Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Το Νέο Λύκειο και η εργαλειοποίηση της γνώσης


του Κώστα Παλούκη
Η Άννα Διαμαντοπούλου έφυγε, αλλά το έργο της έμεινε. Αδιαμφισβήτητα το πιο αντιδραστικό σε όλη την πρόσφατη ιστορία του εκπαιδευτικού συστήματος. Κατάργηση Πανεπιστημιακού Ασύλου, Αντιδραστικοποίηση του θεσμικού συστήματος των ΑΕΙ-ΤΕΙ, διάλυση της Α΄Βάθμιας και Β΄Βάθμιας εκπαίδευσης, καθυστέρηση των σχολικών εγχειριδίων. Η ίδια αυτοχαρακτηρίζεται σαν ταλιμπάν και δεν έχουμε κανέναν λόγο να διαφωνούμε. Ο φανατισμός και η αυτοθυσία με την οποία υπηρέτησε την προσαρμογή υλική και ιδεολογική της ελληνικής εκπαίδευσης στη μνημονιακή στρατηγική, δηλαδή στην απόλυτη κυριαρχίας της αγοράς και των αξιών της στην εκπαίδευση, είναι πρωτόγνωρος. Η βαθειά προσωπική της απαξίωση για τα ελληνικά εκπαιδευτικά πράγματα ταυτίστηκε απόλυτα με την μνημονιακή ιδεολογία της βαθειάς απαξίωσης για την μεταπολιτευτική δημοκρατία και τα όποια στοιχεία λαϊκής κουριαρχίας ενυπήρχαν σε αυτήν.

Συγκεκριμένα όμως με την Διαμαντοπούλου στην ηγεσία του πρώην Υπουργείου Παιδείας ολοκληρώνεται μια πορεία μετάλλαξης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η γνώση εργαλειοποιείται. Παύει για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση να είναι δημόσιο κοινωνικό και συλλογικό αγαθό που αποσκοπεί στην διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου δημοκρατικού πολίτη ικανού να μετέχει στα δημόσια κοινά πράγματα. Αντίστοιχα για την τριτοβάθμια εκπαίδευση παύει να είναι ένα αγαθό που αποσκοπεί στην βελτίωση της κοινωνίας. Η γνώση αποπολιτικοποιείται, γίνεται εργαλειακή, αποσυλλογικοποιείται, τεχνοκρατοποιείται, παύει να είναι δημοκρατική στην ουσία της, παύει να στρατεύεται σε συλλογικα ιδανικά είτε αυτό ήταν το έθνος είτε η τάξη είτε η κοινωνία. Συγκεκριμένα, ως αγαθό εξατομικεύεται και μετατρέπεται σε ατομικό εργαλείο προσόντων για την ατομική βελτίωση με αποκλειστικό σκοπό την εύρεση εργασίας. Για αυτό το λόγο η ποιότητα της γνώσης ποσοτικοποιείται και αριθμοποιείται. Βαθμοί, εξετάσεις, ατομικός φάκελος προσόντων, πιστωτικές μονάδες, κύκλοι σπουδών υποκαθιστούν κάθε ποιοτικό σύστημα αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου.


Κάτω από αυτό το πρίσμα η Διαμαντοπούλου εισάγει απροκάλυπτα πλέον τη λογική της αριστείας ως γενικό κριτήριο. Άριστος νοείται ο πειθαρχημένος μαθητής σε μια τέτοια εξατομικευμένη και αντιδραστικοποιημένη γνώση. Ο «επιστημονισμός», δηλαδή η λατρεία της επιστημονικής γνώσης ως αυταξία και τελικά ως εργαλείο για την ατομική καριέρα, γίνεται κυρίαρχο αξιακό σύστημα. Είναι προφανές λοιπόν ότι η απαξίωση του ελληνικού πανεπιστημίου και του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος είναι καθαρά πολιτική-ιδεολογική και συνάδει ταυτόχρονα με την αντιδραστική ταξική πολιτική σε όλους τους τομείς: οικονομία, λαϊκά και δημοκρατικά δικαιώματα, εργατικά δικαιώματα, δικαιώματα της νεολαίας.


Μέχρι τώρα όλες οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις παρά τον αντιδραστικό και εξεταστοκεντρικό ή εντατικό χαρακτήρα που είχαν προσπαθούσαν να διαφυλάξουν, τουλάχτον τύποις, τον καθολικό χαρακτήρα της γνώσης. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι στην μεταρρύθμιση Αρσένη η διεύρυνση των εξετάσεων έγινε με αυτό ακριβώς το επιχείρημα, δηλαδή την ανάδειξη όλων των μαθημάτων επειδή είχαν απαξιωθεί υπέρ των μαθημάτων της δέσμης. Ίσως ήταν το μοναδικό θετικό σε όλο αυτό το σχέδιο, τουλάχιστον από την πλευρά των προθέσεων. Όμως τελικά επικρατεί η συνολική ακύρωση του ρόλου και συνεπώς του χαρακτήρα του Γενικού Λυκείου ως παιδαγωγικού οργανισμού διαμόρφωσης πολιτών με γενικές γνώσεις. Έχει οριστικά μετατραπεί σε έναν προθάλαμο του Πανεπιστημίου, χωρίς κανέναν αυτόνομο δικό του ρόλο. Με το σχέδιο για το Νέο Λύκειο όμως η Διαμαντοπούλου για πρώτη φορά, σε αντίθεση με τις μέχρι τώρα άλλες μεταρρυθμίσεις, αποδέχεται αυτό το δεδομένο και αντί να αντιπαλέψει αυτήν την «έκπτωση» του Λυκείου την θεσμοποιεί και προσαρμόζει το Λύκειο σε αυτή το δεδομένη ήττα. Δεν την παρουσιάζει όμως ως ήττα, αλλά σαν «εκσυγχρονισμό». Στην πράξη επιχειρεί να προσαρμόσει το δημόσιο σχολείο στις λογικές του ιδιωτικού σχολείου και των φροντιστηρίων, εκεί όπου η παραπαιδεία και η επμπορευματικοποίηση της γνώσης έχουν διαλύσει και αποδομήσει της έννοιας του Λυκείου ως ενός παιδαγωγικού οργανισμού γενικής γνώσης και παιδείας που παράγει καθολικούς ανθρώπους με ανθρωπιστικές αξίες.


Η ενίσχυση του εξεταστικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης που ξεκίνησε το 1991 από τις κυβερνήσεις Μητσοτάκη συνεχίστηκε από όλες τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ. Εξετάσεις σε Γυμνάσιο και Λύκειο. Διαγωνίσματα, τέστ, τρίμηνα, εξάμηνα, δίμηνα, μηνιαία, γενικά πάσης φύσεως διαγωνίσματα και εξετάσεις. Σε αυτό η μεταρρύθμιση Αρσένη έκανε ποιοτικό αντιδραστικό άλμα, καθώς έθεσε ως προϋπόθεση για το Απολυτήριο και την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση την επιτυχία στις εξετάσεις σε Β΄ και Γ΄ Λυκείου. Η άμεση συνέπεια αυτής επιλογής είναι η εμπέδωση του βαθμοθηρικού κλίματος σε όλους τους μαθητές, γονείς και καθηγητές.  Ο ανταγωνισμός μεταξύ μαθητών και γονιών για τις βαθμοθηρικές επιδόσεις υποκαθιστά το άγχος για την πραγματική εμπέδωση της γνώσης, αλλά και του σχολείου ως παιδαγωγικού μηχανισμού. Στόχος δεν είναι τα παιδιά να πάνε «σχολειό για να γίνουν άνθρωποι», αλλά να πάρουν καλούς βαθμούς. Τελεία!


Η ίδια η εκπαιδευτική διαδικασία, παρά την υιοθέτηση ενός λόγου από το Υπουργείο και τα Ινστιτούτα του για περισσότερο μαθητοκεντρικές προσεγγίσεις στην εκπαιδευτική διαδικασία, τελικά αλλοτριώνεται και γι’ αυτό απαξιώνεται. Αποξενώνεται από τον πραγματικό στόχο και στην πράξη είναι αδύνατον να εφαρμοστεί οποιαδήποτε σοβαρή εκπαιδευτική καινοτομία. Στην αποδιάρθρωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας συμβάλλουν βέβαια και άλλοι παράγοντες: το μισθολογικό των εκπαιδευτικών, ο μεγάλος αριθμός μαθητών ανά τάξη, η απουσία τεχνικών μέσων, η μεγάλη ηλικία των εκπαιδευτικών, η απουσία σοβαρού συστήματος επανακατάρτισης των εκπαιδευτικών, η αυστηροποίηση των ορίων και ο κεντρικός χαρακτήρας της υποχρεωτικής διδακτικέας ύλης, η κατάσταση των σχολικών κτιρίων, η απουσία συλλογικού και προσαρμοσμένου στην κάθε περίπτωση σχεδιασμού κ.α.


Το πιο σημαντικό προϊόν όμως του εξεταστικού χαρακτήρα του δημόσιου σχολείου ήταν η κυριαρχία του θεσμού του φροντιστηρίου και του ιδιαίτερου. Ουσιαστικά, η δημιουργία ενός παράλληλου εκπαιδευτικού συστήματος, της παραπαιδείας. Το «φροντιστήριο» δεν είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο στην ελληνική εκπαιδευτική διαδικασία. Αντιθέτως, Από τον 19ο αιώνα και σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Ήταν όμως περιορισμένο και αφορούσε μόνο όσους επιθυμούσαν να επιτύχουν στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα πανεπιστήμια. Με το σύστημα των δεσμών άρχισε να διευρύνεται. Αρχικά με τη μορφή ιδιαίτερου και στη συνέχεια με την μαζική ίδρυση ιδιωτικών φροντιστηριακών μονάδων. Κατά την δεκαετία του 1970 το «φροντιστήριο» αφορούσε μόνο το μάθημα της έκθεσης ή τα δύσκολα μαθήματα της κάθε δέσμης, π.χ. στην Γ΄Δέσμη αφορούσε τα αρχαία, αφού ιστορία και λατινικά λογίζονταν ως εύκολα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 όμως καθιερώθηκε σε όλα τα μαθήματα δέσμης. Αρχικά ήταν υποστηρικτικό στο διδακτικό έργο του σχολείου, αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 1990 το είχε πλήρες υποκαταστήσει. Οι μαθητές έδιναν προτεραιότητα πλέον μόνο και αποκλειστικά στο φροντιστήριο και όχι στο σχολείο. Ήταν μια μεγάλη ήττα του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος και μια ιδιωτικοποίηση από το παράθυρο. 


Ήδη όμως είχε ηττηθεί το δημόσιο σχολείο από τα φροντιστήρια αλλού, αφού η κυριαρχία του φορντιστηριακού θεσμού ξεκίνησε από το πεδίο των ξένων γλωσσών. Από την δεκαετία του 1970 θεωρούταν σχεδόν αυτονόητο για όλα τα παιδιά ότι θα μάθαιναν τα αγγλικά από τα φροντιστήρια, ενώ η πιστοποίηση δινόταν από βρετανικά πανεπιστημιακά ιδρύματα. Στα μέσα της δεκαετίας του 80 το φαινόμενο διευρύνθηκε και κυριάρχησε και στις άλλες γλώσσες, κυρίως γαλλικά και γερμανικά. Το δημόσιο σχολείο λειτούργησε προσπάθησε αποτυχημένα να συναγωνιστεί τα φροντιστήρια, αλλά μάλλον απέτυχε. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια να έχει εμπεδωθεί στις συνειδήσεις των γονέων και των μαθητών ο άλλος δρόμος σαν πιο αξιόπιστος.


Σταδιακά το φροντιστήριο για τα υπόλοιπα μαθήματα άρχισε να επεκτείνεται και στις άλλες τάξεις. Πάλι πρώτα με τη μορφή του ιδιαίτερου και στη συνέχεια με τη μορφή του φροντιστηρίου. Σημαντική τομή σε αυτό ήταν η καθιέρωση των αρχαίων στο γυμνάσιο. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 το φροντιστήριο και το ιδιαίτερο είχε αγγίξει και τις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Παρότι απαγορεύεται από το νόμο, επιτρέπεται όμως με τη μορφή προετοιμασίας των μαθητών για το σχολείο. Αυτή είναι μια άλλη λειτουργία που αποκτά σύντομα το φροντιστήριο. Οι γονείς είτε κουρασμένοι από την εργασία είτε απόντες τα απογεύματα παραχωρούσαν την ευθύνη της μελέτης και ταυτόχρονα του baby sitting σε καθηγητές και δασκάλους. Αυτήν την πορεία ανάσχεσε λιγάκι ο θεσμός του ολοήμερου σχολείου.


Σημαντικός και ίσως ο πιο καθοριστικός παράγοντας της γενίκευσης του φροντιστηρίου ήταν η αδιοριστία των πτυχιούχων των καθηγητικών σχολών. Χιλιάδες πτυχιούχοι καθηγητικών σχολών παρέμεναν εκτός του επίσημου εκπαιδευτικού μηχανισμού. Έτσι η τεράστια προσφορά επέτρεψε και την ζήτηση σε μια κοινωνία σχετικής ευμάρειας των 2/3. Εδώ τα νεοφιλελεύθερα επιχειρήματα περιορίζονται στην επανάληψη του μοτίβου της υπερπαραγωγής πτυχιούχων από τα ελληνικά ΑΕΙ. Όμως το επιχείρημα αυτό είναι σαθρό. Πρώτον γιατί οι ανάγκες των σχολείων στην Ελλάδα για προσωπικό είναι μεγάλες και δεν καλύπτονται. Δεύτερον γιατί υπάρχουν τεράστιες ανάγκες για σχολεία ελλήνων μεταναστών στο εξωτερικό που δεν καλύπτονται. Τρίτον γιατί θα μπορούσε να υπάρχει ένα σύστημα επανακατάρτισης των εκπαιδευτικών από τους δεκάδες διδάκτορες που υπάρχουν σε κάθε γνωστικό τομέα. Τέταρτον γιατί οι πτυχιούχοι θα μπορούσαν να μην εργάζονται μόνο στην εκπαίδευση. Π.χ. εάν υπήρχε ένα σοβαρό σχέδιο υποστήριξης του πολιτισμού στην ελλάδα με ανασκαφές, αρχαιολογικά μουσεία, ιστορικά μουσεία ή σοβαρά ερευνητικά προγράμματα το σύνολο σχεδόν των πτυχιούχων των Ιστορικών Αρχαιολογικών Τμημάτων θα κάλυπτε άλλους πολύ ζωτικούς για την κοινωνία και την οικονομία τομείς. Μάλιστα, οι πτυχιούχοι αυτοί θα ήταν και περισσότερο ευχαριστημένοι. Το ίδιο θα ισχύει για τους χημικούς εάν π.χ. υπήρχε σοβαρή βιομηχανία στην Ελλάδα. Συνεπώς, το πρόβλημα της αδιοριστίας, δηλαδή η μαζική στροφή προς την παραπαιδεία ως αναγκαίο κακό, προκύπτει από την παραλυτική οικονομική πολιτική του σύγχρονου ολοκήρωτικού καπιταλισμού και τα αποτελέσματα της μακράς λιτότητας και της παρατεταμένης ύφεσης.


Η κυριάρχηση του φροντιστηρίου την τελευταία δεκαετία ως παράλληλο σύστημα εκπαίδευσης επέφερε πολλαπλές συνέπειες στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύτημα. Έγινε αναφορά στην ακύρωση του ρόλου του λυκείου. Η δεύτερη είναι η εμπορευματικοποίηση της γνώσης και ως εκ τούτου η τυποποίησή της και η τεχνοκρατική και χειριστική αποδόμησή της. Η γνώση είναι ένα προϊόν το οποίο τα φροντιστήρια πουλάνε ως εμπόρευμα. Σκοπός είναι ο βαθμός στο σχολείο, στο διαγώνισμα, η επιτυχία στις εξετάσεις. Αναμφισβήτητα το φροντιστήριο είναι ο βασικός υπεύθυνος για την παπαγαλία. Διότι δεν είναι δυνατόν να μπορέσει ένας ιδιωτικός εκπαιδευτικός φορέας να πιστοποιήσει το σωστό ή το λάθος παρά μόνο με βάση την ακριβή πιστότητα. Για την εμπέδωσή του, το κείμενο μετατρέπεται σε «μπούλετ», σε «σος» και «αντι-σος», σε ο,τιδήποτε άλλο εκτός από κείμενο με λογική που υπηρετεί ένα αξιακό σύστημα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η σημασία της παρεχόμενης γνώσης για την διαμόρφωση ενός ώριμου πολίτη, ενός καθολικού ανθρώπου, ικανού να μετέχει στα κοινά και στην εργασία ακούγεται μόνο σαν αστείο. Έτσι η γνώση αποϊδεολογικοποιείται και εργαλιοποιείται, χάνει τον παιδαγωγικό, κοινωνικό και ανθρωπιστικό στόχο της.


Η συνέπεια της εργαλειοποίησης της γνώσης, αλλά και της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας στους μαθητές επιφέρει τεράστιες αρνητικές συνέπειες.  Η γνώση γίνεται εχθρική για τους μαθητές, καταπιεστική, μισητή. Το ίδιο το σχολείο μετατρέπεται ένα κάτεργο, σε φυλακή, σε βασανιστήριο. Ο ελεύθερος χρόνος των μαθητών εξαφανίζεται, καθώς πρωί βράδυ ζούνε μέσα σε μια διδακτική αίθουσα ή έχουν κάποιον να τους ελέγχει, εξετάζει, διορθώνει, συνετίζει, επαναφέρει στην τάξη, προσπαθεί να τους ανοίξει το κεφάλι και τα τους χώσει μια γνώση μέσα για την οποία δεν έχουν πειστεί ότι αξίζει οι ίδιοι να παλέψουν. Ταυτόχρονα, άγχος, βάρη, πίεση, ενδεχομένως οικογενειακά προβλήματα, οικονομικά προβλήματα, ευαισθησίες της εφηβείας, μαθησιακές δυσκολίες – που όχι τυχαία κυριαρχούν ως συμπτώματα – ταξικοί φραγμοί και άλλα πολλά διαλύουν τους μαθητές στην πιο όμορφη και γλυκειά ηλικία, σε μια περίοδο διαμόρφωσης της ταυτότητάς. Όλα αυτά τραυματίζουν πολλούς μαθητές ή ακόμη τους πετάνε έξω από το σύστημα. Η διάκριση σε καλούς και μη καλούς μαθητές εντείνεται με τεράστιο κόστος τόσο για τους καλούς όσο και για τους κακούς.


Οι μαθητές όχι μόνο δεν κατανοούν και δε νιώθουν το ανθρωπιστικό περιεχόμενο της γνώσης, ώστε να επιδρά στο αξιακό τους σύστημα, αλλά αντίθετα η εργαλειακότητα της γνώσης τους καθιστά επιρρεπείς σε ένα είδους αυταρχικής αντιγνώσης. Για παράδειγμα η προσπάθεια εμπεδωσης μιας μη ρατσιστικής συμπεριφοράς δε θα μπορούσε παρά να βιώνεται σαν εχθρική σε ένα τέτοιο καταπιεστικό πλαίσιο. Αλλά και στις περιπτώσεις που δε διαμορφώνεται μια αντι-ανθρωπιστική ιδεολογία, το αξιακό σύστημα του ανταγωνισμού μέσα στο οποίο λειτουργεί ο μαθητής δεν του επιτρέπει να κατανοήσει την ανθρωπιστική γνώση και να την υιοθετήσει. Απλώς είναι ένα εργαλείο για την ατομική του επιτυχία.


Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί μια διαφορά στο εσωτερικό των φροντιστηρίων, ανάμεσα στα «καλά» και στα «κακά», τα «μεγάλα» και τα «μικρά». Τα μεγάλα φροντιστήρια έχουν την ανάγκη να προβάλλονται ως πετυχημένες επιχειρήσεις και φυσικά οι μαθητές τους πρέπει να είναι πάντα οι κορυφαίοι. Φέρουν την πιο αντιδραστική και φιλελεύθερη ιδεολογία για την γνώση και την επιβάλλουν ως κυρίαρχο πρότυπο. Συνήθως την τυποποιούν και εργαλειοποιούν περισσότερο από όλους. Μετατρέπουν τον ανταγωνισμό, την πρωτιά, σε ιδεώδες, την εκπαίδευση σε προωταθλητισμό. Καθιστούν τα συνεχή τεστ και τα διαγωνίσματα κυρίαρχη αξία και σταθμό σε κάθε βήμα. Διαχωρίζουν τους μαθητές σε καλούς και κακούς για να προσαρμόζονται και να γίνονται πιο ευέλικτα. Γίνονται μια βιομηχανία παραγωγής «επιτυχημένων». Ουσιαστικά, όμως μια βιομηχανία καταστροφής της γνώσης, της μαθησιακής διαδικασίας και φυσικά των ίδιων των μαθητών. Ταυτόχρονα, είναι συνήθως κακοπληρωτές των εργαζομένων εκπαιδευτικών, με υπερβολικές απαιτήσεις και με φτηνά ημερομίσθια. Ανάμεσα στους εργαζόμενους καθηγητές κυριαρχεί το άγχος του δικού τους ανταγωνισμού ώστε να έχουν πάντα τις επαρκείς ώρες. Αντίθετα τα μικρά φροντιστήρια είναι πιο ανθρώπινα. Οι ιδιοκτήτες είναι πιο κοντά στην θέση των εργαζομένων εκπαιδευτικών, αφού την επομένη μέρα είναι δυνατόν να βρεθούν σε χειρότερη μοίρα από αυτούς. Είναι πιο κοντά στους μαθητές και τα δικά τους προβλήματα. Συνήθως, υπάρχουν σχέσεις εντοπιότητας, γειτονίας, ακόμα και συγγένειας, φιλίας κλπ. Το στοιχείο της εμπορευματοποίησης της γνώσης δεν γίνεται τόσο ηγεμονικό.


Στον ανταγωνισμό όμως μεγάλων και μικρών φροντιστηρίων κυριαρχούν τα δεύτερα. Πρώτον γιατί καταφέρνουν πιο χαμηλά δίδακτρα και δεύτερον διότι καταφέρνουν να εντυπώνουν στις συνειδήσεις των γονιών και των μαθητών τις δικές τους αξίες σαν πρότυπες, μοντέρνες, αλλά και αποτελεσματικές. Εδώ οι ευθύνες των γονιών είναι τεράστιες, αφού προκρίνουν αυτό το μοντέλο «εκπαίδευσης» με κριτήριο την «επιτυχία» αδιαφορώντας για τις συνέπειες στην ψυχοσύνθεση και την προσωπικότητα των παιδιών τους, αφού η νίκη είναι αυτοσκοπός. Γιατί το αυστηρό, «αριστοκρατικό», «πρωταθλητικό», εντατικοποιημένο πλαίσιο αυτών των φροντιστηρίων επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο την ήδη δύσκολη προσπάθεια των μαθητών και βέβαια προκαλούν ακόμη μεγαλύτερο μίσος για την διαδικασία της γνώσης.


Όσοι μαθητές αδυνατούν να ακολουθήσουν το ποτάμι της εισόδου στο Πανεπιστήμιο, αφού έχουν αποδεκτεί την ιδεολογία της εργαλειοποιημένης γνώσης, αδυνατούν να καταλάβουν γιατί εν τέλει τους είναι χρήσιμο το σχολείο. Αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη καταστροφή και η πιο τραγική συνέπεια. Κανένας μαθητής δεν μπορεί να καταλάβει γιατί του είναι χρήσιμη η Αντιγόνη ή ο νόμος της Βαρύτητας, εφόσον θα εργαστεί ως μαραγκός, ως υπάλληλος σε κατάστημα κλπ. Δε βλέπει νόημα να χάνει τον χρόνο και τη ζωή του, να κοπιάζει τόσο πολύ για μια τόσο άχρηστη γι’ αυτόν δεξιότητα.


Σε αυτήν την ουσιώδη ακύρωση της γνώσης καταλυτικό ρόλο έχει παίξει βέβαια η αποπολιτικοποίηση του μαθητικού σώματος. Η στράτευση των μαθητών σε πολιτικές οργανώσεις και η ένταξή τους στο πολιτικό γίγνεσθαι καθιστούσε την αναζήτηση της γνώσης έναν σκοπό υποταγμένο στην βλετίωση της κοινωνίας. Οι μαθητές συμμετείχαν στην διαδικασία της εκπαιδευτικής διαδικασίας είτε αποδεχόμενοι είτε κυρίως στεκόμενοι κριτικά στην κυρίαρχη γνώση. Το σύμπτωμα αυτό είναι βεβαίως συνέπεια της υποχώρησης της αριστεράς και του εκβαρβαρισμού των αξιακών προτύπων του συστήματος, αλλά και του κυρίαρχουν λάιφ στάιλ.


Συγκεκριμένα κομβικό ρόλο έχει παίξει η πολιτισμική ηγεμονία του αξιακού συστήματος της διασκέδασης σαν αυτοσκοπού. Το αξιακό αυτό σύστημα της «αμάθειας» φορτίζεται σαν λαϊκότροπο, εξεγερσιακό και επαναστατικό και τίθεται ενάντια στο «φλώρικο» και «φυτουλιάρικο» αξιακό σύστημα του αγώνα για την είσοδο στο Πανεπιστήμιο. Το ιδεολογικό υπόστρωμα όμως αυτής της εξέγερσης είναι το ίδιο με την υποταγή στον αγώνα για την είσοδο στο Πανεπιστήμιο, αφού δεν διεκδικεί μία άλλου τύπου εκπαιδευτική διαδικασία. Αντίθετα, ο λαϊκότροπος χαρακτήρας της προσιδιάζει περισσότερο στον φασιστικό αντιδιανοουμενισμό. Με έναν μαγικό τρόπο τελικά αρκετοί μαθητές γίνονται φορείς μιας ιδεολογίας και αυτή είναι το αξιακό σύστημα της άκρας δεξιάς. Γιατί ακριβώς τίθεται σε αντιπαράθεση με το ανθρωπιστικό στοιχείο του σχολικού συστήματος, αλλά και της διεκδηκητικής αριστεράς που οραματίζεται μια άλλη σχέση με τη γνώση.


Προφανώς οι μαθητές εκείνοι οι οποίοι πρώτοι τίθενται εκτός εκπαιδευτικού συτήματος είναι τα παιδιά των εργατών και των αγροτών. Πρώτα και κύρια γιατί βιώνουν πιο έντονα τους ταξικούς φραγμούς και τα πραγματικά υλικά εμπόδια να ακολουθήσουν το βαρύ και δύσκολο τραίνο της σχολικής παιδείας και των ανταγωνιστικών στόχων που θέτει. Όμως πολλές φορές δεν φέρουν εκείνο το πολιτισμικό κεφάλαιο που καταξιώνει την γνώση σαν σημαντική αξία τόσο για την διαμόρφωσή τους όσο και για την εύρεση εργασίας που θα επιβεβαιώνει την κοινωνική θέση των γονιών τους και θα αναπαραγάγει τους ίδιους στο ίδιο επίπεδο κοινωνικής θέσης. Για αυτό είναι επιρρεπείς στην άρνηση μιας γνώσης άχρηστης στην εργασία τους, αφού δεν τους ενδιαφέρει η είσοδος στο πανεπιστήμιο. Για αυτό είναι επιρρεπείς σε ένα φασιστοειδές αξιακό σύστημα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι φασιστικές οργανώσεις στρατολογούν μαζικά στις εργατικές και λαϊκές περιοχές.    


Σε ένα τέτοιο εκπαιδευτικό πλαίσιο η κατάληψη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εξέγερση των φυλακισμένων. Μια διαδικασία η οποία λειτουργεί απελευθερωτικά, ένα προσωρινό επαναστατικό διάλειμμα, για να επέλθει η ισορροπία. Ίσως η μοναδική διαδικασία ωρίμανσης της εφηβικής νεολαίας. Η δεκαετία του 1990 και του 2000 είναι η εποχή της «απολίτικης» κατάληψης. Χωρίς αιτήματα, χωρίς σκοπό, απλά να σταματήσει το σχολείο για μια ανάσα! Τίποτε πιο φυσιολογικό και πιο παιδαγωγικό. Με την κατάληψη οι μαθητές έρχονται σε αντίθεση τόσο με το σχολικό – εκπαιδευτικό ασφυκτικό πλαίσιο όσο και με το οικογενειακό ασφυκτικό πλαίσιο. Οι ίδιοι κάνουν ένα άλμα προς την ωριμότητα καθώς γίνονται κύριοι του χώρου τους, δηλαδή του εαυτού τους. Από ήρεμα και μαλθακά παιδιά αγριεύουν. Αντιμετωπίζουν κινδύνους και μαθαίνουν να τους διαχειρίζονται. Σε αυτήν την διαδικασία έρχονται οι μαθητές αντιμέτωποι με το εξής δίλημμα: αγαπάμε ή μισούμε το σχολείο. Δεν είναι τυχαίο ίσως ότι στα Τεχνικά Λύκεια σημειώνονται συνήθως οι μεγάλες ζημιές, ενώ στα Γενικά κυριαρχεί το κριτήριο της διαφύλαξης του χώρου τόσο από τους κακούς έξω όσο και από τους ίδιους. Επίσης, μεγάλες καταστροφές σημειώνονται σε περιπτώσεις έντονης αυταρχικής συμπεριφοράς από τη μεριά του διευθυντή. Οι καταλήψεις λοιπόν θα πρέπει να ιδωθούν τόσο από εκπαιδευτικούς όσο και από γονείς όχι ως κάτι εχθρικό, αλλά σα λογική και ενδεχομένως αναγκαία συνέπεια της υπάρχουσας κατάστασης. Και με αυτό το κριτήριο να στέκονται δίπλα σους μαθητές, κοντά, αλλά και μακριά. Ιδιαίτερα σε εποχές κρίσης και διάλυσης του σχολείου η πολιτικοποίηση των καταλήψεων και η δημιουργία μαθητικού κινήματος ενάντια στο Νέο Λύκειο είναι αναγκαία στο μέτωπο εργασίας-παιδείας-υγείας ενάντια στις μνημονιακές πολιτικές της κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ.  


Μεγάλη συμβολή στην ακύρωση του καθολικού και διαφωτιστικού χαρακτήρα του λυκείου έχουν τα ιδιωτικά λύκεια. Συγκεκριμένα αυθαίρετα και συνειδητά καταργούν και μετασχηματίζουν πλήρως το ωρολόγιο πρόγραμμα των μαθημάτων. Τα δευτερεύοντα μαθήματα μόνο τύποις διδάσκονται, ενώ αντικαθιστώνται από τα βασικά μαθήματα, δηλαδή τα αρχαία, τα μαθηματικά, την νέα ελληνική γλώσσα, τη φυσική και όσα μαθήματα σχετίζονται με τις πανελλήνιες εξετάσεις. Το Υπουργείο Παιδείας βέβαια κάνει τα τυφλά μάτια σε αυτήν την καταστροφική αυθαιρεσία, ενώ μια τέτοια πολιτική βέβαια εκφράζει πλήρως το άγχος των γονιών και των μαθητών ενόψει της μεγάλης μάχης για το Πανεπιστήμιο. Το Ιδιωτικό Σολείο φροντιστηριοποιείται και η ίδια η έννοια του σχολείου καταργείται. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά μεγάλα φροντιστήρια μετατρέπονται σε ιδιωτικά σχολεία, χωρίς φυσικά να σχολικοποιούνται. Οι μαθητές και οι γονείς βλέπουν εξαιρετικά θετικά αυτήν την εξέλιξη, καθώς γλιτώνουν χρόνο, κόπο και χρήμα. Το άχρηστο σχολείο με την άχρηστη γνώση καταργείται και στην θέση του βάζουμε ένα μεγάλο φροντιστήριο. Τι καλύτερο!


Εδώ είναι που έρχεται και παρεμβαίνει ο νόμος της Διαμαντοπούλου. Για να ανταγωνιστεί τα ιδιωτικά φροντιστηριοποιημένα σχολεία, αλλά και τα σχολεία μετατρέπει το λύκειο σε ένα τέτοιο φροντιστήριο. Το Λύκειο γράφει η πρόταση για το Νέο Λύκειο «είναι κατά βάση  μια βαθμίδα που προσφέρει γενικές και αποσπασματικού χαρακτήρα γνώσεις, έχει λιγοστά μαθήματα εξειδίκευσης και ακόμα λιγότερα μαθήματα επιλογής»,ενώ «οι μαθητές αναλώνονται πολύ στην αφομοίωση πολλών κατακερματισμένων πληροφοριών που εντάσσονται σε πολλά γνωστικά πεδία». Δηλαδή καταργεί τα μονόωρα μαθήματα και δημιουργεί τομείς εξειδίκευσης, ενώ οι μαθητές έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν περισσότερες διδακτικές ώρες στα μαθήματα εμβάνθυνσης. Αλλού σημειώνεται το εξής: «Ανάμεσα στα μαθήματα επιλογής που ο μαθητής μπορεί να διαλέξει υπάρχουν μαθήματα εμβάθυνσης σε βασικά γνωστικά αντικείμενα που συνήθως είναι ιδιαίτερης σημασίας για την εισαγωγή των  μαθητών  στην  ανώτατη  εκπαίδευση. Με  τον  τρόπο αυτό οι μαθητές έχουν τη δυνατότητα της επιπλέον διδασκαλίας εντός του σχολείου των μαθημάτων αυξημένης για αυτούς βαρύτητας, ανάλογα με τις επιλογές τους για τις περαιτέρω σπουδές τους».




Το Νέο Λύκειο της Διαμαντοπούλου είναι ένα μη Λύκειο. Σε συνδυασμό με όλες τις άλλες συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής γίνεται σαφές, ότι παρά τις διακηρύξεις το σχλείο του μνημονίου καταργείται από κάθε πλευρά. Η αντίσταση σε αυτό το Νέο Σχολείο της εργαλειοποιημένης γνώσης και ουσιαστικά της αμάθειας βέβαια είναι μια σημαντική πτυχή του αντιμνημονιακού αγώνα ενάτια σε ΕΕ, ΔΝΤ και ελληνικές κυβερνήσεις των τραπεζιτώνκαι των ΜΜΕ. Χρειάζεται βέβαια σοβαρά να περιγράψουμε και να αντιπροτείνουμε όχι μόνο επί της αρχής, αλλά και την πράξη ένα άλλο σχολείο. Η αντικατάσταση της ταλιμπάν του μνημονίου από επιστολογράφο της Αμερικανικής Πρεσβείας λίγα μας υπόσχεται για την ανάσχεση της πορείας της ελληνικής παιδείας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: