Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Ο Δημήτριος Μάξιμος (Πάτρα, 1873 – Αθ...

Ο Δημήτριος Μάξιμος (Πάτρα, 1873 – Αθήνα, 16 Οκτωβρίου 1955) υπήρξε οικονομολόγος, τραπεζιτικός και πολιτικός. Διατέλεσε υπουργός πολλές φορές ενώ ανέλαβε πρωθυπουργός για ένα οκτάμηνο την κρίσιμη περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Ιδιοκτησίας του ήταν το αποκαλούμενο Μέγαρο Μαξίμου που στεγάζει τον εκάστοτε πρωθυπουργό της χώρας.

Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1873 και ήταν γιός του Επαμεινώνδα Μάξιμου και της Ασπασίας Λόντου. Απο την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από σπουδαία Χιώτική εμπορική οικογένεια, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στο εμπόριο, τον τραπεζικό κλάδο και την πολιτική. Η μητέρα του ήταν κόρη του Δημάρχου Πατρέων και Προέδρου της Βουλής Ανδρέα Λόντου, μέλους της γνωστής οικογένειας αχαιών προυχόντων με σημαντική συμβολή στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Ο Μάξιμος ολοκληρώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του διορίστηκε το 1891 στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας και παράλληλα γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις οικονομικές και νομικές σπουδές του στο Παρίσι. Έτσι, από πολύ νεαρή ηλικία ξεκίνησε τραπεζική σταδιοδρομία. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι υποδιοικητής της Εθνικής τράπεζας την περίοδο 1889-1896 και εν συνέχεια διοικητής αυτής έως το 1911 ήταν ο θείος του, σύζυγος της αδερφής της μητέρας του, Βικτωρίας Λόντου, Στέφανος Στρέϊτ. Το 1901 έγινε μέλος της λιμενικής επιτροπής Πατρών. Το 1903 ανέλαβε τη διεύθυνση του Υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας Πατρών και στα 1911 προήχθη στη θέση του Διευθυ­ντή του Κεντρικού Καταστήματος Αθηνών. Το 1914 η Γενική Συνέλευση των μετόχων τον εξέλεξε Υποδιοικητή της Τράπεζας, ενώ την περίοδο 1921-1922 εκλέχτηκε διοικητής. Ο Δημήτριος Μαξίμου συντάχθηκε με το αντιβενιζελικό μπλοκ. Ως εκ τούτου, το 1922, οπότε και απομακρύνθηκε απο την επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα. Στη συνέχεια ακολούθησε τον βασιλιά στην εξορία φεύγοντας με τη γυναίκα του στη Φλωρεντία.

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1927 και ανέλαβε οικονομικός σύμβουλος του «Λαιϊκού Κόμματος» του Παναγή Τσαλδάρη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '30 ο Μάξιμος αναμείχθηκε ενεργά στα πολιτικά πράγματα, ιδιαίτερα από παρασκηνιακό επίπεδο. Στις 8 Ιουλίου 1931 ο Βενιζέλος συναντήθηκε μυστικώς με τον Μάξιμο παρακαλώντας τον να πείσει τον Τσαλδάρη, αρχηγό του λαϊκού κόμματος να αναγνωρίσει το πολίτευμα. Είναι γεγονός ότι ο Μάξιμος αν και ήταν μέλος του Λαϊκού Κόμματος διατηρούσε επαφές με τον Βενιζέλο και ήταν αποδεκτός από όλες τις παρατάξεις, κυρίως λόγω των γνώσεών του πάνω στα οικονομικά ζητήματα. Αυτό άλλωστε φάνηκε και τον Σεπτέμβριο του 1931 όταν ο Βενιζέλος μετά την παραίτηση του Διομήδη απο την διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας και εν μέσω οικονομικής κρίσης, του πρότεινε την θέση του διοικητού, την οποία και αρνήθηκε λόγω βασικών διαφωνιών ως προς τον τρόπο διοίκησης. Αν και δεν δέχθηκε την θέση που του προτάθηκε μέσω αρθρογραφίας προσπάθησε να προτείνει λύσεις προς την κυβέρνηση μεταξύ των οποίων ήταν η δημιουργία κοινής διοίκησης μεταξύ Εθνικής και τράπεζας Ελλάδος κ.α. Μετά τη δημοσίευση των απόψεων εκλήθη από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο χωρίς όμως δυστυχώς να υπάρξει συμφωνία ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης. Τον Απρίλιο του 1932 μετά την παραίτηση Μαρή του προσφέρθηκε απο τον Βενιζέλο το υπουργείο οικονομικών το οποίο όμως αρνήθηκε. Στις εκλογές του 1933 το Λαϊκό Κόμμα υπερίσχυσε του κόμματος των Φιλελευθέρων. Οι στρατηγοί όμως που ήταν βενιζελικοί αρνήθηκαν να παραδώσουν την εξουσία στον Τσαλδάρη επιδιώκοντας τον σχηματισμό στρατιωτικής κυβέρνησης. Γι'αυτό τον λόγο ο Βενιζέλος επικοινώνησε με τον Μάξιμο για να τον πληροφορήσει για τα γεγονότα προτρέποντας παράλληλα να ενημερώσει τον Τσαλδάρη, πράγμα που έκανε. Ο Τσαλδάρης παρ'ολα αυτά αρνήθηκε να δώσει την συγκατάθεσή του εμμένοντας στην άποψή του για σχηματισμό κυβέρνησης απο του λαϊκούς. Τελικά οι στρατηγοί μη μπορώντας να συμφωνήσουν, αναγκάστηκαν να αφήσουν τον Τσαλδάρη να σχηματίσει κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε και ο Μάξιμος, έχοντας το υπουργείο των εξωτερικών, αν και εξωκοινοβουλευτικός. Τον ίδιο χρόνο εξελέγη αριστιδίν γερουσιαστής. Στις 7 Μαρτίου στο σπίτι του, το γνωστό Μέγαρο Μαξίμου, πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ Οθωναίου και Τσαλδάρη, ο οποίος ακόμα δεν είχε σχηματίσει επίσημα κυβέρνηση προκειμένου να βολιδοσκοπήσει ο πρώτος τις σκέψεις του δεύτερου σχετικά με το θέμα της αμνηστίας του Πλαστήρα.

Παράλληλα εκρεμούσε και το θέμα της παραπομπής του Βενιζέλου σχετικά με την ηθική αυτουργία του στο παρ'ολιγον πραξικόπημα του '33. Ο Μάξιμος ως υπουργός εξωτερικών είχε ήδη ενημερώσει τον Τσαλδάρη οτι η διεθνής κοινότητα δεν θα αποδεχόταν καμία απόφαση καταδίκης του Βενιζέλου συμβουλευοντάς τον παράλληλα να τον αμνηστεύσει. Πράγματι ο Τσαλδάρης, αφού σχημάτισε και ο ίδιος άποψη, αποφάσισε να βαδίσει προς την κατεύθυνση που του είχε υποδείξει ο Μάξιμος αμνηστεύοντας τον Βενιζέλο. Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών την περίοδο 1933 - 1935. Επί υπουργίας του υπεγράφη το Σύμφωνο της Διαβαλκανικής Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, Γιουγκοσλαβίας και Ρουμανίας. Συγκεκριμένα κατόπιν πρωτοβουλίας του Τούρκου υπουργού εξωτερικών υπεγράφη το ελληνοτουρκικό σύμφωνο αμοιβαίας εγγυήσεως της εδαφικής ακεραιότητας των δύο χωρών (14 Σεπτεμβρίου 1933) ενώ άρχισαν και οι συζητήσεις για την υπογραφή συμφώνου μεταξύ των βαλκανικών χωρών. Το πρόβλημα βέβαια που δημιουργήθηκε ήταν αν θα συμμετείχε η Βουλγαρία που είχε μεγάλη σημασία για την Τουρκία και την Ελλάδα. Η άρνηση της Βουλγαρίας ανάγκασε τον Μάξιμο να επισκεφθεί τις ηγεσίες των γειτονικών χωρών και να αρχίσει τις επαφές με τις Μεγάλες Δυνάμεις προκειμένου να πιεστεί η βουλγαρική ηγεσία να υπογράψει. Τον Δεκέμβριο του ίδιο χρόνο συναντήθηκε με τον βασιλιά της Γιουγκοσλαβίας Αλέξανδρο, απο τον οποίο και ρωτήθηκε αν υπήρχε κάποια μυστική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας στο σύμφωνο του '28, κάτι βέβαια που αρνήθηκε. Αν και μεταξύ των βαλκανικών κρατών πλην Βουλγαρίας υπήρχε συμφωνία, δεν συνέβαινε το ίδιο και με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η Μ. Βρετανία και η Ιταλία προσπαθούσαν να καθυστερήσουν την υπογραφή του συμφώνου λόγω της σημαντικής συμμετοχής στην επίτευξη αυτού της Γαλλίας. Στα ταξίδια που πραγματοποίησε ο Μάξιμος στη Ρώμη και το Λόνδίνο φάνηκε η αντίθεση των χωρών αυτών. Με την επιστροφή του Μάξιμου στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε συμβούλιο πολιτικών αρχηγών στο οποίο αποφασίστηκε η υπογραφή του βαλκανικού συμφώνου μεταξύ της Ελλάδας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας και της Τουρκίας. Πράγματι στις 9 Φεβρουαρίου 1934 υπεγράφη στην Αθήνα παρά την αντίρρηση της Αγγλίας και της Ιταλίας. Η πληροφορία όμως οτι το συγκεκριμένο σύμφωνο υπήρχε περίπτωση να οδηγήσει την Ελλάδα σε πόλεμο με την Ιταλία προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης κατα της κυβερνήσεως, η οποία με διευκρινιστικές ερμηνείες προσπάθησε να εκτονώσει την όλη κατάσταση. Τελικώς η κυβέρνηση υποχώρησε αρνούμενη να υπογράψει τις στρατιωτικές συμβάσεις με τις άλλες χώρες, που αποτελούσαν ίσως και το ουσιαστικότερο κομμάτι του συμφώνου.
Τον Ιανουάριου του 1935 παραιτήθηκε απο το υπουργείο εξωτερικών προκειμένου να ταξιδέψει στο εξωτερικό για λόγους υγείας. Η παραίτησή του έγινε δεκτή μόλις στις 2 Μαρτίου 1935, εποχή που είχε ξεσπάσει το κίνημα του '35. Τελικά επανήλθε στην θέση του υπουργού εξωτερικών την 13η Ιουλίου. Κατά την διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας ιδιώτευσε. Με τον σχηματισμό της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου, ο δοσίλογος πρωθυπουργός προσκάλεσε πολιτικούς άνδρες της εποχής προκειμένου να στηρίξουν την νέα κυβέρνηση. Μεταξύ αυτών που απεδέχθησαν την πρόσκληση και τον επισκέφθηκαν ήταν και ο Δημήτριος Μάξιμος.

Το 1947 ανέλαβε ως εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συνασπισμού από 24 Ιανουαρίου έως 29 Αυγούστου. Η κυβέρνησή του περιλάμβανε όλα τα κόμματα της Βουλής σε μια προσπάθεια των Αμερικανών να συσπειρώσουν όλον τον αστικό κόσμο ακριβώς την στιγμή της έναρξης του εμφυλίου πολέμου. Για αυτό η ονομάστηκε «Επτακέφαλος κυβέρνησις» διότι είχε αντιπροέδρους τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη και τον Σοφοκλή Βενιζέλο, ενώ υπουργοί ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου (Εσωτερικών), ο Στυλιανός Γονατάς (Δημοσίων Έργων), ο Ναπολέων Ζέρβας (Δημοσίας Τάξης), ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Ναυτικών) και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (Εργασίας). Κατά την διάρκεια της κυβερνήσεώς του η Μεγάλη βρετανία ανακοίνωσε την αποχώρηση των στρατευμάτων της και ο αμερικανός Πρόεδρος Χάρι Τρούμαν ανακοίνωσε το περίφημο «Δόγμα» του. Κατόπιν αποσύρθηκε και έζησε ως απλός ιδιώτης. Το 1952 το Ελληνικό Δημόσιο ζήτησε να αγοράσει την κατοικία του Δημητρίου Μαξίμου, η οποία βρισκόταν επί της οδού Ηρώδου Αττικού 19. Συνεστήθη επιτροπή, η οποία εκτίμησε την αξία του «Μεγάρου Μαξίμου» σε 11 δισεκατομμύρια δραχμές. Ο ίδιος δήλωσε ότι αποδέχεται να πουλήσει την οικία του στο Δημόσιο στο μισό περίπου της εκτίμησης της επιτροπής, στα 5,75 δισεκατομμύρια δραχμές. Επι­πλέον δε, προσέφερε στο Κράτος όλη την επίπλωση της κατοικίας του, καθώς και τους πίνακες που βρί­σκονταν σε αυτή, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως «Κυβερνητικόν Μέγαρον» και για τη φιλο­ξενία ξένων υψηλών προσώπων. Από το 1982 το «Μέγαρο Μαξίμου» χρησιμοποιείται ως επίσημη κατοικία και γραφείο του εκάστοτε πρωθυπουργού.

Ο Δημήτριος Μάξιμος πέθανε το 1955. Ανηψιός του ήταν ο μετέπειτα υπουργός Γεώργιος Οικονομόπουλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: