Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ KKE (1934 -1968): από τον διεθνιστικό σοβιετισμό στον πατριωτικό ρεπουμπλικανισμό



 
Κώστας Παλούκης, ανακοίνωση στο Οι «Θέσεις για το Σοσιαλισμό» του KKE και ο Mαρξισμός Eκδήλωση - συζήτηση Tετάρτη 11 Φλεβάρη 2009, ώρα 7 μ.μ. Aθήνα Nομική Σχολή, Oργανωτής: EPΓATIKO EΠANAΣTATIKO KOMMA
Η είσοδος της προπολεμικής διεθνιστικής ταξικής αριστερής συνείδησης στον εθνικό λόγο, χώρο και κορμό δε γίνεται ούτε ξαφνικά ούτε παραμένει αναλλοίωτη από τη δεκαετία του 1940 μέχρι τις ημέρες μας. Αντίθετα, εξελίσσεται ακολουθώντας μια πορεία μετατοπίσεων και τελικής «κρυστάλλωσης».
Σχεδόν από το 1920 και μέχρι το 1933 τονιζόταν από την ηγεσία του ΚΚΕ «ότι το παγκόσμιο προλεταριάτο πρέπει να ετοιμάζεται διαρκώς δια την κατάληψιν της εξουσίας, της οποία πρώτος σταθμός θα είναι η επιβολή της δικτατορίας του και όχι η αστική δημοκρατία με οιαδήποτε μορφήν». Από το 1924 υποστήριζε τη δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης μέσα στα πλαίσια μιας Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Μακεδονίας και εναντιωνόταν σε κάθε είδους πατριωτισμό. Μάλιστα, την περίοδο 1927-1931 το ΚΚΕ καλούσε την εργατική τάξη να καταλάβει άμεσα την εξουσία διαβλέποντας την καταστροφή του καπιταλισμού που περνούσε την Τρίτη και τελευταία περίοδό του. Η μοναδική θεωρητική προσέγγιση για το ελληνικό έθνος προήλθε από τον Γιάννη Κορδάτο στο έργο του για την Κοινωνική Σημασία της Επανάστασης του 1821. Σε αυτό το έργο ο Κορδάτος ιστορικοποιεί το έθνος στο πλαίσιο των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής και τοποθετείται κριτικά στον εθνικισμό ως πολιτική της μπουρζουαζίας να στρέψει τις «λαϊκές μάζες» του ενός έθνους εναντίον των λαϊκών μαζών των υπόλοιπων εθνών». Θεωρεί θετική εξέλιξη την επανάσταση του 21 την οποία προσδιορίζει ως αμυντική εθνική και αστικοδημοκρατική απέναντι στην οθωμανική φεουδαρχία και ταυτίζεται πλήρως με τα φραστικά σχήματα με τα οποία «οι Μαρξ και Ένγκελς χαιρέτιζαν τη νίκη του αστικού κόσμου επί της φεουδαρχίας». Γενικά, μπορούμε να ισχυριστούμε πως ο Κορδάτος, αν και δηλωμένος τροτσκιστής, φαίνεται πως εκφράζει τις απόψεις του συνόλου των κομμουνιστών για το ζήτημα του έθνους.
Η πρώτη μετατόπιση λαμβάνει χώρα με την 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1934. Τότε εκτιμάται πως η επικείμενη επανάσταση θα έχει πρώτα αστικοδημοκρατικό πρώτα χαρακτήρα και ότι στην πορεία πρόκειται να μετατραπεί σε σοσιαλιστική επανάσταση. Αλλά ακόμη και μέχρι τον Ιούνη του 1935 το ΚΚΕ εξισώνει τη μοναρχία και τη δημοκρατία στα «πολιτεύματα με τα οποία οι κεφαλαιοκράτες εκμεταλλευτές εξάσκησαν τη δικτατορία τους πάνω στο λαό», ενώ τον Ιούλη δεν έβλεπε να υπάρχουν διαφορές αρχής ανάμεσα στη «δημοκρατία» και το φασισμό καθώς παραμένει ο ίδιος ταξικός χαρακτήρας της εξουσίας. Η πιο καταλυτική αλλαγή συνεπώς πραγματοποιείται κατά την 4η Ολομέλεια της ΚΕ το 1935 και αμέσως μετά στο 6ο Συνέδριο του 1935. Σύμφωνα με την πρώτη το Κόμμα διεκδικεί την ηγεμονία από τα αστικοτσιφλικάδικα κόμματα και θέτει το ζήτημα της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας από τον ελληνικό φασισμό, της εθνικής ανεξαρτησίας – ελευθερίας της χώρας απέναντι στην διπλή εξάρτηση από ντόπιο και ξένο κεφάλαιο και της ακεραιότητάς της σε μια ενδεχόμενη επίθεση από τον ξένο φασισμό. Οι αστικοδημοκρατικές ελευθερίες δεν έχουν ακόμα κατακτηθεί, χρειάζεται λαϊκό ενιαιομετωπικό δημοκρατικό – αντιφασιστικό μέτωπο εναντίον του μοναρχισμού – φασισμού για ένα λαοκρατικό-δημοκρατικό ξεκαθάρισμα της εσωτερικής ζωής της χώρας. Η απόφαση αυτή είναι συνέπεια και εφαρμογή των αποφάσεων του 7ου Συνεδρίου της Κομμ. Διεθνούς. Τότε διαβαθμίζεται για πρώτη φορά ο φασισμός από την αστική δημοκρατία ως «ένα καθεστώς της πιο βάρβαρης εκμετάλλευσης και καταπίεσης των εργαζομένων» και καλούνται οι «μάζες» να «διαλέξουν όχι ανάμεσα στην προλεταριακή δημοκρατία και την αστική δημοκρατία αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό». Τα ΚΚ είναι δυνατόν να συμμαχήσουν με τη Σοσιαλδημοκρατία και να συνάψουν κυβερνήσεις μέσα στα αστικά πλαίσια, ως ένα αρχικό στάδιο της επανάστασης. Τα ΚΚ έχουν πλέον ως καθήκον την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας έναντι του φασιστικού κινδύνου. Με την μετατόπιση αυτή οι κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα ενσωματώνουν τον εθνικό λόγο και διεκδικούν ρόλο πλέον ως μια εκδοχή του πατριωτισμού. Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ επιβεβαιώνει την αλλαγή. Ο νέος στόχος είναι η δημιουργία της λαϊκής δημοκρατικής κυβέρνησης μέσω της συγκρότησης παλλαϊκού μετώπου και ενός λαϊκού δημοκρατικού-λαοκρατικού κινήματος.
Αυτή η σειρά σταδιακών μετατοπίσεων απαιτούσε μια συνολικότερη επανεκτίμηση της ελληνικής ιστορίας, του ρόλου και της θέσης της αστικής τάξης στη διαμόρφωση της νεοελληνικής κοινωνίας και συνάμα αντίστοιχα των λαϊκών τάξεων. Δεν είναι οι προοδευτικοί αστοί έμποροι που έκαναν την επανάσταση του 1821, όπως υποστήριζε ο Γιάννης Κορδάτος το 1920, αλλά, όπως υποστηρίζει πλέον το 1934 ο Γιάννης Ζεύγος, ο ένοπλος λαός με τα αντάρτικα σώματά του σε σύγκρουση με τους προδότες των εθνικών συμφερόντων αστούς και κοτζαμπάσηδες, σε αντιπαράθεση με τη «Μεγάλη Ιδέα». Ούτε επίσης η αστική επανάσταση είχε πραγματοποιηθεί.
Παρόλα αυτά η θεμελιώδης αλλαγή πραγματοποιείται κατά την περίοδο της αντίστασης. Η μετάβαση στη νέα αυτή φάση δε γίνεται βέβαια χωρίς συγκρούσεις μέσα σε ένα ΚΚΕ διαλυμένο, διασπασμένο σε δύο Κεντρικές Επιτροπές και τελικά ποδηγετημένο από την Ασφάλεια του Μανιαδάκη. Ο φυλακισμένος στην Κέρκυρα Ν. Ζαχαριάδης τάσσεται υπέρ της άμυνας και της απόκρουσης της ιταλικής εισβολής. Σε ανοιχτή επιστολή του που δημοσιεύεται στον τύπο χαρακτηρίζει τον πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό και καλούνται «οι κομμουνιστές, η εργατική τάξη και ο λαός να δώσουν όλες τις δυνάμεις τους δίχως επιφύλαξη» για την απόκρουση της φασιστικής επίθεσης. Το γράμμα αυτό ανοίγει το δρόμο για μια νέου τύπου εθνική μετωπική πολιτική που γεννά το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και το αντιστασιακό κίνημα.
Εμπεδώνεται λοιπόν κατά τη δεκαετία του 1940 μια νέα ταξική ερμηνεία του πατριωτισμού. Από τη μία είναι οι «πατριωτικές αγωνιζόμενες λαϊκές δυνάμεις του έθνους» με πολιτικό όραμα την «Λαοκρατία» και από την άλλη οι «αστικές» υποταγμένες στο «φασισμό» και αργότερα στον «μοναρχοφασισμό». Αυτή η διαχωριστική γραμμή προβάλλεται στο παρελθόν. Η επανάσταση του 1821 εναντιώθηκε στο τιμαριωτικό σύστημα, καθώς οι εξεγερμένοι αγρότες διεκδίκησαν τη γη τους και κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα, με λαϊκό πολιτισμό και γλώσσα εθνική. Απέναντι σε αυτή την πατριωτική-λαϊκή δράση οι αστοί φτιάξανε τη Μεγάλη Ιδέα η οποία συνεπήρε τις λαϊκές μάζες γιατί παρουσιαζόταν σαν η ιδέα της απελευθέρωσης όλου του ελληνισμού «πράγμα που ήταν φυσικός πόθος του λαού και προοδευτικό στοιχείο». Αλλά οι κοτζαμπάσηδες τους πρόδιδαν γιατί το έκαναν με τυχοδιωκτικό τρόπο. Οι Κομμουνιστές δεν πολεμούν στην Μεγάλη Ιδέα το αίτημα της εθνικής απελευθέρωσης, αλλά την πολεμούν λοιπόν γιατί ήταν το μαγικό πέπλο της πιο ξενόδουλης, αντιδημοκρατικής και καταχτητικής πολιτικής θάβοντας την υπόθεση της πραγματικής απελευθέρωσης του ελληνικού λαού.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η προσέγγιση ενός ιστορικού του Γαλλικού Κ.Κ. για την περίοδο αυτή της Κομμ. Διεθνούς και ιδιαίτερα του ΚΚΓ. Οι κομμουνιστές υποχωρώντας από την «τριτοπεριοδική» αντικοινοβουλευτική τους ρητορική και δηλώνοντας υπερασπιστές της Γαλλικής δημοκρατίας υιοθετούν την ρεπουμπλικανική γαλλική παράδοση και έτσι μεταμορφώνονται σε νέους Γιακωβίνους. Τον ίδιο χαρακτηρισμό θα μπορούσαμε να αποτείνουμε και στο Ελληνικό ΚΚ. Εγκαταλείπει την αντικοινοβουλευτική –αντιρεπουμπλικανική ρητορική του. Αναφέρεται πλέον σε μια «Λαϊκή Δημοκρατία», ενώ μεταπολεμικά, υιοθετεί το σύνθημα της «Δημοκρατικής Αλλαγής». Εξελίσσεται δηλαδή στο κόμμα που κατεξοχήν υπερασπίζεται τη αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όταν μέχρι τότε ήταν το κατεξοχήν εχθρικό σε αυτή. Το νέο δρων πολιτικό σώμα δεν είναι η «εργατική τάξη», αλλά «ο λαός», το «επαναστατημένο έθνος». Αυτός ο νέος γιακωβινισμός υιοθετεί στο παρελθόν όλη την επαναστατική αστικοδημοκρατική παράδοση και τα σύμβολά της. Σε αυτή τη βάση λαμβάνει προπολεμικά και η επανερμήνευση της επανάστασης του 1821 και όλης της ριζοσπαστικής αστικοδημοκρατικής δραστηριότητας των ελλήνων κατά τη διάρκεια του 19ου αι.
Την καταλυτική περίοδο λοιπόν της Κατοχής ο κομμουνισμός και οι κομμουνιστές, είτε αφορά τα ίδια είτε νέα πρόσωπα που τώρα εντάσσονται στην αριστερά, νοηματοδοτούνται με ένα πολύ διαφορετικό περιεχόμενο. Δεν είναι οι εχθροί της πατρίδας και του έθνους, αλλά οι πραγματικοί πατριώτες ενός διαφορετικά ερμηνευμένου ελληνικού έθνους, του επαναστατικού, που χτίζει στα βουνά ένα άλλο διαφορετικό από το προπολεμικό ελληνικό κράτος. Σε αυτή τη βάση, η εν δυνάμει κράτος συγκροτούμενη λαϊκοδημοκρατική φαντασιακή κοινότητα του ΕΑΜ βιώνει και ορίζει μέσα από την αντιστασιακή εμπειρία μια δική της εκδοχή-συνείδηση για το ελληνικό έθνος.
Κατά τη πρώτη μεταπολεμική εποχή, γίνεται προσπάθεια ιστορικής αποσαφήνισης της νέας ριζοσπαστικής εθνικής συνείδησης. Βάση για όλη τη συζήτηση θεωρείται από όλους τους κομμουνιστές της εποχής το κείμενο του Ν. Ζαχαριάδη Ο Μαρξισμός Λενινισμός στην Ελλάδα (1946). Σε αυτό ο αρχηγός του ΚΚΕ είναι σαφής για τη μορφοποίηση του ελληνισμού. «Το νεοελληνικό έθνος, δημιούργημα των νεότερων χρόνων, άρχισε να διαμορφώνεται μέσα στους κόλπους του ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους», όταν αυτό μετεξελίχθηκε σε Βυζαντινό «για να πάρει την οριστική του εθνική συνείδηση και συγκρότηση στα χρόνια της τουρκοκρατίας». Η διαδικασία διαμόρφωσης αυτής της «συνείδησης» βρίσκεται «στην πάλη ενάντια στον Οθωμανό καταχτητή και το ρωμηό κοντζαμπάση συνεργάτη του καταχτητή». Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ποτέ δεν υπήρξε ελληνική και την παράδοσή της τη συνεχίζουν άλλοι βαλκανικοί λαοί. Τα λαϊκά ήθη και τα λαϊκά έθιμα του λαού είναι προϊόντα της σύγχρονης καπιταλιστικής εποχής, τότε που διαμορφώνεται το νεοελληνικό έθνος.
Τη γενική κατεύθυνση αυτών των απόψεων, δηλαδή τη «γραμμή» του Ζαχαριάδη, μορφοποιεί ο Γιάννης Ζεύγος στη Σύντομη
Μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας: Μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής κατάκτησης η εθνική πάλη επιταχύνεται σφραγισμένη από τους ταξικούς αγώνες. Εμφανίζεται πάλι το όνομα έλλην που ταυτίζεται με τους αγώνες αυτούς και διαμορφώνει την ελληνική συνείδηση. Ήθη, έθιμα και ελληνική γλώσσα στιγματίζονται από τους κοινούς πόθους, την εθνικοαπελευθερωτική πάλη και έτσι ενσωματώνονται στο νέο αυτό έθνος άλλα φύλα. Η αστική τάξη δεν παρουσιάζει κανένα δημοκρατικό στοιχείο, καθώς είναι σφιχτοδεμένη με το βυζαντινό συντηρητισμό και το πανίσχυρο πατριαρχείο. Η λαϊκή μάζα που αποτελείται από την καθαυτό αγροτιά είναι αυτή που παράγει τον νεοελληνικό πολιτισμό και την νεοελληνική γλώσσα. Έτσι, το ελληνικό έθνος είναι γέννημα της σύγχρονης εποχής και προκύπτει ως τέτοιο μέσα από τη σύγκρουσή του με τον κατακτητή.
Απέναντι στο λαϊκό έθνος των κομμουνιστών της αντίστασης και του εμφυλίου ορθώνεται ο αντίπαλος. Η αντίπαλη εθνικόφρων παράταξη ορίζεται από το «ελληνοχριστιανικό έθνος», δηλαδή την ένωση του αρχαιοελληνικού με τον βυζαντινό χριστιανικό πολιτισμό. Μια πρόσληψη του έθνους με βάση το Παπαρρηγοπούλειο ελληνοχριστιανικό πνεύμα «που αποκρυσταλλώθηκε στο Μεσοπόλεμο, έλαβε το χαρακτήρα κυρίαρχου λόγου κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο και εξελίχθηκε στο βασικό φορέα ανάπτυξης της αντικομουνιστικής ιδεολογίας» της δεξιάς. Η θεώρηση της δεξιάς θα είναι τελικά και η νικήτρια αυτού του πολέμου. Οι ηττημένοι αριστεροί θα πρέπει τώρα να επιλέξουν ή τη συνέχιση της ρήξης ή το δρόμο της ενσωμάτωσης με τους όρους του νικητή.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι ηττημένοι δεν έχουν αποδεχτεί ακόμα όμως την ήττα τους, βρίσκονται με το όπλο παρά πόδας και οι εχθροί της ήττας αναζητιούνται στο εσωτερικό του Κόμματος. Έτσι, το 1956 στην 6η Ολ. του ΠΓ, ο Ν. Ζαχαριάδης, λίγο πριν την καθαίρεσή του, επαναλαμβάνει το ίδιο ακριβώς σχήμα προσθέτοντας τους κινδύνους από τον αμερικάνικο τρόπο ζωής και από το πνεύμα του καταστροφικού κοσμοπολιτισμού. Πολύ σύντομα όμως η καθαίρεση του Ζαχαριάδη και οι αλλαγές στην ηγεσία της ΕΣΣΔ και του ΚΚΕ θα σημάνουν μια νέα ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση επηρεάζοντας και τις απόψεις για το έθνος. Ως εκ τούτου, στο σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ, αν και να αναπαράγονται τα ίδια σχήματα περί καταπολέμησης της αντιεπιστημονικής θεώρησης της «Μεγάλης Ιδέας», υπάρχει όμως ένας μετριασμός. Αναγνωρίζει τώρα το ΚΚΕ ότι το νεοελληνικό έθνος προκύπτει από τη «ρωμαίικη – γκρέκικη λαότητα που συνδεόταν ιστορικά λαογραφικά, τόσο με την αρχαία Ελλάδα και την αλεξανδρινή ελληνιστική εποχή όσο και με την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία και την ορθόδοξο ανατολική εκκλησία». Η λαότητα αυτή συγκροτούταν από τις «μεγάλες μάζες της αγροτιάς», τη «φτωχολογιά στις πόλεις» και τις «συντεχνίες με τα εμπορικά στοιχεία». Μιλούσε τη «ρωμέικη λαϊκή γλώσσα», δηλαδή τη «δημοτική», η οποία προερχόταν από τα ελληνικά της αρχαίας κλασσικής και της ελληνιστικής εποχής. Στα ενοποιητικά πολιτιστικά στοιχεία έδινε έμφαση στη θρησκεία και στη γλώσσα αυτής, δηλαδή την «ελληνική-εκκλησιαστική γλώσσα των ευαγγελίων». Η «ρωμέικη-γκρέκικη» λαότητα αυτή διαμορφώθηκε στο Βυζάντιο μέσα από τους αγώνες απέναντι στους ντόπιους και κατακτητές φεουδάρχες. Η οθωμανική κατάκτηση ενδυνάμωσε περισσότερο τα «γκρέκικα-ρωμαίικα στοιχεία» βάζοντάς την σε πορεία για την «ολοκλήρωσή της στο νεοελληνικό έθνος». Τέλος, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην ιστορική σχέση που έχει αναπτύξει η λαότητα αυτή με τη Ρωσία.
Η μετατόπιση είναι σαφής. Η αριστερά αποδέχεται τη βάση της μεγάλης ιδέας, που είναι η συνέχεια του ελληνικού έθνους, αλλά αρνείται τον ιδεαλισμό της. Χρησιμοποιεί ολοένα και πιο έντονα τη διάκριση λαότητα/ εθνος, εντάσσει την ορθοδοξία στα πολιτισμικά της χαρακτηριστικά και βέβαια δημιουργεί και τον «φύλακα άγγελο» του ελληνικού έθνους, που πάντα, και παλιότερα και τότε, ήταν η Ρωσία. Η μετατόπιση αυτή θα προκαλέσει την αντίδραση του Δημ. Χατζή, ο οποίος θα στηρίξει το σχήμα του Ζαχαριάδη και θα διαπιστώσει ιδεολογικές παραχωρήσεις στα αστικά σχήματα για το έθνος.
Η νέα ηγεσία, αποδεχόμενη πια την ήττα της, αναζητά, στα πλαίσια της νέας στρατηγικής της ειρηνικής συνύπαρξης και της «εθνικής δημοκρατικής αλλαγής», μια πρόταση για την εθνική συνείδηση. Μια πρόταση ικανή να γίνει αποδεκτή από τις μάζες και να λειτουργήσει, χωρίς να αποκοπεί από τα αριστερά κριτήρια, μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια των νικητών.
Αλλά το νέο σχήμα είναι λειψό και η νέα καθοδήγηση του ΚΚΕ προτρέπει τους διανοούμενους να συγγράψουν ένα εγχειρίδιο Νεοελληνικής Ιστορίας. Αποτέλεσμα αυτής της προτροπής είναι το Βοήθημα νέας ιστορίας της Ελλάδας του Πέτρου Ρούσου, μέρος μιας τριλογίας που αποτελούταν από την Επανάσταση του 21 του Λ. Στρίγκου και το ανολοκλήρωτο Ιστορία της Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα του Μιλτ. Πορφυρογένη. Ο Ρούσος συσχετίζει την αναθεώρηση της άποψης με τις αλλαγές που συντελούνταν στο ΚΚΕ, αλλά τις θεωρεί «περιστασιακές», καθώς ουσιαστικά ανταποκρινόταν στις πραγματικές ανάγκες. Το σχήμα του Ζαχαριάδη ήταν δογματικό, ιδεαλιστικό, αντιμαρξιστικό και εμπόδιζε την πρόοδο του κινήματος και τη θεωρητική έρευνα. Όλη αυτή η κριτική συμπυκνώνεται στο κρίσιμο, όπως φαίνεται για τους ίδιους σημείο: «Η θεωρία του εντελώς νέου λαού στην ιστορία, ολότελα άσχετου με τον αρχαιότερο δεν ανταποκρινόταν στα γεγονότα». Οπότε κεντρικό ερώτημα είναι «το ζήτημα της εθνικής διαμόρφωσης των Ρωμιών» από την κατάρρευση του αρχαίου κόσμου μέχρι τη διαμόρφωση σε ελληνικό έθνος μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες. Η ιστορία διακρίνεται σε νεώτερη, μεσαιωνική και αρχαία, ενώ ο ρόλος του Βυζαντίου, της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, του νεοελληνικού διαφωτισμού, της εξέγερσης των ορλωφικών τονίζονται. Ο Ρούσος είναι αυτός πρώτος που βλέπει στις διάφορες εποχές της ιστορίας του ελληνισμού, όχι έναν ίδιο λαό, αλλά έναν διαφορετικό που εξελίσσεται. Διαχωρίζεται έτσι από τον Παπαρηγόπουλο και ασκεί κριτική στο σωβινισμό και τον ιδεαλισμό της μεγάλης ιδέας.
Αν όμως η ανάλυσή του για την αρχαία ιστορία είναι κοινή με του Ν. Σβορώνου, υπάρχει θεμελιώδης διαφορετική πρόσληψη, αλλά και νοηματοδότηση του νεοελληνικού έθνους και του Βυζαντίου. Το Βυζάντιο ήταν μωσαϊκό λαών, αλλά σε αυτό κυριαρχούσε «το γένος των ρωμαίων» ή ρωμιών. Με αυτό τρόπο, (επαν)εισαγάγει, όπως πρώτο επανέφερε και το ΚΚΕ, τον όρο Ρωμιός. Με αυτή την έννοια αυτοπροσδιορίζονται οι Έλληνες και ο ίδιος θεωρεί καθήκον του να την χρησιμοποιεί. Έτσι, ακολουθεί την ιστοριογραφική παράδοση των δημοτικιστών και ιδιαίτερα της Ιστορίας της Ρωμιοσύνης του Αργύρη Εφταλιώτη, ένα έργο που τίθεται σε αντιπαράθεση με το σχήμα των καθαρευουσιάνων της σχολής Παπαρηγόπουλου και την «από τα πάνω» επιβολή μιας ελληνικής ιδέας και κατ' επέκταση γλώσσας. Σύντομα, η έννοια της «ρωμιοσύνης» μέσα από τα τραγούδια του Μ. Θεοδωράκη θα λάβει αγωνιστικό- λαϊκό χαρακτήρα.
Η μεγάλη αλλαγή θα λάβει χώρα με τον Σβορώνο ο οποίος αποδέχεται την ύπαρξη ενός ιστορικού ελληνικού λαού πανάρχαιου με τρισχιλιετή ιστορία. Η αυτονόητα εμφανή ιστορική ύπαρξη του ελληνισμού ξεκινά κατά την κλασσική αρχαιότητα με σαφή μάλιστα συνείδηση της ελληνικής αυτής διακριτότητάς του. Ο Σβορώνος αρνείται την έννοια «ρωμηιός» και υιοθετεί για όλες τις εποχές την έννοια έλληνας. Υιοθετεί μεν το ιστορικό σχήμα του Παπαρηγόπουλου, αλλά επιχειρεί να το αντιστρέψει, να το αναποδογυρίσει. Δηλαδή προσπαθεί να το παρουσιάσει μέσα από ένα διαλεκτικό υλιστικό μαρξιστικό εγελιανής προέλευσης πλαίσιο.
Η τομή θα λέγαμε της σχέσης του Σβορώνου με το ελληνικό κοινό βρίσκεται στη διάσπαση του 1968, καθώς οι απόψεις του ταυτίζονται με τις στρατηγικές επιδιώξεις του ΚΚΕ Εσ. που είναι η «Νέα Δημοκρατική Αλλαγή» και αργότερα η Εθνική Συμφιλίωση. Αλλά η απόλυτη ηγεμονία καθίσταται δυνατή κατά τη μεταπολίτευση με τη διεύρυνση του ακροατηρίου του στη νέα δυναμική αριστερά της εποχής, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ. Τα κοινωνικά στρώματα, η κοινωνική συμμαχία της Αλλαγής και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ ταυτίζονται με το σχήμα αυτό καθώς συνάδει με τον τρόπο με τον οποίο κατανοούν η θέση τους μέσα στον εθνικό κορμό. Η ηγεμονία του Σβορώνου σηματοδοτείται με τον λόγο του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με τίτλο: «Η ελληνική ιδέα στη βυζαντινή αυτοκρατορία» που πραγματοποιήθηκε στις 19 Μαΐου 1976.
Με λίγα λόγια το σχήμα του Ν. Σβορώνου εκφράζει μια εξελιγμένη αποκρυστάλλωση αυτού του νέου κομμουνιστικού γιακωβινισμού που πρωτοεισήχθηκε το 1934-5 για να εμπεδωθεί τη δεκαετία του 1940. Αντιστοιχεί στα κοινωνικά αιτήματα και τη δυναμική της αριστεράς πριν και μετά τη δικτατορία. Συνιστά τη μη ριζοσπαστική και μη βίαιη μεταρρυθμιστική εκδοχή αυτής της προσπάθειας. Ο Σβορώνος ενοποιεί-συνθέτει τις δύο εχθρικές εθνικές αλληλοαποκλειόμενες πατριωτικές συνειδήσεις που αναμετρήθηκαν την δεκαετία του 1940 και αφορούσαν μια και συγκεκριμένη φαντασιακή κοινότητα την ελληνική. Έτσι, είναι δυνατή και επιτρεπτή η ομαλή κατάληψη της εξουσίας. Η εξουσία διεκδικείται όμως μέσα στα αστικά πλαίσια και ως εκ τούτου μέσα στα αστικά ιδεολογικά πλαίσια που απλά ενσωματώνονται και μετασχηματίζονται από την αριστερά. Το 1989 η κοινωνική και πολιτική συμμαχία που στήριζε το σχήμα αυτό αρχίζει να διαρρηγνύεται και οι αντιφάσεις της αναδύονται οξυμένες στην επιφάνεια. Συνεπώς, η έννοια του «αντιστασιακού έθνους» δεν «ενσωμάτωσε» μόνο το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα στην αριστερή εμπειρία, αλλά και αντίστροφα ενσωμάτωσε την αριστερή εμπειρία και μνήμη σε αυτό πετυχαίνοντας τον «νικηφόρο συμβιβασμό».

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: