Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Επικινδύνως ακατάλληλο,


Επικινδύνως ακατάλληλο,
Κώστας Παλούκης
Είναι ευχάριστο και τιμητικό για εμάς εδώ στο Κίνημα στην Πόλη να παρουσιάζουμε τα κείμενα, και ιδίως τα λογοτεχνικά, των συντρόφων και των φίλων μας. Αυτό αποδεικνύει ότι εμείς οι αριστεροί ξέρουμε να χρησιμοποιούμε εκτός από την ξύλινη πολιτική φρασεολογία και μια άλλου είδους γλώσσα. Πολύ πρόσφατα λοιπόν κυκλοφόρησε το πρώτο μυθιστόρημα της Μαίρης Ευαγγελοπούλου με τίτλο Επικινδύνως ακατάλληλο από τις εκδόσεις Άγκυρα. Η Μαίρη Ευαγγελοπούλου στρατευμένη από τα γεννοφάσκια της στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες υπήρξε για χρόνια μέλος του ΚΚΕ και συντάκτρια-δημοσιογράφος της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Αποχώρησε από το Κομμουνιστικό Κόμμα μαζί με τον σύντροφό της Μήτσο Κωστόπουλο και μια σειρά άλλα σημαίνοντα στελέχη, όπως ο Γιάννης Θεωνάς. Αμέσως μετά πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Κίνησης για την Ενότητα Δράσης της Αριστεράς (ΚΕΔΑ), η οποία συμμάχησε με το ΣΥΡΙΖΑ.  Αργότερα διαφώνησε και αποχώρησε από την ΚΕΔΑ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν από τους αγωνιστές που πρωταγωνίστησαν στην ίδρυση της δημοτικής κίνησης Κίνημα στην Πόλη του Ζωγράφου.

Όσοι την έχουν γνωρίσει από κοντά και συνεργαστεί μαζί της, συμφωνούν ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερα δυναμική και συγκροτημένη αγωνίστρια, σφυρηλατημένη μέσα στις σκληρές προσωπικές, οικογενειακές και πολιτικές συνθήκες της στράτευσης και του αγώνα. Αποτελεί λοιπόν κάτι παραπάνω από ευχάριστη έκπληξη η αποκάλυψη της άλλης εκείνης ευαίσθητης πλευράς του αγωνιστή που δε φοβάται να μοιραστεί δημόσια τα συναισθήματα και τις απόψεις που γεννούν οι προβληματισμοί, οι αναστοχασμοί, αλλά κυρίως τα τραύματα της στράτευσης. Γιατί παρά τον κατακλυσμό «μυθιστορημάτων» που χαρακτηρίζει την εποχή μας, η δημοσίευση ενός μυθιστορήματος παραμένει ακόμα μια προσωπική δημόσια έκθεση που όπως σε όλες τις δημόσιες εκθέσεις χρειάζεται μια ιδιαίτερη τόλμη, σχεδόν θράσος. Ακόμη κι αν είναι κάποιος συνηθισμένος στην δημοσιογραφική και πολιτική γραφή, τα πράγματα αλλάζουν αρκετά για το έντεχνο κείμενο και ιδιαίτερα για το μυθιστόρημα που σε κάθε περίπτωση έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις. Γιατί στην λογοτεχνία και την ποίηση ο συγγραφέας οφείλει να ισορροπήσει ανάμεσα στο θυμικό και το λογικό, στην πλοκή, το περιεχόμενο, την δομή, την γλωσσική έκφραση, πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτό που η ίδια θέλει να πει και το κοινό διατίθεται να προσλάβει. Στο Επικινδύνως Ακατάλληλον, η Μαίρη Ευαγγελοπούλου πραγματικά καταφέρνει να ισορροπήσει σε όλα αυτά με εξαιρετικά μεγάλη επιτυχία.
Το βιβλίο θα πρέπει να το κατατάξουμε γενικά σε εκείνο το σύγχρονο ρεύμα μυθιστορίας που το αυτοβιογραφικό στοιχείο κυριαρχεί και η οπτική της αφήγησης εστιάζει κυρίως στις σκέψεις και τα συναισθήματα του κεντρικού ήρωα-αφηγητή-συγγραφέα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα προσωπικά αυτά συναισθήματα αφορούν ερωτικές, συγγενικές ή φιλικές σχέσεις, ενώ η πλοκή οργανώνεται με βάση τα όνειρα, τις ελπίδες, αλλά κυρίως τα τραύματα και τις ματαιώσεις που προκύπτουν από αυτές τις σχέσεις. Το περιβάλλον της πλοκής είναι συνήθως ένας τόπος έξω από την καθημερινή κανονικότητα του συγγραφέα-αφηγητή-κεντρικού ήρωα, είναι δηλαδή ένας εξωτερικός τόπος. Παρότι φαίνεται ότι ο κεντρικός ήρωας οδηγείται μόνος του σε αυτόν, στην πράξη ο εξωτερικός τόπος εισβάλλει βίαια στην πεζή καθημερινότητα και ανατρέπει τις δεδομένες ισορροπίες. Το είδος αυτής της μυθιστορίας αυτοβιογραφικής βάσης το οποίο μάλιστα κατακλύζει την σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή υπηρετεί κατά την άποψή μου μια βασική ανάγκη. Ο συυγραφέας προσπαθεί να θεραπεύσει τα τραύματα και τις ματαιώσεις μέσω της διαδικασίας εξωτερίκευσης, δημοσιοποίησης, ίσως ακόμα και της συλλογικοποίησης. Θα έλεγε κανείς ότι ανοίγεται και μοιράζεται με το κοινό το τραύμα με τον ίδιο τρόπο που το μοιράζεται ή θα το μοιραζόταν με τον ψυχολόγο ή με τους φίλους. Υπηρετεί λοιπόν μια διαδικασία της κοινωνίας να διαχειριστεί συλλογικά ένα ατομικό θέμα. Αντίστροφα, ο κάθε αναγνώστης μπορεί να ταυτίσει τις δικές του ματαιώσεις με αυτές του κεντρικού ήρωα.
Η μαζική παραγωγή αυτού του είδους της μυθιστορίας δημιουργεί την αίσθηση ότι υπολείπεται σε ποιότητα και ότι αναπαράγει στερεοτυπικές καταστάσεις. Για αυτό το λόγο απαξιώνεται και αδικείται, κατά την άποψή μου μάλλον άδικα. Η αλήθεια είναι πως υπάρχει μια διαβάθμιση σε όλες αυτές τις κυκλοφορίες και αρκετά βιβλία διακρίνονται, ενώ πολλά δεν καταφέρνουν να συγκινήσουν ή κουράζουν. Χρειάζεται διαφορετικά εργαλεία πάντως για να το κρίνουμε αυτό το λογοτεχνικό ρεύμα. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι ένα είδος λογοτεχνίας εξαιρετικά σημαντικό γιατί ακριβώς είναι αυτοβιογραφικής βάσης. Στην σύγχρονη ιστορική επιστήμη η αυτοβιογραφία και η αφήγηση για τον εαυτό συγκροτεί ένα ολόκληρο νέο είδος ιστοριογραφίας. Όμως βέβαια το αυτοβιογραφικό στοιχείο προσκρούει αναγκαστικά σε ένα όριο δυνητικής αυτοθεραπείας, που κατά την άποψή μου είναι η απουσία πραγματικής συλλογικής δράσης. Δηλαδή η αυτοβιογραφούσα μυθιστορία υποκαθιστά ως διαδικασία αυτοθεραπείας εν μέρει το κενό των διαφόρων άλλων πραγματικών συλλογικοτήτων. Οι «πραγματικές αυτές συλλογικότητες μπορεί να είναι κάθε είδους. Μπορεί να είναι σε διαπροσωπικό επίπεδο οι φιλίες, οι έρωτες, η οικογένεια. Σε μια άλλη περίπτωση και σε ένα άλλο επίπεδο μπορεί να είναι το κόμμα, το σωματείο, το χωριό, δηλαδή μια διευρυμένη κοινότητα. 
Αλλά ας επικεντρωθώ στο βιβλίο. Το Επικινδύνως ακατάλληλο είναι ένα κείμενο που ξεχωρίζει σε κάθε περίπτωση. Πρόκειται για μια πολιτική εκδοχή της αυτοβιογραφικής μυθιστορίας αποκαλύπτοντας ότι η συντροφική σχέση είναι ένα ξεχωριστό είδος σχέσης, η διάρρηξη της οποίας μπορεί να επιφέρει ανάλογα συναισθηματικά τραύματα που επέρχονται με την διάρρηξη ερωτικών ή αμιγώς οικογενειακών σχέσεων. Το νεωτερικό αυτό στοιχείο καθιστά το βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον και, θα πρόσθετε, κανείς πρωτότυπο. Η πολιτική συντροφική σχέση προσεγγίζεται βέβαια στο βιβλιο όχι μέσα από την καθαρά πολιτική πλευρά της, αλλά από την συναισθηματική και διαπροσωπική επαφή.
Η πλοκή καταφέρνει και κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη παρρά την αυτοαναφορική επικέντρωση στην αφηγήτρια-ηρωίδα. Η διαρκής εναλλαγή εικόνων, η συνεχής μεταφορά σε διαφορετικούς αρμούς της αφήγησης που εκτείνονται σε διαφορετικούς χρόνους, τόπους και πρόσωπα, αλλά κυρίως η εναλλαγή παρόντος και παρελθόντος κατορθώνει να μην κουράζει, χωρίς να αποπροσανατολίσει προκαλώντας συγχίσεις. Η αφήγηση συναρθρώνεται από πολλές μικρές ιστορίες που αφορούν άμεσα ή εμμεσα την κεντρική ηρωίδα. Πολλές φορές αυτές οι μικρές ιστορίες έχουν ως ήρωες συγγενικά και φιλικά πρόσωπα ή συντρόφους της ηρωίδας. Ποτέ όμως ο αναγνώστης δεν αισθάνεται αστοχία στην διασύνδεση αυτών των ελλάσσονων ιστοριών, καθώς η κάθε επιμέρους αφήγηση περιστρέφεται αρμονικά γύρω από το κεντρικό θέμα και την ίδια την ηρωίδα προσθέτοντας πλούτο στο κείμενο και ενθσχύοντας τους βασικούς προβληματισμούς της συγρράφεως.
Η κεντρική ηρωίδα είναι η Άννα. Ο χρόνος είναι συγκεκριμένος, το 2001. Στη ζωή της ηρωίδας συμβαίνουν δύο γεγονότα, δύο σεισμοί, που γκρεμίζουν τους κόσμους μέσα στους οποίους ζούσε μέχρι τότε. Ο πρώτος σεισμός είναι μεταφορικός, δηλαδή η επικείμενη διαγραφή της από το ΚΚΕ. Ο δεύτερος σεισμός είναι πραγματικός και προκάλεσε την καταστροφή της οικογενειακής οικίας στο χωριό στο οποίο η ίδια γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Το σπίτι πρέπει σύμφωνα με τις υποδείξεις της πολεδομίας να γκρεμιστεί γιατί χαρακτηρίζεται «Επικινδύνως Ακατάλληλον! Από αυτήν τηνφράση προκύπτει και ο τίτλος του βιβλίου. Η Άννα επισκέπτεται το χωριό και το υπό γκρέμισμα σπίτι. Η επίσκεψη αυτή μετατρέπεται σε ένα είδος επιστροφής στο παρελθόν. Οι δύο σεισμοί είναι δύο πραγματικά ρήγματα στη ζωή της που δημιουργούν δύο πολύ σημαντικά τραύματα. Η ηρωίδα απογοητεύεται από το Κόμμα στο οποίο είχε αφιερώσει όλη σχεδόν τη ζωή της καθώς εξωθείται σε έξοδο. Ταυτόχρονα, είναι αναγκασμένη να γκρεμίσει την οικία στο χωριό να απωλέσει οποιαδήποτε υλική επαφή με το παιδικό και οικογενειακό της παρελθόν.
Τα δύο αυτά τραύματα φέρνουν μνήμες από την ζωή στο χωριό και την ζωή στο κόμμα. Από τις αφηγήσεις όμως προκύπτει ότι η κομματική και η οικογενειακή ζωή δεν ήταν ασύνδετες, αλλά αντίθετα διαπλέκονταν. Η οικογένεια της Άννα ήταν αριστερή και το χωριό μια από τις εκατοντάδες «μικρές μόσχες» της ελληνικής επικράτειας. Συνεπώς, η ρήξη με το κόμμα και ο σεισμός που κατέστρεψε την οικογενειακή εστία είναι τελικά ο ίδιος σεισμός. Η συντροφική σχέση παρουσιάζεται ως ιδιαίτερη και ξεχωριστή σχέση, αλλά πολλές φορές συμφύρεται και ταυτίζεται με άλλες φιλικές, ερωτικές ή οικογενειακές σχέσεις. Πολλές φορές είναι πολύ πιο ισχυρή και πολύ πιο δυνατή από τις υπόλοιπες, για αυτό η απώλειά της δείχνει να αποδιαρθρώνει συνολικά την ζωή ενός αγωνιστή. Με λίγα λόγια ο σεισμός απλώνεται σε όλο το παρελθόν.
Το βιβλίο αποδίδει με εξαιρετικά δωρικό αφηγηματικό τρόπο, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς, τον τρόπο που μεγάλωσε ένα μικρό κορίτσι μέσα σε μια αριστερή οικογένεια στον μετεμφυλιακό κόσμο της ελληνικής επαρχίας. Τα θύματα του εμφυλίου, ο πόνος των γυναικών για τον χαμό τους, η θέση των θυμάτων στη συλλογική μνήμη, η ζωή μέσα στο κράτος της δεξιάς, όπου οι ηττημένοι είναι υποχρεωμένοι να συμβιώνουν με τους νικητές δολοφόνους, οι παππούδες και οι γιαγιάδες με τις δικές τους ιστορίες που ξεφεύγουν πίσω στον μεσοπόλεμο, η μετανάστευση του παππού, οι σύγχρονοι μετανάστες αλβανοί στο χωριό, οι άνθρωποι του χωριού με τις δικές τους ιστορίες, οι αντίπαλοι και άλλες ιστορίες και πρόσωπα συναποτελούν το παζλ που συνθέτει τις μνήμες για το παρελθόν από το χωριό. Επιπλέον, οι αφηγήσεις για το χωριό εμπλουτίζονται με εικόνες από την σύγχρονη κατάσταση σε αυτό γεγονός που μας επιτρέπει μια σύγκριση του παραδοσιακού τρόπου ζωής σε ένα χωριό της επαρχίας και στην σύγχρονη εξέλιξη. Σύντομα, το Πολυτεχνείο, η στράτευση στο Κόμμα, οι κομματικές διαφωνίες και οι διασπάσεις, μια φίλη-συντρόφισσα που έρχεται να επισκεφθεί δένουν το παζλ που αφορά συγκεκριμένα τις κομματικές μνήμες.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον και πρόκληση για σκέψη είναι το τέλος. Η Άννα παρακολουθεί το γκρέμισμα του σπιτιού της. Μέσα στα χαλάσματα νομίζει ότι βλέπει μια βαλίτσα την οποία προηγουμένως αναλογιζόταν. Το περιεχόμενο όμως της βαλίτσας αποτελεί ένα άγνωστο ερώτημα για την ηρωίδα που φαίνεται να την απασχολεί. Όμως σύντομα αποκαλύπτεται ότι αυτή η βαλίτσα μπορεί να μην υπάρχει, αλλά να είναι μια φαντασίωση της ηρωίδας. Αμέσως η βαλίτσα αυτή με οδήγησε συνειρμικά σε ένα παρόμοιο μοτίβο. Στο βιβλίο του Άρη Αλεξάνδρου Το Κιβώτιο οι μαχητές του ΔΣΕ μεταφέρουν με τίμημα την ζωή τους ένα κιβώτιο με εντολή της ηγεσίας. Τελικά, συνειδητοποιούν ότι το Κιβώτιο ήταν άδειο. Στο Επικινδύνως Ακατάλληλον η Άννα γνωρίζει ότι το κιβώτιο δεν είναι άδειο, γνωρίζει ότι κάποτε υπήρχε, αλλά αμφισβητεί ότι το βλέπει, αμφισβητεί ότι τώρα υπάρχει, αλλά και εάν υπάρχει ίσως δεν έχει και μεγάλη σημασία γιατί χάνεται μαζί με το σπίτι για πάντα. Η διαγραφή της από το Κόμμα είχε ήδη φτάσει.Όπως σε κάθε αυτοβιογραφική αφήγηση υπάρχουν και οι σιωπές. Η συγγραφέας επιλέγει με ένα δικό της κριτήριο να φωτίσει κάποιες πλευρές του παρελθόντος και να αποσιωπήσει ή να συσκοτίσει άλλες. Για παράδειγμα, παρά τις αναφορές, ουσιαστικά απουσιάζει ο σύζυγος. Επίσης, απουσιάζουν κριτικές για την στάση του κόμματος σε διάφορες φάσεις της μεταπολιτευτικής πολιτικής ιστορίας. Δεν πρόκειται βέβαια για μια πολιτική αυτοβιογραφία, αλλά για ένα μυθιστόρημα. Πολλές από τις ιστορίες ή πολλά από τα πρόσωπα μπορεί να είναι προσαρμοσμένα ή κάποιες από τις αφηγήσεις επινοήσεις. Πάντως, κυριαρχεί στον αναγνώστη η αίσθηση, παρά την διακήρυξη της συγγραφέως περί μυθιστορήματος, ότι οι ιστορίες είναι πραγματικές και αφορούν την προσωπική της ιστορία. Με το βιβλίο αυτό η Μαίρη Ευαγγελοπούλου δε μοιάζει να θέλει να μοιράσει με το κοινό την πολιτική της ζωή, αλλά κυρίως το τραύμα από την διάρρηξη της σχέσης της με το Κόμμα και τους συντρόφους της. Είναι σε κάθε περίπτωση μια συναισθηματική προσέγγιση και δε θα μπορούσε παρά να έχει τη μορφή μυθιστορήματος. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που δεν επέλεξε μια καθαρή αυτοβιογραφία και για αυτό δεν μπορεί να κριθεί ως τέτοια. Παρουσιάζει βέβαια ρητά και την πολιτική τοποθέτηση. Είναι η αιτία για την οποία αποχώρησε από το ΚΚΕ. Ο λόγος αυτός είναι η ενότητα της αριστεράς.

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Το 1821 χωρίς δάφνες και στεφάνια

Το 1821 χωρίς δάφνες και στεφάνια
του Άγγελου Κ.


Και να λοιπόν που τα αναπάντεχα συμβάντα… συμβαίνουν τελικά πολύ συχνά στις μέρες μας.
Μια εκπομπή του Σκάι έγινε η αιτία να βγουν σε κοινή θέα οι πομπές του ελληνικού εθνικισμού. Ο Σκάι, της ανελέητης νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας, του ασύστολου ψεύδους που θέλει να εμφανιστεί ως «αντικειμενική δημοσιογραφία» τάραξε τα τηλεοπτικά νερά. Θέλοντας να δώσει κύρος σε μια τηλεοπτική σειρά για το 1821 απευθύνθηκε σε ακαδημαϊκούς ιστορικούς. Αλλά το 1821 δεν είναι ένα απλό ιστορικό γεγονός. Αποτελώντας το εναρκτήριο συμβάν της νεοελληνικής εθνογένεσης η κυρίαρχη ιδεολογία το έχει διανθίσει με απίθανου κάλους γελοίες ιστοριούλες. Ένας ακαδημαϊκός αδυνατεί (εκτός και αν επιθυμεί να αυτογελοιοποιηθεί) να υποστηρίξει ηλιθιότητες του είδους «κρυφό σχολειό» ή τη δήθεν κήρυξη της επανάστασης στη μονή Αγίας Λαύρας από τον (διεφθαρμένο) Παλαιών Πατρών Γερμανό Γ΄.
Περισσότερο απ’ όλα ενόχλησε η αναφορά για τη σφαγή Τούρκων και Εβραίων αμάχων στην κατάληψη της Τριπολιτσάς. Έτσι άρχισαν τα όργανα: οι νεοφασίστες του ΛΑΟΣ Γεωργιάδης και Πλεύρης στη Βουλή καλούν τον Υπουργό Πολιτισμού να «επιβάλλει» στην ΕΡΤ ένα …αντιντοκιμαντέρ για να αποκατασταθεί η «αλήθεια» …δηλαδή το ψέμα![1] Ο Τράγκας, έχοντας αποκομίσει από τη σειρά ότι οι Γραικοί δεν πέρναγαν και τόσο κακά επί «Τουρκοκρατίας», ωρυόμενος δηλώνει:
«Γ*** τη μου! Γ*** την προπαγάνδα μου και όσα μάθαινα 60 χρόνια! Γιατί με αφήσατε ρε 60 χρόνια να είμαι στο σκοτάδι; 61 χρονών είμαι, ρε, και δε μου είπε κανείς τίποτα τόσο καιρό; Περνάγαμε καλά με τους Τούρκους ρε!»[2]
Φασισταριά και αυτόκλητοι υπερασπιστές του έθνους εξεμάνησαν για ένα επιπλέον θέμα που προέκυψε: για το αν ο Κολοκοτρώνης ήταν γκέι ή όχι.[3]
Ωστόσο ο «ριζοσπαστισμός» της εκπομπής του Σκάι ήταν τελικά πέτσινος. Η εκπομπή ήτανεξαιρετικά συντηρητική. Από αυτήν έλειπαν εντελώς οι κοινωνικές προϋποθέσεις της επανάστασης του 1821. Στο τέλος αυτό που χαρακτήριζε τη σειρά ήταν ένας έκδηλος φετιχισμός του κράτους και των «προσωπικοτήτων». Από αυτήν την άποψη, η εκπομπή όχι μόνο αγνοεί τον Μαρξ αλλά και την κοινωνιολογία γενικά, επιστρέφοντας σε μια ανάγνωση της Ιστορίας ως δημιούργημα των «μεγάλων ανδρών», των «φωτισμένων μυαλών».
Θα ενέτασσα την τηλεοπτική σειρά του Σκάι σε μια προσπάθεια (πολύ συντηρητικού) εκσυγχρονισμού των εθνικών ιδεολογημάτων για την ελληνική εθνογένεση. Έτσι μαζί με την απόρριψη των γελοιοτήτων περί «κρυφού σχολειού» και Αγίας Λαύρας υπήρχε και η απέχθεια προς τη δράση των λαϊκών στρωμάτων του τύπου που έχει εκφράσει στο παρελθόν και ο τραμπούκος της κυβέρνησης Θεόδωρος Πάγκαλος:
«Οι Έλληνες που έκαναν την επανάσταση του ’21, ήταν ένα μάτσο αδαών χωριατών που μετά βίας μιλούσαν ελληνικά. Γι αυτό αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα σχίσμα από την οθωμανική αυτοκρατορία. Και μετά την Απελευθέρωση ψήφιζαν οποιονδήποτε θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους, λογική που διατηρείται μέχρι τις μέρες μας».[4]
Ήταν εμφανής η προσπάθεια της σειράς να χρησιμοποιήσει ιδεολογικά στο παρόν την επανάσταση του ’21. Έτσι τα οικονομικά δάνεια που πάρθηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης ή η επέμβαση του Ναβαρίνου παρουσιάστηκαν (από τις «επεξηγηματικές» εκπομπές του ανεκδιήγητου Άρη Προτοπσάλτε) ως αναγκαία περίπου όπως το… σημερινό μνημόνιο!


Ασιατικός τρόπος παραγωγής
και η παρακμή του
Η σύγχυση για την επανάσταση του 1821 δεν αφορά μόνο τη Δεξιά αλλά και την Αριστερά. Βεβαίως η αριστερή ιστοριογραφία σωστά εντάσσει την ελληνική εθνογένεση στα πλαίσια των αστικών επαναστάσεων που επέφερε η ανάπτυξη του καπιταλισμού. Πράγματι, το έθνος δεν αποτελεί ένα υπεριστορικό γεγονός που υφίσταται αδιάλειπτα στο χρόνο όπως ισχυρίζονται οι δεξιοί ιστορικοί. Έθνη δεν υπήρχαν πριν την εμφάνιση του καπιταλισμού και σε αυτό, γενικά, συμφωνεί η αριστερή ιστοριογραφία.
Ωστόσο -κάτω από τη βαριά επιρροή του «σοβιετικού μαρξισμού» η ελληνική εθνογένεση παρουσιάζεται ως στρεβλή και ανολοκλήρωτη αστική επανάσταση κατά της «φεουδαρχικής» Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο τέλος «μισοφεουδαρχικά» κοινωνικά στρώματα συμβιβάστηκαν με τους αστούς και έτσι δημιουργήθηκε ένα «δύσμορφο (μισο)αστικό» μόρφωμα. Τα λαϊκά στρώματα, σύμφωνα με αυτή τη διήγηση, εκφράστηκαν (επίσης με στρεβλό τρόπο) από τους κλέφτες και από κάποιους καπεταναίους.
Η άποψη αυτή αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες να υποστηριχθεί από το ιστορικό υλικό. Το ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε από την επανάσταση του 1821 ήταν από τα πιο σύγχρονα αστικά καθεστώτα της εποχής του και το ισχυρότερο των Βαλκανίων και στις δεκαετίες που ακολούθησαν τριπλασιάστηκε σε βάρος των υπόλοιπων (νέο)αναδυόμενων εθνικισμών των Βαλκανίων. Επιπλέον οι κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις των ιστορικών της Αριστεράς που βρίσκονταν υπό την επιρροή του «σοβιετικού μαρξισμού» ήταν εξαιρετικά επισφαλείς. Έτσι στο δίτομο βιβλίο του Περικλή Ροδάκη «Κλέφτες και Αρματολοί»[5], κυριολεκτικά, στη μια σελίδα οι ίδιοι πρωταγωνιστές εμφανίζονται ως ήρωες και στην επομένη ως απλοί κλέφτες και ληστές.
Από τα βασικά προβλήματα που προκαλούν σύγχυση στην παραδοσιακή Αριστερά είναι ο χαρακτηρισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως φεουδαρχία και όχι (όπως είναι και το σωστό) ως ασιατικός τρόπος παραγωγής. Ο «σοβιετικός μαρξισμός» απέρριψε την ίδια την ύπαρξη του ασιατικού τρόπου παραγωγής (τον οποίο πρώτος μελέτησε και περιέγραψε ο Μαρξ) λόγω της ενοχλητικής για αυτόν διάψευσης του ιδεολογήματος ότι δήθεν η κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής εξισώνεται με το σοσιαλισμό. Ωστόσο η εξαφάνιση του ασιατικού τρόπου παραγωγής δημιούργησε πολλά προβλήματα στους αριστερούς ιστορικούς -ειδικότερα για την Ελλάδα ως προς τη φύση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το χαρακτηριστικό στοιχείο του ασιατικού τρόπου παραγωγής που αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά του από όλους τους άλλους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής είναι ότι οι σχέσεις ιδιοκτησίας οργανώνονται κοινωνικά από το κράτος, όχι σε ατομική αλλά σε συλλογική βάση. Απουσιάζουν, δηλαδή, οι μορφές της ατομι­κής ιδιοκτησίας και της ατομικής κατοχής.
Η κυρίαρχη τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οργανώ­νεται στο κράτος και υφίσταται μόνο σε αναφορά με το κράτος (ασιατικός δεσποτισμός). Ο Σουλτάνος προσωπο­ποιεί την ενότητα της κρατικής εξουσίας και αποτελεί το συνώνυ­μο της. Η ιδιοκτησία της γης ανήκει στο κράτος, δηλαδή στην οργανωμένη στο κράτος άρχουσα τάξη, η οποία «προσωποποιεί­ται» στο Σουλτάνο. Η κατοχή της γης δεν ανήκει στο μεμονω­μένο αγρότη (δεν υφίσταται καν η νομική κατηγορία του «προ­σώπου» ή του «ατόμου») αλλά στην ασιατική κοινότητα, η οποία διαμορφώνεται από τους κατοίκους ενός ή περισσότε­ρων χωριών. Ο αγρότης κατέχει και καλλιεργεί τη γη μόνο μέ­σα από την ένταξη του στην κοινότητα. Η επικράτεια του Σουλτάνου (του κράτους) χωριζόταν σε ευρείες διοικη­τικές περιοχές, τις επαρχίες. Κάθε επαρχία διαιρείτο σε τιμά­ρια. Το τιμάριο αποτελούσε μια οικονομική και ταυτόχρονα μια πολιτική και στρατιωτική ενότητα στα πλαίσια του δεσποτικού κράτους. Ήταν ο βασικός διοικητικός κρίκος της ασιατικής εξουσίας. Εξασφάλιζε στην κεντρική εξουσία τόσο ένα προκαθορισμένο μέρος από το πα­ραγόμενο υπερπροϊόν, όσο επίσης και τις προκαθορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις.
Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 17ο αιώνα επέφερε τη σταδιακή διάλυση των ασιατικών σχέσεων παραγωγής. Ένα κομμάτι της αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια έπεφτε σε ένα καθεστώς «άναρχης βαρβαρότητας» όπου κυριαρχούσε η ληστεία, ένα άλλο τμήμα της (βόρεια Βαλκάνια και κεντρικές και βόρειες περιοχές της σημερινής Ελλάδας) εκφυλιζόταν σε φεουδαρχικό (μεγάλα τσιφλίκια -σχέσεις δουλοπαροικίας) και ένα άλλο, κυρίως στη νότια σημερινή Ελλάδα μετατρεπόταν σε καπιταλιστικό με την υπαγωγή των αγροτών στο αναπτυσσόμε­νο μανιφακτουρικό και εμπορικό κεφάλαιο, κυρίως έμμεσα, με την υπαγωγή στο εμπορικό κεφάλαιο μέσω της αγοράς.


Ανάπτυξη του ελληνικού κεφαλαίου
Η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού είχε προηγηθεί πολλά χρόνια πριν την επανάσταση του 1821. Ελληνικές εμπορικές εταιρίες, που δεν εξαρτώνται από ξέ­νους εμπορικούς οίκους, εμφανίζονται για πρώτη φορά στα μέσα του 18ου αιώνα. Μέχρι το τέλος του αιώνα συγκεντρώνονται στα χέρια των Ελλήνων εμπόρων περισσότε­ρο από τα 3/4 του εξωτερικού εμπορίου ολόκληρης της Οθω­μανικής Αυτοκρατορίας. Έλληνες έμποροι ελέγχουν ένα μεγάλο μέρος του εμπορίου της Μασσαλίας, ιδρύουν υποκαταστήματα σε όλες τις πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης, που αποτελούν σημαντικά κέντρα εμπορίου (Βιέννη, Τεργέστη, Μασσαλία κ.λπ.), ενώ παράλλη­λα επενδύουν στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Παράλληλα στα τέλη του 18ου αιώνα συντελούνται βαθιές κοινωνικές αλλαγές στις αγροτικές κοινότητες της νότιας Ελλάδας. Η αγροτική παραγωγή υπάγεται σταδιακά στον έλεγχο του εμπορικού κε­φαλαίου κι αυτό όχι μόνο γιατί ένα διαρκώς αυξανόμενο πο­σοστό της παραγωγής συγκεντρώνεται στα χέρια των εμπόρων και εξάγεται, αλλά και γιατί το εμπορικό κεφάλαιο είναι πλέ­ον σε θέση να επιβάλει μια γρήγορη αύξηση της αγροτικής πα­ραγωγής και μια αντίστοιχα αποφασιστική διαφοροποίηση των καλλιεργειών, ανάλογα με τη διεθνή ζήτηση. Ο ετήσιος όγκος των πελοποννησιακών εξαγωγών κατά την περίοδο 1805-1809 ήταν κατά 147% υψηλότερος από τον ετήσιο όγκο εξαγωγών της περιόδου 1794-1795. Περισσότερο από 70% των πελοποννησιακών εξαγωγών την περίοδο 1817-1821 κατευθύνονταν σε ευρωπαϊ­κές χώρες, 22,80% σε άλλες επαρχίες του ελληνικού χώρου.[6]
Στα νησιά (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά) και σε ορισμέ­νων παράκτια χωριά και κωμοπόλεις (όπως Γαλαξίδι) οι προεστοί μετασχηματίζονται σε εμπόρους και εφοπλιστές. Γύρω στα 1800 περισσότερο από 2.000 εμπορικά σκάφη κατασκευάστηκαν στα λιμάνια της Ελλάδας:
«Στη Νότια Ελλάδα βρίσκεται, λοιπόν, σε εξέλιξη μια διαδικασία γρήγορης διάλυσης του ασιατικού τρόπου παραγωγής και των ασιατικών κοινοτήτων προς όφελος των καπιταλιστι­κών κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων. Όχι μόνο στις πε­ριπτώσεις όπου εγκαθιδρύεται και κυριαρχεί άμεσα η κεφα­λαιακή σχέση, όπως είναι η περίπτωση των εμπορικών και εφοπλιστικών «κοινοτήτων» (νησιά, παράκτιες πόλεις) ή των μανιφακτουρικών «κοινοτήτων», αλλά ακόμα και στην αγροτική ύπαιθρο, με το ριζικό μετασχηματισμό των λειτουργιών των κοινοτήτων, τη διαμόρφωση ατομικών σχέσεων κατοχής και ιδιοκτησίας πάνω στη γη, την πρόσδεση και υπαγωγή των αγροτών στο εμπορικό κεφάλαιο. Μόνο κάτω από αυτούς τους όρους έγινε δυνατό να συνδεθεί η φιλελεύθερη αστική ιδεολογία της εθνικής, υπόστασης και ανεξαρτησίας με τις πλατιές λαϊκές μάζες της υπαίθρου.Μόνον κάτω από αυτούς τους όρους ήταν δυνατόν να προσλαμβάνουν όλα τα φαινόμενα αποσταθεροποίησης του παλιού καθεστώτος ένα εκρηκτικό-επαναστατικό περιεχόμενο. Μόνον κάτω από αυτές τις συνθήκες μπορούσαν να λειτουργή­σουν οι κλέφτες και οι αρματολοί ως το πρόπλασμα των ενό­πλων δυνάμεων της Επανάστασης.
[…]
Δεν επρόκειτο, λοιπόν, για την επανάσταση των δουλοπά­ροικων ενάντια στους φεουδάρχες, υπό την καθοδήγηση των εμπόρων, ούτε μόνο για τον εθνικό ξεσηκωμό των Ελλήνων ενάντια στους Τούρκους. Επρόκειτο για τη διαδικασία «εθνι­κής ολοκλήρωσης» στα πλαίσια ενός αυτόνομου κράτους μιας αστικής (οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής) εξουσίας, που από τα τέλη του 18ου αιώνα βρισκόταν ήδη στη φάση της διαμόρφωσης της»[7] [οι υπογραμμίσεις δικές μας].


Η πολιτική ηγεσία της επανάστασης
Στη διάρκεια της επανάστασης διαμορφώνονται τρία πολιτικά ρεύματα:
Το πρώτο, υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, στοχεύει στην πολιτική ενο­ποίηση όλων των περιοχών που απελευθερώνονταν στη βάση των αστικοδημοκρατικών θεσμών που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται στη δυτική Ευρώπη. Ήταν η αστικοφιλελεύθερη πτέρυγα της Επανάστασης στην οποία εντάσσονται οι ηγετικές κοινωνικοπολιτικές δυνά­μεις των νησιών (κυρίως Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά) και οι στρα­τιωτικοί ηγέτες της Στερεάς Ελλάδας. Από την πρώτη Εθνοσυνέλευση η αστικοφιλελεύθερη πτέρυγα εξασφάλισε την ηγεμονία.
Το δεύτερο ρεύμα της Επανάστασης τασσόταν υπέρ της διατήρησης των τοπικών εξουσιών. Το εκπροσωπούσαν οι προεστοί της Πελοποννήσου, οι οποίοι είχαν ήδη πριν από την πρώτη Εθνοσυνέλευση συγκροτήσει ένα δικό τους «αντιπροσωπευτικό» σώμα την «Πελοποννησιακή Γερουσία». Το ρεύμα αυτό επεδίωκε μια ομοσπονδιακού τύπου αστική κρατική συγκρότηση, στα πλαίσια της οποίας η «Πελοποννησιακή Γερουσία» θα διατηρούσε μια αυξημένη αυτονομία από την κεντρική κυβέρνηση. Κεντρική φυσιογνωμία αυ­τού του «συντηρητικού-ομοσπονδιακού» ρεύμα­τος ήταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
Στη διάρκεια του πολέμου αναδεικνύεται και μια τρίτη πολιτική δύναμη:
«Η ηγεσία του στρατού υπό τον Κολοκο­τρώνη, η οποία αντιτασσόταν στον κατακερματισμό της πολιτι­κής εξουσίας και της επικράτειας που επιδίωκαν οι προεστοί. Η διεξαγωγή του πολέμου ευνοούσε την πτέρυγα αυτή, γιατί ετίθετο διαρκώς επί τάπητος η κεντροποίηση της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας υπό μια ενιαία διεύθυνση. Σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε έτσι ο Κολοκοτρώνης να κυριαρ­χήσει στον πελοποννησιακό χώρο σε συνεργασία με τον αδελ­φό του Αλέξανδρου, Δημήτριο Υψηλάντη, θέτοντας υπό τον έλεγχο του τους προεστούς και τη γερουσία τους (Παπαρρηγόπουλος, 1971, τόμ. ιε’, σσ. 64 κ.ε.). Η πολιτική στοχοθεσία του νέου αυτού πολιτικού ρεύματος δεν περιοριζόταν, όμως, μόνο στην αναγκαιότητα ενοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Για την «κεντροποίηση» της εξουσίας θεωρούσε επίσης η πτέρυγα αυ­τή απαραίτητο τον περιορισμό των φιλελεύθερων θεσμών του αστικού αντιπροσωπευτικού συστήματος που εισήγαγε η πρώτη Εθνοσυνέλευση. Μιλώντας και πάλι σχηματικά, θα μπορούσα­με να πούμε ότι η τάση αυτή αποτελούσε τη «συγκεντρωτική-συντηρητική» πτέρυγα της Επανάστασης (σε διάκριση από τη «συντηρητική-ομοσπονδιακή» πτέρυγα των προεστών)».[8]
Τα δυο τελευταία ρεύματα επειδή κοινό τους στοιχείο ήταν ο κοινωνικός συντηρητισμός στην πορεία της επανάστασης συνεργάστηκαν μεταξύ τους, ιδίως στον εμφύλιο πόλεμο του 1824. Ο τοπικισμός άλλωστε χαρακτήριζε και τον ηγέτη της τρίτης τάσης τον Κολοκοτρώνη. Γράφει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος:
«Ο Κολοκοτρώνης ήθελε να άρξη της Πελοποννήσου επερειδόμενος κυρίως επί του στρατού αυτού, αδιαφορών δε περί της διοικήσεως της όλης Ελλάδος. Όπως δε έχει η Ελλάς και μάλιστα όπως είχε τω 1821 ότε οι χαρακτήρες της Στερεάς και των Νήσων ήσαν πολύ μάλλον ιδιάζοντες ή τανύν, ούτε ηδύνατο, ούτε εφαντάσθη ποτέ ο ανήρ να επεκτείνη το κράτος αυτού πέραν του Ισθμού ή των παραλίων της χερσονήσου. Αλλά την Πελοπόννησον εθεώρησε δι’ όλης της επαναστάσεως ως ίδιον πλάσμα και κτήμα. Εντεύθεν δε ούτε αυτός εκυβέρνησε την Ελλάδα, ούτε άλλον άφησε να κυβέρνηση αυτήν επί της επαναστάσεως».[9]


Εμφύλιος πόλεμος
Οι δυο εμφύλιοι πόλεμοι (1823 και 1824) έλυσαν τις διαφορές μεταξύ των τριών πολιτικών ρευμάτων της επανάστασης, με νικητή το πρώτο -το αστικοφιλελεύθερο.
Η δεύτερη Εθνοσυνέλευση (Μάρτιος του 1823 στο Άστρος,) κατήργησε όλες τις τοπικές εξουσίες συμπεριλαμβανομένης της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Ταυτόχρονα η Εθνοσυνέλευση αναγνωρίζει την ελευθερία του τύπου, ενώ απαγορεύει τη δουλοπαροικία, τη δουλεία και τα βασανιστήρια. Επιπλέον ενισχύεται το Βουλευτικόν, που τώρα περνάει στα χέρια της φιλελεύθερης πτέρυγας υπό τον Μαυροκορδάτο (στην πτέρυγα αυτή ανήκουν επίσης οι Κουντουριώτης, Θ. Νέγρης, Κωλέττης). Το Εκτελεστικό ελέγχεται από τη συντηρητική-συγκεντρωτική πτέρυγα υπό τον Κολοκοτρώνη.
Ο Κολοκοτρώνης επιχειρεί να ελέγξει με πραξικοπηματικό τρόπο και το Βουλευτικό. Ο Μαυροκορδάτος καταφεύγει στην Ύδρα και το 1823 ξεσπάει ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος. Ο Κολοκοτρώνης ηττάται αλλά εξασφαλίζει αμνηστία για τον εαυτό του και τους οπαδούς του. Τον Μάρτιο του 1824 ξεσπά ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος. Η φιλελεύθερη πτέρυγα, που ελέγχει την κυβέρνηση, καταφέρνει να επιβληθεί και πάλι χάρη στην παρέμβαση των οπλαρχηγών της Στερεάς (Καρατάσος, Γκούρας, Καραϊσκάκης. Δράκος, Τζαβέλας). Ο Κολοκοτρώνης φυλακίζεται τον Φεβρουάριο του 1825 στην Ύδρα, φρούραρχος της οποίας ήταν ο Μακρυγιάννης. Με την εισβολή του αιγυπτιακού στρατού υπό τον Ιμπραήμ-πασά ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίζεται. Παρ’ όλα αυτά στην τρίτη Εθνοσυνέλευση που συγκαλείται τον Μάιο του 1827 στην Τροιζήνα επιβεβαιώνεται και πάλι η ιδεολογική ηγεμονία της φιλελεύθερης πτέρυγας. Το Σύνταγμα που ψηφίζει η Εθνοσυνέλευση είναι το δημοκρατικότερο της εποχής σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο εμφύλιος πόλεμος του 1824 έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός απροκάλυπτα ταξικού πολέμου. Ο πόλεμος θα κριθεί όταν με τη βοήθεια Ρουμελιωτών και Σουλιωτών η ανταρσία καταπνίγεται και ξεσπά η συσσωρευμένη λαϊκή οργή κατά των προυχόντων της Πελοποννήσου:
«Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στις επαρχίες της Πελοποννήσου με την εισβολή των Ρουμελιωτών και των Σουλιωτών δεν συνιστούν την εκδήλωση τυφλής βίας, δεν είναι η καταστροφή για την καταστροφή: οι πράξεις βίας που τελούνται από την πλευρά των στρατιωτών δεν έχουν καν ανάγκη να δικαιολογηθούν, παράγονται και επιβάλλονται σχεδόν αυτονόητα από τις αξίες που γεννά η ίδια η Επανάσταση: τα σπίτια των προυχόντων θα πρέπει να καούν, τα υπάρχοντα τους να καταστραφούν, οι ίδιοι να διαπομπευθούν και να εξοντωθούν χωρίς έλεος. Ίσως κι αυτή η συνθήκη της γενικευμένης ασυδοσίας να συνιστά πράξη πρωτόγνωρης ελευθερίας, που δίνει την αίσθηση της λύτρωσης, της οριστικής ρήξης με το παλιό, της διάρρηξης των δεσμών με το υφιστάμενο καθεστώς, τελικά τη γέννηση της νέας εποχής.
Αυτή ακριβώς η νέα κατάσταση γιορτάζεται με την καταστροφή του παλιού. Γιορτάζεται ως επιστροφή σε μια κατάσταση αρχέγονης, καθολικής ελευθερίας και κυριαρχίας, που εμπεριέχει ως θεμελιακό γνώρισμα της το στοιχείο της λύτρωσης και της δικαίωσης που φέρνει η Επανάσταση: Ο επαναστατικός πυρετός που έχει καταλάβει τα πνεύματα τις μέρες αυτές στη διάρκεια των οποίων κυριαρχεί ο τρόμος στις επαρχίες της Πελοποννήσου, η ωμή βία των εμπρησμών και των λεηλασιών στα σπίτια των αρχόντων συνιστούν τελετή εξαγνισμού της Επανάστασης- η βία που παράγεται είναι εξιλεωτική, λυτρωτική. Αυτό που καταστρέφεται και διαπομπεύεται είναι το ίδιο το παλιό που ενσαρκώνει την «καταπίεση» και την «τυραννία» των αρχόντων.
Η εισβολή των στρατευμάτων στις επαρχίες και τα σπίτια των προυχόντων, οι λεηλασίες και οι βιαιοπραγίες που ακολουθούν τελούνται σε μια ατμόσφαιρα γιορτής. Όλα όσα συμβαίνουν στις επαρχίες προκαλούν τον ενθουσιασμό του πλήθους που λεηλατεί οι στρατιώτες και οι καπετάνιοι χλευάζουν και λοιδορούν τους άρχοντες, γελούν μαζί τους, υποβάλλοντας τους σε πράξεις εξευτελισμού, ταπεινώνοντας τους- διακωμωδούν την εξουσία τους, σπαταλώντας τον πλούτο τους, τα ασήμια και τα χρυσαφικά τους, βγάζοντας τα σε δημοπρασία. Ανοίγουν τις αποθήκες τους, διαμοιράζουν και καταναλώνουν ό,τι βρίσκουν, πίνουν και χύνουν τα κρασιά τους- κοντολογίς, βρίσκονται σε κατάσταση ευφορίας που τη δημιουργεί η γενικευμένη αίσθηση ότι όλα επιτρέπονται, ότι είναι σε θέση να εκπληρώσουν οποιαδήποτε επιθυμία τους, σαν να είναι όλοι, και ο καθένας χωριστά, κυρίαρχοι του χώρου, έξω και πέρα από τους καταναγκασμούς που επιβάλλουν οι κανονικότητες και οι ιεραρχίες της κατεστημένης εξουσίας».[10]
Για τους εμφύλιους ο Γιάννης Κορδάτος γράφει:
«Οι εμφύλιοι σπαραγμοί που ξέσπασαν από το δεύτερο χρόνο της Επαναστάσεως δεν ήσαν αποτελέσματα προσωπικών αντιθέ­σεων, όπως ισχυρίζονται οι περισσότεροι ιστορικοί, η συνέπεια της μακράς τυραννίας η οποία εδημιούργησε καταστάσεις ανωμάλους, άλλα ήσαν καθαρώς ταξικοί αγώνες, οι οποίοι εφαίνοντο μεν πολ­λάκις ότι ήσαν κομματικοί ανταγωνισμοί, εις το βάθος όμως -τας περισσοτέρας τουλάχιστον φοράς- ήσαν αντιθέσεις ταξικαί, διαυτό και έπαιρναν μαζικόν χαρακτήρα αι συγκρούσεις. Η κυριωτέρα αίτια ήτο η προσπάθεια των ολιγαρχικών, όχι μόνον να μη προσφέρουν καμίαν υλικήν βοήθειαν εις τον αγώνα, άλλα και να σφετερισθούν τας εθνικάς γαίας».[11]


Η παρέμβαση των λαϊκών τάξεων
Ο εμφύλιος και οι αιτίες του, φέρνουν στην επιφάνεια αυτό που αποκρύπτουν οι αστοί ιστορικοί (και, φυσικά, η εκπομπή του Σκάι): η ταξική πάλη ήταν παρούσα και έπαιξε καθοριστικό ρόλο τόσο στο ξέσπασμα όσο και στην εξέλιξή της επανάστασης του 1821. Ακόμα και την εποχή που η αστική τάξη ήταν επαναστατική (στη μετάβαση από το Ancien Régime στον καπιταλισμό) ο ριζοσπαστισμός της είχε όρια. Το ανώτερο τμήμα της ήταν ήδη πολύ πλούσιο από την εκμετάλλευση των κατωτέρων τάξεων και είχε πολλά να χάσει. Αυτό οδηγούσε την αστική τάξη είτε σε συμβιβασμούς με το παλιό καθεστώς είτε σε μια λογική «σταδιακών μεταρρυθμίσεων». Η ίδια αμφισημία χαρακτήριζε τη μεγάλη πλειοψηφία των διανοουμένων της (διαφωτιστές). Γι’ αυτό οι μεγάλες αστικές επαναστάσεις (κυρίως βεβαίως η Γαλλική) χρειάστηκε για να φτάσουν στην ολοκληρωτική ρήξη με το παρελθόν την εμπλοκή των λαϊκών τάξεων (των «ξεβράκωτων» [sans cullotes] της Γαλλικής Επανάστασης).
Το ίδιο συνέβη και στην επανάσταση του 1821. Αυτό θέλουν να αποσιωπήσουν ο Πάγκαλος και το Σκάι όταν προβάλουν τα «φωτεινά πνεύματα», την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων ή τους «σώφρονες πολιτικούς» σε αντιπαράθεση με το «λαουτζίκο».
Η επανάσταση του 1821 πραγματοποιήθηκε κάτω από την πίεση του λαϊκού κινήματος και χωρίς αυτήν δεν θα γινόταν. Χαρακτηριστική είναι οι περιπτώσεις των νησιών όπου υπήρχε η πλέον αναπτυγμένη μπουρζουαζία (οι εφοπλιστές) την εποχή εκείνη στη νότια Ελλάδα που ξέσπασε η επανάσταση.
Στις Σπέτσες η κήρυξη της επανάστασης έγινε μετά από άγρια διαπάλη μεταξύ των εφοπλιστών και των ναυτικών και μετά από αποφασιστική παρέμβαση του Παπαφλέσσα υπέρ της εξέγερσης. Στα Ψαρρά γιατί «επικρατούσε το δημοκρατικόν λαοκρατικόν κόμμα και δι’ αυτό, μόλις επήγεν εκεί επιτροπή των Σπε­τσών δια να αναγκείλει τον εθνικόν σηκωμόν, ύψωσαν την σημαίαν της Επαναστάσεως».[12]
Στην Ύδρα οι εφοπλιστές υπό τον Κουντουριώτη είχαν αποφασίσει να μείνουν ουδέτεροι. Μόνο η εξέγερση από τα κάτω με ηγέτη τον Αντώνη Οικονόμου εξανάγκασε τους εφοπλιστές να συνταχθούν με την επανάσταση. Ένας λόγος του Οικονόμου είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικός:
«Αδέρφια, ο πόλεμος της ελευθερίας άρχισε. Παντού ακού­εται το ντουφέκι. Οι αγαρηνοί χτυπιώνται και διώχνονται από την πατρίδα μας. Μόνο εδώ οι τουρκολάτρες πρόκριτοι κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια. Είναι ντροπή μας να μην παίρνουμε μέ­ρος εις τον εθνικόν αγώνα. Αντίς να είμαστε οι πρώτοι, μείναμε οι τελευταίοι. Οι άρχοντες μας δεν θέλουν να κινηθούν, γιατί φο­βούνται τον πόλεμο και γι’ αυτούς ο πατριωτισμός είναι μόνο το πουγγί τους. Εμείς όμως τους φτιάξαμε τις περιουσίες τους. Ε­μείς θαλασσοπνιγήκαμε τόσες φορές. Εμείς με τη ζωή μας κρε­μασμένη από μια κλωστή μαζέψαμε τα πλούτη πού έχουν, για να τα κρύψουν στις στέρνες και να τα έχουν αυτοί και να μας κα­ταφρονούν τώρα που δεν μας έχουν ανάγκη.
[…]
Τα πλεούμενα της Ύδρας μπο­ρούν να κάνουν μεγάλα πράματα. Δεν είναι των αρχόντων, αλλά της πατρίδος. Θυμάστε τι έκαναν οι Φραντζέζοι και πόσο δόξα­σαν τη Φράντζα. Ήρθεν η ώρα και οι Γραικοί να δείξουν εις όλον τον κόσμον πώς δεν εξέχασαν την Ιστορία των πατέρων τους. Ας μην αφήσουμε λοιπόν τους προεστούς να μας κυβερνούν. Η φωνή της πατρίδος μας καλεί να λάβωμεν τα όπλα και με τα καράβια μας να κάνουμε ό,τι κάνουν οι άλλοι Γραικοί ναυτι­κοί».[13]


Αρματολοί και Κλέφτες
Όσοι πρωτοασχολούνται με το 1821 μπερδεύονται, συγχύζονται (και αρκετές φορές αισθάνονται απογοήτευση) με τους ήρωες οπλαρχηγούς του 1821 που στην πλειοψηφία τους ήσαν αρματολοί και κλέφτες. Μερικοί ιστορικοί τους παρουσιάζουν ως απλούς λήσταρχους μιας παρωχημένης προκαπιταλιστικής εποχής, ενώ άλλοι σαν (έστω αντιφατικά) εκπροσώπους των λαϊκών τάξεων ενάντια σε κοτζαμπάσηδες και δυτικόφρονες Φαναριώτες. Στην πραγματικότητα αρματολοί και κλέφτες αποτέλεσαν ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο και διαδραμάτισαν διαφορετικούς ρόλους κατά περιόδους. Επί οθωμανικής αυτοκρατορίας:
«Οι κοινότητες κατείχαν επίσης έναν τοπικό στρατιωτικό μηχανισμό, τους αρματολούς (τουρκ. martolos). Επρόκειτο για ένα ένοπλο σώμα υπό έναν αρχηγό, το οποίο υπαγόταν στην εξουσία του τιμαριώτη και των προεστών. Το γεγονός, βέβαια, ότι οι κοινότητες οικοδομούνταν υπό την κυριαρχία του πολιτι­κού και ιδεολογικού στοιχείου επέτρεπε στους αρχηγούς των αρματολών να διεκδικούν κατά καιρούς (με βάση τη στρατιωτική τους «δύναμη») την εξουσία της κοινότητας από τους προ­εστούς, ή έστω να απαιτούν τιμάρια, δηλαδή μια αναδιανομή του υπερπροϊόντος προς όφελος τους. Οι τουρκικές αρχές παρενέβαιναν στην περίπτωση αυτή, τις περισσότερες φορές (όχι όμως πάντα), στο πλευρό των προεστών. Οι αρματολοί ανα­γκάζονταν τότε να εγκαταλείψουν την περιοχή της κοινότητας και συνέχιζαν τον αγώνα τους τόσο ενάντια στους προεστούς όσο και ενάντια στους Τούρκους, ως «κλέφτες». Μέχρι την ανοιχτή κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι κλέφτες δεν ήταν κατά κύριο λόγο ούτε ληστές (με τη σύγχρονη έννοια) ού­τε επαναστάτες. Αποτελούσαν, κυρίως, μια πολιτικοστρατιωτική ομάδα η οποία διεκδικούσε μια συγκεκριμένη θέση στο πλαίσιο των τοπικών (κοινοτικών) ασιατικών σχέσεων εξουσίας, και όσο βρισκόταν σε σύγκρουση με τις αρχές κατέφευγε στη ληστεία και στο πλιάτσικο. Αυτές οι ένοπλες ομάδες περνούσαν από την κατάσταση του κλέφτη στην κατάσταση του αρματολού και αντίστροφα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ύπαρξη των κλεφτών υποδη­λώνει μια σχετική αστάθεια ή καλύτερα μια τάση αποσταθερο­ποίησης σε τοπικό επίπεδο του οθωμανικού πολιτικού συστή­ματος».[14]
Η πολιτικοστρατιωτική ομάδα των αρματολών και των κλεφτών ενσωματώθηκε υπό την ηγεμονία των αστικών δυνάμεων στην προοπτική της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821. Οι περισσότεροι βρέθηκαν υπό την καθοδήγηση της φιλελεύθερης αστικής πτέρυγας (Μαυροκορδάτος-Κουντουριώτης-Κωλέτης). Ωστόσο η ένταξη τους ήταν πάντοτε αντιφατική. Για να ενταχθούν στον αγώνα της ελληνικής εθνογένεσης χρησιμοποιήθηκε η εξαγορά τους (μισθοί για τους ίδιους και τα «παλικάρια» τους) μέσω των χρημάτων που κατείχε η αστικοφιλελεύθερη πτέρυγα. Ωστόσο κάποιοι από αυτούς, πράγματι με πολύ αντιφατικό τρόπο, εξέφραζαν τη λαϊκή αντίθεση απέναντι στους προκρίτους. Σε καμιά περίπτωση ωστόσο δεν είχαν (και δεν θα μπορούσαν να έχουν…) διακριτό αυτόνομο πολιτικό ρόλο.
Στις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους πύκνωσαν τις τάξεις των «ληστών». Στην πραγματικότητα η νέα αυτή «ληστεία» ήταν ένοπλη αντίσταση στις νέες αστικές σχέσεις που αναπτύσσονταν. Κάτω από τον έλεγχο τους βρισκόταν περισσότερο από το ένα έκτο της επικράτειας (κυρίως οι ορεινές περιοχές) του πρώτου ελληνικού κράτους. Το Φεβρουάριο του 1836 πολιόρκησαν το Μεσολόγγι, τον Απρίλιο του 1839 λεηλάτη­σαν το Γύθειο. Δεν επρόκειτο για «νέο κοινωνικό φαινόμενο». Σε όλες τις κοινωνίες που μετέβαιναν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η «αλητεία» και η «ληστεία» εμφανίστηκαν σαν ενδημικό φαινόμενο. Ο Μαρξ έγραφε σχετικά με τη μάζα που «ελεύθερη από κάθε ιδιοκτησία» προκύπτει από τη διάλυση των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής:
«Μια τέ­τοια μάζα θα υποχρεωνόταν είτε να πουλήσει την εργατική της δύναμη είτε να ρι­χτεί στη ζητιανιά, στην αλητεία και τη ληστεία σαν τους μοναδικούς πόρους της. Εί­ναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι αρχικά αποπειράθηκε ν’ ακολουθήσει αυτή τη δεύ­τερη οδό, αλλά σπρώχτηκε, με την κρεμάλα, το παλούκωμα και το κνούτο, στο στενό μονοπάτι που οδηγεί στην αγορά εργασίας».[15]


Η επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων
Ένα από τα βασικά ιδεολογήματα που προβάλει η εκσυγχρονιστική αστική άποψη για το 1821 είναι ότι τελικά οι «ξένοι» έφεραν την απελευθέρωση στην Ελλάδα (και κυρίως βέβαια οι Δυτικοί, παρά τη συμμετοχή της τότε Ρωσίας). Το ιδεολόγημα αποσκοπεί στην επαναβεβαίωση του «ανήκουμε στη Δύση» και σε αυτήν εντάσσεται το ντοκιμαντέρ του Σκάι -όπως ασφαλώς και η επαναβεβαίωση ότι κάθε επανάσταση από τα κάτω, από τους λαούς, είναι αδύνατη. Πράγματι, η απόβαση του αιγυπτιακού στρατού στην Πελοπόννησο, το 1825 υπό τον Ιμπραήμ είχε οδηγήσει την επανάσταση στο χείλος της συντριβής. Και είναι επίσης αληθές ότι η ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβριος του 1827) σήμανε την αρχή της αναγνώρισης του ελληνικού κράτους.
Ωστόσο τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα από μια σχηματική ανάγνωση που επιζητεί να βάλει τις τότε «μεγάλες δυνάμεις» σε ρόλο απελευθερωτή.
Στην πραγματικότητα ήταν το ίδιο το γεγονός του ξεσπάσματος της επανάστασης του 1821 που εξανάγκασε στο μετασχηματισμό των διεθνών σχηματισμών δύναμης και του πολιτικού χάρτη της Ευρώπης. Στην Ευρώπη μέχρι τότε κυριαρχούσε η διαβόητη Ιερά Συμμαχία. Σε αυτήν συμμετείχαν Ρωσία, Αυστρία, Πρωσία, Βρετανία και Γαλλία. Σκοπός της συμμαχίας ήταν η κατάπνιξη κάθε ριζοσπαστικού και επαναστατικού κινήματος που είχε δημιουργήσει το μεγάλο κύμα της Γαλλικής επανάστασης του 1789. Η ιερά Συμμαχία κατόρθωσε να επιβάλλει συνθήκες τρομοκρατίας σε κάθε ριζοσπαστικό και εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της εποχής επιφέροντας ένα κλήμα κατήφειας στους τότε επαναστάτες.
Σε αυτό το κλήμα ξεσπά η ελληνική επανάσταση και αποτέλεσε ρήγμα στην Ιερά Συμμαχία και την πολιτική της. Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί ριζοσπάστες και επαναστάτες απ’ όλη την Ευρώπη ήρθαν να συμμετάσχουν στον επαναστατικό αγώνα (και όχι απλά η λατρεία της ελληνικής αρχαιότητας). Παρά λοιπόν την επέμβαση του Ιμπραήμ η ελληνική επανάσταση είχε γίνει ο πυροδότης ενός νέου κύματος ριζοσπαστισμού στην Ευρώπη. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, έχουμε επαναστάσεις στη Γαλλία το 1830, στο Βέλγιο το 1834 και κάποιες άλλες μικρότερες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι μεγάλες δυνάμεις, λοιπόν, με αυτά τα δεδομένα, επεμβαίνουν στην ελληνική επανάσταση για να ελέγξουν την πορεία της επανάστασης που κάνει αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι, παρά τις προσπάθειες της Ιεράς Συμμαχίας, η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν μπορεί να διατηρηθεί ως είχε. Παρ’ όλα αυτά η Ιερά Συμμαχία στο τέλος δεν διασώζεται. Η ελληνική επανάσταση έβγαλε στο φως όλες της τις αντιθέσεις και λίγα χρόνια αργότερα η συμμαχία διαλύθηκε. Η Ρωσία επεδίωκε την επέκταση της προς δυσμάς και εμφανιζόταν ως προστάτης των ορθοδόξων λαών. Η Βρετανία επεδίωκε να εμποδίσει την επέκταση αυτή, αρχικά ήταν υπέρ της διατήρησης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και όταν αυτό αποδείχθηκε αδύνατο, ακολούθησε μια πολιτική ένταξης του ελληνικού κράτους στα δικά της συμφέροντα.
Επομένως, η ελληνική επανάσταση κάθε άλλο παρά αποδεικνύει το ανέφικτο των επαναστάσεων. Πυροδότησε ένα κίνημα ριζοσπαστισμού ενώ επιπλέον σήμανε την αρχή του τέλους της «πανίσχυρης» συμμαχίας των μεγάλων δυνάμεων που επεδίωκε να παγώσει τις κοινωνικές αλλαγές σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Αλλά και η υποτιθέμενη «θετικότητα» της παρέμβασης των μεγάλων δυνάμεων στην ελληνική επανάσταση αμφισβητείται. Η επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων δεν δημιούργησε απλά το νεοελληνικό κράτος. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν στρατιωτικές επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας είτε για να καταπνιγούν λαϊκά κινήματα είτε για να αποπληρωθούν οι δανειστές του ελληνικού κράτους. Επιπλέον όλα τα Βαλκάνια μετατράπηκαν σε «μαλακό υπογάστριο» της Ευρώπης -έγιναν πεδίο δοκιμής των συσχετισμών δύναμης μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Το πραγματικό πρόβλημα βρισκόταν στην ίδια την ταξική φύση της ελληνικής επανάστασης. Αρχικά το «σχέδιο» των ριζοσπαστών Ελλήνων διαφωτιστών (Ρήγας Φεραίος), παρά τις αντιφάσεις του, ήταν η δημιουργία ενός μεγάλου πολυεθνικού κράτους που θα συμπεριελάμβανε σχεδόν το σύνολο των Βαλκανίων:
«Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ’ αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή».[16]
Ωστόσο αυτό που κυριάρχησε ήταν ο στενός αστικός εθνικισμός και η δημιουργία ενός εθνικού κρατιδίου που δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να αντισταθεί στις επιθυμίες των «μεγάλων δυνάμεων». Και όχι μόνο αυτό. Στο τέλος ολόκληρα τα Βαλκάνια μετατράπηκαν σε κόλαση ανταγωνιζόμενων τοπικών εθνικισμών με τίμημα τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων…


Η σκοτεινή πλευρά του 1821
Η μελανότερη σελίδα του 1821 είναι η φρικαλέα εθνοκάθαρση του μουσουλμανικού πληθυσμού της νότιας Ελλάδας, από τον Σπερχειό και κάτω, την πρώτη γενοκτονία στα Βαλκάνια. Το σοβινιστικό σύνθημα «Τούρκος μη μείνει στο Μοριά, μηδέ στον κόσμον όλο» εφαρμόστηκε κατά γράμμα με τις ευλογίες της εκκλησίας και με την ιδιάζουσα στον ορθόδοξο κλήρο χριστιανικότατη μισαλλοδοξία. Από αυτήν την ιστορία η ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα έχει ψελλίσει ελάχιστα πράγματα. Στην βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών,Ιστορία του ελληνικού έθνους διαβάζουμε για την κατάληψη της Τριπολιτσάς από το ασκέρι του Κολοκοτρώνη:[17]
«Στη λιτή περιγραφή του ο Κολοκοτρώνης δίνει μια μακάβρια εικόνα : “Το άλογο μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη” (από τα πτώματα που ήταν σκορπισμένα στους δρόμους). Μέχρι το βράδι της ίδιας ημέρας η αντίσταση των Τούρκων είχε σχεδόν εξουδετερωθεί. Μόνο στη Μεγάλη Τάπια και σε τρία σπίτια οχυρωμένοι Τούρκοι αμύνονταν στις ελληνικές επιθέσεις. Την επόμενη ημέρα οι κλεισμένοι στα δύο σπίτια παραδόθηκαν, ενώ στο τρίτο συνέχιζαν την αντίσταση και βρήκαν τραγικό θάνατο, όταν στις 25 Σεπτεμβρίου οι Έλληνες το πυρπόλησαν.
[…]
Η φωτιά, οι καπνοί, το αίμα, οι θρήνοι, οι οιμωγές δημιουργούσαν την εντύπωση βιβλικής καταστροφής, ενώ η συμφωνία πού είχε υπογραφή στις 11 Σεπτεμβρίου είχε αγνοηθεί τελείως από τους στρατιώτες, πού είχαν μεταβληθεί σε ένα απείθαρχο στίφος, κυβερνημένο από το ένστικτο μόνο. Η εκδικητική τους μανία εκδηλώθηκε όχι μόνο σε βάρος των Τούρκων άλλα και των Εβραίων…
[…]
“Το ασκέρι οπού ήτον μέσα, το Ελληνικό”, γράφει ο Κολοκοτρώνης, “έκοβε και σκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άνδρες, τριάντα δύο χιλιάδες, μία ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς. Ένας Υδραίος έσφαξε ενενήντα. Έλληνες εσκοτώθηκαν εκατόν”. Ό Φιλήμων αναφέρει μικρότερο αριθμό θυμάτων “υπέρ τα δεκακισχίλια”. Μόνο ένα μικρό σώμα 38 ενόπλων κατόρθωσε την πρώτη ημέρα της ελληνικής εισβολής να διαφυγή προς την Αργολίδα και το Ναύπλιο».
Ωστόσο η παραπάνω περιγραφή είναι επιεικείς. Η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο φρικαλέα:
«Η σφαγή που ακολούθησε την κατάληψη της πόλης από τον στρατό του Κολοκοτρώνη ήταν τρομακτική: επί τρεις ημέρες οι Έλληνες σφαγίαζαν τους αμάχους Τούρκους και Εβραίους, τις γυναίκες, τα παιδιά και τα βρέφη, αφού προηγουμένως βίασαν, βασάνισαν, εκπαραθύρωσαν, έκαψαν και λεηλάτησαν. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν 2.000 Εβραίοι και 30.000 Τούρκοι. Κατά τον J. M. Wagstaff τα θύματα αριθμούσαν “ανάμεσα σε 10000 και 15000”.Κατά την Σύγχρονο Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη οι σφαγιασθέντες ανέρχονταν σε περίπου 12000.Σύμφωνα με τον συνεκδότη της Encyclopedia Americana Thomas Gamaliel Bradford τα θύματα ήταν 8.000, ενώ κατά τον Τόμας Κέρτις τα θύματα ήταν 6.000.
[...]
Περίπου εκατό Ευρωπαίοι αξιωματικοί παρακολούθησαν τις σφαγές στην Τριπολιτσά. Ο William St. Clair, ο οποίος μίλησε με πολλούς αξιωματικούς αυτόπτες μάρτυρες, γράφει: “Πολύ πάνω από δέκα χιλιάδες Τούρκοι πέθαναν. Αιχμάλωτοι τους οποίους υποπτευόταν οι Έλληνες ότι έκρυβαν τα χρήματά τους βασανίστηκαν βίαια. Τους ξερίζωσαν χέρια και πόδια και τους σούβλισαν αργά πάνω σε φωτιές. Άνοιγαν τις κοιλιές των εγκύων γυναικών, τους έκοβαν τα κεφάλια και έβαζαν κεφάλια σκυλιών ανάμεσα στα πόδια τους. Από την Παρασκευή ως την Κυριακή ο αέρας ήταν γεμάτος από κραυγές. Ένας Έλληνας καυχάτο ότι έσφαξε ενενήντα αμάχους. Οι Εβραίοι της πόλης υπέστησαν συστηματικούς βασανισμούς … Επί εβδομάδες μετά λιμοκτονούντα παιδιά Τούρκων που έτρεχαν αβοήθητα μέσα στα χαλάσματα σφαγιάσθηκαν και πυροβολήθηκαν από ενθουσιώδεις Έλληνες… Όλα τα πηγάδια μολύνθηκαν από τα πτώματα που είχαν πέσει μέσα”.
Ο εκ των θεμελιωτών του φιλελληνικού κλίματος στην Δυτική Ευρώπη, περιηγητής και ιστορικός Φρανσουά Πουκβίλ δε διστάζει να γράψει ότι “μονάχα αν βάλει κανείς στον νου τους τις χειρότερες βιβλικές καταστροφές όπου σφάζανε ακόμη και τα κατοικίδια ζώα, θα έχει μια πιο πιστή εικόνα της σφαγής της Τριπολιτσάς”.
Ο Έλληνας ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων είναι ακόμη γλαφυρότερος μιλώντας για την σφαγή: “Γυναίκες ων η λευκότης διεφιλονείκει και προς αυτήν την χιόνα, νεανίδες, ων ουδ’ ο θάνατος κατεμάρανε την χιόνα, βρέφη, τα μεν χειραπτάζοντα τους μαστούς και βαβάζοντα, τα δε το στόμα έχοντα επί μαστού αιμοφύρτου, νέοι, γέροντες, άντρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές… Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ιν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ουθ’ ο πεζός, ουθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλά επί πτωμάτων”».[18]
Τη σφαγή στην Τριπολιτσά ακολούθησε συστηματική εξόντωση των μουσουλμάνων στις αστικές περιοχές και ο William St. Clair έγραψε πως «το όργιο της γενοκτονίας σταμάτησε στην Πελοπόννησο μόνον όταν δεν υπήρχαν πλέον Τούρκοι για να σφαγούν».[19]
Αλλά, ίσως, πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει τι λένε σήμερα οι επίσημοι εκπρόσωποι του ελληνικού κράτους για τη σφαγή της Τριπολιτσάς. Προσέξτε, οι εκπρόσωποι ενός κράτους που δεν χάνουν ευκαιρία για να μιλήσουν για τα «δίκαια του ελληνισμού» και για τις διώξεις των «ομοεθνών μας από αλλοεθνείς» έχουν το θράσος στις εθνικές επετείους του 1821 και την κατάληψη της Τριπολιτσάς να κάνουν δηλώσεις όπως οι ακόλουθες:
«Η Άλωση της Τριπολιτσάς είναι η διαμαντόπετρα στο δαχτυλίδι της νεοελληνικής ιστορίας…».
Πέτρος Τατούλης, πρώην Υφυπουργός Πολιτισμού(!!) της Νέας Δημοκρατίας.
«Η Άλωση της Τριπολιτσάς είναι το Άγιο Δισκοπότηρο της ιστορίας μας από το οποίο μεταλαμβάνουμε και θα μεταλαμβάνουμε όλοι οι Έλληνες…».
Δημήτρης Ρέππας, υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων του ΠΑΣΟΚ.
Άλλη μια άθλια δήλωση είναι του νυν προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια που έκανε το 2005:
«Είμαι ευτυχής γιατί είμαι εδώ σήμερα, μια ιστορική μέρα για ολόκληρο τον Ελληνισμό και το Έθνος. Το παράδειγμα(!) των μαχητών της Τριπολιτσάς είναι συνεχώς επίκαιρο» (Ελευθεροτυπία, 26-9-2005).[20]


Το «ήθος» ενός εθνικού ήρωα
Από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές του ντοκιμαντέρ του Σκάι ήταν η απομυθοποίηση του Κολοκοτρώνη -εμβληματική μορφή για το δεξιό και ακροδεξιό χώρο και γι’ αυτό προκάλεσε και τόσες αντιδράσεις από το χώρο αυτό. Η απομυθοποίηση αυτή έχει ενδιαφέρον γιατί μας αποκαλύπτει πως τα ιστορικά γεγονότα που βρίσκονται χρονικά (σχετικά) μακριά από το παρόν αποστειρώνονται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της άρχουσας τάξης. Αποστερούνται οποιουδήποτε κοινωνικού νοήματος και φυσιογνωμίες-ξόανα χρησιμοποιούνται για να νοηματοδοτήσουν τα πιο ποταπά εθνικιστικά αντανακλαστικά.
Ο εθνικός μύθος που δημιουργήθηκε για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη αποκαλύπτει πως οι ιδεολογικοί μηχανισμοί ενός κράτους έχουν την δύναμη να μετατρέψουν ένα αμφιβόλου ηθικής άτομο σε «εθνικό ήρωα». Ο Σκωτσέζος νομικός και φιλέλληνας George Finlay που συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821 και αργότερα έγραψε την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» (η οποία πρόσφατα επανεκδόθηκε από την Βουλή των Ελλήνων[21]) αναφέρει ότι ο Κολοκοτρώνης ανέβαλε την επίθεση στην Τριπολιτσά διαπραγματευόμενος περισσότερα λύτρα απ’ τους πολιορκημένους και μετά έκλεβε και έκαιγε ελληνικά χωριά για να εξασφαλίσει λάφυρα στους στρατιώτες του.
Πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1821 δείχνουν αποστροφή προς το πρόσωπο του Κολοκοτρώνη:
«Την επαύριον —της καταλήψεως της Τριπολιτσάς— υπήγον οι οπλαρχηγοί να διανείμουν τους 50 ίππους των βεζυράδων, να πάρη αναλόγως έκαστος το ανήκον εις το σώμα του μερίδιον. Εγώ έκρινα αναξιοπρεπές δια τον εαυτόν μου να παρευρεθώ εις τοιαύτην διανομήν και υπήγεν ο αδελφός μου ο Δημητράκης. Εδιόρισαν λοιπόν άπαντες τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην ομοφώνως να κάμη την διανομήν και αυτός να δώση αναλογίαν εκάστου και την έκαμεν. Αλλ’ ο Κολοκοτρώνης απήτει να λάβη όλον το μερίδιον της επαρχίας Καρυταίνης, να το αναλογίση αυτός ως αρχηγός. Ο Κυριακούλης τον απήντησεν, ότι όλοι ημείς εγνωρίσαμεν απ’ αρχής του αγώνος μόνους τους Δεληγιανναίους. Θυμωθέντες και οι δύο και λογοτριβούντες, θυμώσας ο Κυριακούλης, διότι τον επρόσβαλε, του έδωσε μίαν κλωτσιάν, ώστε ολίγον έλειψε να τον κρημνίση κάτω από την σκάλαν να συντριφτή, λέξας μετ’ οργής προς αυτόν:
-Σκατόβλαχε. Θα σε κάμω και σένα αρχηγόν και μεγάλον. Παλιόκλεφτα!».
Κανέλλος Δεληγιάννης «Απομνημονεύματα»[22]
Ο Μακρυγιάννης τον κατηγορεί για δειλία:
«Είχε διοριστή ο αρχηγός Κολοκοτρώνης να πολεμήση τον Μπραΐμη στα Ντερβένια και πήγαν όλα τα σώματα και οι Πελοποννήσιοι μαζύ του. Και κουβάλαγαν οι κάτοικοι και η Κυβέρνησις ζαϊρέδες και πολεμοφόδια να πολεμήσουνε τον Μπραΐμη. Ευτύς οπού τον είδαν μπροστά τους, άφησαν τις θέσεις τους και πήραν τα βουνά. Και πέρασε ο Μπραΐμης εις τα Ντερβένια απολέμιστος. Εμφυλίους πόλεμους και φατρίες επιτηδεύεται ο Αρχηγός να κάνη, Τούρκους δεν είχε κώλο να πλησίαση κοντά τους. Αφού επήγαμεν με τον υπουργόν, όπου τον έβαλε η Κυβέρνησις να προμηθεύη τα αναγκαία του πολέμου εις τον Αρχηγόν, μάθαμε εις τον Αχλαδόκαμπον ότι ο Μπραΐμης κυρίεψε την Τροπολιτσά, κι ο αρχηγός με το στράτεμα ξεποδιαριάστηκαν φεύγοντας εις τα βουνά».
Μακρυγιάννης «Απομνημονεύματα»[23]
Στην διάρκεια του εμφυλίου πολέμου το 1824 ο Κολοκοτρώνης πολέμησε μαζί με την αριστοκρατία της Πελοποννήσου ενάντια στην επαναστατική κυβέρνηση υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα της ληστρικής κάστας τους. Μετά την ήττα ο χαρακτήρας του Κολοκοτρώνη εμφανίζει την ποιότητά του. Μεταβαίνει στο Ναύπλιο και εκλιπαρεί αμνηστία στέλνοντας ένα γλοιώδες γράμμα:
«…Άνθρωπος είμαι, ενεπλέχθην εις σκευωρίας, ενέπεσα εις παγίδα, ηπατήθην, έδωσα λόγον τιμής, λόγον εμπιστοσύνης, τον όποιον διά να φυλάξω εβιάσθην να πράξω εναντία των νόμων του έθνους, εναντία των συμφερόντων της πατρίδος… άλλ’ ήδη με θλίψιν και λύπην εγκάρδιον προστρέχω εις την μητρικήν φιλοστοργίαν της, επικαλούμενος την τρυφεράν συμπάθειάν της διά τα παθήματα μου, και την αδέκαστον δικαιοσύνην της διά τα τετολμημένα…».[24]
Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους ο Κολοκοτρώνης ταυτίστηκε με τις πλέον συντηρητικές και αντιδραστικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν ηγετική φυσιογνωμία του «Ρωσικού κόμματος», που αντιδρούσαν σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση που έθιγε τα συμφέροντα των προυχόντων και της εκκλησίας.
Το ελληνικό κράτος για να ξεκόψει την ελληνική εκκλησία από την επιρροή του πατριαρχείου της Ινσταμπούλ αποφάσισε το 1833 να ανακηρύξει την εκκλησία της Ελλάδας σε αυτοκέφαλη. Επιπλέον πάρθηκαν μέτρα για τη διάλυση των πολλών μοναστηριών που ήσαν πηγή εκμετάλλευσης και οικονομικής καθυστέρησης της υπαίθρου:
«Τα μέτρα για την τακτοποίηση του μοναστηριακού προβλήματος ολοκληρώθηκαν λίγο αργότερα. Με το πρώτο διάταγμα της 7ης Οκτωβρίου 1833 αποφασίσθηκε η διάλυση των μοναστηριών πού είχαν λιγότερους από 6 μοναχούς. Το δεύτερο, της 9ης Μαρτίου 1834, καθόριζε τη διάλυση όλων των γυναικείων μοναστηριών εκτός από τα τρία που αντιστοιχούσαν στις τρεις μεγάλες γεωγραφικές περιοχές. Στις μοναχές πού ήταν λιγότερο από σαράντα ετών δόθηκαν οδηγίες να εγκαταλείψουν τα μοναστήρια και να γυρίσουν πάλι στον εγκόσμιο βίο. Με το τρίτο διάταγμα, της 8ης Μαΐου 1834, απαγορεύθηκαν οι δωρεές ιδιωτών στην Εκκλησία. Όλη η μοναστηριακή περιουσία περιερχόταν στο κράτος με την πρόθεση να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση του κρατικού εκπαιδευτικού προγράμματος -μισθοί δασκάλων, ενοικιάσεις σχολικών κτιρίων, υποτροφίες, χρηματοδότηση αρχαιολογικών σπουδών κλπ., καθώς και για τη βελτίωση της ζωής του κατώτερου κλήρου.
Από τα υπάρχοντα 524 μοναστήρια διατηρήθηκαν τα 146 83 γιατί συγκέντρωναν το καθένα περισσότερους από 6 μοναχούς και τα υπόλοιπα 63 γιατί βρίσκονταν στην περιοχή της Μάνης, όπου η κυβέρνηση απέφευγε να επέμβει, φοβούμενη την παράταση της εξεγέρσεως πού είχε αφορμή ακριβώς τη διάλυση των μοναστηριών».[25]
Αντιδρώντας σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις ο Κολοκοτρώνης:
«[…] έγραψε και έστειλε επιστολή στον υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας Νέσελροδ, εκφράζοντας την ανησυχία του για την εκκλησιαστική πολιτική της Αντιβασιλείας. Ο κόμης Νέσελροδ, στην απάντηση του, στις 11 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, συμβούλευε και εξ ονόματος του τσάρου, τη συσπείρωση των Ελλήνων γύρω από το θρόνο και την επιμονή στην πίστη και στη θρησκεία τους».[26]
Για το λόγο αυτό ο Κολοκοτρώνης πέρασε από δίκη για συνομωσία με ξένες δυνάμεις κατά του ελληνικού κράτους, δικάστηκε και φυλακίστηκε. Λίγο αργότερα ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε, τα προνόμια της εκκλησίας διατηρήθηκαν και επεκτάθηκαν για να ταλαιπωρούν μέχρι σήμερα την ελληνική κοινωνία.
Αυτός ήταν (εν συντομία) ο βίος και η πολιτεία ενός «εθνικού ήρωα». Συμπέρασμα: όπου ακούτε για «εθνικούς ήρωες» τιμώμενους από το κράτος να υποψιάζεστε ότι υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα κάποιοι απατεώνες να κρύβονται πίσω από αυτόν τον τίτλο.
Άγγελος Κ


Σημειώσεις

[5] Περικλής Ροδάκης, Κλέφτες και Αρματολοί, Ελληνικά Γράμματα Αθήνα 1996.
[6] Γιάννης Μηλιός, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, εκδόσεις Κριτική Αθήνα 2000.
[7] Στο ίδιο.
[8] Στο ίδιο.
[9] Κ. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του ελληνικού έθνους, Αθήνα 1971. Αναφέρεται στο Λύσανδρος Π. Παπανικολάου, Αθέατες πλευρές της νεοελληνικής ιστορίας, εκδόσεις Διογένης 1997.
[10] Νίκος Β. Ροτζώκος, Επανάσταση και εμφύλιος στο Εικοσιένα, εκδόσεις Πλέθρον/Δοκιμές 1997.
[11] Γιάννη Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1999.
[12] Στο ίδιο.
[13] Στο ίδιο.
[14] Γιάννης Μηλιός, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, εκδόσεις Κριτική Αθήνα 2000.
[15] Στο ίδιο.
[17] Ιστορία του ελληνικού έθνους, Τόμος ΙΒ, εκδοτική Αθηνών, 1975
[19] Στο ίδιο.
[20] Θανάσης Τριαρίδης, Η «Ελευθερία» που σφάζει αμάχους,http://www.triaridis.gr/keimena/keimD035.htm
[22] Το 1821 χωρίς δάφνες και στεφάνια, Βάσος Τσιμπίδαρος, εκδόσεις Πατάκη 2001.
[23] Στο ίδιο.
[24] Ιστορία του ελληνικού έθνους, Τόμος ΙΒ, εκδοτική Αθηνών, 1975.
[25] Ιστορία του ελληνικού έθνους, Τόμος ΙΓ, εκδοτική Αθηνών, 1977.
[26] Στο ίδιο.

πόσοι μας διάβασαν: