Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

Επί του προσωπικού


Κώστας Παλούκης, από τον διάλογο στον ΟΜΙΚ, απάντηση στον Σάκη Σπυρίδη
Όμιλος Μελέτης Ιστορίας και Κοινωνίας, λίστα histomilos,Περισσότερες ε24 Δεκ 2007, 01:56


 
Με έκπληξη διάβασα το κείμενο του Σπυρίδη! Ο Σάκης, ένας πολύ διαβασμένος άνθρωπος, καταθέτει μια πολύ σύγχρονη ανάλυση για ένα κεντρικό ζήτημα στον ελληνικό ακαδημαϊκό και πολιτικό κόσμο: το ζήτημα του μεταμοντέρνου. Δυστυχώς υποβαθμίζει, υποτιμά και αδικεί ο ίδιος την πολύ ουσιαστική συζήτηση με το ύφος της πολεμικής του. Το ύφος αυτό θα με ενοχλούσε ακόμα και εάν δεν αφορούσε το πρόσωπό μου. Γενικά, θεωρώ ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεχτικοί ώστε να μην προσβάλλουμε πρόσωπα και ούτε κομματικές ή πολιτικές σχέσεις. Διαφορετικά η συζήτηση είναι δυνατόν να ξεφύγει και να γίνει είτε προσωπική είτε στενά αντιπαράθεση κομματικών γραμμών. Μια τέτοια συζήτηση θα υπονόμευε και θα διέλυε τον «ανοιχτό» χαρακτήρα της λίστας και του Ομίλου. Εξάλλου, η τακτική «επιχειρήματα με προσβολές» υποδεικνύει τελικά ανασφάλεια και φόβο εκείνου που ασκεί κριτική.× ότι δηλαδή με αισθάνεται τα δικά του επιχειρήματα ισχυρά, μόνο εάν πλαισιώνονται από προσωπικές προσβολές, ειρωνείες, διαστεβλώσεις, επιθέσεις, απαξιώσεις, ύβρεις κλπ. Ο Σάκης όμως δε χρειάζεται να καταφεύγει σε αυτά είναι σίγουρα πολύ καλύτερος!
Από μία άποψη, το ύφος του Σπυρίδη δεν είναι και πολύ μακριά από το διαδεδομένο και κυρίαρχο μοντέλο «διαλόγου», δηλαδή με αυτό το «υστερικό» της τηλεόρασης. Μου θυμίζει Πάγκαλο και Κακαουνάκη. Όλες οι Μεγάλες πολιτικές ή ιδεολογικές Μάχες γίνονται για ένα μεγάλο «Εγώ», ένα τεράστιο «Υπερεγώ» γεμάτο αυτοπεποίθηση και βέβαια απαξίωση για τους άλλους. Η μάχη γίνεται για τη μάχη και ο σκοπός εξαφανίζεται. Μένει μόνο η απόλαυση και ο φετιχισμός της νίκης, η εξόντωση του αντιπάλου. Ο Διανοούμενος στην περίπτωσή μας, αυτό το «άλας της γης», κυριαρχεί. Ο φετιχισμός των εμβριθών κειμένων και των μεγάλων συγκρούσεων, όπως π.χ. για τα γκρινγκλις, δηλαδή για το τίποτα, είναι ακριβώς προϊόν μιας τέτοιας πρόσληψης των διανοουμένων για τον εαυτό τους. Η ουσία βρίσκεται στον «ντόρο», στην εντύπωση.
Είναι και αυτό ενδεικτικό των «μεταμοντέρνων καιρών» μας. Ας σκεφτούμε τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης τέχνης: το περιεχόμενο υποτάσσεται στη φασαρία, στην πρόκληση, στη σύγκρουση, στη χυδαιότητα. Αυτό το μοτίβο διαπερνάει όλους τους χώρους: την πολιτική, τους καλλιτέχνες «σοβαρούς» και μη «σοβαρούς», τους δημοσιογράφους, τους επιχειρηματίες. Γιατί να μην διαπερνάει και εμάς; Δε νομίζω ότι θα μπορούσε με καλύτερο τρόπο να εκφράσσει ο Σπυρίδης αυτό που θέλει να υπερασπιστεί, δηλαδή τον «μεταμοντερνισμό». Ευτυχώς που υπάρχουν και κείμενα σαν αυτά του Αγγελόπουλου που δείχνουν το δρόμο της αντιπαράθεσης.
Θα προσπαθήσω όσο είναι εύκολο να μην παρασυρθώ από τον Σπυρίδη και να μην παίξω αυτό το ανόητο παιχνίδι. Γιατί κείμενα που έχουν χαρακτήρα προσωπικών αντεγκλήσεων είναι και βαρετά για όσους μέσα στη λίστα δε γνωρίζουν τα πρόσωπα, ενώ για τους υπόλοιπους το όλο σκηνικό ευτελίζεται σε κουτσομπολιό. Αλλά είπαμε η τηλεόραση μας δείχνει το δρόμο.
Με αυτό το οποίο γέλασα πάρα πολύ είναι αυτή η εμμονή του Σάκη να με βαφτίζει μαζί με τον Καστρινάκη ορθόδοξους μαρξιστές («συνταχθέν υπό του Καστρινοπαλουκικού κόμματος της μαρξιστικής ορθοδοξίας και της αριστερής καθαρότητας»). Ειλικρινά θα ήθελα πολύ να ορίσει ο Σπυρίδης τι ακριβώς σημαίνει «ορθόδοξος μαρξισμός», γιατί σίγουρα ο ίδιος χαρακτηρίζεται από σύγχυση των εννοιών. Πόσο «παραδοσιακός μαρξιστής» μπορεί να είναι κάποιος που κατά βάση χρησιμοποιεί Μπ. Άντερσον; Σε αυτήν την προσπάθεια λοιπόν βάζει στο στόμα μου πράγματα που ουδέποτε έχω πει ή έστω υπονοήσει, χωρίς καν να παραθέτει λόγια μου, δηλαδή να απορρέει από κάπου, και μάλιστα καταλήγει με περισσή ευκολία σε αυστηρές αξιολογήσεις του υποτιθέμενου λόγου μου.
Βασική κατηγορία του είναι πως θεωρώ τις υπάλληλες τάξεις ανίκανες να παράξουν κάτι δικό τους και είναι αναγκασμένες να απαντούν στην αστική τάξη. Προφανώς όχι τυχαία, αυτή ακριβώς είναι η κατηγορία που απέδωσα στον κονστρουκτιβισμό, ότι δηλαδή υποτιμά την ικανότητα των λαϊκών τάξεων να παράξουν δική τους πολιτική, ιδεολογία κλπ, αλλά παθητικά αποδέχονται ό,τι τους επιβάλλεται, δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το έθνος. Αυτό το στοιχείο της κριτικής μου ο Σπυρίδης απλώς το παραβλέπει και το παραβλέπει συνειδητά διότι στο κείμενο «Μια πιο συνολική άποψη» αποτελεί τη θεμελιώδη μου αντίθεση με την ελληνική ομάδα των κονστρουκτιβιστών και συγκεκριμένα αυτή γύρω από τον Αντ. Λιάκο. Αυτό γίνεται προφανώς γιατί μάλλον δεν ταιριάζει στην εικόνα του Παλούκη που επιχειρεί να κατασκευάσει για να διαλύσει. Εάν ο ίδιος συνεχίζει εν τέλει να πιστεύει πως στην πραγματικότητα αυτό το οποίο πιστεύω είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό το οποίο λέω οφείλει να διασταυρώσει την κριτική μου με λόγια μου, να τα αντιστρέψει ανακαλύπτοντας ενδεχομένως κρυφές έννοιες. Αυτό όμως δεν το κάνει, αλλά γενικολογεί πάνω στον προκατασκευασμένο ιδεότυπο του Παλούκη.
Ουσιαστικά πλιατσικολογεί εναντίον των απόψεών μου βασισμένος σε μια πλατύτατα διαδεδομένη άποψη που αναπαράγω, ότι δηλαδή αυτοί που διατύπωσαν πρώτοι απόψεις για το ελληνικό έθνος είναι μικροαστοί διανοούμενοι που τις συνέδεσαν με το διαφωτισμό (βλ. Πετμεζάς Σωκ., Ιστορείν, Α τεύχος.) και στο γεγονός ότι απέναντι στο ρεύμα του διαφωτισμού τέθηκαν διάφορα λαϊκά στρώματα, όπως π.χ. οι κατώτερες συντεχνίες της Σμύρνης (Φίλιππος Ηλιού Κοινωνικοί Αγώνες και Διαφωτισμός, Η περίπτωση της Σμύρνης (1819)). Τι να κάνουμε; Μακάρι να ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Αν έχει ενδείξεις ο Σπυρίδης ότι κατώτερα στρώματα διαμόρφωσαν πρώτα μια εθνική άποψη για την έννοια έλληνας, που να αφορά ως ταυτότητα όλη την κοινότητα των ορθοδόξων και όχι μόνο μια περιοχή, ας την παραθέσει και προσωπικά θα την αποδεχτώ. Το ζήτημα είναι όμως πως από αυτό θέλει να γενικεύσει και να βγάλει το συμπέρασμα πως κατ' εμέ τα λαϊκά στρώματα αντιδρούν παθητικά στις κινήσεις των ανώτερων τάξεων. Εδώ πραγματικά διαφαίνεται στον Σπυρίδη πρόθεση χυδαίας συκοφάντησης των απόψεών μου και μένα προσωπικά. Και το κάνει συνειδητά. Αφού πρώτα παρουσιάζει τον Παλούκη εκστασιασμένο και ερωτευμένο με το «Λαό» μετά αποδομεί αυτήν την εικόνα που ο ίδιος έπλασε, αφού τελικά ο Παλούκης δεν πιστεύει στον «Λαό». Δεν επιλέγει τυχαία όμως να παίξει με αυτή τη «σχέση». Γιατί ακριβώς είναι το βασικό μου επιχείρημα εναντίον του «κονστρουκτιβισμού». Εφόσον δεν μπορεί να το αποδομήσει απευθείας με βάση τα λόγια μου, το διαπλάθει κάνοντας «συνδικαλιές». Γιατί το προσπαθεί; Πιστεύει ότι με αυτόν τον τρόπο καταδεικνύει τον αντιδραστικό χαρακτήρα του παραδοσιακού μαρξισμού. Στην πραγματικότητα όμως ο Σπυρίδης πολεμάει φαντάσματα, τα δικά του φαντάσματα που τα φτιάχνει μόνος του συνδέοντας μεταξύ τους έννοιες και λέξεις. Πραγματικά θλίβομαι για τον τρόπο που κάνει αντιπαράθεση ο Σπυρίδης.
Ποια είναι η άποψή μου;
Δεν πιστεύω ότι οι γενέσεις προκύπτουν εν κενώ, θεωρώ ότι η ανάγκη κάποιων στρωμάτων να ανελιχθούν και να αποκτήσουν είτε άμεσα οικονομικό είτε συμβολικό εξουσιαστικό ρόλο οδήγησαν στην διαμόρφωση μιας τέτοιας πρωτο-εθνικής συνείδησης και ενός πρωτο-εθνικού πολιτικού σχεδίου που θα τους βοηθήσει να επικρατήσουν στην ταξική διαπάλη. Είναι δηλαδή αποτέλεσμα της ταξικής πάλης. Εφόσον τα χριστιανικά λαϊκά στρώματα την περίοδο των τελών του 18ου αώνα, π.χ. οι συντεχνίες, επιλέγουν να διατηρούν ως πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο για την υποστήριξη των συμφερόντων τους τη θρησκευτική χριστιανική συνείδηση, τα ανώτερα διοικητικά στρώματα μια κοσμική εκδοχή της θρησκευτικής συνείδησης, δηλαδή την έννοια Ρωμιός ή Γραικός, η εκκλησιαστική ιεραρχία επιλέγει να διατηρεί μια παραδοσιακή θρησκευτική συνείδηση, είναι λογικό τα ενδιάμεσα στρώματα διανοουμένων που θέλουν να ανελιχθούν να επιλέγουν μια άλλη ιδεολογία. Εφόσον η ιδεολογία αυτή είναι συνδεμένη με τον διαφωτισμό, τον κλασσικισμό, τον πολιτικό ριζοσπαστισμό κλπ είναι ταιριαστό σε αυτά να υιοθετήσουν μια «ελληνική» καταγωγή. Αυτή η «ριζοσπαστική πρόταση» αλλού θα γίνει αποδεκτή από λαϊκά στρώματα, π.χ. εξεγερμένους χριστιανούς στην Νότια Βαλκανική, αλλού, π.χ. Σμύρνη, όχι. Στη συνέχεια, εκεί βέβαιαπου τα διάφορα λαϊκά στρώματα δέχτηκαν αυτή τη «ριζοσπαστική πρόταση», προσαρμόστηκε και ανασημασιοδοτήθηκε μέσα στα δικά τους πολιτισμικά και πολιτικά πλαίσια. Αργότερα έγινε κυρίαρχη κρατική ιδεολογία και ξανά έλαβε διαφορετικά ανταγωνιστικά περιεχόμενα κοκ. Γενικά, η δική μου άποψη είναι πως το ελληνικό έθνος ως φαντασιακή κοινότητα συγκροτείται και διαμορφώνεται μέσα από διαφορετικές έως και εχθρικές απόψεις για το ίδιο συνδεμένες με διαφορετικά ταξικά ή τοπικά συμφέροντα. Αυτές οι αντιθέσεις ανάλογα με τους συσχετισμούς δύναμης και τις ταξικές ισορροπίες ή ισσορροπίες αναμεταξύ των περιοχών ή των τοπικών αρχουσών τάξεων μετασχηματίζουν συνεχώς την ηγεμονική εικόνα και σύλληψη για το έθνος. Σήμερα θεωρούν κάποιοι ότι το ελληνικό έθνος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης, άλλοι παλιότερα θεωρούσαν ακριβώς το αντίθετο. Υπάρχουν δηλαδή διαφορετικές συλλήψεις για το ελληνικό έθνος. Αυτές «συνομιλούν» αντιπαραθετικά, ενσωματώνουν αντιθετικά ή και συνθετικά η μία την άλλη, σε μια ηγεμονική άποψη.
Σε ένα παλιότερο δικό μου κείμενο, για οποίο ο Σπυρίδης με ειρωνεύεται σε σχέση με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, προσπάθησα όχι να αποδώσω σωστά κάποια ιστορικά παραδείγματα, αλλά να τσαλαβουτήσω πράγματι ώστε να δείξω έναν τρόπο, δηλαδή αυτό το στοιχείο της εξέλιξης και των διαφορετικών νοημάτων, σημασιών, περιεχομένων, συνειδήσεων και στρατηγικών που λαμβάνουν οι έννοιες σε κάθε ιστορική συγκυρία. Ότι δηλαδή η έννοια έλληνας δεν είναι μονοσήμαντη, αλλά λαμβάνει διαφορετικά νοήματα και περιεχόμενα, ανάλογα με την ιστορική περίοδο, με τα στρώματα και τις τάξεις που την επιλέγουν ως πρόταγμα, ανάλογα με τους πολιτικούς στόχους κλπ. Να καταδείξω τη διαλεκτική. Σε όλα αυτά τα παραδείγματα που φέρω σημασία έχει η λογική που υποκρύβεται και όχι τα ίδια τα ιστορικά παραδείγματα αυτά καθεαυτά. Διότι είναι οι ιστορικές συνθήκες είναι πιο σύνθετες, αλλά εδώ απλά συζητάμε για απόψεις περί ιστορίας, δηλαδή για μεθοδολογία.
Έτσι, για μένα ο Σβορώνος και η άποψή του περί αντιστασιακού έθνους, που δεν είναι δική του, αλλά αυτό που αισθάνονταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που συμμετείχαν στην Αντίσταση είναι ακριβώς μια ταξική ή πολιτική εκδοχή του ελληνικού έθνους. Η λέξη «πατριώτης» είχε συγκεκριμένες πολιτικές συνδηλώσεις. Αλλά και μέσα στο ΕΑΜικό μπλοκ υπήρχαν συγκρουόμενες απόψεις για αυτό το ταξικό ή πολιτικό πρόσημο του «πατριώτη». Αυτές τις διαφορές μπορεί να τις δει σήμερα κανείς σε διαφορετικά πρόσωπα που συμμετείχαν στο ΕΑΜ. Ο Σβορώνος κατά την άποψή μου συνθέτει τον κοινό παρανομαστή αυτών των απόψεων, δηλαδή ως «οργανικός διανοούμενος» του εαμικού μπλοκ επιτελεί το ρόλο του «δια χειρός». Πουθενά μα πουθενά δεν έχω υποστηρίξει ότι αποδέχομαι αυτό το σχήμα. Αυτό το σχήμα όμως ίσχυε για όλους εκείνους που το πίστευαν μέχρι. Στο κείμενο για την Κρήτη, ο σχολιασμός που κάνω υποδεικνύει ακριβώς την αντίθεσή μου σε αυτό το σχήμα. Δηλαδή υποστηρίζω ότι υπάρχει μια τοπική εκδοχή του σχήματος του Σβορώνου, η οποία παράγει μια ιδεολογία κατά την άποψή μου που σήμερα είναι αντιδραστική. Αλλά και αυτό ο Σπυρίδης το παραβλέπει.
Γενικά δε θεωρώ, (είμαι αναγκασμένος να λέω αυτονόητα πράγματα και αυτό είναι κατάντια της συζήτησης) ότι οι υπάλληλες τάξεις εκφράζονται μόνο μέσα από σοσιαλιστικά σχήματα, όπως εδεχομένως να φαντασιώνεται για μένα ο Σπυρίδης. Αντίθετα, εκφράζονται και με γλώσσα μερικές φορές ανορθολογική, θρησκευτική κλπ.. Αυτό προσπάθησα να εξηγήσω στο κείμενο «Μια πιο συνολική άποψη», ότι δηλαδή υπήρξε μια λαϊκή αντίδραση απέναντι στο βιβλίο της Στ Δημοτικο, στην οποία ενυπήρχε κάτι το ταξικό. Αυτό όμως αναδύθυκε στην επιφάνεια με αντιδραστική μορφή, καθώς η αριστερά και οι αριστεροί διανοούμενοι εγκατέλειψαν ή έχουν από νωρίς εγκαταλείψει τα λαϊκά στρώματα, την εργατική τάξη, στον εθνικισμό. Αυτό δε σημαίνει ότι νίκησε η αριστερά, αλλά αντίθετα ότι έχασε η αριστερά. Τα λαϊκά στρώματα πέτυχαν όμως με αρχηγό τον εθνικισμό και την εκκλησία μια μικρή νίκη στη μικροκλίμακα, που όμως στη μακροκλίμακα, θα έλεγε κάποιος αριστερός, είναι βαθειά ήττα, γιατί ακριβώς είναι από αντιδραστική πλευρά. Στο ίδιο κείμενο, το «Μια πιο συνολική άποψη», κείμενο γράφω ότι «Συνεπώς, έχει δίκιο ο Ματάλας ότι αυτό το δίπολο [δηλαδή νίκη ή ήττα,] δε μας βοηθάει τελικά να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει.». Εξάλλου, η αλήθεια είναι ότι, όταν είχα στείλει το μαιλ «Νική ή Ήττα», το είχα κάνει με προβοκατόρικο σκοπό, για να προκαλέσω συζήτηση. Μια παρέα είμαστε κατά τον Σπυρίδη και υπάρχει και το δικαίωμα στη μαλακία. Αλλά προφανώς στον Σπυρίδη αυτό ισχύει μόνο στα λόγια και όχι φυσικά για τον Παλούκη.
Αυτό το οποίο ενδεχομένως να βλέπει γενικά ο Σπυρίδης στα κείμενά μου είναι η άποψή μου ότι οι αρχές πάνω στις οποίες οικοδομείται ο πολιτισμός των ανώτερων και των κατώτερων στρωμάτων δεν βρίσκεται σε τόση μεγάλη απόσταση όσο πιστεύουν οι κονστρουκτιβιστές. Δε θεωρώ δηλαδή ότι υπάρχουν απόλυτα στεγανά, ακόμη και στις πιο έντονα πολιτισμικά, πολιτικά και ιδεολογικά πολωμένες ταξικά κοινωνίες, ότι σε κάθε εποχή υπάρχει ένας κοινός πολιτισμικός παρανομαστής που συνέχει πολιτισμικά τις τάξεις, όσο μακριά και αν βρίσκονται. Για παράδειγμα στη Γαλλία τόσο οι λαϊκές όσο και οι αριστοκρατικές τάξεις είχαν πάντα μια πιο χαλαρή σχέση με το «γάμο». Αυτή η άποψη στον κονστρουκτιβισμό έρχεται από το δομισμό, την θέση περί ξεχωριστών αυτόνομων πεδίων. Αυτή η άποψη θέλει να βλέπει συνέχειες μέσα σε κοινότητες μόνο σε οριζόντια κλειστά επίπεδα, που αναπαράγοντα εσωτερικά και διιστορικά, χωρίς να παρεμβάλλονται οι οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί μετασχηματισμοί. Αυτές οι κοινότητες ταξικές, γεωγραφικές μπορεί να παραμένουν οι ίδιες στην ουσία τους παρά το πέρασμα αιώνων. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι λαογράφοι αναζητούν τα αρχέτυπα, οι ανθρωπολόγοι ανακαλύπτουν την απεραντοσύνη των δομών.
Αυτό που δεν καταλαβαίνει ο Σπυρίδης είναι πως δεν υπάρχει μια ιδεολογική καθαρότητα ή ένας απόλυτος ορθολογισμός στην άσκηση των ταξικών πολιτικών και την εμφάνιση των ταξικών ιδεολογιών, ότι εκφράζονται αυτή κάθε φορά με το περιεχόμενο, το χαρακτήρα και τη μορφή της κάθε εποχής. Για παράδειγμα οι Αρχειομαρξιστες που μελετώ χρησιμοποιούν ένα λόγο περί ηθικής για να εκφράσσουν την αντίθεσή τους στον καπιταλισμό. Την ηθική όμως την χρησιμοποιούν και οι αστοί ακριβώς για να εκφράσσουν την πίστη τους στον καπιταλισμό. Ένας λόγος μπορεί να είναι κοινός σε διαφορετικά στρώματα ως προς τη μορφή, αλλά ως προς το περιεχόμενο να είναι ακριβώς το αντίθετο. Μια ανάλυση που θα επιμένει μόνο στο λόγο δε μπορεί να το διαπιστώσει αυτό. Και αυτό είναι ένα αδιέξοδο στο μεταμοντερνισμό ως παιδί του δομισμού που το βλέπω και μπροστά μου.
Επίσης, μια ιδεολογία και ένα σχήμα που μπορεί σε μια εποχή να είχε ένα επαναστατικό πρόσημο, μπορεί σε μια άλλη εποχή αυτό να αλλάζει. Νομίζω ότι αυτό έγινε και με το «αντιστασιακό έθνος» του Σβορώνου και με τον «Κρητισμό». Ο εχθρός από εξωτερικός και ταξικός απέναντι στο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό έγινε εξωτερικός και ταξικός απέναντι σε κομμάτια της εργατικής τάξης, συγκεκριμένα τους μετανάστες. Αυτή ακριβώς η παρατήρηση πρέπει από μόνη της να μας κάνει να δούμε κριτικά και να ανακαλύψουμε τις αντιφάσεις στα αντιστασιακά εθνικά σχήματα. Αυτό είναι ένα από τα θετικά του βιβλίου του Άκη Γαβριηλίδη «Η αθεράπευτη νεκροφιλία…», ότι δηλαδή διαβλέπει στοιχεία του αντιδραστικού χαρακτήρα του σημερινού αριστερού πατριωτισμού να υπάρχουν από παλιά στον αριστερό πατριωτικό λόγο. Η ουσιαστική διαφωνία μου με τον μεταμοντέρνο δομιστή Γαβριηλίδη είναι ότι βλέπει το λόγο ως μια συνεκτική ενότητα διιστορικά χωρίς να αντιλαμβάνεται τις ιστορικές συνθήκες και τα διακυβεύματα της κάθε εποχής, τις παραδόσεις κλπ. ότι τελικά ήταν ένας διαφορετικός λόγος τότε από τον σημερινό, ότι δεν είναι οι λέξεις που κάνουν το περιεχόμενο αλλά τα κοινωνικοιστορικά πλαίσια και τα διακυβεύματα. Τελικά, το βιβλίο του σχοινοβατεί συνεχώς πάνω στο ερώτημα για τον προοδευτικό χαρακτήρα του αριστερού πατριωτισμού και καταλήγει μάλλον στην άποψη ότι πρόκειται για κάτι αντιδραστικό, σχεδόν φασιστικό. Το βλέπει δηλαδή καθαρά στη σημερινή του μορφή, ή καλύτερα κατάληξη. Δεν υπάρχει πουθενά κάποιος δημοκρατικός ταξικός χαρακτήρας στο ΕΑΜικό κίνημα και στην ιδεολογία του. Προφανώς ενείχε σπέρματα μιας αντιδραστικής μετεξέλιξης, αλλά έτσι είναι τα ιστορικά φαινόμενα δεν έχουν μια αμιγή καθαρότητα. Δική μας δουλειά είναι να τα ανασυγκροτήσουμε, να τα αναλύσουμε και να τα εξηγήσουμε. Για παράδειγμα το να υπερασπίζεσαι την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα στα 1960 σήμαινε ότι εναντιώνεσαι στον βρετανικό ιμπεριαλισμό και στο ΝΑΤΟ. Σήμερα δε σημαίνει αυτό ή δεν είναι αυτή η κυρίαρχη αντίθεση. Τότε, όμως μέσα από αυτό το πρίσμα το κυπριακό συνδέθηκε με το δημοκρατικό κίνημα. Προσωπικά, μόνο πρόσφατα μπόρεσα να κατανοήσω αυτήν την πλευρά. Μέχρι τώρα θεωρούσα αυτήν την άποψη άκρως εθνικιστική. Ακόμα θεωρώ την άποψη αυτή λανθασμένη, αλλά μπορώ πλέον να την εξηγήσω και να μη θεωρώ ότι είναι αντιδραστική. Μπορώ να την κρίνω στις ιστορικές της συνθήκες.
Γενικά, από πολιτική άποψη δεν έχω καμία σχέση με το παραδοσιακό ανανεωτικό ρεύμα του ΚΚΕ Εσ.. Ειδικά με την πλευρά εκείνη που ταυτίζεται με τον Σβορώνο και είναι σήμερα το περιοδικό Πολίτης και ο Αγγ. Ελεφάντης. Αντιθέτως, θεωρώ ότι το έθνος και ο μαρξισμός του Σβορώνου έπαιξαν τη δεκαετία του 1980 έναν συμβιβαστικό και συναινετικό ρόλο, βοήθησαν στην ενσωμάτωση, ενίσχυσαν το «σοσιαλιστικό» (ΧΑ!ΧΑ!) κράτος του ΠΑΣΟΚ. Για αυτό και ενισχύθηκαν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα με «μαρξιστές διανοούμενους». Τη δεκαετία του 1990 αλλάζουν όμως εντελώς οι επιλογές του ΠΑΣΟΚ και κάποιοι διανοούμενοι αλλάζουν ή νέοι επιστήμονες κυρίως της ανανεωτικής αριστεράς με διαφορετικές-εχθρικές- για το έθνος απόψεις καταλαμβάνουν πανεπιστημιακές θέσεις. Προσωπικά και σε όλη μου τη μέχρι τώρα δράση διαχωρίζομαι εξίσου το ίδιο κριτικά απέναντι και στις δύο αυτές τοποθετήσεις. Προφανώς και ο μαρξισμός μπορεί να γίνει μια κρατική ιδεολογία που να έχει και αντιδραστικό χαρακτήρα ή και προοδευτικό ή και τα δύο μαζί να ενυπάρχουν αντιφατικά. Δε θα μπορούσα φυσικά να μην το πιστεύω αυτό, διότι το βρωντοφωνάζουν οι πρώην ανατολικές δημοκρατίες και ο μαρξισμός ως κυρίαρχο δόγμα στις ιστορικές επιστήμες.

 
Διαβλέπω όμως και στις δύο παραδόσεις και στον μαρξισμό του Σβορώνου και στα κριτικά «μεταμοντέρνα» ρεύματα στον παραδοσιακό μαρξισμό μια πολύ θετική συμβολή. Π.χ. μου αρέσει πάρα πολύ το διαλεκτικό σχήμα της ενότητας του Σβορώνου, το παραδοσιακό Χεγκελιανό, δηλαδή της μετάβασης από ένα στάδιο σε άλλο. Διαφωνώ όμως με το στοιχείο της «ανωτερότητας» του ενός «σταδίου» από το «άλλο» με τη θετικιστική έννοια. Κάθε στάδιο στη διάρκεια της εξέλιξης είναι σύμφωνα με τη μαρξική παράδοση ταυτόχρονα το καλύτερο και το χειρότερο. Με τον τρόπο αυτό περίπου, όχι ακριβως, βλέπω και το σχήμα περί αντιστασιακού έθνους. Θεωρώ, λοιπόν, ότι υπάρχουν φαντασιακές κοινότητες που κληρονομούν προηγούμενες και κληροδοτούν στις επόμενες στοιχεία τους. Και αυτό προσπαθούσα να υποστηρίξω στο κείμενο με τίτλο «Μπορούμε να μιλάμε για μια «νέα εθνική ιστορία»;, για το οποίο με ειρωνεύεται ο Σάκης. Να βρούμε δηλαδή τις καταγωγές, τις συνέχειες και τις ασυνέχειες, τις διαφορές και τις ομοιότητες, της ρήξεις και τις συνέχειες της δικής μας κοινωνίες με τις προηγούμενες. Με αυτόν τον τρόπο να καταρρίψουμε τον μύθο της «ελληνικής συνέχειας», αλλά να δούμε τι πραγματικά ισχύει, αν ισχύει γιατί δεν φτιάχτηκε αυτή εδώ η κοινωνία από παρθενογένεση.

 
Από την άλλη υπάρχουν πολλά θετικά στον κονστρουκτιβισμό και σε όλες αυτές τις νέες θεωρίες. Στο κείμενο «Μια πιο συνολική άποψη» έγραφα: «Ό,τι επαναστατικό προσέφερε η κριτική των κονστρουκτιβιστών στον εθνικισμό, που είναι πάρα πολύ σημαντική, τελικά δε στρέφεται εναντίον των ταξικών συμφερόντων που γέννησαν τον εθνικισμό, αλλά ουσιαστικά λειτουργεί και συνεργεί υπέρ τους.» Προσωπικά, τα πρόσφατα διαβάσματά μου για το ΙΚΥ με έκαναν να ανακαλύψω έναν κόσμο πραγματικά άγνωστο στους περισσότερους από εμάς που σπουδάσαμε στο Ρέθυμνο. Αναγνωρίζω λοιπόν σε αυτόν τον «μεγάλο μου εχθρό» λοιπόν κάτι «επαναστατικό». Και είναι η συζήτηση για το φύλο, η συζήτηση για τη μικροϊστορία, η συζήτηση για τον πολιτισμό, για τη μνήμη και φυσικά η συζήτηση για το έθνος. Σε κάθε περίπτωση ο μαρξισμός ενεπλάκη σε όλες αυτές τις συζητήσεις και προέκυψαν καταπληκτικά ιστοριογραφικά έργα από αυτή την σύνθεση. Για παράδειγμα η μαρξιστική προσέγγιση της Ρίκα Μπενβενίστε στο Ζιάκα Γρεβενών δεν έχει καμία σχέση με την εντελώς ατομικιστική προσέγγιση της Λουίζας Πασσερίνι. Και είναι πάρα πολλά τα παραδείγματα εκείνων των μαρξιστών που ενσωματώνουν διαλεκτικά και όμορφα αυτές τις νέες οπτικές. Σε άλλο κείμενο, που ο Σπυρίδης φαίνεται ότι έχει διαβάσει στο Πριν, καταγγέλλω ανοιχτά το φοβισμό απέναντι στο «μεταμοντέρνο»: «Η απάντηση σε αυτό το «μεταμοντέρνο» δεν μπορεί να είναι η φοβιστική καταγγελία, η απομόνωση και η οχύρωση πίσω από τις παλιές αλήθειες. Αυτός ο δρόμος οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ήττα. Ο μαρξισμός δεν είναι μια αυτιστική θεωρία που αναπτύσσεται μόνη της σε μια δική της νησίδα αλήθειας. Είναι η άλλη όψη αυτού του κόσμου.» Θεωρώ ότι πρέπει να εντάξουμε διαλεκτικά στον μαρξισμό στοιχεία της κριτικής και της οπτικής του μεταμοντερνισμού και ουσιαστικά συμφωνώ με τον ίδιο στο ότι «Με απόλυτα φυσιολογικό τρόπο, ούτε ο μαρξισμός δεν κρατήθηκε ανεπηρέαστος από την επέλαση του μεταμοντερνισμού, ούτε και ο τελευταίος στάθηκε αδιάβρωτος από τα ισχυρά επιχειρήματα του αντιπάλου του – όσο και αν δύσκολα θα το παραδέχονταν αυτό οι και οι δυο τους!» Δηλαδή αυτό που λέει, όχι δεν το αρνουμαι, αλλά κατηγορηματικά το θέτω ως προγραμματικό στόχο σε μια προσπάθεια επανεθεμελίωσης του κομμουνιστικού προτάγματος και οράματος.
Η μεταμοντέρνα εξέγερση όμως αυτή τη στιγμή είναι καθεστώς και ιδεολογικό, πολιτικό όπλο της εξουσίας. Ακόμη περισσότερο το «μεταμοντέρνο» είναι όντως η μορφή του δικού μας κόσμου. Είναι «ο 'θρυμματισμένος' κόσμος, η χαοτική σύνθεση και ανασύνθεση των ταυτοτήτων», ως «πραγματικά αποτελέσματα του ταξικού πολέμου που διεξάγεται εντός της συγκεκριμένης κοινωνίας». Αυτός όμως ο θρυματισμένος κόσμος είναι ένας εχθρικός καπιταλιστικός κόσμος με τον ίδιο τρόπο που ήταν εχθρικός καπιταλιστικός κόσμος εκείνος ο οποίος προήρθε από τις προλεταριακές και λαϊκές επαναστάσεις, που εγιναν στο όνομα του μαρξισμού, ή από κόμματα και κυβερνήσεις που έφεραν τη μαρξιστική ιδεολογία. Σε αυτόν τον μεταμοντέρνο κόσμο πρέπει να αντισταθούμε και να προβάλλουμε ξανά τα οράματα για μια κοινωνία απελευθερωμένη. Για αυτό χρειαζόμαστε κατά την άποψή μου έναν άλλο σύγχρονο μαρξισμό.
Αυτό είναι και το σημείο στο οποίο ο Σπυρίδης παθαίνει παράκρουση. Γιατί του χαλάει εντελώς την κατασκευασμένη εικόνα, καθώς παντού χρησιμοποιώ Άντερσον, τον κύριο θεωρητικό των υποτιθέμενων «μεταμοντέρνων». (βλ. υποσημείωση 21) Ενώ λοιπόν γενικά ο μαρξισμός σύμφωνα με τον Σπυρίδη εξελίσσεται και επηρεάζεται από το μεταμοντέρνο, ξαφνικά στην επόμενη γραμμή ο Σακης αλλάζει άποψη και λέει ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει. Δεν εξελίσσεται όμως μόνο στην περίπτωση του Παλούκη. Αν αυτό το επιχειρεί ο Νέγκρι ή οποιοσδήποτε άλλος, γίνεται. Το γεγονός ότι υιοθετείται πλήρως και χρησιμοποιείται από μένα το σχήμα «Φαντασιακές Κοινότητες» είναι στην περίπτωσή μου καταδικαστέο, καθώς δεν εντάσσεται στην προσπάθεια του Νέγκρι!!!! Εδώ νομίζω ότι ο Σπυρίδης γελοιοποιεί τον εαυτό του και ό,τι σοβαρό προσπαθεί να μας πει, ότι δηλαδή ο παραδοσιακός μαρξισμός δεν αρκεί πλέον. Όσο για τον Νέγκρι, νομίζω ότι αυτοθάφτηκε ο ίδιος με τις θέσεις του για το Ευρωσύνταγμα. Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να μελετήσει τις θεωρίες του χωρίς να λάβει σοβαρά αυτήν την εξέλιξη. Από την άλλη προφανώς και αν διαβάσω Νέγκρι θα επηρεαστώ και θα χρησιμοποιήσω στοιχεία της σκέψης του, εάν αυτά με βοηθάνε. Απλά δεν είναι μόνο ο Νέγκρι! Όπως δεν είναι μόνο ο Άντερσον. Απλά αυτός και τα εργαλεία του με βοηθάνε στη δουλειά μου!
Αν ο Σάκης έκανε σοβαρή και αξιόλογη κριτική και όχι πολεμική θα έθετε απευθείας το ουσιαστικό του ερώτημα «τι ακριβώς είναι αυτό που έχει 'εξελιχθεί' και για ποιους λόγους προέβησαν στην αναθεώρηση του!», ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε μια εποικοδομητική συζήτηση. Θα έθετε όχι σε υποσημείωση, αλλά σε κανονικό κείμενο τι είναι αυτό που έχει αλλάξει στον «ιστορικό υλισμό». Η απάντηση είναι απλή. Εδώ και δεκαετίες γίνεται κριτική στον οικονομισμό του παραδοσιακού μαρξισμού όλων των εκδοχών του. Αυτό το οποίο αντιμετωπίζουν ως υλισμό μελετητές, όπως π.χ. ο Ε.Π. Τόμσον, είναι το σύνολο της ανθρώπινης δράσης, δηλαδή όλες οι πλευρές του ανθρώπινου υποκειμένου σε σχέση με όλες τις πλευρές του περιβάλλοντός του. Θυμάμαι ότι σε κάποιο σεμινάριο του Χατζηιωσήφ ήμασταν μόνο εμείς οι δύο, ο Σπυρίδης και εγώ, που είχαμε θέσει το ζήτημα της χρήσης της ψυχολογίας στην ιστορία. Ο Πετμεζάς σε άρθρο του για το Έθνος στο Ιστορείν μιλάει για «συμβολική εξουσία», πέρα από την καθαρά οικονομική. Πρόσφατα, σε συνέδριο για τον Γκράμσι ο Άλκης Ρήγος σε μια ανάλογη κριτική που έγινε στον μαρξισμό απάντησε διαβάζοντας κάποιο απόσπασμα ενός γράμματος του Ένγκελς. Σε αυτό ο Ένγκελς έγραφε ότι ποτέ δεν υποστήριξε ο ίδιος και ο Μαρξ ότι υλισμός είναι μόνο οικονομία, αντίθετα αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη στρέβλωση όλου του έργου τους. Ο Ένγκελς αναγνωρίζει στο κομμάτι που διάβασε ο Ρήγος ρητά ως ιστορικό υλισμό συνολικά την ανθρώπινη δράση. Κορυφαίο μαρξιστικό έργο και μάλιστα προπολεμικό που καταφέρνει με μαγικό τρόπο αυτή τη σύνθεση του υλιστικού όλου είναι εκείνο του Νόρμπερτ Ελίας «Η Εξέλιξη του Πολιτισμού». Άρα μια άλλη πρόσληψη του ιστορικού υλισμού πέρα από τον οικονομισμό και πολύ παλιά είναι και έχει συμβάλλει καίρια στην ιστοριογραφία μας.
Ένα άλλο κομμάτι της «κριτικής» του είναι για το ρόλο της Ιστορίας. Γράφει:
«Συχνά μου έρχεται η ιδέα διαβάζοντας τα γραπτά κυρίως του Κώστα, αλλά και του Νίκου, ότι έχουν υπερτιμήσει σε βαθμό πέραν του δέοντος την Ιστορία, το ρόλο που παίζει μέσα στα ανθρώπινα πράγματα, την ειδική θέση που κατέχει στο σχηματισμό των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους και της κάθε εξουσίας. Παγιδευμένοι από την πρόδηλη ευστοχία του αξιώματος που ενέχει θέση καταστατικής αρχής, δηλαδή πως «η γνώση είναι δύναμη» και εκκινώντας από την παραδοχή της επείγουσας αναγκαιότητας για κάθε ηγεμονική τάξη να (ανα) κατασκευάσει το παρελθόν της, τη γενεαλογία της και τις νομιμοποιητικές για την ίδια ερμηνείες της κυριαρχίας της, μου δίνουν την εντύπωση πως πιστεύουν ότι αν κάναμε απλώς μια αντιστροφή της επίσημης ιστορίας ή αν αποκαλύπταμε τα μυθεύματα στα οποία στηρίχτηκε και διασαφηνίζαμε τους κρυφούς αρμούς της κατασκευής της, τότε τα μάγια που τυλίγουν τους ανθρώπους θα λύνονταν και αυτοί θα συμφιλιώνονταν επιτέλους με την ταξική τους κατάσταση, βλέποντας χωρίς παρωπίδες το πραγματικό τους συμφέρον «σ' αυτό το όργιο της Αλήθειας όπου κανείς δεν πρόκειται να μείνει εγκρατής». Διαισθάνομαι βέβαια πως αρκετοί θα με ψέξουν για το ότι είναι αρκετά απλοϊκή αυτή η περιγραφή και ότι κανείς συνομιλίτης μας δεν είναι τόσο αφελής ώστε να συνδέει τόσο άγαρμπα την ιδέα της κοινωνικής ανατροπής με την ανασκευή όλων των εκδοχών της κρατικά εγγυημένης Ιστορίας και των θεσμικών της αποκρυσταλλώσεων. Υποστηρίζω, ωστόσο, ότι είναι περισσότερο 'αφελείς' απ' ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως και ότι, αν πράγματι αυτό συμβαίνει, δεν οφείλεται στην ανεπάρκεια τους ή στην κακή ιστορική τους παιδεία, αλλά στο ότι είναι βουτηγμένοι με την ψυχή, με το μυαλό και με το σώμα τους μέσα στο καζάνι της ιδεολογίας και πίνουν απ΄ αυτή μέχρι σκασμού….»
Πράγματι θεωρώ ότι η ιστορία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στις κοινωνίες, όπως βέβαια και όλες οι άλλες επιστήμες. Δε χρειάζεται κανείς να επιχειρηματολογήσει υπέρ αυτού πολύ. Η διαχείριση και η κατασκευή της ατομικής και της συλλογικής μνήμης είναι μια υπόθεση της ιστορίας. Οι επιλογές μας στο παρόν τόσο ατομικά όσο και συλλογικά χρειάζονται πάντα μια νομιμοποίηση, μια εξήγηση και μια δικαιολογία. Η νοητική και φαντασιακή διαμόρφωση του παρελθόντος έτσι, ώστε να ταιριάζει στο παρόν, αποτελεί μέρος της διαδικασίας του καθημερινού μας σύγχρονου γίγνεσθαι. Έτσι το παρόν μας κάθε φορά καθορίζει την εικόνα για το παρελθόν μας. Δεν επεκτείνεται δηλαδή το ιστορικό παρελθόν στο παρόν, αλλά το παρόν επεκτείνεται και καταλαμβάνει το παρελθόν. Αυτή η διαδικασία που γίνεται καθημερινά στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, στη δική μας «Μικρή Ιστορία», η «Μεγάλη Ιστορία» αναλαμβάνει να το κάνει για τις κοινωνίες, τις κοινότητες, τα επαγγελματα, τα αντικείμενα και τα προϊόντα, για τους θεσμούς, για τα φύλα, τις ηλικίες και βέβαια για τις τάξεις. Η «Ιστορία», λοιπόν, διαμορφώνει και διαχειρίζεται τη συλλογική μας μνήμη. Αυτή η διαδικασία δεν είναι όμως μια υπόθεση μόνο κάποιων διανοουμένων ιστορικών. Απλά θα γίνεται δια χειρός και διά λόγου. Σε ένα προσωπικό επίπεδο ο άνθρωπος ιστορικός, ξεκινώντας να κατανοήσει την δική του ύπαρξη και την πορεία της δικής του ζωής στο παρόν, καταλήγει να «φτιάχνει ιστορία» για την κοινωνία, γιατί ακριβώς δεν μπορεί να λειτουργήσει του αποσπασματικά ούτε στο χρόνο ούτε και στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η διαδικασία της ιστορίας είναι, λοιπόν, ταυτόχρονα μια ατομική και συλλογική διεργασία που εμφανίζεται για να εξηγήσει και να αναδείξει τα σύγχρονα με τον ιστορικό κοινωνικά φαινόμενα, έχοντας ως προοπτική το παρελθόν. Μια τέτοια άποψη όχι μόνο δεν αρνείται την μικροϊστορία ή την «ιστορία από τα κάτω», όπως συνηθίζουν οι ιστορικοί να την αποκαλούν, αλλά αντίθετα την καθιστά πολύ σημαντική. Μόνο που θα πρέπει να λαμβάνουμε ακριβώς τα όρια και τις δυνατότητες του «Μικρού» και την αναγκαιότητα της σύνθεσης του «Μεγάλου».
Δε θεωρώ λοιπόν ότι η ιστορία είναι ένας ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους. Διαφωνώ πλήρως με τη θεωρία των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους και γενικά με την αλτουσεριανή οπτική. Θεωρώ ότι η «ιστορία» και η «Ιστορία» είναι ένα ιδεολογικό συνειδησιακό κομμάτι της κοινωνικής διαπάλης και σε κάθε ιστορική συγκυρία πλευρές της «Μικρής Ιστορίας», της ατομικής και προσωπικής μνήμης, της μνήμης των διαφόρων ομάδων και κοινοτήτων, αποκρυσταλλώνονται και εντάσσονται στην «Μεγάλη Ιστορία» ανάλογα με τους ιστορικούς συσχετισμούς δύναμης. Έτσι, σε κάθε εποχή η ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται με τον ίδιο τρόπο που αλλάζει η σκέψη και η γραφή του φυλακισμένου στο Κιβωτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Υπάρχει δηλαδή μια διαρκή ροή και μετασχηματισμός μέσα από τις «θέσεις» και τις «αντιθέσεις» που οδηγούν σε «ηγεμονικές συνθέσεις». Συνεπώς, μακριά από μένα κάθε θεωρία απομαγικοποίησης και αποκάλυψης. Ο κάθε άνθρωπος έχει πλήρη συνείδηση και γνώση της θέσης του.
Θα ήθελα πάρα πολύ να επεκταθώ στη συζήτηση για το «μεταμοντέρνο». Αλλά δυστυχώς η ανάγκη να απαντήσω στα ανόητα κομμάτια του κειμένου του Σπυρίδη δε μου επιτρέπει να ασχοληθώ με το πιο ουσιαστικό τμήμα. Η ανάλυσή του πάντως με βρίσκει απολύτως σύμφωνω. Η άποψη του Jameson βασισμένη στην βασική ιδέα του έργου του Έρνεστ Μαντέλ Ο Ύστερος Καπιταλισμός βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στη θεωρία εκείνη που βλέπει τη μετάβαση του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε ένα νέο στάδιο, μια νέα εποχή του καπιταλισμού. Η μοντερνικότητα φτάνει στο ολοκληρωτικό αποκορύφωμά της υποτάσσοντας το άτομο στο νόμο της αξίας όχι μόνο μέσα στη σφαίρα της παραγωγής, αλλά στην ολότητα της υπόστασής του. Το μεταμοντέρνο είναι απλώς η πολιτισμική λογική αυτού του ύστερου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Πράγματι κάθε τι μέσα στην αγορά, ακόμη και η ίδια η επανάσταση και η αριστερά είναι ένα καπιταλιστικό προϊόν.
Η περιγραφή και η ανάλυση αυτής της σύγχρονης πραγματικότητας δεν είναι δυνατόν να γίνει μόνο μέσα από μια οικονομίστικη σύλληψη της κοινωνίας, αλλά μέσα από μια ολιστική προσέγγιση. Για μένα τόσο το παράδειγμα του Νόμπερτ Ελίας, όσο και άλλα όπως του Ζιζέκ που δεν έχω διαβάσει, αλλά αντιλαμβάνομαι από δεύτερα κείμενα και αναφορές σε αυτόν υποδεικνύουν δρόμους για μια τέτοια σύλληψη της κοινωνίας. Ένα τέτοιο εγχείρημα όμως προϋποθέτει την κριτική και την υπέρβαση του μεταμοντερνισμού, δηλαδή την επανασυγκόλληση των θραυσμάτων. Προσωπικά θεωρώ ότι αυτό το εγχείρημα ταυτίζεται αναγκαστικά με την προσπάθεια υπέρβασης του σύγχρονου καπιταλισμού. Με τον ίδιο τρόπο που οι κομμουνιστές κατά την προηγούμενη εποχή αγωνίζονταν για την υπέρβαση του μοντέρνου κόσμου, με το ίδιο τρόπο οι κομμουνιστές σήμερα οφείλουν να αγωνίζονται για την υπέρβαση του «μεταμοντέρνου» κόσμου. Αυτό όμως προϋποθέτει αναγνώριση και ανάλυση του υπάρχοντος.

 
Ελπίζω η συζήτηση μέσα στη λίστα να συνεχίσει να γίνεται με καλύτερους όρους. Ο Σπυρίδης θα μπορούσε, εάν ξεπεράσει τα κόμπλεξ του, να βοηθήσει ουσιαστικά σε αυτό.

 

 

 

 
Κώστας Παλούκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: