Οι αρχαιολογικές ειδήσεις σπάνια γίνονται πρωτοσέλιδα ή κύρια θέματα σε εφημερίδες, τηλεοπτικά δελτία και ιστότοπους, και μάλιστα για βδομάδες. Ακόμα και στην Ελλάδα, όπου η αρχαιολογία είναι κατεξοχήν εθνική επιστήμη και η (εθνικοποιημένη) αρχαιότητα, εδώ και αιώνες, συμβάλλει καθοριστικά στη συγκρότηση του συλλογικού φαντασιακού, κάτι τέτοιο είναι σχετικά σπάνιο. Η δημοσιότητα που έχουν πάρει οι πρόσφατες ανασκαφές στην Αμφίπολη των Σερρών, λοιπόν, με αφορμή το σημαντικό εύρημα, συνιστά φαινόμενο που απαιτεί παραπέρα διερεύνηση. Οι μελλοντικοί αρχαιολόγοι, ανθρωπολόγοι και ιστορικοί θα έχουν πολλή δουλειά αναλύοντας τον όγκο του δημοσιογραφικού υλικού που συσσωρεύεται καθημερινά, όμως οι πρώτες σκέψεις παραπέμπουν σε φαινόμενα γνωστά στην έρευνα. Φαινόμενα που σχετίζονται, από τη μία, με τις πολιτικές διαστάσεις της Αρχαιολογίας ανά τον κόσμο και, από την άλλη, με βαθιά εδραιωμένες αντιλήψεις για το παρελθόν, τους θεωρούμενους ως προγόνους, αλλά και τη γη και το έδαφος, την υλικότητα και την ίδια τη διαδικασία της ανασκαφής.
Πιο συγκεκριμένα, η μετα-αφήγηση που κυριαρχεί στις περισσότερες αναφορές στο εύρημα, ακόμα και στις σοβαρές, επιφυλακτικές ή και κριτικές αναλύσεις, είναι αυτή της αποκάλυψης ενός «κρυμμένου (αρχαιολογικού) θησαυρού». Ενός θησαυρού που η ίδια η μακεδονική γη κρατάει στα «σπλάχνα» της, ως επτασφράγιστο μυστικό εδώ και χιλιάδες χρόνια. Στη φαντασιακή αυτή κατασκευή, η αρχαιολογική συνάφεια είναι δευτερεύουσα. Εδώ, εύκολα αναγνωρίζουμε στοιχεία που απαντώνται ευρύτατα, και στον ελλαδικό χώρο, και αλλού, στοιχεία με προνεωτερικές καταβολές, που όμως είναι ενσωματωμένα στη νεωτερική συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας. Λαογράφοι και ανθρωπολόγοι έχουν συλλέξει πολλές τέτοιες ιστορίες κρυμμένων θησαυρών, τα «γεννήματα» που η ίδια η γη υποτίθεται πως προσφέρει σε λίγους και εκλεκτούς. Η διαλεκτική ανάμεσα στην απόκρυψη και την αποκάλυψη συνιστά ένα καίριο ρητορικό σχήμα σ' αυτές τις ιστορίες, όπου συχνά το μυστικό αποκαλύπτεται μέσα από όνειρα ή από οράματα, ενώ θα πρέπει να τηρηθούν απαράβατα οι κανόνες της μυστικότητας, διαφορετικά ο θησαυρός μετατρέπεται σε «άνθρακες», ο υποσχόμενος αμύθητος υλικός πλούτος καθίσταται άχρηστος. «Φήμες από γενιά σε γενιά για μεγάλο θησαυρό στην Αμφίπολη» τιτλοφορείται ένα δημοσίευμα, παρέχοντας έτσι τη σύνδεση ανάμεσα στις τοπικές αφηγήσεις περί θησαυρών και στην αρχαιολογική έρευνα, ενώ οι αναφορές για το αίνιγμα και το μυστικό που φυλάττουν οι μαρμάρινες σφίγγες της εισόδου, καθώς και για την άκρα μυστικότητα την οποία υποτίθεται πως τηρούν οι ειδικοί ανασκαφείς είναι άφθονες.
Σε ένα τέτοιο φαντασιακό υπόστρωμα λοιπόν εδράζεται και η πρόσφατη πρωθυπουργική επίσκεψη στην ανασκαφή, προσθέτοντας παράλληλα νέα στοιχεία στο αποκαλυψιακό αυτό αφήγημα. Η εικόνα του πολιτικού ηγέτη που περιγράφει με λεπτομέρεια εκατοστού ένα αρχαιολογικό εύρημα, που υποδύεται κατά βάση τον αρχαιολόγο, παραπέμπει σε πρότυπα γνωστά στην έρευνα. Στα μαθήματα Ιστορίας της Αρχαιολογίας συχνά αναφερόμαστε, για παράδειγμα, στη φωτογραφία του 1932 που παρουσιάζει τον Μουσολίνι με έναν τεράστιο κασμά στη στέγη ενός σπιτιού στο κέντρο της Ρώμης, έτοιμος να το κατεδαφίσει, στο πλαίσιο όχι μόνον του «εξευγενισμού» του κέντρου της πόλης αλλά και της αποκάλυψης της αρχαίας Ρώμης, πάνω στην οποία επεδίωξε να στηρίξει το δικό του ιμπέριουμ. Ή συζητάμε τα έργα και τις ημέρες του Γιγκαέλ Γιαντίν, του αρχαιολόγου-πολιτικού, και κάποτε αναπληρωτή πρωθυπουργού του Ισραήλ, που μεταξύ άλλων συνέβαλε και στην αρχαιολογική «παραγωγή», κατά τη δεκαετία του 1960, μιας από τις πλέον σημαντικές θέσεις του ισραηλινού εθνικισμού, τη Μασάντα.
Όμως ο αρχαιολόγος-πρωθυπουργός της Αμφίπολης δεν περιέγραψε μόνο με λεπτομέρεια το μνημείο, δεν παρέπεμψε μόνο στην ονειρική θησαυροθηρία και στην πεποίθηση πως η γη της Μακεδονίας ετοιμάζεται να βγάλει από τα σπλάχνα της έναν «μοναδικό θησαυρό», δεν έδωσε μόνο κατευθύνσεις στους αρχαιολόγους για το ποιο είναι το σημαντικό ερώτημα που θα πρέπει τώρα να διερευνήσουν: η ταυτότητα του νεκρού. Συμπεριέλαβε επίσης το εύρημα, προτού ακόμα αποκαλυφθεί πλήρως, αποτυπωθεί και, κυρίως, μελετηθεί, στην ελληνική εθνική αφήγηση αλλά και στον μυθικό χρόνο του εθνικού πεπρωμένου, σε μια εθνο-χριστιανική τελεολογία που αρχίζει από τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο και καταλήγει στον ίδιο και στην Ελλάδα του 2014: «Περιμέναμε 2.300 χρόνια για τον τάφο αυτό» θα πει. Έφτασε λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου για την αποκάλυψη του μεγάλου μυστικού, για τη «γενεσιακή» στιγμή που ίσως φέρει και τη «σωτηρία». Σ' αυτό το σωτηριολογικό αφήγημα φαίνεται να ευελπιστούν και πολλοί άλλοι. Εξάλλου, όπως δήλωσε ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητας, «αν είναι όπως τα λένε, θα σωθεί όλη η περιοχή, όλος ο νομός Σερρών, η Μακεδονία και η Ελλάδα μας».
Είναι γνωστό από άλλα παραδείγματα ανά τον κόσμο πως τέτοιου είδους θησαυροθηρικές εξάρσεις εμφανίζονται ιδιαίτερα σε στιγμές βαθιάς κρίσης σαν τη σημερινή, εμπεριέχοντας παράλληλα την ελπίδα και την υπόσχεση της λύτρωσης. Όπως έχουν επισημάνει ανθρωπολόγοι σαν τον Τσαρλς Στιούαρτ και τον Ντέιβιντ Σάτον, τέτοια φαινόμενα συχνά αφορούν πράγματα κρυμμένα στο υπέδαφος, είτε πρόκειται για πετρέλαιο ή φυσικό αέριο είτε για «αρχαιολογικούς θησαυρούς». Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η συνύφανση της οραματικής θησαυροθηρίας με το εθνικό πεπρωμένο, με την εθνικά φορτισμένη μακεδονική γη, με την πανίσχυρη μυθ-ιστορία του Αλεξάνδρου και με τις αντιλήψεις περί προγόνων - κοσμοκατακτητών, που καθιστά το επεισόδιο της Αμφίπολης τόσο ελκυστικό. Όσο για την Αρχαιολογία την ίδια, συνεχίζει να συνεισφέρει καταλυτικά σ' αυτήν τη συνύφανση, ετοιμάζοντας μια νέα θεατροποιημένη κάθοδο στον κόσμο των νεκρών, παραπέμποντας στη Βεργίνα και στον Μανώλη Ανδρόνικο. Έτσι, σύμφωνα με την αφήγηση αυτή, η πίστη στις εθνικές αξίες μπορεί να φέρει αποτελέσματα, η προγονική γη μπορεί να μας ανταμείψει αποκαλύπτοντας τα καλά κρυμμένα μυστικά της και προσφέροντας απλόχερα τους θησαυρούς της. Στην οικονομία των αγορών και της χρηματιστηριακής κρίσης, αντιπαραβάλλεται μια εναλλακτική αποκαλυψιακή οικονομία, μια ονειρική - ηθική οικονομία που ανταμείβει τους εθνικά σκεπτόμενους και δρώντες.
Το εύρημα της Αμφίπολης, που έχει αναμφίβολα μεγάλη αρχαιολογική σημασία, ανεξάρτητα από βεβιασμένες εθνικές ερμηνείες και τους όποιους συσχετισμούς με επώνυμα ιστορικά πρόσωπα, αποκαλύπτεται χάρη στη γνώση και την κοπιαστική δουλειά εργατών και εργατριών, αρχαιολόγων και άλλων επιστημόνων. Οι ειδικοί στη συγκεκριμένη περίοδο, μετά την απαιτούμενη μελέτη, θα διατυπώσουν τις ερμηνείες τους και ενδέχεται, όπως και στην περίπτωση της Βεργίνας, να μην υπάρξει ομοφωνία, κάτι απόλυτα φυσιολογικό.
Όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως για κάθε υλικό μνημείο σημασία έχει η συνολική πολιτισμική του βιογραφία, οι χρήσεις και επαναχρήσεις του ανά τους αιώνες μέχρι και σήμερα, ακόμα και οι συνθήκες της λεγόμενης σύλησής του, και όχι μόνον η στιγμή της κατασκευής και της πρώτης χρήσης του. Μια υλική πολιτισμική βιογραφία που για αναγνωστεί απαιτεί τη λεπτολογική, ενσώματη ενασχόληση και με το ελάχιστο μακροσκοπικά αλλά και μικροσκοπικά διαγνώσιμο υλικό ίχνος, με κάθε κόκκο χώματος, συμπεριλαμβανομένης και ολόκληρης της επίχωσης. Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως οι όποιες εθνοτικές και πολύ περισσότερο εθνικές ταξινομήσεις υλικών μαρτυριών του παρελθόντος, ιδιαίτερα σε εποχές που χαρακτηρίζονταν από πολιτισμική υβριδικότητα, είναι όχι μόνο επιστημονικά αυθαίρετες αλλά και κοινωνικά και πολιτικά επικίνδυνες. Με άλλα λόγια, το ζητούμενο και στην περίπτωση της Αμφίπολης είναι μια κριτική, πολυχρονική αρχαιολογία, χειραφετημένη τόσο από τα ασφυκτικά δεσμά του εθνικού φαντασιακού όσο και τις επιδιώξεις της πολιτικής εξουσίας.

* Ο Γιάννης Χαμηλάκης διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον. Το βιβλίο του Το έθνος και τα ερείπιά του: Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου