Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

«Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα;» Η καθιέρωση των μαθητικών παρελάσεων από τη δικτατορία του Μεταξά




Της Νατάσας Κεφαλληνού

Κάθε χρονιά στις εθνικές επετείους οι μαθητές ομοιόμορφα ντυμένοι παρατάσσονται τους δρόμους μαζί με το στρατό, πραγματοποιώντας παρελάσεις. Πρόκειται για ελληνική πρωτοτυπία, τουλάχιστον μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς κανένα άλλο κράτος-μέλος δεν ακολουθεί αντίστοιχες πρακτικές, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλά μέλη της εκπαιδευτική κοινότητας έχουν καταγγείλει αυτό το θεσμό ως μιλιταριστικό και αυστηρά ιεραρχικό, ενώ στηλιτεύουν τον αντιπαιδαγωγικό του χαρακτήρα.[1] Ποια όμως είναι η ιστορία των παρελάσεων; Πότε πρωτοεμφανίστηκε αυτός  θεσμός στη χώρα και ποιους στόχους εξυπηρετούσε;

Η απαρχή των παρελάσεων

Το πρώτο τάγμα παρελάσεων ιδρύθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν ακόμη τα έθνη κράτη ήταν υπό διαμόρφωση, από το βασιλιά Φρειδερίκο της Πρωσίας. Για να καταταγεί κανείς στο τάγμα έπρεπε το ύψος του να ξεπερνά το 1.80.  Ο θηριώδης σωματότυπος των μελών του είχε ως αποτέλεσμα να μείνουν στην Ιστορία ως οι «Γίγαντες του Πότσδαμ». Στην ουσία επρόκειτο για ένα ανενεργό τάγμα, με μόνο σκοπό την πραγματοποίηση παρελάσεων εντός των ανακτόρων. Οι παρελαύνοντες περνούσαν μπροστά από τον Φρειδερίκο φορώντας φανταχτερές στολές. Μετά το 1740, ο γιος και διάδοχος του πρωσικού θρόνου Φρειδερίκος ο Μέγας διέλυσε το ασύμφορο τάγμα.

Φυσικά όταν ο Φρειδερίκος συγκροτούσε το πρώτο τάγμα παρελάσεων δεν θα μπορούσε να φανταστεί  ότι δύο αιώνες αργότερα, οι παρελάσεις όχι μόνο θα επιβίωναν αλλά θα αποτελούσαν ένα από τα βασικά προπαγανδιστικά «τελετουργικά» του ναζισμού και του φασισμού. Τόσο το καθεστώς του Χίτλερ όσο και του Μουσολίνι έδωσαν μεγάλη έμφαση στις τελετές και τις τελετουργίες, που απαρτίζονταν από παρελάσεις, πορείες, συγκεντρώσεις και οπτικά σύμβολα, εισάγοντας σε αυτές μια καινοφανή ατμόσφαιρά που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί η Ευρώπη. Ήδη από τη δεκαετία του 1920 άρχισε να αναπτύσσεται η συμβολική δομή αυτών των συγκεντρώσεων, τονίζοντας την αισθητική τους διάσταση. Στόχος τους ήταν ο συμμετέχων να περιβληθεί από το μυστήριο και την κοινότητα της τελετουργίας που απευθύνονταν τόσο στην αισθητική και πνευματική του αίσθηση, όσο και την πολιτική.[2] Ουσιαστικά οι εκδηλώσεις αυτές αποτελούσαν τη συμβολική αποτύπωση στο δημόσιο χώρο δύο βασικών επιδιώξεων των καθεστώτων αυτών:  της μαζικής κινητοποίησης του πληθυσμού -και κυρίως της νεολαίας- και  της στρατιωτικοποίησης της πολιτικής ζωής.    

Οι πρώτες μαθητικές παρελάσεις στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα παρελάσεις με τη συμμετοχή μαθητών πραγματοποιούνται σποραδικά από τα τέλη του 19ο αιώνα, αποτελώντας και αυτές κομμάτι των εκδηλώσεων για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου. Από ρεπορτάζ εφημερίδας, την 26η Μαρτίου 1899, μαθαίνουμε ότι κατά την «εθνική εορτή» όλοι οι μεγάλοι δρόμοι της Αθήνας ήταν σημαιοστολισμένοι, ενώ η Ερμού είχε «καταληφθεί» από στρατιωτικά σώματα, τα οποία μετά τη δοξολογία πραγματοποίησαν παρέλαση στην οδό Σταδίου, «με τη μουσική επικεφαλής». Το αξιοσημείωτο, κατά τον αρθρογράφο, ήταν ότι στην παρέλαση συμμετείχαν και μαθητές: «Ιδιαιτέραν αίσθησιν έκαμεν η πρώτην φοράν εφέτος γενομένη παρέλασις των μαθητών των νομαρχιακών σχολείων Αττικής κατά τετράδες βαινόντων με την ελληνικήν σημαίαν εμπρός» ανέφερεενώ δεν ξεχνούσε να αποδώσει τα εύσημα σε αυτόν που πήρε τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία: «Εύγε εις τον έχοντα την ωραίαν ιδέαν κ. Μιχαλόπουλον επιθεωρητήν των σχολείων».[3]

Από τις αρχές του 20ου αιώνα έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1930 βρίσκουμε συχνά αναφορές στον ημερήσιο Τύπο για την πραγματοποίηση μαθητικών παρελάσεων: Σταχολογώντας από την εφημερίδαΕμπρός πληροφορούμαστε ότι κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1914, οι μαθητές στο Άργος και τη Λάρισα συμμετείχαν σε λαμπαδηφορία. Μάλιστα στη δεύτερη πόλη, η παρέλαση έγινε με τη συμμετοχή και του στρατού.  Επιπλέον στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια της νύχτας «εγένετο λαμπρά παρέλασις προ των Ανακτόρων και δια των κεντρικοτέρων οδών, των στρατιωτικών λαμπαδηφορούντων, των δε μαθητών του Γυμνασίου μετά ανηρτημένων ενετικών φανών τη συνοδεία της μουσικής Ρομποτή έψαλλον το εμπνευσμένο εμβατήριο ‘’Ήπειρος’’».[4]
Δέκα χρόνια μετά, τα σχολεία του Πειραιά παρουσιάζονται –πάλι μέσα από τις στήλες του Εμπρός– έτοιμα να παρελάσουν μαζί με το στρατό. Ωστόσο από τους εορτασμούς «απουσιάζε» ο Βασιλιάς, μιας και η μέρα εκείνη συνέπεσε με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας.[5] Λαμπρή ήταν και η παρέλαση της 25ης Μαρτίου 1926, που κατέληξε  στο Παναθηναϊκό Στάδιο:«Προ του Σταδίου είχε παραταχθή τάγμα του 1ου Συντάγματος και άνδρες της αστυνομίας πόλεων (…)Μέχρι τις 10.30 είχε τελειώση η προσέλευσις των σχολείων, των προσκόπων, των μαθητριών, των Λυκείων, κτλ».[6] Το 1932 στην Αθήνα πέρα από το στρατό συμμετέχουν στην παρέλαση ενώπιον των επισήμων στον Άγνωστο Στρατιώτη, τα σχολεία μαζί με τους προσκόπους, η «φρουρά της πόλης» και «εθνικιστικές οργανώσεις».
Από τα παραπάνω γίνεται πρόδηλο ότι το τελετουργικό των εορτασμών δεν ήταν σταθερό και αμετάβλητο, τα δρομολόγια των παρελάσεων άλλαζαν συχνά, όπως και οι συμμετέχοντες - με εξαίρεση φυσικά το στρατό. Επιπλέον η παρουσία των μαθητών στις παρελάσεις μέχρι το 1936 δεν φαίνεται να έχε επίσημο, πανελλαδικό και αυστηρά συμπληρωματικό προς τη στρατιωτική παρέλαση χαρακτήρα. Μοιάζει δε περισσότερο να οργανώνεται πρωτοβουλιακά από τοπικούς ή σχολικούς φορείς.  Η κατάσταση αυτή θα αλλάξει το 1936. Το Μάρτιο της χρονιάς αυτής παρελαύνουν τα σχολεία επικεφαλής αυτή τη φορά της πομπής, μπροστά από το διορισμένο πρωθυπουργό Μεταξά και τον Βασιλιά. «Πρώτον παρήλασαν τα σχολεία, αι οργανώσεις, οι τροχιοδρομικοί, αντιπροσωπεία χωρικών Μακεδόνων με τας εθνικάς των ενδυμασίας, οι παλαιοί πολεμισταί», διαβάζουμε στο 'Εθνος.[7] Ακολούθησε το στράτευμα.

Η καθιέρωση των μαθητικών παρελάσεων από τον Μεταξά 

Λίγους μήνες αργότερα, ο Μεταξάς θα επιβάλει δικτατορία, με την ανοχή και υποστήριξη του Βασιλιά.  Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου θα ασχοληθεί ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της στρατιωτικής συνείδησης της νεολαίας και θα χρησιμοποιήσει τις παρελάσεις ως όργανα για την επίτευξη των σκοπών του. Το φασιστικό μοντέλο που θαύμαζε ο δικτάτορας προέβλεπε κάθετη στρατιωτική οργάνωση της νεολαίας και έδινε ιδιαίτερο βάρος στις «γυμναστικές επιδείξεις», στις «παρατάξεις», στις «παρελάσεις» και στις «λαμπαδηφορίες». Η ελληνική μίμηση δεν έφτασε βέβαια την επιβλητικότητα των τελετών που οργάνωνε ο Μουσολίνι ή ο Χίτλερ, αλλά ακολουθούσε πιστά τη συνταγή τους. Από τότε η σχολική παρέλαση συνδέθηκε απόλυτα με τη στρατιωτική, και η απουσία των μαθητών θεωρήθηκε αξιόποινη πράξη, ισοδύναμη με την παράβαση στρατιωτικού καθήκοντος.[8]
Οι παρελάσεις, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, αποτελούσαν τη βασική εκδήλωση στον εορτασμό των εθνικών επετείων, για την οργάνωση των οποίων το καθεστώς «επένδυσε» αρκετό χρόνο και χρήμα. Παρελάσεις πραγματοποιούνταν την 25η Μαρτίου, στην επέτειο της επιβολής της 4ης Αυγούστου, στη γιορτή των σκαπανέων, αλλά και σε άλλες τοπικές «εθνικές εορτές». Εκείνες τις μέρες οι δρόμοι, οι πλατείες και τα δημόσια κτήρια διακοσμούνταν με προπαγανδιστικές αφίσες και σημαίες. Στα σχολεία πραγματοποιούνταν γιορτές. Μπάντες έπαιζαν στρατιωτικά εμβατήρια, κανονιές ακούγονταν απ’ τον Λυκαβηττό, ενώ οι επίσημοι εκφωνούσαν λόγους.[9] Μέσα σε αυτό το κλίμα, μαθητές  και νέοι της ΕΟΝ,  τα Τάγματα Εργασίας, αγρότες και εργάτες, μαζί με το στράτευμα παρέλαυναν μπροστά από τους επισήμους. Ενώ ακόμη και η συμμετοχή του πλήθους που παρακολουθούσε ήταν αυστηρά οργανωμένη από τους μηχανισμούς του καθεστώτος, ώστε να μοιάζει γεμάτη «αυθόρμητες» εκδηλώσεις ενθουσιασμού. 
Στα Επίκαιρα της εποχής  (Δεκέμβρης 1937),[10] μπορεί να δει κανείς όλο αυτό το τελετουργικό: Ο δικτάτορας συχνά πλησίαζε –πριν ξεκινήσει η παρέλαση– τα τμήματα των νέων της ΕΟΝ, επιθεωρώντας με «πατρική στοργή» την «αρτιότητα των σχηματισμών» τους. Παιδιά και νέοι του απέδιδαν στρατιωτικό χαιρετισμό με την παλάμη ανοικτή και το χέρι προτεταμένο, όπως και στο φασιστικό χαιρετισμό. Οι μαθητές και οι νέοι διατηρούσαν και στις παρελάσεις τον καταμερισμό της ΕΟΝ, διαχωρισμένοι σε φαλαγγίτες (από 14 έως 25 ετών) και σκαπανείς (8-14 ετών). Από  εκεί και πέρα, ακολουθούνταν αυστηρή ιεραρχία, με  τους άριστους να προηγούνται και τους υπόλοιπους να ακολουθούν χωρισμένοι σε φύλα, ύψη, ικανότητα ρυθμού.
Όλοι τους φορούσαν ομοιόμορφες μπλε σκούρες στολές και δίκοχο πηλήκιο με το καλογυαλισμένο ορειχάλκινο έμβλημα της ΕΟΝ, το  διπλό μινωικό πέλεκυ,  που περιβαλλόταν από φύλλα δάφνης, και από πάνω του ήταν τοποθετημένο το στέμμα. Η στολή πλαισιωνόταν από χιτώνα, σφιχτά δεμένο λευκό λαιμοδέτη, ζώνη, σφυρώματα, παπούτσια και περισκελίδα. Με πρόσωπα αγέλαστα, ευθυτενή στάση και πειθαρχημένο βήμα, ακολουθούσαν τους άχαρους ρυθμούς των τυμπάνων και των εμβατηρίων. Ακολουθούσαν τα Τάγματα Εργασίας, εργάτες και αγρότες, που κρατούσαν συνήθως σημαίες, φτυαριά, καροτσάκια, τσάπες, αλλά και πικέτες με συνθήματα υπέρ του Μεταξά. Στα γυναικεία τμήματα, νεαρές κοπέλες ήταν ντυμένες με «ευπρέπεια αλλά και κομψότητα», φορώντας στενές μακριές φούστες και σακάκια σφιγμένα στη μέση, λαιμοδέτες και καπέλα. Τελευταίος περνούσε ο στρατός, ο οποίος αποτελούσε εγγυητή της σταθερότητας του καθεστώτος, καθώς σύμφωνα με τον Μεταξά «η ειρήνη προστατεύεται διά της πολεμικής ισχύος».[11]
Η έμφαση στη χρήση συμβόλων υπογράμμιζε την ανάγκη του καθεστώτος για μυθοποίηση μιας ιδεολογίας που ήταν συγγενική με τις μυθολογίες των φασισμών. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η στολή συμβολίζει την ένταξη στη μεγάλη οικογένεια της ΕΟΝ και την αναγνώριση του ανθρώπου - μάζα, που επιδίωκε να φτιάξει το καθεστώς. Επρόκειτο για τη στολή της πειθαρχίας στα κελεύσματα του Άγνωστου Στρατιώτη, που συμβόλιζε τον παρόντα αλλά και παρελθόντα ηρωισμό. Ο χαιρετισμός, απ’ την άλλη πλευρά, δεν ήταν απλά μια χειρονομία αλλά εκδήλωση σεβασμού στο τιμώμενο πρόσωπο και δείγμα ακλόνητης πειθαρχίας. Άλλωστε ο τρόπος απόδοσής του οριζόταν ρητά σύμφωνα με το  Άρθρο 30 των Γενικών Διατάξεων του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας: «Ο χαιρετισμός αποδίδεται διά ζωηράς προτάσεως της δεξιάς χειρός τεταμένης με δακτύλους ηνωμένους και την παλάμην εις το ύψος του δεξιού οφθαλμού, κατά το πρότυπον του καθαρώς αρχαίου ελληνικού χαιρετισμού».[12] Τέλος το σήμα της ΕΟΝ, ο διπλός μινωικός πέλεκυς, που ήταν «δανεισμένο» από το σκήπτρο των Μινώων, αποτύπωνε τη συνέχεια της «ελληνικής φυλής», αποτελώντας έμβλημα τόσο της βασιλικής (επίγειας) όσο και τις θρησκευτικής (θείας) εξουσίας. Αξίζει να σημειωθεί η ομοιότητα του σήματος αυτού με το αντίστοιχο έμβλημα της φασιστικής Ιταλίας, που  ήταν ο αρχαίος Ρωμαϊκός πέλεκυς ανάμεσα σε δέσμες -fasces- από τις οποίες πήρε το όνομά του ο φασισμός.

Μέσα από τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούσε το καθεστώς της 4ηςΑυγούστου απέβλεπε στη διατήρηση της σχέσης με «το παρελθόν της φυλής», την αναζωπύρωση του ηρωικού πνεύματος και της θρησκευτικής πίστης. Επιπλέον η συμμετοχή των παρελαυνόντων αλλά και η οργανωμένη συμμετοχή του κόσμου στα στάδια και τους δρόμους, στόχευε στη σφυρηλάτηση της εμπιστοσύνης του λαού προς τους εκπροσώπους του κράτους, τον Ι. Μεταξά και τον Βασιλιά. Βέβαια το τελετουργικό αυτό ήταν εξαιρετικά πιο αδύναμο σε σχέση με το φασιστικό και πολύ περισσότερο το ναζιστικό. Το ιδεολογικό πλαίσιο με το οποίο περιβαλλόταν η 25η Μαρτίου αποτυπώνεται στους λόγους που εκφωνούσαν εκείνη την ημέρα επίσημοι ή διανοούμενοι προσκείμενοι στη δικτατορία. Σχηματικά οι λόγοι οργανώνονταν ως εξής: Η Ανάστασης του Έθνους ήταν αποτέλεσμα της υπεροχής της ελληνικής φυλής υπό την καθοδήγηση του Σταυρού. Τη νίκη των προγόνων καρπώνονται ο Βασιλιάς και ο Μεταξάς ως άξιοι συνεχιστές του ένδοξου παρελθόντος. Η 4η Αυγούστου άλλωστε ήταν η συνέχιση του 1821.[13]

            Η σημασία που έδινε ο δικτάτορας στις παρελάσεις και τη συμμετοχή των νέων της ΕΟΝ σε αυτές φαίνεται από τις συχνές αναφορές στο Ημερολόγιο του  αλλά και τις δακρύβρεχτες περιγραφές του. «Τι όνειρο ήταν χθες και σήμερα! -Χθες στο πεδίον του Άρεως με την Εθνική Νεολαία. Το έργον μου! Έργον που ενίκησε μέσα σε τόσες αντιδράσεις! Σχεδόν 18 χιλιάδες παιδιά (...) -Σήμερα. Τελετή. Ενθουσιασμός. Αποθέωσις. Παρέλασις στρατού θαυμασία. Απόγευμα παρέλασις Σχολείων Προσκόπων κτλ. και Εθνικής Νεολαίας με τα Τάγματα εις την ουράν. Αι φάλαγγες της ΕΟΝ ατέλειωτοι! Όλοι ντυμένοι! Περίπου 12-14 χιλιάδες! Εντύπωσις εις τον κόσμον καταπληκτική!»γράφει την 25η Μαρτίου 1938. Και είναι γεμάτος περηφάνια για την αφοσίωση της νεολαίας, η οποία με τάξη και πειθαρχία, με «αρρενωπό βάδισμα» (αγόρια και κορίτσια), με «απαστράπτον βλέμμα γεμάτο ενθουσιασμό», γεροί και χιλιάδες «σαν ένα σώμα τέλεια πειθαρχημένο, σαν ένα βήμα με τον ίδιο ρυθμό» πορεύονται κάτω από το Βλέμμα του Ενός, δηλαδή του ίδιου. [14]

 Εξαίρεση σε αυτό το κλίμα αποτελούν όσα γράφει την 25η Μαρτίου 1939. Αυτή τη φορά ο Ι. Μεταξάς αναφέρει συνοπτικά: «25 Μαρτίου, Σάββατον: Εκκλησία. Παρέλασις στρατού. Απόγευμα παρέλασις Νεολαίας, βροχή κρουνηδόν. Να ιδούμε τι αποτέλεσμα θα έχη». Και την επόμενη μέρα θα συμπληρώσει γεμάτος καχυποψία: «Ακόμα αμφιβάλλω δι' αποτέλεσμα χθεσινής βροχής». Ωστόσο η δυσπιστία του κρατά μόνο μια μέρα, αφού στις 27 Μαρτίου αναφέρει: «Όχι, όχι, τα παιδιά είναι περίφημα, γεμάτα χαρά και υπερηφάνεια».[15] Τι είχε συμβεί; Από το λογοκριμένο Τύπος της εποχής φυσικά δεν μπορούμε να καταλάβουμε πολλά πράγματα: «Η καταρρακτώδης βροχή του απογεύματος του προχθές Σαββάτου δεν ήρκεσεν όχι να ματαιώση, αλλ' ούτε καν να μειώση την λαμπρότητα της παρελάσεως των τμημάτων της Εθνικής Οργανώσεως της Νεολαίας» γράφει το Έθνος.[16]

Και τότε προς τι η ανησυχία του δικτάτορα; Την απάντηση δίνει ο Σπ. Λινρδάτος στο βιβλίο 4η Αυγούστου: «Μια φανφαρόνικη -κατά τα μουσολινικά πρότυπα- επίδειξη της ΕΟΝ ήταν η περίφημη παρέλαση της 25ης Μαρτίου 1939 στην Αθήνα, όπου πήραν μέρος υποχρεωτικά 50.000 νέοι και παιδιά της περιοχής πρωτευούσης. Στη διάρκεια της παρέλασης έπιασε ραγδαία βροχή που κράτησε πολλές ώρες. Δημιουργήθηκε πανικός, οι βαθμοφόροι το ‘βαλαν στα πόδια για να γλιτώσουν, ενώ τα σπίτια στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και τους γύρω δρόμους γέμισαν από μουσκεμένα ως το κόκαλο παιδιά που ζητούσαν προστασία. Πολλά παιδάκια τσαλαπατήθηκαν, άλλα πλευρίτωσαν».[17] Τελικά ίσως η πειθαρχία αλλά και ο ενθουσιασμός των φαλαγγιτών για τις παρελάσεις να μην προέκυπταν τόσο αυτονόητα και αυθόρμητα, άλλωστε όπως αναφέρει μαρτυρία μέλους της ΕΟΝ: «Οι μαζώξεις στο Πεδίον του Άρεως ήταν υποτονικές, δεν έμοιαζαν με αυτές των προσκόπων που και υπό βροχή παρέλαυναν σε άψογους σχηματισμούς».[18]

Η στρατιωτική οργάνωση της νεολαίας: Η περίπτωση της ΕΟΝ

Γιατί όμως το καθεστώς επέλεξε να παρατάξει στις παρελάσεις του μαθητές και νέους μαζί με το στρατό; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να δούμε ένα από τους βασικότερους στόχους που έθεσε  η 4ηΑυγούστου σε σχέση με τη νεολαία, και ήταν η στρατιωτικοποίηση της. Διαδικασία που τελούνταν κυρίως μέσω της ΕΟΝ. Η ΕΟΝ αποτέλεσε την προσπάθεια του καθεστώτος να προσεταιριστεί τους νέους, υποκαθιστώντας μάλιστα πολλές φορές ακόμη και το σχολείο. Ο σκοπός της ήταν «εκπαιδευτικός»: η διαμόρφωση του νέου Έλληνα.  Οι «νέες» ηθικές αξίες αποτυπώνονταν στις στολές, τις συναθροίσεις, τις παρελάσεις τους όρκους και σηματοδοτούσαν την ένταξη στο μεταξικό καθεστώς. Απώτερος στόχος τους Ι. Μεταξά ήταν να φτιάξει μια μαζική οργάνωση, η οποία θα στρατευόταν στα ιδανικά και τα οράματα του καθεστώτος. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε μια από τις δεκάδες παρελάσεις μαθητών-φαλαγγιτών, ο Μεταξάς απευθύνθηκε προς τον Γεώργιο Γλίξμπουργκ: «Ιδού, Μεγαλειότατε, ο στρατός σας, εις τον οποίον και μόνον πρέπει να στηρίζεσθε».[19]      

Ο ιδρυτικός νόμος σύστασης της οργάνωσης χρονολογείται τον Οκτώβρη του 1936. Ωστόσο ως επέτειος δημιουργίας είχε καθιερωθεί η 7η Νοεμβρίου 1937. Η συμμετοχή υποτίθεται ότι ήταν προαιρετική και η κατάταξη εθελοντική, ωστόσο το καθεστώς χρησιμοποίησε αρχικά  κάθε μέσο για να κάνει θελκτική την ένταξη: υποχρεωτική απορρόφηση της οργάνωσης των προσκόπων, διάλυση άλλων οργανώσεων νέων, προσφορά πλεονεκτημάτων στα μέλη της ΕΟΝ. Και στη συνέχεια –από το 1938– έκανε τη συμμετοχή υποχρεωτική[20]. Ενδεικτική είναι η αναφορά ότι «οι καθηγηταί των σχολείων διατάχθηκαν να οδηγήσουν στην ΕΟΝ τους νέους ομαδικά, επίσης και τα σωματεία, υπαλληλικά, εργατικά κλπ. υποχρεώθηκαν να στείλουν στην οργάνωση τα παιδιά των μελών τους».[21] Αλλά και τα λόγια του ίδιου του δικτάτορα απευθυνόμενος προς τους δασκάλους είναι εξαιρετικά δηλωτικά για τα περιθώρια άρνησης συμμετοχής δασκάλων και μαθητών: «Οφείλετε να γνωρίζετε ότι η Εθνική Οργάνωσις της Νεολαίας είναι θεσμός κρατικός, έργον ιδικόν μου, επί του οποίου στηρίζω τας μεγίστας ελπίδας. Προσεπαθήσαμεν τελευταίως  να τον προσαρμόσωμεν και με το σχολείον, ούτως ώστε να αλληλοσυμπληρούνται. Επί του ζητήματος αυτού, Κύριοι, είμαι αποφασισμένος, εάν παρουσιασθή οιαδήποτε αντίδρασις, να την θραύσω κατά τρόπον αμείλικτον».

Η ΕΟΝ ήταν οργανωμένη στρατιωτικά σε τάγματα, διμοιρίες και ενωμοτίες. Βασική δραστηριότητα της ήταν η στρατιωτική εκπαίδευση των νέων, και συμπληρωματικές οι αθλητικές διοργανώσεις (γυμναστικές επιδείξεις), επιβλητικές παρελάσεις και γιορτές, αναδασώσεις κ.λπ.[22] Οι παρελάσεις αποτελούσαν στην ουσία προέκταση / αναπόσπαστό κομμάτι της στρατιωτικής εκπαίδευσης, η οποία είχε ως κυρίαρχο στόχο, σύμφωνα με τον «θεωρητικό» του καθεστώτος Β. Παπαδάκη: την προετοιμασία των στρατιωτών για την πατρίδα. Η  στρατικοποίηση του εξωσχολικού νεανικού βίου δεν περιλάμβανε μόνο τις παρελάσεις αλλά και τη «φιλοξενία» των νέων σε στρατόπεδα, κατά τη διάρκεια της οποίας περνούσαν «δημιουργικά» το 24ωρό τους με σάλπισμα εγερτηρίου, έπαρση σημαίας, απαγγελία εθνικού ύμνου, στρατιωτικές ασκήσεις, διδασκαλία στρατιωτικής θεωρίας κ.λπ.[23]

Ενδεικτική αυτού του μιλιταριστικού κλίματος ήταν και η γιορτή των σκαπανέων, που περιλάμβανε παρουσιάσεις όπλων από μαθητές δημοτικού και γυμνασίου, εικονικές μάχες, ανάπτυξη στρατιωτικών ασκήσεων, αθλητισμό κάτω από το φως προβολέων! Ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή όλου αυτού του τελετουργικού από τους θιασώτες της ΕΟΝ: «Αποβάλλουν κάθε τι παιδικό από πάνω τους και εκτελούν με επιτυχία ζηλευτές ασκήσεις πυκνής τάξεως».[24] Και γιατί ήταν απαραίτητη όλη αυτή η ανούσια, κοπιαστική, αντιπαδαγωγική στρατιωτική εκπαίδευσης; Η απάντηση σκιαγραφείται στο περιοδικό η Νεολαία: «Με τη σωματική και ψυχική προπαρασκευή οι νέοι της ΕΟΝ αποτελούν το αυριανό επίλεκτο υλικό των ενόπλων δυνάμεων του Κράτους, προσαρμοζομένοι ευθύς στην πειθαρχία του Στρατεύματος. Το γερό σώμα, οι πολύπλοκες γνώσεις, η ενθουσιώδης και πατριωτική ψυχή, τα οποία τορνεύονται στην οργάνωσιν κατά των χρόνο της εκπαδεύσεως είναι τα ασφαλή στοιχεία ότι και στον στρατό θα είναι τα εκλεκτά παιδιά των ενόπλων δυνάμεων, επί των οποίων θα μπορεί να στηρίζονται η Πατρίς, ο Βασιλεύς, ο Αρχηγός».[25] (Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό συνδρομητικό περιοδικό Historical Quest, Μάρτιος 2012)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εφημερίδες
Έθνος
Ελευθεροτυπία
Εμπρός
Βιβλία
Σπύρος Λιναρδάτος, 4η Αυγούστου, Θεμέλιο, Αθήνα 1998
Ελένη Μαχαιρά, Η Νεολαία της 4η Αυγούστου φωτογραφίες, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987
Ιωάννης Μεταξάς, Λόγοι και σκέψεις, τόμος 1ος Ίκαρος , Αθήνα 1969
Στάνλεϊ Πέιν, Η ιστορία του φασισμού, φιλίστωρ, Αθήνα 2000
Γεωργίου Ρούσσου, Νεότερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1826-1974, Τόμος Έβδομος, Αθήνα, 1975


Ηλεκτρονικές διευθύνσεις
metaxas.project.com



Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: