Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Ο Δημήτρης Χατζής

Ο Δημήτρης Χατζής (Γιάννενα – 1913 – Αθήνα 1981) υπήρξε πολιτικό στέλεχος της αριστεράς, του ΕΑΜ, λογοτέχνης και πολιτικός διανοούμενος. Ο πατέρας του Γεώργιος Χατζής, ήταν διηγηματογράφος, λόγιος και παλαμικός ποιητής, γνωστός με το ψευδώνυμο Πελλερέν. Ήταν επίσης εκδότης της εφημερίδας «Ηπειρος». Ο πατέρας του όπως και ο παππούς του ήταν τυπογράφοι. Η μητέρα του ονομαζόταν Αθηνά Κυριακοπούλου και καταγόταν από το Αίγιο. Συνολικά η οικογένεια είχε 7 παιδιά. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ιόνιο Σχολή της Αθήνας. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του επέστρεψε στα Γιάννενα και ανέλαβε την εφημερίδα. Εκεί ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές στη Ζωσιμαία Σχολή. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, αλλά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του λόγων οικονομικών δυσχεριών.  Το 1932 ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με μαρξιστικούς κύκλους και το 1935 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. Έδρασε στα Γιάννενα και συνελήφθηκε από τη δικτατορία του Μεταξά. Ακολούθησε η εξορία στη Φολέγανδρο. Επέστρεψε στα Γιάννενα το 1937. Μετά την είσοδο των Γερμανών και Ιταλών στη χώρα έφυγε για την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στο ΕΑΜ και στη συνέχεια βγήκε στο αντάρτικο. Συνεργάστηκε με τον αντιστασιακό τύπο συμμετέχοντας στη λειτουργία του παράνομου τυπογραφείου του ΕΑΜ στην Καλλιθέα, αρθρογραφώντας και διορθώνοντας άρθρα σε εφημερίδες όπως η «Ελεύθερη Ελλάδα» και ο «Απελευθερωτής». Αρθρογραφούσε ακόμη στον επίσης παράνομο Ριζοσπάστη. Στο χρονικό της “Ελεύθερης Ελλάδας”, γραμμένο από τον ίδιο τον Χατζή και δημοσιευμένο στο πρώτο τεύχος του περιοδικού “Αρχείο Εθνικής Αντίστασης”, το 1946, το τυπογραφείο της Καλλιθέας αναφέρεται αόριστα ως “μια νέα εγκατάσταση σε άλλο σημείο της Αθήνας, αφού το έδαφος σκάφτηκε βαθιά και εξασφαλίστηκε η τέλεια προφύλαξη του τυπογραφείου εφοδιασμένου με πιεστήριο τύπου Βικτόρια.” Ο Δημήτρης Χατζής εργάστηκε επίσης στο τυπογραφείο του βουνού. Υπήρξε υπεύθυνος σύνταξης της εφημερίδας Ελεύθερη Ελλάδα ως το κλείσιμό της το 1947. Το καλοκαίρι του 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία. Την ίδια χρονιά επιστρατεύτηκε στα Γιάννενα. Το Μάρτη του 1948 κατέφυγε στο ΔΣΕ. Καταδικάστηκε από τον Εθνικό Στρατό ως λιποτάκτης, κατηγορία που θα τον ακολουθεί μέχρι και τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια.  Στα έντυπα του ΔΣΕ δημοσίευε διηγήματα και ανταποκρίσεις. Μετά το τέλος του εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας αρχικά στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Ουγγαρία. Στη Βουδαπέστη έμεινε πάνω από 30 χρόνια από το 1949 ως το 1975, με μια διακοπή 6 χρόνων από το 1957 ως το 1963, όπου παρέμεινε στο Ανατολικό Βερολίνο. Μελέτησε βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, κοντά στον καθηγητή Γκιούλα Μόραβσικ. Στο Ανατολικό Βερολίνο εργάστηκε στο Τμήμα Βυζαντινών Σπουδών του «Ινστιτούτου Ελληνο-ρωμαϊκής Αρχαιολογίας», όπου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα «Οι μονωδίες για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους». Επιστρέφοντας στη Βουδαπέστη εργάστηκε ως βοηθός καθηγητής στην έδρα της Βυζαντινής Φιλολογίας και ίδρυσε το Νεοελληνικό Ινστιτούτο, ενώ παράλληλα δημοσίευσε επιστημονικές μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά και υπήρξε επιμελητής των εκδόσεων μεταφράσεων νεοελλήνων λογοτεχνών στα ουγγρικά από τον εκδοτικό οίκο Europa. Ενδιαφέρουσα είναι η παρέμβαση του Χατζή στη συζήτηση για το σχέδιο προγράμματος του ΚΚΕ το 1953. Η απόπειρα πάντως επιβολής αυτού του προγράμματος αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της ζαχαριαδικής ηγεσίας που επέμενε στην επερχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα με χαρακτήρα «λαϊκό - δημοκρατικό» και προοπτική «σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης». Θα ακολουθήσουν καίριες διαφοροποιήσεις στο επίσημο ΚΚ. η καθαίρεση του Ζαχαριάδη και οι αλλαγές στην ηγεσία της ΕΣΣΔ και του ΚΚΕ θα σημάνουν μια νέα ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση επηρεάζοντας και τις απόψεις για το έθνος. Αναγνωρίζει τώρα το ΚΚΕ ότι το νεοελληνικό έθνος προκύπτει από τη «ρωμαίικη – γκρέκικη λαότητα που συνδεόταν ιστορικά λαογραφικά, τόσο με την αρχαία Ελλάδα και την αλεξανδρινή ελληνιστική εποχή όσο και με την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία και την ορθόδοξο ανατολική εκκλησία». Η μετατόπιση αυτή θα προκαλέσει την αντίδραση του Δημ. Χατζή, ο οποίος θα στηρίξει το σχήμα του Ζαχαριάδη και θα διαπιστώσει ιδεολογικές παραχωρήσεις στα αστικά σχήματα για το έθνος. Θα καταγγείλει ως ανυπόστατη τη θεωρία περί «ρωμέικης-γκραικικής λαότητας» θεωρώντας πως το κοινό της γλώσσας στους εξελληνισμένους πληθυσμούς δεν συνιστά κριτήριο για μια ιδιαίτερη λαότητα. Πως δεν έγινε ποτέ κάποια τέτοια σύνθεση υπό την ηγεμονία των γραικών και ότι ποτέ δεν ήταν η κυρίαρχη εθνότητα στο Βυζάντιο. Για να κατηγορήσει στο τέλος το νέο Πρόγραμμα του ΚΚΕ για αναπαραγωγή των θεωριών των αστών ιστορικών περί ελληνικής αυτοκρατορίας. Το 1967 η δικτατορία του Παπαδόπουλου του απαγόρευσε την επιστροφή στην Ελλάδα. Το 1968 έφυγε από την Ουγγαρία και μετά τα γεγονότα του Μάη του '68 επιθυμεί να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Η γαλλική αστυνομία όμως τον πιέζει να ζητήσει πολιτικό άσυλο. Ο ίδιος αρνείται και ταυτόχρονα αρνήθηκε τη θέση βοηθού στην έδρα νεοελληνικών σπουδών που του προσφέρθηκε από το Πανεπιστήμιο με αποτέλεσμα να επιστρέψει στη Βουδαπέστη. Εκεί δεν δέχεται ωστόσο να λάβει την ουγγρική υπηκοότητα παρά τις προτάσεις που του έγιναν, παραμένοντας έτσι χωρίς υπηκοότητα. Το 1973 εργάστηκε ως καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και δημοσίευσε μαζί με τον Θανάση Χατζή ένα βιβλίο για τη δικτατορία στην Ελλάδα. Με την πτώση της δικτατορίας μερίδα διανοούμενων πιέζει για την επιστροφή του - είναι άπατρις, καταδικασμένος δις εις θάνατον από έκτακτο στρατοδικείο για λιποταξία. Του δίνεται χάρη και το 1975 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στη Σχολή Μηχανολόγων του Πανεπιστημίου Πατρών (Πολυτεχνική Σχολή) με μεγάλη επιτυχία, καθώς τα μαθήματα έχουν τεράστια φοιτητική ανταπόκριση. Μετά από αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων του Πανεπιστημίου και του Υπουργείου Παιδείας, τα μαθήματα διακόπηκαν. Η μη επικύρωση του διορισμού του έγινε με πρόσχημα  τη μη εκπληρωμένων των στρατιωτικών του υποχρεώσεων προκαλώντας διαδηλώσεις των φοιτητών. Από το 1975 ως το 1980 ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, δίνοντας διαλέξεις και συμμετέχοντας σε συζητήσεις σε σχολεία και πανεπιστήμια. Την ίδια περίοδο συνεργάστηκε με τα περιοδικά Δομή και Αντί και εξέδωσε το περιοδικό Πρίσμα, που κυκλοφόρησε τέσσερα τεύχη (το τελευταίο μετά το θάνατό του). Το 1979 παντρεύτηκε την ιστορικό Καίτη Χατζή, με την οποία απέκτησε μια κόρη την Ελένη - Αγγελίνα. Πέθανε σε σπίτι φίλων στη Σαρωνίδα από καρκίνο των βρόγχων.  Ο Δημήτρης Χατζής σύμφωνα με τον Π. Νούτσο ως πολιτικός διανοούμενος, αν και πρώτιστα εκφράζεται ως λογοτέχνης και φιλόλογος, διέθετε μια οξεία αίσθηση των πολιτικών πραγμάτων, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στις μετατοπίσεις και στους αναπροσανατολισμούς που συντελούνταν στη σκέψη και στην πρακτική της Αριστεράς. Ήταν πολύ επικριτικός στον λεγόμενο υπαρκτό σοσιαλισμό και δεν έβλεπε να υπάρχει διέξοδος ούτε στις ανανεωτικές προσπάθειες που γίνονταν τότε. Δέκα χρόνια προτού καταρρεύσουν τα καθεστώτα, εκτιμούσε ότι δεν θα επιβιώσουν. Αλλά εμπνεόταν πάντα από τον σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, με δημοκρατία. Είχε ζήσει στην πλάτη του την έλλειψη της δημοκρατίας. Ο Δημήτρης Χατζής πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1946 με το μυθιστόρημα «Φωτιά». Το 1952 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων «Το τέλος μιας μικρής πόλης», βιβλίο το οποίο θεωρείται το σημαντικότερο έργο του. Τα διηγήματα αυτά κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα το 1963, και ενώ ο Χατζής βρισκόταν ακόμη εξόριστος. Ασχολήθηκε επίσης με το δοκίμιο. Τα έργα του που έχουν εκδοθεί είναι με χρονολογική σειρά τα εξής: Φωτιά, μυθιστόρημα εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 1946, Το τέλος της μικρής μας πόλης, διηγήματα, εκδοτικό Νέας Ελλάδας, Ρουμανία, 1953 και εκδόσεις «Επιθεώρηση Τέχνης», Αθήνα, 1963 (τελική μορφή), Θητεία (αγωνιστικά κείμενα 1940-1950), διηγήματα, εκδόσεις Κείμενα, 1979, Ανυπεράσπιστοι, διηγήματα, εκδόσεις Θεμέλιο, 1966., Το Διπλό Βιβλίο, μυθιστόρημα, εκδόσεις Εξάντας, 1976 και Κείμενα, 1977 (αναθεωρημένη έκδοση), Σπουδές, διηγήματα ξανατυπωμένα και άλλα, εκδόσεις Κείμενα, 1976, Το πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού, διαλέξεις και δοκίμια, εκδόσεις Το Ροδακιό, 2005. Σύμφωνα με την Βενετία Αποστολίδου ο Χατζής στο ιστορικό του έργο μελετά το ζήτημα της συνέχειας του νεοελληνικού πολιτισμού με τον αρχαίο και το βυζαντινό και τον τρόπο με τον οποίο το νεοελληνικό έθνος συγκροτήθηκε ως έθνος στη νεοτερική εποχή. Σκοπεύει έτσι να διαγράψει το "Πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού" και να συμβάλει στην αυτογνωσία και στη δημιουργία μιας νεοελληνικής συνείδησης. Στο πεζογραφικό του έργο, με άλλα μέσα βεβαίως, επιχειρεί να ανασύρει στην επιφάνεια εκείνα τα στοιχεία της ελληνικής πραγματικότητας που θα οδηγήσουν στη συνειδητοποίηση των αλλαγών της νεοελληνικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του τον άνθρωπο.

 

1 σχόλιο:

kontoxontros είπε...

Πολύ καλό εύγε. Η Αποστολίδου τι είναι? (εκτός από καθηγήτριά μου)

πόσοι μας διάβασαν: