Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης (Ψαρά 1793 ή 1795 – Αθήνα 2 Σεπτεμβρίου 1877) έμεινε γνωστός ως πυρπολητής κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, μετέπειτα διετέλεσε ναύαρχος, υπήρξε πολιτικός και, τέλος, πρωθυπουργός της Ελλάδας.

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης γεννήθηκε στα Ψαρά γύρω στο 1793. Σε μικρή ηλικία μετά τον θάνατο του πατέρα του Μιχαήλ ναυτολογήθηκε και δούλευε στο μπρίκι του θείου του Δημήτρη Βουρέκα. Από νωρίς έμαθε τη ζωή της θάλασσας και απέκτησε την απαραίτητη εμπειρία. Εξαιτίας του επαγγέλματος μπόρεσε να επισκεφτεί πολλές περιοχές και να αποκτήσει γνώσεις. Αρχικά το όνομά του ήταν "Κανάριος" και τελικά έγινε Κανάρης. Όταν πέθανε ο θείος του, στου οποίου το μικρό εμπορικό πλοίο εργαζόταν, ανέλαβε ο ίδιος καπετάνιος σε ηλικία είκοσι ετών. Πήγε στην Ήξερε για τη Φιλική Εταιρεία, αλλά δεν είχε γίνει μέλος της. Όταν έμαθε ότι ξέσπασε η επανάσταση στις Παραδουνάβειες Ηγεμονίες, βρισκόταν στην Οδησσό και γύρισε εσπευσμένα στα Ψαρά. Ήταν απ’ τους πρώτους που κατατάχθηκαν στον στόλο των Ψαριανών με Ναύαρχο τον Νικόλαο Αποστόλη. Ο Κανάρης έκανε επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια, ενώ στη συνέχεια εντάχθηκε στα πυρπολικά. Η ανατίναξη στην Ερεσό ενός τουρκικού δικρότου τον παρακίνησε να κάνει ένα ανάλογο εγχείρημα.

Τον Ιούνιο του 1822, αφού ο ελληνικός στόλος δεν κατάφερε να σώσει τη Χίο από τις τρομερές τουρκικές σφαγές, ο Κανάρης ανέλαβε να βάλει μπουρλότο στη ναυαρχίδα του Καπετάν Πασά Καρά Αλή, την επικεφαλής του στόλου που έκαψε το νησί. Την επιχείρηση θα εκτελούσαν τα πυρπολικά του Κανάρη και του Πιπίνου. Στο εγχείρημα βοήθησαν δύο παράγοντες: αφενός ότι η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή καθώς δεν είχε φεγγάρι και αφετέρου ότι στο κατάφωτο κατάστρωμα της ναυαρχίδας οι Τούρκοι, κάπου δυό χιλιάδες, γιόρταζαν το Μπαϊράμι κι έτσι τα μέτρα φρούρησης ήταν ελλιπή. Η φωτιά απ' το μπουρλότο μεταδόθηκε ταχύτατα στο καράβι. Πριν προλάβουν να απομακρυνθούν απ' αυτό οι πρώτες σωστικές λέμβοι, η φωτιά έφτασε στην πυριτιδαποθήκη, η οποία ανατινάχθηκε. Ως αποτέλεσμα τα θύματα ήταν πάρα πολλά. Μεταξύ αυτών ο ναύαρχος Καρά Αλής, αξιωματικοί του και πολλοί ναύτες. Το πυρπολικό του Πιπίνου προσέγγισε την υποναυαρχίδα, αλλά δεν κατάφερε να την καταστρέψει. Της προκάλεσε όμως αρκετές ζημιές. Η ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικότερα γεγονότα του επαναστατικού αγώνα και έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης έγινε έτσι γνωστός ως ήρωας σε έλληνες και ευρωπαίους φιλέλληνες.

Την επιτυχία αυτή ακολούθησαν και άλλες πυρπολήσεις. Όταν αγκυροβόλησε στην Τένεδο, ο νέος καπουδάν πασάς, Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ, στις 29 Οκτωβρίου 1822, ο Κανάρης, συνοδευόμενος από το Βρατσάνο, διείσδυσε ανάμεσα στον τουρκικό στόλο. Μην μπορώντας να προσεγγίσει το πλοίο του ναυάρχου, την καπουδάνα, πλησίασε την αντιναυαρχίδα Ριάλα-Γεμισσί και την πυρπόλησε. Έχασαν τη ζωή τους οκτακόσια μέλη του πληρώματος, Τούρκοι αλλά και Χριστιανοί ναύτες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στόλο. Ο Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ σήκωσε άγκυρα και κατέφυγε με τη βοήθεια ούριου ανέμου, στο Τσανάκ-Καλεσί, στα Δαρδανέλλια.

Τον επόμενο χρόνο, ο Κανάρης πραγματοποίησε επιθέσεις στα μικρασιατικά παράλια, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Δεν μπόρεσε, επίσης, να εμποδίσει το 1824 ο Χοσρέφ-Μεχμέτ Πασάς την καταστροφή των Ψαρών. Όμως, τον Αύγουστο του 1824 πυρπόλησε μια μεγάλη φρεγάτα του Χοσρέφ στη Σάμο και μια κορβέτα στη Μυτιλήνη ως εκδίκηση για την καταστροφή των Ψαρών και της Κάσου. Η έλλειψη πόρων, ωστόσο, αποσυντόνισε το ναυτικό των Ελλήνων και προκάλεσε λιποταξίες, ενώ πολλά πληρώματα επιδίδονταν στην πειρατεία. O Κανάρης κατάφερνε να επιβάλλει την πειθαρχία στα δικά του πληρώματα. Αλλά κι αυτός μέσα σ' αυτό το καθεστώς αναρχίας παραλίγο να σκοτωθεί το 1825 στην Αίγινα.

Ο Κανάρης εισηγήθηκε στη Διοίκηση ένα παράτολμο εγχείρημα. Ο Μωχάμετ Άλη είχε συγκεντρώσει στην Αλεξάνδρεια περίπου εξήντα μεγάλα πολεμικά και τριπλάσια φορτηγά πλοία τα οποία προόριζε για την καταστολή της επανάστασης. Το σχέδιο του Κανάρη προέβλεπε να πάνε κάποια ελληνικά πλοία στην Αλεξάνδρεια και να κάψουν τον αιγυπτιακό στόλο. Έτσι θα σταματούσε και το λαθρεμπόριο που έκαναν Γάλλοι, φίλοι του Μωχάμετ Άλη, σε βάρος του ελληνικού αγώνα. Το σχέδιο εγκρίθηκε και η αρχηγία του ελληνικού στόλου ανατέθηκε στον πλοίαρχο Μανόλη Τομπάζη. Στις 10 Αυγούστου 1825, ο Τομπάζης κι ο Κριεζής, μαζί με τα πυρπολικά του Μιαούλη, του Μπούτη και του Κανάρη, έφθασαν έξω από την Αλεξάνδρεια. Την έκτη εσπερινή ώρα που έφθασαν προ της Αλεξάνδρειας, έπλεε μεν ούριος άνεμος αλλά για να μπουν μέσα στο λιμάνι χρειάζονταν κάποιον πιλότο επειδή υπήρχαν πολλοί ύφαλοι.Ο Κανάρης θεώρησε ότι έπρεπε να επιτεθεί άμεσα γιατί ήταν τέτοια η διάταξη των αιγυπτιακών πλοίων που, με τον άνεμο ο οποίος φυσούσε, θα υφίσταντο πανωλεθρία σε μια επίθεση με πυρπολικά. Εξαπατώντας τον πιλότο, ύψωσε ρωσική σημαία και μπήκε μόνος του στο λιμάνι, αλλά τελικά παρά την αντρειοσύνη που επέδειξε δεν τα κατάφερε, καθώς τον ανακάλυψαν γαλλικά πλοία συμμαχικά με τους Αιγυπτιώτες. Το γεγονός προκάλεσε κύματα φιλελληνισμού στο εξωτερικό και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους Β. Ουγκώ και Μπερανζέ. Η εκτίμηση στο πρόσωπό του τού άνοιξε τον δρόμο για πολλά αξιώματα. Το 1826 τοποθετήθηκε κυβερνήτης ενός καινούργιου πλοίου, της "Ελλάδας". Το 1827 ήταν πληρεξούσιος των Ψαρών στη Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Ο Ιωάννης Καποδίστριας θα τον διορίσει αρχικά φρούραρχο της Μονεμβασιάς και κατόπιν διοικητή μιας ναυτικής μοίρας που θα πολεμήσει τους αγγλόφιλους και τους αντικυβερνητικούς της Ύδρας. Στον Κανάρη ανατέθηκε να συλλάβει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όταν ο τελευταίος διέφυγε από το Ναύπλιο. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Κανάρης πήγε στη Σύρο, όπου ιδιώτευσε για ένα διάστημα. Ο Κανάρης ανήκε στη μερίδα εκείνων των πολιτικών που προέρχονταν από περιοχές που δεν εντάχθηκαν στο νέο κράτος. Αυτό τους στέρησε πολιτική πελατεία, ενώ τους έβλεπαν με μεγάλη δυσπιστία ως «νεήλυδες». Με την έλευση του Όθωνα διορίστηκε πλοίαρχος γ΄ τάξεως κι έπειτα ναύαρχος. Συμμετείχε όμως στην ηγεσία του κινήματος της 3η Σεπτεμβρίου του 1843. Μετά την ψήφιση του νέου συντάγματος, ο Κανάρης έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Μεταξά και κατόπιν στην κυβέρνηση Κωλέττη. Ο Κανάρης συνέχισε όμως να διέπεται από φιλελεύθερα και αντιμοναρχικά συναισθήματα και ήταν έτοιμος, εάν το ευνοούσαν οι συνθήκες και το επέτρεπαν οι μεγάλες δυνάμεις, να βοηθήσει σε μια ενδεχόμενη εκθρόνιση του Όθωνα κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Το 1854 έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Το 1861 δεν δέχτηκε τη σύνταξη που του παραχωρήθηκε καθώς ριζοσπαστικοποιούταν. Παρότι μια νέα γενιά πολιτικών ερχόταν στο προσκήνιο, ο Κανάρης θα παραμείνει στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων. Το καλοκαίρι του 1862 ο Όθωνας του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ο Κανάρης πρότεινε έναν κατάλογο με υπουργούς, που όλοι τους είχαν σχεδόν επαναστατικές απόψεις, λέγοντας στον Όθωνα ότι μόνο με τέτοια κυβέρνηση και η μοναρχία θα ήταν δυνατό να σωθεί και η τάξη στη χώρα να διατηρηθεί. Ο Όθωνας όμως δεν δέχθηκε και έδωσε την εντολή στον Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Ο Κανάρης πέρασε ανοιχτά στην αντιπολίτευση, και αναδείχτηκε σε κεντρική φυσιογνωμία του αντιοθωνικού κινήματος. Για τους νεότερους ο Κανάρης ήταν πατρική μορφή, για τους εθνικιστές σύμβολο του αγώνα και εκπρόσωπος του πραγματικού ελληνισμού. Ο ίδιος εμφανιζόταν αλληλέγγυος σε όλους όσους είχαν παραγκωνιστεί από τον Όθωνα. Δημοκρατικός, αλλά με συγκεχυμένες απόψεις σε διάφορα ζητήματα ώστε να μην απωθούν κανέναν, ήταν το πρόσωπο που κατάφερε να συσπειρώσει όλους. Μετά την έξωση του Όθωνα αποτέλεσε μαζί και με τους Δημήτριο Βούλγαρη και Μπενιζέλο Ρούφο μέλος της επαναστατικής τριανδρίας. Στην πραγματικότητα όμως την εξουσία έλεγχε ο Βούλγαρης. Ο ίδιος ήταν όμως το προβεβλημένο πρόσωπο του κόμματος των Ορεινών και όταν το κοινοβούλιο αρνήθηκε σε μια πρώτη ψηφοφορία να ανανεώσει την ψήφο εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του οξύνθηκαν τα πράγματα ανάμεσα στα κόμματα των Πεδινών και Ορεινών. Στη συνέχεια, αφού τελικά υπερψηφίστηκε, ήρθε σε σύγκρουση με τον Βούλγαρη και παραιτήθηκε από την τριανδρία. Το γεγονός αυτό ενέτεινε ακόμα περισσότερο τις σχέσεις των δύο κομμάτων. Υπήρξε επικεφαλής της επιτροπής που μετέβηκε στη Δανία για να προσφέρει τον θρόνο στον μετέπειτα βασιλιά Γεώργιο. Διετέλεσε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ρούφου. Κατόπιν το 1864, σχημάτισε ο ίδιος κυβέρνηση. Μετά από ένα μήνα παραιτήθηκε και σχημάτισε και πάλι κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε επί ένα χρόνο στην εξουσία. Κατόπιν παραιτήθηκε οριστικά, θέλοντας να αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο καθώς είχε υπερβεί τα 75 χρόνια. Στο σπίτι όπου έμενε, στην Κυψέλη, συνέρρεαν πολίτες από παντού για να δουν τον «Ναύαρχο», όπως τον αποκαλούσαν. Το 1877 ετέθη επικεφαλής οικουμενικής κυβέρνησης για να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες για την χώρα περιστάσεις που δημιούργησε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 πέθανε, όντας εν ενεργεία πρωθυπουργός. Είχε παντρευτεί την Δέσποινα Μανιάτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: