Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

«Το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ την πείνα…»



Του Δημήτρη Μπελαντή


«Εντέλει είναι φανερό πως οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ αντιγράφουν το οργανωτικό μοντέλο που ο Τσάβες υιοθέτησε στη Βενεζουέλα προκειμένου να κατακτήσει και να διατηρήσει την εξουσία. Αυτό υπονοεί πως μια υποτιθέμενη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διαμορφώσει τις συνθήκες για να περάσουμε στον χώρο της γκρίζας ζώνης ανάμεσα στη δημοκρατία και τον μονοκομματικό αυταρχισμό της Λαϊκής Δημοκρατίας…».


Νίκος Μαραντζίδης, «Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μας σώσει από την πείνα», Εφημερίδα των Συντακτών (18-7-2013)

Οι παραπάνω σκέψεις του γνωστού καθηγητή Νίκου Μαραντζίδη αποτελούν επιστέγασμα μιας ανάλυσης, κατά την οποία τα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης που στηρίζει και προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν μέσα μιας στρατηγικής πολιτικού προσηλυτισμού και κοινωνικής δικτύωσης που ευνοεί το πολιτικό του σχέδιο. Κατά τον Μαραντζίδη, αυτό αποτελεί αντίγραφο και της σχετικής χειραγωγητικής στρατηγικής των ΕΑΜ-ΚΚΕ στην Κατοχή, αλλά της σύγχρονης στρατηγικής της Χρυσής Αυγής. 

Κατά πρώτον, αποτελεί σημαντικό ερώτημα το γιατί ο Ν.Μ. τοποθετείται έξω από το πεδίο της οικονομικής, κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης και τις αιτίες που το προκαλούν. Πρόκειται για αιτίες που αφορούν την Αριστερά ή για αιτίες σχετικές με την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος σήμερα και του ιμπεριαλιστικού πολέμου χθες; Αν αυτό δεν απαντηθεί, οι στρατηγικές της αλληλεγγύης είναι απολύτως ακατανόητες και ανάγονται στον «προφανή» ολοκληρωτισμό της εκάστοτε Αριστεράς. 


Αν δεχθούμε την θέση ότι η σύγχρονη καπιταλιστική και κρατική διαχείριση είναι υπεύθυνη για την κοινωνική καταστροφή και την εξώθηση στην πείνα ουσιαστικά εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ελλάδα και την Ευρώπη, η διάσωση από την πείνα και την φυσική εξόντωση βάσει εναλλακτικών προς το κράτος και τους επίσημους θεσμούς κοινωνικών δικτύων είναι μια αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητα. Και μάλιστα με έναν τρόπο που δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους που λιμοκτονούν όπως η Χρυσή Αυγή σε «πατριώτες» και «παρασιτικούς μετανάστες» ή σε «δεξιούς» και «αριστερούς» ή αύριο σε ανθρώπους που «αξίζουν να ζήσουν» και «αξίζει να πεθάνουν». Δηλαδή, θα έπρεπε να περιμένουμε από το αστικό κράτος, που «αυτοδιαλύεται» ως κράτος κοινωνικής προστασίας βάσει στρατηγικής, να καλύψει τις τεράστιες και επείγουσες κοινωνικές ανάγκες ; Και ως τότε οι άνθρωποι τι θα απογίνουν; Και αν σήμερα μας μέμφονται ως «χειραγωγητές», τότε δεν θα μας μέμφονταν ως πολιτικά χρεωκοπημένους;


Τώρα, βέβαια, η διάσταση της κοινωνικής αλληλεγγύης δεν είναι –και δεν πρέπει να είναι– μόνο ένα ανθρωπιστικό μέτρο. Σε αυτό έχει δίκιο ο Ν.Μ. –αλλά με τρόπο ριζικά αντίθετο από τον τρόπο που το κατανοεί. Η Αριστερά επιθυμεί πραγματικά να οργανώσει αυτούς που υποφέρουν και εξαθλιώνονται. Και η αλληλεγγύη είναι ένα από τα μέσα αυτής της οργάνωσης, καθώς υπερβαίνει την απλή διανομή φαγητού. Το να εμφυσήσεις σε αυτόν που τον έχουν εξαθλιώσει την αίσθηση ότι είναι ενεργητικό υποκείμενο και ότι πρέπει να διεκδικήσει τα δικαιώματά του συλλογικά –και, πράγματι, η Βενεζουέλα έχει πολλά να μας διδάξει σχετικά– δεν είναι κάτι το αξιοκαταφρόνητο, αλλά αναγκαίο και δεν έχει καμία σχέση με την πελατειακή και παθητική συσπείρωση γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως υπαινίσσεται ο Ν.Μ. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με εναλλακτικά δίκτυα όπως της Εκκλησίας –και όχι βέβαια τα δίκτυα που διακρίνουν σε «αμνούς» και «ερίφια»-, γνωρίζουμε, όμως, ότι μόνο η Αριστερά έχει την βούληση για συλλογική οργάνωση και διεκδίκηση των ανθρώπων. Και δεν βρίσκουμε τίποτε το αρνητικό σε αυτό. Άλλωστε, θυμίζουμε στον Ν.Μ. αυτό που καλά γνωρίζει: ότι τα προνοιακά και ασφαλιστικά δίκτυα οργανώθηκαν πρώτα από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και συνδικάτα πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά υιοθετήθηκαν από τις κρατικές πολιτικές. 





Από εκεί και πέρα, υπάρχει ένα ζήτημα με τον αντικομμουνισμό και την αντιαριστερή ρητορεία. Σε μια χώρα όπου υποτιθέμενοι κεντροδεξιοί, όπως ο κ. Σίμος Κεδίκογλου, μας καλούν να κατανοήσουμε ως αναμενόμενο το σύνθημα «Στο Βίτσι και στον Γράμμο σας θάψαμε στην άμμο» λόγω των υποτιθέμενων δικών μας ακραίων εκφωνήσεων, σε μια χώρα όπου η εμφυλιακή ρητορεία της Δεξιάς επιστρέφει δριμύτερη, η σαφής αναφορά στον «κόκκινο ολοκληρωτισμό» δεν είναι και τόσο πρωτότυπη και ευδιάκριτη. Εκτός από την ακροδεξιά εκδοχή του αντικομμουνισμού, αυτήν λ.χ. των αφισών με τα μογγολικά πρόσωπα των σλαβομπολσεβίκικων ασιατικών ορδών στις ιταλικές εκλογές του 1948, υπάρχει πάντοτε και η φαινομενικά «κεντρώα», αυτή που καταδεικνύει από τον Ψυχρό Πόλεμο μέχρι σήμερα (μέσα από την αναβίωση των θεωριών του Ταλμόν, του Κορνχάουζερ και του Κ. Φρήντριχ) την σύγκλιση του μαύρου και του κόκκινου ολοκληρωτισμού. Αυτή η εκφορά ορίζεται ως «φιλελεύθερη». Εκτός, όμως, από φιλελεύθερη καταλήγει να ξαναοργανώνει και την γνωστή ιστορική αναθεωρητική αντίληψη κατά την οποία η μαύρη (ή λευκή, αν προτιμάτε) τρομοκρατία ήταν πάντοτε η εύλογη και συμμετρική απάντηση στην αριστερή επιθετικότητα και τρομοκρατία. Οι απόψεις του Έρνστ Νόλτε για τον ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο και την συγκρότηση των ναζί στα πρότυπα των Μπολσεβίκων και ως αντίδραση σε αυτούς, εξακολουθούν να έχουν απήχηση αλλά και ενδυναμώνονται στην Ελλάδα της κρίσης.


Ας μείνουμε, όμως, λίγο παραπάνω στην συνηγορία της φιλελεύθερης εκδοχής για την απάντηση στην κρίση. Η φιλελεύθερη αυτή ανάγνωση, καθιστάμενη φιλύποπτη απέναντι στα κοινωνικά δίκτυα της Αριστεράς, δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην άποψη του Φρ. Χάγιεκ («Το Σύνταγμα της Ελευθερίας»), κατά την οποία ο εργαζόμενος έχει ατομική ευθύνη για την ευμενή ή δυσμενή εξέλιξή του, καθώς πήρε ή δεν πήρε τα αναγκαία μέτρα και αποφάσεις, κατανόησε ή όχι την κατάσταση και πέτυχε ή απέτυχε στον ευγενή αγώνα της αγοράς εργασίας. Αυτή η φιλελεύθερη ανάγνωση συλλογικά ενοχοποιεί τους ανέργους και τους φτωχούς και δέχεται, στην καλύτερη περίπτωση, ένα σύστημα εξατομικευτικής φιλανθρωπίας. Όπως το κοινωνικό κράτος διασπά την αρμονία του εργασιακού ατομικού συμβολαίου- με την συνδρομή των αυταρχικών συνδικάτων-, έτσι και τα κοινωνικά δίκτυα έχουν το πρόβλημα ότι αποτρέπουν την φυσική εξέλιξη της πάλης στην αγορά εργασίας, τον θάνατο δηλαδή όσων απέτυχαν, σύμφωνα και με την θέση του «σιδερένιου νόμου των μισθών» του Άνταμ Σμιθ, της προσαρμογής δηλαδή του εργατικού πληθυσμού στο διατιθέμενο για την εργασία εισόδημα μέσω μιας (ανθρωποκτόνου) φυσικής επιλογής. 


Αλλά και η λογική των «πελατών» και των «πληβείων», την οποία ατυχώς ο Ν.Μ. αποδίδει στην Αριστερά, δεν χαρακτηρίζει ούτε τώρα ούτε ιστορικά την παράταξη αυτήν: από την Ρώμη μέχρι και σήμερα διακρίνει τα συστήματα νομιμοποίησης των κυρίαρχων τάξεων. Πέρα από το ζήτημα ιστορικών τραγωδιών που διακρίνουν την ιστορία της Αριστεράς, όπως το σταλινικό φαινόμενο, η Αριστερά στην Δύση δεν στηρίχθηκε κατά κανόνα στην παθητική και πελατειακή συμμετοχή στην κοινωνική ζωή – αντίθετα με τον κόσμο των αστικών κομμάτων. Ακόμη και σε περιόδους όπου τα αριστερά κόμματα διακρίνονταν από την μονοφωνία και την έλλειψη εσωτερικής δημοκρατίας, οι άνθρωποι της Αριστεράς συμμετείχαν ενεργά στα κοινωνικά δρώμενα και μάλιστα με σύνηθες κόστος την ελευθερία και την ζωή τους. Αυτό συνέβη και σε πιο πρόσφατα κοινωνικά πειράματα όπως της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή, των Σαντινίστας στην Νικαράγουα, των Ζαπατίστας στο Μεξικό, του Τσάβες στην Βενεζουέλα. Η ύπαρξη όχι απλώς κοινωνικών δικτύων ενίσχυσης των φτωχών, αλλά και οργάνωσης των φτωχών σε μια αντίληψη προστασίας και διεύρυνσης των δικαιωμάτων τους (και εδώ πρέπει να τονίσουμε την διαφορά ανάμεσα σε μια λογική οργάνωσης για τα κοινωνικά δικαιώματα και σε μια λογική πελατειακού δικτύου) χαρακτήρισε την κίνηση της μπολιβαριανής επανάστασης. Αυτό αποτελεί ένα φωτεινό ορόσημο για την Αριστερά του 21ου αιώνα και όχι ένδειξη κρυφοολοκληρωτικού πειράματος. 


Τέλος, η λογική του κ. Μαραντζίδη για το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα ξεπερνά κάθε ευφάνταστο σενάριο επιστημονικής φαντασίας ή/και εναλλακτικής ιστορίας. Πολλά θα μπορούσε να προσάψει κανείς στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ -ιδίως διαστάσεις μιας κάποιας ατολμίας του ή και αναποφασιστικότητάς του-, αλλά σίγουρα όχι την βούληση μετάβασης σε μια μορφή σταλινικής «Λαϊκής Δημοκρατίας». Προκύπτει από πουθενά η οικοδόμηση γραφειοκρατικών στρατών, παθητικοποίησης και χειραγώγησης των «μαζών», οργουελικής προπαγάνδας και στρατοπεδοποίησης της κοινωνίας; To πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο ελαττωμένος, αλλά ο συχνά υπέρμετρος φιλελευθερισμός του, ιδίως αυτός που γαλούχησε και οδήγησε ανθρώπους από τις γραμμές της ανανεωτικής Αριστεράς να μεταπηδήσουν σε άλλα ιδεολογικά συστήματα. Εντέλει είναι φανερό πως η αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ ως μιας αριστερής «Χρυσής Αυγής» είναι ένα όχι πειστικό αλλά πάντως ιστορικά χιλιοχρησιμοποιημένο επιχείρημα εκφοβισμού των εργαζομένων και του λαού ώστε να αποφύγουν την «καταστροφή» ή τις «δικτατορικές τάσεις της Αριστεράς»! Και να μείνουν στο σημερινό δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό πλαίσιο. Ποιο πλαίσιο, όμως; 


Άραγε, και μιλώντας πάντοτε στο έδαφος της αστικής δημοκρατίας και όχι της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, τον Ν.Μ. δεν τον έχει ενοχλήσει η νομοθεσία με πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας ή η ένταξη χιλίων άσχετων θεμάτων στα περίφημα πολυνομοσχέδια; Δεν τον έχει ενοχλήσει η αποβολή χιλιάδων ανθρώπων από την εργασία τους με συνοπτικές διαδικασίες ή το «μαύρο» στην ΕΡΤ; Δεν τον έχει ενοχλήσει η άνοδος της Χρυσής Αυγής και των φασιστικών αντιλήψεων στην ελληνική κοινωνία; Δεν τον έχει ενοχλήσει η περικοπή συντάξεων των 300 ευρώ; Δεν τον έχει ενοχλήσει η κατάργηση του ευρωπαϊκού εργατικού και κοινωνικού κεκτημένου; Δεν τον έχει ενοχλήσει το κατασταλτικό όργιο στην Χαλκιδική ή τα βασανιστήρια σε κρατουμένους; Δεν τον έχουν ενοχλήσει ένα σωρό φαινόμενα που θυμίζουν την τελευταία περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και που συστηματικά προετοιμάζουν μια ακόμη ωμότερη πολιτική εκτροπή; Προφανώς, αυτά φαντάζουν ως δευτερεύοντα πολιτικά φαινόμενα εν όψει της προέλασης των ολοκληρωτικών στρατιών του ΣΥΡΙΖΑ και της υπόγειας χειραγώγησης της κοινωνίας από αυτόν. Φαίνεται ότι η κρίση δεν έχει επαναφέρει μόνο την πολιτική και την κοινωνία στην δεκαετία του 1950. Έχει επαναφέρει και εκδοχές της θεωρίας και της ιστορικής επιστήμης ακριβώς στην ίδια περίοδο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: