Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Η Εκκλησιαστική πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια, όπως αυτή διαφαίνεται στο πόνημα του Υπουργού επί του Δικαίου Ιωάννη Γεννατά (1830).


του Παναγιώτη Ανδριανόπουλου, Τρίπολη, ΟΜΙΚ, 24/3/2012

Αντικείμενο της σημερινής μου ομιλίας είναι η εκκλησιαστική πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια, όπως αυτή προκύπτει μέσα από το πόνημα-πρόταση ενός πολύ έμπιστου συνεργάτη του, του Υπουργού Δικαίου Ιωάννη Γεννατά το έτος 1830. Ο Ιωάννης Γεννατάς (1777-1847) διετέλεσε Υπουργός επί του Δικαίου (δικαιοσύνης) κατά την περίοδο 1829-1831. Στα πρώτα χρόνια της σύστασης του Ελληνικού κράτους, αμέσως μετά την Ελληνική επανάσταση, επιλέχθηκε από τον ίδιο τον Ιωάννη Καποδίστρια για την οργάνωση και λειτουργία της Δικαιοσύνης. Είχε σπουδάσει στο εξωτερικό, ήταν δικηγόρος στην Κέρκυρα. και θεωρείται από τους θεμελιωτές του ελληνικού δικαίου.
Το κέντρο βάρους και συνάμα βασικό επιστημονικό ερώτημα των όσων θα σας παρουσιάσω, είναι οι σχέσεις της Εκκλησίας και της νεοσύστατης Ελληνικής Πολιτείας, όπως αυτές είχαν αποκρυσταλλωθεί κατά τη διάρκεια της καποδιστριακής περιόδου.
 Προτού, ωστόσο, περάσω στο κυρίως θέμα της ομιλίας μου, είναι σκόπιμη και απαραίτητη μια περιεκτική παρουσίαση της θέσης και της κατάστασης της Εκκλησίας πριν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.
Έχοντας κατορθώσει να διατηρήσει μετά την Άλωση την οργάνωση και τη δομή της, η Εκκλησία διέθετε ευρύτατη δικαιοδοσία στη ζωή των πιστών και συνεπικουρούμενη από την οθωμανική εξουσία καθιερώθηκε ως μια οικονομική, κοινωνική και πολιτική δύναμη και συγχρόνως ως ο κατεξοχήν ιδεολογικός ταγός των ορθοδόξων. Ο κλήρος είχε εξουσία να εκδικάζει υποθέσεις οικογενειακού Δικαίου (σύσταση και λύση γάμου), κληρονομικές υποθέσεις, επισφράγιζε τα καταστατικά και τις αποφάσεις των συντεχνιών, ενώ με τον αφορισμό μπορούσε να αποκόπτει από την ορθόδοξη κοινότητα οποιονδήποτε θεωρούσε παραβάτη. Επιπλέον, προβάλλοντας την άποψη, ότι η οθωμανική κατάκτηση ήταν έργο της Θείας Πρόνοιας, για να τιμωρήσει τους αμαρτωλούς πιστούς, λειτουργούσε και ως εγγυητής της κοινωνικοπολιτικής σταθερότητας, αφού μόνο ο Θεός μπορούσε να διώξει τους κατακτητές και κανείς άλλος.
Η οικονομική επιβίωση, εκλογή και αναπαραγωγή του ιερατείου στηριζόταν στις υποχρεωτικές εισφορές των πιστών, από τις οποίες ένα μεγάλο μέρος στελνόταν στη σουλτανική εξουσία και στο ίδιο το Πατριαρχείο. Μάλιστα ο ανώτερος κλήρος ήταν και υπεύθυνος για τη συλλογή και καταβολή αυτών των εισφορών. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν και ο ρόλος των πολυάριθμων μοναστηριών, τα οποία έπαιζαν αξιόλογο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό ρόλο, παρέχοντας στους πιστούς δάνεια, εργασία, προϊόντα, περίθαλψη, προστασία και διαμεσολάβηση σε διαφορές που προέκυπταν. Οι παραπάνω λειτουργίες των μονών συντελούσαν στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ισορροπιών.
Ουσιαστική και πολύπλευρη κριτική δέχτηκε η Εκκλησία και ο τρόπος λειτουργίας της από όλους τους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού με προεξάρχοντα τον Αδαμάντιο Κοραή. Η Ορθοδοξία, χωρίς να αναιρείται, επανεξετάστηκε με κοινωνικούς όρους στο πλαίσιο της ελευθερίας, επιλογή που συνεπαγόταν την αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης μιας νέας πολιτικής πραγματικότητας, αντίθετης στην με θεολογικούς όρους ασκούμενη κοσμική εξουσία του Πατριαρχείου[1]. Η Εκκλησία υποχωρεί για χάρη του έθνους και η ιδιότητα του Χριστιανού-μέλους της Ορθόδοξης κοινότητας προς όφελος του Έλληνα-πολίτη του Ελληνικού Έθνους[2]. Η αντίδραση του Πατριαρχείου ενάντια στα επαναστατικά ιδεολογικά και πολιτικά προτάγματα των διαφωτιστών και κυρίως του Αδαμάντιου Κοραή, εντάθηκε κατά τα πρώτα έτη του 19ου αιώνα.

Το ξέσπασμα και η επικράτηση της Επανάστασης σε μεγάλο μέρος του Ελλαδικού χώρου, η δημιουργία επαναστατικής διοίκησης και η ψήφιση Συνταγμάτων υπήρξε η απαρχή για τη θεμελίωση μιας νέας πολιτικής πραγματικότητας. Στη θέση της Εκκλησίας και ειδικότερα του Πατριαρχείου ως εκπροσώπου και εγγυητή της υπόστασης και της συνοχής του ορθόδοξου μιλλέτ, έχουμε την επαναστατική διοίκηση, η οποία νομιμοποιούνταν επικαλούμενη τη βούληση του ελληνικού έθνους. Συστατικό στοιχείο του έθνους δεν ήταν ο πιστός, αλλά ο πολίτης, ο οποίος εμπεριείχε την ιδιότητα του πρώτου. Η Εκκλησία, λοιπόν, έπαψε να είναι το σημείο αναφοράς της πολιτικοκοινωνικής ζωής των Ελλήνων και στο εξής θα είχε ως αποστολή να θεραπεύει μια ιδιότητα (πίστη) του πολίτη.

Η υπαγωγή της Εκκλησίας στην κοσμική εξουσία θεσμοποιήθηκε από το πρώτο κιόλας Σύνταγμα του Αγώνα, το οποίο ανέθεσε στο υπουργείο της Θρησκείας, δηλαδή σε ένα όργανο υπό τον έλεγχο του Εκτελεστικού σώματος, την αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών υποθέσεων. Η πολιτική αυτή παρέμεινε αμετάβλητη καθ’ όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, παρά το γεγονός ότι κατατέθηκαν αρκετές προτάσεις για τη σύσταση αυτόνομης Ιεράς Συνόδου. Η πολιτική εξουσία, λοιπόν, μέσω του υπουργείου Θρησκείας, του Εσωτερικών και της Αστυνομίας (από την Γ΄ εθνοσυνέλευση και μετά) και της «Γραμματείας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Παιδείας» (κατά την καποδιστριακή περίοδο) ανέλαβε το χειρισμό και την επίλυση των σοβαρών προβλημάτων που είχαν προκύψει.

Το σημαντικότερο εξ’ αυτών είχε να κάνει με τη στελέχωση των κενών θέσεων που υπήρχαν, εξαιτίας της απώλειας αρκετών και σημαντικών ιεραρχών και απλών κληρικών. Η λύση που προκρίθηκε ήταν ο διορισμός από το Εκτελεστικό και Βουλευτικό σώμα προσωρινών τοποτηρητών στις χηρεύουσες θέσεις και η απαγόρευση στους κατά τόπους μητροπολίτες να προβαίνουν σε νέες χειροτονίες. Η απόφαση αυτή ήταν μείζονος πολιτικής σημασίας και ολοκλήρωσε την ενσωμάτωση και την υπαγωγή του ιερατείου στη σφαίρα της κοσμικής εξουσίας, αφού καταργούσε το δικαίωμα αυτόνομης αναπαραγωγής του. Ο ρόλος του πλέον ήταν διεκπεραιωτικός των αποφάσεων και των επιλογών της διοίκησης.

 Στην περαιτέρω αποδυνάμωσή του συνετέλεσε και η αποκοπή από τους οικονομικούς πόρους, η οποία οφειλόταν σε δύο κυρίως λόγους. Αφ’ ενός στην υποχρέωση των επισκόπων, μητροπολιτών και τοποτηρητών να παραδίδουν τα εισοδήματα των επαρχιών τους στο εθνικό ταμείο, αφ’ ετέρου στη συχνή άρνηση των πιστών και ενίοτε των κληρικών να τους παραδίδουν τα οφειλόμενα. Η προεπαναστατική δυσφορία ενάντια στο δικαίωμα του ανώτερου κλήρου να ιδιοποιείται μέρος του οικονομικού πλεονάσματος μετερχόμενος συχνά και καταπιεστικές μεθόδους, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης εκδηλώθηκε με την  άρνηση καταβολής των δοσιμάτων.

Η διακοπή των σχέσεων και της επικοινωνίας με το Οικουμενικό  Πατριαρχείο προκάλεσε ένα κενό εξουσίας στην κορυφή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και έθεσε επιτακτικά στους κόλπους του ιερατείου το ζήτημα ίδρυσης ενός οργάνου, το οποίο θα είχε αποφασιστικό λόγο στην αντιμετώπιση των συνεχώς διογκούμενων προβλημάτων και θα έθετε σε νέες βάσεις τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας. Το όργανο αυτό ήταν η Σύνοδος, η ίδρυση της οποίας ήταν πάγιο αίτημα των ιεραρχών καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα και για το οποίο θα κάνουμε αναφορά στο κυρίως μέρος της ομιλίας μας που ακολουθεί τώρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9Ο

Ο Ιωάννης Γενατάς, Γραμματέας επί του Δικαίου και ένας από τους πιο έμπιστους συνεργάτες του Καποδίστρια εξέδωσε στις αρχές του 1830 ένα πόνημα, στο οποίο εξέθετε τις απόψεις του σχετικά με τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, απευθυνόμενος στο Γραμματέα επί των Εκκλησιαστικών Νικόλαο Χρυσόγελο.

Το πόνημα του Γενατά αποτελείται από πέντε μέρη. Στο πρώτο μέρος εξετάζεται ποια σχέση πρέπει να έχει ο κλήρος της απελευθερωμένης Ελλάδας με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Υποστηρίζεται, ότι από τη στιγμή που ο Πατριάρχης είναι υπό τον έλεγχο του σουλτάνου θα επηρεάζει το ιερατείο της Ελλάδας και κατ’ επέκταση τα ήθη του λαού, με συνέπεια η κυβέρνηση να περιφρονείται παντελώς. Προκειμένου να ενισχύσει τις κατηγορίες του ενάντια στο Πατριαρχείο, ο Γενατάς αναφέρει τα όσα συνέβαιναν πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Κατηγορεί με ιδιαίτερη σφοδρότητα, τόσο τους Φαναριώτες για το νεποτισμό τους και τις ιδιοτελείς παρεμβάσεις τους στη διοίκηση της Εκκλησίας, όσο και τον ανώτερο κλήρο για τα ήθη του. Ειδικά στους αρχιερείς προσάπτει την κατηγορία, ότι μια σημαντική μερίδα τους κατά τη διάρκεια του αγώνα συνεργάστηκε με τους Οθωμανούς.
 
Είναι λοιπόν πασιφανές, κατά το συντάκτη του πονήματος, ότι η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη. Αντιθέτως θα πρέπει να θέσει υπό τον άμεσο έλεγχό της την εκλογή των αρχιερέων χωρίς, όμως, να αποκοπούν και οι δεσμοί της ελλαδικής Εκκλησίας με τον επικεφαλής της Ορθοδοξίας. Υπάρχουν σοβαροί πολιτικοί λόγοι, εξαιτίας των οποίων η σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρέπει να ρυθμιστεί με μια «συνθήκη»[3].

Στο δεύτερο και τρίτο μέρος ο Γενατάς κάνει λόγο για τον τρόπο εκλογής των μελών του ιερατείου, καθώς και για το βαθμό της κρατικής παρέμβασης σε αποφάσεις και ενέργειες αρχιερέων, που άπτονται πνευματικών υποθέσεων[4]. Συγκεκριμένα, προτείνει τη σύσταση Αρχιεπισκοπικής Επιτροπής, η οποία θα είναι αρμόδια να επικοινωνεί με τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης για πνευματικά θέματα. Η επικοινωνία, όμως, θα γίνεται πάντα δια μέσου της κυβέρνησης, ένας Επίτροπος της οποίας θα παρευρίσκεται στις συνεδριάσεις της Επιτροπής. Αρμοδιότητα της κυβέρνησης πρέπει, επίσης, να είναι ο επανακαθορισμός των ορίων των αρχιερατικών εδρών, ο προσδιορισμός του αριθμού των κληρικών και η χειροτονία των ιερωμένων.

Ιδιαίτερα όσον αφορά την τελευταία θα πρέπει να απαγορευθεί να έρχονται χωρίς άδεια πρόσφυγες αρχιερείς ή να παραμένουν στην ελληνική επικράτεια πέρα από μια συγκεκριμένη προθεσμία. Οι δε Έλληνες δε θα επιτρέπεται να χειροτονούνται εκτός των ορίων του κράτους. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των προσφύγων και Ελλήνων κληρικών πρέπει να προσδιορισθούν, ενώ κρίνεται αναγκαία η κατάρτιση ενός ιδιαίτερου κανονισμού, που θα ρυθμίζει τους διορισμούς του ανώτερου κλήρου, σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες.

Ο προσδιορισμός του αριθμού των εκκλησιών και η παρεμπόδιση ελεύθερης ανέγερσης ιδιωτικών ναών, είναι ένα από τα θέματα του τέταρτου μέρους. Η κυβέρνηση οφείλει μαζί με την εκκλησιαστική επιτροπή να προσδιορίσει τον αριθμό των εορτάσιμων ημερών και τον τρόπο τέλεσης των ιερών τελετών, «...ώστε πανταχού να υπάρχη το ομοιόμορφον...». Όσον αφορά τον κλήρο, πρέπει να μισθοδοτείται από το κράτος, να έχει την πρέπουσα παιδεία και να χειροτονείται μόνο εάν είναι έγγαμος[5]. Τα χρήματα που χρειάζονται για την αναμόρφωση του εκκλησιαστικού βίου και τη μισθοδοσία του κλήρου, θα εξοικονομηθούν από την εκποίηση των κτημάτων της Εκκλησίας. Ο Γενατάς απορρίπτει το ενδεχόμενο η κυβέρνηση απλώς να διοικεί την εκκλησιαστική περιουσία, γιατί έτσι θα νομιμοποιεί και θα αποδέχεται τη διαιώνιση όσων καταχρήσεων έχουν γίνει εις βάρος της. Γι’ αυτό και εισηγείται ένα μέρος της να εκποιηθεί και ένα άλλο να δοθεί «κατ’ αποκοπήν»[6].

Το τελευταίο μέρος ασχολείται με το είδος και τον τρόπο της κρατικής παρέμβασης στο γάμο και στο διαζύγιο. «Ο Γάμος γεννά πολιτικά αποτελέσματα τοσούτον σπουδαία ώστε ο νομοθέτης ήθελεν είσθαι πολλά απρονόητος αν τον εθεωρούσεν αλλότριον αντικείμενον. Οι Αυτοκράτορές μας υπήρξαν οι διευθυνταί του Γάμου ουδ’ εγκατέλιπαν ποτέ εις την Εκκλησίαν τοσούτον περισπούδαστον σύμφωνον», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γενατάς. Προκειμένου το σημαντικό αυτό θέμα να αντιμετωπιστεί σωστά, πρέπει η πολιτική εξουσία να συμπορευτεί με την εκκλησιαστική ύστερα από κοινή συμφωνία. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η σύσταση μικτών δικαστηρίων με τη συμμετοχή και του κλήρου, τα οποία θα αποφαίνονται επί υποθέσεων διαζυγίου. Η διαδικασία εκδίκασης των γαμήλιων διαφορών θα είναι παρόμοια με των άλλων εγκληματικών υποθέσεων, ενώ θα πρέπει να προηγείται πάντα απόπειρα συμβιβασμού των δύο πλευρών[7].
Από την μελέτη του παραπάνω πονήματος του Ιωάννη Γενατά προβάλλει με σαφήνεια ο πολιτειοκρατικός χαρακτήρας των απόψεών του, αφού το σύνολο των σημαντικότερων εκκλησιαστικών ζητημάτων τίθεται υπό τη δικαιοδοσία της πολιτικής εξουσίας. Προκειμένου να ερμηνεύσουμε πληρέστερα την οπτική και τις απώτερες επιδιώξεις του συγκεκριμένου πονήματος, θεωρούμε σκόπιμο να αντιπαραβάλουμε σύντομα κάποια σημεία του με τα αντίστοιχα του «Σχεδίου περί του Εκκλησιαστικού Συστήματος», το οποίο βρίσκεται στον αντίποδά του.    ( Το εν λόγω Σχέδιο συντάχτηκε από τον Ιωσήφ Ανδρούσης και τον Ηλιουπόλεως Άνθιμο και υποβλήθηκε στον Καποδίστρια στις 20/06/1828. Απετέλεσε την πιο ώριμη και ολοκληρωμένη έως τότε προσπάθεια του κλήρου να εκθέσει τις απόψεις του για τα ζητήματα που τον αφορούν).    Αυτή η σύντομη αντιπαραβολή θα μας βοηθήσει εν τέλει να διακρίνουμε την ουσιώδη διαφορά μεταξύ των δυνάμεων αυτών, που επιθυμούσαν αυτοκέφαλη ελλαδική Εκκλησία και των δυνάμεων εκείνων, που επεδίωκαν τη δημιουργία αυτοδιοικούμενης Εκκλησίας στην Ελλάδα με κεφαλή το Πατριαρχείο.

Σύμφωνα με το Γενατά τόσο η στελέχωση της Εκκλησίας, όσο και ο καθορισμός των νέων εκκλησιαστικών επαρχιών, θα τεθούν υπό τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας. Καμία αρμοδιότητα δεν προβλέπεται για την Αρχιεπισκοπική Επιτροπή, που να έχει σχέση με τα φλέγοντα ζητήματα οργάνωσης και διοίκησης της Εκκλησίας στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο ρόλος της θα είναι συγκεκριμένος και σε σαφώς οροθετημένα πλαίσια. Τα πλαίσια αυτά θα περιλαμβάνουν και το είδος των πνευματικών υποθέσεων, για τις οποίες θα συνδιαλέγεται με το Πατριαρχείο, καθώς και το ανέκκλητο των αποφάσεών της. Με άλλα λόγια η Αρχιεπισκοπική Επιτροπή δε θα ήταν τίποτα περισσότερο από μια απλή υπηρεσία, η οποία θα αναλάμβανε να διεκπεραιώσει ένα μόνο μέρος της εκκλησιαστικής πολιτικής, που θα είχε διαμορφώσει η πολιτική εξουσία. Καμιά σχέση, δηλαδή,  με την ισχυρή Σύνοδο, που επιθυμούσαν διακαώς οι ιεράρχες.

Ριζικές είναι οι λύσεις που προτείνονται και για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ο Γενατάς δεν αρκείται μόνο στην κυβερνητική επιστασία, αλλά προτείνει την εκποίησή της, προκειμένου να εξοικονομηθούν οι απαραίτητοι για την Εκκλησία πόροι. Μια τέτοια πρόταση συνεπάγεται την απόλυτη υπαγωγή της εκκλησιαστικής περιουσίας υπό τον έλεγχο του κράτους. Η χρησικτησία της ακίνητης περιουσίας που αποτελούσε ένα στοιχειώδες εχέγγυο οικονομικής αυτοτέλειας για την Εκκλησία, δε θα υφίστατο στο μέλλον. Όσον αφορά τις γαμήλιες υποθέσεις και τις εορτάσιμες ημέρες και τελετές, κατεξοχήν θέματα αρμοδιότητας του κλήρου, η πολιτική εξουσία θα παρέμβει, αφού πρώτα συνεννοηθεί με τη θρησκευτική.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η παρέμβαση της κυβέρνησης κρίνεται απαραίτητη και σε ζητήματα πνευματικού κυρίως χαρακτήρα, τα οποία, όμως, ασκούν άμεση επιρροή στο σύνολο της κοινωνίας. Ιδιαίτερα ο καθορισμός συγκεκριμένης διαδικασίας για την έκδοση αφορισμού που αναφέρθηκε προηγουμένως, καθώς και το δικαίωμα επέμβασης της πολιτείας στο θέμα του γάμου, είναι μεγάλης σημασίας. Κι αυτό γιατί στερούν από τη θρησκευτική εξουσία τον αποκλειστικό έλεγχο επί των μέσων συμβολικής βίας και επί του θεσμού  που ρυθμίζει τη λειτουργία της οικογένειας, βασικής μονάδας παραγωγής, κατανάλωσης και κύριου παράγοντα κοινωνικοποίησης των νέων.

Όλες οι παραπάνω εισηγήσεις του Γενατά θα περιλαμβάνονταν σε διατάξεις ψηφίσματος, που θα υποβάλλονταν για τυπική έγκριση στην πατριαρχική Σύνοδο, με σκοπό να οδηγήσουν στην υπογραφή της «συνθήκης» ρύθμισης των σχέσεων της ελλαδικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η μορφή και το τελικό αποτέλεσμα της εν λόγω «συνθήκης» είναι ο πρωταρχικός και απώτερος στόχος της πολιτικής του Γενατά. Ο Γραμματέας επί του Δικαίου κατευθύνει τον πολιτικό του προβληματισμό και τον εντάσσει στο πλαίσιο των σχέσεων με το Πατριαρχείο, γιατί αποβλέπει στην προώθηση του αυτοκέφαλου καθεστώτος της ελλαδικής Εκκλησίας. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε μια Εκκλησία ανεξάρτητη μεν από το Πατριαρχείο, αλλά υπό πολιτειοκρατικό καθεστώς.

Από την άλλη μεριά, τα κίνητρα σύνταξης του «Σχεδίου περί του Εκκλησιαστικού Συστήματος» και η οπτική με την οποία αυτό εξετάζει τα υπάρχοντα προβλήματα, είναι διαφορετική[8]. Ο κύριος στόχος είναι η κατάθεση πλήρους και συγκροτημένης πρότασης δημιουργίας αυτόνομης εκκλησιαστικής διοίκησης στα όρια της ελληνικής επικράτειας και η κατοχύρωση της εκκλησιαστικής αυτοδιοίκησης με όρους πλήρους ισοτιμίας απέναντι στην κοσμική εξουσία.
Η Σύνοδος θα ήταν αυτόνομη και ο επικεφαλής της θα εκλεγόταν από κλήρο και λαό-ο Κυβερνήτης απλώς θα επικύρωνε. Η εκκλησιαστική περιουσία θα ετίθετο υπό τη διοίκηση της Κυβέρνησης κατά χρήματα θα αποταμιεύονταν στο ιερό ταμείο, προκειμένου να μισθοδοτούνται κληρικοί και μοναχοί, οι οποίοι δε θα πλήρωναν φόρους, παρά μόνο σε εξαιρετικά κρίσιμες περιστάσεις. Απαγορεύεται η ανάμειξη του κλήρου σε πολιτικές υποθέσεις και σε περίπτωση που καταδικαστούν για κάτι  προβλέπεται η κάθειρξή τους σε ξεχωριστό χώρο στο τοπικό επισκοπείο.
Οι συντάκτες του δεν αναφέρονται καν στις σχέσεις με το Πατριαρχείο, γιατί το θεωρούν ως εκ των ων ουκ άνευ κεφαλή όλων των ορθόδοξων Εκκλησιών συμπεριλαμβανομένης και τής ελληνικής. Η θεώρηση της τελευταίας ως αυτόνομου μέρους της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας με επικεφαλής τον Πατριάρχη είναι, κατά τη γνώμη μας, συνυφασμένη με το καθεστώς αυτοδιοίκησης που προωθεί το «Σχέδιον». Πιο συγκεκριμένα, η αυτοδιοικούμενη Εκκλησία θα είχε αυτονομία λήψης αποφάσεων σε θέματα που την αφορούν, και η βαρύτητά της στη θρησκευτική σφαίρα θα ήταν ανάλογη με τη βαρύτητα της κυβέρνησης στην κοσμική. Η αναγνώριση, λοιπόν, του Πατριαρχείου ως κεφαλής της δεν αντέβαινε στην αυτοδιοίκησή της. Αντίθετα την προφύλασσε, γιατί απέτρεπε το κράτος να παρέμβει στη δική της σφαίρα αρμοδιοτήτων[9].

Συνοψίζοντας θα λέγαμε, ότι το πόνημα του Γενατά, ήταν ένα σημαντικό προπαρασκευαστικό εγχείρημα προς την κατεύθυνση της ρύθμισης των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας. Οι ρυθμίσεις που διατυπώνονται, όχι μόνο αντιστρατεύονται, αλλά έχουν πολλά κοινά σημεία με το Βασιλικό Διάταγμα του 1833 περί Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος. Επιπλέον, το πόνημα είχε τεθεί υπ’ όψη του Καποδίστρια, ο οποίος το μελέτησε και διέταξε να αποσταλεί στο Νικόλαο Χρυσόγελο, γιατί «έπρεπε πρώτα να εισαχθή η πράξις δια της πειθούς και εισαχθείσα τότε να τακτοποιηθή». Και οι απόψεις του ίδιου του Κυβερνήτη, λοιπόν, δε διαφοροποιούνταν από αυτές του υπουργού του[10].

 





[1] Βασίλης Κρεμμύδάς, « “Μάχου υπέρ πίστεως και  πατρίδος”. Μεθοδολογικές προτάσεις για τη μελέτη του Εικοσιένα», Θεωρία και Κοινωνία, τχ. 5 (Ιούνιος 1991), σ.71.
[2] Σωκράτης Πετμεζάς, «Μερικές υποθέσεις σχετικά με την πρώιμη συγκρότηση και δραστικότητα του εθνικ(ιστικ)ού λόγου ως κυρίαρχης συμβολικής της ελλαδικής κοινωνίας (τέλη 18ου-αρχές 19ου αιώνα) και τη συνακόλουθη διαμόρφωση ενός αυτόνομου επιστημονικού («φιλοσοφικού») πεδίου», Αδημοσίευτο άρθρο, σ.22-23, 28, 36.
[3] Μενέλαος Τουρτόγλου, ό.π., σ.71-72, 76-81.
[4] Σημαντική προς αυτή την κατεύθυνση, είναι η ένταξη του αφορισμού στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης, που έχει ως συνέπεια, η έκδοσή του να ακολουθεί υποχρεωτικά κάποια διαδικασία, σαφώς καθορισμένη από την αρμόδια πολιτική αρχή. Συγκεκριμένα, μπορεί κάποιος να ζητήσει τη συνδρομή του αφορισμού, όταν κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσής του, αποκρύπτονται αποδείξεις ή μάρτυρες. Ο ενδιαφερόμενος πρέπει να καταθέσει εγγράφως στο δικαστήριο αίτηση δημοσίευσης του αφορισμού, και εάν αυτό κρίνει, ότι συντρέχει σοβαρός λόγος, τότε ζητά από την εκκλησιαστική αρχή να προβεί στην έκδοσή του. Παρεμφερής είναι και η διαδικασία, που ισχύει για τον όρκο (Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, αρ. φ. 73, 10 Σεπτεμβρίου 1830, Παράρτημα, σ.319, 323-324).  
[5] Προτάσεις για μισθωτό κλήρο, επιλεγμένου με αυστηρά αξιοκρατικά κριτήρια και με υψηλό μορφωτικό επίπεδο είχε κάνει το 1814 ο αρχιμανδρίτης και λόγιος Νεόφυτος Δούκας, σε επιστολή του προς τον  Πατριάρχη Κύριλλο. Με άλλα λόγια ζητούσε την εθνικοποίηση της Εκκλησίας και την εκκοσμίκευσή της (Σωκράτης Πετμεζάς, «Μερικές υποθέσεις σχετικά με την πρώιμη συγκρότηση ...», ό.π., σ.31).
[6] Μενέλαος Τουρτόγλου, ό.π., σ.73-74, 82-83.
[7] Μενέλαος Τουρτόγλου, ό.π., σ.74, 83-86. Χαρακτηριστική περίπτωση, όπου διαφαίνονται και οι αντιλήψεις του Γενατά, είναι η αναφορά της Μαντώς Μαυρογένους κατά του Δημήτριου Υψηλάντη, με την κατηγορία, ότι αθέτησε την υπόσχεση γάμου, που της είχε δώσει. Η Μαυρογένους ζητούσε από τον Καποδίστρια τη σύσταση εκκλησιαστικής επιτροπής, για να εξετάσει την υπόθεσή της. Ο Γενατάς, όμως, έκρινε, ότι η μνηστεία δεν είχε περιβληθεί τον τύπο της ιερολογίας, συνεπώς η εκκλησιαστική αρχή ήταν αναρμόδια να επιληφθεί της υπόθεσης, η οποία ανήκε στην αποκλειστική δικαιοδοσίας της δικαστικής εξουσίας («Αναφορά της Μαντώς Μαυρογένους κατά του Δημήτριου Υψηλάντου», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της ιστορίας του ελληνικού δικαίου, τ.7 (1957), σ.155-160). Για ένα περίπλοκο παράδειγμα διαζυγίου, στο οποίο έχουμε αντικρουόμενες γνωμοδοτήσεις των εμπλεκόμενων φορέων (Τάσος Γριτσόπουλος, «Μία περίεργος υπόθεσις διαζυγίου κατά την Επανάστασιν», Αρχείου Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, έτος Θ΄, τχ. 1ον, Αθήναι 1954, σ.37-55). 
[8] Τα διαφορετικά κίνητρα και οι συγκρουόμενες επιδιώξεις μεταξύ του πονήματος και του «Σχεδίου», φαίνονται και από τη συγκριτική μελέτη των εισαγωγών τους. Ο Γενατάς προβάλλει τα λάθη της υπό το Πατριαρχείο Εκκλησίας στο πρόσφατο παρελθόν, ενώ ο Ιωσήφ με τον Άνθιμο τα λάθη και τις παραλείψεις της πολιτικής εξουσίας στο απώτερο.
[9] Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία και η εκκλησιαστική ονομασία της πρωτεύουσας του νέου κράτους, όπου θα είχε την έδρα της και η Σύνοδος. Οι συντάκτες του «Σχεδίου» προτείνουν να ονομάζεται «Εξαρχία»× όνομα που είχαν παλαιότερα οι επαρχίες, που εξαρτώνταν απευθείας από το Πατριαρχείο (Νεόφυτος Παντζής, ό.π., σ.139-140). Στις συγκυρίες της εποχής, βέβαια, δεν εξέφραζε τέτοια επιθυμία, συντηρούσε, ωστόσο, ανάλογους συνειρμούς και υποδήλωνε μια στοιχειώδη αναγνώριση του επικεφαλής της Ορθοδοξίας.
[10] Μενέλαος Τουρτόγλου, ό.π., σ.66, 70.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: