Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Το όραμα ενός «νέου 1897»

Γράφει ο ΙΟΣ 

Τους ξανάρχονται ένα-ένα, χρόνια δοξασμένα. Οχι το 1821 αλλά το 1897. Τότε που οι Ελληναράδες «σπάσανε τα σύνορα» και ο τουρκικός στρατός μάς πήγε καροτσάκι μέχρι τη Λαμία…

Δεν συνηθίζεται να ζητά κανείς την εμπλοκή της χώρας σε πόλεμο με δεδηλωμένο σκοπό τη στρατιωτική… ήττα, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιθυμητά πολιτικά οφέλη από τη δραστική αναδιάταξη του εγχώριου πολιτικοϊδεολογικού τοπίου. Ηταν φυσικό, λοιπόν, το άρθρο του Δημήτρη Παπαγεωργίου στον τελευταίο «Ελεύθερο Κόσμο» (4.2013), με τον εύγλωττο τίτλο «Χρειαζόμαστε ένα 1967 ή μήπως ένα 1897;», να τραβήξει την προσοχή μας. Πόσο μάλλον αφού ο συντάκτης του τυγχάνει εκδότης ενός περιοδικού («Patria») που απευθύνεται στον ευρύτερο «εθνικιστικό χώρο», από την ακροδεξιά πτέρυγα της Ν.Δ. έως τη Χρυσή Αυγή, με τη φιλοδοξία να επηρεάσει τις στρατηγικές επιλογές του στελεχικού δυναμικού τους.

Το άρθρο ξεκινά με τη συνήθη γκρίνια του «χώρου» – όχι για τη δραματική υποβάθμιση της μισθωτής εργασίας και τη συνακόλουθη ύφεση, αλλά για την «ηθική» κρίση των Nεοελλήνων:«Βρισκόμαστε σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη για την πατρίδα μας περίοδο. Φυσικά, το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι το οικονομικό, όπως οι περισσότεροι νομίζουν και επαναστατούν κατά των Γερμανών, των Βρυξελλών, των ντόπιων πολιτικών και ούτω καθ’ εξής. Το πρόβλημα είναι διττό. Και συνίσταται από [sic] την πλήρη ηθική κατάπτωση των Ελλήνων και την πλήρη διάλυση της όποιας έννοιας κοινωνικών δεσμών έχει υπάρξει κατά καιρούς στο ελληνικό κράτος».

Ο Παπαγεωργίου ξεκαθαρίζει ότι διαφωνεί με τα όνειρα πολλών ομοϊδεατών του για επιστροφή στις «παλιές καλές» μέρες της χούντας, θεωρώντας μια τέτοια εξέλιξη απλώς… ανεπαρκή:

«Η απάντηση κάποιων στον “πατριωτικό χώρο” είναι ότι η χώρα έχει ανάγκη από ένα νέο… 1967, για μια επανεγκαθίδρυση μιας… στρατιωτικής δικτατορίας, η οποία με πατερναλιστικό και καλό τρόπο -όπως ισχυρίζονται ότι έκανε η πρώτη- θα αναλάβει να βγάλει τη χώρα μας από όλα τα αδιέξοδα στα οποία αυτή έχει οδηγηθεί και θα κάνει τους οικονομικούς δείκτες να πάρουν την ανηφόρα.

»Δυστυχώς, όμως, είμαστε μακράν πλέον του σημείου που θα μπορούσε η οποιαδήποτε ηγεσία να καταφέρει να ανατρέψει με καλές προθέσεις τον κατήφορο της ελληνικής κοινωνίας, τον κατήφορο του ελληνικού λαού. Ακόμη και την περίοδο ’67-’74 υπήρχαν πολλά σημάδια που έδειχναν ότι είναι πιθανότερο ο λαός να διαφθείρει μια -ακόμη και στρατιωτική- ηγεσία, παρά το αντίθετο. Η τάχιστη προσαρμογή των Ελλήνων στο μεταπολιτευτικό μπάχαλο, χωρίς ουσιαστικά καμία αντίδραση, αποδεικνύει του λόγου το αληθές».

Η λύση που προκρίνει είναι, απεναντίας, η συνειδητή πυροδότηση μιας εθνικής καταστροφής, μπας και οι συμπατριώτες μας αναγνωρίσουν την προτεραιότητα των εθνικών ιδανικών απέναντι στα ταπεινά όνειρα για μια καλύτερη ζωή: «Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή το μόνο που μας σώζει είναι ένα νέο 1897. Μια βαθύτατη -μη θανάσιμη- κρίση που θα αποδείξει το ετοιμοθάνατον της ελληνικής κοινωνίας. Κάτι που θα λειτουργήσει ως σοκ για τους Ελληνες και θα τους κάνει να επαναπροσδιορίσουν στόχους, αξίες και ιδανικά. [...] Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι ήταν το 1897 που μας οδήγησε στους Βαλκανικούς πολέμους και σε μια περίοδο ανθρώπων που έκαναν τη χώρα μας να αγγίξει τη Μεγάλη Ιδέα».

Πρόκειται αναμφίβολα για ποιοτικό άλμα στη σκέψη των ντόπιων «εθνικιστών». Μέχρι τώρα, το φάντασμα ενός «νέου 1897» επιστρατευόταν στα έντυπα και τις ιστοσελίδες της ευρύτερης Ακροδεξιάς ως φόβητρο και ως επιχείρημα κατά της περιστολής των στρατιωτικών δαπανών, σε μια εποχή που η μνημονιακή λιτότητα έχει γονατίσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Το φόβητρο αυτό αποσυνδέεται κατά κανόνα από την (ταυτόχρονη) απαίτηση των ίδιων κύκλων για «δυναμικότερη» εξωτερική πολιτική, που δεν θα φοβηθεί ακόμη και μια ένοπλη αντιπαράθεση με την Τουρκία.

Μέχρι πρόσφατα, οι φαντασιώσεις μιας νικηφόρας ελληνοτουρκικής σύρραξης στο Αιγαίο ενθαρρύνονταν από την ψευδαίσθηση μιας αντιισλαμικής ελληνοϊσραηλινής συμμαχίας, μετά τη σφαγή των φιλοπαλαιστινίων επιβατών του «Mavi Marmara» από τους ισραηλινούς κομάντος τον Μάιο του 2010 (βλ. «Ιός», 13/6/2010). Το χαρακτηριστικότερο ίσως δείγμα των ελπίδων που εξέθρεψε η φαντασιακή αυτή ταύτιση των εθνικών συμφερόντων με την ισραηλινή στρατηγική παρείχε η δημόσια εισήγηση του αρχηγού του ΛΑΟΣ για στρατιωτική σύγκρουση με την Αγκυρα ως την προτιμότερη μέθοδο επίλυσης, όχι μόνο των διπλωματικών αλλά και των οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας.

«Ο Ερντογάν βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση», υποστήριζε ο Γιώργος Καρατζαφέρης στην εκπομπή του, λίγο πριν από την είσοδο του κόμματός του στην κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας του Λουκά Παπαδήμου (Τηλε-Αστυ, 26.9.2011). «Επειδή έβαλε μέσα φυλακή πάρα πολλούς αξιωματικούς, αλλά και στελέχη με τη “Βαριοπούλα” και τα άλλα προβλήματα τα οποία του είχαν συμβεί στο εσωτερικό της χώρας θέλει να πάρει την εικόνα, να πάρει το μυαλό, να πάρει την προσοχή των Τούρκων από το εσωτερικό με ένα ένδοξο γεγονός. Απεφάσισε να κάνει το μεγάλο άλμα εις την Ανατολική Μεσόγειο, δεν του προέκυψε, γιατί απέναντί του στάθηκε βράχος το Ισραήλ, και τώρα αναζητεί ένα επεισόδιο στο Καστελόριζο. Εχω την άποψη ότι τώρα η Ελλάδα, για πολλούς λόγους, το γάντι πρέπει να το σηκώσει. Σύρραξη έστω και μιας ημέρας -γιατί δεν θα είναι ούτε καν μιας ημέρας, δεν αφήνει ο Αμερικανός να είναι μιας ημέρας- σημαίνει πολλά. Πρώτα-πρώτα μηδενίζονται τα CDS. Δεύτερον, η Τουρκία εγκαταλείπει για πάντα την Ευρώπη, πράγμα που σημαίνει μια μεγάλη νίκη για τα δικά μας θέματα και προβλήματα. Γιατί, γιά φανταστείτε σήμερα να είχαμε απέναντί μας 99 βουλευτές που θα έβγαζε η Τουρκία στην Ευρώπη. Μ’ εμάς λιγότεροι από 20, από 22 που είναι σήμερα. Αντιλαμβάνεται ο καθένας λοιπόν πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα».

Η πρόσφατη επαναπροσέγγιση Τουρκίας – Ισραήλ απέδειξε βέβαια πόσο σοβαρά ήταν όλα αυτά τα σενάρια. Η στενές όμως επαφές με τους κατεξοχήν θεματοφύλακες του δυτικού ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν αφήσει ορατές εγχαράξεις στους εγχώριους κήρυκες των δυναμικών διαβημάτων.

Τη μαρτυρία των γερακιών του Τελ Αβίβ επικαλείται π.χ. ο σύμβουλος του Σαμαρά, Φαήλος Κρανιδιώτης, για να πείσει τους αναγνώστες του πως η Ελλάδα είναι σε θέση να νικήσει στρατιωτικά την Τουρκία: «Ισραηλινός υψηλόβαθμος αξιωματούχος μου έλεγε εντυπωσιασμένος, πριν από δυο χρόνια, μετά από κοινή άσκηση των Πολεμικών Αεροποριών μας, ότι σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης με την εξ ανατολών γείτονα “οι φοβεροί Ελληνες πιλότοι μπορούν να κατακτήσουν την αεροπορική υπεροχή μέσα σε δυο ημέρες”. Και επειδή όλοι γνωρίζουμε ότι οι σύγχρονοι πόλεμοι κρίνονται στον αέρα, καταλαβαίνουμε και την έκβαση που θα είχε ένας πιθανός ελληνοτουρκικός πόλεμος. [...] Οι πιλότοι μας με τις καθημερινές εμπλοκές τους με τους Τούρκους συσσώρευσαν μια τεράστια εμπειρία, γνώση, τεχνικές. Τώρα όμως, κάθε ημέρα που περνά αυτή η συσσωρευμένη πολύτιμη εμπειρία σιγά-σιγά χάνεται, αν οι πιλότοι μας πετούν ίσα ίσα για συντήρηση, η Ελλάδα χάνει ένα από τα σημαντικότερά της, ίσως, στρατηγικά πλεονεκτήματα» (Antinews, 27.12.2012).

Δίχως να λέγεται ρητά, το συμπέρασμα που αποκομίζει ο αναγνώστης από τα παραπάνω είναι προφανές: αν πρόκειται να υπάρξει εμπλοκή, καλύτερα αυτό να γίνει μια ώρα αρχύτερα, όσο η αεροπορία μας είναι σε θέση να κυριαρχήσει «μέσα σε δυο ημέρες». Στο ίδιο κείμενό του, ο στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού υποστηρίζει άλλωστε ρητά την ενεργό αξιοποίηση των ενόπλων μας δυνάμεων για την επίλυση των διπλωματικών διαφορών με τους γείτονες: η εξωτερική πολιτική, γράφει, «απαιτεί σοβαρή στρατιωτική δύναμη αποτροπής, που το ΥΠΕΞ να εκπέμπει την βούληση, πως η χώρα θα την χρησιμοποιήσει, αν ξεπεραστούν οι κόκκινες γραμμές των συμφερόντων μας». Δεν πρόκειται για αφηρημένη διακήρυξη αρχών αλλά για συγκεκριμένο σενάριο, όπως διαπιστώνουμε από το παράδειγμα που ο αρθρογράφος επιστρατεύει: «Καλά πληροφορημένες πηγές μάς λένε ότι η Τουρκία ετοιμάζεται να κάνει έρευνες για κοιτάσματα στο Αιγαίο, μέσα στην δική μας (μελλοντική) ΑΟΖ, με δικό της σκάφος αυτή την φορά, όχι με νορβηγικό ή άλλης εθνικότητας. Τι θα κάνει τότε η κυβέρνηση που ακόμα δεν κήρυξε ΑΟΖ; Θα πει “βυθίσατε το Χόρα” σαν τον Ανδρέα; Με ποια κυβέρνηση; Αυτήν που συμμετέχει ο Βενιζέλος και ο κυρ Φώτης;».

Οι φιλοπόλεμες αυτές τοποθετήσεις θέτουν ως (υπόρρητη, έστω) προϋπόθεση την προοπτική νικηφόρας έκβασης της επικείμενης αναμέτρησης. Με το άρθρο του «Ελεύθερου Κόσμου» σπάει, αντίθετα, ένα ταμπού: η σύγκρουση, υποστηρίζεται, πρέπει να επιδιωχθεί ακόμη κι αν στο βάθος καραδοκεί μια εθνική καταστροφή. Δεν ξέρουμε ποιαν ακριβώς επίδραση έχει η καλλιέργεια αυτής της συλλογιστικής στο εσωτερικό εκείνων των κύκλων, πολιτικών και στρατιωτικών, που θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να δρομολογήσουν μια παρόμοια προβοκάτσια. Δεν μπορούμε ν’ αποκλείσουμε ούτε το ενδεχόμενο ο συντάκτης του άρθρου να διατύπωσε απλώς στο χαρτί απόψεις που κυκλοφορούσαν ώς τώρα στον χώρο του μόνο προφορικά. Σε κάθε περίπτωση, η εξοικείωση με την ιδέα μιας επιδιωκόμενης στρατιωτικής ήττας, με τελικό σκοπό τη μεταγενέστερη πολιτικοϊδεολογική «αναμόρφωση» του ελληνικού λαού, μόνο κακά προοιωνίζεται για τη χώρα και τους κατοίκους της.

Η σκιά του παρελθόντος

Δεν πρόκειται, ωστόσο, για σχεδιασμό χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Το ίδιο το παράδειγμα του 1897, που επιστρατεύεται ως υπόδειγμα για τη νέα εθνική αναγέννηση, είναι εξαιρετικά εύγλωττο. Οι τότε προβοκάτορες, η περιώνυμη «Εθνική Εταιρεία», περιλάμβαναν στις γραμμές τους μια μεγάλη μερίδα των νεότερων αξιωματικών του ελληνικού στρατού κι αρκετούς επιφανείς διανοουμένους της εποχής, η δε συγκρότησή τους σε μυστική (επί της ουσίας: παρακρατική) οργάνωση απέβλεπε στον επηρεασμό όχι μόνο της εξωτερικής, αλλά και της καθαρά εσωτερικής πολιτικής. Παρθενικό εγχείρημα του ιδρυτικού κύκλου της Εταιρείας υπήρξε η ολοσχερής καταστροφή των γραφείων της «Ακροπόλεως» από εξήντα περίπου νεαρούς αξιωματικούς (20.8.1894), όταν η εφημερίδα τόλμησε να ειρωνευτεί τους επαγγελματίες στρατιωτικούς με αφορμή τον άγριο ξυλοδαρμό ενός πολίτη από μια παρέα αξιωματικών. Ο σκληρός πυρήνας της Εθνικής Εταιρείας οραματιζόταν τη ριζική ανασυγκρότηση της ελλαδικής δημόσιας ζωής σε στρατοκρατικές βάσεις, με παραμερισμό των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού και ανάθεση της διαχείρισης των «εθνικών θεμάτων» σε μια αριστοκρατική ολιγαρχία «ειδημόνων» που ταυτιζόταν με τους πιο αντιδραστικούς κύκλους του επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου.

Ουσιαστικά, επρόκειτο για την ιδρυτική πράξη του ελληνικού «βαθέος κράτους», η σκιά του οποίου επικαθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις δραματικές εξελίξεις των επόμενων δεκαετιών. Καθόλου τυχαία, ουσιαστικός αρχηγός αυτού του παρακράτους κατά τα πρώτα βήματά του δεν ήταν άλλος από τον διάδοχο (μετέπειτα βασιλιά) Κωνσταντίνο, ενώ καθοριστικός για τη διαμόρφωσή του υπήρξε επίσης ο ρόλος των πρακτόρων της Γερμανίας στο δημοσιογραφικό κόσμο της χώρας – με πρώτο και καλύτερο τον εκδότη και διευθυντή του δημοφιλούς «Εμπρός», Δημήτριο Καλαποθάκη.

Δεν χρειάζεται, όμως, να πάμε τόσο μακριά. Υπάρχει το πολύ πιο πρόσφατο παράδειγμα του Ιωαννίδη, του «τουρκοφάγου» αξιωματικού που, ως στέλεχος της ΕΛΔΥΚ το 1963-64 και ως «αόρατος δικτάτορας» το 1974, προσπάθησε να επιβάλει το «εθνικό όραμα» της Ενωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, οργανώνοντας αρχικά τις διακοινοτικές ταραχές Ελληνοκυπρίων – Τουρκοκυπρίων κι ανατρέποντας κατόπιν τον εκλεγμένο πρόεδρο της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας, με πρακτικό αποτέλεσμα την τουρκική εισβολή και κατοχή της μισής σχεδόν μεγαλονήσου.

Το προηγούμενο των Ιμίων

Η πιο πρόσφατη ελληνοτουρκική κρίση, κατά την οποία οι δυο χώρες βρέθηκαν στο χείλος μιας πολύνεκρης στρατιωτικής αναμέτρησης, σημειώθηκε το Ιανουάριο του 1996 με διακύβευμα τις βραχονησίδες των Ιμίων. Ωρες μόνο μετά τον σχηματισμό της, η κυβέρνηση Σημίτη βρέθηκε τότε αντιμέτωπη με το φάσμα ενός πολέμου και, προς τιμήν της, ανέκρουσε πρύμναν. Οπως είναι γνωστό, η αφορμή για την κρίση δόθηκε από τον «πόλεμο των σημαιών» που ξεκίνησε ως γραφική επίδειξη εθνικισμού από εκπροσώπους τής εκατέρωθεν «λαϊκής διπλωματίας» (του προσκείμενου στην εσωκομματική αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ δημάρχου Καλύμνου κι ενός δημοσιογραφικού συγκροτήματος της Τουρκίας), κλιμακώθηκε όμως επικίνδυνα όταν η ελληνική στρατιωτική ηγεσία ανέθεσε στο Πολεμικό Ναυτικό την ανάρτηση και περιφρούρηση της ελληνικής σημαίας στις επίμαχες βραχονησίδες. Από τα απομνημονεύματα του τότε Α/ΓΕΕΘΑ και τις μετέπειτα δηλώσεις υφισταμένων του με αποφασιστικό ρόλο στα γεγονότα είναι επίσης ορατή η επιθυμία τους ν’ απαντήσουν στην τουρκική αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί των βραχονησίδων με κλιμάκωση της αναμέτρησης, επιχειρώντας -αυτοί- το «πρώτο πλήγμα».

Αυτό που παρέμεινε λίγο πολύ άγνωστο στην ελληνική κοινή γνώμη, είναι ότι το αρχικό ερέθισμα για την αμφισβήτηση από την Αγκυρα της ελληνικής κυριαρχίας πάνω στις ακατοίκητες βραχονησίδες του Αιγαίου είχε δοθεί λίγους μήνες νωρίτερα, με την εξαγγελία ενός προγράμματος «εποικισμού» των ίδιων βραχονησίδων από κάποιο σκιώδη σύλλογο αποστράτων του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Παρά τη συνήθη λογοδιάρροιά τους επί των πάσης φύσεως «εθνικών θεμάτων», τα ελληνικά ΜΜΕ αποσιώπησαν συστηματικά τις έννομες συνέπειες αυτού του προγράμματος, σε σχέση με την ελληνική (και τουρκική) υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 121§3 της σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας που υπογράφηκε το 1982, ισχύει από το 1994 κι επικυρώθηκε από την Ελλάδα το 1995 (Ν. 2321, ΦΕΚ 1995/A/136), «οι βράχοι, οι οποίοι δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή, δεν θα έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα», σε αντίθεση με τα κατοικημένα νησιά.

«Τι σημαίνει αυτό; Απλούστατα ότι ο εποικισμός των βραχονησίδων τις καθιστούσε, από πλευράς διεθνούς δικαίου, νησιά, τα οποία, όμως, έχουν και υφαλοκρηπίδα και αποκλειστική ζώνη»,εξηγούσε τότε ο δημοσιογράφος Γιώργος Δελαστίκ, σ’ ένα από τα ελάχιστα κείμενα που τόλμησαν ν’ αναφερθούν σ’ αυτή την απόκρυφη διάσταση της ελληνοτουρκικής κρίσης. «Δηλαδή, επί της ουσίας, οι “ρομαντικοί Ροβινσώνες” θα άλλαζαν το νομικό καθεστώς του Αιγαίου! Θα ανέτρεπαν το σημερινό “στάτους κβο” σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα υπέρ της Ελλάδας, δεδομένου ότι θα “εμφανίζονταν” ξαφνικά εκατοντάδες καινούρgια ελληνικά νησιά από την άποψη του διεθνούς δικαίου! Και ας μην ξεχνάμε ότι η υφαλοκρηπίδα δεν έχει ακόμη μοιραστεί μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, κάτι που θα γίνει πιθανόν με διεθνή διαιτησία, λόγω της πολυπλοκότητας του Αιγαίου. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι στην τελευταία κρίση, όπως και σε όλες σχεδόν τις προηγούμενες, δεν υπήρχε αμυνόμενος! Τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία κινήθηκαν με επιθετικούς σκοπούς, μεταβολής δηλαδή του υφιστάμενου “στάτους κβο”» («Πριν», 4.2.1996, σ. 5).

Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμη και ο τότε Α/ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Λυμπέρης, που μέμφεται την πολιτική ηγεσία επειδή δεν τον άφησε να επιφέρει το «πρώτο πλήγμα» και να βάλει φωτιά στο Αιγαίο, αποστασιοποιείται ρητά από το εποικιστικό πρόγραμμα: «Τα υπουργεία Αιγαίου και Aμυνας έκαναν εξωτερική πολιτική ερήμην του υπουργείου Εξωτερικών. Ούτε το ΓΕΕΘΑ γνώριζε τις προθέσεις της πολιτικής ηγεσίας. Ενημερώθηκε μετά τη δημοσιοποίηση του θέματος» («Πορεία σε ταραγμένες θάλασσες», σ. 554).

Ο Θεμιστοκλής της Στρογγύλης

Τελική κατάληξη υπήρξε η τουρκική πολιτική των «γκρίζων ζωνών» και το πάγωμα του όλου σχεδίου. Μια τροποποιημένη εκδοχή του επανήλθε ωστόσο πρόσφατα στη δημοσιότητα με την ευκαιρία του μνημονιακού ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου. Oταν πέρσι το καλοκαίρι ο Αντώνης Σαμαράς έθεσε στην παρισινή «Le Monde» θέμα «εμπορικής αξιοποίησης μερικών ακατοίκητων βραχονησίδων», το προσκείμενο στον πρωθυπουργό www.antinews,gr έσπευσε να υπερθεματίσει με «εθνικό» σκεπτικό (26/8): «Αν έρθουν οι Γερμανοί και ζητήσουν βραχονησίδες στο Αιγαίο που είναι ελληνικές αλλά διεκδικούνται και από τους γείτονες, τι θα κάνει η Αγκυρα, θα τους πάει κόντρα; Αλλωστε, είναι γεγονός πως με τον τρόπο αυτό δημιουργείται εμμέσως Οικονομική Ζώνη και μάλιστα με την παρουσία ξένου παράγοντα, εχέγγυο ότι δεν θα γίνουν επεισόδια».

Πιο συγκεκριμένη μορφή, οι προτροπές αυτές αποκτούν σε συνδυασμό με την αμφιλεγόμενη υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ του Καστελόριζου, που από τα εγχώρια στρατηγικά think tanks θεωρείται κλειδί για την ενοποίηση της ελληνικής ΑΟΖ με την κυπριακή και τον ολοκληρωτικό αποκλεισμό της Τουρκίας από τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους όχι μόνο του Αιγαίου αλλά και της Ανατολικής Μεσογείου. Δίπλα στο (κατοικημένο) Καστελόριζο, η μπάλα παίρνει αυτόματα την (ακατοίκητη) βραχονησίδα Στρογγύλη. «Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο μόνος τρόπος για να υπάρχει επαφή της ΑΟΖ της Ελλάδας με την ΑΟΖ της Κύπρου, είναι να έχει όχι μόνο το Καστελόριζο μια οικονομική δραστηριότητα αλλά και η Στρογγύλη», εξηγεί ένας από τους βασικούς προπαγανδιστές της όλης ιδέας. «Το Καστελόριζο αποκτά έτσι την αξία σε μέγεθος της Πελοποννήσου, πράγμα το οποίο διαμορφώνει την άποψή μας για το θέμα. Διότι ακόμα και για τον λιγότερο πατριώτη, άλλο είναι να χάσει το Καστελόριζο και άλλο την Πελοπόννησο. Ενώ στην πραγματικότητα, όπως το δείχνει η Χάρτα της ΑΟΖ, είναι το ίδιο» (Νίκος Λυγερός, «Ελληνική ΑΟΖ», περ. «Στρατηγική», 3.2012, σσ. 95-6). Σε άλλη παρέμβασή του, σε εκδήλωση της Ενωσης Αποστράτων Αξιωματικών της Λάρισας (20.9.2011), ο ίδιος θα τονίσει πως «το Καστελόριζο δεν είναι ακριβώς Θερμοπύλες, μπορεί να μετατραπεί σε Σαλαμίνα».

Δημοκρατία έχουμε κι ο καθένας είναι φυσικά ελεύθερος να λέει ότι θέλει. Το πρόβλημα ξεκινά όταν το όραμα μιας «νέας Σαλαμίνας» διατυπώνεται από έναν ακόμη σύμβουλο του πρωθυπουργού – για το ζήτημα, ακριβώς, της ΑΟΖ…

…………………………………………………………….. 

Οι «ανύπαρκτοι» Τούρκοι

Αρχηγός ΓΕΣ το 2009-11 και διευθυντής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών (ΔΔΣΠ) την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων, ο απόστρατος στρατηγός Φραγκούλης Φράγκος έγινε γνωστός στο πανελλήνιο κυρίως με το περίεργο -και υμνητικό για τον ίδιο- δημοσίευμα του «Βήματος» (30.9.2012) σχετικά με «το πραξικόπημα που δεν έγινε» το φθινόπωρο του 2011. Τον Μάιο του 2012, η ανάδειξή του σε υπουργό Αμυνας της υπηρεσιακής κυβέρνησης Πικραμένου έγινε δεκτή με αλαλαγμούς χαράς της εγχώριας Ακροδεξιάς, από τον «Στόχο» μέχρι τη Χρυσή Αυγή. Είχε άλλωστε προηγηθεί η κατάθεσή του στο ναυτοδικείο υπέρ των ΟΥΚάδων που καταδικάστηκαν επειδή φώναζαν ανθρωποφάγα ρατσιστικά συνθήματα στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2010.

Για πιο κοινοβουλευτικά γούστα, υπάρχει και σελίδα στο facebook που τον αναγορεύει σε «αυριανό Πρόεδρο της Δημοκρατίας». Απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου, ο ίδιος ο στρατηγός δήλωσε πάντως πρόσφατα ότι «στην παρούσα φάση δεν προτίθεται να ασχοληθεί με την πολιτική», καθώς «δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις»: «χρειάζεσαι κανάλια, εφημερίδες και 2.000 δυνατά και άφθαρτα στελέχη». Προς το παρόν, όπως διαπιστώνουμε από τις σχετικές αναρτήσεις στο YouTube, η δραστηριότητά του επικεντρώνεται κυρίως στη διάδοση των απόψεών του περί Τουρκίας, παρουσιάζοντας σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας το βιβλίο που εξέδωσε το 2012 με τον εύγλωττο τίτλο «Ποια Τουρκία; Ποιοι Τούρκοι;».

Κεντρική ιδέα του βιβλίου, που συντάχθηκε ως διδακτορική διατριβή υπό την εποπτεία του καθηγητή Ιωάννη Μάζη (2009), είναι πως οι σημερινοί Τούρκοι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους δεν είναι παρά Ελληνες Μικρασιάτες, εξισλαμισμένοι μέσα στην τελευταία χιλιετία. Σε μεγάλο βαθμό, ο στρατηγός ανακυκλώνει την παλιότερη ομοειδή φιλολογία και παραφιλολογία, δίχως να προσφέρει το παραμικρό σε όσα έχουν ήδη γραφεί από άλλες εθνικιστικές πένες, συνήθως πολύ καλύτερου διαμετρήματος. Το ενδιαφέρον του έργου δεν έγκειται ωστόσο στις αναλύσεις του για το απώτατο παρελθόν, αλλά στις θέσεις για το παρόν και το μέλλον που, έστω και συνθηματικά, διατυπώνονται στις τελευταίες σελίδες του.

Ο επίτιμος αρχηγός ΓΕΣ αποκαλεί λ.χ. τη Μικρά Ασία «ζωτικό χώρο της πατρίδας μας», που «αν και υπό τουρκική κυριαρχία δεν έπαψε να αποτελεί το πνευματικό επίκεντρο του λαού μας» (σ. 554), καταλήγει δε στην εκτίμηση ότι «το νέο Τανζιμάτ, δηλαδή ο επιχειρούμενος εκσυγχρονισμός της Τουρκίας με την πορεία της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα επιτρέψει με την ελευθερία των εθνικών-θρησκευτικών μειονοτήτων να αναδειχτούν τα εκατομμύρια των κρυπτοχριστιανών και, γιατί όχι, των Ελλήνων που επιμελώς κρύπτονται για να επιβιώσουν» (σ. 564). Αναπολώντας το θρύλο του μαρμαρωμένου βασιλιά «που από το 1453 κοιμόταν περιμένοντας την ώρα της λευτεριάς», ο άνθρωπος που διαχειρίστηκε τις αμυντικές τύχες της χώρας ξεκαθαρίζει πως θεωρεί το ζήτημα του ελληνικού αλυτρωτισμού ανοιχτό: «Χάθηκαν λοιπόν όλα; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Ο ποιητής, πιστός στη δύναμη του έθνους για αναγέννηση, λέει ότι τη ρωμιοσύνη δεν πρέπει να την κλαίμε. Ή, τουλάχιστον, αν πρέπει να κλάψουμε για τις συμφορές που πέρασαν, άλλο τόσο πρέπει, και ως χρέος ιερό στις χιλιάδες των νεκρών εθνομαρτύρων, να θηρεύουμε τις προκλήσεις που ανοίγονται διάπλατα εμπρός μας». Σε τελική ανάλυση, «είμαστε ένας λαός που δε μας ταιριάζει να είμαστε μικροί και ασήμαντοι» και συνεπώς «δεν μπορούμε να υπάρξουμε δίχως μια Μεγάλη ιδέα» (σ. 558).

……………………………………………………..

Διαβάστε

Γιάννης Γιανουλόπουλος, «“Η ευγενής μας τύφλωσις…” Εξωτερική πολιτική και “εθνικά θέματα” από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική καταστροφή» (Βιβλιόραμα, Αθήνα 1999). Διεισδυτική ανάλυση του αυτοκαταστροφικού εθνικισμού των αρχών του εικοστού αιώνα από έναν πανεπιστημιακό καθηγητή, στους αντίποδες των ηρωικών μύθων που καλλιεργούνται συνήθως για εκείνη την εποχή. Εμφαση στην «Εθνική Εταιρεία» και το τυχοδιωκτικό εγχείρημα του 1897.

Νίκη Μαρωνίτη, «Πολιτική εξουσία και εθνικό ζήτημα στην Ελλάδα, 1880-1910» (Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010). Λεπτομερής περιγραφή της στενής διαπλοκής του παραδοσιακού ελληνικού αλυτρωτισμού με την εσωτερική πολιτικοκοινωνική ζωή του ελλαδικού βασιλείου.

Χρήστος Λυμπέρης, «Πορεία σε ταραγμένες θάλασσες» (Ποιότητα, Αθήνα 1999). Απομνημονεύματα του ναυάρχου που χρημάτισε αρχηγός ΓΕΕΘΑ κατά την κρίση των Ιμίων. Αποκαλυπτικά για την επιθυμία μιας μερίδας της τότε ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας να κλιμακώσει η ίδια την κρίση, επιλέγοντας την τακτική του «πρώτου πλήγματος» (σσ. 567 κ.εξ). Τη φιλοπόλεμη αφήγηση συνοδεύει η περιφρονητική απαξίωση της πολιτικής ηγεσίας που προτίμησε την ειρηνική αποκλιμάκωση διά της διπλωματικής οδού, αλλά και η αποποίηση κάθε ευθύνης για το πρόγραμμα εποικισμού των βραχονησίδων που πυροδότησε την όλη αντιπαράθεση.

Φραγκούλης Φράγκος, «Ποια Τουρκία; Ποιοι Τούρκοι;» (Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα 2012). Η διδακτορική διατριβή του τέως αρχηγού ΓΕΣ, υπηρεσιακού ΥΠΕΘΑ και ινδάλματος της εγχώριας Ακροδεξιάς, σύμφωνα με την οποία οι γείτονές μας δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ελληνοχριστιανοί εν υπνώσει.

……………………………………………………………..

ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς    ios@efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: