Κυριακή 8 Μαρτίου 2009

"Συνδικαλιστικές πρακτικές και πολιτική οργάνωση των εργατικών στρωμάτων την περίοδο 1927 - 1934, η περίπτωση των Αρχειομαρξιστών"

"Συνδικαλιστικές πρακτικές και πολιτική οργάνωση των εργατικών στρωμάτων την περίοδο 1927 - 1934, η περίπτωση των Αρχειομαρξιστών"

Κώστας Παλούκης,
ανακοίνωση στον Μνήμωνα
Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009

 
Εισαγωγή
Κατά την περίοδο 1927-1934 αναπτύσσεται στην ελληνική κοινωνία μια δυναμική των εργατικών στρωμάτων, η οποία εκφράζεται μέσα από την ανάπτυξη της συνδικαλιστικής δράσης. Η συνδικαλιστική δράση δεν είναι όμως ενιαία στις εκδηλώσεις και στις πρακτικές της. Αναπτύσσονται λοιπόν διαφορετικές μορφές διεκδίκησης, λόγου, οργάνωσης, που αντιστοιχούν σε διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές αποκρυσταλλώσεις συναρθρώνοντας εργατικά κόμματα. Καταλυτικοί παράγοντες σε αυτήν την πολυμορφία είναι ο βαθμός εκβιομηχάνισης και οι παραγωγικές δομές στον δευτερογενή τομέα, οι πολιτικές και πολιτισμικές παραδόσεις των εργατικών στρωμάτων, τα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα, όπως αυτά επιδρούν στις εργατικές συνειδήσεις, ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνεται και παντρεύεται με τις ελληνικές συνθήκες, ο σοσιαλιστικός λόγος και η σοσιαλιστική οργάνωση, ιδιαίτερα η επίδραση του ρωσικού κομμουνισμού. Ένα ξεχωριστό πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα, οι Αρχειομαρξιστές, εμφανίζεται την περίοδο αυτή με μια σχετική μαζικότητα. Συνδέεται με συγκεκριμένα τμήματα της μεσοπολεμικής εργατικής τάξης, τοποθετείται απέναντι στα άμεσα και μεσοπρόθεσμα προβλήματά τους και διαμορφώνει πολιτικές και στρατηγικές για την επίλυση τους.
Η πρώτη μορφή εμφάνισης του Αρχειομαρξισμού στα 1921 συγκροτείται στο εσωτερικό του ΣΕΚΕ γύρω από τον αποκαλούμενο «Πρώτο Πυρήνα» με ηγέτη τον Φραγκίσκο Τζουλάτι. Η ομάδα αυτή διαβλέποντας από τη μία την ύπαρξη των συνθηκών εκείνων, που θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στην επανάσταση, θεωρούν όμως από την άλλη, ότι το ελληνικό προλεταριάτο δεν είναι προετοιμασμένο, είναι αμόρφωτο και ακατάρτιστο για την πραγμάτωση του μεγάλου του ιστορικού ρόλου. Οπότε και γι' αυτό πρώτο μέλημα είναι η μαρξιστική διαφώτισή του. Η απουσία ενός τέτοιου διαφωτιστικού έργου θεωρήθηκε και το κύριο πρόβλημα στο ΣΕΚΕ, το οποίο θεωρούσαν ότι έπρεπε άμεσα να μετασχηματιστεί σε μπολσεβίκικο κόμμα. Η συγκεκριμένη ομάδα λειτουργούσε με τις συγκεκριμένες απόψεις ήδη από την περίοδο 1919-1921 γύρω από το περιοδικό Κομμουνισμός και την οργάνωση Κομμουνιστική Ένωση, η οποία προσχώρησε τον Αύγουστο του 1921 στο ΣΕΚΕ, ενώ την περίοδο 1917-1919 δραστηριοποιούταν με την ονομασία Σοσιαλιστική Νεολαία Αθηνών.
Έτσι, την περίοδο 1921-1927 η ομάδα αναπτύσσεται περιορισμένα με τη μορφή μορφωτικών πυρήνων μέσα στο εσωτερικό του Κόμματος, ενώ βασικό έργο ήταν οι μορφωτικές διαλέξεις και η έκδοση του περιοδικού Αρχείον Μαρξισμού. Σε αυτό υπήρχαν, όπως και προηγουμένως στο περιοδικό Κομμουνισμός μετάφραση βασικών κειμένων της μαρξιστικής και σοβιετικής βιλιογραφίας. Στα 1924 το ΣΕΚΕ ανακαλύπτει την μυστική δράση του Αρχείου και διαγράφει όλα τα στελέχη του. Έκτοτε η δράση των αρχειομαρξιστών βρίσκεται εκτός του κόμματος. Την περίοδο της παγκαλικής δικτατορίας εντάχθηκε μαζικά στην οργάνωση ένας σημαντικός όγκος εργατών, ο οποίος προερχόταν από το ΚΚΕ και διατηρούσε ήδη επαφή με τα εργατικά σωματεία. Ως εκ τούτου, ο αρχειομαρξισμός απέκτησε ξαφνικά συνδικαλιστική επιρροή και τις δυνατότητες να την διευρύνει ασκώντας συνδικαλισμό. Η ηγεσία του Τζουλάτι βρέθηκε απροετοίμαστη να ανταποκριθεί στα καινούρια καθήκοντα που έθετε η νέα πραγματικότητα. Η μέχρι τώρα δομή, οργάνωση και αυστηρά διαφωτιστική εργασία αμφισβητούνται και στα 1927 εσωτερικές διεργασίες φέρνουν στην ηγεσία του Αρχειομαρξισμού μια νέα ομάδα με αρχηγό τον Δημήτρη Γιωτόπουλο, η οποία, πλην του Γιωτόπουλου, αποτελούταν κυρίως από εργατικά στελέχη. Ένα πολυσύνθετο πυραμιδωτό οργανόγραμμα, που διεύρυνε τα συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά του Αρχείου, αντικατέστησε τους αποκεντρωμένους πυρήνες. Οι παλιοί πυρήνες απώλεσαν τον διαφωτιστικό χαρακτήρα τους, που αποτελεί πια αποκλειστική εργασία των εκδρομικών συλλόγων και των μορφωτικών ομίλων για τους φίλους και τα δόκιμα μέλη, και υποτιμούσαν τις πολιτικές και ιδεολογικές συζητήσεις προσανατολιζόμενοι κυρίως στην κατάχτηση νέων μελών. Οι πυρήνες περιοχής συνέχισαν να αποτελούν το βασικό κύτταρο της δομής του Αρχείου. Τα ανώτατα κομματικά όργανα και οι ηγεσίες δεν εκλέγονται και ούτε απολογούνται σε συλλογικά αντιπροσωπευτικά σώματα εκλεγμένα από τις οργανώσεις βάσεις και, γενικά, το οργανωτικό μοντέλο συνεχίζει να μην στηρίζεται σε συλλογικές διαδικασίες. Δεν υπάρχει ένα ανώτερο συλλογικό αποφασιστικό όργανο, παρά μια μυστηριώδης ανώτατη αρχή η «Εργασία». Η όλη δράση και παρουσία του Αρχείου δε γίνεται δημόσια, αλλά μυστικά και κρυφά. (Πίνακας 1 και Πίνακας 2). Πολύ σύντομα το Αρχείο διευρύνει ραγδαία την επιρροή του σε κλάδους και πόλεις (Πίνακας 3). Μέσα λοιπόν σε 4 χρόνια, οι αρχειομαρξιστές καταφέρνουν να συγκροτήσουν πυρήνες σε 35 πόλεις της Ελλάδας, στην Αλβανία και να συμμετέχουν συνολικά το λιγότερο σε 102 εργατικά σωματεία από τα οποία τα 59 έχουν περιέλθει κάποια στιγμή υπό τον πολιτικό έλεγχό τους. Την περίοδο αυτή μετασχηματίζεται δηλαδή από μια πολιτική-μορφωτική ομάδα σε ένα οργανωμένο πολιτικό τμήμα της ίδια της εργατικής τάξης.

 
Σωματεία και χώροι στους οποίους επεκτείνεται ο αρχειομαρξισμός
Στον πίνακα (πίν. 3) καταγράφονται όλα τα επαγγέλματα στα οποία είχαν παρέμβαση οι αρχειομαρξιστές στην Αθήνα. Με την κατάληψη της διοίκησης του σωματείου αρτεργατών και υποδηματεργατών Αθηνών, οι δύο αυτοί κλάδοι εξελίχθηκαν στους δύο βασικούς πυλώνες της συνδικαλιστικής έκφρασης του αρχειομαρξισμού. Οι αρχειομαρξιστές επίσης έλεγχαν την διοίκηση της Ομοσπονδίας «Αναπήρων και Θυμάτων Πολέμου». Συνολικά μαζί με τους μαθητές, τους φοιτητές και τους αναπήρους και θύματα πολέμου ο αρχειομαρξισμός παρεμβαίνει σε 30 επαγγελματικές κατηγορίες μέσα σε ένα απροσδιόριστο σύνολο επαγγελμάτων. Στην Αθήνα θα λειτουργούν εκείνη την περίοδο 33 συνδικαλιστικές φράξιες με 137 μέλη, 78 νέα μέλη και 207 δόκιμα, σύνολο 422. Στον Πειραιά είχαν αυξήσει την επιρροή τους, χωρίς να μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε πλήρως μια εικόνα. Στα 1932 πάντως λειτουργούσαν 5 φράξιες με 10 μέλη, 20 νεα μέλη και 27 δόκιμα. Σύνολο 57. (βλ πίν. 5) Στον Πειραιά όμως στα 1929-1930 έχει προηγηθεί μια σημαντική διάσπαση που κόστισε σε επιρροή.
Ποια είναι όμως η μαζικότητα και το ειδικό βάρος αυτών των σωματείων; Κάποια σωματεία όπως το σωματείο Υποδηματεργατών, Αρτεργατών και Ζαχαροπλαστών είναι μαζικά και δυναμικά και η συμμετοχή κυμαίνεται από 300 έως 500 εργάτες, άλλα σωματεία, όπως των Σιμιτεργατών, είναι μικρά και άμαζα και η συμμετοχή από 30 έως 50. Το ειδικό βάρος σωματείων όπως είναι οι αρτεργάτες και οι υποδηματεργάτες φαίνεται να είναι αρκετά σημαντικό. Το γεγονός αυτό θα καταστήσει τον αρχειομαρξισμό μια σημαντική πολιτική δύναμη μέσα στο αθηναϊκό εργατικό κίνημα.
Εάν επιχειρήσουμε να φτιάξουμε ένα χάρτη σωματείων μέσα από τις πληροφορίες που μας δίνει ο Ριζοσπάστης, (πίν. 6) αυτός θα δείχνει ότι οι αρχειομαρξιστές συμμετείχαν περίπου στα περισσότερα σωματεία στο σύνολο εκείνων που συμμετείχε το ΚΚΕ κατά 60%. Δηλαδή σε ένα σύνολο 55 καταγεγραμμένων από εμάς σωματείων και χώρων οι αρχειομαρξιστές συμμετείχαν στα 36. Από αυτά έλεγχαν ή κατά καιρούς είχαν ελέγξει περίπου τα 20. Αν και οι αριθμοί αυτοί είναι σχετικοί και περιορισμένοι, μπορούν να καταδείξουν, συνυπολογίζοντας την ανοδική πορεία της οργάνωσης, ότι στην Αθήνα και τον Πειραιά το Αρχείο του Μαρξισμού την περίοδο 1927-1934 ήταν μια οργάνωση σχεδόν ισοδύναμη με το ΚΚΕ.
Η επέκταση όμως δεν σταμάτησε στην Αθήνα και τον Πειραιά. Σχεδόν αστραπιαία αναπτύχθηκε στην επαρχία και τις άλλες μεγάλες πόλεις. Στους επόμενους πίνακες (7, 8 και 9) παρουσιάζεται η επιρροή του Αρχειομαρξισμού στην Θεσσαλονίκη και τις άλλες περιοχές της Ελλάδας. Στους πίνακες αυτούς φαίνεται γενικά πως οι αρχειομαρξιστές επεκτάθηκαν σε αντίστοιχους κλάδους με αυτούς στους οποίους δραστηριοποιούνταν στην Αθήνα και τον Πειραιά
Ο πίνακας 10 δείχνει την παρουσία των αρχειομαρξιστών σε δευτεροβάθμια σωματεία. Στη Θεσσαλονίκη συγκροτούν την περίοδο 1929-1931 δικό τους εργατικό Κέντρο το οποίο θα συγχωνευτεί αργότερα ύστερα από διαπραγματεύσεις σε εκείνο του ΚΚΕ. Στην Αθήνα συμμετέχουν στο ΕΚΑ, όπου στα 1930 θα χάσουν την πλειοψηφία για μία ψήφο. Στα 1931 τους διέγραψε όμως ο συντηρητικός Καλύβας και έκτοτε θα επιχειρούν ενιαίο μέτωπο με την Ενωτική ΓΣΕΕ. Στον Πειραιά αποτελούν μια πολύ δυναμική μειοψηφία, όπως και στην Καλαμάτα. Τα σωματεία με τον τίτλο «συνεργαζόμενα» θα συμμετέχουν ανάλογα με τους συσχετισμούς δύναμης και τη σχέση με το ΚΚΕ είτε στην ΓΣΕΕ είτε στην ΕΓΣΕΕ είτε θα λειτουργούν αυτόνομα. Μάλιστα, στην Αθήνα θα συγκροτήσουν μετά το 1931 Τοπικά Εργατικά Κέντρα στην Καισαριανή, στο Πολύγωνο και αλλού.
Στα 1930 ο Αρχειομαρξισμός θα κάνει μια αποτίμηση της πολιτικής και οργανωτικής του κατάστασης σε μια επιστολή προς τον Λ. Τρότσκι: «Βρισκόμαστε σήμερα, μετά από προσπάθειες πολλών χρόνων, σε ένα πολύ ικανοποιητικό σημείο. … Ήδη η οργάνωσή μας απλώνεται σχεδόν σ' όλη τη χώρα. Γύρω από ένα καθοδηγητικό κέντρο αποτελούμενο από παλιά και δοκιμασμένα στοιχεία, υπάρχει μια σημαντική ποσότητα εκπαιδευμένων και δοκιμασμένων στελεχών πολλών κατηγοριών, όσον αφορά την πείρα και τις ικανότητές τους, και ένα σύνολο πάνω από 2.000 συντρόφων, που δουλεύουν κάτω από τον έλεγχο τα οργάνωσης. Γύρω από αυτό το σχηματισμό, υπάρχει ένας αριθμός 4-5.000 εργατών και διανοουμένων που μας συμπαθούν και μας υποστηρίζουν σαν οργάνωση και σα προλεταριακή πολιτική τάση. Στο συνδικαλιστικό κίνημα, που για την τωρινή περίοδο συνιστά για μας ένα από τα πιο σπουδαία προβλήματα, έχουμε και κάνουμε συνεχείς και σοβαρές πρόοδες.» Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σήμερα εάν οι αριθμοί αυτοί ανταποκρίνονται ακριβώς στην πραγματικότητα, αλλά σίγουρα δεν απέχουν πάρα πολύ.

 
Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των στρωμάτων
με τα οποία συνδέθηκε το Αρχείο
Ποια είναι λοιπόν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των εργατικών στρωμάτων με τα οποία κυρίως ο αρχειομαρξισμός ταυτίστηκε; Στον πίνακα που ακολουθεί (πίνακας 13) καταγράφεται το ποσοστό που κάθε επάγγελμα καταλάμβανε στο σύνολο των επαγγελμάτων, που ο αρχειομαρξισμός κυρίως είχε παρέμβαση την περίοδο 1927-29. Ο πίνακας αυτός παρά τις ελλείψεις μπορεί να αποτυπώσει κάποιες πραγματικές τάσεις. Τα οικοδομικά επαγγέλματα με 15%, οι αρτεργάτες 12%, οι υποδηματεργάτες 14% και τα επισιτιστικά επαγγέλματα 11% καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις υποδεικνύοντας αυτό που πράγματι από την βιβλιογραφία γνωρίζουμε, δηλαδή την ιδιαίτερη ταύτιση του αρχειομαρξισμού με τα συγκεκριμένα συνδικάτα σε πανελλαδικό επίπεδο. Στις επόμενες θέσεις κατατάσσονται οι δημόσιοι υπάλληλοι με 6%, οι καπνεργάτες με 6% και οι τυπογράφοι με επίσης 6%. Οι επόμενες κατηγορίες είναι οι ράπτες και κεραμοποιοί με 3%, ενώ οι χρυσοχόοι, λιμενεργάτες κλπ. καταλαμβάνουν ένα μικρότερο ποσοστό που πιθανόν όμως να ήταν μεγαλύτερο, εάν είχαμε πλήρη εικόνα για την επιρροή του αρχειομαρξισμού σε Θεσσαλονίκη, Καλαμάτα και άλλες πόλεις.
Στον πίνακα 14, ο οποίος ενδεικτικά καταγράφει τα συνδικάτα που το ΚΚΕ και ο αρχειομαρξισμός παρενέβαιναν σε Αθήνα και Πειραιά, παρατηρούμε ότι, ενώ το ΚΚΕ διατηρούσε επιρροή σε ένα ευρύτερο φάσμα επαγγελματικών κατηγοριών, ο αρχειομαρξισμός περιοριζόταν σε πολύ συγκεκριμένες κατηγορίες. Το ΚΚΕ διατηρούσε παράταξη τόσο στα συνδικάτα που συγκροτούνταν σε εργοστασιακή βάση (Σελλ, Παυλίδου, Εριουργίας Πειραιώς) όσο και στα συνδικάτα που συγκροτούνταν σε κλαδική βάση (αρτεργάτες, ζαχαροπλάστες, κουρείς κλπ.). Αντίθετα, ο αρχειομαρξισμός δεν έχει καθόλου παρατάξεις και, από όσο γνωρίζουμε, δε θα αποκτήσει παρά τις προσπάθειες στα περισσότερα συνδικάτα που συγκροτούνταν σε εργοστασιακή βάση. Στην πράξη, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το ΚΚΕ θα ηγεμονεύει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, σε συνδικάτα εργοστασιακής βάσης και ο αρχειομαρξισμός, κυρίως, σε κλαδικής βάσης.
Τα κλαδικά σωματεία συγκροτούνταν: α) από εργάτες, που εργάζονταν σε μονάδες χαμηλής παραγωγικότητας στον δευτερογενή τομέα με στοιχειώδη καταμερισμό εργασίας, δηλαδή κυρίως σε βιοτεχνίες και εργαστήρια, β) από εργάτες του τριτογενούς τομέα των μεταφορών, των υπηρεσιών και του εμπορίου, δηλαδή σε εμπορικά καταστήματα με σχετικά μικρό αριθμό προσωπικού, και γ) από εργάτες με μη σταθερό εργασιακό περιβάλλον, όπως ράφτες, μικρέμποροι, εφημεριδοπώλες κλπ., που θα μπορούσαν να θεωρηθούν και αυτοαπασχολούμενοι σε κάποιες περιπτώσεις. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όλων αυτών των κλάδων είναι ο υψηλός βαθμός εξειδίκευσης, εξαιτίας του χαμηλού βαθμού εκμηχάνισης, και, επομένως, ο μικρός βαθμός εξάρτησης της εργασίας και της παραγωγής από τις μηχανές.
Γενικά, οι επαγγελματικές κατηγορίες του αρχειομαρξισμού μπορούν να κατανεμηθούν α) με βάση το κριτήριο της ειδίκευσης, β) με βάση το κριτήριο της παραγωγικής εργασίας και γ) με βάση τη θέση στον καταμερισμό της εργασίας, δημιουργώντας στην ουσία τρεις μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων (βλ. πίνακα 3). Συνολικά, λοιπόν, οι επαγγελματικές κατηγορίες, στις οποίες ο αρχειομαρξισμός έχει παρέμβαση, είναι, πρώτον, των εξειδικευμένων μισθωτών τεχνιτών στον δευτερογενή τομέα, (σε βιοτεχνίες υποδημάτων, σε εργαστήρια και εργοστάσια ζαχαροπλαστικής και σε φούρνους, σε εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας, κεραμοποιίας, τυπογραφίας, ραφτικής, ξυλουργικής και μηχανουργίας, σε εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας). Επίσης, στον κατασκευαστικό κλάδο είχε σημαντική επιρροή στους ανειδίκευτους και ειδικευμένους εργάτες. Τέλος, στον τριτογενή τομέα διατηρούσε, από τη μία, σημαντική επιρροή σε μια κατηγορία ειδικευμένων τεχνιτών στα κουρεία και, από την άλλη, σε μια κατηγορία ανειδίκευτων εργαζομένων (σε εστιατόρια, καφενεία, παντοπωλεία και γενικότερα επιχειρήσεις λιανικής πώλησης, σε πωλήσεις εφημερίδων και διαφόρων ειδών στον δρόμο, σε δουλειές του λιμανιού). Τρίτον, στους υπαλλήλους στις Ανώνυμες Εταιρίες και στους υπαλλήλους του κράτους (π.χ. τελωνειακοί).
Με λίγα λόγια ο Αρχειομαρξισμός με βάση τις αναλύσεις του Αντώνη Λιάκου για την δομή της απασχόλησης και τις δικές μας εκτιμήσεις εκφράζει ένα ξεχωριστό ρεύμα πρωτίστως σε εκείνα τα εργατικά στρώματα που απασχολούνταν σε επιχειρήσεις με μέσο όρο 1,7 εργάτη και αποτελούσαν το 92,3% του συνόλου, όταν εκείνες που απασχολούσαν 105 εργάτες αποτελούσαν μόλις το 1,5%. Η ιδιαιτερότητα όμως αυτών των κλάδων δεν είναι κατά τον Λιάκο μόνο ποσοτική, αλλά ποιοτική, καθώς «πρόκειται για δύο διαφορετικά φαινόμενα». Η ποιοτική διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι «στην πρώτη περίπτωση συμφύρεται με την αυτοαπασχόληση και την οικογενειακή ενασχόληση, στη δεύτερη έχει κλασικότερες καπιταλιστικές μορφές.»
Ο Λιάκος εκτιμά ότι ο αριθμός των 180.000 βιομηχανικών εργατών «περιβάλλεται από ένα κύκλο ανειδίκευτων, εποχικών ή αυτοαπασχολούμενων εργατών ο οποίος τον υπερβαίνει κατά 120%, δηλαδή κυμαίνεται γύρω στους 400.000».
Αυτός ο κόσμος ο οποίος ασκεί επαγγέλματα του δρόμου ή εργάζεται περιστασιακά στον τριτογενή τομέα ή στον κατασκευαστικό κλάδο στην πραγματικότητα συνέχεται, μέσω αυτής της συνεχούς κινητικότητας και αστάθειας, με το κομμάτι αυτό το οποίο μας απασχολεί και συγκροτεί έναν κοινό πολιτισμικό και κοινωνικό παρανομαστή. Πρακτικές κοινωνικής οργάνωσης και κοινωνικές συμπεριφορές μεταφέρονται από το ένα πεδίο στο άλλο με αποτέλεσμα το σύνθημα για οργανωμένη πάλη να μεταγράφεται στις λειτουργίες του κοινωνικού σώματος των ημι-«λούμπεν» προλεταρίων, ενώ στοιχεία του ριζοσπαστισμού τους να συμφύρονται με τις συνδικαλιστικές πρακτικές της εργατικής τάξης. Δηλαδή ένα κομμάτι του ασταθούς αυτού κόσμου του μικροεμπορίου και της αυτοαπασχόλησης οργανώνεται σε σωματεία και αναζητά πολιτική έκφραση ως αναπόσπαστο τμήμα της εργατικής τάξης. Ο αρχειομαρξισμός συνιστά το σημαντικότερο πολιτικό ρεύμα που θα εκφράσει οργανωμένα, πολιτικά και διεκδικητικά τις οργανωμένες μάζες των αυτοαπασχολούμενων, που είναι οι ανάπηροι πολέμου, οι πλανόδιοι πωλητές, οι εφημεριδοπώλες, οι περιπτερούχοι κ.α. Μάλιστα, από τα 1930 και έπειτα ο αρχειομαρξισμός είναι η πολιτική δύναμη που οργανώνει με τη Πενηνταμελή Επιτροπή στην Αθήνα και την Τριανταμελή Επιτροπή στην Θεσσαλονίκη τους ανέργους αυτών των κλάδων, ενώ το ΚΚΕ υπολείπεται σημαντικά στην παρέμβαση των ανέργων.
Πολλά από τα σωματεία στα οποία ηγεμόνευσαν οι αρχειομαρξιστές ήταν προηγουμένως διαλυμένα και δε λειτουργούσαν. Σε άλλα σωματεία ανατρέπονταν οι συσχετισμοί λόγω της αύξησης της επιρροής του αρχειομαρξισμού και ύστερα από κανονικές αρχαιρεσίες είτε ύστερα από την κατάκτηση ισχυρής πλειοψηφίας στις Γενικές Συνελεύσεις. Μέσα στα συνδικάτα έρχονταν αντιμέτωποι με τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ, με συντηρητικούς συνδικαλιστές του Καλομοίρη ή του Καλύβα, σπανιότερα τους σοσιαλιστές του Στρατή και με εργάτες επιρροής των διάφορων μικρότερων αριστερών ομαδοποιήσεων, όπως ο Σπάρτακος, οι φραξιονιστές/ΚΟΕ/ΛΑΚΚΕ κ.α. Τα σημαντικότερα σωματεία, όπως των Αρτεργατών, τα κατέκτησαν αντιμετωπίζοντας συντηρητικές διοικήσεις. Σε όσα σωματεία δεν κατάφεραν ποτέ να ελέγξουν την διοίκηση, συγκροτούσαν αντιπολιτευτικές φράξιες ή ομίλους, όπως αποκαλούνταν οι παρατάξεις, και παρενέβαιναν ως μειοψηφίες.
Βέβαια δεν ήταν μόνο οι αρχειομαρξιστές που πολιτικά είχαν επιρροή σε αυτούς τους κλάδους, αλλά όλα σχεδόν τα μεσοπολεμικά εργατικά πολιτικά ρεύματα, οι σοσιαλιστές, το ΚΚΕ και οι συντηρητικοί. Η σχέση όμως του αρχειομαρξισμού με αυτά τα στρώματα είναι εντελώς διαφορετική, διότι το κομμουνιστικό κόμμα διατηρεί παρατάξεις σε όλα τα στρώματα της εργατικής τάξης. Αντίθετα, ο αρχειομαρξισμός εμφανίζεται μόνο σε αυτά με συνέπεια να αποτυπώνει, να εκφράζει και να αποκρυσταλλώνει στην φυσιογνωμία του τόσο στο συνδικαλιστικό όσο και στο πολιτικό/ιδεολογικό επίπεδο αντιλήψεις, κοινωνικές συμπεριφορές και πρακτικές που ταυτίζονταν περισσότερο με αυτά. Το ΚΚΕ επίσης ταυτιζόταν με την προσπάθεια εισαγωγής στο ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα χαρακτηριστικών των δυτικών χωρών με τα μεγάλα εργοστάσια και το υψηλής συγκεντροποίησης βιομηχανικό κεφάλαιο. Κατά μία έννοια, λοιπόν, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο αρχειομαρξισμός ως ρεύμα τόνιζε τις ιδιαιτερότητες αυτών των στρωμάτων, ενώ το ΚΚΕ επιχειρούσε να τις υπερβεί.
Ο μπολσεβικισμός του ΚΚΕ είναι πιο «καθαρός», πιο τυπικός και πιστός στις αρχες της ΚΔ. Αντίθετα, ο αρχειομαρξισμός, μένοντας έξω από την κίνηση της ΚΔ, μπολιάστηκε περισσότερο με τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής εργατικής τάξης. Η οξυμένη αντιπαράθεση ανάμεσα στον αρχειομαρξισμό και το ΚΚΕ απεικονίζει θα λέγαμε κατά έναν τρόπο «την πόλωση ανάμεσα στον μικρόκοσμο του εργαστηρίου από τη μια πλευρά και στο εργοστασιακό σύστημα από την άλλη». Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι ο αρχειομαρξισμός δεν φέρει καθόλου την βούληση για ενοποίηση της εργατικής τάξης. Η διαφορά είναι ότι προβάλλει ως ιδεατή οργάνωση της παραγωγής και κατ' επέκταση οργάνωση της κοινωνίας το «παλαιό» τρόπο σε αντίθεση με τον «καινούριο», τον εκσυγχρονιστικό.

 
Ο συνδικαλισμός του Αρχείου
Η εμφάνιση των αρχειομαρξιστών στο συνδικαλιστικό στίβο διακατέχεται από έναν εμπειρισμό και μια ηθικολογία. Εμφανίζονταν στα συνδικάτα χωρίς να αποκαλύπτουν την πολιτική τους ταυτότητα ως απλοί καθαροί ή τίμιοι εργάτες που ενδιαφέρονταν για το πραγματικό συμφέρον των εργαζομένων σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς εργατοπατέρες του εργοδοτικού συνδικαλισμού και τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ που κατηγορούταν για «τυχοδιωκτισμό», «αμορφωσιά» και «σοσιαλδημοκρατισμό». Σταδιακά όμως, όσο θα αποκτά μεγαλύτερη εμπειρία και θα κατασταλάζει σε ένα συγκεκριμένο συνδικαλιστικό πρόγραμμα, αλλά ουδέποτε θα απολέσει το ηθικολογικό στοιχείο.
Γνωρίζουμε ότι ο λόγος περί «απλών», «καθαρών» και «τίμιων» εργατών έρχεται σε άμεση και ορατή αντιπαράθεση απέναντι στην πολιτική δημαγωγία των εργοπατέρων συνδικαλιστών, που κατά την συντεχνιακή συνήθεια μπορεί να μην ήταν καν εργάτες. Οι Αρχείοι τους αποκαλούσαν «κοινωνικά αποβράσματα», «λωποδύτες», «χαφιέδες» και «καταχραστές» και τους κατηγορούσαν ότι συνεργούσαν ανοιχτά με το κράτος, την εργοδοτική συντεχνία και την Αστυνομία σε βάρος των εργατών. Συνεπώς, ο λόγος αυτός στην ουσία συγκροτεί, θα λέγαμε, κατά ένα τρόπο μια πολιτική πρόταση για ανεξαρτησία των εργατών από τον εργοδοτικό συνδικαλισμό. Ο εμπειρισμός αυτός των Αρχείων συνέδεσε και ταύτισε τον ηθικό λόγο με τον ταξικό λόγο.
Η ηθικολογική διάσταση του συνδικαλιστικού, αλλά ίσως και γενικότερα του πολιτικού λόγου και σκέψης του αρχειομαρξισμού, απορρέει συνολικά από τον τρόπο με τον οποίο συμμετείχαν οι εργάτες αυτών των κλάδων στην διαμόρφωση των όρων εργασίας. Έτσι, ο ηθικός συνδικαλιστικός λόγος των αρχειομαρξιστών δεν αφορούσε μόνο τον ρόλο των εργατοπατέρων και των εργοδοτών, αλλά γενικά την ίδια την διαδικασία της παραγωγής. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στους υποδηματεργάτες της Δράμας, ενώ οι κομματικοί διεκδικούσαν την ύπαρξη μόνο δύο διαχωριστικών βαθμίδων προτείνοντας κατώτατο όριο «καλφαλικιού», δηλαδή μεροκάματου, 70 λεπτά για τους καλφάδες και 30 για τους παραγιούς, οι αρχειομαρξιστές υποστήριζαν ότι τα «καλφαλίκια» θα έπρεπε να χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες προτείνοντας 75 λεπτά για την πρώτη, 60 για την δεύτερη και πενήντα για την τρίτη. Οι αρχειομαρξιστές στην συγκεκριμένη συνέλευση εξέλεξαν στην διοίκηση τρεις αντιπροσώπους, οι κομματικοί δύο, ενώ εξελέγησαν και δύο ανεξάρτητοι. Είναι σαφές ότι η αρχειομαρξιστική συνδικαλιστική θέση για τον τρόπο καταμερισμού της εργασίας αντιστοιχεί στους παραδοσιακούς τρόπους λειτουργίας των επαγγελμάτων των μισθωτών τεχνιτών, οι οποίοι χωρίζονταν και διακρίνονταν σε πάρα πολλές μισθολογικές κατηγορίες και ειδικεύσεις με βάση την δική τους κατανόηση της εργασιακής τάξης. Η απόλυτη ταξική εξίσωση που πρότασσαν οι κομματικοί ενδεχομένως να έμοιαζε με μια προσπάθεια καταστρατήγησης των εργασιακών κεκτημένων τους και γι' αυτό ίσως να την κατέτασσαν στο γενικότερο εγχείρημα υποβάθμισης της κοινωνικής τους θέσης. Ο αρχειομαρξισμός εκφράζει, λοιπόν, ανοιχτά μια συντεχνιάζουσα ριζοσπαστικοποίηση και προβάλλει το σεβασμό σε μια ταξικότητα με ενδοταξικές διαβαθμίσεις, που αντιστοιχεί στον εργασιακό κόσμο του μικροεργαστηρίου που μεταβαίνει συχνά από τη θέση του ανεξάρτητου στη θέση του εξαρτημένου τεχνίτη, από τη θέση δηλαδή του «κάλφα» στην θέση του «μάστορα». Γι' αυτό τείνει να διαφυλάσσει εκείνες τις διαφοροποιήσεις που ενδεχομένως να επιτρέπουν ένα τέτοιο άλμα σε εκείνους που βρίσκονται στα ψηλότερα επίπεδα και να διατηρούν την ελπίδα σε εκείνους που βρίσκονται στα χαμηλότερα. Αντίθετα, ο συνδικαλιστικός λόγος του ΚΚΕ, αν και προσαρμοσμένος στις συνθήκες, δηλαδή εκτιμά ως σημαντική τη διαφορά ανάμεσα στον «παραγιό» και τον «κάλφα», πιέζει για την ταξική εξίσωση και εκφράζει με τον συνδικαλιστικό του λόγο ενδεχομένως την σταθερότητα και την παγίωση της προλεταριοποίησης.
Πέρα από την πρόταξη της τιμιότητας εκείνο το χαρακτηριστικό, λοιπόν, που διακρίνει τον αρχειομαρξισμό είναι η συγκρουσιακότητα που μάλλον συνάδει γενικά με την υποβάθμιση της πολιτικής. Σε όλα σχεδόν τα εργατικά συνέδρια του μεσοπολέμου η καταφυγή στη βία αποτέλεσε κανόνα στην προσπάθεια των αρχειομαρξιστών να πετύχουν ισότιμη αντιμετώπιση από το ΚΚΕ.
Η μορφή αυτή πολιτικού λόγου, όπως εμφανίζεται στον αρχειομαρξισμό, δεν ήταν όμως ούτε άγνωστη ούτε ξένη τόσο στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα όσο και στο ελληνικό. Προϋπάρχει στο κίνημα των συντεχνιών στην Αθήνα κατά τα τέλη του 19ου αι, στον λόγο όλων σχεδόν των σοσιαλιστών πριν το 1918. Επίσης, παραμένει κυρίαρχος λόγος, μέσα όμως σε ένα καθαρά συντηρητικό νοηματικό πλαίσιο, στις συντηρητικές συνδικαλιστικές παρατάξεις. Χαρακτηριστική περίπτωση ενός τέτοιου ηθικολογικού συνδικαλισμού είναι ο επαναστατικός και αργότερα ρεφορμιστικός συνδικαλισμός στην Γαλλία, ο συνδικαλισμός των αναρχικών, των οπαδών του Σορέλ, αλλά και άλλων. Όλες οι σχετικές μελέτες συνδέουν την εμφάνιση του λόγου αυτού με εργατικά στρώματα παρόμοια με αυτά που εξέφρασε ο αρχειομαρξισμός.
Γενικά, οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ καθόριζαν την πολιτική τους στο συνδικαλιστικό κίνημα με βάση τις θέσεις της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς (ΚΣΔ) που ιδρύθηκε στη Μόσχα το 1921. Ο συντεχνιακός τρόπος οργάνωσης που κυριαρχούσε σε όλη την Ευρώπη κρίθηκε ανίκανος να αντεπεξέλθει στις ανάγκες, διότι λειτουργούσε διασπαστικά και όχι ενωτικά στην διαμόρφωση μιας ενιαίας ταξικής συνείδησης. «Τα εργατικά συνδικάτα θα έπρεπε να αναδιοργανωθούν ώστε να ενώνουν τους εργάτες όχι κατά ειδικότητα αλλά κατά κλάδο παραγωγής και σε εθνική κλίμακα. … Σε τοπικό επίπεδο, η συνδικαλιστική δράση θα συντονιζόταν από εργοστασιακές επιτροπές ή συμβούλια. Ο αναδιοργανωμένος αυτός συνδικαλισμός θα εγκατέλειπε την τακτική των πιέσεων και των διαπραγματεύσεων των συνδικαλιστικών ηγεσιών· θα υιοθετούσε την άμεση δράση των μαζών, η οποία θα κλιμακωνόταν από τις απεργίες στις διαδηλώσεις, στις καταλήψεις εργοστασίων, στην επιβολή εργατικού ελέγχου και στην ένοπλη εξέγερση.» Κατά την τριτοδιεθνιστική αντίληψη το ζήτημα της εξουσίας δεν μπαίνει μόνο στο επίπεδο της παραγωγής, αλλά κυρίως στο επίπεδο του κεντρικού πολιτικού σκηνικού. Επομένως, το κόμμα και όχι το συνδικαλιστικό κίνημα είναι ο πολιτικός φορέας και εκφραστής της επαναστατικής δράσης. Στα 1927, η αντίληψη αυτή σε συνδυασμό με την εκτίμηση για την τρίτη και τελευταία περίοδο του καπιταλισμού σήμαινε άμεση πολιτικοποίηση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας υποταγμένης απόλυτα στην πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το ΚΚΕ προσανατολίζει γύρω στα 1927 τα σωματεία των εργατών συναφών επαγγελμάτων να ενοποιηθούν σε Βιομηχανικές Ενώσεις οι οποίες ενοποιούσαν τα σωματεία ειδίκευσης στη βάση ενός ενιαίου κλάδου. Για παράδειγμα τα σωματεία μαγείρων και γκαρσονιών εστιατορίου ενοποιούνταν σε μια ενιαία συνδικαλιστική ενότητα καθώς κριτήριο δεν αποτελεί η ειδίκευση, αλλά ο χώρος εργασίας. Οι Βιομηχανικές Ενώσεις δεν ήταν δηλαδή δευτεροβάθμιες ενώσεις, αλλά μια διαφορετική συγκρότηση σε πρωτοβάθμιο επίπεδο. Επίσης, το ΚΚΕ δίνει μεγάλη σημασία στην ίδρυση δευτεροβάθμιων εργατικών συσσωματώσεων, των ομοσπονδιών, που συγκροτούνται πάνω στην βάση της ενοποίησης των διαφορετικών συναφών κλάδων. Οι θέσεις αυτές της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς προέκυπταν από τις παραγωγικές δομές χωρών με ισχυρή βιομηχανική οργάνωση, μεγάλα εργοστάσια και σοβαρή συνδικαλιστική παράδοση. Επομένως, στην Ελλάδα η απόπειρα εφαρμογής τους από τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ προσέκρουσαν στις διαφορετικές παραγωγικές δομές του ελληνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού.
Στις αδυναμίες προσαρμογής των οργανωτικών μοντέλων της Κόκκινης Διεθνούς στις ελληνικές συνθήκες διεξαγωγής της ταξικής πάλης θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε τις αιτίες μαζικοποίησης και ταυτόχρονα της στροφής του αρχειομαρξισμού στον συνδικαλισμό. Όταν οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν τη γραμμή των Βιομηχανικών Ενώσεων και της τρίτης περιόδου, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των πολιτικοποιημένων εργατών, που μέχρι τότε λειτουργούσε μέσα ή επηρεαζόταν συνδικαλιστικά κυρίως από στο ΚΚΕ, απομακρύνθηκε από το κόμμα και στράφηκε προς στην ομάδα του Γιωτόπουλου. Εκείνη την περίοδο, οι αρχειομαρξιστές προσανατολίστηκαν σταθερά στη διατήρηση ή στην επαναφορά στο παλιό μοντέλο, έχοντας συχνά ως σύμμαχους τους «δεξιούς» ή σοσιαλιστές συνδικαλιστές.
Πιο πάνω ήδη έχουμε αναφέρει ότι σε πλήρη αντίθεση με ότι συνέβαινε στους κλάδους των ειδικευμένων εργατών, ο αρχειομαρξισμός αδυνατούσε να διαμορφώσει ένα πρόγραμμα για τους εργοστασιακούς κλάδους της ανειδίκευτης εργασίας. Εξαιτίας μάλλον αυτής της αδυναμίας του, αλλά και εξαιτίας της προοπτικής του «Ενιαίου Μετώπου» με το ΚΚΕ που άρχισε να εφαρμόζει από το 1930 και έπειτα αρχίζει να βλέπει πιο ευέλικτα το ζήτημα και θεωρεί ότι το μοντέλο συνδικαλιστικής οργάνωσης θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την περίπτωση. Θεωρητικοποιώντας το ζήτημα εκτιμούν πως η κατά κλάδους οργάνωση (Σωματείο) αφορά «χειροτεχνικά επαγγέλματα των οποίων οι εργάτες δουλεύουν συνήθως σε μικροεπιχειρήσεις σκόρπιες που απασχολούν εργάτες του αυτού κλάδου. (Τσαγκάρηδες, Οικοδόμοι, ραπτεργάτες, αρτεργάτες κλπ.). Η κατ' επιχείρηση οργάνωση (Βιομηχανική Ένωση)» είνε η τελειότερη μορφή επαγγελματικής οργάνωσης των εργατών, όμως δεν μπορεί να εφαρμοσθεί παρά μόνον εκεί που η παραγωγή είνε συγκεντρωποιημένη και διεξάγεται μέσα σε βιομηχανικές επιχειρήσεις που απασχολούν μεγάλο αριθμό εργατών διαφόρων ειδικοτήτων.» Πάντως, ακόμη και στα 1931 πριμοδοτεί την σωματειακή μορφή, ενώ θεωρούν πως στην περίπτωση που χρειαστεί να εφαρμοστεί το μοντέλο των ΒΕ, δεν θα πρέπει να γίνει άνωθεν και χωρίς να έχει προηγηθεί μια προεργασία προσαρμογής. Έτσι, κατηγορούν τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ για τον γραφειοκρατικό τρόπο με τον οποίο επιχείρησαν να εφαρμόσουν το σύστημα των Βιομηχανικών Ενώσεων
Ο διαχωρισμός αυτός θα επιφέρει τον πολυμερισμό του συνδικαλιστικού κινήματος. Η ρευστότητα αυτή θα επιταθεί ύστερα από τη διάσπαση της ΓΣΕΕ και τη δημιουργία περισσοτέρων από μιας Συνομοσπονδιών με πανελλαδική δικτύωση. Οι αρχειομαρξιστές γενικά στην αρχή επιδιώκουν συμμαχίες με τους δεξιούς στα δευτεροβάθμια εργατικά κέντρα ή συγκροτούν δικά τους, αλλά από το 1931 επιδιώκουν το ενιαίο μέτωπο με το ΚΚΕ. Το 1929 εγκαινιάστηκε η πολιτική έκδοση επαγγελματικών εφημερίδων π.χ. «Αρτεργάτης, «Υποδηματεργάτης», «Φοιτητής», «Κουρέας», με ένα τιράζ 5.000 – 7.000.

 
Η εξέλιξη της συνδικαλιστικής δράσης του Αρχείου
Στα 1930 λαμβάνει εξέλιξη μια σημαντική τομή στο Αρχείο. Μέχρι τώρα δεν υπάρχουν αντιπροσωπευτικά σώματα, δικαιώματα εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Η ιεραρχία ορίζεται με βάση 7 επίπεδα «μόρφωσης» που έπρεπε να φτάσουν τα δόκιμα και τα κανονικά μέλη του Αρχείου. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να συσχετίσει την πολιτική μορφή με αντιλήψεις για τον χαρακτήρα της ιεραρχίας και του καταμερισμού της εργασίας σε εκείνα ακριβώς τα στρώματα με τα οποία συνδέεται. Θα μπορούσε μάλιστα να βρει μια απόλυτη αντιστοίχηση ανάμεσα στους παραγιούς, τους καλφάδες και τους μαστόρους και στα δόκιμα μέλη, τα κανονικά μέλη και τα έμπειρα μέλη. Επίσης, το στοιχείο της επιλογής γίνεται από τα πάνω με βάση τα κριτήρια της μόρφωσης, της αφοσίωσης και της επιτυχίας. Τα κριτήρια αυτά ίσως να ανταποκρίνονται σε γνώριμες ιεραρχικές φόρμες αυτής της κατηγορίας εργατών και γι' αυτό ίσως να μην διαμαρτύρονται για την απουσία του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, καθώς και για την ύπαρξη συλλογικών οργάνων, αλλά αυτοί οι εργάτες να αντιλαμβάνονται ως φυσιολογική αυτή την δομή. Τέλος, η μορφή αυτή οργάνωσης αντιστοιχεί θυμίζει μυστικές εταιρείες του 19ου αι.
Τώρα συνδέεται με την Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση του Τρότσκυ, σύντομα ο ίδιος ο Γιωτόπουλος θα γίνει διαρκής γραμματέας της, οργανώνει για πρώτη φορά συνέδριο και αποκτά τα τυπικά χαρακτηριστικά του μπολσεβίκικου κόμματος. Αποκτά δημόσιο πρόσωπο, γραφεία και επίσημο όνομα Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας Αρχειομαρξιστών –ΚΟΜΛΕΑ.
Η σύνδεση του Αρχείου με την ΔΑΑ μετατοπίζει τη στάση της οργάνωσης σε σχέση με το ΚΚΕ και όπως ήδη αναφέρθηκε και στο συνδικαλιστικό. Η οργάνωση αντιλαμβάνεται τον εαυτό της όχι ως διακριτό Κόμμα, αλλά ως Αριστερή Αντιπολίτευση στο ΚΚΕ και για αυτό επιδιώκει το Ενιαίο Μέτωπο. Στην πράξη βέβαια η ΚΟΜΛΕΑ έχει τις δυνατότητες ενός Κόμματος. Αυτή η αντίφαση θα δημιουργήσει πολλά προβλήματα στη συνέχεια και θα οδηγήσει στη διάσπαση.
Την περίοδο 1930-34 η ΚΟΜΛΕΑ συνεχίζει να εκφράζει γενικά τα ίδια εργατικά στρώματα που εξέφραζε και την προηγούμενη περίοδο. Αλλά τουλάχιστον στην Αθήνα καταφέρνει να διατηρεί παρατάξεις και σε άλλα εργατικά στρώματα, όπως στους τριατικούς. Το δημόσιο πρόσωπό της στον συνδικαλισμό παραμένει να είναι το σωματείο αρτεργατών, το δικό της από τα τρία υπάρχοντα των υποδηματεργατών και οι ανάπηροι πολέμου. Οι μαζικές, δυναμικές, με συγκρούσεις και με σημαντικές επιτυχίες απεργίες διατηρούν την οργάνωση στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ιδιαίτερα οι επιτυχίες των αρτεργατών καθιστούν το σωματείο αυτό σημείο αναφοράς και πόλο έλξης για πολλά ομοιοεπαγγελματικά σωματεία σε άλλες πόλεις. Όμως θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα αιτήματα πλέον όλων αυτών των σωματείων δεν προκύπτουν γενικά από συντεχνιακές λογικές με βάση την ηθική της εργασίας. Τα προβλήματα που αφορούν τους κλάδους είναι κυρίως οικονομικά και ασφαλιστικά, ενώ τίθεται το οχτάωρο. Μάλιστα οι συνθήκες εργασίας και τα προβλήματα που παρουσιάζουν οι μυλεργάτες της Καλαμάτας θυμίζουν περισσότερο καταστάσεις σύγχρονων εργοστασίων, αφού βάζουν π.χ. το ζήτημα της μονότονης εργασίας μπροστά από ένα μηχάνημα. Φαίνεται πως η άποψη του Κώστα Φουντανόπουλου για κυριαρχία συνολικά κατά τον μεσοπόλεμο αιτημάτων που σχετίζονται με την ηθική της εργασίας θα πρέπει ενδεχομένως να επανεξετασθεί.
Στα 1934 η ΚΟΜΛΕΑ διασπάται σε δύο τμήματα το ΚΑΚΕ και την ΚΔΕΕ. Ο Γιωτόπουλος έρχεται σε ρήξη με τον Τρότσκι, ενώ ο Βιτσώρης, μέχρι τότε στενός συνεργάτης του Γιωτόπουλου, υπερασπίζεται στην οργάνωση τις απόψεις της ΔΑΑ. Βασικό επίδικο είναι το κατά πόσο η ΚΟΜΛΕΑ μπορεί άμεσα να μετασχηματιστεί από αριστερή αντιπολίτευση σε ξεχωριστό Κόμμα. Μετά τη διάσπαση φαίνεται πως η δυναμική του ρεύματος χάνεται. Ενδεχομένως η απώλεια της δυναμικής αυτής να σχετίζεται και με αλλαγές στην σύνθεση των εργατικών στρωμάτων. Το ΚΑΚΕ θα συνεχίζει να υφίσταται μέχρι το 1951, ενώ θα λάβει ενεργά μέρος στην αντίσταση κατά την Κατοχή. Μάλιστα, θα ζητήσει δυό φορές να ενταχθεί στο ΕΑΜ, πρόταση που θα απορριφθεί. Μετά τις εκτελέσεις τροτσκιστών το 1944 θα απομακρυνθεί από το ΕΑΜικό μπλοκ και θα κρατήσει ίσες αποστάσεις από τα αντίπαλα μέρη του εμφυλίου. Η στάση αυτή θα οδηγήσει στον μαρασμό, στην εξαφάνιση του αρχειομαρξιστικού ρεύματος και τελικά στη λήθη.
Οι πηγές που χρησιμοποίησα είναι όλα τα αριστερά έντυπα και εφημερίδες της περιόδου, αλλά και των μετέπειτα εποχών που έχουν αναφορά στο Αρχείο. Αναμνήσεις αρχειομαρξιστών, τροτσκιστών και μελών του ΚΚΕ. Δευτερογενή βιβλιογραφία πάνω στο εργατικό, συνδικαλιστικό και αριστερό κίνημα της εποχής.

 



 

 



 



 

 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: