Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

Η επανάσταση του 1821 και το ελληνικό έθνος


Παλούκης Κώστας, Εφ. Πριν, 24/3/2007
Ο εθνογενετικός χαρακτήρας της επανάστασης του 1821, ως αφετηριακό σημείο για τη συγκρότηση του νέου κράτους, φορτίζει την ερμηνεία της και το συμβολισμό της με μια σημασία καθοριστική για τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης των νεοελλήνων. Γι' αυτό το λόγο η ιδεολογική εγκόλπωση του «μηνύματος» της 25ης Μαρτίου αποτελούσε από τα πρώτα βήματα της ελληνικής πολιτείας μέχρι και σήμερα ένα ζήτημα νομιμοποίησης για όλες τις άρχουσες και αρχόμενες κοινωνικές τάξεις, τις ιδεολογίες και τους θεσμούς. Δεν είναι μόνο οι αστοί που αναζητούσαν την συνέχεια στο 21, ούτε μόνο η εκκλησία, αλλά και τα αγροτικά και εργατικά κινήματα που διεκδικούσαν τη δική τους ερμηνεία και το δικό τους κοινωνικό μήνυμα σε αυτό. Όχι τυχαία λοιπόν η επανάσταση αποτέλεσε το πρώτο ιστορικό θέμα με το οποίο καταπιάστηκαν οι πρώτοι αριστεροί διανοούμενοι (Κορδάτος, Σκληρός) επιχειρώντας να καταδείξουν την κοινωνική σημασία της. Το ίδιο, η ΕΑΜική εξέγερση αντλούσε έμπνευση, αναζητούσε οργανική συνέχεια και ιδεολογική ταύτιση με το 21.
Εάν όμως αυτές οι συνέχειες ισχύουν γενικά για την αστική τάξη και τα αγροτικά στρώματα, δεν ισχύουν γενικά για την εκκλησία άσχετα με την επιμέρους δράση κάποιων προσώπων. Οι πρώτες όμως λαϊκές αγροτικές εξεγέρσεις εναντίον του Οθωνικού Κράτους (π.χ. Κίνημα Παπουλάκου) επενδύονταν με έναν ριζοσπαστικό ορθόδοξο λόγο, ενώ ταυτόχρονα κομμάτια διανοουμένων της εκκλησίας αναγνώριζαν ως ανώτερη πολιτική αρχή το Πατριαρχείο, δηλαδή έναν θεσμό εκτός της νέας Πολιτείας. Συνεπώς, η θρησκευτική βάση της σχέσης κατακτητών και κατακτημένων στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το λαϊκό πρόσημο που λάμβανε η ορθοδοξία στις ταξικές αντιπαραθέσεις του νεοπαγούς κράτους και ο καθεστωτικός χαρακτήρας της εκκλησίας απαιτούσαν υποταγή και έλεγχο της εκκλησίας στην καινούρια εθνική εξουσία και την ιδεολογική ενσωμάτωσή της με την επινόηση ενός εθνικού ρόλου για αυτήν μέσα στην επανάσταση. Την ίδια στιγμή λοιπόν που οι Οθωνικές κυβερνήσεις κρατικοποιούσαν τα μοναστηριακά κτήματα, μείωναν τον κλήρο και προκαλούσαν σχίσμα με το Πατριαρχείο όριζαν ως ημέρα έναρξης της Επανάστασης την 25η Μαρτίου, μέρα εορτασμού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, μια από τις πιο σημαντικές γιορτές της Ορθοδοξίας. Με αυτόν τρόν τρόπο όχι μόνο δινόταν ρόλος στην εκκλησία, αλλά οριζόταν μια αδιάρρηκτη ιδεολογική και πολιτική σχέση της πολιτείας με την εκκλησία. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα θα επινοηθούν μια σειρά μύθοι, όπως το κρυφό Σχολείο, η σύναξη της Αγίας Λαύρας, θα επανερμηνευθεί ως προς το εθνικότερον η στάση του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και θα εθνικοποιηθεί ο προεπαναστατικός ρόλος της εκκλησίας. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός αποκτά έναν ιδιαίτερο συμβολισμό ως ιδρυτής σχολείων.

 

 
Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, η αντίληψη της καταγωγής από τους αρχαίους Έλληνες δεν ήταν διαδεδομένη παρά σε λιγοστούς λόγιους. Ο όρος «Έλληνες» δήλωνε μόνο τους αρχαίους Έλληνες και ταυτιζόταν με τους ειδωλολάτρες. Το σύνολο των ορθοδόξων συναποτελούσε ανεξαρτήτως γλώσσας μια ιδιαίτερη φαντασιακή κοινότητα με θρησκευτικά-κοσμικά χαρακτηριστικά, το γένος των Ρωμιών ή το Ρούμ-μιλέτ για τις Οθωμανικές Αρχές. Συνολικά, η εκκλησία μετά την πτώση της Πόλης το 1453 αναβαθμίστηκε πολιτικά και ανέλαβε την θεσμική εκπροσώπηση των Ρωμιών. Έτσι, επικεφαλής και υπεύθυνος για τους κατεκτημένους Ρωμιούς απέναντι στον σουλτάνο ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Η σχέση της ρωμαίκης συνείδησης με την ορθόδοξη είναι ταυτόσημες και αντιθετικές σε κάθε έννοια «ελληνικότητας». Συγκεκριμένα, ο Κοσμάς ο Αιτωλός στο κήρυγμα του στα τέλη του 18ου αιώνα έλεγε: «Δεν είστενε Έλληνες, δεν είστενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ' είστενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί». Κατά αυτόν τον τρόπο, η εκκλησία γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι του Οθωμανικού διοικητικού, φορολογικού και δικαστικού κρατικού μηχανισμού. Για τούτο άλλωστε, ανέπτυξε μια νομιμοποιητική για το καθεστώς ιδεολογία που ξεκινούσε από την άποψη ότι ο Θεός τιμώρησε τη χριστιανοσύνη για τις αμαρτίες του ή ότι δοκίμαζε την πίστη των χριστιανών και κατέληγε στην πλήρη αποδοχή της θείας αυτής τάξης πραγμάτων. Μέσα σε αυτά τα ιδεολογικά πλαίσια, το απελευθερωτικό όραμα σε λαϊκά τμήματα των κατεκτημένων ήταν η κατάλυση του Οθωμανικού κράτους και η ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και όχι η ίδρυση ενός κράτους απευθείας απόγονο των αρχαίων ελληνικών κρατών, με Έλληνα κυβερνήτη, κοινοβουλευτικούς θεσμούς με δικαιώματα ισοπολιτείας και ισονομίας και κατοίκους που να μιλούν την ελληνική γλώσσα. Μια άλλη χριστιανική αυτοκρατορία, το «ξανθό γένος», θα αναλάμβανε αυτό το θεάρεστο έργο. Σε αντίθεση με το νομιμοποιητικό θρησκευτικό λόγο των ανώτερων τμημάτων της εκκλησίας αναπτύσσεται στη βάση του γένους των Ρωμιών μια λαϊκή απονομιμοποιητική ρητορική επενδεδυμένη με τη θεολογική πολιτική γλώσσα τη μόνη που ήταν κατανοητή ως τέτοια σε μια μη κοσμική εποχή.
Η ενσωμάτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό δημιουργούσε σταδιακά νέες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες. Με τις ρωσοτουρκικές συνθήκες Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και Ιασίου (1792), επιτρέπεται η ελεύθερη ναυσιπλοΐα των ελληνικών πλοίων στα λιμάνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας και του Ευξείνου Πόντου και μάλιστα με προνομιακούς όρους, ενώ οι ευρωπαϊκοί πόλεμοι του 18ου αιώνα και ιδιαίτερα οι ναπολεόντειοι πόλεμοι (1789-1815) άφησαν ελεύθερο το έδαφος για την ελληνική ναυτιλία.
Η ραγδαία αυτή ανάπτυξη σε μια σειρά επαγγέλματα που υποστήριζαν το εμπόριο και τη ναυτιλία, στην ορεινή βιοτεχνία, στην αγροτική παραγωγή, στην κτηνοτροφική παραγωγή είχε ευεργετικές επιδράσεις σε ολόκληρη την οικονομία και βελτίωσε άμεσα ή έμμεσα τις οικονομικές και γενικότερα τις βιοτικές συνθήκες ευρέως φάσματος των χριστιανών υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα, εμφανίζεται μια νέα κοινωνική ομάδα γαιοκτημόνων, μεγαλοκτηνοτρόφων, εμπόρων και βιοτεχνών, μια ισχυρή ορθόδοξη, χριστιανική, εμπορική αστική τάξη που μαζί με τους προεστούς συμμετέχει περισσότερο στην διοίκηση είτε με την κανονική ενσωμάτωση στον οθωμανικό μηχανισμό, π.χ. Πελοπόνησος, είτε με το θεσμό των προνομίων ανά περιοχές, π.χ. νησιά, ορεινές κοινότητες. Ταυτόχρονα, η οθωμανική εξουσία διαχέεται σε νέους ενδιάμεσους εξουσιαστικούς μηχανισμούς ένας από τους οποίους ήταν και τα αρματολίκια. Δηλαδή ένοπλα σώματα χριστιανών που διεκδικούν και πετυχαίνουν αναβαθμισμένο διοικητικό, φορολογικό και ταυτόχρονα στρατιωτικό ρόλο.
Την ίδια περίοδο η ελληνική ως εκκλησιαστική γλώσσα και ισχυρότερη από τις άλλες βαλκανικές γίνεται η γλώσσα του εμπορίου. Το στοιχείο αυτό και η επαφή των ρωμιών εμπόρων με το κλασικιστικό και διαφωτιστικό πνεύμα της Ευρώπης φέρνει μια νέα ταυτότητα, την ταυτότητα του Έλληνα που αρχικά λαμβάνει ταξικό πρόσημο, καθώς υπονοεί τους εμπόρους και τους διανοούμενους. Η ιδεολογική αυτή μετατόπιση δημιουργεί ένα φιλελέυθερο ελληνικό εθνικιστικό στρατόπεδο που οραματίζεται ένα ελληνικό εθνικό αστικό-δημοκρατικό κράτος το οποίο έρχεται άμεσα σε σύγκρουση με το αντιδραστικό φιλο-οθωμανικό εκκλησιαστικό στρατόπεδο.
Με την βιομηχανική επανάσταση που λαμβάνει χώρα στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης, η οικονομία της Ανατολικής Ευρώπης διαλύεται καθώς δεν αντέχει στον ανταγωνισμό. Επίσης, το τέλος των ναπολεόντιων πολέμων επιτείνει την οικονομική κρίση των Ελλήνων. Οι χριστιανοί κατεκτημένοι στο σύνολό τους χάνουν το προηγουμένως κατεκτημένο αναπτυγμένο βιοτικό και οικονομικό επίπεδο. Τα ιδεολογικά, οικονομικά και πολιτικά δεδομένα όμως δημιουργούν εκείνες τις προϋποθέσεις που επιτρέπουν την κοινωνική έκρηξη.
Ιδρύεται το 1814 από μεσαία αστικά στρώματα η Φιλική Εταιρία η οποία μέχρι το 1820 αποκτά μια θεαματική μαζικοποίηση διαδίδοντας το επαναστατικό μήνυμα και διαμορφώνοντας ελληνικές επαναστατικές συνειδήσεις σε εμπόρους, προεστούς, αρματολούς, άνεργους από τους ναπολεόντιους πολέμους στρατιωτικούς, σε κατώτερα εκκλησιαστικά στρώματα και σε λίγους επισκόπους. Δημιουργείται μια κοινωνική συμμαχία που μιλά για επανάσταση και οραματίζεται ένα φιλελεύθερο ελληνικό εθνικό κράτος. Το μήνυμα της επανάστασης όμως αρχικά γίνεται ενθουσιωδώς δεκτό από το περισσότερο θιγόμενο οικονομικά τμήμα, τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους. Τελικά, πείθονται και οι προεστοί και η επανάσταση, ενώ ξεκινά στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τελικά επικρατεί στα 1821-4 στη Νότιο Βαλκανική.
Η επίσημη εκκλησία κρατά εχθρική στάση. Ο Πατριάρχης αφορίζει τους επαναστάτες, αλλά αργότερα απαγχονίζεται. Ο απαγχονισμός του όμως γίνεται στα πλαίσια της τιμωρίας του, όπως θα συνέβαινε και σε άλλους οθωμανούς αξιωματούχους, επειδή δεν έπραττε σωστά το καθήκον του απέναντι στον Σουλτάνο, δηλαδή να διατηρεί τους χριστιανούς υποτελείς.
Η επανάσταση οδηγεί στη διαμόρφωση μιας νέας κοινότητας, την ομογενοποίηση και τη διάδοση μιας νέας φιλεύθερης εθνικιστικής επαναστατικής συνείδησης. Πλεόν Έλληνας σημαίνει τον επαναστάτη και Ρωμιός τον ραγιά. Αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι πια ταξικά οριζόντιος, αλλά κάθετος δημιουργώντας μια μεγάλη κοινωνική συμμαχία, το επαναστατημένο έθνος, και μια τεράστια κοινωνική και πολιτική υπόσχεση για τα λαϊκά άγροτικά στρώματα: συμμετοχή στην εξουσία και διανομή της γης.
Η ρωγμή αυτή του 1821 δεν κλείνει εύκολα με την επιβολή του Οθωνικού Απολυταρχικού Κράτους. Το 1843 ένα κίνημα θα επιβάλλει σύνταγμα και το 1962 μια άλλη δημοκρατική και φιλελεύθερη επανάσταση θα επιβάλλει το πιο δημοκρατικό σύνταγμα διεθνώς παρά την αποδοχή της μοναρχία των Γλύξμπουργκ. Άμεσο αποτέλεσμα του νέου Συντάγματος της καθολικής ψηφοφορίας είναι η διανομή των Εθνικών Γαιών στους αγρότες το 1871 από την κυβέρνηση του Αλ. Κουμουνδούρου. Ενώ από τα τέλη του 19ου αιώνα το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η άρχουσα τάξη στην κατεύθυνση του αστικού εκσυγχρονισμού και της περεταίρω καπιταλιστικοποίησης είναι το κλείσιμο αυτού του ρήγματος με τον περιορισμό των δημοκρατικών δομών.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: