγκροτούνταν σε εργοστασιακή βάση. Στην πράξη, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το ΚΚΕ θα ηγεμονεύει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, σε συνδικάτα εργοστασιακής βάσης και ο αρχειομαρξισμός, κυρίως, σε κλαδικής βάσης.
Τα κλαδικά σωματεία συγκροτούνταν: α) από εργάτες, που εργάζονταν σε μονάδες χαμηλής παραγωγικότητας στον δευτερογενή τομέα με στοιχειώδη καταμερισμό εργασίας, δηλαδή κυρίως σε βιοτεχνίες και εργαστήρια, β) από εργάτες του τριτογενούς τομέα των μεταφορών, των υπηρεσιών και του εμπορίου, δηλαδή σε εμπορικά καταστήματα με σχετικά μικρό αριθμό προσωπικού, και γ) από εργάτες με μη σταθερό εργασιακό περιβάλλον, όπως ράφτες, μικρέμποροι, εφημεριδοπώλες κλπ., που θα μπορούσαν να θεωρηθούν και αυτοαπασχολούμενοι σε κάποιες περιπτώσεις. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όλων αυτών των κλάδων είναι ο υψηλός βαθμός εξειδίκευσης, εξαιτίας του χαμηλού βαθμού εκμηχάνισης, και, επομένως, ο μικρός βαθμός εξάρτησης της εργασίας και της παραγωγής από τις μηχανές.
Γενικά, οι επαγγελματικές κατηγορίες του αρχειομαρξισμού μπορούν να κατανεμηθούν α) με βάση το κριτήριο της ειδίκευσης, β) με βάση το κριτήριο της παραγωγικής εργασίας και γ) με βάση τη θέση στον καταμερισμό της εργασίας, δημιουργώντας στην ουσία τρεις μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων (βλ. πίνακα 3). Συνολικά, λοιπόν, οι επαγγελματικές κατηγορίες, στις οποίες ο αρχειομαρξισμός έχει παρέμβαση, είναι, πρώτον, των εξειδικευμένων μισθωτών τεχνιτών στον δευτερογενή τομέα, (σε βιοτεχνίες υποδημάτων, σε εργαστήρια και εργοστάσια ζαχαροπλαστικής και σε φούρνους, σε εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας, κεραμοποιίας, τυπογραφίας, ραφτικής, ξυλουργικής και μηχανουργίας, σε εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας). Επίσης, στον κατασκευαστικό κλάδο είχε σημαντική επιρροή στους ανειδίκευτους και ειδικευμένους εργάτες. Τέλος, στον τριτογενή τομέα διατηρούσε, από τη μία, σημαντική επιρροή σε μια κατηγορία ειδικευμένων τεχνιτών στα κουρεία και, από την άλλη, σε μια κατηγορία ανειδίκευτων εργαζομένων (σε εστιατόρια, καφενεία, παντοπωλεία και γενικότερα επιχειρήσεις λιανικής πώλησης, σε πωλήσεις εφημερίδων και διαφόρων ειδών στον δρόμο, σε δουλειές του λιμανιού). Τρίτον, στους υπαλλήλους στις Ανώνυμες Εταιρίες και στους υπαλλήλους του κράτους (π.χ. τελωνειακοί).
Με λίγα λόγια ο Αρχειομαρξισμός με βάση τις αναλύσεις του Αντώνη Λιάκου για την δομή της απασχόλησης και τις δικές μας εκτιμήσεις εκφράζει ένα ξεχωριστό ρεύμα πρωτίστως σε εκείνα τα εργατικά στρώματα που απασχολούνταν σε επιχειρήσεις με μέσο όρο 1,7 εργάτη και αποτελούσαν το 92,3% του συνόλου, όταν εκείνες που απασχολούσαν 105 εργάτες αποτελούσαν μόλις το 1,5%. Η ιδιαιτερότητα όμως αυτών των κλάδων δεν είναι κατά τον Λιάκο μόνο ποσοτική, αλλά ποιοτική, καθώς «πρόκειται για δύο διαφορετικά φαινόμενα». Η ποιοτική διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι «στην πρώτη περίπτωση συμφύρεται με την αυτοαπασχόληση και την οικογενειακή ενασχόληση, στη δεύτερη έχει κλασικότερες καπιταλιστικές μορφές.»
Ο Λιάκος εκτιμά ότι ο αριθμός των 180.000 βιομηχανικών εργατών «περιβάλλεται από ένα κύκλο ανειδίκευτων, εποχικών ή αυτοαπασχολούμενων εργατών ο οποίος τον υπερβαίνει κατά 120%, δηλαδή κυμαίνεται γύρω στους 400.000».
Αυτός ο κόσμος ο οποίος ασκεί επαγγέλματα του δρόμου ή εργάζεται περιστασιακά στον τριτογενή τομέα ή στον κατασκευαστικό κλάδο στην πραγματικότητα συνέχεται, μέσω αυτής της συνεχούς κινητικότητας και αστάθειας, με το κομμάτι αυτό το οποίο μας απασχολεί και συγκροτεί έναν κοινό πολιτισμικό και κοινωνικό παρανομαστή. Πρακτικές κοινωνικής οργάνωσης και κοινωνικές συμπεριφορές μεταφέρονται από το ένα πεδίο στο άλλο με αποτέλεσμα το σύνθημα για οργανωμένη πάλη να μεταγράφεται στις λειτουργίες του κοινωνικού σώματος των ημι-«λούμπεν» προλεταρίων, ενώ στοιχεία του ριζοσπαστισμού τους να συμφύρονται με τις συνδικαλιστικές πρακτικές της εργατικής τάξης. Δηλαδή ένα κομμάτι του ασταθούς αυτού κόσμου του μικροεμπορίου και της αυτοαπασχόλησης οργανώνεται σε σωματεία και αναζητά πολιτική έκφραση ως αναπόσπαστο τμήμα της εργατικής τάξης. Ο αρχειομαρξισμός συνιστά το σημαντικότερο πολιτικό ρεύμα που θα εκφράσει οργανωμένα, πολιτικά και διεκδικητικά τις οργανωμένες μάζες των αυτοαπασχολούμενων, που είναι οι ανάπηροι πολέμου, οι πλανόδιοι πωλητές, οι εφημεριδοπώλες, οι περιπτερούχοι κ.α. Μάλιστα, από τα 1930 και έπειτα ο αρχειομαρξισμός είναι η πολιτική δύναμη που οργανώνει με τη Πενηνταμελή Επιτροπή στην Αθήνα και την Τριανταμελή Επιτροπή στην Θεσσαλονίκη τους ανέργους αυτών των κλάδων, ενώ το ΚΚΕ υπολείπεται σημαντικά στην παρέμβαση των ανέργων.
Πολλά από τα σωματεία στα οποία ηγεμόνευσαν οι αρχειομαρξιστές ήταν προηγουμένως διαλυμένα και δε λειτουργούσαν. Σε άλλα σωματεία ανατρέπονταν οι συσχετισμοί λόγω της αύξησης της επιρροής του αρχειομαρξισμού και ύστερα από κανονικές αρχαιρεσίες είτε ύστερα από την κατάκτηση ισχυρής πλειοψηφίας στις Γενικές Συνελεύσεις. Μέσα στα συνδικάτα έρχονταν αντιμέτωποι με τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ, με συντηρητικούς συνδικαλιστές του Καλομοίρη ή του Καλύβα, σπανιότερα τους σοσιαλιστές του Στρατή και με εργάτες επιρροής των διάφορων μικρότερων αριστερών ομαδοποιήσεων, όπως ο Σπάρτακος, οι φραξιονιστές/ΚΟΕ/ΛΑΚΚΕ κ.α. Τα σημαντικότερα σωματεία, όπως των Αρτεργατών, τα κατέκτησαν αντιμετωπίζοντας συντηρητικές διοικήσεις. Σε όσα σωματεία δεν κατάφεραν ποτέ να ελέγξουν την διοίκηση, συγκροτούσαν αντιπολιτευτικές φράξιες ή ομίλους, όπως αποκαλούνταν οι παρατάξεις, και παρενέβαιναν ως μειοψηφίες.
Βέβαια δεν ήταν μόνο οι αρχειομαρξιστές που πολιτικά είχαν επιρροή σε αυτούς τους κλάδους, αλλά όλα σχεδόν τα μεσοπολεμικά εργατικά πολιτικά ρεύματα, οι σοσιαλιστές, το ΚΚΕ και οι συντηρητικοί. Η σχέση όμως του αρχειομαρξισμού με αυτά τα στρώματα είναι εντελώς διαφορετική, διότι το κομμουνιστικό κόμμα διατηρεί παρατάξεις σε όλα τα στρώματα της εργατικής τάξης. Αντίθετα, ο αρχειομαρξισμός εμφανίζεται μόνο σε αυτά με συνέπεια να αποτυπώνει, να εκφράζει και να αποκρυσταλλώνει στην φυσιογνωμία του τόσο στο συνδικαλιστικό όσο και στο πολιτικό/ιδεολογικό επίπεδο αντιλήψεις, κοινωνικές συμπεριφορές και πρακτικές που ταυτίζονταν περισσότερο με αυτά. Το ΚΚΕ επίσης ταυτιζόταν με την προσπάθεια εισαγωγής στο ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα χαρακτηριστικών των δυτικών χωρών με τα μεγάλα εργοστάσια και το υψηλής συγκεντροποίησης βιομηχανικό κεφάλαιο. Κατά μία έννοια, λοιπόν, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο αρχειομαρξισμός ως ρεύμα τόνιζε τις ιδιαιτερότητες αυτών των στρωμάτων, ενώ το ΚΚΕ επιχειρούσε να τις υπερβεί.
Ο μπολσεβικισμός του ΚΚΕ είναι πιο «καθαρός», πιο τυπικός και πιστός στις αρχες της ΚΔ. Αντίθετα, ο αρχειομαρξισμός, μένοντας έξω από την κίνηση της ΚΔ, μπολιάστηκε περισσότερο με τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής εργατικής τάξης. Η οξυμένη αντιπαράθεση ανάμεσα στον αρχειομαρξισμό και το ΚΚΕ απεικονίζει θα λέγαμε κατά έναν τρόπο «την πόλωση ανάμεσα στον μικρόκοσμο του εργαστηρίου από τη μια πλευρά και στο εργοστασιακό σύστημα από την άλλη». Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι ο αρχειομαρξισμός δεν φέρει καθόλου την βούληση για ενοποίηση της εργατικής τάξης. Η διαφορά είναι ότι προβάλλει ως ιδεατή οργάνωση της παραγωγής και κατ' επέκταση οργάνωση της κοινωνίας το «παλαιό» τρόπο σε αντίθεση με τον «καινούριο», τον εκσυγχρονιστικό.

 
Ο συνδικαλισμός του Αρχείου
Η εμφάνιση των αρχειομαρξιστών στο συνδικαλιστικό στίβο διακατέχεται από έναν εμπειρισμό και μια ηθικολογία. Εμφανίζονταν στα συνδικάτα χωρίς να αποκαλύπτουν την πολιτική τους ταυτότητα ως απλοί καθαροί ή τίμιοι εργάτες που ενδιαφέρονταν για το πραγματικό συμφέρον των εργαζομένων σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς εργατοπατέρες του εργοδοτικού συνδικαλισμού και τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ που κατηγορούταν για «τυχοδιωκτισμό», «αμορφωσιά» και «σοσιαλδημοκρατισμό». Σταδιακά όμως, όσο θα αποκτά μεγαλύτερη εμπειρία και θα κατασταλάζει σε ένα συγκεκριμένο συνδικαλιστικό πρόγραμμα, αλλά ουδέποτε θα απολέσει το ηθικολογικό στοιχείο.
Γνωρίζουμε ότι ο λόγος περί «απλών», «καθαρών» και «τίμιων» εργατών έρχεται σε άμεση και ορατή αντιπαράθεση απέναντι στην πολιτική δημαγωγία των εργοπατέρων συνδικαλιστών, που κατά την συντεχνιακή συνήθεια μπορεί να μην ήταν καν εργάτες. Οι Αρχείοι τους αποκαλούσαν «κοινωνικά αποβράσματα», «λωποδύτες», «χαφιέδες» και «καταχραστές» και τους κατηγορούσαν ότι συνεργούσαν ανοιχτά με το κράτος, την εργοδοτική συντεχνία και την Αστυνομία σε βάρος των εργατών. Συνεπώς, ο λόγος αυτός στην ουσία συγκροτεί, θα λέγαμε, κατά ένα τρόπο μια πολιτική πρόταση για ανεξαρτησία των εργατών από τον εργοδοτικό συνδικαλισμό. Ο εμπειρισμός αυτός των Αρχείων συνέδεσε και ταύτισε τον ηθικό λόγο με τον ταξικό λόγο.
Η ηθικολογική διάσταση του συνδικαλιστικού, αλλά ίσως και γενικότερα του πολιτικού λόγου και σκέψης του αρχειομαρξισμού, απορρέει συνολικά από τον τρόπο με τον οποίο συμμετείχαν οι εργάτες αυτών των κλάδων στην διαμόρφωση των όρων εργασίας. Έτσι, ο ηθικός συνδικαλιστικός λόγος των αρχειομαρξιστών δεν αφορούσε μόνο τον ρόλο των εργατοπατέρων και των εργοδοτών, αλλά γενικά την ίδια την διαδικασία της παραγωγής. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στους υποδηματεργάτες της Δράμας, ενώ οι κομματικοί διεκδικούσαν την ύπαρξη μόνο δύο διαχωριστικών βαθμίδων προτείνοντας κατώτατο όριο «καλφαλικιού», δηλαδή μεροκάματου, 70 λεπτά για τους καλφάδες και 30 για τους παραγιούς, οι αρχειομαρξιστές υποστήριζαν ότι τα «καλφαλίκια» θα έπρεπε να χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες προτείνοντας 75 λεπτά για την πρώτη, 60 για την δεύτερη και πενήντα για την τρίτη. Οι αρχειομαρξιστές στην συγκεκριμένη συνέλευση εξέλεξαν στην διοίκηση τρεις αντιπροσώπους, οι κομματικοί δύο, ενώ εξελέγησαν και δύο ανεξάρτητοι. Είναι σαφές ότι η αρχειομαρξιστική συνδικαλιστική θέση για τον τρόπο καταμερισμού της εργασίας αντιστοιχεί στους παραδοσιακούς τρόπους λειτουργίας των επαγγελμάτων των μισθωτών τεχνιτών, οι οποίοι χωρίζονταν και διακρίνονταν σε πάρα πολλές μισθολογικές κατηγορίες και ειδικεύσεις με βάση την δική τους κατανόηση της εργασιακής τάξης. Η απόλυτη ταξική εξίσωση που πρότασσαν οι κομματικοί ενδεχομένως να έμοιαζε με μια προσπάθεια καταστρατήγησης των εργασιακών κεκτημένων τους και γι' αυτό ίσως να την κατέτασσαν στο γενικότερο εγχείρημα υποβάθμισης της κοινωνικής τους θέσης. Ο αρχειομαρξισμός εκφράζει, λοιπόν, ανοιχτά μια συντεχνιάζουσα ριζοσπαστικοποίηση και προβάλλει το σεβασμό σε μια ταξικότητα με ενδοταξικές διαβαθμίσεις, που αντιστοιχεί στον εργασιακό κόσμο του μικροεργαστηρίου που μεταβαίνει συχνά από τη θέση του ανεξάρτητου στη θέση του εξαρτημένου τεχνίτη, από τη θέση δηλαδή του «κάλφα» στην θέση του «μάστορα». Γι' αυτό τείνει να διαφυλάσσει εκείνες τις διαφοροποιήσεις που ενδεχομένως να επιτρέπουν ένα τέτοιο άλμα σε εκείνους που βρίσκονται στα ψηλότερα επίπεδα και να διατηρούν την ελπίδα σε εκείνους που βρίσκονται στα χαμηλότερα. Αντίθετα, ο συνδικαλιστικός λόγος του ΚΚΕ, αν και προσαρμοσμένος στις συνθήκες, δηλαδή εκτιμά ως σημαντική τη διαφορά ανάμεσα στον «παραγιό» και τον «κάλφα», πιέζει για την ταξική εξίσωση και εκφράζει με τον συνδικαλιστικό του λόγο ενδεχομένως την σταθερότητα και την παγίωση της προλεταριοποίησης.
Πέρα από την πρόταξη της τιμιότητας εκείνο το χαρακτηριστικό, λοιπόν, που διακρίνει τον αρχειομαρξισμό είναι η συγκρουσιακότητα που μάλλον συνάδει γενικά με την υποβάθμιση της πολιτικής. Σε όλα σχεδόν τα εργατικά συνέδρια του μεσοπολέμου η καταφυγή στη βία αποτέλεσε κανόνα στην προσπάθεια των αρχειομαρξιστών να πετύχουν ισότιμη αντιμετώπιση από το ΚΚΕ.
Η μορφή αυτή πολιτικού λόγου, όπως εμφανίζεται στον αρχειομαρξισμό, δεν ήταν όμως ούτε άγνωστη ούτε ξένη τόσο στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα όσο και στο ελληνικό. Προϋπάρχει στο κίνημα των συντεχνιών στην Αθήνα κατά τα τέλη του 19ου αι, στον λόγο όλων σχεδόν των σοσιαλιστών πριν το 1918. Επίσης, παραμένει κυρίαρχος λόγος, μέσα όμως σε ένα καθαρά συντηρητικό νοηματικό πλαίσιο, στις συντηρητικές συνδικαλιστικές παρατάξεις. Χαρακτηριστική περίπτωση ενός τέτοιου ηθικολογικού συνδικαλισμού είναι ο επαναστατικός και αργότερα ρεφορμιστικός συνδικαλισμός στην Γαλλία, ο συνδικαλισμός των αναρχικών, των οπαδών του Σορέλ, αλλά και άλλων. Όλες οι σχετικές μελέτες συνδέουν την εμφάνιση του λόγου αυτού με εργατικά στρώματα παρόμοια με αυτά που εξέφρασε ο αρχειομαρξισμός.
Γενικά, οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ καθόριζαν την πολιτική τους στο συνδικαλιστικό κίνημα με βάση τις θέσεις της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς (ΚΣΔ) που ιδρύθηκε στη Μόσχα το 1921. Ο συντεχνιακός τρόπος οργάνωσης που κυριαρχούσε σε όλη την Ευρώπη κρίθηκε ανίκανος να αντεπεξέλθει στις ανάγκες, διότι λειτουργούσε διασπαστικά και όχι ενωτικά στην διαμόρφωση μιας ενιαίας ταξικής συνείδησης. «Τα εργατικά συνδικάτα θα έπρεπε να αναδιοργανωθούν ώστε να ενώνουν τους εργάτες όχι κατά ειδικότητα αλλά κατά κλάδο παραγωγής και σε εθνική κλίμακα. … Σε τοπικό επίπεδο, η συνδικαλιστική δράση θα συντονιζόταν από εργοστασιακές επιτροπές ή συμβούλια. Ο αναδιοργανωμένος αυτός συνδικαλισμός θα εγκατέλειπε την τακτική των πιέσεων και των διαπραγματεύσεων των συνδικαλιστικών ηγεσιών· θα υιοθετούσε την άμεση δράση των μαζών, η οποία θα κλιμακωνόταν από τις απεργίες στις διαδηλώσεις, στις καταλήψεις εργοστασίων, στην επιβολή εργατικού ελέγχου και στην ένοπλη εξέγερση.» Κατά την τριτοδιεθνιστική αντίληψη το ζήτημα της εξουσίας δεν μπαίνει μόνο στο επίπεδο της παραγωγής, αλλά κυρίως στο επίπεδο του κεντρικού πολιτικού σκηνικού. Επομένως, το κόμμα και όχι το συνδικαλιστικό κίνημα είναι ο πολιτικός φορέας και εκφραστής της επαναστατικής δράσης. Στα 1927, η αντίληψη αυτή σε συνδυασμό με την εκτίμηση για την τρίτη και τελευταία περίοδο του καπιταλισμού σήμαινε άμεση πολιτικοποίηση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας υποταγμένης απόλυτα στην πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το ΚΚΕ προσανατολίζει γύρω στα 1927 τα σωματεία των εργατών συναφών επαγγελμάτων να ενοποιηθούν σε Βιομηχανικές Ενώσεις οι οποίες ενοποιούσαν τα σωματεία ειδίκευσης στη βάση ενός ενιαίου κλάδου. Για παράδειγμα τα σωματεία μαγείρων και γκαρσονιών εστιατορίου ενοποιούνταν σε μια ενιαία συνδικαλιστική ενότητα καθώς κριτήριο δεν αποτελεί η ειδίκευση, αλλά ο χώρος εργασίας. Οι Βιομηχανικές Ενώσεις δεν ήταν δηλαδή δευτεροβάθμιες ενώσεις, αλλά μια διαφορετική συγκρότηση σε πρωτοβάθμιο επίπεδο. Επίσης, το ΚΚΕ δίνει μεγάλη σημασία στην ίδρυση δευτεροβάθμιων εργατικών συσσωματώσεων, των ομοσπονδιών, που συγκροτούνται πάνω στην βάση της ενοποίησης των διαφορετικών συναφών κλάδων. Οι θέσεις αυτές της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς προέκυπταν από τις παραγωγικές δομές χωρών με ισχυρή βιομηχανική οργάνωση, μεγάλα εργοστάσια και σοβαρή συνδικαλιστική παράδοση. Επομένως, στην Ελλάδα η απόπειρα εφαρμογής τους από τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ προσέκρουσαν στις διαφορετικές παραγωγικές δομές του ελληνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού.
Στις αδυναμίες προσαρμογής των οργανωτικών μοντέλων της Κόκκινης Διεθνούς στις ελληνικές συνθήκες διεξαγωγής της ταξικής πάλης θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε τις αιτίες μαζικοποίησης και ταυτόχρονα της στροφής του αρχειομαρξισμού στον συνδικαλισμό. Όταν οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν τη γραμμή των Βιομηχανικών Ενώσεων και της τρίτης περιόδου, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των πολιτικοποιημένων εργατών, που μέχρι τότε λειτουργούσε μέσα ή επηρεαζόταν συνδικαλιστικά κυρίως από στο ΚΚΕ, απομακρύνθηκε από το κόμμα και στράφηκε προς στην ομάδα του Γιωτόπουλου. Εκείνη την περίοδο, οι αρχειομαρξιστές προσανατολίστηκαν σταθερά στη διατήρηση ή στην επαναφορά στο παλιό μοντέλο, έχοντας συχνά ως σύμμαχους τους «δεξιούς» ή σοσιαλιστές συνδικαλιστές.
Πιο πάνω ήδη έχουμε αναφέρει ότι σε πλήρη αντίθεση με ότι συνέβαινε στους κλάδους των ειδικευμένων εργατών, ο αρχειομαρξισμός αδυνατούσε να διαμορφώσει ένα πρόγραμμα για τους εργοστασιακούς κλάδους της ανειδίκευτης εργασίας. Εξαιτίας μάλλον αυτής της αδυναμίας του, αλλά και εξαιτίας της προοπτικής του «Ενιαίου Μετώπου» με το ΚΚΕ που άρχισε να εφαρμόζει από το 1930 και έπειτα αρχίζει να βλέπει πιο ευέλικτα το ζήτημα και θεωρεί ότι το μοντέλο συνδικαλιστικής οργάνωσης θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την περίπτωση. Θεωρητικοποιώντας το ζήτημα εκτιμούν πως η κατά κλάδους οργάνωση (Σωματείο) αφορά «χειροτεχνικά επαγγέλματα των οποίων οι εργάτες δουλεύουν συνήθως σε μικροεπιχειρήσεις σκόρπιες που απασχολούν εργάτες του αυτού κλάδου. (Τσαγκάρηδες, Οικοδόμοι, ραπτεργάτες, αρτεργάτες κλπ.). Η κατ' επιχείρηση οργάνωση (Βιομηχανική Ένωση)» είνε η τελειότερη μορφή επαγγελματικής οργάνωσης των εργατών, όμως δεν μπορεί να εφαρμοσθεί παρά μόνον εκεί που η παραγωγή είνε συγκεντρωποιημένη και διεξάγεται μέσα σε βιομηχανικές επιχειρήσεις που απασχολούν μεγάλο αριθμό εργατών διαφόρων ειδικοτήτων.» Πάντως, ακόμη και στα 1931 πριμοδοτεί την σωματειακή μορφή, ενώ θεωρούν πως στην περίπτωση που χρειαστεί να εφαρμοστεί το μοντέλο των ΒΕ, δεν θα πρέπει να γίνει άνωθεν και χωρίς να έχει προηγηθεί μια προεργασία προσαρμογής. Έτσι, κατηγορούν τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ για τον γραφειοκρατικό τρόπο με τον οποίο επιχείρησαν να εφαρμόσουν το σύστημα των Βιομηχανικών Ενώσεων
Ο διαχωρισμός αυτός θα επιφέρει τον πολυμερισμό του συνδικαλιστικού κινήματος. Η ρευστότητα αυτή θα επιταθεί ύστερα από τη διάσπαση της ΓΣΕΕ και τη δημιουργία περισσοτέρων από μιας Συνομοσπονδιών με πανελλαδική δικτύωση. Οι αρχειομαρξιστές γενικά στην αρχή επιδιώκουν συμμαχίες με τους δεξιούς στα δευτεροβάθμια εργατικά κέντρα ή συγκροτούν δικά τους, αλλά από το 1931 επιδιώκουν το ενιαίο μέτωπο με το ΚΚΕ. Το 1929 εγκαινιάστηκε η πολιτική έκδοση επαγγελματικών εφημερίδων π.χ. «Αρτεργάτης, «Υποδηματεργάτης», «Φοιτητής», «Κουρέας», με ένα τιράζ 5.000 – 7.000.

 
Η εξέλιξη της συνδικαλιστικής δράσης του Αρχείου
Στα 1930 λαμβάνει εξέλιξη μια σημαντική τομή στο Αρχείο. Μέχρι τώρα δεν υπάρχουν αντιπροσωπευτικά σώματα, δικαιώματα εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Η ιεραρχία ορίζεται με βάση 7 επίπεδα «μόρφωσης» που έπρεπε να φτάσουν τα δόκιμα και τα κανονικά μέλη του Αρχείου. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να συσχετίσει την πολιτική μορφή με αντιλήψεις για τον χαρακτήρα της ιεραρχίας και του καταμερισμού της εργασίας σε εκείνα ακριβώς τα στρώματα με τα οποία συνδέεται. Θα μπορούσε μάλιστα να βρει μια απόλυτη αντιστοίχηση ανάμεσα στους παραγιούς, τους καλφάδες και τους μαστόρους και στα δόκιμα μέλη, τα κανονικά μέλη και τα έμπειρα μέλη. Επίσης, το στοιχείο της επιλογής γίνεται από τα πάνω με βάση τα κριτήρια της μόρφωσης, της αφοσίωσης και της επιτυχίας. Τα κριτήρια αυτά ίσως να ανταποκρίνονται σε γνώριμες ιεραρχικές φόρμες αυτής της κατηγορίας εργατών και γι' αυτό ίσως να μην διαμαρτύρονται για την απουσία του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, καθώς και για την ύπαρξη συλλογικών οργάνων, αλλά αυτοί οι εργάτες να αντιλαμβάνονται ως φυσιολογική αυτή την δομή. Τέλος, η μορφή αυτή οργάνωσης αντιστοιχεί θυμίζει μυστικές εταιρείες του 19ου αι.
Τώρα συνδέεται με την Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση του Τρότσκυ, σύντομα ο ίδιος ο Γιωτόπουλος θα γίνει διαρκής γραμματέας της, οργανώνει για πρώτη φορά συνέδριο και αποκτά τα τυπικά χαρακτηριστικά του μπολσεβίκικου κόμματος. Αποκτά δημόσιο πρόσωπο, γραφεία και επίσημο όνομα Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας Αρχειομαρξιστών –ΚΟΜΛΕΑ.
Η σύνδεση του Αρχείου με την ΔΑΑ μετατοπίζει τη στάση της οργάνωσης σε σχέση με το ΚΚΕ και όπως ήδη αναφέρθηκε και στο συνδικαλιστικό. Η οργάνωση αντιλαμβάνεται τον εαυτό της όχι ως διακριτό Κόμμα, αλλά ως Αριστερή Αντιπολίτευση στο ΚΚΕ και για αυτό επιδιώκει το Ενιαίο Μέτωπο. Στην πράξη βέβαια η ΚΟΜΛΕΑ έχει τις δυνατότητες ενός Κόμματος. Αυτή η αντίφαση θα δημιουργήσει πολλά προβλήματα στη συνέχεια και θα οδηγήσει στη διάσπαση.
Την περίοδο 1930-34 η ΚΟΜΛΕΑ συνεχίζει να εκφράζει γενικά τα ίδια εργατικά στρώματα που εξέφραζε και την προηγούμενη περίοδο. Αλλά τουλάχιστον στην Αθήνα καταφέρνει να διατηρεί παρατάξεις και σε άλλα εργατικά στρώματα, όπως στους τριατικούς. Το δημόσιο πρόσωπό της στον συνδικαλισμό παραμένει να είναι το σωματείο αρτεργατών, το δικό της από τα τρία υπάρχοντα των υποδηματεργατών και οι ανάπηροι πολέμου. Οι μαζικές, δυναμικές, με συγκρούσεις και με σημαντικές επιτυχίες απεργίες διατηρούν την οργάνωση στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ιδιαίτερα οι επιτυχίες των αρτεργατών καθιστούν το σωματείο αυτό σημείο αναφοράς και πόλο έλξης για πολλά ομοιοεπαγγελματικά σωματεία σε άλλες πόλεις. Όμως θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα αιτήματα πλέον όλων αυτών των σωματείων δεν προκύπτουν γενικά από συντεχνιακές λογικές με βάση την ηθική της εργασίας. Τα προβλήματα που αφορούν τους κλάδους είναι κυρίως οικονομικά και ασφαλιστικά, ενώ τίθεται το οχτάωρο. Μάλιστα οι συνθήκες εργασίας και τα προβλήματα που παρουσιάζουν οι μυλεργάτες της Καλαμάτας θυμίζουν περισσότερο καταστάσεις σύγχρονων εργοστασίων, αφού βάζουν π.χ. το ζήτημα της μονότονης εργασίας μπροστά από ένα μηχάνημα. Φαίνεται πως η άποψη του Κώστα Φουντανόπουλου για κυριαρχία συνολικά κατά τον μεσοπόλεμο αιτημάτων που σχετίζονται με την ηθική της εργασίας θα πρέπει ενδεχομένως να επανεξετασθεί.
Στα 1934 η ΚΟΜΛΕΑ διασπάται σε δύο τμήματα το ΚΑΚΕ και την ΚΔΕΕ. Ο Γιωτόπουλος έρχεται σε ρήξη με τον Τρότσκι, ενώ ο Βιτσώρης, μέχρι τότε στενός συνεργάτης του Γιωτόπουλου, υπερασπίζεται στην οργάνωση τις απόψεις της ΔΑΑ. Βασικό επίδικο είναι το κατά πόσο η ΚΟΜΛΕΑ μπορεί άμεσα να μετασχηματιστεί από αριστερή αντιπολίτευση σε ξεχωριστό Κόμμα. Μετά τη διάσπαση φαίνεται πως η δυναμική του ρεύματος χάνεται. Ενδεχομένως η απώλεια της δυναμικής αυτής να σχετίζεται και με αλλαγές στην σύνθεση των εργατικών στρωμάτων. Το ΚΑΚΕ θα συνεχίζει να υφίσταται μέχρι το 1951, ενώ θα λάβει ενεργά μέρος στην αντίσταση κατά την Κατοχή. Μάλιστα, θα ζητήσει δυό φορές να ενταχθεί στο ΕΑΜ, πρόταση που θα απορριφθεί. Μετά τις εκτελέσεις τροτσκιστών το 1944 θα απομακρυνθεί από το ΕΑΜικό μπλοκ και θα κρατήσει ίσες αποστάσεις από τα αντίπαλα μέρη του εμφυλίου. Η στάση αυτή θα οδηγήσει στον μαρασμό, στην εξαφάνιση του αρχειομαρξιστικού ρεύματος και τελικά στη λήθη.
Οι πηγές που χρησιμοποίησα είναι όλα τα αριστερά έντυπα και εφημερίδες της περιόδου, αλλά και των μετέπειτα εποχών που έχουν αναφορά στο Αρχείο. Αναμνήσεις αρχειομαρξιστών, τροτσκιστών και μελών του ΚΚΕ. Δευτερογενή βιβλιογραφία πάνω στο εργατικό, συνδικαλιστικό και αριστερό κίνημα της εποχής.

 



 

 



 



 

 








Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Η εξέγερση του Δεκέμβρη

Κώστας Παλούκης

Η εξέγερση του Δεκέμβρη, μια εξέγερση με πολλές πλευρές και διαφορετικά επίπεδα που επικέντρωναν και ενοποιούνταν στο ζήτημα της καταστολής, επανέφερε στην επιφάνεια παλιές συζητήσεις και προβληματισμούς. Μια σημαντική ένσταση που τέθηκε σχεδόν από το σύνολο της αριστεράς, και σε μεγάλο βαθμό συζητήθηκε στη δικιά μας αριστερά, αφορούσε το κατά πόσο το περιεχόμενο των συνθημάτων που κυριάρχησαν στις πορείες ήταν πολιτικά ή όχι και γενικότερα κατά πόσο το στίγμα του κινήματος ήταν πολιτικό. Οπότε έμπαινε το καθήκον και η υποχρέωση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να «πολιτικοποιήσει» το κίνημα θέτοντας συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους. Κατά τον ίδιο τρόπο μπήκε στη συζήτηση το κατά πόσο το κίνημα ήταν «αυθόρμητο» και εάν αυτό είναι καλό ή κακό ή εν τέλει τι συνιστά το «αυθόρμητο». Ιδιαίτερα η κριτική αυτή αφορούσε τα συνθήματα εκείνα που στοχοποιούν τους αστυνομικούς ως πρόσωπα και ηθικές οντότητες, είναι υβριστικά ή και απλοϊκά-χιουμοριστικά, αφήνοντας έξω τις πολιτικές ευθύνες της αστυνομίας ως μηχανισμού καταστολής, της κυβέρνησης ή γενικά δεν αναδεικνύουν κάποιο «καθαρό» πολιτικό ζήτημα. Πρόσφατα λοιπόν μια τέτοια κουβέντα έλαβε χώρα σε ένα ιντερνετικό φόρουμ με αφορμή μια λίστα περίπου 100 συνθημάτων του τύπου:

«Τα τύμπανα τα άφησα, θα πιάσω το τρομπόνι / ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ», «Την παίρνω στο τηλέφωνο κι αυτή δεν το σηκώνει/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!», «Ανάμεσα στους τζίτζικες, να και ένα τριζόνι/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!», «η μπόρα από τη Σαχάρα, έφερε και σκόνη/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!», «κι αν μπήκε ο Δεκέμβριος, δεν είδαμε το χιόνι/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!», «Στην Κηφισιά για κηπουρό πήρανε τον Αντώνη/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!», «Το φρούτο το πιο γλυκό, είναι το πεπόνι/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!», «ο σκύλος μου τρελάθηκε, με γάτες ζευγαρώνει/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!», «Η καθημερινότητα πόσο πολύ με αγχώνει/μα όταν σας βρίζω ηρεμώ/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!», «Τι κι αν η επιχείρηση εβάρεσε κανόνι/χαλάλι όλα τα λεφτά/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!», «Ποιος τις παντόφλες μου έβγαλε έξω στο μπαλκόνι;/μήπως ξέρετε τίποτα/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ;», «Η ΑΕΚ τον απέλυσε προχθές τον Γιώργο Δώνη/για όλα φταίγατε εσείς/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!», «Σαν πάρεις τον κατήφορο κανένας δεν σε σώνει/πάλι δεν βγαίνει νόημα/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!», «Ξέρεις πως τον τηλέγραφο τον βρήκε ο Μαρκόνι;/(ξέρω πως είναι άσχετο)/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!, /«Βγήκα και άπλωσα, μπουγάδα στο μπαλκόνι,/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ», «Το δάνειο η τράπεζα, πόσο σας το χρεώνει?/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ», «Η άνοιξη ακριβή, ένα το χελιδόνι/ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ». Και το φινάλε.... «Δεν είν' ανάγκη σύνθημα σε -ώνει να τελειώνει/ΜΠΑΤΣΟΙ-ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ- ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ».

Αυτά τα συνθήματα, λοιπόν, θεωρήθηκαν ότι δεν αφορούν και δεν χωράνε στην αντικαπιταλιστική αριστερά.

Πράγματι δεν έχουν τίποτα το πολιτικό, αν πολιτική είναι μόνο το πλαίσιο της συνέλευσης ή του σωματείου που θα πρέπει υποχρεωτικά να γράφει "κατά της ΕΕ, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ" αν πολιτική είναι μόνο το σύνθημα "Εμπρος λαέ..." ή μόνο το επεξεργασμένο, εξορθολογισμένο, σχεδιασμένο, προσανατολισμένο, συμπεφωνημένο, κατεργασμένο, συγκροτημένο σύνθημα αν πολιτική είναι να επαναλαμβάνουμε αυστηρά και ιεροτελεστικά πράξεις και συνθήματα που υποδεικνύουν τον εγκλεισμό μας σε ένα πολύ δεδομένο, απονεκρωμένο, περιορισμένο σε φαντασία, διάθεση, παιχνίδισμα πολιτικά ορθό λόγο και πολιτικά ορθή πράξη. Όταν με εμμονή – και σωστά κατά την άποψή μου – πρέπει να μπαίνει σε κάθε κείμενο «το αντιΕΕ, αντικυβερνητικό, αντιιμπεριαλιστικό, αντιΓΣΕΕ» κλπ περιεχόμενό μας! Αλλά είναι φανερό ότι αυτού του είδους η πολιτική συνθηματολογία, παρότι αναγκαία και χρήσιμη ως ένα βαθμό, δεν είναι αρκετή ούτε σε εμάς, αλλά και ούτε και στη νεολαία των Δεκεμβριανών! Για παράδειγμα τα παιδιά μιας συσπείρωσης καλλιτεχνών που δημιουργήθηκε στα Δεκεμβριανά, και ουσιαστικά συγκεντρώσανε αυτά τα συνθήματα, καταφέρανε και κάνανε πολιτική και με έναν άλλο τρόπο! Πιάσανε το κεντρικό διακύβευμα που πλανιόταν στη συγκυρία και απαντήσανε σε αυτό. Και ποιό ήταν αυτό το διακύβευμα; Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο στο Σύνταγμα! Τι συμβόλιζε το δέντρο; Ο καθένας μπορεί να αναφέρει χιλιάδες πολιτικές πλευρές αυτής της συμπυκνωμένης στοχοποίησης ενός απολίτικου καταρχήν αντικειμένου. Και όμως, τελικά, πολύ πολιτικού!

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το βασικό προτέρημα της δικιάς μας αντικαπιταλιστικής αριστεράς, δηλαδή το αυστηρά συνδικαλιστικό DNA, φαντάζει μειονέκτημα. Γιατί ναι μεν η κρυστάλινη ορθολογική δομή που χρειάζεται ένας λόγος για να πείσει το κοινό είναι χρήσιμη και ενθουσιάζει! Αλλά έξω από τη συνέλευση, έξω από το σωματείο, ξαφνικά κανείς δεν μπορεί να μας καταλάβει! Ενώ εκεί μέσα τους κερδίζουμε όλους, μόλις βγούμε έξω μετά βίας μας αναγνωρίζει κάποιος! Γιατί άραγε; Κατά την άποψή μου γιατί η πραγματική κοινωνία μόνο μέχρι σε ένα βαθμό προσεγγίζει τα προβλήματά της με έναν αυστηρά ορθολογικό τρόπο. Τις περισσότερες φορές τα προσεγγίζει, με άλλους υπόγειους τρόπους και εκφράσεις, περισσότερο θυμικούς, που δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που πρέπει να εφαρμόσει κανείς μέσα στο σωματείο και τη συνέλευση ή ακόμη και στη γειτονιά. Αυτοί οι θυμικοί τρόποι, ναι είναι απολίτικοι με το κριτήριο το αυστηρά συνδικαλιστικό-ορθολογικό, γιατί εμπεριέχουν ακριβώς το στοιχείο του αυθόρμητου, του ημισυνείδητου. Αυτά όμως τα στοιχεία μπορούν και μιλάνε ή δείχνουν καταστάσεις σαφώς πολιτικές.

Ποιο είναι το «πολιτικό» στοιχείο αυτών των συνθημάτων, ιδιαίτερα στη γραπτή τους μορφή; Ποιό είναι το λεπτό, αλλά κόκκινο, νήμα που ενώνει όλα αυτά τα στιχάκια-συνθηματάκια;

Από άποψη δομής χωρίζονται σε δύο τμήματα: έναν αριθμητή και έναν παρανομαστή. Σε όλα ο παρανομαστής είναι κοινός. Επαναλαμβάνεται το ίδιο σύνθημα απαράλλαχτο και με κεφαλαία γράμματα, σε αντίθεση με τα μικρά που είναι στον αριθμητή. Με αυτόν τον τρόπο, με αυτήν την επανάληψη και αυτήν την αντίθεση αποτυπώνεται το συναίσθημα της έντασης, της οργής και του θυμού κατά την σιωπηρή ή φωναχτή ανάγνωσή τους ή κατά την εκφώνησή τους στην πορεία! Το σύνθημα σε αυτόν τον παρανομαστή είναι το: ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!

Τι υποδηλώνει αυτό το σύνθημα; Τον κεντρικό στόχο του κινήματος των Δεκεμβριανών που είναι η αστυνομική καταστολή. Το σύνθημα αυτό έχει φωναχτεί άπειρες φορές τα προηγούμενα 30 χρόνια, αλλά πάντοτε με μία ή δύο εκδοχές στον αριθμητή πολύ διαδεδομένες: ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΕΝΑ ΣΥΝΘΗΜΑ ΠΟΥ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕΙ. Αλλά για πρώτη φορά σπάει ο αριθμητής και γίνεται απειράριθμος. Αυτό που μας "ενώνει" απελευθερώνεται από τον δεσμό του, γίνεται χίλια κομμάτια και αποκαλύπτεται!


Αλήθεια λοιπόν τι συνέχει αυτά τα συνθήματα: «Τα τύμπανα τα άφησα, θα πιάσω το τρομπόνι», με το σύνθημα: «Την παίρνω στο τηλέφωνο κι αυτή δεν το σηκώνει». Το: «Στην Κηφισιά για κηπουρό πήρανε τον Αντώνη» με το: «ο σκύλος μου τρελάθηκε, με γάτες ζευγαρώνει». Το: « Ανάμεσα στους τζίτζικες, να και ένα τριζόνι» με το: «Το φρούτο το πιο γλυκό, είναι το πεπόνι». Μα φυσικά πρόκειται για απολίτικες στιγμές της καθημερινότητας, εντελώς άσχετες φαινομενικά μεταξύ τους και εντελώς άσχετες με το ζήτημα. Εξάλλου αυτό το «ασχετο» είναι και το ζητούμενο που σε πολλά συνθήματα είναι ρητά δηλωμένο (βλ. «Δεν είν' ανάγκη σύνθημα σε -ώνει να τελειώνει», «ξέρω πως είναι άσχετο», «πάλι δεν βγαίνει νόημα»). Πρόκειται για εικόνες και μυρωδιές, για προσωπικές και δημόσιες στιγμές, όλα αυτά που συνθέτουν την πραγματική καθημερινή ζωή ενός ανθρώπου! Ο κάθε «υπνωτισμένος» άνθρωπος που μέχρι εκείνη τη στιγμή εστιάζει στο φαϊ, στην γκόμενα, στο ποδόσφαιρο, στην τράπεζα, στην δουλειά, στον καιρό, στην οικογενειακή του κλειστή ζωή εξεγείρεται και τοποθετείται απέναντι στη δολοφονία του μικρού Αλέξη. Ενώ μέχρι τώρα ήταν τα μόνα του προβλήματα, ξαφνικά όλα μαζί και χωρίς να πάψουν να είναι προβλήματά του ενώθηκαν σε ένα κοινό παρανομαστή. Και αυτή ακριβώς η αντίφαση, δηλαδή η τοποθέτηση του απλού καθημερινού κόντρα στην καταστολή, έκανε αυτά τα συνθήματα ελκυστικά και υιοθετήθηκαν ευχάριστα από όλους. Διότι όλοι καταλαβαίνανε ταυτόχρονα και επιπλέον το εξής: ότι μέσα σε αυτό το κίνημα, όλες αυτές οι μικρές ασήμαντες καθημερινότητές μας ενώθηκαν απέναντι σε ένα ζήτημα, γίνεται αυτός ο αχταρμάς με έναν μαγικό τρόπο «σχετικός», ενώθηκαν μέσα σε ένα σύνθημα το: ΜΠΑΤΣΟΙ, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ. Απέναντι δηλαδή στην κρατική και αστυνομική καταστολή; Γιατί; Διότι στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό η καταστολή υπάρχει παντού, σε κάθε στιγμή, σε κάθε χώρο, στην εργασία, στην καφετέρια, στην τηλεόραση, στο γήπεδο, στην οικογένεια, στα ζώα! Επιτέλους, με λίγα λόγια καταλάβαμε τι είναι αυτό ΠΟΥ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕΙ!

Αυτή η σύνδεση είναι πάρα πολύ πολιτική και πολύ όμορφη, απλή και κατανοητή. Αυτή η σύνδεση σύντροφοι δεν μπορεί να περιγραφτεί με καθαρά πολιτικά συνθήματα! Γιατί δεν χωράει σε αυτά! Ας μη χαρίζουμε αυτόν τον όμορφο αυθορμητισμό στην αναρχία και στον Συνασπισμό! Και όσο εμείς ψάχνουμε εγκεφαλικά το ορθό πολιτικό σύνθημα, για να πολιτικοποιήσουμε το κίνημα, αυτοί απλά το πιάνουν εκεί που ήδη υπάρχει! Ποιά είναι η διαφορά τους από εμάς; Οι αναρχικοί θα μείνουν σε αυτό, γιατί το μόνο που τους νοιάζει είναι η έκφραση του συναισθηματικού τους κόσμου. Οι Συνασπισμένοι θα το καπελώσουν με τον Τσίπρα, ο οποίος θα ζητάει ψήφους ως αντάλλαγμα που κατάφερε να νιώσει αυτό το συναίσθημα. Θα το προβάλλουν στην εφημερίδα τους, θα το οικειοποιηθούν και θα το εγκαταλείψουν στη μοναξιά της όμορφης ποιητικής του. Εμείς μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο; Να ενώσουμε το ριζοσπαστικά αυθόρμητο με το ριζοσπαστικά συνειδητό! Να διαμορφώσουμε τις σύγχρονες συνειδήσεις που θα χτυπάνε με κάθε τρόπο και σε κάθε σημείο τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό!



Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

Το «Ελληνικό Έθνος» του Νίκου Σβορώνου: σχέδιο για τη θεωρία και τη γενεαλογία του

Κώστας Παλούκης*, περ. Ουτοπία, Τεύχος 82, 2008

Νοέμβριος-Δεκέμβριος


 


 

Τον Οκτώβριο του 2004 κυκλοφόρησε το ανέκδοτο κείμενο του Νίκου Σβορώνου με τίτλο Το Ελληνικό Έθνος, γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού. Προοριζόταν για το αντίστοιχο λήμμα στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της Νεώτερης Ελλάδας που προετοίμαζε ο οίκος Ελευθερουδάκη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Σε αυτό ο Σβορώνος συνθέτει συνοπτικά την άποψή του για το ελληνικό έθνος. Πλευρές αυτής της ανάλυσης εξειδικεύονται σε άλλα κείμενά του, την Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, με βιβλιογραφικό οδηγό του Σπύρου Ασδραχά, και τα Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας. Με τα κείμενά του αυτά ο Σβορώνος συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της σημερινής επικρατούσας άποψης για το ελληνικό έθνος, μέχρι τουλάχιστον την αμφισβήτηση που άρχισε να δέχεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Παρά το γεγονός ότι οι απόψεις του Σβορώνου ήταν γνωστές, η έκδοση του ανέκδοτου αυτού κειμένου σήμανε την αφορμή για έναν πολύ έντονο δημόσιο διάλογο. Αναδυθήκαν στην επιφάνεια σημαντικές διαφορές, υποβόσκουσες καιρό μέσα στον ακαδημαϊκό χώρο, με μεθοδολογικό, ιδεολογικό και τελικά πολιτικό υπόβαθρο. Την επόμενη χρονιά, η έκδοση του βιβλίου Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού θα προκαλέσει μια πολύ πιο διευρυμένη δημόσια διαμάχη, έναν πραγματικό «πόλεμο λέξεων». Οι απόψεις του Νίκου Σβορώνου θα βρεθούν για δεύτερη φορά στο επίκεντρο των αντιπαραθέσεων.

Στο σημείωμα αυτό αφού παρουσιάσουμε συνοπτικά τους κύριους άξονες του «σχήματος» του Σβορώνου, δυστυχώς θα παρακάμψουμε την κριτική που δέχτηκε εξαιτίας του περιορισμένου χώρου και θα προσπαθήσουμε να θέσουμε το ιστορικό, πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο της διαμόρφωσης της θεωρίας του.


 

1. Το ελληνικό έθνος του Ν. Σβορώνου

α. Η μεθοδολογία του Σβορώνου

Ο Σβορώνος θέτει στα κείμενά του έναν προγραμματικό στόχο: να προτείνει έναν ορισμό του έθνους κοινά παραδεκτό επιστημονικά, που θα συνενώσει όλους τους έλληνες. Αναγνωρίζει την ιστορικότητα της έννοιας και συνδέει την εμφάνιση και την επικράτηση της εθνικής ιδεολογίας με την ανάπτυξη και την επικράτηση της αστικής τάξης.

Η σκέψη του εκκινείται από μια αντικειμενική πραγματικότητα, την ύπαρξη στο παρόν ενός «συντελεσμένου έθνους, ολοκληρωμένου με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά». Συντελεσμένο έθνος νοείται «μια διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων με συνείδηση ότι αποτελεί ένα ενιαίο και αλληλέγγυο σύνολο με δική του πολιτισμική φυσιογνωμία και ψυχοσύνθεση, με κοινά υλικά και πνευματικά συμφέροντα και με σταθερά εκφρασμένη τη βούληση ή τάση πολιτισμικής ή πολιτικής αυτονομίας, που μπορεί να φτάσει ως την απαίτηση κρατικής ανεξαρτησίας ενός έθνους». Σε άλλο σημείο του ίδιου κειμένου, προσθέτει ως προϋπόθεση στο Έθνος επιπλέον την ύπαρξη ενιαίου κράτους και «ενός αισθήματος κοινής πατρίδας και πατριωτισμού». Σημαντικό στοιχείο στη σκέψη του είναι η διάκριση της έννοιας «έθνος» από το «λαό» ή την «εθνότητα» που ταυτίζονται. Ο λαός αποτελεί, θα λέγαμε, μια κοινότητα με πιο χαλαρούς δεσμούς, αλλά εμφανώς υπαρκτούς. Οι έννοιες «ολοκληρωμένο» και «συντελεσμένο» υποδηλώνουν ένα τέλος σε μια συγκεκριμένη μορφή μιας διαδρομής. Και ο Σβορώνος δηλώνει πως αναζητά να μελετήσει ακριβώς αυτούς τους δρόμους. Αυτοί οι «δρόμοι» συνθέτουν την διαχρονική έννοια του «ελληνισμού».

Παρά την «αφαιρετική» αυτή πρόσληψη του παρελθόντος, καθώς προεκτείνει σε ένα διαχρονικό ελληνικό παρελθόν πολιτιστικά, ιδεολογικά και πολιτικά στοιχεία του ελληνικού παρόντος ο Σβορώνος, υποστηρίζει ότι ο ορισμός του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με «τις ρομαντικές αντιλήψεις που παρουσίαζαν το έθνος ως κάποια υπερβατή οντότητα δεδομένη από τα πριν, εκτός τόπου και χρόνου, έκφραση μιας φυλής ή, το πολύ, ενός συνόλου συγγενικών φυλών ή ενός μεταφυσικού «λαϊκού πνεύματος», μιας ψυχής». Επίσης, ο Σβορώνος δεν ικανοποιείται ούτε από την άποψη που «αρκείται στη διαπίστωση ότι το βασικό χαρακτηριστικό της εθνικής ενότητας είναι η κοινή βούληση των ατόμων που το απαρτίζουν». Μεθοδολογικά-ιδεολογικά λοιπόν διαχωρίζεται ρητά τόσο από τον ιστορικό ιδεαλισμό που χαρακτηρίζει παραδοσιακά την γερμανόπνευστη ελληνική ιστοριογραφία όσο και από τον πολιτικό βουλησιαρχισμό που χαρακτηρίζει την γαλλικής επιρροής αντίληψη για το Έθνος (Ρενάν).

Ο ίδιος λοιπόν θέλει να προτάξει μια μαρξιστική εκδοχή βασισμένη στο διαλεκτικό υλισμό βασισμένη στα παρακάτω κριτήρια:

α) «Η δημιουργία της κοινής αυτής βούλησης υπακούει σε κάποια νομοτέλεια»

β) «Το έθνος είναι κι αυτό μια ιστορική κατηγορία, η κατακλείδα μιας σειράς σχηματισμών που βγαίνει ο ένας από τον άλλον σε μια συνεχή εξελικτική διαλεκτική πορεία με τη συνεργεία πολλών παραγόντων»

γ) αυτοί οι παράγοντες δεν έχουν «την ίδια βαρύτητα, για το σχηματισμό του κάθε έθνους.»

δ) Ένα τέταρτο κριτήριο αποτελεί η έννοια της «αντικειμενικότητας», δηλαδή τη «συνεργία αντικειμενικών, έξω από τον άνθρωπο, περιστάσεων και του ανθρώπινου μυαλού, της ανθρώπινης συνείδησης.

ε) την «ιεράρχηση των πολλαπλών αυτών παραγόντων που καθορίζουν το ιστορικό γενέσθαι».

στ) τη διάκριση ιστορικών /μη ιστορικών λαών.

Με αυτά τα κριτήρια πλάθει με έναν δικό του τρόπο το «ελληνικό αφήγημα». Το τέταρτο κριτήριο επιτρέπει στον Σβορώνο να διαχωρίσει την αντικειμενική υπόσταση του ελληνισμού από την υποκειμενική που είναι η συνείδηση. Σε κάποιες περιόδους αυτές οι δύο πλευρές συμβαδίζουν, σε κάποιες άλλες όμως η δεύτερη απουσιάζει. Με αυτόν τον τρόπο του είναι εύκολο να παρουσιάσει τον ελληνισμό ως υπαρκτό - διακριτό ακόμα και σε εποχές, όπως π.χ. κατά τον ρωμαϊκό χριστιανικό μεσαίωνα ή κατά την οθωμανική περίοδο, που δεν υπάρχει κάποια συνείδηση ελληνικότητας στο πληθυσμό που «αντικειμενικά» θεωρείται από τον ίδιο ελληνικός. Το δεύτερο κριτήριο, προερχόμενο από τη χεγκελιανή παράδοση του μαρξισμού, εισαγάγει το πιο καθοριστικό στοιχείο στην πρόσληψη του έθνους από τον Σβορώνο. Σε κάθε εποχή ο ελληνισμός διαμορφώνει μια εντελώς διαφορετική οντότητα, μια διαφορετική κοινότητα, με ξεχωριστό περιεχόμενο και συνείδηση. Κατά την εξέλιξη της ιστορίας η μία οντότητα-κοινότητα ποιοτικά διαφορετική διαδέχεται την άλλη και της κληροδοτεί κάποια συνδετικά «στοιχεία». Το τελευταίο και, θα λέγαμε, ανώτερο στάδιο αυτής της διαδικασίας είναι το σύγχρονο «συντελεσμένο έθνος». Ο χεγκελιανισμός αυτός του επιτρέπει να πλησιάσει τα κυρίαρχα ιστορικά σχήματα του Παπαρρηγόπουλου και του Ζαμπέλιου.

Το πρώτο κριτήριο, αυτό της επίκλησης των νομοτελειών, ουσιαστικά βοηθάει μόνο στην χεγκελιανή αμφισβήτηση και άρνηση της κατά Ρενάν γαλλικής παράδοσης προσέγγισης του έθνους και τη συνειδητή επιλογή του να αναμετρηθεί και να συνθέσει με τον γερμανικό ιδεαλισμό. Με το τέταρτο κριτήριο μπορεί να ισχυρίζεται μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη πορεία σε κάθε έθνος, άρα και στο ελληνικό, πράγμα που ενδεχομένως το καθιστά εξαίρεση από γενικευμένες θεωρίες. Το πέμπτο, τέλος, κριτήριο του επιτρέπει να δράσει αφαιρετικά στο παρελθόν επιλέγοντας μέσα από την ιεράρχηση τα στοιχεία που στηρίζουν τα σχήματά του υποτιμώντας άλλα.


 

β. Το σχήμα του Σβορώνου

Ο Σβορώνος αποδέχεται λοιπόν την ύπαρξη ενός ιστορικού ελληνικού λαού πανάρχαιου με τρισχιλιετή ιστορία. Η αυτονόητα εμφανή ιστορική ύπαρξη του ελληνισμού ξεκινά κατά την κλασσική αρχαιότητα με σαφή μάλιστα συνείδηση της ελληνικής αυτής διακριτότητάς του. Η αυτοσυνείδηση του αρχαιοελληνικού λαού εδράζεται στο ιδεολόγημα της κοινής συνείδησης, στον φυλετικό σύνδεσμο, το όμαιμον του Ηροδότου. Ο Σβορώνος όμως βλέπει τη λαότητα αυτή ως ανάμιξη ντόπιων προελληνικών και ξένων ελληνικών φυλετικών στοιχείων. Η ανάδειξη της «μακεδονικής ηγεμονίας» και η συγκρότηση της «ελληνιστικής αυτοκρατορίας» δημιουργεί μια νέα πολιτική ενότητα στο «όνομα του ελληνισμού» που ετεροκαθορίζεται σε σχέση με τους «βαρβάρους» και τους «Πέρσες». Η κατάκτηση της Ανατολής επιφέρει τον «εξελληνισμό» της και την «υλικότερη» ενότητα του ελλαδικού και αποικιακού ελληνισμού. Αυτή την εποχή μετατοπίζεται ο αυτοπροσδιορισμός των ελλήνων από τη Ηροδότεια «φυλετική» συνείδηση στην «πολιτισμική» συνείδηση. Αυτό το αναγνωρίζει τόσο στην φαντασιακή πρόσληψη της κοινότητας, όπως την ορίζει πλέον ο Ισοκράτης, όσο και στην υλική διάστασή της με την γενικευμένη χρήση της αττικής διαλέκτου τόσο ως επίσημης διοικητικής όσο και ως κοινής σε όλα τα στρώματα, την ίδια στιγμή που οι παλαιές διάλεκτοι υποχωρούν. Ο ελληνιστικός λαός καθίσταται ενιαίος συνδέεται με το ελληνικό παρελθόν και εξασφαλίζει συνέχεια.

Κατά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, ο ελληνισμός διατηρεί την οικονομική του και πολιτισμική ενότητα, ενώ βαθαίνει ο εξελληνισμός των βάρβαρων ή ημιβάρβαρων φυλετικών στοιχείων στο Ανατολικό Τμήμα της. Έτσι, αναδύεται το Βυζάντιο, το οποίο ορίζεται ως «εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος του ελληνικού έθνους», καθώς το χαρακτηρίζει «η έντονη και διαρκής τάση του προς τον εξελληνισμό», «έως τη μεταβολή σε ένα ελληνικό εθνικό κράτος». Το γεγονός ότι «το Βυζάντιο συνεχίζει θεωρητικά το Ρωμαϊκό Κράτος και η λατινική εξακολουθεί να θεωρείται η επίσημη γλώσσα» υποτιμώνται ως «θεωρητικό» ζήτημα, καθώς ουσιαστικά το Βυζάντιο είναι «συνέχεια των ελληνιστικών βασιλείων της Ανατολής παρά της Ρώμης». Το βασικό συμπέρασμα του Σβορώνου είναι ότι από την εποχή της Μακεδονικής ηγεμονίας μέχρι και την εποχή του Βυζαντίου διάφοροι βαρβαρικοί πληθυσμοί ενσωματώνονται πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά με τον ελληνισμό της κλασσικής αρχαιότητας.

Ο ίδιος όμως αισθάνεται ότι το σχήμα αυτό απειλείται τόσο από τα γεγονότα της ιστορίας, δηλαδή τις επιδρομές των διαφόρων φύλων στην Βαλκανική όσο και από την θεωρία της ιστορίας, δηλαδή τον Φαλμεράγιερ. Για αυτό ασχολείται ιδιαίτερα με τις «εθνολογικές εξελίξεις του ελληνικού λαού» με σκοπό να καταδείξει την εθνολογική συνέχεια και αφομοιωτική δύναμη του ελληνικού λαού. Οι άλλοι λαοί που αφομοιώνονται από τον ελληνισμό συμβάλλουν αφήνοντας απλά κάποια ίχνη.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο Σβορώνος διαχωρίζει την αντικειμενική υπόσταση του ελληνισμού από την αυτοσυνείδηση της ελληνικότητας. Για αυτό το λόγο στα κείμενά του δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα να καταδείξει την παρόλ' αυτά συνέχεια του ελληνισμού. Η ένταξη του ελληνικού λαού, λοιπόν, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η παραδοχή του χριστιανισμό προκάλεσαν την βαθμιαία εξαφάνιση της συνείδησής του η οποία θα βρεθεί σε «συγκεχυμένη και λανθάνουσα κατάσταση». Εντούτοις, ο ηγετικός ρόλος του ελληνισμού θεωρείται ότι επεκτείνεται μέσα από την χριστιανική θρησκεία στην οποία κυριαρχεί. Αυτός «ο πρώτος διχασμός στη συνείδηση των ελλήνων» θεωρείται από τον ιστορικό ως «αληθινά δραματικός», καθώς οδηγεί τον ελληνισμό «σε ένα είδος αλλοτρίωσης».

Ο ίδιος ο Σβορώνος στα χωρία αυτά δείχνει να βιώνει μαζί με τον ελληνισμό ένα είδος τραύματος για την ασυμβατότητα αυτή της ιστορίας. Και για αυτό το λόγο προσπαθεί να την καλύψει. Για παράδειγμα, αφού παρατηρήσει ότι στον ελληνισμό «αρχίζουν να δημιουργούνται δύο πνευματικά ρεύματα, ένα επίσημο, έκφραση μιας πνευματικής αριστοκρατίας που βγαίνει από την άρχουσα τάξη, και ένα λαϊκό ρεύμα με αυτόνομη αλλά λανθάνουσα εξέλιξη» φτάνει στην υπόθεση ότι παρότι ο όρος Έλλην εγκαταλείφτηκε από τους λογίους, είναι δυνατόν να διατηρήθηκε στον ελληνικό λαό όπως διαφαίνεται από δημοτικά τραγούδια, επόμενων όμως περιόδων που μπορούν να απηχούν παλαιότερες καταστάσεις.

Έτσι, μια νέα πορεία διαγράφεται «καθαρά από το τέλος του 11ου αιώνα, για να διαρκέσει, περνώντας από διάφορα στάδια, ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Είναι η περίοδος που ένας παλαιός λαός, με την προοδευτική του διαμόρφωση σε συντελεσμένο έθνος, ανανεώνεται και αποτελεί μια καινούργια ιστορική οντότητα, τον Νέο Ελληνισμό, δηλαδή το Ελληνικό έθνος.» Εκείνη την εποχή αρχίζει να γεφυρώνεται το πολιτιστικό χάσμα ανάμεσα στον επίσημο και το λαϊκό πολιτισμό. Για να καταλήξει σε διαφορετικό κείμενο στο συμπέρασμα ότι στον ελληνικό λαό το πολιτιστικό αυτό χάσμα μπορεί να υπάρξει μόνο σε ορισμένες περιόδους, καθώς υπάρχει «η όσμωση και η αλληλοδιείσδυση ανάμεσα στο λαϊκό και το λόγιο πολιτισμό». Αυτό συμβαίνει διότι ο ελληνισμός αποτελεί έναν ιστορικό λαό και η ικανότητα αυτή χαρακτηρίζει όλους τους ιστορικούς λαούς. Στο σημείο αυτό αγγίζει οριακά ιδεαλιστικές προσεγγίσεις, ενώ διαφαίνεται η απόδοση στον ελληνισμό μιας πολιτισμικά ανώτερης δύναμης.

Για τον Ν. Σβορώνο η εποχή των Παλαιολόγων είναι η κατεξοχήν περίοδος κατά την οποία η βυζαντινή αυτοκρατορία, τα διάφορα χριστιανικά ορθόδοξα κρατίδια και το σύνολο του ορθόδοξου λαού και των λογίων συλλαμβάνουν τον εαυτό τους ως έλληνες. Για την περίοδο της κατάκτησης από τους Οθωμανούς αναδεικνύει την εκκλησία σε «κατευθυντήρια δύναμη του Έθνους». Τίθεται επικεφαλής της εθνικής αντίστασης καθώς εναντιώνεται στους εξισλαμισμούς, δεν αντιτίθεται και συμμετέχει, πολλές φορές κατευθύνοντάς τις, σε όλες τις εξεγέρσεις. Ονομάζει την καθοδήγησή της φιλελεύθερη, ανθρωπιστική και συχνά επαναστατική, αν και αλλού αναγνωρίζει πως εμποδίζει την «ανασύνδεση με την ελληνική παράδοση.» Η οργανική ένταξη των Φαναριωτών, των προκρίτων και του ανώτερου κλήρου στον οθωμανικό διοικητικό μηχανισμό οδηγεί τον Σβορώνο στην διατύπωση της θεωρίας περί «διπλής λειτουργίας της ηγετικής αυτής τάξης του ελληνισμού». Έτσι, την ίδια στιγμή «συμβάλλουν στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης» και ταυτόχρονα «αποβαίνουν αρνητικά στοιχεία» επειδή υποτάσσουν την εθνική τους συνείδηση στη ταξική τους συνείδηση που επιδιώκει ειρήνη με τον κατακτητή. Με αυτόν τον τρόπο ο Σβορώνος χειρίζεται με έναν εντυπωσιακά αντιφατικό τρόπο την υποχώρηση κατά την Οθωμανική εποχή της πρώτο-εθνικής συνείδησης που αναπτύχθηκε κατά τους Παλαιολόγειους, αλλά και τον ρόλο της ελληνόφωνης ορθόδοξης άρχουσας τάξης. Βλέπει για άλλη μια φορά τον διαχωρισμό της αυτοσυνείδησης με την αντικειμενική υπόσταση του ελληνισμού. Αποσιωπά την αντίφαση αυτή για να διαπιστώσει τελικά πως η εθνική ιδέα αναπτύσσεται προοδευτικά «μέσα στην αντίσταση εναντίον της κατάκτησης».

Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν με τον νεοελληνικό διαφωτισμό, την άνοδο της αστικής τάξης και την εθνικοαπελευθερωτική ιδεολογία της. Αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία της προετοιμασίας και της οργάνωσης των πνευματικών δυνάμεων του έθνους, η αστική τάξη εμφανίζεται από τα μέσα του 18ου αιώνα ως ο κύριος παράγοντας της εθνικής αφύπνισης και ο φορέας αυτής της νέας ιδεολογίας. Το ιδεολογικό αυτό κλίμα βοηθάει στην επανασύνδεση με το αρχαιοελληνικό παρελθόν, αλλά ο Σβορώνος διαβλέπει σε αυτό μια υπερβολή, καθώς παρατηρείται απόλυτη ταύτιση με τους αρχαίους Έλληνες υποτιμώντας την βυζαντινή/ χριστιανική παράδοση του ελληνισμού.

Ολοκληρώνοντας έχει σημασία να παρουσιάσουμε την άποψη του ιστορικού για τον αντιστασιακό χαρακτήρα του ελληνικού έθνους που είναι «η προσπάθεια του ελληνισμού να διαφυλάξει την ιδιαίτερη προσωπικότητά του σαν λαός». Διέπει το σύνολο της νεοελληνικής ιστορίας και «αντιστοιχεί σε όλους τους μικρούς λαούς που κινούνται στην περιφέρεια του νεότερου κόσμου». Η διαδικασία σταδιακής ανάπτυξης της εθνικής τους συνείδησης και η συγκρότησή τους σε καινούρια έθνη προϋπέθετε την διεκδίκηση της πολιτικής τους ανεξαρτησίας και την οικονομική και πολιτική τους αυτονόμηση μέσα από την πάλη ενάντια σε υπερεθνικές αυτοκρατορίες στην αρχή και στη συνέχεια ενάντια σε υπερεθνικά ιμπεριαλιστικά συγκροτήματα. Η αντιστασιακή αυτή διαδικασία ξεκινά από την «Τουρκοκρατία», εκφράζεται στην επανάσταση του 1821 και συνεχίζει όλο τον 19ο αιώνα εναντίον των εξωελλαδικών δυνάμεων που παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στη μοίρα του ελληνισμού. Κορυφώνονται με την εθνική και αντιφασιστική αντίσταση του 1940 – 1945.


 

γ) Σβορώνος και Παπαρηγόπουλος: συμβατά ασύμβατα

Οι Λιάκος- Γαβριηλίδης αναγνωρίζουν στο σχήμα του Σβορώνου το ιδεαλιστικό ιστορικό σχήμα των Παπαρρηγόπουλου-Ζαμπέλιου περί αδιάκοπης συνέχειας του ελληνισμού. Ο δεύτερος επιπλέον διακρίνει στον ιδεαλισμό του εγελιανές φιλοσοφικές επιδράσεις. Πράγματι, ο Σβορώνος εντάσσεται στην αποκαλούμενη από τον Λιάκο «εθναφυπνιστική» θεωρία για την ανάδειξη του έθνους. Χρησιμοποιεί και διακρίνει την έννοια ελληνισμός με τον τρόπο που την εισήγαγε ο Παπαρρηγόπουλος, όπου ο ελληνισμός συνιστά τον πρωταγωνιστή της ιστορίας. Συγκεκριμένα, ένας «νέος ελληνισμός» προκύπτει μέσα από μια διαδοχική γενεαλογική σχέση, σχέση δηλαδή προπάππου, παππού, πατέρα γιού, από τον «μεσαιωνικό», «χριστιανικό», «μακεδονικό» και «αρχαίο» ελληνισμό. Το σχήμα του Παραρρηγόπουλου θα καταλήξει στη συνέχεια να λάβει το τρισυπόστατο χαρακτήρα «αρχαίος», «μεσαιωνικός», «νέος», σε αναλογία με την Αγία Τριάδα. Όμως έχουν δίκιο μόνο ως ένα βαθμό. Διότι ουσιαστικά ο Σβορώνος υιοθετεί μεν το ιστορικό σχήμα, ή ακόμα αναγνωρίζει ή υιοθετεί στοιχεία μεταφυσικά θεμελιωμένα, αλλά δεν είναι η μεταφυσική το κύριο συστατικό της σκέψης του. Αντίθετα, θα λέγαμε ότι επιχειρεί να το αντιστρέψει, να το αναποδογυρίσει. Δηλαδή προσπαθεί να το παρουσιάσει μέσα από ένα διαλεκτικό υλιστικό μαρξιστικό εγελιανής προέλευσης πλαίσιο. Αναζητά όχι μεταφυσικές νομοτέλειες, αλλά υλιστικές. Αλλά και αυτές οι νομοτέλειες δεν είναι ντετερμινιστικές, αλλά λειτουργούν σύμφωνα με τον Ασδραχά ως « δυνατολογικές προϋποθέσεις», δηλαδή ως «ενδεχόμενα». Με λίγα λόγια ο ιστορικός είναι υποχρεωμένος, εφόσον υπάρχει το τετελεσμένο γεγονός της συγκρότησης του έθνους, να προσλάβει το παρελθόν του με τέτοιο τρόπο ώστε να ενσωματώνει σε αυτό εκείνα τα πολιτισμικά στοιχεία που, έστω και από διαφορετικές αφετηρίες, κατέληξαν να το συναπαρτίζουν. Για παράδειγμα διάσπαρτα και χωρίς συνοχή πολιτικά και πολιτισμικά στοιχεία συνθέτουν ένα δεσμό και μια ταυτότητα που καθορίζονται από την υλική σχέση κατακτητή και κατεκτημένου την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτός ο δεσμός και αυτή η ταυτότητα αποτελούν ένα πραγματικό ενδεχόμενο, το ελληνικό έθνος, το οποίο επιβεβαιώνεται με την ελληνική επανάσταση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Ο Σβορώνος λοιπόν παρακολουθεί την πορεία μιας συνεχούς διαμόρφωσης που χαρακτηρίζεται από κάποιους καθοριστικούς μεγάλους σταθμούς αποκρυστάλλωσης. Σε αυτήν την πορεία ένα σαφές και διακριτό εθνοτικό σώμα αφομοιώνει εξελισσόμενο διάφορα πολιτισμικά και πολιτικά στοιχεία που ως ενδεχόμενα επιτυγχάνουν να ηγεμονεύσουν. Εκείνα τα οποία αποτυγχάνουν σε αυτήν την προσπάθειά τους απαξιώνεται η ιστορική τους σημασία. Η άποψη αυτή δεν αρνείται εν μέρει την εθνογένεση. Αντιλαμβάνεται ότι τα έθνη είναι πραγματικότητες που δε φτιάχτηκαν μέσα στο μυαλό κάποιων ελίτ, αλλά η τετελεσμένη μορφή κάποιων προϋπαρχόντων κοινοτήτων που θα μπορούσε να μην εξελιχθούν, αλλά τελικά εξελίχθηκαν στη συγκεκριμένη μορφή του ελληνικού έθνους.

Ακόμα κι αν το εγχείρημα του Σβορώνου έχει την παραπάνω ορίζουσα, η εφαρμογή του διέρχεται ενός πολύ μεγάλου βαθμού δυσκολίας, γιατί το παραδοσιακό ελληνικό ιστορικιστικό ιδεαλιστικό σχήμα, παρά την εσωτερική του ορθολογική δομή, εμπεριέχει ως ρομαντικό ιστορικό αφήγημα πολύ σοβαρές αντιφάσεις ιστορικής τεκμηρίωσης. Ως εκ τούτου από μια «κεκτημένη ταχύτητα» μεταφέρει σκέψεις αυτούσια από το σχήμα του Παπαρηγόπουλου. Ο ίδιος ο Σβορώνος σε κάθε περίπτωση παραμένει «εγκλωβισμένος στον τρόπο που η ιστορική κουλτούρα στην οποία ανήκει αντιλαμβάνεται το έθνος». Ο «εγκλωβισμός» του αυτός μέσα στο έθνος βέβαια εμφανίζεται ακριβώς στην προσπάθεια αναζήτησης αντικειμενικών και όχι υποκειμενικών κριτηρίων. Εξάλλου αυτά τα κριτήρια συμπλέουν άρρηκτα με την πρώιμη σταλινική σύλληψη του έθνους, όπως διατυπώθηκε στο άρθρο του Ιωσήφ Στάλιν Το εθνικό ζήτημα και η σοσιαλδημοκρατία ή αλλιώς Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα. Αν όμως τα «αντικειμενικά κριτήρια» των μπολσεβίκων προσέκρουσαν σε διαφορετικές υποκειμενικές-συνειδησιακές πραγματικότητες, τα «αντικειμενικά κριτήρια» του Σβορώνου ξεπέρασαν τον σκόπελο αυτό δρώντας επιλεκτικά πάνω στις ιδεαλιστικές ορίζουσες του ανυπέρβλητου εντέλει ελληνικού ιστορικισμού. Και αυτό συνέβη διότι ο ιστορικός Σβορώνος αδυνατούσε να αποβάλλει τον συναισθηματικό ρομαντισμό που αναγκαστικά συνεπαγόταν ο «εγκλωβισμός» του μέσα στο έθνος. Αλλά από την άλλη δεν πρόκειται για κάποιες ιδεαλιστικές «αστοχίες» που απλώς επισκιάζουν τον μαρξισμό του Σβορώνου. Το σχήμα του είναι διαφορετικό από εκείνο του Παπαρρηγόπουλου, γιατί θέλει να είναι, έστω και με αντιφάσεις, συνάμα μαρξιστικό.

Τέλος, ο Σβορώνος με την έννοια «αντιστασιακό έθνος» ή με τις αναφορές στον «νεοελληνικό διαφωτισμό» δεν προσθέτει απλώς την οθωμανική περίοδο στην ενιαία ελληνική ιστορική αφήγηση, αλλά προτάσσει μια ριζικά διαφορετική οπτική της περιόδου και τελικά όλης της έννοιας «ελληνισμός». Επιχειρεί να φτιάξει ένα αφήγημα για το χαρακτήρα του ελληνικού έθνους που θα είναι ενιαίο, αποδεκτό και ηγεμονικό, με την γκραμσιανή έννοια, τόσο στις παραδοσιακές αντιλήψεις για το έθνος, όσο και στην αριστερά. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ενσωματώνει και υποτάσσει κυρίαρχα ιδεολογήματα σε ένα μαρξιστικό αναλυτικό πλαίσιο και κατ' επέκταση σε μια αριστερή πολιτική στρατηγική. Αλλά αυτή η διαδικασία συμβαίνει και αντίστροφα: η μαρξιστική σκέψη προσαρμόζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να ταιριάξει με το εθνικό αφήγημα. Το Παπαρηγοπούλειο σχήμα, το κατεξοχήν ιδεολογικό όπλο της δεξιάς, δεν αλλάζει απλώς πρόσημο και χαρακτήρα και γίνεται αριστερό. Εξορθολογίζεται, μεταμορφώνεται και ουσιαστικά μετασχηματίζεται σε μια νέα διαφορετική ανταγωνιστική, αλλά ταυτόχρονα συμβατή, προς την Παπαρρηγοπούλεια πρόσληψη του ελληνισμού. Αυτή η «συμβατότητα» με τον Παπαρρηγόπουλο και τον ιδεαλισμό εμπεριέχει τη θεμελιώδη αντίφαση που θα επιτρέψει τη σχετικά εύκολη αποδόμησή του, όταν θα το επιτρέψουν ή και θα το επιβάλλουν οι εποχές. Εξάλλου η διάκριση «μικρών αντιστασιακών λαών» σε αντίθεση με τα «μεγάλα ιμπεριαλιστικά» συνάδει απόλυτα με την μαρξίζουσα θεωρία της εξάρτησης η οποία κυριαρχούσε την δεκαετία του 1960-70 τόσο στους ευρωπαίους όσο και στους εγχώριους μαρξιστές.

Με κανέναν πάντως τρόπο το θεωρητικό αυτό μοντέλο δεν είναι προϊόν επινόησης, κατασκευής ή θείας
φώτισης. Αντίθετα, προκύπτει ως ιδεολογική, συνειδησιακή αποκρυστάλλωση, θεωρητική σύνθεση μέσα από την κίνηση, την διαδικασία εξέλιξης της κοινωνίας, από τους ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, από την έντονη ιδεολογική, πολιτική και ταξική διαπάλη στις δοσμένες μετεμφυλιακά ιστορικές συνθήκες. Ο Σβορώνος με αυτό το μοντέλο προτείνει και εκφράζει συνειδητά ως πολιτικό πρόσωπο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μια τάση και δυναμική, έναν τρόπο άσκησης της αριστερής πολιτικής στην συγκεκριμένη περίοδο.


 

3. Η πολιτική, ιδεολογική και κοινωνική γένεση του σχήματος του Σβορώνου

Οι βασικές αρχές του Σβορώνου αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της επίσημης ιστορίας, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από τα σχολικά βιβλία, τη δημοσιογραφία και τους έλληνες ιστορικούς κατά την δεκαετία του 1980 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Με τις «αποδομητικές», «κονστρουκτιβιστικές» αντιλήψεις για τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους και γενικότερα θεωρίες για τον εθνικισμό δημιουργείται μια θεωρητικοφιλοσοφική κριτική και ρωγμή σε αυτό το μοντέλο/συνείδηση στα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Η «εθνική συνείδηση» της αριστεράς από τη δεκαετία του 1940 εξελίσσεται ακολουθώντας μια πορεία μετατοπίσεων και τελικής «κρυστάλλωσης» με πολλές αντιστοιχίες με αυτήν που περιγράφουν οι Αλέξης Πολίτης και Αντώνης Λιάκος για την σταδιακή συμπλήρωση των κενών της ελληνικής ιστορίας από την επίσημη εθνική ιστοριογραφία κατά τον 19ο αι. Το εθνικό σχήμα του Σβορώνου επικράτησε όμως τελικά στην αριστερή εθνική συνείδηση ερχόμενο σε αντίθεση με άλλα προϋπάρχοντα ανταγωνιστικά σχήματα. Ταυτόχρονα, βέβαια επικράτησε στην «αστική» ή κυρίαρχη εθνική συνείδηση ερχόμενο σε αντίθεση με άλλα προϋπάρχοντα αστικά ανταγωνιστικά σχήματα. Η δυνατότητά του να λειτουργεί ηγεμονικά μέσα στις «αστικές» συνειδήσεις καθόρισε την υπεροχή του μέσα στην αριστερά.

Η πρώτη μετατόπιση λαμβάνει χώρα με την 6η Ολομέλεια της ΚΕ το 1934. Τότε εκτιμάται πως η επικείμενη επανάσταση θα έχει πρώτα αστικοδημοκρατικό πρώτα χαρακτήρα και ότι στην πορεία πρόκειται να μετατραπεί σε σοσιαλιστική επανάσταση. Αλλά ακόμη και μέχρι τον Ιούνη του 1935 το ΚΚΕ εξισώνει τη μοναρχία και τη δημοκρατία στα «πολιτεύματα με τα οποία οι κεφαλαιοκράτες εκμεταλλευτές εξάσκησαν τη δικτατορία τους πάνω στο λαό», ενώ τον Ιούλη δεν έβλεπε να υπάρχουν διαφορές αρχής ανάμεσα στη «δημοκρατία» και το φασισμό καθώς δεν πρόκειται για δύο διαφορετικά συστήματα γιατί παραμένει ο ίδιος ταξικός χαρακτήρας της εξουσίας. Η πιο καταλυτική αλλαγή συνεπώς πραγματοποιείται κατά την 4η Ολομέλεια της ΚΕ το 1935 και αμέσως μετά στο 6ο Συνέδριο του 1935. Σύμφωνα με την πρώτη το Κόμμα διεκδικεί την ηγεμονία από τα αστικοτσιφλικάδικα κόμματα και θέτει το ζήτημα της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας από τον ελληνικό φασισμό, της εθνικής ανεξαρτησίας – ελευθερίας της χώρας απέναντι στην διπλή εξάρτηση από ντόπιο και ξένο κεφάλαιο και της ακεραιότητάς της σε μια ενδεχόμενη επίθεση από τον ξένο φασισμό. Οι αστικοδημοκρατικές ελευθερίες δεν έχουν ακόμα κατακτηθεί, χρειάζεται λαϊκό ενιαιομετωπικό δημοκρατικό – αντιφασιστικό μέτωπο εναντίον του μοναρχισμού – φασισμού για ένα λαοκρατικό-δημοκρατικό ξεκαθάρισμα της εσωτερικής ζωής της χώρας. Η απόφαση αυτή είναι συνέπεια και εφαρμογή των αποφάσεων του 7ου Συνεδρίου της Κομμ. Διεθνούς. Τότε διαβαθμίζεται για πρώτη φορά ο φασισμός από την αστική δημοκρατία ως «ένα καθεστώς της πιο βάρβαρης εκμετάλλευσης και καταπίεσης των εργαζομένων» και καλούνται οι «μάζες» να «διαλέξουν όχι ανάμεσα στην προλεταριακή δημοκρατία και την αστική δημοκρατία αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό». Τα ΚΚ είναι δυνατόν να συμμαχήσουν με τη Σοσιαλδημοκρατία και να συνάψουν κυβερνήσεις μέσα στα αστικά πλαίσια, ως ένα αρχικό στάδιο της επανάστασης. Τα ΚΚ έχουν πλέον ως καθήκον την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας έναντι του φασιστικού κινδύνου. Με την μετατόπιση αυτή οι κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα ενσωματώνουν τον εθνικό λόγο και διεκδικούν ρόλο πλέον ως μια εκδοχή του πατριωτισμού. Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ επιβεβαιώνει την αλλαγή. Ο νέος στόχος είναι η δημιουργία της λαϊκής δημοκρατικής κυβέρνησης μέσω της συγκρότησης παλλαϊκού μετώπου και ενός λαϊκού δημοκρατικού-λαοκρατικού κινήματος.

Αυτή η σειρά σταδιακών μετατοπίσεων απαιτούσε μια συνολικότερη επανεκτίμηση της ελληνικής ιστορίας, του ρόλου και της θέσης της αστικής τάξης στη διαμόρφωση της νεοελληνικής κοινωνίας και συνάμα αντίστοιχα των λαϊκών τάξεων. Δεν είναι οι προοδευτικοί αστοί έμποροι που έκαναν την επανάσταση του 1821, όπως υποστήριζε ο Γιάννης Κορδάτος το 1920, αλλά, όπως υποστηρίζει πλέον το 1934 ο Γιάννης Ζεύγος, ο ένοπλος λαός με τα αντάρτικα σώματά του σε σύγκρουση με τους προδότες των εθνικών συμφερόντων αστούς και κοτζαμπάσηδες, σε αντιπαράθεση με τη «Μεγάλη Ιδέα». Στο πλαίσιο των νέων στρατηγικών στόχων του ΚΚΕ η νέα ταξική αυτή σύλληψη της κοινωνικής σημασίας της επανάστασης του 1821 θα επενδυθεί με «εθνικοαπελευθερωτικό» επίχρισμα.

Παρόλα αυτά η θεμελιώδης αλλαγή πραγματοποιείται κατά την περίοδο της αντίστασης, οπότε και δημιουργείται μια εντελώς διαφορετική αριστερά από εκείνη της προπολεμικής περιόδου. Η μετάβαση στη νέα αυτή φάση δε γίνεται βέβαια χωρίς συγκρούσεις μέσα σε ένα ΚΚΕ διαλυμένο, διασπασμένο σε δύο Κεντρικές Επιτροπές και τελικά ποδηγετημένο από την Ασφάλεια του Μανιαδάκη. Ο φυλακισμένος στην Κέρκυρα Ν. Ζαχαριάδης τάσσεται υπέρ της άμυνας και της απόκρουσης της ιταλικής εισβολής. Σε ανοιχτή επιστολή του που δημοσιεύεται στον τύπο χαρακτηρίζει τον πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό και καλούνται «οι κομμουνιστές, η εργατική τάξη και ο λαός να δώσουν όλες τις δυνάμεις τους δίχως επιφύλαξη» για την απόκρουση της φασιστικής επίθεσης. Το γράμμα αυτό αναγνωρίζεται ως επίσημο και ανοίγει το δρόμο για μια νέου τύπου εθνική μετωπική πολιτική, όπου κύριος εχθρός από τα μία είναι ο «φασισμός» και από την άλλη το «αγωνιζόμενο έθνος». Η μετωπική πατριωτική αυτή πολιτική γεννά το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και το αντιστασιακό κίνημα. Σε αυτό «θα έχουν θέση όλοι οι Έλληνες που θέλουν ν' αγωνιστούν για τη λευτεριά, ανεξάρτητα από κόμματα. Όλοι όσοι θέλουν ν' αγωνιστούν ενάντια στο σκοπό που επιδιώκουν οι Γερμανο-Ιταλοί καταχτητές και που είναι ένας και μοναδικός: να μας εξαφανίσουν σαν λαό και σαν έθνος".
Εμπεδώνεται λοιπόν κατά τη δεκαετία του 1940 μια νέα ταξική ερμηνεία του πατριωτισμού. Από τη μία είναι οι «πατριωτικές αγωνιζόμενες λαϊκές δυνάμεις του έθνους» με πολιτικό όραμα την «Λαοκρατία» και από την άλλη οι «αστικές» υποταγμένες στο «φασισμό» και αργότερα στον «μοναρχοφασισμό». Αυτή η διαχωριστική γραμμή προβάλλεται στο παρελθόν. Η επανάσταση του 1821 εναντιώθηκε στο τιμαριωτικό σύστημα. Οι εξεγερμένοι αγρότες διεκδίκησαν τη γη τους και κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα, με λαϊκό πολιτισμό και γλώσσα εθνική. Απέναντι σε αυτή την πατριωτική-λαϊκή δράση, οι νέοι αστοί «εξοβελίζουν καθετί πραγματικό που σχετιζόταν με τις αγνές λαϊκές παραδόσεις και συρράβουνε μια νέα ιδεολογία» τη Μεγάλη Ιδέα, ενώ το νέο κράτος είναι «κουτσό». Δυστυχώς η Μεγάλη αυτή Ιδέα συνεπήρε τις λαϊκές μάζες γιατί παρουσιαζόταν σαν η ιδέα της απελευθέρωσης όλου του ελληνισμού «πράγμα που ήταν φυσικός πόθος του λαού και προοδευτικό στοιχείο». Αλλά οι κοτζαμπάσηδες τους πρόδιδαν γιατί το έκαναν με τυχοδιωκτικό τρόπο. Οι Κομμουνιστές δεν πολεμούν στην Μεγάλη Ιδέα το αίτημα της εθνικής απελευθέρωσης, αλλά την πολεμούν γιατί ήταν το μαγικό πέπλο της πιο ξενόδουλης, αντιδημοκρατικής και καταχτητικής πολιτικής θάβοντας την υπόθεση της πραγματικής απελευθέρωσης του ελληνικού λαού.

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η προσέγγιση ενός ιστορικού του Γαλλικού Κ.Κ. για την περίοδο αυτή της Κομμ. Διεθνούς και ιδιαίτερα του ΚΚΓ. Οι κομμουνιστές υποχωρώντας από την
«τριτοπεριοδική» αντικοινοβουλευτική τους ρητορική και δηλώνοντας υπερασπιστές της Γαλλικής δημοκρατίας υιοθετούν την ρεπουμπλικανική γαλλική παράδοση και έτσι μεταμορφώνονται σε νέους Γιακωβίνους. Τον ίδιο χαρακτηρισμό θα μπορούσαμε να αποτείνουμε και στο Ελληνικό ΚΚ. Εγκαταλείπει την αντικοινοβουλευτική –αντιρεπουμπλικανική ρητορική του. Αναφέρεται πλέον σε μια «Λαϊκή Δημοκρατία», ενώ μεταπολεμικά, όπως θα δούμε υιοθετεί αργότερα το σύνθημα της «Δημοκρατικής Αλλαγής». Εξελίσσεται δηλαδή στο κόμμα που κατεξοχήν υπερασπίζεται τη αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όταν μέχρι τότε ήταν το κατεξοχήν εχθρικό σε αυτή. Το νέο δρων πολιτικό σώμα δεν είναι η «εργατική τάξη», αλλά «ο λαός», το «επαναστατημένο έθνος». Αυτός ο νέος γιακωβινισμός υιοθετεί στο παρελθόν όλη την επαναστατική αστικοδημοκρατική παράδοση και τα σύμβολά της. Σε αυτή τη βάση λαμβάνει προπολεμικά και η επανερμήνευση της επανάστασης του 1821 και όλης της ριζοσπαστικής αστικοδημοκρατικής δραστηριότητας των ελλήνων κατά τη διάρκεια του 19ου αι.

Με αυτόν τον τρόπο θεμελιώνεται και η συνείδηση της μακράς και συνεχούς αντίστασης του ελληνικού λαού που βλέπει στο παρόν της ιδεολογικές συνέχειες σε πολύ διαφορετικά παρελθόντα, π.χ. Οθωμ. Αυτοκρατορία, Επανάσταση 21 κλπ. Κυρίως όμως η συνείδηση αυτή βιώνεται πολύ έντονα ως πραγματικότητα κατά τη διάρκεια της κατοχής και την ΕΑΜική Αντίσταση. Και όντως υπάρχουν κάποιες αντικειμενικές συσχετίσεις-αναλογίες. Η αντάρτικη παράδοση των κλεφταρματωλών, διατηρημένη στην ύπαιθρο ως ανάμνηση μέσα από δημοτικά τραγούδια, προφορικές αφηγήσεις, συλλογική μνήμη, από τη δράση της ληστείας που υπήρχε, έστω και περιορισμένη, στο μεσοπόλεμο, τις ένοπλες συλλογικές αντιστάσεις σε αυτή σε ορισμένα χωριά, αλλά και ως εν δυνάμει δυνατή δράση συμβατή με τις αγροτοποιμένικες εργασίες, ουσιαστικά υπέδειξε το μοντέλο της αντίστασης. Σε περιοχές, όπως η Κρήτη, οι παραδόσεις αυτές ήταν τουλάχιστον κατά μία γενιά χρονικά κοντά. Επίσης, ορατές αναλογίες υπήρχαν στο βαθμό συμμετοχής των χωρικών στην εξέγερση, στη σχέση κατακτητών/κατεκτημένων και φυσικά στη στάση του ελληνικού πολιτικού κόσμου απέναντι στους κατακτητές. Έτσι, «το εθνικό πρόβλημα είνε εκείνο που φλογίζει το έθνος ολόκληρο από τον καιρό του Ρήγα», δηλαδή για 150 χρόνια υπάρχει ένα «εθνικό πρόβλημα» που κινητοποιεί τη δράση του λαού καθώς τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα της επανάστασης του 1821 δεν λύθηκαν ακόμα, ενώ προστέθηκαν καινούργια με την σκλαβιά που επέβαλλε ο ντόπιος και ξένος φασισμός. Την καταλυτική περίοδο λοιπόν της Κατοχής ο κομμουνισμός και οι κομμουνιστές, είτε αφορά τα ίδια είτε νέα πρόσωπα που τώρα εντάσσονται στην αριστερά, νοηματοδοτούνται με ένα πολύ διαφορετικό περιεχόμενο. Δεν είναι οι εχθροί της πατρίδας και του έθνους, αλλά οι πραγματικοί πατριώτες ενός διαφορετικά ερμηνευμένου ελληνικού έθνους, του επαναστατικού, που χτίζει στα βουνά ένα άλλο διαφορετικό από το προπολεμικό ελληνικό κράτος. Σε αυτή τη βάση, η εν δυνάμει κράτος συγκροτούμενη λαϊκοδημοκρατική φαντασιακή κοινότητα του ΕΑΜ βιώνει και ορίζει μέσα από την αντιστασιακή εμπειρία μια δική της εκδοχή-συνείδηση για το ελληνικό έθνος. Η συνείδηση αυτή αργότερα, θα εξελιχθεί και μέσα σε διαφορετικά πλαίσια θα επενδυθεί από τον Σβορώνο με την έννοια του «αντιστασιακού έθνους».

Κατά τη πρώτη μεταπολεμική εποχή, γίνεται προσπάθεια ιστορικής αποσαφήνισης της νέας ριζοσπαστικής εθνικής συνείδησης. Βάση για όλη τη συζήτηση θεωρείται από όλους τους κομμουνιστές της εποχής το κείμενο του Ν. Ζαχαριάδη Ο Μαρξισμός Λενινισμός στην Ελλάδα (1946). Σε αυτό ο αρχηγός του ΚΚΕ είναι σαφής για τη μορφοποίηση του ελληνισμού. «Το νεοελληνικό έθνος, δημιούργημα των νεότερων χρόνων, άρχισε να διαμορφώνεται μέσα στους κόλπους του ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους», όταν αυτό μετεξελίχθηκε σε Βυζαντινό «για να πάρει την οριστική του εθνική συνείδηση και συγκρότηση στα χρόνια της τουρκοκρατίας». Η διαδικασία διαμόρφωσης αυτής της «συνείδησης» βρίσκεται «στην πάλη ενάντια στον Οθωμανό καταχτητή και το ρωμηό κοντζαμπάση συνεργάτη του καταχτητή». Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ποτέ δεν υπήρξε ελληνική και την παράδοσή της τη συνεχίζουν άλλοι βαλκανικοί λαοί. Τα λαϊκά ήθη και τα λαϊκά έθιμα του λαού είναι προϊόντα της σύγχρονης καπιταλιστικής εποχής, τότε που διαμορφώνεται το νεοελληνικό έθνος. Τότε, ο Ν. Σβορώνος, σύμφωνα με τον Φίλιππο Ηλιού, προσεγγίζει το 1945 τον Ν. Ζαχαριάδη και δηλώνει τη διαφωνία του με την επίσημη θέση του ΚΚΕ για τις σχέσεις της νέας Ελλάδας με το Βυζάντιο. Ο Ζαχαριάδης δέχτηκε με επιφυλάξεις την επιχειρηματολογία και απάντησε πως δεν ήταν ζητήματα του παρόντος.

Τη γενική κατεύθυνση αυτών των απόψεων, δηλαδή τη «γραμμή» του Ζαχαριάδη, μορφοποιεί ο Γιάννης Ζεύγος στη Σύντομη
Μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας: Μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής κατάκτησης η εθνική πάλη επιταχύνεται σφραγισμένη από τους ταξικούς αγώνες. Εμφανίζεται πάλι το όνομα έλλην που ταυτίζεται με τους αγώνες αυτούς και διαμορφώνει την ελληνική συνείδηση. Ήθη, έθιμα και ελληνική γλώσσα στιγματίζονται από τους κοινούς πόθους, την εθνικοαπελευθερωτική πάλη και έτσι ενσωματώνονται στο νέο αυτό έθνος άλλα φύλα. Η αστική τάξη δεν παρουσιάζει κανένα δημοκρατικό στοιχείο, καθώς είναι σφιχτοδεμένη με το βυζαντινό συντηρητισμό και το πανίσχυρο πατριαρχείο. Η λαϊκή μάζα που αποτελείται από την καθαυτό αγροτιά είναι αυτή που παράγει τον νεοελληνικό πολιτισμό και την νεοελληνική γλώσσα. Έτσι, το ελληνικό έθνος είναι γέννημα της σύγχρονης εποχής και προκύπτει ως τέτοιο μέσα από τη σύγκρουσή του με τον κατακτητή. Το νεοελληνικό, λοιπόν, έθνος των κομμουνιστών είναι λαϊκό: «η εργατική τάξη, οι υπάλληλοι, η αγροτιά, οι διανοούμενοι» είναι όλος «ο λαός», αποτελούν την «πραγματική Ελλάδα»·
Αυτές «οι λαοκρατικές δυνάμεις» συνιστούν τον «ιστορικό φορέα της νεοελληνικής αναγέννησης». Η πρόσληψη της αυθεντικότητας του έθνους μέσα από τη διάκριση λαού/αρχόντων δεν είναι κομμουνιστική εφεύρεση. Είναι η αριστερή ανάγνωση της λαογραφικής παράδοσης και του δημοτικιστικού κινήματος. Ο Σβορώνος αργότερα θα διαχωριστεί πλήρως και ρητά με αυτή την παράδοση, απορρίπτοντας το δημοτικιστικό σχήμα που θέλει «ολόκληρη τη λόγια παράδοση από τη φύση της αντιδραστική και τη λαϊκή παράδοση, επίσης από τη φύση της προοδευτική» επανενοποιώντας σε ένα ενιαίο σύνολο το ελληνικό έθνος και τις διαφορετικές ανταγωνιστικές εκδοχές του. Το νέο εθνικό σχήμα των Ζαχαριάδη-Ζέβγου εδράζεται απόλυτα στα κατά Στάλιν «αντικειμενικά κριτήρια». Συνεπώς, τόσο ο Σβορώνος όσο και όλοι άλλοι που στη συνέχεια θα διαχωριστούν από το σχήμα αυτό θα διατηρούν πάντα τα κριτήρια του Στάλιν ως κοινό ενοποιητικό παρανομαστή.

Απέναντι στο λαϊκό έθνος των κομμουνιστών της αντίστασης και του εμφυλίου ορθώνεται ο αντίπαλος. Αρχικά είναι η Νέα Ευρώπη και ο εθνικοσοσιαλισμός του Τσολάκογλου. Αλλά στη συνέχεια επί Ράλλη ο αντικομμουνισμός αναβαθμίζεται επαναφέροντας την αναθερμασμένη προπολεμική ρητορεία και λειτουργεί ως ενοποιητικό στοιχείο με την εμφυλιοπολεμική δεξιά. Η αντίπαλη εθνικόφρων παράταξη ορίζεται από το «ελληνοχριστιανικό έθνος», δηλαδή την ένωση του αρχαιοελληνικού με τον βυζαντινό χριστιανικό πολιτισμό. Μια πρόσληψη του έθνους με βάση το Παπαρρηγοπούλειο ελληνοχριστιανικό πνεύμα «που αποκρυσταλλώθηκε στο Μεσοπόλεμο, έλαβε το χαρακτήρα κυρίαρχου λόγου κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο και εξελίχθηκε στο βασικό φορέα ανάπτυξης της αντικομουνιστικής ιδεολογίας» της δεξιάς. Δύο διαφορετικές ανταγωνιστικές, εχθρικές και αλληλοαποκλειόμενες ερμηνείες για το έθνος, δύο διαφορετικές συνειδήσεις με σαφή ιδεολογικοπολιτικά στεγανά και ταξικές συνδηλώσεις αφορούν και προσδιορίζουν μια ενιαία εθνική φαντασιακή κοινότητα και συναγωνίζονται για την επικράτηση εντός αυτής. Είναι τα δύο εχθρικά μπλοκ και οι κοινωνικές συμμαχίες τους. Η απολυτότητά τους αντιστοιχεί στο βίαιο δρόμο για την επιβολή της ηγεμονίας/κατάληψη της εξουσίας. Η θεώρηση της δεξιάς θα είναι τελικά και η νικήτρια αυτού του πολέμου. Οι ηττημένοι αριστεροί θα πρέπει τώρα να επιλέξουν ή τη συνέχιση της ρήξης ή το δρόμο της ενσωμάτωσης με τους όρους του νικητή.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι ηττημένοι δεν έχουν αποδεχτεί ακόμα όμως την ήττα τους, βρίσκονται με το όπλο παρά πόδας και οι εχθροί της ήττας αναζητιούνται στο εσωτερικό του Κόμματος. Έτσι, το 1956 στην 6η Ολ. του ΠΓ, ο Ν. Ζαχαριάδης, λίγο πριν την καθαίρεσή του, επαναλαμβάνει το ίδιο ακριβώς σχήμα προσθέτοντας τους κινδύνους από τον αμερικάνικο τρόπο ζωής και από το πνεύμα του καταστροφικού κοσμοπολιτισμού. Πολύ σύντομα όμως η καθαίρεση του Ζαχαριάδη και οι αλλαγές στην ηγεσία της ΕΣΣΔ και του ΚΚΕ θα σημάνουν μια νέα ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση επηρεάζοντας και τις απόψεις για το έθνος. Ως εκ τούτου, στο σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ, αν και να αναπαράγονται τα ίδια σχήματα περί καταπολέμησης της αντιεπιστημονικής θεώρησης της «Μεγάλης Ιδέας», υπάρχει όμως, όπως παρατηρεί ο Νούτσος, ένας μετριασμός. Αναγνωρίζει τώρα το ΚΚΕ ότι το νεοελληνικό έθνος προκύπτει από τη «ρωμαίικη – γκρέκικη λαότητα που συνδεόταν ιστορικά λαογραφικά, τόσο με την αρχαία Ελλάδα και την αλεξανδρινή ελληνιστική εποχή όσο και με την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία και την ορθόδοξο ανατολική εκκλησία». Η λαότητα αυτή συγκροτούταν από τις «μεγάλες μάζες της αγροτιάς», τη «φτωχολογιά στις πόλεις» και τις «συντεχνίες με τα εμπορικά στοιχεία». Μιλούσε τη «ρωμέικη λαϊκή γλώσσα», δηλαδή τη «δημοτική», η οποία προερχόταν από τα ελληνικά της αρχαίας κλασσικής και της ελληνιστικής εποχής. Στα ενοποιητικά πολιτιστικά στοιχεία έδινε έμφαση στη θρησκεία και στη γλώσσα αυτής, δηλαδή την «ελληνική-εκκλησιαστική γλώσσα των ευαγγελίων». Η «ρωμέικη-γκρέκικη» λαότητα αυτή διαμορφώθηκε στο Βυζάντιο μέσα από τους αγώνες απέναντι στους ντόπιους και κατακτητές φεουδάρχες. Η οθωμανική κατάκτηση ενδυνάμωσε περισσότερο τα «γκρέκικα-ρωμαίικα στοιχεία» βάζοντάς την σε πορεία για την «ολοκλήρωσή της στο νεοελληνικό έθνος». Τέλος, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην ιστορική σχέση που έχει αναπτύξει η λαότητα αυτή με τη Ρωσία: «ο λαός μας πάντα αγαπούσε την Αγία Ρωσία και το ξανθό γένος, το ρούσικο λαό που τον γνώρισε σαν βοηθό, συμπαραστάτη και απελευθερωτή». Η μετατόπιση είναι σαφής. Η αριστερά αποδέχεται τη βάση της μεγάλης ιδέας, που είναι η συνέχεια του ελληνικού έθνους, αλλά αρνείται τον ιδεαλισμό της. Χρησιμοποιεί ολοένα και πιο έντονα τη διάκριση λαότητα/ εθνος, εντάσσει την ορθοδοξία στα πολιτισμικά της χαρακτηριστικά και βέβαια δημιουργεί και τον «φύλακα άγγελο» του ελληνικού έθνους, που πάντα, και παλιότερα και τότε, ήταν η Ρωσία.

Η μετατόπιση αυτή θα προκαλέσει την αντίδραση του Δημ. Χατζή, ο οποίος θα στηρίξει το σχήμα του Ζαχαριάδη και θα διαπιστώσει ιδεολογικές παραχωρήσεις στα αστικά σχήματα για το έθνος. Θα καταγγείλει ως ανυπόστατη τη θεωρία περί «ρωμέικης-γκραικικής λαότητας» θεωρώντας πως το κοινό της γλώσσας στους εξελληνισμένους πληθυσμούς δεν συνιστά κριτήριο για μια ιδιαίτερη λαότητα. Πως δεν έγινε ποτέ κάποια τέτοια σύνθεση υπό την ηγεμονία των γραικών και ότι ποτέ δεν ήταν η κυρίαρχη εθνότητα στο Βυζάντιο. Για να κατηγορήσει στο τέλος το νέο Πρόγραμμα του ΚΚΕ για αναπαραγωγή των θεωριών των αστών ιστορικών περί ελληνικής αυτοκρατορίας.

Όμως οι λόγοι της μετατόπισης αυτής δεν προκύπτουν μόνο από την επίδραση των Ρώσων βυζαντινολόγων, όπως υποψιάζεται ο Νούτσος. Η νέα ηγεσία, αποδεχόμενη πια την ήττα της, αναζητά στα πλαίσια της νέας στρατηγικής της ειρηνικής συνύπαρξης και της «εθνικής δημοκρατικής αλλαγής», προσαρμοσμένης στους δεδομένους πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς δύναμης, μια νέα πολιτική ηγεμονική πρόταση και συνάμα ένα νέο πρόταγμα για το έθνος. Μια πρόταση για την εθνική συνείδηση που θα μπορεί να γίνει αποδεκτό από τις μάζες και να λειτουργήσει, χωρίς να αποκοπεί από τα αριστερά κριτήρια, μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια των νικητών. Στο Ζητήματα της ιστορίας μας ο Πέτρος Ρούσος χαρακτηρίζει το ζαχαριαδικό ερμηνευτικό μοντέλο «ιδεαλιστικό» και υποδεικνύει ακριβώς την πολιτική του αναποτελεσματικότητα καθώς υπονομεύει τη συσπείρωση του «λαού γύρω στην εργατική τάξη και τη μαρξιστική – λενινιστική ιδεολογία της». Δηλαδή, θα λέγαμε εμείς, δεν επιτρέπει στο ΚΚΕ να διεκδικήσει την ηγεμονία.

Αλλά το νέο σχήμα είναι λειψό και η νέα καθοδήγηση του ΚΚΕ προτρέπει τους διανοούμενους να συγγράψουν ένα εγχειρίδιο Νεοελληνικής Ιστορίας. Αποτέλεσμα αυτής της προτροπής είναι το Βοήθημα νέας ιστορίας της Ελλάδας του Πέτρου Ρούσου, μέρος μιας τριλογίας που αποτελούταν από την Επανάσταση του 21 του Λ. Στρίγκου και το ανολοκλήρωτο Ιστορία της Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα του Μιλτ. Πορφυρογένη. Ο Ρούσος συσχετίζει την αναθεώρηση της άποψης με τις αλλαγές που συντελούνταν στο ΚΚΕ, αλλά τις θεωρεί «περιστασιακές», καθώς ουσιαστικά ανταποκρινόταν στις πραγματικές ανάγκες. Το σχήμα του Ζαχαριάδη ήταν δογματικό, ιδεαλιστικό, αντιμαρξιστικό και εμπόδιζε την πρόοδο του κινήματος και τη θεωρητική έρευνα. Όλη αυτή η κριτική συμπυκνώνεται στο κρίσιμο, όπως φαίνεται για τους ίδιους σημείο: «Η θεωρία του εντελώς νέου λαού στην ιστορία, ολότελα άσχετου με τον αρχαιότερο δεν ανταποκρινόταν στα γεγονότα». Το κείμενο αυτό θέτει ως στόχο την αναίρεση αυτής της ανακρίβειας, ώστε να γράψει την αληθή ιστορία. Οπότε κεντρικό ερώτημα είναι «το ζήτημα της εθνικής διαμόρφωσης των Ρωμιών» από την κατάρρευση του αρχαίου κόσμου μέχρι τη διαμόρφωση σε ελληνικό έθνος μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες. Η ιστορία διακρίνεται σε νεώτερη, μεσαιωνική και αρχαία, ενώ ο ρόλος του Βυζαντίου, της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, του νεοελληνικού διαφωτισμού, της εξέγερσης των ορλωφικών τονίζονται. Ο Ρούσος είναι αυτός πρώτος που βλέπει στις διάφορες εποχές της ιστορίας του ελληνισμού, όχι έναν ίδιο λαό, αλλά έναν διαφορετικό που εξελίσσεται. Διαχωρίζεται έτσι από τον Παπαρηγόπουλο και ασκεί κριτική στο σωβινισμό και τον ιδεαλισμό της μεγάλης ιδέας «περί ανασύστασης της αυτοκρατορίας», καθώς στο όνομά της εφαρμόστηκε η πιο στυγνή εκμετάλλευση των λαϊκών μαζών.

Αν όμως η ανάλυσή του για την αρχαία ιστορία είναι κοινή με του Σβορώνου, υπάρχει θεμελιώδης διαφορετική πρόσληψη, αλλά και νοηματοδότηση του νεοελληνικού έθνους και του Βυζαντίου. Το Βυζάντιο ήταν μωσαϊκό λαών, αλλά σε αυτό κυριαρχούσε «το γένος των ρωμαίων» ή ρωμιών. Με αυτό τρόπο, (επαν)εισαγάγει, όπως πρώτο επανέφερε και το ΚΚΕ, τον όρο Ρωμιός. Με αυτή την έννοια αυτοπροσδιορίζονται οι Έλληνες και ο ίδιος θεωρεί καθήκον του να την χρησιμοποιεί. «Σαν επιστημονική υπόθεση,» γράφει ο Ρούσος, «σ' αυτό το "γένος των Ρωμαίων" βλέπουμε να κατασταλάζει στο μεσαίωνα αυτή η νέα, σχετική κοινότητα λαοτήτων, διαφορετική από την κοινότητα των αρχαιοελληνικών φύλων. Είναι κατά τη γνώμη μας, η νεοελληνική ενότητα…» Έτσι, ακολουθεί την ιστοριογραφική παράδοση των δημοτικιστών και ιδιαίτερα της Ιστορίας της Ρωμιοσύνης του Αργύρη Εφταλιώτη, ένα έργο που τίθεται σε αντιπαράθεση με το σχήμα των καθαρευουσιάνων της σχολής Παπαρηγόπουλου και την «από τα πάνω» επιβολή μιας ελληνικής ιδέας και κατ' επέκταση γλώσσας σε έναν λαό που αυτοπροσδιοριζόταν ως ρωμιός και μιλούσε τα ρωμαίικα, δηλαδή τη δημοτική. Αλλά ουσιαστικά η δημοτικιστική εκδοχή δεν αμφισβητεί τη δομή του Παπαρρηγοπούλειου σχήματος, αλλά αποτελεί μετεγγραφή της μέσα σε ένα διαφορετικό αυτοπροσδιοριστικό και σημασιολογικό πλαίσιο. Ο Λιάκος υποστηρίζει πως τελικά ποτέ οι Δημοτικιστές δεν αποσαφήνισαν αυτή τη σχέση, αλλά προτίμησαν να εγκαταλείψουν την ιστορία ώστε να μην προκαλούν αντιθέσεις.

Η χρήση της έννοιας «Ρωμιός» ουσιαστικά επαναναδύεται στην επιφάνεια ύστερα από πολλές δεκαετίες, αναπροσαρμόζεται στις μετεμφυλιακές συνθήκες και ανασημασιολογείται. Φορτίζεται με ένα λαϊκό περίβλημα που έρχεται σε αντίθεση με τον ακαδημαϊκό σλαβοφοβικό ελληνοχριστιανισμό. Σύντομα, η έννοια της «ρωμιοσύνης» μέσα από τα τραγούδια του Μ. Θεοδωράκη θα λάβει αγωνιστικό- λαϊκό χαρακτήρα συγκροτώντας μια σαφώς διακριτή σύλληψη του νεοελληνικού έθνους, αυτή του αντιστασιακού γένους, για να γίνει η συνείδησή του στους αγώνες για τη δημοκρατία.

Ο Νίκος Σβορώνος εμφανίζει για πρώτη φορά στο ελληνικό αριστερό κοινό τις απόψεις του με το κείμενό του «Σκέψεις για μια εισαγωγή στη νεοελληνική ιστορία» που δημοσιεύθηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1955. Εκεί, παρουσιάζει την δική του θέση «περι τρισχιλιετούς ιστορικής πορείας». Βρίσκεται όμως πλέον συμβατός με το αναθεωρητικό κλίμα, αν και όχι απόλυτα ταυτισμένος. Ήδη έχει πραγματοποιηθεί η πρώτη έκδοση της Histoire de la Grece moderne, που κυκλοφορεί αναθεωρημένη το 1963, το 1972 και το 1980 για να μεταφραστεί ως η Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας. Η τομή θα λέγαμε της σχέσης του με το ελληνικό κοινό βρίσκεται στη διάσπαση του 1968, καθώς οι απόψεις του ταυτίζονται με τις στρατηγικές επιδιώξεις του ΚΚΕ Εσ. που είναι η «Νέα Δημοκρατική Αλλαγή» και αργότερα η Εθνική Συμφιλίωση. Αλλά η απόλυτη ηγεμονία καθίσταται δυνατή κατά τη μεταπολίτευση με τη διεύρυνση του ακροατηρίου του στη νέα δυναμική αριστερά της εποχής, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ. Τα κοινωνικά στρώματα, η κοινωνική συμμαχία της Αλλαγής και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ ταυτίζονται με το σχήμα αυτό καθώς συνάδει με τον τρόπο με τον οποίο κατανοούν η θέση τους μέσα στον εθνικό κορμό. Η ηγεμονία του Σβορώνου σηματοδοτείται με τον λόγο του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με τίτλο: «Η ελληνική ιδέα στη βυζαντινή αυτοκρατορία» που πραγματοποιήθηκε στις 19 Μαΐου 1976. Στον πολιτισμό και ιδιαίτερα στα Πανεπιστήμια εξάλλου οι διανοούμενοι του ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ Εσ. ουσιαστικά «συγκυβερνούν».

Με λίγα λόγια το σχήμα του Ν. Σβορώνου εκφράζει μια εξελιγμένη αποκρυστάλλωση αυτού του νέου κομμουνιστικού γιακωβινισμού που πρωτοεισήχθηκε το 1934-5 για να εμπεδωθεί τη δεκαετία του 1940. Αντιστοιχεί στα κοινωνικά αιτήματα και τη δυναμική της αριστεράς πριν και μετά τη δικτατορία. Συνιστά τη μη ριζοσπαστική και μη βίαιη μεταρρυθμιστική εκδοχή αυτής της προσπάθειας. Τότε που η αριστερά αναζητούσε έναν συμβιβασμό με ορούς ηγεμονίας. Ο Σβορώνος ενοποιεί-συνθέτει τις δύο εχθρικές εθνικές αλληλοαποκλειόμενες πατριωτικές συνειδήσεις που αναμετρήθηκαν την δεκαετία του 1940 και αφορούσαν μια και συγκεκριμένη φαντασιακή κοινότητα την ελληνική. Έτσι, είναι δυνατή και επιτρεπτή η ομαλή κατάληψη της εξουσίας. Η εξουσία διεκδικείται όμως μέσα στα αστικά πλαίσια και ως εκ τούτου μέσα στα αστικά ιδεολογικά πλαίσια που απλά ενσωματώνονται και μετασχηματίζονται από την αριστερά. Το 1989 η κοινωνική και πολιτική συμμαχία που στήριζε το σχήμα αυτό αρχίζει να διαρρηγνύεται και οι αντιφάσεις της αναδύονται οξυμένες στην επιφάνεια. Συνεπώς, η έννοια του «αντιστασιακού έθνους» δεν «ενσωμάτωσε» μόνο το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα στην αριστερή εμπειρία, αλλά και αντίστροφα ενσωμάτωσε την αριστερή εμπειρία και μνήμη σε αυτό πετυχαίνοντας τον «νικηφόρο συμβιβασμό».

Ο Ν. Σβορώνος αποτέλεσε την ιδανική περίπτωση πραγμάτωσης αυτής της ιδεολογικής σύνθεσης για τρεις λόγους. Πρώτον, ζούσε στη Γαλλία και βίωνε μέσα από το ΚΚΓ την γαλλική εκδοχή του κομμουνιστικού γιακωβινισμού, όπως αυτή εξελισσόταν και διαμορφωνόταν στη μεταρρυθμιστική εκδοχή του κατά τη δεκαετία του 1960. Δεύτερον, καταγόταν και προερχόταν από τα Επτάνησα, όπου ολόκληρο τον 19ο αιώνα κυριαρχούσε πολύ έντονα ένας ριζοσπαστικός με κοινωνικά χαρακτηριστικά ελληνικός ρεπουμπλικανικός γιακωβινισμός. Αυτός είχε αναφορά στην ελληνικότητα και όχι στη ρωμιοσύνη, στη σύλληψη του ελληνικού έθνους ως ενιαία ριζοσπαστική κοινότητα συνολικά εχθρική στους εκάστοτε κατακτητές και τη μοναρχία. Αναφερόταν στην ορθοδοξία ως λαϊκή θρησκεία και δοξασία, όπως ακριβώς την ορίζει ο Σβορώνος. Προερχόταν δηλαδή επιπλέον από την ριζοσπαστική πλευρά μιας ενιαίας συνείδησης, που η συντηρητική εκδοχή της εκφράστηκε τον 19ο αιώνα από τον συμπατριώτη του Σπ. Ζαμπέλιο, ενώ η επαναστατική της από τους Παν. Πανά, Ρ. Χοϊδά, Μ. Αντύπα κ.α. Έφερε κατά έναν τρόπο το σχήμα αυτό ήδη ως προσλαμβάνουσα. Τρίτον, τέλος ήταν ο μοναδικός καταξιωμένος επαγγελματίας ιστορικός της αριστεράς με επαρκή γνώση των πηγών. Είχε σπουδάσει στο Αθήνησι Πανεπιστήμιο και είχε γαλουχηθεί με το σχήμα των Παπαρρηγόπουλου – Ζαμπέλιου. Οπότε υπήρχαν όρια στην «ιδεολογική πατροκτονία» και ενδεχομένως μια προσωπική αναζήτηση για μια ισορροπία ανάμεσα στην ιστορική και αριστερή ταυτότητά του.

Το ελληνικό έθνος ως φαντασιακή κοινότητα δε συγκροτείται ποτέ μια ενιαία ιδεολογία και συνείδηση. Συνιστά μια αντικειμενική κοινότητα την ίδια στιγμή που προσλαμβάνεται υποκειμενικά, «φαντασιακά» από τα μέλη της. Είναι σύμφωνα με τον Παρασκευά Ματάλα τελικά αρκετά ευέλικτη και εύπλαστη «για να περιλαμβάνει διαφορετικές και συγκρουόμενες εκδοχές του έθνους, να συλλαμβάνει τους μετασχηματισμούς, τη ρευστότητα των ορίων μιας εθνικής κοινότητας και τις επικαλύψεις της με άλλες». Δηλαδή αυτό- και ετερο-προσδιορίζεται, συγκροτείται και διαμορφώνεται μέσα από διαφορετικές έως και εχθρικές απόψεις για το ίδιο συνδεμένες με διαφορετικά ταξικά ή τοπικά συμφέροντα. Αυτές οι αντιθέσεις ανάλογα με τους συσχετισμούς δύναμης και τις ταξικές ισορροπίες ή ισορροπίες αναμεταξύ των περιοχών ή των τοπικών αρχουσών τάξεων μετασχηματίζουν συνεχώς την ηγεμονική εικόνα και σύλληψη για το έθνος. Με λίγα λόγια διαφορετικές συλλήψεις για το ελληνικό έθνος «συνομιλούν» αντιπαραθετικά, διαλεκτικά, ενσωματώνουν αντιθετικά ή και συνθετικά η μία την άλλη, σε μια ηγεμονική άποψη. Στα 1960, ο Σβορώνος απλά διατυπώνει μια προσωπική του άποψη η οποία τελικά δύναται να εκφράσει ένα πλατύ διαταξικό δημοκρατικό κοινωνικό μέτωπο. Ο ίδιος αναδεικνύεται ως ο οργανικός του διανοούμενος.

Στα 1989 οι εσωτερικές και διεθνείς ανακατατάξεις ευνοούν την αμφισβήτηση των μεταπολεμικών καθεστώτων κοινωνικού κράτους από διαφορετικές, άλλοτε συμβατές άλλοτε εχθρικές μεταξύ τους, πλευρές. Στην Ελλάδα το κοινωνικό κράτος ταυτίζεται με τις ριζοσπαστικές πατριωτικές σοσιαλιστικές αρχές εκείνης της συμμαχίας η οποία υιοθέτησε το σχήμα του Σβορώνου. Μια νέα πολιτική-ιδεολογική ταξική συμμαχία του αστισμού που ακριβώς επιδιώκει να διαλύσει και να αποδιαρθρώσει το κοινωνικό κράτος αισθάνεται την ανάγκη να αποδομήσει θεωρητικά το σχήμα του Σβορώνου. Οι εσωτερικές αντιφάσεις του σχήματός του, προϊόν της σύνθεσης σοβιετικού μαρξισμού – ελληνικού εθνισμού, το κατέστησαν σίγουρα εύκολα ευάλωτο. Μια νέα αριστερή ιστοριογραφία αναλαμβάνει να επιτελέσει τον πατροκτόνο αυτό ρόλο και να «κατασκευάσει» «από τα πάνω» μια νέα συλλογική εθνική μνήμη και συνείδηση, η οποία, όπως δηλώνεται προγραμματικά, θα ακυρώνει τις ιδεολογικές και πολιτικές ακρότητες του εθνικιστικού παρελθόντος. Ο Χρ. Χατζηιωσήφ σε άρθρο του περιγράφει πολύ εύστοχα τη συμβατότητα αυτού του ρεύματος της νέας αριστεράς που επιλέγει να υποστασιοποιήσει τον διεθνιστικό κοσμοπολίτικο ριζοσπαστισμό της σε ένα διακύβευμα που είναι πλήρως αποδεκτό από τις ιδεολογικοστρατηγικές επιλογές του ελληνικού καπιταλισμού. Στη διαμάχη για το σχολικό βιβλίο της Στ΄Δημοτικού και ιδιαίτερα στη συζήτηση για τον «συνωστισμό» στο λιμάνι της Σμύρνης διαφάνηκε όμως ότι δεν ακυρώνεται τελικά ούτε το «έθνος» ούτε εκείνο που ορίζεται ως «εθνικισμός», όπως υποστηρίζεται. Εν τέλει ακυρώνεται η ενεργή και με θυσίες συμμετοχή των υπάλληλων τάξεων στην ελληνική ιστορία, η ιδεολογική συνειδησιακή εγγραφή τους στο μεταπολεμικό-μεταπολιτευτικό εθνικό κοινωνικό κράτος. Γιατί, αν κάτι «ενσωμάτωσε» ο Σβορώνος στην εθνική ιστορία, είναι ακριβώς ο ρόλος των «από κάτω» μέσα σε αυτή. Για αυτό το λόγο οι σύγχρονοι έλληνες, και ιδιαίτερα τα εργατικά στρώματα, αισθάνονται ότι την ίδια στιγμή που το «παγκοσμιοποιημένο – νεοφιλελεύθερο» ελληνικό κράτος αίρει τα κοινωνικά, πολιτικά, δημοκρατικά και οικονομικά δικαιώματά τους, τους αποστερεί ακριβώς ταυτόχρονα τη μνήμη και το παρελθόν. Ως εκ τούτου, αντιδρούν με όχημα ξανά το σχήμα του Σβορώνου. Αυτό όμως επιτελεί πλέον στις σημερινές κοινωνικές διεργασίες νέες λειτουργίες. Επανέρχεται στην επιφάνεια ως ρομαντικό αφήγημα αναπόλησης και αμυντικής διεκδίκησης ενός παλιού καλού μοντέρνου κόσμου που έχει ωστόσο οριστικά χαθεί. Μετατρέπεται σε συνειδησιακό διακύβευμα λαμβάνοντας εντελώς αντιφατικά μεταξύ τους πολιτικά πρόσημα και επιδεχόμενο πολλές χρήσεις.

Σε κάθε περίπτωση πάντως το σχήμα του Σβορώνου δεν μπορεί να είναι σήμερα αποδεκτό, τουλάχιστον στο σύνολό του, γιατί ακριβώς το ιστορικό παράδειγμα έχει οριστικά αλλάξει. Ούτε μπορεί να είναι ιδεολογικό εχέγγυο μιας νέας αριστερής διεκδικητικής συμμαχίας. Ο ίδιος ο Νίκος Σβορώνος έχει μια μεγάλη και σημαντική προσφορά στην ελληνική ιστοριογραφία, στην ελληνική κοινωνία και κυρίως στους «από κάτω» αυτής της χώρας. Συνεπώς, θα ήταν άδικο για εκείνον να μην κριθεί συνολικά η συμβολή του.

πόσοι μας διάβασαν: