Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

«Εδώ είναι Κρήτη…»



 
Κώστας Παλούκης,
Κείμενο δημοσιευμένο στη λίστα του ΟΜΙΚ histomilos, 3 Δεκ 2007

 
Το καλοκαίρι του 1995 επισκέπτομαι για πρώτη φορά την Κρήτη και συγκεκριμένα τα Χανιά. Εκείνο το πρωί και κοντά στο σπίτι που με φιλοξενούσε μόλις είχε γίνει ένας φόνος. Τον Οκτώβριο του 1996, ένα χρόνο μετά και μόνο ένα μήνα φοιτητής στο Ρέθυμνο, γίνεται ένας άλλος φόνος στα 500 μέτρα από το σπίτι μου, σε πολύ κεντρικό σημείο της παραλιακής οδού. Περπατώντας μπορούσε κανείς πατήσει χωρίς να το καταλάβει πάνω στα αίματα… Αυτό όμως το οποίο ήταν σοκαριστικό για έναν Αθηναίο και μάλιστα πρωτοετή φοιτητή σε ένα ξένο τόπο αποτελούσε ένα κομμάτι της καθημερινότητας για τους κατοίκους της πόλης, αλλά και για τους φοιτητές των μεγαλύτερων ετών. Και πράγματι όταν ένα χρόνο μετά ένας νέος φόνος λαμβάνει χώρα σε γνωστό μπαρ της πόλης θα είναι ένα απλό νέο, ακόμα και αν όλοι γνωρίζουν ότι θα μπορούσαν να βρίσκονται εκείνη τη στιγμή μέσα στο συγκεκριμένο μαγάζι ή στο διπλανό. Διότι ο καθένας μπορεί να ακούσει στην καθημερινότητά του συζητήσεις για αγορά σφαιρών και όπλων σε μια απλή βόλτα στα πιο κεντρικά σημεία της πόλη× γιατί στον καθένα θα μπορούσε να συμβεί να τον σταματήσει μια μαύρη Μερσεντές και να τον απειλήσουν με όπλα κάποιοι μεθυσμένοι μαυροπουκαμισάδες× γιατί ο καθένας μπορεί να δει το όπλο που διαγράφεται πίσω από το πουκάμισο ενός μεγαλοΔΑΠίτη μέσα στο Πανεπιστήμιο ή για πλάκα να προτάξει όπλο στον κρόταφο× γιατί ο καθένας θα μπορούσε να έχει έναν οπλοφόρο σπιτονοικοκύρη× γιατί στον καθένα θα μπορούσε να συμβεί να μένει σε μια πολυκατοικία και ο παππούς της οικογένειας του πάνω ορόφου να είναι εκείνος που είχε εκτελέσει εν ψυχρώ στο δικαστήριο το δολοφόνο του γιού του… Γιατί κάθε φορά όταν τα τεράστια αγροτικά με τα μαύρα φιμέ τζάμια και τους μαυροντυμένους μουσάτους με χρυσές αλυσίδες οδηγούς εισέρχονται μέσα στην πόλη αισθάνεσαι ότι παρακολουθείς μια ταινία Ουέστερν με μουσική υπόκρουση το «Μπήκαν στην πόλη η Οχθροί» (με την αυθεντική φωνή βέβαια του Ξυλούρη). Αυτός είναι ο Ελληνικός Μακρινός Άγριος Νότος. Στο τέλος μάλιστα, ο ξενόφερτος φοιτητής μπορεί να υιοθετήσει την οπτική και τους κώδικες του τόπου που τον φιλοξενεί και να αισθάνεται εξίσου με τους Κρητικούς την περηφάνεια και την τιμή της Κρήτης.

 
αι ελληνικό. Πάνω σε αυτήν την αφήγηση συγκροτείται μια πολύ βαθειά Κρητική συνείδηση που δένει σε ένα πολύ ισχυρό φαντασιακό συνανήκειν: τόπο, χώρο, μνήμη, ιστορία, άτομο και συλλογικότητες, πολιτικές και ταξικές στρατηγικές. Διαμορφώνει έναν ενιαίο κοινά αποδεκτό γλωσσικό, εννοιολογικό, πολιτισμικό, ηθικό και θυμικό κώδικα ο οποίος ανάλογα με την περιοχή της Κρήτης, τα στρώματα ή τις τάξεις, τα κόμματα ή τα συμφέροντα που τον αναπαράγουν ανασημασιοδοτείται ως προς το νόημά του. Δηλαδή η πολιτική ή οικονομική χρήση αυτού του «τοπικισμού» μπορεί άνετα να προσαρμόζεται σε μια αριστερή ρητορεία, σε μια αναρχική, σε μια δεξιά φασιστική, εθνικιστική, αντικαπιταλιστική ή φιλοαναπτυξιακή. Και όλες αυτές οι χρήσεις μπορούν την ίδια στιγμή να συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο ή στην ίδια κοινότητα ή συλλογικότητα και ανάλογα με τη συγκυρία να χρωματίζονται περισσότερο. Δηλαδή κάτω από έναν «αριθμητή» που μπορεί ανάλογα με τις δεδομένες συνθήκες να παίρνει διαφορετικές πολιτικές απολήξεις, βρίσκεται ένας ισχυρός πολιτισμικός, φαντασιακός «παρανομαστής» που αρχίζει και τελειώνει στη φράση «Εδώ είναι Κρήτη». Αυτή η ιδιαίτερη αντιστασιακή συνείδηση νομιμοποιεί και αναδεικνύει ως αναπόσπαστο στοιχείο της κρητικής ιδιοσυγκρασίας τη διευρυμένη οπλοκατοχή.
Ελάχιστη γνώση της ελληνικής περιφέρειας κάνει στον καθένα αντιληπτό πως η Κρήτη είναι μια από τις λίγες περιφέρειες του ελληνικού κράτους η οποία προβάλλει τόσο επίμονα και περήφανα τη μουσική, τη γλώσσα, τον πολιτισμό και την ταυτότητα. Αντίθετα για παράδειγμα οι Αιτωλοακαρνάνες, και ιδιαίτερα οι νέοι, υποτιμούν και ντρέπονται για την ντοπιολαλιά τους, το μουσικό πολιτισμό τους και τον περιβάλλοντα αγροτικό ή και αστικό χώρο. Το εντυπωσιακό αυτής της «τοικιστικής» επιμονής των Κρητών είναι ότι καταλήγει σε μια ρητορεία περί απόσχισης, καθώς ολοένα ισχυροποιείται ένας λόγος περί αυτονομίας. Όχι τυχαία την προηγούμενη δεκαετία ανακαλύφθηκε και ενσωματώθηκε στην ιστορική αφήγηση η Κρητική Πολιτεία, η περίοδος δηλαδή που η Κρήτη ήταν αυτόνομη. Μάλιστα, πρόσφατα κυκλοφορεί μια φήμη που υποστηρίζει ότι το 20013, 100 χρόνια μετά την ενσωμάτωση του νησιού στο ελληνικό κράτος, πρέπει με βάση κάποια υποτιθέμενη συνθήκη να γίνει δημοψήφισμα. Μικρότερης εμβέλειας, αλλά ανάλογος σε ισχύ, τοπικισμός είναι ο Ικαριώτικος. Με έντονη σύνδεση με την αριστερά σε αντίθεση με τον Κρητικό τοπικισμό, ο Ικαριώτικος μόλις πρόσφατα φαίνεται ότι ανακάλυψε και ένα προ-αριστεράς παρελθόν αυτονομίας.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η κρητική αφήγηση, όπως και εμφανέστερα η πιο ΕΑΜικά χρωματισμένη Ικαριώτικη, είναι μια τοπική εκδοχή του αντιστασιακού ελληνικού έθνους του Σβορώνου. Αλλά αυτή η ιστορική αφήγηση δεν «επεξεργάσθηκε» από κανέναν διανοούμενο, πρόκειται για μια συνειδητή αίσθηση και πίστη υπαρκτή στον κάθε Κρητικό, γιατί έτσι ακριβώς βιώνει τον εαυτό του και την κοινότητά του στον παρόν του. Και η συνείδηση του παρόντος προβάλλεται και φυσικά στο παρελθόν με όπλο την ιστορία.
Η αφήγηση αυτή έχει μια ιστορική αφετηρία: την «Βενετοκρατία». Η αρχή της ορίζεται στις συγκρούσεις των ορεινών πληθυσμών με τους φεουδάρχες και τους Ρέκτορες του Αγίου Τίτο, ενώ πολιτισμικά ορίζεται από λογοτεχνικά έργα ακριβώς εκείνης της περιόδου. Βέβαια, αποσιωπάται ότι τα έργα του Κορνάρου και των άλλων μεγάλων της Κρητικής Αναγέννησης δε δήλωναν κανένα πατριωτισμό, αλλά αντίθετα προέρχονταν και αφορούσαν ένα κοινό βενετοκρητικό πολιτισμό ταυτισμένο με την Βενετία και τη Δύση, που είχε ως αντίπαλο την Οθωμανική απειλή. Δηλαδή ο πολιτικός χαρακτήρας των έργων αυτών πάνω στα οποία χτίζεται η κρητική λογοτεχνική παράδοση και ως εκ τούτου συνείδηση δε χωράει στο αντιστασιακό σχήμα, ούτε σε οποιαδήποτε άλλη ελληνοκεντρική αντίληψη της ιστορίας. Εκείνοι που στα όροι συγκρούονταν με τους Βενετούς βρίσκονταν εκτός αυτής της αστικής πολιτισμικής κουλτούρας. Επίσης, αποσιωπούνται οι κοινωνικοί και πολιτικοί όροι αυτής της σύγκρουσης (π.χ. παραδοσιακή αντίθεση αγροτοποιμενικών ορεινών-αγροτικών πεδινών πληθυσμών, φορολογία κλπ). Τέλος, αυτό το οποίο αποσιωπάται είναι ότι αυτοί οι αντιστασιακοί δέχτηκαν με ενθουσιασμό τους Οθωμανούς ως απελευθερωτές και ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του Κρητικού πληθυσμού, κυρίως του πεδινού, εξισλαμίστηκε μαζικά και συνειδητά καταδεικνύοντας την ανυπαρξία κάποιας ισχυρής πρωτοεθνικής συνείδησης έξω από τα αστικά κέντρα. Μάλιστα, η Κρήτη μαζί με τους Αλβανούς και του Βόσνιους αποτελεί στα Βαλκάνια μια μοναδική περίπτωση μαζικής προσχώρησης στο Ισλάμ. Και φυσικά αυτή η ιστορική αλήθεια δε συνάδει καθόλου με την σύγχρονη εικόνα της αντιστασιακής Κρήτης. Κανείς, από όλους εκείνους τους εθνικιστές της εξ «αίματος» καταγωγής ή της γλωωσικής καταγωγης, ποτέ δε θυμήθηκε ότι οι Τουρκοκρητικοί ήταν ελληνόφωνοι πρώην χριστιανοί ορθόδοξοι.
Η αφετηρία αυτής της σύγχρονης Κρητικής συνείδησης δε βρίσκεται ούτε στα χρόνια των Κρητικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα και ούτε φυσικά στην εποχή της Κρητικής Πολιτείας στις απαρχές του 20ου. Αυτές οι εξεγέρσεις είχαν πολύ έντονα το στοιχείο της σύγκρουσης με το ντόπιο μουσουλμανικό στοιχείο κάνοντάς τις να είναι πολύ διαφορετικές από άλλες εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις. Σε αυτή τη βάση το κυρίαρχο αίτημα δεν ήταν η αυτονομία ή η ιδιαίτερη συνείδηση της Κρήτης, γιατί ακριβώς μια τέτοια συνείδηση χωρούσε και τους μουσουλμάνους. Αντίθετα, το κυρίαρχο στοιχείο ήταν η ελληνική χριστιανική συνείδηση. Όποιος μιλούσε για αυτονομία ισούταν με προδότης και θεωρούταν όργανο των Βρετανών. Στην ίδια κατεύθυνση και πάνω στην ίδια αντίθεση, η Κρητική Πολιτεία δεν τόνωσε ποτέ ιδιαίτερα μια ξεχωριστή Κρητική ταυτότητα. Αλλά πάντοτε τόνιζε τον εθνικό διαχωρισμό σε βάρος των ελληνόφωνων Κρητών μουσουλμάνων και επιδίωκε την ένωση με την Ελλάδα. Ακόμα και εάν σε αυτήν την περίοδο υπάρχει μια αίσθηση περί επαναστατικού χαρακτήρα των Κρητικών, αυτό δεν αντιμετωπίζεται ως κάτι που ξεχωρίζει, αλλά που ενώνει. Βέβαια, η ένωση με την Ελλάδα το 1913 δε γίνεται με όρους κατάκτησης από τη μεριά της Αθήνας, ίσως μάλιστα το αντίθετο. Η Κρήτη με τους πολιτικούς της, και συγκεκριμένα τον Βενιζέλο, τα οικονομικά τζάκια, τις πολιτικές πλάτες και τον αστικό δημοκρατικό πολιτισμό της κατακτά την Ελλάδα 3 χρόνια πριν την επίσημη ένταξή της επιφέροντας μια νέα αστικοδημοκρατική αλλαγή.
Η τομή κατά την άποψή μου βρίσκεται στη δεκαετία του 1940. Η Μάχη της Κρήτης, η ηρωική αντίσταση, η απουσία εμφυλίου πολέμου, η μεταπολεμική θέση της Κρήτης συνολικά στο στρατόπεδο των νικητών, αλλά και το γενικευμένο πολιτικοπολιτισμικό μεταπολεμικό περιβάλλον διαμορφώνουν τη σύγχρονη ταυτότητα της Κρήτης.
Καταρχήν, η οπλοχρησία και η αδυναμία του ελληνικού κράτους να επιβάλλει με συναίνεση το μονοπώλιό του στη βία, όπως αρμόζει σε κάθε αξιοπρεπές αστικό κράτος, αποτελεί ένα ζήτημα που ταλανίζει την ελληνική πολιτεία από την ίδρυσή της μέχρι και το μεσοπόλεμο. Μάλιστα, με την αστικοποίηση η οπλοχρησία διαχέεται από τους ορεινούς βλαχοποιμενικούς πληθυσμούς αρχικά στα αστικά, στη συνέχεια στα μικροαστικά και τέλος στα εργατικά στρώματα των πόλεων. Την περίοδο του μεσοπολέμου εργάτες χρησιμοποιούν όπλα εναντίον της αστυνομίας είτε σε απεργιακές συγκρούσεις είτε σε συγκρούσεις της αστυνομίας με ανθρώπους του ρεμπέτικου περιθωρίου είτε τέλος χρησιμοποιούν όπλα για τις μεταξύ τους συγκρούσεις. Την ίδια περίοδο παραδοσιακούς κλέφτες με ιδιαίτερες πολιτικές πατρωνείες μπορούσε να συναντήσει κανείς σε όλη την ύπαιθρο. Δηλαδή η οπλοχρησία αφορούσε το σύνολο της κοινωνίας και σε καμία περίπτωση δεν αφορούσε μόνο την Κρητική ιδιοσυγκρασία. Η δικτατορία του Μεταξά είναι η κυβέρνηση που θα καταφέρει να μονοπωλήσει τη βία και να αφοπλίσει τα λαϊκά στρώματα. Στην Κρήτη μάλιστα γίνεται αρκετά λόγος για αυτόν τον προπολεμικό αφοπλισμό, διότι κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης ήταν πολύ λίγοι εκείνοι που κατείχαν όπλα. Για αυτό οι επιθέσεις εναντίον των Γερμανών γίνονταν με μαχαίρια και οι μάχες σώμα με σώμα. Η έλλειψη όπλων καταγράφεται μεταπολεμικά στο συλλογικό συνειδησιακό των Κρητών ως αιτία για την ήττα και βιώνεται με όρους συλλογικού τραύματος.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όπως και παντού στην Ελλάδα, έτσι και στην Κρήτη συγκροτούνται αντιστασιακές ομάδες. Αλλά μόνο στα Χανιά επικρατεί το ΕΑΜ. Στους υπόλοιπους νομούς κυριαρχούν «εθνικές αντιστασιακές ομάδες» υπό την άμεση καθοδήγηση και εξοπλισμό των Βρετανών. Αυτή η διαφορά θα καθορίσει πολλά. Με την απελευθέρωση αυτά τα ένοπλα αντιστασιακά σώματα δεν αφοπλίζονται, αλλά και την ίδια στιγμή δε λαμβάνει χώρα εμφύλιος πόλεμος. Ως εκ τούτου, δεν συνέβη αυτό που έγινε στην υπόλοιπη επικράτεια, δηλαδή επέμβαση του Εθνικού Στρατού, μαζική εξόντωση των δυνάμεων της αντίστασης και απονομιμοποίηση του αντιστασιακού αγώνα. Ενδεικτικό αυτού είναι ότι οι τελευταίοι ΕΛΑΣίτες που παρέδωσαν στο κράτος τα όπλα τους ήταν τρεις Χανιώτες. Και αυτό μόλις το 1974. Δηλαδή ποτέ δε χρειάστηκε να πραγματοποιηθεί μια επιχείρηση εκκαθαρισμού, όπως στην Πελοπόννησο. Ουσιαστικά, το μεταπολεμικό ελληνικό αθηναϊκό κράτος ποτέ δε θα καταλάβει και δε θα ενσωματώσει την Κρήτη με τον ίδιο τρόπο που κατέλαβε και ενσωμάτωσε την υπόλοιπη χώρα. Κατά ένα τρόπο, θα λέγαμε, ότι η κυβέρνηση της Αθήνας «συμμαχεί» με τους Κρητικούς. Αυτή η σχέση προσδίδει έναν αναβαθμισμένο πολιτικό ρόλο στη σχέση του νησιού ως περιφέρεια με την Αθηναϊκή εξουσία και την ίδια στιγμή επιτρέπει έναν μεγαλύτερο βαθμό πολιτικής ελευθερίας.
Η Μάχη της Κρήτης και αργότερα τα μποϋκοτάζ εναντίον των Γερμανών καταλαμβάνουν κεντρικό ρόλο στην οικοδόμηση της αντιστασιακής συνείδησης των κατοίκων του νησιού. Βέβαια, δεν ήταν μόνο οι Κρητικοί που αντιστάθηκαν ή μάλλον άλλες περιοχές της Ελλάδας πέτυχαν εξίσου σημαντικές ή και σημαντικότερες νίκες έναντι των κατακτητών. Η ουσιαστική διαφορά είναι ότι αυτές τις νίκες στην υπόλοιπη Ελλάδα τις καθοδηγούσαν οι αριστεροί, ενώ στην Κρήτη «φιλελεύθεροι δημοκράτες πατριώτες». Η Μάχη και η αντίσταση του κρητικού λαού ενσωματώνεται στην μεταπολεμική ρητορεία του δεξιού κράτους με έναν προνομιακό και χρήσιμο τρόπο ως θετικό εθνικό ισοδύναμο απέναντι στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Αυτή η σχέση θα προσδώσει στον Κρητικό λόγο έναν αντικομμουνιστικό χρώμα, που στις ημέρες μας διατηρείται ακόμα και μάλιστα με ανεκδοτολογικό τρόπο.
Η Κρήτη (όταν μιλάμε για την Κρήτη εδώ δεν αναφερόμαστε μόνο στην άρχουσα τάξη της Κρήτης, αλλά και στα λαϊκά στρώματα) ενσωματώνεται με ενισχυμένη θέση στο παρόν και στο παρελθόν αυτής της χώρας, κανείς δεν τολμά να μιλήσει για αφοπλισμό, αντίθετα γίνεται το χαϊδεμένο παιδί της εκάστοτε κυβέρνησης των Αθηνών. Για άλλη μια φορά η Κρήτη ενώνεται με ισότιμο τρόπο με τον κεντρικό εθνικό κορμό. Την ίδια ο αντιστασιακός ριζοσπαστισμός, όχι μόνο δε θα καταπνιχθεί, αλλά θα ενισχύεται και θα μυθοποιείται. Γίνεται εν τέλει η πεμπτουσία του ελληνικού εθνικισμού, αφού εκεί αποδεικνύεται μια μη κομμουνιστική συμμαχία λαού και αρχόντων εναντίον του εχθρού. Έτσι, στα πλαίσια της ενιαίας εθνικής συνείδησης, η Κρητική συνείδηση καταλαμβάνει και διατηρεί με συνέπεια να εκφράσσει το αστικό δημοκρατικό ριζοσπαστικό κέντρο. Ο Βενιζέλος, αυτός που πρώτος προσέδωσε στην Κρήτη κεντρική θέση στον ελληνικό σχηματισμό, μυθοποιείται εκφράζοντας ιδεολογικά τον διάχυτο αστικοδημοκρατικό ριζοσπαστισμό και φυσικά την κεντρική θέση του νησιού. Το πρόσωπό του φτάνει να γίνεται αντικείμενο λατρείας, με επίκεντρο τον τάφο του, που διαχέεται σε όλη την Κρήτη. Ακόμα και στο Ρέθυμνο, που προπολεμικά ήταν το κέντρο του Λαϊκού Κόμματος και στα χωριά μπορεί κανείς να ανακαλύψει και τώρα φιλοβασιλικές γιαγιάδες, η εικόνα του Βενιζέλου αναρτάται παντού.
Η κεντρική θέση του νησιού στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό θα διαφανεί από πολύ νωρίς με τα αναπτυξιακα προγράμματα της πρώτης οχταετίας Καραμανλή, με τα μεγάλα έργα επί Χούντας και φυσικά με τις προνομιακές επιχορηγήσεις από όλες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Αν κάποιος συγκρίνει φωτογραφίες των τρίων μεγάλων πόλεων του νησιού πριν το 1989 και μετά θα εντυπωσιαστεί με την αλλαγή στο τοπίο.
Όλο το μεσοπόλεμο και την δεκαετία του 1940 υπήρχε μια τάση μετατόπισης από την απολίτικη ατομική διαπράγματευση στην συλλογική δράση βασισμένη σε πολιτικές αρχές και έντονα ταξικές αναφορές. Μεταπολεμικά η πορεία αυτή εκμοντερνισμού αναστρέφεται και το πολιτικό σύστημα επαναφέρει τις λεγόμενες «πελατειακές σχέσεις» ως μηχανισμό ενσωμάτωσης και αναίρεσης των ταξικών αντιπαραθέσεων. Ο «απολίτικος» μηχανισμός αυτός έχει πλέον όμως συνολικά πολιτικό πρόσωπο ως σύστημα διαχείρισης, είναι ο εθνικόφρων αστικός, και συγκροτείται σε αντιπαράθεση με τον πολιτικό, που είναι ο «κομμουνιστικός». Η «οπισθοδρόμηση» αυτή ακολουθείται από μια ένταση του λόγου περί «παράδοσης» που συνοδεύει το λόγο περί ελληνικότητας και γενικότερα τον εθνικισμό. Οι έννοιες ηθική και τιμή επανέρχονται δριμύτατες και καθορίζουν αποφασιστικά την κοινωνική δράση και συμπεριφορά ως παραδοασιακά ελληνικές. Αυτή η στάση αποτυπώνεται πολύ έντονα στον ελληνικό κινηματογράφο κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, όπου η κοινωνία δείχνει και είναι αποκλειστικά μπλεγμένη σε ζητήματα τιμής. Αυτή η ηθικοποίηση θα λάβει με τη δικτατορία την απόλυτη κορύφωσή της, καθώς τα εγκλήματα τιμής θα αποτελούν το μοναδικό θέμα στον τύπο.
Η ανασυγκρότηση των πελατειακών δικτύων και η ηθικοποίηση επηρεάζουν και την Κρήτη, ιδιαίτερα τις ποιμενικές κοινότητες, όπου ποτέ αυτά τα φαινόμενα δεν εξέλειψαν. Η εκτεταμένη οπλοχρησία θα επαναφέρει τις βεντέτες, τις απαγωγές, τις ζωοκλοπές και θα δώσει στη χρήση όπλων μια λειτουργική χρήση και μια νομιμοποίηση. Σε αυτό το πλαίσιο θα διαμορφωθούν ο λόγος και η συνείδηση περί παραδοσιακότητας ως ένα πολιτισμικό στοιχείο που ενυπάρχει παράλληλα με το μοντερνισμό. Τότε στον τύπο και στον κινηματογράφο εφανίζεται η μορφή του παραδοσιακού βίαιου Κρητικού. Αυτή η μορφή έχει θετικό πρόσημο και συνδέεται με τον αντρισμό, έστω και κατά τη δεκαετία του 1960 αρχίζει να κωμικοποιείται.
Παράλληλα, η παραγωγική ανάπτυξη της Κρήτης και της κρητικής αστικής τάξης με όρους αυτονομίας θα εντείνει τον «κρητισμό», τον λόγο δηλαδή περί Κρήτης. Κρητικά προϊόντα μαζί με την ιδιαιτερότητα του Κρητικού πολιτισμού διαμορφώνουν μια περιφερειακή υποεθνική-υποεθνικιστική ιδεολογία. Η ιδεολογία περί Κρήτης θα εντείνεται ακόμη περισσότερο όσο η ίδια η Κρήτη ως τόπος θα μετατρέπεται η ίδια από τον τουρισμό σε προϊόν. Ταυτόχρονα, η ταυτότητα του Κρητικού αποκρύβει κάθε άλλη συνείδηση με ταξικό πρόσημο δημιουργώντας ισχυρή διαταξική φαντασιακή συναίσθηση του συνανήκειν, υποταγμένη καθαρά στη λογική της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Εξάλλου, το ίδιο το πελατειακό σύστημα λειτουργώντας σχεδόν παντού αναιρεί και περιορίζει τις κεντρόφυγες πολιτικές δυνάμεις υποτάσσοντας το νησί ενιαία σε ένα πολιτικό κόμμα με πρωτοφανή σε ποιότητα και ποσότητα τρόπο.
Η μεταπολίτευση θα επιφέρει μια νέα εκκοσμίκευση, έναν ορθολογισμό στην πολιτική, μια νέα πολιτικοποίηση, που οι αρχές τους διαφαίνονται στη δεκαετία του 1960, αλλά είχαν διακοπεί με τη δικτατορία. Ο δημοκρατικός ριζοσπαστισμός του ΠΑΣΟΚ θα συνατήσει τον δημοκρατικός βενιζελογενή ριζοσπαστισμό της Κρήτης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Κρήτη, εκτός από τα Χανιά, το ΠΑΣΟΚ δεν έχει εαμικές αναφορές. Μάλιστα, περισσότερο από πουθενά αλλού τμήματα που στήριζαν τη χούντα πέρασαν απευθείας στο ΠΑΣΟΚ, όταν αυτό έγινε εξουσία. Όλα αυτά τα στοιχεία συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν την κυρίαρχη ιδεολογία της Κρήτης μέχρι τη δεκαετία του 1990.
Η κρίση στον αγροτικό κόσμο που χαρακτηρίζει την ελληνική επαρχία θα αντιμετωπιστεί στην Κρήτη με δύο τρόπους. Ο ένας είναι η ανάπτυξη μέσω οικονομικών πακέτων, ίδρυσης πανεπιστημίων και υποστήριξης του τουρισμού, δηλαδή μέσω της προνομιακής σχέσης που διατηρεί με το κράτος. Μια μορφή καπιταλιστικοποίησης που βασίζεται καθαρά στην παροχή υπηρεσιών του τριτογενή τομέα κυριαρχεί και διευρύνει στον αστικό χώρο. Την ίδια στιγμή στον αγροτικό χώρο, η δυνατότητα πολιτικής αυτονομίας, η παράδοση στη βία και την οπλοχρησία επιτρέπει την ανάπτυξη της παραοικονομίας ως παράλληλης οικονομίας, σχεδόν με ισότιμο τρόπο. Οι δύο αυτοί χώροι, αγροτικός και αστικός, σε περιοχές όπως η πόλη του Ρεθύμνου συμπληρώνονται και καταφέρνουν να συνυπάρχουν. Η είσοδος των φοιτητών και των μεταναστών δημιουργεί μια καθαρά σχέση εκμεταλλευτική των Κρητών με αυτά τα στρώματα που επενδύεται ιδεολογικά πίσω από την αντιδραστικοποίηση του κρητικού ριζοσπαστισμού, τη μετατροπή σου σε καθαρό μικροαστικό αντιδραστικό εθνικισμό. Συνεχείς είναι οι φονικές επιθέσεις εναντίον μεταναστών, με κορυφαία αυτή του 2005. Αλλά και συνεχείς οι ανοιχτές προσβολές απέναντι στους φοιτητές και την ανάπτυξη ενός εχθρικού αντιδραστκού αντιφοιτητικού λόγου, που θα κορυφωθεί με το Φοιτητικό Στέκι, κατάληψη φοιτητών στο κέντρο της πόλης την περίοδο 1998-9. Δεν είναι τυχαίο ότι στο Ρέθυμνο οι μετανάστες με τους φοιτητές επικοινωνούσαν πολύ ενεργά τουλάχιστον για δέκα χρόνια μέσα από το Στέκι Μεταναστών και το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ.
Τα Ζωνιανά δεν είναι μια εξαίρεση, αλλά η κορυφή του παγόβουνου. Είναι οργανικό προϊόν του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και όχι η εξαίρεσή του. Η ποιοτική και ποσοτική διεύρυνση της αγοράς, η τριτογενοποίηση της οικονομίας μετατρέπουν τα ήθη και τον πολιτισμό από απλο εποικοδόμημα σε όργανο της οικονομικής δραστηριότητας με έναν πολλαπλό τρόπο. Η παραδοσιακότητα από αμυντικό πρόσχωμα μετατρέπεται σε επιθετικό προπύργιο. Η βαρβαρότητα της αγοράς συνδέεται με την βαρβαρότητα της ένοπλης και σωματικής βίας και γίνεται γενικευμένο πολιτισμικό πρότυπο για τον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Πολλές εμπορικές συμφωνίες υπογράφονται υπό το φόβο των όπλων (φήμες υποστηρίζουν ότι σε καποιες περιπτώσεις συνέβη ακόμα και με το Πανεπιστήμιο), άνθρωποι που εργάζονται σε επιχειρήσεις απειλούνται σε περίπτωση που εργαστούν σε αντίπαλη φίρμα, ο εργοδοτικός αυταρχισμός αποκτά πολύ σαφές πρόσωπο, ιδιαίτερα όσον αφορά τους μετανάστες. Πολλές είναι οι φήμες, που οι ίδιοι οι Κρητικοί αναπαράγουν με θετικό τρόπο για μετανάστες που απλώς κάπου «χάθηκαν».
Η απάντηση που επιχειρεί να δώσει το κράτος σε αυτό το πρόβλημα, πέρα από την υποκριτική ανακάλυψη του αβγού του Κολόμβου που το ίδιο οργανικά εξέθρεψε, γίνεται με τη διεύρυνση του «αυταρχικού κράτους». Αυτή η απάντηση όχι μόνο δε θα εξαλείψει το «πρόβλημα», αλλά ταυτόχρονα θα στραφεί εναντίον των όποιων ταξικών δυνάμεων αντίστασης και αντεπίθεσης. Η συσσωρευμένη αστυνομία, το δεφθαρμένο δικαστικό κράτος σχεδόν πάντοτε χρησίμευε για την καταστολή του φοιτητικού και του αριστερού κινήματος (βλ. Φοιτητικό Στέκι στο Ρέθυμνο, κίνημα για τα ΠΣΕ στα Χανιά), για την καταπίεση των μεταναστών.
Η απάντηση σε αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τη συγκρότηση ενός νέου αριστερού και ανεξάρτητου συνολικά αντιπαρατεθέμενο με τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό αγροτικού, εργατικού και φοιτητικού κινήματος. Ο διάχυτος ριζοσπαστισμός να αποκρυσταλλωθεί σε αντικαπιταλιστικό.

 
Κομμάτι αυτού του άρθρου θα δημοσιευτεί στην κυριακάτικη εφημερίδα ΠΡΙΝ
Κώστας Παλούκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: