Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Η ίδρυση της ΓΣΕΕ το 1918 και η διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης

εφημερίδα Πριν,
23/12/2018
Κώστας Παλούκης
Τον Νοέμβριο του 1918 ιδρύθηκε η ΓΣΕΕ, από το πρώτο πανελλαδικό εργατικό συνέδριο, που έγινε στον Πειραιά. Το συναίσθημα του συνανήκειν διευρύνεται: από μια κλειστή ιεραρχημένη
επαγγελματική κοινότητα σε μια διευρυμένη εργατική κοινότητα σε πανεθνικό επίπεδο. Ο εργάτης της Κέρκυρας και ο εργάτης της Καβάλας νιώθουν ότι μοιράζονται μια κοινή μοίρα

Ένα από τα κύρια ιστοριογραφικά θέματα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα είναι η διαμόρφωση της εργατικής τάξης. Η συμβολή του Edward P. Thompson έγκειται ότι πρώτος αμφισβήτησε την παραδοσιακή οπτική του Ένγκελς για το «βρετανικό» παράδειγμα. Σύμφωνα με αυτό οι βιομηχανικοί εργάτες νέου τύπου παρέμεναν ακόμα μειοψηφία μέσα στον εργατικό πληθυσμό, ενώ ακόμα μέχρι το 1830 το πρότυπο του «μέσου άνδρα εργάτη» αντιστοιχούσε σε έναν ενήλικα άντρα βαμβακουργό χειροτεχνίτη. Γενικά, σε πολλές βρετανικές πόλεις ο πραγματικός πυρήνας δια μέσου του οποίου εισήλθαν στο εργατικό κίνημα ιδέες, οργάνωση και ηγεσία, δεν αποτελούνταν από βιομηχανικούς εργάτες, αλλά από χειροτεχνίτες όπως υφαντές, υποδηματοποιοί, κατασκευαστές σαμαριών και κατασκευαστές λουριών, βιβλιοπώλες, τυπογράφοι, εργάτες οικοδομών, μικροεπαγγελματίες κλπ. Επίσης, δεν ήταν αιτία των εξεγέρσεων κυρίως η υποβάθμιση της ζωής, εξαιτίας της βιομηχανικής επανάστασης. Η διαμόρφωση της εργατικής τάξης, μια διαδικασία όχι μόνο οικονομική, αλλά εξίσου πολιτική και πολιτισμική, προέκυψε από τη συμμετοχή κυρίως αυτών των στρωμάτων. Ο William E. Sewell προεκτείνει αυτήν την ιδέα και προτείνει ως καθολική αναγνώριση στην σύγχρονη ιστοριογραφία, ότι δηλαδή οι ειδικευμένοι τεχνίτες και όχι οι εργάτες στα νέα βιομηχανικά εργοστάσια κυριάρχησαν στο εργατικό κίνημα κατά τις πρώτες δεκαετίες της εκβιομηχάνισης.
Στην Ελλάδα, η συζήτηση αυτή έφτασε κάπως καθυστερημένα. Σε κάθε περίπτωση, δεν ισχύει η άποψη του Γιάνη Κορδάτου ότι «το προλεταριάτο αρχίζει να συγκεντρώνεται και να παίρνει ταξική συνείδηση … σ’ όσες πόλεις κάπνιζαν καμινάδες». Σε αντίθεση με την παραδοσιακή οπτική, όπως αυτή κληροδοτήθηκε από τον Γιάνη Κορδάτο, η συνδικαλιστική δράση δεν αναπτύχθηκε από τις «καπνισμένες καμινάδες» του Πειραιά και το βιομηχανικό προλεταριάτο, αλλά από τα ευρύτερα συντεχνιάζοντα εργατικά στρώματα των μισθωτών ειδικευμένων χειροτεκτόνων που ζούσαν γύρω από αυτά. Με βάση λοιπόν αυτά τα στρώματα ιδρύθηκε στα 1918, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας, η ΓΣΕΕ.
Υψηλή σχετικά η συνδικαλιστική συσπείρωση
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γιάνη Κορδάτου, στην Αθήνα καταγράφονται 33.456 εργάτες εκ των οποίων 4.868 γυναίκες και 1.620 παιδιά. Ταυτόχρονα, οι οργανωμένοι σε κάποιο σωματείο (κυρίως άνδρες, καθώς οι γυναίκες και παιδιά δεν συνδικαλίζονταν) ήταν 8.384, περίπου το 31% του ανδρικού συνόλου. Στον Πειραιά σε σύνολο 30.746 εργατών, εκ των οποίων 3.888 εργάτριες και 854 παιδιά, οι οργανωμένοι άνδρες εργάτες ήταν 12.349. Με άλλα λόγια, συνδικαλισμένοι ήταν το 47,5% των ανδρών εργατών, δηλαδή περίπου το 1/2. Συνολικά, στο λεκανοπέδιο καταγράφονται 64.202 εργάτες, εκ των οποίων οι 8.756 γυναίκες και 2.474 παιδιά. Με άλλα λόγια, συνδικαλισμένοι ήταν το 39,1% του συνολικού ανδρικού πληθυσμού (της εργατικής τάξης). Με άλλα λόγια, η συνδικαλιστική συσπείρωση ήταν πάρα πολύ υψηλή λαμβάνοντας υπόψη το επιχείρημα ότι το ελληνικό προλεταριάτο είχε μικρή σοσιαλιστική παράδοση.
Στην πραγματικότητα, η συσπείρωση ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Συγκεκριμένα, για το λεκανοπέδιο η επίσημη στατιστική του κράτους κατέγραφε 36.124 εργάτες, περίπου οι μισοί δηλαδή έναντι των στατιστικών του Κορδάτου. Η συγκεκριμένη όμως στατιστική δεν καταγράφει τους στρατιώτες και ενδεχομένως τους εργάτες σε ανθρακωρυχεία. Συνεπώς, ο βαθμός συνδικαλιστικής συσπείρωσης στους άνδρες εργάτες στην Αθήνα και τον Πειραιά πρέπει να άγγιζε ποσοστά πάνω από 70 ή 80%. Την ίδια εποχή, στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν 29 σωματεία, από τα οποία ενεργά ήταν μόνο τα 15, ενώ αδρανή τα 14. Τα σωματεία αντιστοιχούν σε 5.381 άνδρες εργάτες συνδικαλισμένους σε συνολικό εργατικό πληθυσμό 30.000. Επίσης, πρόκειται για υψηλό επίπεδο συνδικαλιστικής συσπείρωσης.
Το πρώτο πανελλαδικό εργατικό συνέδριο 
Το πρώτο πανελλαδικό εργατικό συνέδριο ξεκίνησε τις εργασίες του την 21 Οκτωβρίου 1918 στην Αθήνα, και μεταφέρθηκε στον Πειραιά την 26η για να ολοκληρώσει τις εργασίες της μέσα σε εφτά ημέρες με την ίδρυση της ΓΣΕΕ. Κατατέθηκαν 252 πληρεξούσια εκ μέρους 200 σωματείων, 10 εργατικών κέντρων και 2 εργατικών ενώσεων. Οι οργανώσεις αυτές προέρχονται από 20 πόλεις και αντιπροσωπεύουν 48 επαγγέλματα, με 60.000 οργανωμένους εργάτες, ενώ υπάρχουν και 100.000 επιπλέον μη οργανωμένοι εργάτες. Τα ταμεία των επαγγελματικών οργανώσεων ανέρχονταν αθροιστικά στο ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών. Η σύγκληση του πρώτου αυτού συνεδρίου συνοδευόταν με την προσπάθεια των διαφόρων εργατικών κλάδων να ιδρύσουν ομοιοεπαγγελματικές ομοσπονδίες. Συγκεκριμένα, η ομοσπονδία καπνεργατών και σιγαροποιών πήρε την πρωτοβουλία για να καλέσει σε αυτό το συνέδριο. Τα σωματεία των τυπογράφων και των συναφών επαγγελμάτων είχαν οργανώσει Συνδιάσκεψη για την ίδρυση Ομοσπονδίας, την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η Πανελλαδική Ομοιοεπαγγελματική Ομοσπονδία Μαγείρων, Ζαχαροπλαστών και Υπαλλήλων, τα ναυτικά σωματεία, όπως και οι οικοδομικοί κλάδοι, οι ραπτεργάτες και οι υποδηματεργατικοί κλάδοι. Το ίδιο και οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι. Το κύμα αυτό ίδρυσης ομοσπονδιών συνεχίστηκε μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ. Αν προσθέσει κανείς τους αρτεργάτες, στην πράξη έχει τις βασικές επαγγελματικές κατηγορίες οι οποίες αντιπροσωπεύθηκαν στο Συνέδριο του 1918 και πρωταγωνίστησαν σε αυτή τη διαδικασία. Πρόκειται λοιπόν κυρίως για ριζοσπαστικοποιημένους εργάτες, τεχνίτες των διαφόρων επαγγελμάτων, που στηρίζονται σε συντεχνίες, και όχι βέβαια για βιομηχανικούς εργάτες.
Η ανάδυση του ταξικού εργατικού πόλου 
Στην πράξη, το 1918 κορυφώνεται μια μακρά διαδικασία διαμόρφωσης της εργατικής τάξης κατά την οποία ο ταξικός εργατικός πόλος αναδύεται ως οργανωμένο πολιτικό υποκείμενο. Οι τεχνίτες εργάτες φέροντας ως συστατικό στοιχείο της κουλτούρας και της ιδεολογίας τους την επαγγελματική αλληλεγγύη, τείνουν όλο και πιο πολύ σε πιο καθολικές ταξικές προσλήψεις της υπερβαίνοντας από τη μία τον σκληρό οριζόντιο επαγγελματικό διαχωρισμό και δημιουργώντας από την άλλη κάθετους ενδοεπαγγελματικούς διαχωρισμούς ανάμεσα σε εργάτες και εργοδότες. Με άλλα λόγια, οι υποδηματεργάτες έτειναν ολοένα και πιο πολύ να αισθάνονται πιο μακριά από τους εργοδότες τους ως κάτι σταθερά διαφορετικό και εχθρικό, ενώ σταδιακά άρχισαν να εντάσσουν τους άλλους εργάτες τους κλάδου, π.χ. αρβυλοεργάτες, κλπ, στο κοινό επαγγελματικό αίσθημα της αλληλεγγύης. Για να φτάσουν τελικά όλοι οι διαφορετικοί επαγγελματικοί εργατικοί κλάδοι να ενταχθούν σε μια κοινή υπερεπαγγελματική σωματειακή δομή αλληλεγγύης μόνο εργατών.
Η τομή αυτή είναι σημαντική καθώς την εποχή εκείνη η έννοια του εργάτη σε αυτά τα επαγγέλματα παρέμενε αντικειμενικά ρευστή. Η δουλειά, π.χ. στους υποδηματεργάτες, μοιραζόταν κατ’ αποκοπήν από τους εμπόρους σε μάστορες υποδηματοποιούς οι οποίοι καλούσαν άλλους υποδηματεργάτες «καλφάδες» να εργαστούν σε αυτούς μαζί με τους μαθητές τους. Ο μάστορας υποδηματοποιός που πήρε τη δουλειά σε μια επόμενη φάση ενδεχομένως να απολέσει αυτή τη δυνατότητα και να εργαστεί κάτω από άλλο εργάτη μάστορα, διαδικασία η οποία ήταν απαξιωτική για το κύρος του. Επίσης, θα μπορούσε να εργαστεί ως ελεύθερος εργάτης, δηλαδή να πάρει την κατ’ αποκοπή εργασία από έναν άλλο μάστορα υποδηματοποιό. Με άλλα λόγια, η διακριτή αντικειμενική διάσπαση σε εργοδότες και εργάτες αποτελούσε ζητούμενο παρά δεδομένο σε μια κοινότητα με κοινό το αίσθημα του υποδηματοποιού και κοινό αντίπαλο τον έμπορο υποδημάτων.
Μια άλλη διάσταση που χαρακτήριζε τα επαγγέλματα αυτά και περιόριζε την αλληλεγγύη στο επαγγελματικό επίπεδο ήταν οι οικογενειακοί και εθνοτοπικοί δεσμοί. Για παράδειγμα, οι αρτοποιοί, σχεδόν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, προέρχονταν από την Ήπειρο. Οικογένειες από τα χωριά της περιφέρειας αυτής έστελναν τα παιδιά τους σε συγγενείς ή συντοπίτες στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη κ.α. Πολλές φορές η αντιπαράθεση για τη διεκδίκηση μιας δουλειάς αποκτούσε μια τέτοια εθνικοτοπική διάσταση, όπως η σύγκρουση στο λιμάνι του Πειραιά ανάμεσα σε κρητικούς και μανιάτες. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στους οικοδόμους, η εγκατάσταση μιας ομάδας μπουλουκιών με κοινή εθνικοτοπική σχέση σε μια πόλη δεν ήταν αυτονόητη καθώς ακολουθούσαν την δουλειά και επέστρεφαν στις πατρίδες τους με το τέλος της. Συνεπώς, με την ίδρυση της ΓΣΕΕ επιτυγχάνεται η διεύρυνση του συναισθήματος του συνανήκειν από μια κλειστή ιεραρχημένη επαγγελματική κοινότητα σε μια διευρυμένη φαντασιακή εργατική κοινότητα σε πανεθνικό επίπεδο, όπου ο εργάτης της Κέρκυρας και ο εργάτης της Καβάλας νιώθουν ότι μοιράζονται μια κοινή μοίρα.
Ο επαγγελματικός χαρακτήρας των ιδρυτικών σωματείων της ΓΣΕΕ εξηγεί ως εκ τούτου τον υψηλό βαθμό συσπείρωσής τους. Οι κλάδοι αυτοί ήταν ήδη μαζικά συγκροτημένοι σε διαταξικές επαγγελματικές συσσωματώσεις, τις συντεχνίες, με βασικό αντίπαλο την ελεύθερη αγορά και τους καταστηματάρχες-εμπόρους. Ως εκ τούτου, έφεραν ήδη στην κουλτούρα τους και την συνδικαλιστική εμπειρία, αλλά και έναν λανθάνοντα αντικαπιταλιστικό λόγο.
Όταν λοιπόν η βενιζελική εργατική νομοθεσία του 1914 υποχρέωσε τον διαχωρισμό εργατικών και εργοδοτικών σωματείων, ουσιαστικά επιταχύνθηκε η διαδικασία αυτονόμησης του εργατικού ταξικού πόλου και δημιουργήθηκαν μαζικά εργατικά σωματεία. Ήδη όμως στο πλαίσιο του βενιζελικού πατερναλιστικού λόγου, οι φιλελεύθεροι κοινωνιστές διανοούμενοι πρωταγωνιστούσαν από το 1910 με την ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, στην συνέχεια με το Εργατικό Κέντρο Βόλου και ύστερα με το Εργατικό Κέντρο Πειραιώς στην καλλιέργεια μιας ταξικής συνείδησης η οποία όμως δεν υπερέβαινε την εθνική ιδεολογία της συνεργασίας των κοινωνικών τάξεων. Η αμφισβήτηση από τα αριστερά της βενιζελικής πολιτικής ριζοσπαστικοποίησε τον λανθάνοντα αντικαπιταλισμό. Καθοριστικοί παράγοντες στάθηκε η επαφή με την Φεντερασιόν. Επίσης, σε καμία περίπτωση, ιδιαίτερα εν μέσω πολέμου, δεν μπορεί να υποτιμηθεί η επίδραση της Οκτωβριανής επανάστασης στα εργατικά στρώματα ενισχύοντας τις τάσεις για πιο καθολικές προσλήψεις της εργατικής τάξης, αλλά και πιο ριζοσπαστικά περιεχόμενα και μορφές δράσεις και οργάνωσης.
Ριζοσπαστικοποίηση, αντικαπιταλισμός και εθνικές συσπειρώσεις 
Οι τάσεις εθνικοθρησκευτικού και συνάμα πολιτικού διαχωρισμού κυριαρχούσαν, καθώς, ας σημειωθεί, ότι ο εθνικός διχασμός είχε ενισχύσει τις τάσεις οριζόντιων διαταξικών κοινωνικών συμμαχιών. Η παρουσία της Φεντερασιόν και του εβραϊκού εργατικού στοιχείου και μάλιστα ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας στην ιδρυτική διαδικασία λίγους μήνες πριν θεωρούνταν πρόβλημα και ανασχετικός παράγοντας στην ενοποίηση. Η Φεντερασιόν εκπροσωπούσε ίσως το πλέον αυθεντικό εργατικό προλεταριάτο των Βαλκανίων καθώς οι φτωχοί εβραίοι εργάτες, σε αντίθεση με τα εργατικά στρώματα των άλλων εθνικοθρησκευτικών ομάδων, είχαν περιορισμένες δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης. Οι εβραίοι εργάτες διαβιούσαν σε αυτήν την κατάσταση αυτή για πολλές δεκαετίες έως και αιώνες, αλλά και αντιμετώπιζαν μια μοναδική για τα δεδομένα των Βαλκανικών πόλεων κοινωνική φτώχια. Οι εβραίοι εργάτες κυρίως ήταν φορτοεκφορτωτές ξηράς και λιμένος και χειρώνακτες εργάτες του ποδαριού, αλλά το κυρίως συνδικαλισμένο τμήμα τους αποτελούταν εξίσου από καπνεργάτες και άλλα χειροτεχνικά επαγγέλματα. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της θεσσαλονικιώτικης εβραϊκής εργατικής τάξης συνεχόταν σε μια κοινή βαθιά ιστορική ταξική συνθήκη και μπορούσε να αλλάξει στο πλαίσιο μόνο με συνολικότερες ανατροπές στο πλαίσιο της αποβιομηχάνισης του ισχνού καπιταλισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο διεθνιστικός, σοσιαλιστικός και αντιπολεμικός προσανατολισμός της Φεντερασιόν ήρθε αμέσως σε σύγκρουση με τα φιλοβενιζελικά συνδικαλισμένα εργατικά στρώματα της Θεσσαλονίκης και της Παλαιάς Ελλάδας, κυρίως του Πειραιά. Η αντιπαράθεση αυτή η οποία ενέχει και αντισημιτικό-εθνικιστικό υπόβαθρο θα είναι εφικτό να ξεπεραστεί στα 1918. Η Φεντερασιόν είχε ήδη καλέσει σε δύο αποτυχημένες εθνικές προσπάθειες πανεργατικού Συνεδρίου. Η αλλαγή αυτή αφορούσε μια αντιφατική συνθήκη κυρίως στο φιλοβενιζελικό στρατόπεδο. Ο αυταρχισμός της βενιζελικής διακυβέρνησης, το κοινό εργατικό αντιπολεμικό συναίσθημα, αλλά και η επιθυμία της ίδιας της κυβέρνησης για την ίδρυση μιας εργατικής συνομοσπονδίας ενίσχυσε την διαδικασία. Η αντιπαράθεση θα επανέλθει στα 1919 με την μορφή τη διάσπασης της ΓΣΕΕ ανάμεσα στη φιλοβενιζελική παράταξη του καθαρού συνδικαλισμού και τη σοσιαλιστική παράταξη του ΣΕΚΕ.
Κλείνοντας αξίζει να σημειωθεί ότι τα συντεχνιάζοντα στρώματα των επαγγελματιών χειροτεχνών θα ριζοσπαστικοποιηθούν και θα πρωταγωνιστήσουν στην ίδρυση της ΓΣΕΕ σε μια περίοδο συγκεντροποίησης του κεφαλαίου εν μέσω πολεμικής περιόδου. Βασική αιτία η απειλή από την διαδικασία της συγκεντροποίησης καθώς διέλυε την παραγωγική αυτονομία, υπονόμευε τη θέση και το κύρος, τα ημερομίσθια, αλλά και τις ιεραρχικές δομές των συντεχνιαζόντων επαγγελμάτων. Η επόμενη κορυφαία στιγμή του ριζοσπαστικοποιημένου κινήματος των εργατών τεχνιτών επαγγελματιών στάθηκε η μεγάλη πολιτική και επαγγελματική απεργία του 1919. Το τέλος του πολέμου και η είσοδος του προσφυγικού πληθυσμού θα ανακόψει αυτή τη διαδικασία συγκεντροποίησης του κεφαλαίου ενισχύοντας την δεκαετία του 1920 τις μικρές επιχειρήσεις και τον λεγόμενο υπερεπαγγελματισμό. Το γεγονός αυτό στην πράξη ενίσχυσε την παρουσία του εργατικού συντεχνιάζοντος συνδικαλισμού των εργατών τεχνιτών. Σε κάθε περίπτωση, η αρχή είχε γίνει.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Η αντιδραστική συνέχεια κράτους και ακροδεξιάς


Κώστας Παλούκης, 
εφημερίδα Πριν, 28.10.2018


Εθνικό ταμπού

Η παρουσία του φασισμού στην Ελλάδα αποτελούσε για δεκαετίες ένα ιδεολογικό ταμπού καθώς κυριαρχούσε ένα δημοκρατικό αφήγημα. Το ελληνικό έθνος θεωρείται από την φύση του δημοκρατικό και αντιστασιακό και ως εκ τούτου αντιφασιστικό. Ενσωματώνονται ως αντιφασιστικές μάχες του λαού τόσο ο ελληνοϊταλικός πόλεμος όσο και η εθνική αντίσταση. Παράλληλα, προβάλλεται ο δημοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού μεσοπολέμου. Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός αντιμετωπιζόταν ως μια εξαίρεση στην πανευρωπαϊκής κλίμακας ροπή προς τον φασισμό. Το ίδιο το καθεστώς του Μεταξά «αποφασιστικοποιείται» και παρουσιάζεται σαν μια απλή δικτατορία που δεν είχε στην πραγματικότητα τα τυπικά φασιστικά χαρακτηριστικά. Οι δοσιλογικές οργανώσεις παρουσιάζονταν ως μειοψηφική εξαίρεση απέναντι στην πάνδημη αντιφασιστική ομοθυμία, ενώ οι δραστηριότητες των εμφυλιοπολεμικών και μεταπολεμικών ομαδοποιήσεων υποβαθμίζονται ιδεολογικά πίσω από τον όρο «παρακράτος». Οι ρητορικές της κρίσης μετέβαλλαν αυτές τις προσλήψεις. Η αναπαράσταση της αντιφασιστικής δημοκρατικής κοινωνίας δεν ήταν πια χρήσιμη ούτε νομιμοποιητική για το μνημονιακό καθεστώς. Στο δημόσιο διάλογο επικρατεί ένας ακροδεξιός αυταρχικός λόγος, φοβικός απέναντι στα δημοκρατικά, κοινωνικά και δημόσια αγαθά, βαθιά ρατσιστικός, ομοφοβικός και γενικά αντεπαναστατικός. Η τομή αυτή δεν προκάλεσε μόνο αυτήν την αντίδραση στο παρόν, αλλά αποτράβηξε το δημοκρατικό και προοδευτικό πέπλο, απογύμνωσε το ίδιο το παρελθόν από ιδεοληπτικές αναπαραστάσεις. Γι’ αυτό το λόγο, στην κορύφωση της πρόσφατης πολιτικής κρίσης ιστορικά στοιχεία του παρελθόντος αναδεικνύονταν συχνά πεδίο σύγκρουσης και αντιπαράθεσης των συμβολικών ρητορικών. Ο φασισμός ξαφνικά δεν ήταν ένα φάντασμα, αλλά μια πραγματική απειλή με παρελθόν, παρόν και ενδεχομένως μέλλον. Σε αυτό το κείμενο παρουσιάζονται στοιχεία αυτού του «μαύρου νήματος».

Ο φασισμός στην Ελλάδα προέκυψε κυρίως από μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα

Ο ελληνικός μεσοπόλεμος είχε μια ιδιαιτερότητα, τον «εθνικό διχασμό». Αυτή η ιδιαιτερότητα γέννησε δύο διακριτούς αστικούς πόλους με τη δική τους αριστερά, κέντρο και δεξιά. Ως εκ τούτου, ο ελληνικός μεσοπόλεμος γέννησε δύο φασιστικές γενεαλογίες οι οποίες όμως μπόρεσαν να συντεθούν και ενοποιηθούν κάτω από το μεταξικό καθεστώς. Η πιο σοβαρή περίπτωση προέκυψε από τον βενιζελικό πόλο και ήταν τα «τρία έψιλον», δηλαδή η Εθνική Ένωσις Ελλάς. Δημιουργήθηκε το 1927 στην Θεσσαλονίκη από μικρασιάτες πρόσφυγες. Η ιδεολογία της ήταν ταυτόχρονα αντισημιτική και αντικομμουνιστική συνδυάζοντας αυτά τα δύο σε μια ενιαία πρόσληψη του εσωτερικού εχθρού, κάτι που παραμένει μια κοινή ανάγνωση στο χώρο της άκρας δεξιάς. Ιδρυτής της ΕΕΕ και πρόεδρός της ήταν ο έμπορος Γεώργιος Κοσμίδης, ένας τουρκόφωνος πρόσφυγας, γραμματέας της ο τραπεζικός Δ. Χαριτόπουλος, ενώ τη δράση της προπαγάνδιζε ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Μακεδονία της Θεσσαλονίκης, Νίκος Φαρδής. Η εφημερίδα Μακεδονία αποτελούσε τον βασικό πυλώνα του βενιζελισμού στην Θεσσαλονίκη, με εκδότη τον Ι. Βελλίδη. Με άλλα λόγια, η εμφάνιση του φασισμού στην Ελλάδα προέκυψε σε μεγάλο βαθμό από μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα και με την ξεκάθαρη υποστήριξη του πολιτικού, δημοσιογραφικού και οικονομικού συστήματος. Οι τριεψιλίτες συμμετείχαν σε επίσημες παρελάσεις σε εθνικές εορτές και είχαν αναπτύξει παραστρατιωτική δράση με τους «Χαλυβδόκρανους». Η κρίσιμη περίοδος δράσης τους ήταν η περίοδος 1929-1933. Με την υποστήριξη της εφημερίδας Μακεδονία πρωτοστάτησαν στον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ τον Ιούλιο του 1931, ενώ τον Αύγουστο οργάνωσαν πορεία μέχρι τα ελληνοσερβικά σύνορα. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιήθηκε δίκη με κατηγορούμενους τον Ν. Φαρδή και μέλη της ΕΕΕ, οι οποίοι αθωώθηκαν. Οι τριεψιλίτες, βέβαια, αφού αποδόθηκαν καθαροί στην κοινωνία μετά τη δίκη της Βέροιας, στράφηκαν εναντίον των κομμουνιστών και των εργατικών συνδικάτων, όπως άλλωστε τους παρότρυναν κι οι υπεύθυνοι πολιτικοί ηγέτες.


Στις 17 Αυγούστου 1932 μέλη της οργάνωσης έκαναν ένοπλη επιδρομή στο σωματείο καπνεργατών κι έπειτα οικοδόμων Θεσσαλονίκης τραυματίζοντας σοβαρά τον γραμματέα του Χρ. Παπαδόπουλο και τον οικοδόμο Χ. Σταμπουλίδη, ο οποίος ξεψύχησε την επόμενη μέρα. Στην Καβάλα, την Θεσσαλονίκη και άλλες μακεδονικές πόλεις με έντονη κομμουνιστική δράση, πολύ συχνά εργοδότες και ο ιδιαίτερα βιομήχανοι ενίσχυαν φασιστικές ομάδες. Στην Βέροια, η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στα 1931 προκάλεσε την αντίδραση των βιομηχάνων. Ιδρύθηκε η Εθνική Αντικομμουνιστική Οργάνωση και ο βιομήχανος Λαναράς κάλεσε τον αρχηγό της, πρώην καπετάνιο οπλαρχηγό, στη Νάουσα για να τρομοκρατήσει τους εργάτες. Με την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία οι τριεψιλίτες ενθαρρύνθηκαν και ενεργούσαν αλλεπάλληλες επιθέσεις εναντίον εργατών και κομμουνιστών.


Στην Αθήνα, η κατάσταση ήταν εντελώς αντεστραμμένη πολιτικά. Η Εθνική Ένωσις Ελλάς συνδεόταν κυρίως με το αντιβενιζελικό κόμμα. Ο κύριος εκφραστής τους ήταν η εφημερίδα Ελληνική η οποία δημοσίευε τις προκηρύξεις και ενθάρρυνε την αντικομμουνιστική δράση των εθνικιστών. Τον Αύγουστο του 1931 και με αφορμή τον φόνο του αστυνομικού Γυφτοδημόπουλου από τον Μιχάλη Μπεζεντάκο, η εφημερίδα μέσα από τις προκηρύξεις της ΕΕΕ καλούσε στην εφαρμογή του νόμου του Λιντς απέναντι σε κάθε κομμουνιστή. Στην πράξη η επιρροή της οργάνωσης στην Αθήνα ήταν μικρότερη καθώς δραστηριοποιούνταν άλλες μικρότερες φασιστικές ομάδες. Η πιο μεγάλη παρέμβαση έγινε τον Ιούνιο του 1933, τρεις μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και την ανάληψη της διακυβέρνησης της Ελλάδας από τους αντιβενιζελικούς. Το πρωί της 25ης Ιουνίου κατέφτασαν από τη Θεσσαλονίκη δύο τρένα με περισσότερους από 1.500 χαλυβδόκρανους. Στην Αθήνα τα μέλη της ΕΕΕ κατευθύνθηκαν σε παράταξη στο άγαλμα του Αγνώστου Στρατιώτη. Στην τελετή κατάθεσης στεφάνων παραβρέθηκαν ο υπουργός Εσωτερικών και πρωθυπουργός επί κατοχής Ι. Ράλλης, ο πρόεδρος της Γερουσίας Στ. Γονατάς, ο Μητροπολίτης Βέροιας Πολύκαρπος και άλλοι παράγοντες. Η αστυνομική δύναμη είχε κινητοποιηθεί για την περιφρούρηση της ΕΕΕ. Ωστόσο, για δύο ημέρες το κέντρο της Αθήνας μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, καθώς μέλη του ΚΚΕ και της ΚΟΜΛΕΑ συγκρούονταν με τους τριεψιλίτες και τις αστυνομικές δυνάμεις. Κατά τις συγκρούσεις αυτές σκοτώθηκαν από τα πυρά των χαλυβδόκρανων ο αρχειομαρξιστής Θωμόπουλος και ο κομματικός Ταμπούκης, δεκάδες άλλοι τραυματίστηκαν, ενώ η Αστυνομία συνέλαβε 200 εργάτες. Αργότερα, οι τριεψιλίτες προσπάθησαν να οργανωθούν σε κόμμα και παρότι αυτό οδήγησε στη διάσπασή τους, εξακολουθούμε να τους βρίσκουμε στο πλευρό της χωροφυλακής στην καταστολή της εργατικής εξέγερσης τον Μάη του 1936, στο κάψιμο των «κομμουνιστικών» βιβλίων μπροστά στον Λευκό Πύργο τον Αύγουστο του ίδιου έτους, ενταγμένους στην ΕΟΝ, κατόπιν ανασυγκροτημένους κι αναβαθμισμένους σε ταγματασφαλίτες στο πλευρό των ναζί κι εντέλει συνεργάτες της αστυνομίας και του στρατού στα χρόνια του Εμφυλίου (παρότι πολλοί απ’ αυτούς ήταν καταδικασμένοι ως δοσίλογοι).
Η συγκρότηση της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ) το Νοέμβριο του 1936 συνιστά ένα από τα βασικά στοιχεία που ανατρέπουν την άποψη ότι το καθεστώς Μεταξά είναι μια καλή δικτατορία, εξαίρεση στο φασιστικό ευρωπαϊκό κανόνα. Με την ΕΟΝ το καθεστώς στόχευε στο να αποκτήσει το μαζικό λαϊκό έρεισµα που στερούνταν. Πρότυπο αγωγής της ΕΟΝ ήταν η «σπαρτιατική» οργάνωση και διαπαιδαγώγηση των νέων. Στα 1939-1940 συμμετείχαν πολλοί νέοι ηλικίας 8 έως 25 ετών. Αναφέρονται 750.000 μέλη το 1939, 1.250.000 το 1940.
Με την ονομασία «Τάγματα Ασφαλείας» είναι γνωστοί οι ένοπλοι σχηματισμοί που συγκροτήθηκαν το 1943-44 από τις γερμανικές αρχές κατοχής για την καταπολέμηση των ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σκοπός του εγχειρήματος ήταν η υπόθαλψη του ενδοελληνικού εμφυλίου έτσι ώστε να αυξηθεί η ευστοχία των κατασταλτικών μέτρων εναντίον του ΕΑΜ και, το κυριότερο, «να εξοικονομηθεί γερμανικό αίμα». Τα «ευζωνικά» τάγματα συγκροτήθηκαν με απόφαση της κυβέρνησης Ράλλη. Πολλά τάγματα συγκροτήθηκαν «εθελοντικά», με πρωτοβουλία στελεχών του διαλυμένου ελληνικού στρατού και άλλων «εθνικοφρόνων» τοπικών παραγόντων. Ταυτόχρονα, δρούσαν «εθελοντικές» αντιεαμικές ένοπλες ομάδες που συγκροτήθηκαν αυτόνομα, κυρίως στην Αττική. Τέλος, μονάδες «εθνικιστών» της Βόρειας Ελλάδας συγκροτήθηκαν απευθείας από τους Γερμανούς, έξω από τον έλεγχο της κυβέρνησης Ράλλη. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο «Εθελοντικός Ελληνικός Στρατός» (ΕΕΣ) του συνταγματάρχη Πούλου, ο οποίος χαρακτηρίζεται για τον αμιγώς εθνικοσοσιαλιστικό πολιτικό του λόγο.


Από τα Τάγματα Ασφαλείας στη δολοφονία του Λαμπράκη

Στα Τάγματα Ασφαλείας ή στα άλλα αντικομμουνιστικά αντιεαμικά σώματα στρατολογούνταν κυρίως λούμπεν στοιχεία: άνθρωποι πολύ φτωχοί προκειμένου να επιβιώσουν, εγκληματικοί τύποι για ξεκαθάρισμα προσωπικών διαφορών και ατομικό πλουτισμό, συγγενείς εκείνων που σκοτώθηκαν από τον ΕΛΑΣ. Στην Αθήνα, τα ευζωνικά τάγματα συμμετείχαν ενεργά στα «μπλόκα» του 1944, με σκοπό την κατατρομοκράτηση του πληθυσμού και την καταστροφή της πολιτικής υποδομής του ΕΑΜ, αλλά και στη συγκέντρωση εργατών για αναγκαστική εργασία στα γερμανικά εργοστάσια. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των Ταγμάτων Ασφαλείας υπήρξε η παραδειγματική αγριότητα που επέδειξαν στην πράξη, αγριότητα που ξεπερνούσε συχνά κατά πολύ την αντίστοιχη των γερμανών συναγωνιστών τους. Εκτός από συλλήψεις και φονικά, η παρουσία τους συνεπάγεται την πλήρη αποδιάρθρωση όλων εκείνων των δημιουργικών κοινωνικών πρακτικών που συνόδευαν την ανάπτυξη του ΕΑΜ. Ο Ξενοφών Γιοσμάς, αποκαλούμενος και φον Γιοσμάς λόγω της δοσιλογικής δράσης του, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπου που συνδέει τον δοσιλογισμό με τον μεταπολεμικό παρακρατικό μηχανισμό. Το 1943 σε συνεργασία με την γερμανική Μυστική Αστυνομία Στρατού οργάνωσε τις «Αντικομμουνιστικές Ομάδες Ασφαλείας» και στη συνέχεια εντάχθηκε ως Καπετάν Παρμενίων στην «Εθνική Αντικομμουνιστική Οργάνωση Κατερίνης, Πιερίων και Ολύμπου» (ΕΑΟ). Με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, διέφυγε στην Γερμανία και κατόπιν στην Βιέννη όπου συμμετείχε στην τελευταία κατοχική κυβέρνηση Τσιρονίκου που μεταφέρθηκε εκεί, ως υπουργός Προπαγάνδας. Τον Νοέμβριο του 1945 καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσίλογων ερήμην σε θάνατο ως συνεργάτης των Γερμανών.
Τα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν τη στιγμή γένεσης του νέου εμφυλιοπολεμικού σκηνικού. Οι ταγματασφαλίτες ουσιαστικά μετατράπηκαν από φασίστες σε υπερασπιστές της δημοκρατίας απέναντι στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό.
Για πολλές δεκαετίες, η ταυτότητά τους και η μνήμη τους παρέμεινε αυτολογοκριμένη. Ωστόσο, αυτός ο κόσμος αποτέλεσε τη μάζα υποστήριξης του παρακρατικού καθεστώτος της Δεξιάς. Στη Θεσσαλονίκη στελέχωσαν πολύ συγκεκριμένα επαγγέλματα με λούμπεν χαρακτηριστικά, όπως τους φορτοεκφορτωτές. Οργανώσεις με αιχμή τον αντικομμουνισμό και τον φιλομοναρχισμό αλλά και φτωχοί πολίτες που αναζητούσαν διέξοδο στα προβλήματα στέγασης και εργασίας, συντονίζονταν από εκπροσώπους των σωμάτων ασφαλείας και καθοδηγούνταν από άτομα, όπως δοσίλογοι που βρήκαν καταφύγιο από τη μνήμη της προηγούμενης δράσης τους στη συνεργασία με την αστυνομία, εντασσόμενοι στο πλέγμα εξουσίας. Η οργάνωση «Καρφίτσα» ήταν η παρακρατική ομάδα που έδρασε τη δεκαετία του ’60 ως μαχητικό τμήμα της οργάνωσης του Γιοσμά: «Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος». Η δράση του μηχανισμού κορυφώθηκε με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη το 1963.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

O αντι-αλκοολισμός στο σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα του ελληνικού μεσοπολέμου

Κώστας Παλούκης,
Ανακοίνωση στην Ημερίδα
«Αλκοόλ και αντιαλκοολισμός στην Ελλάδα, 1830-1950», 
Ιστορικό Αρχείο ΕΚΠΑ
(Σκουφά 45, Κολωνάκι)
Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Το ζήτημα του αντι-αλκοολισμού σε σχέση με την εργατική τάξη έχει απασχολήσει αρκετά την διεθνή βιβλιογραφία της ιστορίας της εργασίας και του εργατικού κινήματος. Ουσιαστικά υπάρχουν δύο συζητήσεις. Η πρώτη αφορά τα εργατικά στρώματα των εργατών χειροτεχνών και γενικότερα την ευρύτερη σχέση τους με τον πολιτισμό της ταβέρνας και η δεύτερη αφορά τα μοντέρνα εργοστασιακά εργατικά στρώματα. Παρά τις διαφοροποιήσεις της, και στις δύο περιπτώσεις, αν και σε διαφορετικές εποχές ή φάσεις ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, η σχέση του αλκοολισμού με την ένταξη της εργατικής τάξης στον αστικό και εθνικό πολιτισμό στιγματίζεται από την αστική τάξη και συνδέεται με πολιτικές πατερναλισμού και πειθάρχησης. Η επικράτηση νεωτεριστικών αξιών στο νέο ελληνικό κράτος διαμορφώνει μία πρότυπη αναπαράσταση του πολιτισμένου ανθρώπου και ως εκ τούτου τον αντικατοπτρισμό του, δηλαδή του μη πολιτισμένου. Ο διχασμός αυτός λαμβάνει de facto μία ταξική διάσταση εφόσον ο πολιτισμένος άνθρωπος συνδέεται με την μόρφωση, την ηθική και τον διαφωτισμό, χαρακτηριστικά τα οποία αποδίδονται στην ελληνικότητα και εν τέλει σε επαγγέλματα της κοινωνικής ελίτ και άρα στην αστικότητα. Η ένταξη της υγιεινής στις προϋποθέσεις του πολιτισμένου ανθρώπου προσθέτουν ένα ακόμα κριτήριο στην αστικότητα και μάλιστα με πολλαπλές και συνάμα συνδυαστικές με την ηθική προσλήψεις του κινδύνου για την κοινωνία και το έθνος. Συχνά, η πολεμική σύγκρουση βιώνεται ως μια πάλη για τον ίδιο τον πολιτισμό, καθώς τόσο οι άμαχοι όσο και οι πολεμιστές και από τις δύο πλευρές πίστευαν ότι πολεμούσαν για τον ίδιο τον τρόπο της ζωής τους, τον εθνικό τους πολιτισμό και την θρησκεία τους ενάντια στον απολίτιστο και βάρβαρο εχθρό. Εάν μεταφέρουμε τώρα αυτό το σχήμα στην ταξική διαπάλη, τότε  η ταξική πόλωση λαμβάνει έντονα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και συγκεκριμένη κοινωνική ιδεολογία. Η ίδια η φτώχια ορίζεται εκτός του αστικού πολιτισμικού πλαισίου και οι φτωχοί αντιμετωπίζονται με όρους μορφωτικού, ηθικού και υγιεινιστικού πανικού και με αυτά τα κριτήρια περθωριοποιούνται. Ως εκ τούτου, η αλητοποίηση ανάγεται σε κεντρικό στοιχείο του ηθικού ταξικού πανικού. Επιπλέον την περίοδο του μεσοπολέμου επαναπροσδιορίζονται όλες οι παραπάνω έννοιες της μοντερνικότητας, του αστισμού και του ελληνισμού. Βασικοί παράγοντες η διάδοση της καταναλωτικής κουλτούρας και του star system μέσα από τον κινηματογράφο σε συνδυασμό με την απόλυτη κυριαρχία των καπιταλιστικών αξιών, την συσσώρευση πλούτου, την οικονομική κρίση του 1929 και την ένταση της ταξικής πόλωσης ως συνέπεια όλων αυτών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ηθικός πανικός στο δημόσιο λόγο αποκτά μία διάσταση κριτικής στον καπιταλισμό και της καπιταλιστικής κοινωνίας η οποία αντιμετωπίζεται μέσα από ρητορικές περί εκφυλισμού. Τέλος, κεντρικό ρόλο στην διαμάχη για τον πολιτισμό επιτελεί το μεγάλο ιδεολογικό αντιπρότυπο-απειλή, δηλαδή η απόπειρα οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας στη μετεπαναστατική Ρωσία.
Το βασικό σκεπτικό της παρούσας ανακοίνωσης είναι ότι η εργάτες και οι εργάτριες την εποχή του μεσοπολέμου βιώνουν μέσα στις κοινότητές τους μία μεγάλη πόλωση διαμορφώνοντας δύο ανταγωνιστικές μεταξύ τους μοντερνικές κουλτούρες στις οποίες το ζήτημα του συμποσιασμού λαμβάνει κομβική σημασία. Από τη μία πλευρά αναπτύσσεται μία κουλτούρα ανάδειξης της θετικής σημασίας του αλκοόλ στην εργατική καθημερινότητα και έχει ρίζες στο ρεμπέτικο πολιτισμό, τις λαϊκές υποκουλτούρες του υποκόσμου και τις προσφυγικές γειτονιές. Από την άλλη πλευρά διαμορφώνεται μία κριτική στο συμποσιασμό και τον αλκοολισμό ως εχθρικές πρακτικές για το κύρος και την αξιοπρέπεια του εργάτη και της εργάτριας εσωτερικεύοντας στην εργατική συνείδηση τον κοινωνικό πανικό για τον κίνδυνο της λουμπενοποίησης αντιπροβάλλοντας την αξία και την ηθική της εργασίας. Κύριο  ερευνητικό θέμα τίθεται ο τρόπος με τον οποίο εμπλέκονται οι χειραφετητικές εργατικές ιδέες με τον αντιαλκολισμό. Στην παρούσα ανακοίνωση θα γίνει αναφορά κυρίως στο ΣΕΚΕ, το ΚΚΕ και το αρχειομαρξιστικό ρεύμα ως τα σημαντικότερα μεσοπολεμικά χειραφετητικά σχέδια. Άλλες σοσιαλιστικές ή εργατικές τάσεις παρουσιάζουν εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά δεν υπάρχει επαρκής χρόνος για την συνδιαπραγμάτευσή τους.
Η σοσιαλιστική παράδοση
Οι πρώτες σοσιαλιστικές ομάδες της Ελλάδας έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Έθεταν ως προγραμματικές αρχές την ηθικοποίηση και το διαφωτισμό της εργατικής τάξης μέσα από μορφωτικά μαθήματα, εκδρομές και μορφωτικούς συλλόγους. Αυτό το σχέδιο παρουσιάζει σίγουρα έναν κοινό παρονομαστή με πρακτικές του αστικού κόσμου και ιδιαίτερα της αστικής φιλανθρωπίας, η οποία υπηρετούσε ένα σχέδιο εκπολιτισμού και ηθικοποίησης της εργατικής τάξης στα πλαίσια του ελληνικού εθνικισμού. Ακόμη περισσότερο, φαίνεται να ταιριάζει με πρακτικές των φιλελεύθερων αστών κοινωνιστών διανοουμένων που πρωταγωνιστούσαν στην ίδρυση αλληλοβοηθητικών ή εργατικών σωματείων, αλλά κυρίως εργατικών κέντρων κατά τη δεκαετία του 1910. Μερικά πρώτα δείγματα αυτής της αντίληψης εντοπίζονται στην Εφημερίδα των Συντεχνιών αρκετά νωρίς. Σύμφωνα με τους αρθρογράφους της, η ελληνική κοινωνία διακρίνεται σε δύο σημαντικούς ταξικούς πόλους. Από τη μία είναι «οι ισχυροί της ημέρας», δηλαδή «οι πλούσιοι» και «οι κεφαλαιούχοι». Από την άλλη είναι «ο μικρός λαός», δηλαδή «αι εργατικαί τάξεις» που αποτελούνται από «τους χειροτεχνίτας και τους χειρώνακτας πληβείους». Βελτίωση της εργατικής τάξης σημαίνει αγώνας «υπέρ παντός, όπερ μέλλει να συντελέση εις την μόρφωσιν, ηθικοποίησιν και προαγωγήν των εργατικών του λαού τάξεων και των συντεχνιών και ηθικών αυτού σωματείων». Καταγγέλλει τα ελαττώματα των εργατών και το πιο σημαντικό από αυτά το «αλκοόλ». Πιστεύει ότι πρέπει να εξεταστούν τα αίτια «άτινα ωθούσι τον δυστυχή εις τα ποτά ταύτα και ευρόντες να ζητήσωμεν την άμεσον άρσιν αυτών». Για την επίτευξη του σκοπού αυτού προτείνεται «η σύστησις εργατικών κέντρων». Σε αυτό το πλαίσιο ιδρύθηκε το Εργατικό Κέντρο Αθηνών στα 1910, ακολούθως το Εργατικό Κέντρο Βόλου, τα οποία ήταν κυρίως μορφωτικές και καλλιτεχνικές λέσχες τεχνιτών, ενώ στο ίδιο περίπου πνεύμα κινούταν η Φεντερασιόν σε μία πιο εργατική κατεύθυνση. Το καταστατικό του δεύτερου μας δίνει μια καλή εικόνα: Σκοπός του σωματείου είναι «να διαπλασθούν οι εργάται και τεχνίται ηθικώς, να αναπτυχθούν πνευματικώς» να απαλλαγούν από το άγχος της επιβίωσης: «πως θα ζήσουν το σπήτι τους, τι θα φάγουν αύριο». Μέσα αυτής της δράσης θα είναι «η αλληλοβοήθεια και αλληλοϋποστήριξις σε κάθε υλική και ηθική ανάγκη», «δια της ιδρύσεως Πανεργατικής Λέσχης, όπου θα περνούν τας ώρας τους οι τεχνίται όχι με κρασί και τυχερά παιχνίδια, αλλά με ωρισμένα αναψυκτικά και το καφέ τους». Εκεί «θα ανταμώνονται και θα αδελφώνονται» οι εργάτες νιώθοντας τη σημασία της «αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας». Θα διδάσκονται μουσική, θα λειτουργεί χορωδία, θα διακινούνται λογοτεχνικά βιβλία και θα οργανώνονται λογοτεχνικά βραδινά, θα διακινούνται σοσιαλιστικά έντυπα.
Βασικός εμπνευστής αυτών των ιδεών στην Παλαιά Ελλάδα είναι ο Πλάτωνας Δρακούλης. Από την ομάδα του θα προκύψει η Σοσιαλιστική Ένωση του Παναγή Δημητράτου. Στα 1916 ο φοιτητής Φραγκίσκος Τζουλάτι, ιταλικής καταγωγής και ανιψιός του Πλάτωνα Δρακούλη, συναντήθηκε με τον φοιτητή Δημοσθένη Λιγδόπουλο και μαζί άλλους συμφοιτητές ίδρυσαν τη Σοσιαλιστική Νεολαία Αθήνας ως νεολαίας της Σοσιαλιστικής Ένωσης. Το άρθρο 2 του καταστατικού της όριζε πως σκοπός της είναι: «να υποδείξη τας αρχάς του Διεθνούς Σοσιαλισμού», «να διοργανώση και εκπαιδεύση τα μέλη της με μαθήματα σοσιαλιστικά, εγκυκλοπαιδικά, φιλολογικά, καλλιτεχνικά, επίσης να βοηθήση την σωματικήν ανάπτυξιν των νέων με γυμναστικάς ασκήσεις, εκδρομάς, παιδιάς κλπ προς σκοπόν να δημιουργηθή νεολαία υγιής στο σώμα και το πνεύμα και ικανή ν’ αναλάβη τον σοσιαλιστικόν αγώνα», «να διαδώσει σοσιαλιστικάς ιδέας μεταξύ των εργατών» και τέλος «να εργασθή δραστηριότατα κατά του αλκοολισμού που αποκτηνώνει την εργατικήν τάξιν». Η οργάνωση αυτή εξελίχθηκε στον κύριο εκφραστή των αντιπολεμικών και διεθνιστών απόψεων της Φεντερασιόν και της Β΄ Διεθνούς στην Αθήνα. Αυτά τα πρόσωπα θα πρωταγωνιστήσουν στην ίδρυση του ΣΕΚΕ και αργότερα θα συγκροτήσουν την αρχειομαρξιστική ομάδα.
Το 1919 το νεοπαγές κόμμα θα κυκλοφορήσει την μπροσούρα Ο Αλκολισμός γραμμένο από τον εβραίο εκδότη της εφημερίδας της Φεντερασιόν Αλβέρτο Αρδίττη. Οι πρώτοι αυτοί ριζοσπάστες σοσιαλιστές, δάσκαλοι, φοιτητές και διανοούμενοι, θεωρούν πως η ηθικοποίηση και η μάχη ενάντια στην αλητοποίηση είναι μία υπόθεση που αφορά τους ίδιους τους εργάτες και ως εκ τούτου τη συνέδεσαν με τη διαδικασία της ταξικής αυτοσυνειδησίας και την σοσιαλιστική ιδέα. Μέσα από αυτό ακριβώς το πρίσμα προσλαμβάνουν το ζήτημα του αλκοολισμού. Συγκεκριμένα, σε αυτό το κείμενο υπογραμμίζεται εισαγωγικά το πρόβλημα, ότι δηλαδή «ο αλκολισμός άρχισε να διαδίδεται τρομαχτικά σ’ όλη την Ελλάδα» καθώς είναι «αρκετές εκατοντάδες οι ταβέρνες που άνοιξαν». Συσυχετίζεται εξαρχής το αίτημα του σοσιαλισμού με «μιάν ανθρωπότητα αξιοπρεπή και όχι ταπεινωμένη, γερή και όχι εκφυλισμένη» καθώς «ο αλκολισμός γίνεται αιτία δυστυχίας και ανηθικότητος». Ο σοσιαλισμός ρητά συνδέεται «με μια ανώτερη ηθική» και το προλεταριάτο έχει ως καθήκον να κατακτήσει το ίδιο μόνο του αυτήν. Η πόση του αλκοόλ συσχετίζεται άμεσα με κοινωνικές αιτίες που προκύπτουν από το οξυμένο κοινωνικό ζήτημα και απαντούν στα προσωπικά του κοινωνικά αδιέξοδα: οι εργάτες απαντούν πως «το σπίρτο μας είναι αναγκαίο. Μας ξαναδίνει τις δυνάμεις που χάνουμε σε μια δουλειά αποχτηνωτική, κουραστική και πολλές φορές καταστρεπτική για την υγεία μας». Στη συνέχεια εξέταζε τις αρνητικές συνέπειες του αλκοόλ στην υγεία και στην φυσική κατάσταση, για να καταλήξει πως «είνε ένας απ’ τους σπουδαιότερους συντελεστάς του εκφυλισμού», ενώ οδηγεί το προλεταριάτο στην ατίμωση συνδέοντας μεταξύ άλλων την εγκληματικότητα με αυτό. Ακόμα, συνέδεε την χρήση αλκοόλ με την παθητικότητα των εργατών, γιατί τους απομακρύνει εργάτες «απ’ τον αγώνα που πρέπει να διεξάγουν για τη χειραφέτησή τους», τους εμποδίζει να χειραφετηθούν «διανοητικώς και ηθικώς» και να οργανωθούν. Καλεί τη νεολαία  να αναλάβει προπαγάνδα ενάντια στον αλκολισμό, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να γίνει «σοβαρή δράση για τη μόρφωση των μαζών». Βέβαια, οι αγωνιστές του ΣΕΚΕ πρέπει πρώτα να δώσουν το παράδειγμα και «να μην πίνουν». Τέλος, αναζητά νομοθετικά μέτρα περιορισμού της νοθείας και του αριθμού των ταβερνών, της απαγόρευσης του αλκοόλ σε παιδιά κάτω των 16 ετών. Ως παραδείγματα χρησιμοποιούνται η Σουηδία και η Νορβηγία, ενώ θέτει και το ζήτημα της ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ. Η μπροσούρα αυτή θα λειτουργήσει ως μανιφέστο για τον σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό αντιαλκολισμό στο μεσοπόλεμο και θα επηρεάσει όλα τα ρεύματα.

Οι αρχειομαρξιστές
Η σύνθεση των κομμουνιστικών οργανώσεων κατά την δεκαετία του 1920 γίνεται περισσότερο εργατική. Η οργάνωση των αρχειομαρξιστών με αρχηγό τον Φραγκισκο Τζουλάτι θα εξελιχθεί στον πιο συνεπή εκπρόσωπο των ηθικών και διαφωτιστικών αρχών του σοσιαλισμού, όπως διατυπώνονται στη μπροσούρα, καθώς προέρχεται απευθείας από τον πρώτο αυτό κύκλο των σοσιαλιστών. Στην αρχή θα έχει μια δράση εντός του ΣΕΚΕ και μετά το 1924 εκτός του ΚΚΕ λειτουργώντας μέχρι το 1930 περισσότερο σαν μία επαναστατική εταιρία του 19ου αιώνα και λιγότερο ως ένα κόμμα λενινιστικού τύπου. Στα 1930 έχει φτάσει να έχει 100 μέλη, όταν το ΚΚΕ έχει 1500, να ελέγχει σημαντικά εργατικά σωματεία και να διαθέτει παρατάξεις σχεδόν σε όλα τα επαγγέλματα σε πανελλαδικό επίπεδο. Ωστόσο, εκπροσωπεί κυρίως στρώματα χειροτεχνών εργατών τα οποία χαρακτηρίζουν η συντεχνιακή παράδοση, η σημασία της ανδρικής τιμής και του ανδρικού κύρους στην εργασία, η μικροπατερναλιστική ενδοπαγγελματική ιεραρχική δομή και το πάθος για την γνώση, καθώς συνιστά βασική προϋπόθεση για την επαγγελματική ανέλιξη και γενικότερα την ωριμότητα. Ως εκ τούτου, καλλιεργούν πολύ έντονα το ιδεώδες ηθικής πειθαρχίας και γι’ αυτό το λόγο οι ηθικές εγκλήσεις των σοσιαλιστών και στη συνέχεια κομμουνιστών διανοουμένων βρήκαν απήχηση.
Οι αρχειομαρξιστές ορίζουν την ηθική ως «γέννημα των υποχρεώσεων που γεννιούνται σε κάθε αγωνιστή και ιδιαίτερα στα στελέχη του αγώνα αυτού από τη μελέτη της εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος». Σύμφωνα με τον αρχειομαρξιστή Γιάννη Ποντίκη, οι αρχειομαρξιστές «κατόρθωναν να καταργήσουν κάθε αργόσχολη απασχόληση που θα είχε ως συνέπεια να σταματά την κανονική λειτουργία του εγκεφάλου και γενικώτερα να καταργήσουν κάθε αργόσχολη απασχόληση που θα είχε ως συνέπεια να τους στερήσει πολύτιμο χρόνο». Αυτή η μάχη ουσιαστικά ορίζει τον αρχειομαρξιστικό ηθικό κομμουνισμό. Οι βασικότεροι ρυθμιστικοί κανόνες ήταν η αποχή από το αλκοόλ, το κάπνισμα, τη χαρτοπαιξία και το χασίς. Ο τότε αρχειομαρξιστής Γιάννης Ταμτάκος αναφέρει: Η οργάνωση …, ήταν κατά των χοροδιδασκαλείων, έτσι χορό δεν έμαθα, αφού χώθηκα από 17 χρονών παιδί στη βιοπάλη. Τους καφενόβιους τους κατηγορούσαμε.» Τα μέλη του ΚΚΕ με βάση την αρχειομαρξιστική αναπαράσταση ήταν ανήθικοι γιατί σπαταλούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους σε ασχολίες μη παραγωγικές, όπως η χαρτοπαιξία, τον αλκοολισμό, γεγονός που τους αδρανοποιούσε πολιτικά, αλλά και μπορεί να τους οδηγούσε στην συνεργασία με την αστική τάξη και κατ’ επέκταση τους καθιστούσε σε κύριους εκφραστές της εχθρότητας απέναντι στον αρχειομαρξισμό, καθώς οι αρχειομαρξιστές τους έθιγαν προσωπικά μέσα από την ηθική ρητορική. Πολλές φορές φορές οι ανταποκριτές του Ριζοσπάστη εκμεταλλεύονταν την αδυναμία των αρχειομαρξιστών να κρατήσουν την συνέπεια των λόγων τους: Κάνανε θεωρία στους εργάτες πως δεν πρέπει να πίνουν ρακί και τσιγάρο και τα λεπτά να τα διαθέτουν για κάπου αλλού, αλλά τον καιρό που τον πάψανε από τη δουλιά και ύστερα μέσου του σωματείου έπιασε πάλι, απ’ τον ενθουσιασμό του αγόρασε τσιγάρα, μέθυσε και χόρευε μέσα στο Καφενείο του Κ. Ψωμαρά παρά τις αντίθετες θεωρίες που έκανε στους εργάτες και την αρχειομαρξιστικήν φαρισαϊκήν ηθικήν. Οι αρχειομαρξιστές δεν απαξίωναν απλώς τον «πολιτισμό της ταβέρνας», αλλά γενικά τον αστικό πολιτισμό θεωρώντας το πνεύμα της ταβέρνας αναπόσπαστο τμήμα του. Επίσης, θεωρούσαν ότι όσοι αποχωρούσαν από την οργάνωση ήταν «αναμόρφωτοι», δηλαδή απέτυχαν να «μορφωθούν» και να αποκτήσουν ταξική συνείδηση. Η αρχειομαρξιστική εφημερίδα συχνά κατηγορούσε τα μέλη μίας διάσπασης της οργάνωσης για «Ντόλτσε Βίτα» και για επιφανειακή τήρηση των αρχειομαρξιστικών αρχών, καθώς τον «αρχειομαρξισμό τον πήρανε σαν τύπους, όπως οι παπάδες στη λειτουργία» με δεδομένο ότι «μόλις βρεθήκανε έξω από την Οργάνωση ‘‘ξανασάνανε’’»· ταυτόχρονα, «τόση ήτανε η μανία τους να βγάλουν από πάνω τους τον αρχειομαρξισμό ώστε αμέσως τόρριξαν στα χαρτιά, το πιοτό και στις γυναίκες» και «έγιναν ταχτικοί πελάτες στα Βούρλα». Οι αρχειομαρξιστές αντέταξαν απέναντι στον κίνδυνο της αλητοποίησης τα μορφωτικά και θεωρητικά μαθήματα δημιουργώντας μορφωτικούς νεανικούς συλλόγους, Κόκκινα Σχολεία, οργανώνοντας εκδρομές και περιπάτους. Αποτελεί ίσως την πιο εκτεταμένη έμπρακτη εφαρμογή στο μεσοπόλεμο του αντιαλκολικού μανιφέστου του Αρδίττι.

Το ΚΚΕ
Tο ΚΚΕ εμφάνιζε εντελώς διαφορετικές απόψεις. Θεωρούσε πως «η αστική τάξη έχει μονοπωλήσει την καλοπέραση και τη χαρά» κρατώντας την για τον εαυτό της. Σύμφωνα με το στέλεχος του κόμματος Καίτη Ζεύγου το «κόψιμο» του πιοτού, της χαρτοπαιξίας, των σχέσεων με το άλλο φύλο ήταν εξίσου προϋπόθεση για την ένταξη στο ΚΚΕ και συχνά συνοδεύονταν με την υπόσχεση της απόλυτης αφοσίωσης στο Κόμμα. Οι αιτίες αυτές τις προφύλαξης όμως στην οπτική της Ζέυγου δεν ήταν ηθικές, αλλά συνδέονταν με την προστασία από τον «ταξικό εχθρό». Με το πιοτό μπορεί ο «ταξικός εχτρός» να παρασύρει το μέλος, με τη χαρτοπαιξία το μέλος μπορεί να φτάσει σε «κατάχρηση της περιουσίας του Κόμματος», ενώ ως «μέλος του Κόμματος» δεν επιτρέπεται να συμπεριφέρεται όπως όλοι οι νέοι καθώς η ασφάλεια μπορεί να στείλει «καμία χαφιεδίνα και να μπουν έτσι σε κίνδυνο τα μυστικά του κόμματος». Η Καίτη Ζεύγου παρουσιάζει αντίστοιχα το φαινόμενο της «παραίτησης από τη ζωή» για χάρη του αγώνα να ισχύει εξίσου για τα μέλη του ΚΚΕ. Ωστόσο, από τη παράθεση ενός ανέκδοτου από την ίδια την Ζεύγου στην αφήγησή της προκύπτει πως το πρότυπο αυτό ετίθετο σε αμφισβήτηση. Με άλλα λόγια, ο περιορισμός στο ΚΚΕ δεν ανάγεται σε μία καθολική ηθική αρχή, αλλά σε μία ειδική εξαίρεση λόγω παρανομίας. Γι’ αυτό ίσως το λόγο, δεν ήταν τόσο αυστηρός ή δεν αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της ταυτότητας των μελών του ΚΚΕ και ως εκ τούτου εύκολα τα μέλη του ΚΚΕ δεν τον ακολουθούσαν. Αντιθέτως, στους αρχειομαρξιστές φαίνεται πως ο ηθικός περιορισμός αποτελούσε βασικό συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας τους και της πολιτικής τους ταυτότητας και κουλτούρας. Στην πράξη, οι κομματικοί λειτουργούσαν περισσότερο μέσα στο πλαίσιο των καθημερινών συνηθειών της εργατικής τάξης, ενώ οι αρχειομαρξιστές συγκρούονταν με αυτές.
Ως ένα βαθμό, αυτή η πολιτισμική διαφορά θα πρέπει να οφείλεται και στις διαφορετικές προελεύσεις της πλειοψηφίας των μελών των δύο οργανώσεων. Οι αρχειομαρξιστές ήταν κυρίως γηγενείς και κατάγονταν από αγροτικά περιβάλλοντα της Παλαιάς Ελλάδας, δηλαδή περιοχών με πολύ υψηλά ιεραρχημένη την ηθική. Αντιθέτως, τα μέλη του ΚΚΕ προέρχονταν κυρίως από προσφυγικούς πληθυσμούς. Στις προσφυγικές συνοικίες το τάβλι, το ούζο και ευρύτερα το αλκοόλ, το χασίς και η χαρτοπαιξία σε συνδυασμό με το σμυρνέικο μουσικό τραγούδι που ταυτίστηκε με το ρεμπέτικο αποτελούσαν καθημερινές συνήθειες των λαϊκών στρωμάτων. Τα καφενεία και οι ταβέρνες, αλλά κυρίως οι συμποσιασμοί αποτέλεσαν τα κέντρα αυτής της λαϊκής κουλτούρας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το αλκοόλ δεν συνιστά κίνδυνο, αλλά απόλαυση και η διασκέδαση για τους άντρες και τις γυναίκες θεωρείται αξία.
Τέλος, το ΚΚΕ, ιδιαίτερα την δεκαετία του 1930 θα συνδέεται ολοένα και πιο πολύ με βιομηχανικά εργατικά στρώματα που ουσιαστικά ταυτίζονται με τους προσφυγικούς πληθυσμούς. Το ιδιαίτερο στοιχείο αυτών των στρωμάτων είναι η νεανική ηλικία και η επίτευξη μιας καλύτερης και πιο σταθερής εργασίας σε σχέση με τις παλαιότερες προσφυγικές γενιές. Το νέο εργατικό τραγούδι που παράγεται διαφέρει πολύ από εκείνο του υποπρολεταριάτου και τα μοντέρνα κέντρα διασκέδασης στις εργατικές γειτονιές απέχουν πολύ από εκείνα της υπόγειας ταβέρνας. Ο συμποσιασμός και το αλκοόλ συνδέονται με τη μοντερνικότητα, με την γυναικεία, αλλά και ανδρική χειραφέτηση από τις ιδεολογικές ηθικές δεσμεύσεις των παλαιότερων γενιών. Ακόμη περισσότερο έρχονται σε ρήξη με τις ρητορικές της βιομηχανικής πειθαρχίας και ηθικής που πλέον καλλιεργούνται από τους μεγαλοβιομήχανους εργοδότες. Ιδιαίτερα κατά την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, όπου η πολιτική και ευθεία εργοδοτική αμφισβήτηση ήταν εξορισμένη από την καθημερινή δράση, φαίνεται ότι οι πολιτισμικές πρακτικές του συμποσιασμού επένδυσαν στις νέες προσφυγικές εργατικές γειτονιές μια ιδιαίτερη εργατική λαϊκή ταυτότητα η οποία θα εκφραστεί κατά την περίοδο της Κατοχής πολύ πιο έντονα. Όπως αναφέρθηκε, το ΚΚΕ, ολοένα και περισσότερο στρατολογεί δυναμικό από αυτά τα στρώματα, και ως εκ τούτου καθορίζουν την φυσιογνωμία του και την στάση του απέναντι στο συμποσιασμό και το αλκοόλ. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι το ΚΚΕ δεν παρέμενε εχθρικό απέναντι στον αλκοολισμό ως παθογένεια. Το πιθανότερο είναι ότι ο αλκοολισμός διαχωριζόταν ρητά από την γενικευμένη χρήση του αλκοόλ, σε αντίθεση με τους αρχειομαρξιστές που ταύτιζαν αυτά τα δύο και προσέδιδαν μια έντονη ηθική διάσταση.     




Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

12 Οκτώβρη 1944, μια απελευθέρωση που έμεινε στη μέση

Κώστας Παλούκης

Οι εικόνες της απελευθέρωσης, γεμάτες χαρά για τις δύσκολες εποχές που έφυγαν, ελπίδα και αυτοπεποίθηση για τις όμορφες ημέρες που έρχονται προκαλούν σήμερα ανάμεικτα συναισθήματα. Στις 12 Οκτώβρη ο λαός και η νεολαία της Αθήνας ζούσαν την κορύφωση της ΕΑΜικής εξέγερσης, βίωναν έντονα την αίσθηση της ελευθερίας και της χειραφέτησης. Δυστυχώς, η προοπτική αυτή πνίγηκε στο αίμα από την αντεπανάσταση.



Οι αστοί αισθάνονταν περικυκλωμένοι από τη φουσκοθαλασσιά ανθρώπων και ονείρων



«Ήταν ένα κάρο φορτωμένο νέους και νέες που ξεφωνίζανε. Στο άλογο που τραβούσε το κάρο καθότανε καβάλα μια γυναίκα μελαχρινή σα γύφτισσα που είχε στο κεφάλι και στους ώμους ένα σάλι επαναστατικά κατακόκκινο. Φορούσε κίτρινο φουστάνι κι είχε διάφορα χαϊμαλιά στο στήθος, κρατούσε μια ελληνική σημαιούλα και ξεφώνιζε τραγουδώντας: Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη…. Μια παρέα μάγκες γυρίζανε με ένα χαρτονένιο Χίτλερ κρεμασμένο σε ένα κοντάρι και φωνάζανε ρυθμικά ‘’Εμπατίρησε’’ (καινούργια λέξη argot). Πολλά τραμ και καμιόνια ανεβοκατέβαιναν τους κεντρικούς δρόμους φορτωμένα παιδιά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που φωνάζανε συνθήματα των οργανώσεών τους. Είδα και μια παρέλαση πιτσιρίκων με ξύλινα τουφέκια, του ‘’παιδικού μετώπου’’ του ΕΑΜ», γράφει ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς για τη «μεγάλη ημέρα» (Γιώργος Θεοτοκάς, Τετράδια Ημερολογίου, Αθήνα: Εστία).

Οι εικόνες της απελευθέρωσης, γεμάτες χαρά για τις δύσκολες εποχές που έφυγαν ανεπιστρεπτί, ελπίδα και αυτοπεποίθηση για όσες όμορφες ημέρες θα έρχονταν προκαλούν σήμερα ανάμεικτα συναισθήματα. Αυτή η αισιοδοξία δεν ήταν μόνο πηγαία όμως, είχε χρωματισμό. Δεν είναι απλώς ότι είχε μεσολαβήσει ο πόλεμος, η ήττα και ο θάνατος και αυτά τελείωσαν. Στις 12 Οκτώβρη ζούσαν την κορύφωση της ΕΑΜικής εξέγερσης, βίωναν έντονα την αίσθηση της ελευθερίας και της χειραφέτησης. Οι άνθρωποι του Οκτώβρη του 1944 δεν ήταν οι ίδιοι με εκείνους του Οκτώβρη του 1940. Τα γελαστά και χαρούμενα αυτά πρόσωπα ήταν πλέον φορείς μιας νέας μοντέρνας λαϊκότητας εντελώς διαφορετικής από εκείνη του μεσοπολέμου και εκείνη την ημέρα την εκφράζανε με τον πιο απόλυτο και ηγεμονικό τρόπο.

Ο νέος αυτός τύπος πολίτη ήταν οργανωμένος σε δημοκρατικές δομές ξένες προς το κράτος και αναλάμβανε ο ίδιος να διαχειρίζεται τις τύχες του μέσα από την λαοκρατία, τη λαϊκή δικαιοσύνη και το λαϊκό στρατό. Η ίδια η έννοια της πατρίδας και του έθνους είχε αλλάξει πρόσημο, είχε αποκτήσει ένα νέο περιεχόμενο τόσο για το παρόν και το παρελθόν, αλλά κυρίως για το μέλλον. Ο λαός ήταν ένα νέο διαφορετικό υποκείμενο ενεργό και αυτό ήταν μία μοναδική επιτυχία και κατάκτηση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Όλοι οι απλοί άνθρωποι, οι εργάτες και οι βιοπαλαιστές έγιναν από πιόνια πρωταγωνιστές και κυρίως οι γυναίκες και τα παιδιά. Αστοί, όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς, αισθάνονταν περικυκλωμένοι από αυτή την τεράστια και πρωτόγνωρη φουσκοθαλασσιά ανθρώπων και ονείρων. Ο φόβος είχε αλλάξει στρατόπεδο. Μία και μόνο κίνηση ήταν αρκετή για να αποτελειώσει τον δικό τους κόσμο. Αυτό το ένιωθαν, το καταλάβαιναν. Οι ίδιοι αυτό θα έκαναν. Οι αστοί έκαναν «επαναστάσεις» με πολύ λιγότερο κόσμο μαζί τους. Η άλλη επανάσταση όμως, αυτή που επαγγέλθηκε στο μεσοπόλεμο και φάνταζε αδύνατη, δεν ήταν απλώς δυνατή ή ένα ενδεχόμενο, αλλά παρούσα εκεί ανθισμένη, ξεδιπλωνόταν μπροστά σε όλους. Απλώς έπρεπε κάποιος να τη μαζέψει από τους δρόμους ή να τη μαζέψει από τα μαγεμένα πρόσωπα. Όμως το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ παρέδωσε την εξουσία σε έναν τρομαγμένο πρωθυπουργό, ο οποίος με μεγάλο σκεπτικισμό και φόβο κατέβηκε από το θωρηκτό Αβέρωφ στις 18 Οκτωβρίου. Στην Πελοπόννησο είχαν προηγηθεί οι αιματηρές μάχες του ΕΛΑΣ με τα δωσιλογικά Τάγματα Ασφαλείας, με αποκορύφωμα την τριήμερη μάχη του Μελιγαλά στις 11-13 Σεπτεμβρίου.

Οι εγγυήσεις ασφάλειας δίνονταν, αλλά ο Παπανδρέου έκρινε προφανώς εξ ιδίων. Προχώρησε λοιπόν στη μεγάλη εξαπάτηση. Συνοδευόμενος από τους ΕΑΜίτες μέλη της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας μεταβαίνει στην Πλατεία Συντάγματος, όπου εκφώνησε τον «Λόγο της Απελευθέρωσης». Η Εθνική Ενότητα, η οικονομική Ανασυγκρότηση, η αποκατάσταση της Λαϊκής Κυριαρχίας, καθώς και η Οργάνωση και Λειτουργία του Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους έχουν περίοπτη θέση. Ακόμη, διατυπώνεται η περίφημη και εκτός κειμένου φράση «Πιστεύομεν εις την Λαοκρατίαν», για το ιδεώδες της οικονομικής ευημερίας, ταυτόχρονα με την κοινωνική δικαιοσύνη.

Αν κάτι όμως φάνηκε τελικά πως ήταν πιο αδύνατο και από την ίδια την επανάσταση ήταν η ταξική ανακωχή. Η αντιλαϊκή οικονομική πολιτική, η προσπάθεια επιστροφής στην προπολεμική πραγματικότητα και η προσπάθεια αφοπλισμού του λαϊκού στρατού χωρίς εγγυήσεις οδήγησαν ουσιαστικά στην εξέγερση του Δεκέμβρη. Τότε, οι αστοί είδαν τους εφιάλτες τους να ζωντανεύουν περισσότερο από ποτέ. Στη συνέχεια ακολούθησε η Βάρκιζα και η νέα ελπίδα της ηγεσίας της Αριστεράς για ενσωμάτωση στην αστική νομιμότητα. Ο χρόνος είχε περάσει. Οι αστοί ξανάστησαν το κράτος και ζητούσαν την επιστροφή ξανά στην υποταγή. Οι δωσίλογοι αναθάρρησαν και μία νέα αντιδραστική συμμαχία στήθηκε οργανώνοντας την αντεπανάσταση.

Η ιστορική γνώση για την επανάσταση που χάθηκε και τα δεινά που τελικά ήλθαν προκαλεί σήμερα το αίσθημα της τραγικότητας σε κάθε φωτογραφία, σε κάθε βίντεο και σε κάθε αφηγηματικό κείμενο για τον Οκτώβρη του 1944. Το αποτύπωμα της ήττας πολύ βαρύ κυνηγάει την Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της. Η τάση για υποταγή στο αστικό κόσμο αποτελεί στρατηγική αναφορά της από τη μεταπολεμική εποχή μέχρι και σήμερα. Ίσως πιο τραγικό σύγχρονο παράδειγμα είναι η υποταγή μέρους της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η υποταγή του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική νομιμότητα. Οι ελπίδες εκατοντάδων χιλιάδων ψηφοφόρων και η επένδυση σε μια καθαρά κοινοβουλευτική αριστερή λύση έκοψε σύντομα το χαμόγελο. Βέβαια, τάσεις αστικής πολιτικής μπορούν να εντοπιστούν και στην άλλη αριστερά. Ευκαιριακές και χωρίς αρχές συμμαχίες ομάδων και παραγόντων που μέχρι χθες ήταν άσπονδοι εχθροί, εύκολη υποταγή σε κάθε σχέδιο κοινοβουλευτισμού, συνωμοσιολογία και φόβος απέναντι στις εξεγέρσεις. Στον Δεκέμβρη του 2008, ενώ η ανατρεπτική  Αριστερά αγωνιούσε να μπολιάσει την εξέγερση, δυνάμεις και παράγοντες της Αριστεράς με λογική “νοικοκυραίου” έβλεπαν συνωμοσίες του κράτους και προσπαθούσαν να εμποδίσουν την ανάπτυξη του κινήματος. Επειδή λοιπόν η αριστερή νοικοκυροσύνη δεν έφυγε ποτέ από την αριστερά και για να μην ξανασβήσουν ποτέ τα χαμόγελα της ελπίδας και η επόμενη απελευθέρωση να είναι κομμουνιστική, σήμερα είναι αναγκαία όσο ποτέ η επαναθεμελίωση του κομμουνισμού.

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Μακεδονία: ένα πεδίο σύγκρουσης εθνικισμών - Το Περιοδικό


Κώστας Παλούκης
Tο λεγόμενο “μακεδονικό” ή αλλιώς “σκοπιανό”, δηλαδή το ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού εκείνου του κράτους “χωρίς όνομα” που βρίσκεται στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας, εντάσσεται στα λεγόμενα εθνικά θέματα. Αναδείχτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν μετά τη διάλυση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, τα διάφορα κρατίδια που την συναποτελούσαν αποφάσισαν να ανεξαρτητοποιηθούν. Έτσι, η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας αποφάσισε -τι άλλο;- να μετασχηματιστεί σε Δημοκρατία της Μακεδονίας. Το ελληνικό κράτος αντέδρασε με έναν πρωτόγνωρο τρόπο θεωρώντας ότι μια τέτοια κίνηση συνιστά εθνική απειλή. Η αλήθεια είναι πως ο μακεδονικός εθνικισμός κυριάρχησε στο νέο κράτος που αναζητούσε μια νέα πολιτική και ιστορική ταυτότητα. Οπότε οι έλληνες μακεδονομάχοι μπορούσαν εύκολα να βρουν πατήματα σε εθνικές προκλήσεις και απειλές των συνόρων μας. Αυτό που συνέβη είναι ότι ο μακεδονικός εθνικισμός έκανε το εξής όχι και τόσο πρωτόγνωρο για εθνικισμό: έκλεψε τμήμα της ιστορίας από τον ελληνικό εθνικισμό ή, αλλιώς, οι δύο εθνικισμοί, ελληνικός και μακεδονικός, διεκδικούσαν το ίδιο ιστορικό παρελθόν, συγκεκριμένα το παρελθόν του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του αρχαίου μακεδονικού κράτους. Πρόκειται λοιπόν για μια υπόθεση που λίγο σχετίζεται με πραγματικές απειλές και πολύ περισσότερο αφορά τις εθνικές ταυτότητες όπως αυτές διαμορφώνονται από την οικειοποίηση ιστορικών παρελθόντων. Επειδή σε αυτά τα ζητήματα εθνικισμού δεν είναι ο ορθός λόγος ο οποίος λειτουργεί, αλλά η ιδεολογική πρόσληψη, αντιλαμβάνεται κανείς πως τα ορθολογικά επιχειρήματα δεν έχουν πολλή σημασία. Αποτελεί πάντως ένα ερώτημα με ποιόν τρόπο πρέπει κανείς να προσεγγίσει αυτό το θέμα. Νομίζω ότι είναι τρία τα επίπεδα πρόσληψης του ζητήματος.

Το πρώτο είναι αμιγώς πολιτικό και αφορά τη συγκυρία, αλλά και τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς θεσμούς. Το “κράτος δίχως όνομα” θέλει να αποκτήσει ένα όνομα για να προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ και αργότερα ενδεχομένως στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ΝΑΤΟ λοιπόν προωθεί έναν συμβιβασμό που θα επιτρέψει την ιμπεριαλιστική ενίσχυσή του με την ενσωμάτωση ενός κρατιδίου που ούτως ή αλλιώς βρίσκεται υπό την άμεση αμερικανική επιρροή. Η αναζήτηση απάντησης σε αυτό το ερώτημα είναι πρώτα πρώτα σωστή επιλογή. Οι λαοί των δύο κρατών δεν έχουν να κερδίσουν τίποτε από μία τέτοια συμμετοχή και πρέπει να σταθούν απέναντι σε κάθε ιμπεριαλιστικό θεσμό και από κοινού να αναπτύξουν ένα αντιμπεριαλιστικό κίνημα. Ωστόσο, όμως, αν κανείς μείνει μόνο σε αυτήν την πλευρά του θέματος, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να κλείνει γλυκά το μάτι στον ελληνικό εθνικισμό, γιατί δεν απαντάει στα άλλα μέρη του θέματος που είναι ίσως τα κυριώτερα. Γιατί σε τελική ανάλυση το ερώτημα ποιό είναι το όνομα αυτής της χώρας παραμένει ανοικτό και θα πρέπει να υπάρχει σαφής απάντηση.

Το δεύτερο θέμα αφορά το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού μίας εθνότητας. Είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κράτους και κάθε εθνότητας, είτε μας αρέσει είτε όχι, να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει, αλλά και να πιστεύει ό,τι θέλει για τον εαυτό του και να κουβαλάει όποια ταυτότητα επιθυμεί. Από αυτήν την άποψη, είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κράτους χωρίς όνομα να αυτοπροσδιοριστεί ως Μακεδονία και η εθνότητα χωρίς ταυτότητα να αυτοχαρακτηριστεί ως μακεδονική και φυσικά κανένας δεν μπορεί να τους απαγορεύσει να πιστεύουν ότι προέρχονται απευθείας από το αρχαίο μακεδονικό κράτος και τον Μεγαλέξανδρο. Επίσης, όμως, από μία άλλη άποψη είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κράτους που αισθάνεται ότι η ιδεολογία μιας γειτονικής χώρας είναι επιθετική να ζητήσει διασφάλιση των συνόρων και ειρηνική συνύπαρξη. Με άλλα λόγια, το θέμα του εθνικισμού της γείτονας χώρας μάς αφορά το ίδιο εξίσου και με τον εθνικισμό της δικής μας χώρας γιατί πολύ απλά οι δύο εθνικισμοί αλληλοσυμπληρώνονται. Συνεπώς, οι λαοί και των δύο χωρών θα πρέπει από κοινού να αναπτύξουν ένα αντιεθνικιστικό και φιλειρηνικό κίνημα, ενώ παράλληλα θα αναγνωρίζουν το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της κάθε εθνότητας. Και πάλι όμως η ουσιαστική πλευρά του θέματος, δηλαδή η καταγωγή των σύγχρονων Μακεδόνων, παραμένει έξω από τη συζήτηση. Αν αποφασίσουμε να μην εμπλακούμε καθόλου σε αυτήν την συζήτηση πιστεύοντας ότι είναι ένα θέμα που αφορά τους γείτονες μόνο, τότε κλείνουμε το μάτι πάλι και στους δύο εθνικισμούς. Όμως αυτό είναι το πιο σημαντικό θέμα που χωρίζει τις δύο εθνότητες.

Το τρίτο επίπεδο είναι λοιπόν το πιο σημαντικό και αφορά στην ίδια τη συζήτηση για το ποιός είναι πιο πολύ μακεδόνας. Για να απαντήσουμε σε αυτό το ζήτημα χρειαζόμαστε κριτική προσέγγιση του εθνικιστικού φαινομένου γενικά και μετά να το εξειδικεύσουμε σε κάθε εθνότητα-κράτος. Χρειάζεται δηλαδή μιας αποδόμηση συνολικά του εθνικισμού. Και αυτή η αποδόμηση θα πρέπει να αφορά και στους δύο εθνικισμούς. Και αφορά και στους δύο γιατί ο μακεδονικός εθνικισμός ουσιαστικά αντιγράφει τον ελληνικό και φτιάχνει ένα έθνος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του ελληνικού. Θα έλεγε κανείς ότι κλέβει την εθνικιστική πατέντα που εισήγαγε ο ελληνικός εθνικισμός πρώτος στα Βαλκάνια.

Η απάντηση λοιπόν είναι λίγο σύνθετη. Ξεκινάει από την απλή παραδοχή ότι καμία από τις δύο εθνότητες δεν είναι απευθείας απόγονος της αρχαίας ελληνικής μακεδονικής εθνότητας για τον πολύ απλό λόγο ότι κανένα κράτος, εκτός ίσως από το κινέζικο, ή εθνότητα, εκτός ίσως από την ιαπωνική, δεν έχει μια τόσο παλιά ιστορία απευθείας συνέχειας. Είναι λοιπόν παράλογο και ανορθολογικό να συζητάμε για κάτι τέτοιο.

Από την άλλη όμως στα πλαίσια της ιστορικής διαδοχής των πολιτισμών κάθε εθνότητα ή κράτος της περιοχής έχει το δικαίωμα να αναφέρεται σε παλαιότερους πολιτισμούς που έζησαν στην ίδια περιοχή. Γιατί πολύ απλά αν δεν είχαν συμβεί όλα αυτά έτσι όπως συνέβησαν, σήμερα θα ήμασταν διαφορετικοί. Είμαστε λοιπόν αυτό που είμαστε σήμερα γιατί μεταξύ άλλων κάποτε στο απώτατο παρελθόν φτιάχτηκε το μακεδονικό κράτος. Η πόλη της Θεσσαλονίκης είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας ιστορικής διαδοχής. Αν δεν είχαν μεσολαβήσει κάποιες πολύ σύγχρονες καταστροφές, θα μπορούσε κανείς να βρει χρήσεις στην πόλη με άμεση καταγωγή στην εποχή της αρχαιότητας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν πάντα ελληνική, τουλάχιστον με τον τρόπο που το εννοεί ο ελληνικός εθνικισμός. Το παρελθόν της όμως καθορίζει το παρόν με διάφορους τρόπους.

Συγκεκριμένα, τόσο το ελληνικό έθνος όσο και το μακεδονικό έθνος είναι πολιτισμικά παιδιά του οθωμανικού ρουμ μιλέτ, του μιλλετ των ρωμιών. Η διαφορά είναι ότι η σημερινή ελληνική εθνότητα ήταν ηγεμονική σε αυτήν την παλαιότερη φαντασιακή κοινότητα του ρουμ μιλλέτ, ενώ η μακεδονική εθνότητα ηγεμονευόμενη. Ο μετασχηματισμός του ρουμ μιλλέτ σε ελληνικό έθνος στις αρχές του 19ου αιώνα γέννησε το βαλκανικό παράδειγμα καθιστώντας παράλληλα τον ελληνικό εθνικισμό πολύ πιο ισχυρό, αφού πάντα το πρωτότυπο είναι πιο καλό και δυνατό. Ο βουλγαρικός εθνικισμός είναι η πρώτη σοβαρή διάσπαση του μετασχηματιζόμενου ρουμ μιλλετ σε ελληνικό έθνος στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο μακεδονικός εθνικισμός προέκυψε στις αρχές του 20ου αιώνα συνάμα τόσο ως διάσπαση του ελληνικού όσο και ως διάσπαση του βουλγαρικού εθνικισμού σε μια εποχή έντονου ανταγωνισμού των δύο εθνικισμών, δηλαδή του ελληνικού και του βουλγαρικού, στην περιοχή της οθωμανικής Μακεδονίας (αναφερόμαστε στην ένοπλη σύγκρουση που είναι γνωστή στους έλληνες ως «μακεδονικός αγώνας»).

Ο ελληνικός εθνικισμός ενσωμάτωσε λοιπόν σταθερά στη δική του ιστορική αφήγηση μια σειρά από ιστορικά παρελθόντα, μεταξύ των οποίων και την αρχαία Μακεδονία. Συγκεκριμένα, αυτό έλαβε χώρα περίπου στα 1840 με καταληκτικό έργο την ιστορία του Παπαρρηγόπουλου στα 1850. Πολλοί έλληνες φιλελεύθεροι ιστορικοί της εποχής θεωρούσαν το μακεδονικό κράτος βαρβαρικό και ξένο προς τα άλλα ελληνικά κράτη της αρχαιότητας στα οποία εξαρχής είχε βασιστεί ο ελληνικός εθνικισμός. Ουσιαστικά, είχαν υιοθετήσει, θα έλεγε κανείς, την αντιμακεδονική οπτική μιας μερίδας δημοκρατικών της αρχαίας κλασικής Αθήνας και θεωρούσαν τους αρχαίους μακεδόνες κατακτητές της Ελλάδας. Οι ιστορικοί αυτοί ενέτασσαν τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο στην ίδια κατηγορία κατακτητών με τους ρωμαίους, τους βυζαντινούς και τους οθωμανούς. Η ενσωμάτωση όμως του μακεδονικού αρχαίου κράτους στην ελληνική ιστορία έγινε εφικτή και μάλιστα δέθηκε με ένα πολύ συνεκτικό ιστορικό αφήγημα. Από αυτήν την άποψη, είναι πάντα δύσκολο για άλλους νεότευκτους εθνικισμούς να διεκδικήσουν κάτι που έχει πατενταριστεί ήδη εθνικά και μάλιστα από ένα πολύ πιο ισχυρό πολιτικά και πολιτισμικά έθνος κράτος, όπως το ελληνικό στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ευρώπης.

Εξάλλου, υπάρχει μία δόση πραγματικής σχέσης με την έννοια της διαδοχής πολιτισμών ανάμεσα στο ρουμ μιλλέτ και της αρχαίας ελληνιστικής ανατολής. Το ρουμ μιλλέτ είναι ο κληρονόμος του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή το βυζαντινό κράτος, το οποίο είναι κληρονόμος του ελληνιστικού πολιτισμού ο οποίος συγκροτήθηκε μέσα από την επέκταση του αρχαίου μακεδονικού κράτους και την χρήση της αττικής διαλέκτου. Από αυτήν την άποψη, ο ελληνικός εθνικισμός ως βασικός κληρονόμος της παράδοσης του ρουμ μιλλέτ με μία έννοια βρίσκεται σε μια πιο ευνοϊκή θέση να επινοεί μια αφήγηση ιστορικής συνέχειας.

Η μακεδονική εθνότητα χρειάζεται να κάνει μερικά ιστορικά άλματα καθώς πρέπει να επινοήσει το πάντρεμα της αρχαίας μακεδονικής εθνότητας με τους νεότερους σλάβους που ήρθαν στην περιοχή. Το επιχείρημα αυτό βασίζεται σε μια βιολογική-πολιτισμική πρόσληψη της συνέχειας και είναι τόσο σχετικό με την πραγματικότητα όσο και οι αντίστοιχες ελληνικές απόψεις, αυτές δηλαδή που θεωρούν τον σημερινό ελληνικό πληθυσμό της Μακεδονίας απευθείας βιολογικό απόγονο των αρχαίων μακεδόνων. Οι σύγχρονοι μακεδόνες έχουν την ίδια σχέση με το μακεδονικό παρελθόν που έχουν και οι σύγχρονοι έλληνες. Αυτή η σχέση αφορά την κοινή τους προέλευση από το ρουμ μιλλέτ και τη διαδοχή πολιτισμών που οδήγησε στη διαμόρφωση του τουρουμ μιλλέτ. Η διαφορά είναι ότι οι σλαβικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας έχουν μια σαφή ιστορική συνέχεια με την περιοχή, κάτι που δεν έχουν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας. Αλλά αυτή η συνέχεια δεν φτάνει μέχρι την αρχαιότητα και επίσης δεν είναι αρκετή γιατί ακριβώς από αυτούς τους σλαβικούς πληθυσμούς προέκυψαν πολλά διαφορετικά έθνη.

Η σύγχρονη μακεδονική ταυτότητα ενισχύθηκε από τον ελληνικό εθνικισμό στις αρχές του 20ου αιώνα ως ιδεολογικό αντίβαρο στον βουλγαρικό εθνικισμό. Οι πληθυσμοί αυτοί δεν ένιωθαν ούτε έλληνες ούτε βούλγαροι, αλλά ντόπιοι, δηλαδή μακεδόνες. Όταν έπρεπε δηλαδή να πάψουν να αυτοπροσδιορίζονται ως ορθόδοξοι ρωμιοί και έπρεπε να αποκτήσουν μια εθνότητα, αισθάνθηκαν ότι δεν ανήκουν σε καμία από τις δύο εναλλακτικές που τους προτάθηκαν. Γι’ αυτό ιδρύθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα το μακεδονικό κομιτάτο δημιουργώντας τον μακεδονικό εθνικισμό. Την περίοδο του μεσοπολέμου το ελληνικό κράτος ενίσχυσε αυτό το αίσθημα μακεδονικής ταυτότητας στο βαθμό που δημιουργούσε στον ντόπιο σλαβικό πληθυσμό αντιβουλγαρικά συναισθήματα. Παράλληλα, όμως, αντιμετώπισε τη μακεδονική μειονότητα ως τμήμα του ελληνικού έθνους και προσπάθησε να την ενσωματώσει με τον τρόπο που είχε γίνει πιο πρόσφατα στον ρουμανοβλάχικο πληθυσμό και πιο παλιά στον αλβανόφωνο πληθυσμό. Μπορούσαν να είναι έλληνες μιλώντας τα μακεδονικά ως δίγλωσσοι μέχρι αυτό το πρόβλημα να εξαλειφθεί και να εξελληνιστούν πλήρως. Εξάλλου, η εθνική συνείδηση πάντα είναι θέμα επιλογής.

Για αυτό το λόγο, το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε ως προδοσία τα αιτήματα περί αυτονομίας της Μακεδονίας και της Θράκης που προωθούσε το βαλκανικό κομμουνιστικό κίνημα και το ΚΚΕ στην Ελλάδα κυρίως στα 1924 και λιγότερο από το 1927 μέχρι το 1934. Η πιο κρίσιμη στιγμή για τη μακεδονική εθνότητα υπήρξε η περίοδος του εμφυλίου πολέμου. Με την ήττα του δημοκρατκού στρατού ο μακεδονικός πληθυσμός εκδιώχτηκε στην Γιουγκοσλαβία. Εκεί ουσιαστικά συγκροτήθηκε η μακεδονική ταυτότητα με πολιτικά κυρίως χαρακτηριστικά. Σύντομα όμως, η κατάρρευση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας δημιούργησε την ανάγκη για μία πιο ισχυρή εθνική αφήγηση που να μοιάζει με εκείνη των άλλων γειτόνων και να είναι εξίσου ηρωική.

Κλείνοντας λοιπόν, οι γείτονες έχουν το δικαίωμα να ονομάζονται και να πιστεύουν ό,τι θέλουν για τον εαυτό τους. Το ίδιο και οι έλληνες. Είναι όμως υποχρέωση και δικαίωμα κάθε ορθολογικού ατόμου και στα δύο κράτη να παλέψει για να διαμορφώσει μέσα στους δύο λαούς αντιεθνικιστικές και διεθνιστικές τάσεις οι οποίες θα αναζητήσουν πιο ορθολογικούς αυτοπροσδιορισμούς. Και αυτό γιατί μια τέτοια διαδικασία είναι προϋπόθεση για την ειρήνη και την ανεξαρτησία και των δύο λαών. Αυτό είναι το καθήκον της σύγχρονης κομμουνιστικής αριστεράς και στις δύο χώρες.

Σήμερα πρέπει να απαντήσουμε τόσο ιδεολογικά όσο και πολιτικά στον ελληνικό εθνικισμό στη χώρα μας. Μετά το 1992 και τα μακεδονικά συλλαλητήρια, η Θεσσαλονίκη βίωσε την πιο σκοτεινή περίοδο της πολύ σύγχρονης εποχής της, με τον εθνικισμό να είναι σχεδόν ιδεολογικός κανόνας και τον εργατικό και λαϊκό πληθυσμό να αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη φτώχια. Σήμερα, η επανάληψη αυτού του μοτίβου μπορεί να επιφέρει πολύ χειρότερες καταστάσεις. Είναι σημαντικό να μην αφήσουμε να κυριαρχήσει στη Μακεδονία και την Θεσσαλονίκη ο μαύρος εθνικισμός, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που ο ναζισμός στη χώρα μας αναζητάει τρόπους να σηκώσει κεφάλι και να επανανομιμοποιηθεί μέσα στην κοινωνία. Ήδη αυτό συμβαίνει. Πολλά sites και καλά πατριωτικά, όπως το tilestwra, προβάλλουν τις δράσεις της εγκληματικής οργάνωσης ως πατριωτικές παρεμβάσεις. Τα ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης προσφέρουν εκπτώσεις για να έρθει κανείς και να συμμετάσχει στο συλλαλητήριο. Τουλάχιστον, πρέπει η αριστερά να απαντήσει με αντιεθνικιστικές διαδηλώσεις. Αν δεν δράσουμε τώρα, μετά μπορεί να είναι αργά.

πόσοι μας διάβασαν: