Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Επαμεινώνδας Δεληγεώργης

Ο Επαμεινώνδας  Δεληγεώργης (Τρίπολη,
1829 – Αθήνα, 1879) υπήρξε ένας από τους
πιο σημαντικούς πολιτικούς της
Ελλάδας κατά τον 19
ο αι. Σε
ηλικία 36 ετών μάλιστα γίνεται ο νεότερος
πρωθυπουργός της Ελλάδας, «ρεκόρ» που
δεν έχει ξεπεραστεί έως και σήμερα. Πατέρας
του ήταν ο Δημήτριος (Μητρός) Δεληγεώργης,
αγωνιστής της επανάστασης, φρούραρχος
του Μεσολογγίου, βουλευτής Μεσολογγίου
στις εκλογές του 1847 με στενές σχέσεις
στην Αυλή του Όθωνα. Ο Επαμεινώνδας με
την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών
του γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Στα 1848 το επαναστατικό κλίμα της
Ευρώπης εναντίον των μοναρχιών προκάλεσε
φοιτητικές κινητοποιήσεις και αναταραχές
εναντίον του Όθωνα, καθώς οι φοιτητές
προσπάθησαν να φτάσουν στο παλάτι αλλά
ο στρατός τους απέτρεψε. Ηγέτης του κινήματος
αυτού αναδείχθηκε ο Επαμεινώνδας. Από
εκείνη την πρώτη πολιτική εμφάνισή του
ανέπτυξε έντονη δημοκρατική δράση επιφέροντας
αρνητικές επιπτώσεις στην πολιτική σταδιοδρομία
του πατέρα του. Χάρη στον τολμηρό χαρακτήρα
του και τα αντιοθωνικά αισθήματά του
εξελίχθηκε σε ίνδαλμα της αποκαλούμενης
«χρυσής νεολαίας» της εποχής του. τότε
για πρώτη φορά η έννοια της «νέας γενιάς»
έγινε πολιτικό σύνθημα. Όσοι συμμετείχα
σε αυτή πίστευαν ότι ήταν φορείς ενός
κινήματος που αγωνιζόταν μόνο για υψηλά
ιδεώδη. Η ριζοσπαστική «χρυσή νεολαία»
συγκεντρωνόταν στο καφενείο «Η Ωραία
Ελλάς» και εξέδιδαν δύο εφημερίδες το
Μέλλον της Πατρίδος και το Μέλλον της
Ανατολής. Είχε ηγέτες της εκτός από τον
δημοσιογράφο τότε Δεληγεώργη τους δημοσιογράφους
και μετέπειτα βουλευτές Θεόδωρο Φλογαΐτη,
Γεώργιο Βιτάλη, Αναστάσιο Γούδα, Αθανάσιο
Πετσαλή κ.α. Ο Δεληγεώργης θεωρούσε ότι
δεν έπρεπε η ελληνική κυβέρνηση να αντιταχθεί
στις δυτικές δυνάμεις κατά τον Κριμαϊκό
πόλεμο, αλλά να υποταχθεί σε αυτές και
να προσπαθήσει να κομίσει με αυτόν τον
τρόπο όσο το δυνατόν μεγαλύτερα οφέλη.
Το 1851 παντρεύτηκε την Ξανθή Γιουρδή, κόρη
του προέδρου της Βουλής Λάζαρου Γιουρδή.
Ο Γιουρδής διατηρούσε ένα μεγάλο πολιτικό
δίκτυο που περιελάμβανε φίλους και συγγενείς.
Αυτό το δίκτυο τον βοήθησε ώστε στις εκλογές
του 1859 και έχοντας φτάσει στην ηλικία
των 30 ετών να εκλεγεί βουλευτής Μεσολογγίου
συντασσόμενος με την δημοκρατική μερίδα.
Με την είσοδό του στη Βουλή εισήγαγε στην
κοινοβουλευτική διαμάχη συζητήσεις και
αντιπαραθέσεις για τη δημοσιονομική
πολιτική και ιδίως τους χρηματικούς δεσμούς
και τις χρηματικές διαπλοκές με το εξωτερικό
που θα απασχολήσουν την πολιτική ζωή
όλον το υπόλοιπο μισό του 19ου αιώνα.
Ο ίδιος κατηγορούσε τον Όθωνα για την
επιλογή του να διορίζει υπουργούς μη
βουλευτές. Η έντονη όμως αντι-οθωνική
του δράση είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθεί
στα 1861 και να εξοριστεί στην Κύθνο. Επέστρεψε
στα 1862 με τη γενική αμνηστεία που έδωσε
ο Όθωνας. Τον ίδιο χρόνο συμμετείχε στην
δεύτερη εξέγερση του Ναυπλίου και μάλιστα
σε αυτόν αποδίδεται η σύνταξη της προκήρυξης
της έκπτωσης της δυναστείας με τίτλο
«Ψήφισμα του Έθνους». Σε αυτή, που υπογράφτηκε
από 25 πολιτικούς, κατάφερε να επιβάλλει
τη σύγκληση όχι αναθεωρητικής, αλλά συντακτικής
συνέλευσης για τη σύνταξη νέους συντάγματος
και την εκλογή νέου ηγεμόνα. Μετά την
έξωση του Όθωνα τοποθετήθηκε Υπουργός
Παιδείας στην πρώτη επαναστατική κυβέρνηση
για να παραιτηθεί το 1863. Τότε ιδρύει το
Εθνικό Κομιτάτο, που συγκέντρωσε όλη
τη ριζοσπαστική νεολαία και αποτελούσε
ιδιαίτερη πολιτική μερίδα μέσα στη συντακτική
συνέλευση ως η πιο επαναστατική άκρη
των Πεδινών. Το Εθνικό Κομιτάτο θα υποστηρίξει
την υποψηφιότητα του Πρίγκιπα Αλφρέδου
ως νέο ηγεμόνα, ενώ θα διαχωρίσει τη θέση
του από τις αντιμοναρχικές ιδέες. Μεγάλος
φόβος του Εθνικού Κομιτάτου υπήρξε η
εκδήλωση μιας φιλοοθωνικής «αντεπανάστασης»
στην επαρχία. Ο φόβος αυτός οδήγησε μάλιστα
τον Δεληγεώργη στην θέση ότι τόσο η νομοθετική
όσο και η εκτελεστική εξουσία θα πρέπει
να ασκούνται εξίσου από το κοινοβούλιο.
Τελικά στα 1863 θα στηρίξουν με τον Δημήτριο
Βούλγαρη και την βοναπαρτιστική του διακυβέρνηση
θεωρώντας τον ως τον πιο συνεπή υπερασπιστή
της επαναστατικής αλλαγής του 1862. Μετά
τις εμφύλιες συγκρούσεις ο Δεληγεώργης
θα εκλεγεί πρόεδρος της συντακτικής συνέλευσης.
Με τον ερχομό του Γεωργίου, ζήτημα νέας
αντιπαράθεσης αναδεικνύεται ο ρόλος
του  Δανού Σπόνεκ, βασιλικού συμβούλου,
ο οποίος με την συμπεριφορά του είχε προκαλέσει
πολλές αντιδράσεις. Στις 20 Οκτωβρίου
του 1865 εν μέσω εντάσεων και αναταραχών
ο νέος βασιλιάς Γεώργιος Α΄ δίνει του
εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Ο ίδιος
ο Δεληγεώργης θεωρητικοποιεί την δυνατότητα
του βασιλιά να διορίζει κυβέρνηση χωρίς
την έγκριση της βουλής θεωρώντας ότι
η ψήφος εμπιστοσύνης δεν αφορά τα προσωπα
της κυβέρνησης, αλλά την πολιτική. Με
αυτόν τον τρόπο ανοίγει όμως ένα νέο κεφάλαιο
εντάσεων και κρίσης στην πολιτική αφού
ο βασιλιάς παρεμβαίνει ανοιχτά στην κοινοβουλευτική
ζωή. Ρητή δέσμευση της νέας κυβέρνησης
είναι πάντως η απομάκρυνση του Σπόνεκ.
Η υπόσχεση μένει στα λόγια και ο λαός
κατεβαίνει στους δρόμους. Η κυβέρνηση
Δεληγεώργη προκειμένου να ηρεμήσει την
κατάσταση διατάζει τον στρατό να κάνει
χρήση όπλων προκειμένου να διαλύσει τις
συγκεντρώσεις. Η κίνηση αυτή θα αμαυρώσει
τη δημοφιλή του μέχρι τότε εικόνα και
η κυβέρνησή του θα ανατραπεί. Ο «επαναστάτης»
Επαμεινώνδας Δεληγεώργης φαίνεται πως
αρχίζει να συντηρητικοποιείται και να
μετατοπίζεται από πάγιες φιλοκοινοβουλευτικές
του θέσεις. Η αδυναμία συγκροτήσεως νέου
κυβερνητικού σχήματος από την αντιπολίτευση
θα ξαναφέρει για πολύ λίγο τον Δεληγεώργη
στην εξουσία, οπότε και θα ανατραπεί ξανά.
Το 1866 ανέλαβε στην κυβέρνηση Βούλγαρη
υπουργός Εξωτερικών. Το νέο Κόμμα Δεληγεώργη
που αποτελεί εξέλιξη του Εθνικού Κομιτάτου
υποστηρίζει την ανάγκη να σταθεροποιηθεί
η εσωτερική τάξη, να μεταρρυθμιστεί η
διοίκηση, να εισαχθεί ο θεσμός της μόνιμης
δημοσιοϋπαλληλίας, να αναπτυχθεί η υποδομή
και να δημιουργηθούν κίνητρα για επενδύσεις
από το εξωτερικό. Επιθυμούσε περιορισμό
του όγκου του κρατικού προϋπολογισμού,
την μεταφορά αρμοδιοτήτων του κράτους
προς την τοπική αυτοδιοίκηση και γενικότερα
επέμενε σε ένα είδος εκσυγχρονισμού χωρίς
την κεντρική παρέμβαση. Στην παράδοση
του Αγγλικού Κόμματος θεωρούσε ότι προορισμός
της Ελλάδας ήταν να εκπολιτίσει την Ανατολή
και τους βαλκανικούς λαούς που ζούσαν
υπό τον οθωμανικό ζυγό και να γίνει διάδοχος
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτό
το σχέδιο ο ελληνικός πολιτισμός είχε
το ρόλο διαμεσολαβητή, καθώς οι εκβαρβαρισμένοι
λαοί της Βαλκανικής και της Ανατολής
δεν μπορούσαν να αποδεχθούν άμεσα τον
ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ως εκ τούτου δεν
μπορούσε να υπάρξει μια άμεση πολεμική
διεκδίκηση. Για αυτό το λόγο διαφώνησε
και με την εξέγερση των Κρητών το 1866. Διέβλεπε
την ύπαρξη σλαβικού κινδύνου και διαφωνούσε
με τη σύναψη διαβαλκανικής συμμαχίας.
Η σφαγή άγγλων πολιτών από ληστές στο
Δήλεσι στα 1870 θα προκαλέσει πτώση της
κυβέρνησης Ζαΐμη και ο Δεληγεώργης θα
αναλάβει για ακόμη μια φορά πρωθυπουργός,
ως κυβέρνηση πάλι μειοψηφίας. Ο βασιλιάς
θα τον επιλέξει με κριτήριο την φιλο-οθωμανική
του στάση, η οποία θα βοηθούσε στην συνεργασία
των δύο κρατών για τη σύλληψη των δραστών.
Η υποχωρητικότητά του όμως απέναντι στην
Αγγλία στο ζήτημα της δίκης των υπαιτίων
θα επιφέρει την ανατροπή του τον Οκτώβρη
του 1871. Το 1872 σχημάτισε για ακόμη μια φορά
κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία αντιμετώπισε
το μεγαλύτερο σκάνδαλο της εποχής, τα
Λαυρωτικά και το ζήτημα της διαχείρισης
των εκβολάδων που είχαν ως αποτέλεσμα
την χρεωκοπία χιλιάδων ελλήνων που επένδυσαν
στις μετοχές της Λαυρεωτικής γαλλο-ιταλικής
Εταιρίας των Ρου-Σερπιέρη. Ύστερα από
έντονες πιέσεις ο Δεληγεώργης έδωσε την
εξής λύση: ο έλληνας τραπεζίτης της Κωνσταντινούπολης
Ανδρέας Συγγρός, που βρισκόταν πίσω από
τις ιδρύσεις τραπεζών, αγόρασε την επιχείρηση
ενώ οι Σερπιέρης και Ρου παρέμεινα μέτοχοι.
Στη νέα εταιρία θα παραχωρηθούν οι εκβολάδες.
Ο Δεληγεώργης θα κυβερνήσει 19 ολόκληρους
μήνες, στηριγμένος πάντοτε στην εύνοια
του θρόνου, και θα αναπτύξει μια πρωτοφανή
για την Ελλάδα δραστηριότητα επιχειρηματικών
πρωτοβουλιών, κυρίως από την πλευρά του
Συγγρού. Θα επεξεργαστεί ένα εντυπωσιακό
πλέγμα από διάφορες άλλες οικονομικές
συμβάσεις και νομοσχέδια: οδοποιία, δημόσια
δάνεια, κτηματική τράπεζα, σιδηρόδρομοι
Στερεάς και Πελοποννήσου. Πολλά από αυτά
δε θα πραγματοποιηθούν ποτέ, αλλά επηρεάσουν
βαθειά τους πολιτικούς σχεδιασμούς στο
μέλλον. Με αυτόν τον τρόπο φαινομενικά
ταυτίστηκε με την πολιτική του βασιλιά
να προσελκύσει και να δημιουργήσει μια
αριστοκρατία του χρήματος γύρω από τον
θρόνο. Αλλά ουσιαστικά υπήρξε σκληρός
διαπραγματευτής με τον Θρόνο και δεν
έδωσε ποτέ τα θεσμικά ανταλλάγματα που
απαιτούσε ο Γεώργιος Α΄. Ο Ανδρέας Συγγρός
ενισχυμένος από κυβέρνηση και θρόνο εισάγει
στη χώρα τα καινά δαιμόνια του χρηματιστηρίου.
Εκδίδει μετοχές της νέας εταιρείας και
ο κόσμος παρασυρμένος από τη μακροχρόνια
φημολογία περί αμύθητων θησαυρών του
Λαυρίου, θεωρεί ότι αυτή είναι η ευκαιρία
να αλλάξει η ζωή του για πάντα.

Αγοράζει μαζικά μετοχές και
παρατηρούνται τα κλασικά φαινόμενα
που οδηγούν μαθηματικά σε αυτό που
ονομάζουμε σήμερα «φούσκα». Πουλιούνται
χωράφια, περιουσίες μετατρέπονται
σε χαρτιά, χρήματα βγαίνουν από τα σεντούκια
και όλα αυτά χωρίς να υπάρχει καν χρηματιστήριο.
Σύντομα η «φούσκα» θα σκάσει με χαμένους
χιλιάδες έλληνες και τον Συγγρό μεγάλο
κερδισμένο. Μετά το σκάνδαλο αυτό ο Δεληγεώργης
θα χάσει την αίγλη του, θα παραιτηθεί
και τα εκσυγχρονιστικά του σχέδια θα
ματαιωθούν.

Μετά τα Λαυριακά κλήθηκε να σχηματίσει
άλλες δυο βραχύβιες κυβερνήσεις (1876,1877).
Το 1877 επίσης χρημάτισε υπουργός οικονομικών
στην κυβέρνηση Κανάρη. Το τέλος όμως της
πολιτικής του καριέρας είχε επέλθει,
νέος όπως νέος είχε εισέλθει στην πολιτική.
Το 1877 εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκε
στο Μεσολόγγι προκειμένου να χαλαρώσει.
Εκεί στις 14 Μαΐου του 1879 τον βρήκε ξαφνικά
ο θάνατος, σε ηλικία μόλις 50 ετών. Ο αντι-οθωνικός
Δεληγεώργης, φέρελπις ριζοσπαστικός
νέος και εκσυγχρονιστής, θα συμβιβαστεί
με τον θρόνο για να εφαρμόσει το εκσυγχρονιστικό
του όραμα. Η εφαρμογή του όμως τελικά
σήμανε μια πρωτοφανή για τα μεγέθη της
εποχής ανακατανομή του πλούτου υπέρ μιας
μικρής ομάδας χρηματιστών που δεν είχαν
ποτέ σκοπό να επενδύσουν σοβαρά στην
ελληνική οικονομία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: