Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Το 1821 στον δημόσιο λόγο και την δημόσια ιστορία


του Άκη Παλαιολόγου



Για να κατανοήσουμε την πορεία και τη φυσιογνωμία του δημόσιου λόγου, σε σχέση με την επανάσταση του 1821, οφείλουμε να κάνουμε την εξής παραδοχή:

Όπως η ιστοριογραφία, έτσι και ο δημόσιος λόγος, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μάλιστα, δεν είναι ένα στατικό πεδίο, αλλά υπόκειται σε δυναμικές μεταβολές, που είναι σε άμεση συνάρτηση, με τις πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές που λάμβαναν και λαμβάνουν χώρα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.

Λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το ιδεολόγημα που δέσποσε στην εσωτερική ζωή της χώρας και επικαθόρισε την εξωτερική της πολιτική ως τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήταν το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Η επέκταση δηλαδή του ελληνικού κράτους, ώστε να συμπεριλάβει στους κόλπους του τους "υπόδουλους αδερφούς". Τους "ελληνορθόδοξους" δηλαδή πληθυσμούς που βρίσκονταν στο νότο των Βαλκανίων και στην Μικρά Ασία και την δημιουργία ενός μεγάλου κράτους με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, καταλήγοντας στην απόληξή της, σε μια συμβολική επανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ανάπτυξη αυτή του λυτρωτικού εθνικισμού, επικράτησε ως ιδεολόγημα στο εσωτερικό και στην εξωτερική πολιτική έφερε την Ελλάδα σε τροχιά σύγκρουσης με άλλα κράτη και πρωτίστως την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Στο αλυτρωτικό ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας, η επανάσταση του 1821, έπαιζε σημαντικότατο ρόλο, καθώς αποτελούσε το σημείο μηδέν, το εφαλτήριο για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Σταδιακά, μετά διάφορες κρίσεις όπως ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853 - 1856) και η κρητική εξέγερση (1866 - 1867) και ιδίως μετά τον πόλεμο του 1897 και την ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας, ο δημόσιος λόγος εμπλουτίστηκε με νέα συγκινησιακά μοτίβα, καθώς και με την επίκληση των τραυματικών μνημών της οθωμανικής αδικίας και καταπίεσης, που αποτίναξε η επανάσταση του 1821.

Το 1821, απαντάται και επικαλείται σε πάμπολλες περιπτώσεις του δημόσιου λόγου. Από την φλογερή αλυτρωτική αρθογραφία των εφημερίδων, ως τις λαϊκές λιθογραφίες, που εμπλούτιζαν με μοτίβα από την επανάσταση του 1821, τις νίκες του ελληνικού στρατού στους Βαλκανικούς πολέμους και από τα παιδικά (;) βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα, ως τις πομπώδεις εκδηλώσεις που προετοίμαζαν οι βενιζελικοί για την επέτειο των 100 ετών από την επανάσταση του 1821. Εορτασμοί και τελετές που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν, καθώς το 1921, η κυβέρνηση Γούναρη πλέον, ενέτεινε την πολεμική προσπάθεια στην Μικρά Ασία.

Η Μεγάλη Ιδέα, καταρρέει το 1922 μαζί με το μέτωπο στη Μικρά Ασία και την έλευση των προσφύγων στο ελληνικό κράτος. Η επανάσταση του 1821 όμως, δεν αργεί να επιτελέσει νέο ρόλο. Η θεωρία της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους της έδινε ιδιαίτερο βάρος. Το 1821, αποτελούσε τον νεώτερο συνδετικό κρίκο του ελληνοχριστιανικού έθνους, της ένωση δηλαδή του αρχαιοελληνικού με τον βυζαντινό χριστιανικό πολιτισμό, θεωρία που θεμελιώθηκε από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο το 1860, σχηματοποιήθηκε και κανονικοποίθηκε στον Μεσοπόλεμο και κυριάρχησε στην ακαδημαϊκή κοινότητα και τον δημόσιο λόγο. Το ελληνοχριστιανικό έθνος, προβλήθηκε πολύ έντονα από την δικτατορία του Μεταξά, η οποία για την επέτειο της 25ης Μαρτίου, θέσπισε κάτι που όλοι γνωρίζουμε και βλέπουμε μέχρι σήμερα, τις στρατιωτικού τύπου παρελάσεις των μαθητών.

Στην Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, το 1821, κατέχει σημαντική θέση στον λόγο του ΕΑΜικού κινήματος: Οι συχνές αναφορές στο "νέο '21", η υιοθέτηση ονομάτων πολεμιστών και ηρώων της επανάστασης του '21 από καπετάνιους και στελέχη του ΕΛΑΣ, το ιδιαίτερο βάρος που έδιναν στην επανάσταση του '21 τα διδακτικά εγχειρίδια και πολλές θεατρικές παραστάσεις στην Ελεύθερη Ελλάδα, τα κλέφτικα τραγούδια που τραγουδούσαν διάφορες μονάδες του ΔΣΕ, καθώς και έντυπο υλικό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, είναι μερικά από αυτά τα παραδείγματα.

Μετά το τέλος του Εμφυλίου, η Αριστερά προσπάθησε να απαντήσει στην διαιρετική τομή που προέκυψε από τον Εμφύλιο, συγκροτήθηκε γύρω από την έννοια της «εθνικοφροσύνης». Το διχοτομικό σχήμα «εθνικόφρονες», που αφορούσε τους νικητές του Εμφυλίου και «αντεθνικόφρονες» που αναφερόταν στους ηττημένους, συνόψιζε και παγίωνε τις διαιρετικές τομές των εμφυλίων συγκρούσεων, καθορίζοντας και τα όρια της νομιμότητας στη μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα, στο πολιτικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο, αλλά και στην εκπαίδευση, τον Τύπο και συνολικά στην καθημερινή ζωή. Το ιδεολογικό μόρφωμα του «κράτους των εθνικοφρόνων», είχε ως προϋπόθεση για τη λειτουργία του ότι «η αντίθετη άποψη έπρεπε με κάθε τρόπο να εξαλειφθεί». Η Αριστερά προσπάθησε να απαντήσει στην αμείλικτη αυτή τομή, προβάλλοντας τον πατριωτικό και εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα της ΕΑΜικής Αντίστασης

Σε ιδεολογικό και κοινωνικό επίπεδο, η Αριστερά βοηθήθηκε από την πολιτική μεταστροφή που ξεκίνησε να πραγματοποιείται στις αρχές της δεκαετίας του 1960, μεταστροφή που σηματοδοτούσε τη μετάβαση από τη μετεμφυλιακή τομή μεταξύ «εθνικοφρόνων» και «μη εθνικοφρόνων», σε μια νέα διαιρετική τομή, που εδραζόταν στο δίπολο «Δεξιά – Αντιδεξιά». Η μετάβαση αυτή στη νέα διαιρετική τομή, αποτυπώθηκε και στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε από το 1963, η Ένωση Κέντρου ως κυβέρνηση τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940: Μπορεί να αρνήθηκε κατηγορηματικά τη νομιμοποίηση της ΕΑΜικής Αντίστασης, ανέδειξε ωστόσο ποικιλόμορφα την γενικότερη Εθνική Αντίσταση, μετατοπίζοντας έτσι το πεδίο των πολιτικών διαιρέσεων από τον Εμφύλιο στην Κατοχή και στη διαίρεση μεταξύ «αντίστασης» και «συνεργασίας».

Στο πλαίσιο αυτό, στα έντυπα, στις εκδηλώσεις και στο λόγο της ΕΔΑ και της Νεολαίας Λαμπράκη, ιχνηλατούνται τα χνάρια της νέας υπό διαμόρφωση διαιρετικής τομής «αντίστασης» και «συνεργασίας». Συναντάμε ειδικότερα συχνές αναφορές στην επανάσταση του 1821, η οποία συνδέεται και παραλληλίζεται με την πατριωτική - εθνικοαπελευθερωτική δράση της Αριστεράς, την περίοδο της Κατοχής. Αλλά και οι πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου, στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, έδιναν ιδιαίτερο βάρος στην επανάσταση του 1821, ως την αρχή αποτίναξης από τον λαό ενός καταπιεστικού καθεστώτος. Το 1821, είχε ιδιαίτερα πλούσια αανφορά στα σχολικά εγχειρίδια που διδάσκονταν τα παιδιά των πολιτικών προσφύγων και οι πρόσφυγες έδειχναν ιδιαίτερη φροντίδα στις εκδηλώσεις που διοργάνωναν για την επέτειο της 25η Μαρτίου, σχολικές και μη.

Η επανάσταση του 1821, υφίσταται ίσως την πιο βάναυση μεταχείριση, σε αισθητικό, προπαγανδιστικό και πολιτιστικό επίπεδο στη διάρκεια της Δικτατορίας των συνταγματαρχών. Οι "φιέστες" και οι χοντροκομμένες αναπαραστάσεις μαχών του '21 σε στάδια και οι φαιδρές, στα όρια του cult, ταινίες του Τζέιμς Πάρις (Σουλιώτες, Παπαφλέσσας), είναι μάλλον τα πιο χαρακτηριστικά υποπροϊόντα κακοποίησης της επανάστασης του 1821. Το ίδιο το σύμβολο της χούντας, ο φοίνικας, προβαλλόταν σε ευθεία αναγωγή με την "αναγέννηση του σκλαβωμένου έθνους" μέσα από την επανάσταση του ΄21, με την θέση όμως του εχθρού, να μην την καταλαμβάνει ο "Τούρκος", αλλά ο κομμουνισμός.

Στην Μεταπολίτευση, η επανάσταση του 1821, αποφορτίζεται από τις μετεμφυλιακές διαιρέσεις και εντάσεις και καναλιζάρεται εντός της άμβλυνσης των φορτίσεων και των ερμηνειών της ιστορίας, στο πλαίσιο της "εθνικής συμφιλίωσης". Δύο όμως περιστατικά, ένα λησμονημένο και ένα πασίγνωστο, έρχονται να τονίσουν ότι το 1821, όχι μόνο είναι επίκαιρο στον δημόσιο λόγο, αλλά εξακολουθεί να τροφοδοτεί μνήμες, να είναι πρόσφορο προς άγρα και εκμετάλλευση.

Τον Ιούνιο του 1994, σημειώθηκε ανεπιτυχής δολοφονική απόπειρα, σε προεκλογική συγκέντρωση στην πλατεία Αριστοτέλους στην Θεσσαλονίκη, εναντίον τριών στελεχών του ΚΚΕ, τους Γιάννη Θεωνά, Μιχ. Σπυριδάκη και Β. Εφραιμίδη. Η περίοδος που έλαβε χώρα η δολοφονική απόπειρα δεν ήταν τυχαία. Το 1994, η ελληνική κοινωνία σαρωνόταν ακόμα από το κλίμα εθνικιστικού παροξυσμού που αναπτύχθηκε με αφορμή το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων. Το "Σκοπιανό", η πρόσφατη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο πρώτες οξύνσεις στο μεταναστευτικό ζήτημα, δημιουργούσαν πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια του εθνικισμού, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα.

Πώς σχετίζεται η υπόθεση αυτή με το 1821; Κατά πρώτον, διάφορα περιθωριακά ακροδεξιά έντυπα, εξήραν το "πατριωτικό" αυτό κτύπημα εναντίον του "εθνοπροδοτικού" ΚΚΕ, υπενθυμίζοντας τη θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος υπέρ της αυτονομίας της Μακεδονίας (1924 - 1936), όσο και τη στήριξη που παρείχε στους Σλαβομακεδόνες στον Εμφύλιο. Τη σκυτάλη, πήρε στη συνέχεια, το κανάλι Tele City, γνωστό σήμερα ως Τηλε Άστυ, του Καρατζαφέρη. Το Tele City, προφανώς φοβούμενο τις νομικές κυρώσεις δεν επικροτούσε ανοιχτά την δολοφονική απόπειρα, αλλά εννοούσε υποδόρια, ότι το ΚΚΕ, πληρώνει την "αντεθνική" του στάση στο παρελθόν. Ως παράδειγμα, έφερνε την προσπάθεια του Γιάννη Κορδάτου, να "μαρξιστικοποιήσει" και να "ταξικοποιήσει", το "έπος" του 1821.

Το δεύτερο και οικείο στους περισσότερους παράδειγμα, ήταν το λάβαρο της Αγίας Λαύρας, που κράδαινε ο Χριστόδουλος στις συγκεντρώσεις της Εκκλησίας το 2000 ενάντια στις νέες ταυτότητες, καλώντας το αλαλάζον ποίμνιο, σε νέους αγώνες υπέρ του Έθνους.

Το 1821, επανήλθε στην επικαιρότητα πριν λίγους μήνες, μετά τις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι αναφορές του Θ. Πάγκαλου, σε ομιλία του στην Οξφόρδη, που χαρακτήρισε τους αγωνιστές του 1821 ως «ένα μάτσο αγράμματων και αδαών χωρικών που μετά βίας μιλούσαν ελληνικά». Η ειρωνεία είναι ότι μέσα στον ορυμαγδό ελεεινολογιών που προβαίνει τους τελευταίους μήνες, ο Πάγκαλος είπε στο συγκεκριμένο θέμα μια αλήθεια, καθώς πράγματι υπήρχαν τμήματα του πληθυσμού, ιδίως στην επαναστατημένη Πελοπόννησο, που δεν μιλούσαν ελληνικά αλλά αλβανικά. Αυτό συνδέεται με την σειρά ντοκιμαντέρ "1821" του ΣΚΑΙ, που ίσως το πιο θετικό της σημείο είναι ότι καταρρίπτει μια σειρά εθνικών στερεοτύπων γύρω από την επανάσταση του 1821.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα το ντοκιμαντέρ "1821", πρέπει να το εντάξουμε στη σφαίρα της Δημόσιας Ιστορίας. Η Δημόσια Ιστορία, είναι προϊόν των τελευταίων δεκαετιών και εδράζεται βασικά στην τεχνολογική ανάπτυξη και τη διεύρυνση ης σφαίρας απεύθυνσης των ΜΜΕ. Διεκδικεί ένα τεράστιο κοινό που, εν πολλοίς, δεν έχει σχέση ακαδημαϊκή ιστορία, ενώ η ίδια αποσκοπεί στην ιστορική αφύπνιση, την ενημέρωση και ενδεχομένως την επιμόρφωση του κοινού αυτού του "ανειδίκευτου" συνολικού πληθυσμού, του "λαού".

Η Δημόσια Ιστορία, σύμφωνα με τον Χάγκεν Φλάισερ, λειτουργεί ως διαμεσολαβήτρια ανάμεσα αφενός στην κοινή γνώμη, και αφετέρου στους "παραγωγούς" επιστημονικής έρευνας. Η κοινή γνώμη ωστόσο, δεν είναι ένα ενιαίο κοινό καταναλωτών, αλλά αποτελείται από πολλά διαφορετικά σύνολα που αντιδρούν με διαφορετικούς τρόπους. Συνήθως, όλες οι ενδιαφερόμενες κοινωνικές και εθνικές ομάδες έχουν μια δεδομένη γνώμη, κάποιο δικό τους αφήγημα, δηλαδή άμεσες ή έμμεσες μνήμες για τα κρίσιμα και "άλυτα" ζητήματα του παρελθόντος, στα οποία οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους, είχαν μερίδιο συμμετοχής. Είναι συνεπώς μια ιστορία στη οποία τα συναισθήματα και η έκφραση συναισθημάτων έχουν κεντρικό ρόλο.

Σε σύγκριση με την παραδοσιακή ιστοριογραφική επιστήμη, η Δημόσια Ιστορία καλύπτει περισσότερα επίπεδα και έχει συχνά διεπιστημονικό χαρακτήρα, αφού διαθέτει πολλούς και ποικίλους διαμεσολαβητές. Μαζί με τους ιστορικούς, συνεισφέρουν επίσης δημοσιογράφοι, υπεύθυνοι μουσείων και αρχείων, σκηνοθέτες, εξειδικευμένοι σύμβουλοι μεγάλων επιχειρήσεων και φορέων του δημόσιου βίου που έχουν αναλάβει την διάχυση ιστορικής γνώσης σε διάφορα επίπεδα. Τη Δημόσια Ιστορία ακόμη, υπηρετούν και οι φορείς του ιστορικού τουρισμού (π.χ. Μονή Αγίας Λαύρας, εκδηλώσεις για Έξοδο Μεσολογγίου).

Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί η συγκεκριμένη σειρά, φιλοδοξεί όχι απλώς να "διαπαιδαγωγήσει" ιστορικά, αλλά ταυτόχρονα να "επιμορφώσει" πολιτικά το τηλεοπτικό κοινό.

Για το καθ' αυτό ντοκιμαντέρ, η ανάλυση του Κώστα Παλούκη, καλύπτει αναλυτικά τη φυσιογνωμία και τους στόχους του. Συμπληρωματικά, μπορούμε να σχολιάσουμε τα εξής:

Όπως αναφέρει ο Κ. Παλούκης, "το ντοκιμαντέρ και η ιστοριογραφία του Βερέμη αποδεικνύει ότι πίσω από το προοδευτικό προφίλ της κατάρριψης των εθνικιστικών μύθων ή της αποκάλυψης των αποσιωπήσεων μπορεί να κρύβεται μια άλλη μορφή αντιδραστικής ανάγνωσης της ιστοριογραφίας".

Η αντιδραστική αυτή ανάγνωση της ιστορίας, αναδεικνύεται, συμπληρώνεται και αλληλοτροφοδοτείται αρμονικότατα, από τον φορέα του ντοκιμαντέρ, τον ΣΚΑΙ.

Οι συνεχείς αναγωγές στο σήμερα που επιχειρεί ο παρουσιαστής Άρη Πορτοσάλτε (που συμπληρώνει την Αγία Τριάδα" τιμητών του καναλιού, με Παπαχελά και Παπαδημητρίου), δεν είναι τυχαίες.

Σταχυολογώντας μερικά από τα σχόλιά του, προκύπτει το εξής συμπέρασμα: Το 1821, οι "αγροίκοι" χωρικοί, ευθύνονταν για το "βάλτωμα" της υπόθεσης του νεοελληνικού κράτους, εννοώντας τις εμφύλιες συγκρούσεις που σημειώθηκαν στη διάρκεια της επανάστασης. Αντιτίθονταν στους Φαναριώτες, με αποτέλεσμα να προκληθεί εμφύλιος, αρνούνταν να συμμετάσχουν σε τακτικό στρατό, αντιδρούσαν στην προσπάθεια του Καποδίστρια να τους εκσυγχρονίσει και εξευρωπαΐσει και τελικά ευτυχώς (άλλο αν δεν το λέει ξεκάθαρα), που ήρθαν οι Βαυαροί και δημιούργησαν τις πρώτες υποδομές.

Ας συνδέσουμε τις αναφορές αυτές, με την επιχειρηματολογία που αναπτύσσουν τα κυρίαρχα ΜΜΕ, επιχειρηματολογία που ο ΣΚΑΙ διατυπώνει ίσως πιο κυνικά από άλλα Μέσα: Για την σημερινή κατάσταση ευθύνονται οι κοπρίτες Έλληνες, που καταναλώνουν και δεν παράγουν, που φοροδιαφεύγουν, έχουν σκανδαλώδη προνόμια σε διάφορους επαγγελματικούς κλάδους, είναι καλοπερασάκηδες, αντιπαραγωγικοί, απείθαρχοι, τεμπέληδες, υποταγμένοι σε συντεχνιακές αντιλήψεις και πελατειακές σχέσεις, που αντιδρούν στις προσπάθειες κυβέρνησης - Τρόικας - ΔΝΤ, να νοικοκυρέψουν τα δημοσιονομικά, να κάνουν την Ελλάδα ανταγωνιστική και ελκυστική σε επενδύσεις.

Αναφέρεται επίσης από τον Κ. Παλούκη, το ταξικό μίσος του Βερέμη απέναντι στον λαϊκό παράγοντα. Σε μια συζήτηση, μετά την προβολή κάποιου από τα τελευταία ντοκιμαντέρ, ο Βερέμης και ο Πορτοσάλτε, θρηνολογούσαν από κοινού γιατί μεγάλο μέρος των αγωνιστών της επανάστασης, μετά τη λήξη των μαχών, στράφηκαν στη ληστεία.

Οι αγωνιστές αυτοί, κατά 99% ακτήμονες χωρικοί, ζητούσαν γη και εφαρμογή της ισοπολιτείας και της ισονομίας που προβλέπονταν από τα δημοκρατικά Συντάγματα της επανάστασης, με άλλα λόγια, κοινωνική δικαιοσύνη. Συνεπώς, στη ληστεία δεν στράφηκαν απλώς για λόγους βιοπορισμού. Αντίθετα, με τον τρόπο αυτό, αμφισβητούσαν την οικονομική, πολιτική και κοινωνική τάξη πραγμάτων μέσα από την αμφισβήτηση εκείνων που κατείχαν ή προέβαλλαν αξιώσεις στην εξουσία, το νόμο και τον έλεγχο των πόρων. Αυτή είναι άλλωστε, κατά τον Hobsbawm, η ιστορική σημασία της ληστείας σε κοινωνίες με ταξικές διαιρέσεις και κράτη. Μπορούμε λοιπόν να πούμε, πολύ παρακινδυνευμένα όμως, δεδομένου ότι το νεογέννητο νεοελληνικό κράτος δεν είχε μια ταξική διαστρωμάτωση με καπιταλιστικούς όρους, ότι η μαζική καταφυγή πολεμιστών του 1821 στη ληστεία ήταν ίσως η πρώτη ένδειξη κοινωνικής σύγκρουσης με ταξικά χαρακτηριστικά που γνώρισε το νεοπαγές ελληνικό κράτος. Αν λοιπόν οι ληστές στα τέλη της δεκαετίας του 1820, προκαλούν τέτοιον αποτροπιασμό στους ιθύνοντες της σειράς "1821", φανταστείτε τι αποτροπιασμό τους προκαλούν οι αντιστάσεις και οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων στη δεκαετία του 2010. Μπορεί να τις λοιδορούν, να τις διαστρεβλώνουν και να τις συκοφαντούν, ωστόσο, τους τρομάζουν.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: