Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους ή κοινωνικοποίηση των εκκλησιών;


του Κώστα Παλούκη
Η κομμουνιστική και επαναστατική αριστερά προέρχεται από τη σύμπηξη και το μετασχηματισμό δύο διαφορετικών ριζοσπαστικών παραδόσεων, ιδεολογικών και αξιακών ρευμάτων και καθημερινού πολιτισμού εγκαινιάζοντας ουσιαστικά μια νέα κοσμοαντίληψη και μια νέα πολιτική, ιδεολογική και συνάμα πολιτισμική πρόταση και πρακτική. Η πρώτη παράδοση συνδέεται με τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό, όπως αναπτύχθηκε από τους γάλλους και βρετανούς διανοούμενους. Η δεύτερη παράδοση κατάγεται από τον κοινοτισμό ή κομμουναλισμό, όπως κληρονομήθηκε από τις μεσαιωνικές συντεχνίες. Στην πράξη κομμουνισμός είναι η ιδέα και το σύγχρονο πρόταγμα που γεννιέται μέσα από την άρνηση επέκτασης και βαθέματος του καπιταλισμού και την υπεράσπιση των παλαιών συλλογικών δεδομένων ή ταξικών κεκτημένων. Η δυνατότητα ανάπτυξης και νίκης του κομμουνισμού εμφανίζεται ιστορικά κάθε φορά που η αστική τάξη μιας χώρας δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει ή να υπερασπιστεί τις αστικές εθνικές δημοκρατικές ελευθερίες και τα εργατικά ή λαϊκά αιτήματα. Τότε είναι δυνατόν μια επαναστατική διαδικασία να φτάσει μέχρι το τέλος. Δικαίως σήμερα πολλοί εκτιμούν ότι βρισκόμαστε σε μια τέτοια εποχή. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός ενώ διαλύει κάθε αστικό και κοινωνικό δικαίωμα ή ελευθερία, είναι ασυμβίβαστος με τις ίδιες τις αστικές δημοκρατικές διαδικασίες, ταυτόχρονα είναι ένα μη λειτουργικό και βαθειά κρισιακό μοντέλο οργάνωσης της καπιταλιστικής οικονομίας. Με λίγα λόγια η δυνατότητα επαναθεμελίωσης του κομμουνιστικού προτάγματος αλλά  και η πιθανότητα αγγίγματος μιας νέας μεγάλης απελευθερωτικής νίκης ίσως να κρύβονται πίσω από το βαθύ μαύρο τούνελ.

Μια τέτοια κοινωνική συνθήκη υπαγορεύει στις κομμουνιστικές δυνάμεις να επανεξετάσουν και να ανανεώσουν πολλές τις από στρατηγικές και θεμελιακές πολιτικές προτάσεις τους οι οποίες στο παρελθόν δε ακολούθησαν τη διαδικασία σύμπηξης του νέου κομμουνιστικού προτάγματος, αλλά παρέμειναν καθαρά είτε φιλελεύθερες δημοκρατικές είτε παραδοσιακές συντεχνιακές. Μια τέτοια περίπτωση είναι η τοποθέτηση απέναντι στην θρησκεία και στο θρησκευτικό φαινόμενο. Συγκεκριμένα, ο παλαιός ιστορικός κομμουνισμός απέτυχε να προτείνει κάτι νέο ή διαφορετικό, δηλαδή κομμουνιστικό, με αποτέλεσμα να υιοθετεί άκριτα είτε τη μία είτε τη δεύτερη παράδοση.

Ο κομμουνισμός ως ένα πολιτικό πρόταγμα βασισμένο στον ορθό λόγο και την επιστημονική μεθοδολογία του διαλεκτικού ιστορικού υλισμού βρίσκεται θέσει και φύσει αντίθετος με κάθε τι ιδεαλιστικό και ως εκ του με την θρησκεία. Βρίσκεται σε βαθειά φιλοσοφική διαπάλη με τον βαθύ πυρήνα του θρησκευτικού φαινομένου, το θεωρεί συνέπεια των εκμεταλλευτικών σχέσεων είτε ως ιδεολογία επιβεβλημένη «εκ των άνω» είτε ως αναγκαιότητα που προκύπτει από την υποταγή των «από κάτω» ή από την αδιέξοδη κοινωνική αστάθεια ωθώντας την ελπίδα μιας άλλης ζωής πέρα από πραγματικό. Για αυτό το αντιμετωπίζει ως αντιδραστικό κοινωνικό φαινόμενο και συνεπώς, το αντιπαλεύει πολιτικά. Υπόσχεται την εξαφάνισή του με την κατάργηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων και τη εγκαθίδρυση μιας ελεύθερης, αταξικής, ειρηνικής και ασφαλούς κοινωνίας. Στα υπερφυσικά ερωτήματα της θρησκευτικής αναζήτησης ο κομμουνισμός αντι-προτείνει εκ του αποτελέσματος ως επιστημονικός την αθεΐα, ενώ στα ζητήματα οργάνωσης της κοινωνίας παρέμενε αταλάντευτος υπέρ της κοσμικότητας.

Αυτή η σταθερή τοποθέτηση υπέρ της αθεΐας και της κοσμικότητας οδηγούσε σε μια apriori πολιτική τοποθέτηση καταγόμενη από την αστική δημοκρατική παράδοση. Δηλαδή υιοθετούσε τον απόλυτο και καθαρό διαχωρισμό του κράτους από την εκκλησία. Αυτή η πρόταση όμως κάποιες φορές αντανακλούσε στην βιωμένη εμπειρία της εργατικής τάξης ή των αγροτικών και ευρύτερα λαϊκών στρωμάτων, όπως π.χ. στην μεσοπολεμική Ισπανία, ενώ άλλες φορές δεν αντανακλούσε, όπως π.χ. στην μεσοπολεμική Ελλάδα. Στην πρώτη περίπτωση η αθεΐα ή η κοσμικότητα μπορούσε να αγγίζει και να εκφράζει υπαρκτά κοινωνικά ρεύματα και γινόταν μια πλειοψηφική και εν δυνάμει νικηφόρα πολιτική πρόταση. Όμως ακόμα και τότε έδινε ένα σοβαρό ιδεολογικό έρεισμα στον αντίπαλο να χρησιμοποιήσει την θρησκεία ως αντεπαναστατικό εργαλείο και να ξεσηκώνει τον λαό σε μια συντηρητική επανάσταση ενάντια στην κομμουνιστική επανάσταση. Στην δεύτερη περίπτωση συμμαχούσε με τη φιλελεύθερη μικροαστική διανόηση ανοίγοντας όμως ένα κοινωνικό και ιδεολογικό χάσμα με αποτέλεσμα στην πράξη να απομονώνεται από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα ή να επιτρέπει στον αντίπαλο να εγείρει πιο εύκολα τα αντικομμουνιστικά αισθήματα.

Σε αυτήν την δεύτερη περίπτωση ο κομμουνισμός προκειμένου να εκφράσει τα ριζοσπαστικά κοινωνικά ρεύματα επέλεγε να υποχωρήσει σε μια άνευ όρων υποταγή στο θρησκευτικό φαινόμενο, δηλαδή στη συντηρητική κοινοτική παράδοση, διατηρώντας κάποια όρια στην κοσμικότητα. Ένα τέτοιο ιστορικό παράδειγμα είναι το ΕΑΜικό κίνημα και η πολιτική κληρονομιά που άφησε στις επόμενες γενιές. Ένας αντίστοιχος Μπελογιάννης στην Ισπανία ίσως να μη σκεφτόταν ποτέ να συγκρίνει την ηρωικότητα και την αυτοθυσία των κομμουνιστών με τους πρώτους χριστιανούς, όπως έπραξε κατά την απολογία της δίκης του. Με αυτόν τον τρόπο οι κομμουνιστές υιοθετούσαν τη γλώσσα της θρησκείας για να εκφράσουν το ριζοσπαστικό λαϊκό ρεύμα. Μετατρέπονταν σε πραγματικούς και αυθεντικούς χριστιανούς. Ποιες όμως θα μπορούσε να είναι οι συνέπειες αυτού του μετασχηματισμού; Οι κομμουνιστές ως χριστιανοί μάρτυρες θυσιάζονταν πιο εύκολα συνειδητά για μια μάχη από τα πριν χαμένη;  Ίσως εγκατέλειπαν πιο εύκολα την καθοδήγηση σε έναν κοσμικό θεό, δηλαδή την ΕΣΣΔ, και τον αντιπρόσωπό της στην Ελλάδα, δηλαδή το Κόμμα; Ίσως με λίγα λόγια ως χριστιανοί μάρτυρες είχαν πιο εύκολα μικρότερο ρόλο στις αποφάσεις μιας πολιτικής μάχης στην οποία άλλοι αποφάσιζαν και αυτοί εκτελούσαν; Ως εκ τούτου, ακυρωνόταν στην πράξη η εργατική δημοκρατία ως μια αναγκαία προϋπόθεση για την συλλογική νίκη…

Ο κομμουνισμός επειδή ουδέποτε κατάφερε στο επίπεδο αυτό να συμπήξει πολιτικά τις δύο παραδόσεις και να προβάλει μια κομμουνιστική εναλλακτική πρόταση στο θρησκευτικό φαινόμενο και σε μια πραγματικά ηγεμονική πρόταση, υπέκυπτε είτε στη μία είτε στην άλλη παράδοση μάλλον με καταστροφικές συνέπειες για το εκάστοτε απελευθερωτικό εγχείρημα.

Σήμερα στην Ελλάδα προτείνονται δύο μοντέλα σε σχέση με την εκκλησία. Το πρώτο προερχόμενο από την αστική διαφωτιστική παράδοση, χωρίς απαραίτητα να αρνείται την θρησκεία, θεωρεί ότι πρόκειται για μια αυστηρά ατομική υπόθεση και ως τέτοιο δεν αφορά την πολιτεία και τον δημόσιο χώρο. Άρα η εκκλησία πρέπει να είναι ένας ανεξάρτητος ιδιωτικός οργανισμός, η θρησκευτική εκδήλωση προσωπική, κλειστή και ιδιωτική. Μια ακραία εκδοχή της αντίληψης περί ιδιωτικότητας της θρησκευτικής εκδήλωσης είναι η απαγόρευση κάθε θρησκευτικού στοιχείου στους δημόσιους και κρατικούς φορείς που εφαρμόζεται στην Γαλλία. Στην πράξη το φιλελεύθερο αυτό ατομικό μοντέλο δεν είναι ούτε δημοκρατικό, αλλά ολοκληρωτικό και συνάδει απόλυτα με τον ολοκληρωτισμό του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Επίσης, σε καμία περίπτωση δεν περιορίζει την εκκλησία. Αντίθετα, η καθολική εκκλησία, αλλά και η οποιαδήποτε αίρεση, ως ένας μεγάλος ιδιωτικός θεσμός είναι περισσότερο ανεξάρτητος να επιτελεί έναν καθόλα ανεξέλεγκτο από την πολιτεία, δηλαδή από την συλλογική πολιτική βούληση, ρόλο. Και σε αυτήν την περίπτωση δηλαδή ταιριάζει με τον σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό.

Η αριστερά διαφοροποιείται υποτίθεται σε σχέση με αυτήν την φιλελεύθερη πρόταση προτείνοντας ως ένα επιπλέον ριζοσπαστικό αίτημα την κρατικοποίηση/ κοινωνικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Κατά τα άλλα συμφωνεί ότι το θρησκευτικό ζήτημα είναι μια προσωπική υπόθεση που πρέπει βεβαίως να πολεμηθεί ιδεολογικά μέσα στην κοινωνία και όχι να καταπιεστεί, ενώ ελπίζει ότι με την στέρηση της περιουσίας η εκκλησία θα γίνει πιο αδύνατη. Και σε αυτήν την περίπτωση αποδείχτηκε σε πολλά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης που επικράτησε μια τέτοια πολιτική, ότι η εκκλησία και το θρησκευτικό αίσθημα μάλλον ενδυναμώνουν και ότι η ιδέα του κομμουνισμού μάλλον χάνει τα λαϊκά του ερείσματα.

Η άλλη αστική πρόταση είναι αυτή της θεσμικής αναγνώρισης του ορθόδοξου δόγματος ως επικρατούντος, όπως π.χ. στην Ελλάδα με ιδιαίτερα συνταγματικά πλεονεκτήματα, ενώ  ταυτόχρονα η εκκλησία υπάγεται στο κράτος ως ένας ιδιαίτερος ημικρατικός οργανισμός. Το ελληνικό έθνος θεωρείται πως εκ παραδόσεως και ιστορίας ταυτίζεται με την ορθοδοξία και συνεπώς το ελληνικό κράτος οφείλει να ταυτίζεται με την ορθόδοξη εκκλησία. Ο αστισμός κερδίζει διατηρώντας στενή συμμαχία με έναν αντιδραστικό ιδεολογικά και θεσμικά οργανισμό, που επιτελεί μεγάλο ιδεολογικό ρόλο μέσα στα λαϊκά στρώματα, ενώ χαϊδεύει τα λαϊκά αντανακλαστικά. Έτσι καταφέρνει να αναπαράγει την ηγεμονία του πιο εύκολα και διατηρεί ως εφεδρεία ένα ισχυρό όπλο. Ο θρησκευτικός φονταμελισμός μετατρέπεται σε ένα πολιτικό εργαλείο το οποίο η πολιτεία μπορεί να καταστέλλει όταν αυτό γίνεται ξεφεύγει από τα επιτρεπτά όρια. Το ελληνικό κοσμικό κράτος «εξόντωσε» πολύ εύκολα πολιτικά με τα δημοσιευμένα ροζ σκάνδαλα τον Χριστόδουλο όταν έγινε επικίνδυνος και ουσιαστικά τον ώθησε στον φυσικό θάνατο. Ο διάδοχός του Ιερώνυμος αποδέχτηκε πλήρως την προβλεπόμενη θέση της εκκλησίας στην πολιτεία και ήρθε έναν καλό συμβιβασμό με το κράτος παρουσιάζοντας επιπλέον και ένα δημοκρατικό προσωπείο που ενθουσίασε μάλιστα την αριστερά. Ταυτόχρονα, οι μεταναστευτικές μειονότητες (μουσουλμάνοι, βουδιστές κλπ), οι ελληνικές θρησκευτικές μειονότητες (μάρτυρες του Ιεχωβά), αλλά και οι εθνικές/θρησκευτικές μειονότητες (Τούρκοι της Θράκης) είτε βρίσκονται υπό διωγμώ είτε είναι απλά ανεκτές.

Κατά την άποψή μου η επαναστατική κομμουνιστική αριστερά οφείλει να υπερβεί διαλεκτικά και συνθετικά και τις δύο αστικές παραδόσεις, δηλαδή την δημοκρατική φιλελεύθερη δημοκρατική και την συντηρητική, συμπήζοντας μια πραγματικά δημοκρατική και κομμουνιστική ηγεμονική πρόταση. Πέρα από την φιλοσοφική και ιδεολογική διαπάλη με το θρησκευτικό φαινόμενο, η κομμουνιστική αριστερά οφείλει να παραδεχτεί ότι το δικαίωμα της θρησκευτικής έκφρασης δεν είναι ατομική υπόθεση, αλλά πολιτική ελευθερία και δημόσιο αγαθό, εφόσον συνιστά ανάγκη έστω και για έναν πολίτη. Είναι δηλαδή υπόθεση του συνόλου της κοινωνίας και ως τέτοιο πρέπει να προστατεύεται και να ενισχύεται, αλλά και να λειτουργεί μέσα στα δημοκρατικά πλαίσια ώστε να μην λαμβάνει φονταμελιστικά χαρακτηριστικά.

Σε αυτήν την κατεύθυνση δεν πρέπει να αποκρατικοποιηθεί η ορθόδοξη εκκλησία και να αποδεσμευτεί συνταγματικά από το κράτος, αλλά πρέπει να γίνει ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή όλες οι άλλες εκκλησίες να κρατικοποιηθούν και να κατοχυρωθούν συνταγματικά ως μέρος του ελληνικού έθνους. Η εκκλησιαστική περιουσία βέβαια να κρατικοποιηθεί, αλλά οι ιερείς τόσο οι ορθόδοξοι όσο και των άλλων δογμάτων να μισθοδοτούνται από την πολιτεία. Στο σχολείο ο κάθε μαθητής που ακολουθεί ένα θρησκευτικό δόγμα να παρακολουθεί εφόσον το επιθυμεί ή δεν το επιθυμεί το αντίστοιχο θρησκευτικό μάθημα και αντίστοιχα να έχει το δικαίωμα να προσεύχεται ή να μην προσεύχεται δημόσια. Τα σχολικά βιβλία να γράφονται από ανθρώπους που θα ορίζει η πολιτεία με βάση όμως τις αρχές του κάθε δόγματος, ενώ να είναι υποχρεωτικό και η με σεβασμό παρουσίαση και των άλλων επίσημων δογμάτων. 

Ο άθεος μαθητής να παρακολουθεί αντίστοιχα μάθημα θρησκειολογίας.
Ταυτόχρονα, να γίνει αριστερό πολιτικό αίτημα ο εκδημοκρατισμός της εκκλησίας και η οργανική συμμετοχή των πιστών στην εκλογή των ιερέων και των ανώτερων κληρικών. Με αυτόν τον τρόπο ο ίδιος ο οργανισμός της εκκλησίας στο βαθμό που συνεχίζει να υπάρχει παύει να είναι αποδεσμευμένος από την κοινωνία και αποστεωμένος, αλλά λογοδοτεί σε αυτή. Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν καλύτερα τα φαινόμενα φασιστικοποίησης του εκκλησιαστικού μηχανισμού και να μπορεί να γίνεται μέρος μιας εργατικής και λαϊκής κοινωνικής συμμαχίας.

Τέλος, είναι δυνατόν να υπάρχει τοποθέτηση και στο ίδιο το περιεχόμενο. Η Θεολογία της επανάστασης, παρότι ήταν ένα κίνημα ελιτίστικο και αφορούσε κυρίως διανοούμενους επισκόπους, λειτούργησε. Τέτοιες πλευρές όχι μόνο πρέπει να αναδεικνύονται, αλλά και να ενισχύονται και να προβάλλονται, ενώ οι λιγοστοί δημοκρατικοί και αριστεροί ιερείς, να αποκτούν μια μεγαλύτερη θέση. 

Υπάρχουν πολλά ιστορικά παραδείγματα ιερέων που έδρασαν και τιμωρήθηκαν υπέρ του επαναστατικού και λαϊκού κινήματος. Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο κατηγορίες χριστιανών: αυτοί που πιστεύουν στο θεό επειδή αισθάνονται τύψεις για αυτά που κάνουν καθημερινά στους άλλους ανθρώπους και αυτοί που πιστεύουν στο θεό γιατί βρίσκονται μπροστά σε τεράστια οικονομικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, κ.α. αδιέξοδα. Συνεπώς, μια υπεφυσική δύναμη και μια πίστη σε κάτι ανώτερο και ηθικό τους κάνει να νιώθουν πιο δυνατοί και πιο ενάρετοι, αισθάνονται ότι επιτελούν ένα καθήκον υπέρ της ανθρωπότητας. Το πρώτο είδος χριστιανών είναι απλά σιχαμερό, αυτοί είναι το χυδαιότερο είδος ανθρώπων. Το δεύτερο το μπορεί να είναι καλύτεροι άνθρωποι. Με αυτούς, πολύ περισσότερο και από τους εκμαυλισμένους από την πολιτική "αριστερούς", μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο, ακόμα κι αν δε συμφωνούμε επί της αρχής σε τίποτα μαζί τους. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ανθρωπιστικές αρχές και αυτό είναι πολλυ σημαντικό.

Μια παρέμβαση με όρους θρησκευτικούς δεν είναι καθήκον μιας κομμουνιστικής οργάνωσης και ούτε πρέπει να είναι. Μπορούν όμως να εμφανιστούν ρεύματα που δρουν παράλληλα και συμμαχούν με τις κομμουνιστικές οργανώσεις και τα οποία είναι δυνατόν να συμμετέχουν στο Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο. Σε κάθε περίπτωση μια τέτοια πολιτική παρέμβαση στους κόλπους του θρησκευτικού χώρου μπορεί να δώσει στις κομμουνιστικές δυνάμεις το όπλο της πολιτικής ηγεμονίας σε αυτόν τον χώρο και να μην τον χαρίζει με μια μονοκονδυλιά στον αντίπαλο.

Συνεπώς, η επαναστατική και κομμουνιστική αριστερά απέναντι στο αιτηματολόγιο για αποδέσμευση της εκκλησίας από το κράτος θα πρέπει να βρει και να προτάσει ένα άλλο αιτηματολόγιο που θα είναι πιο δημοκρατικό, πιο κομμουνιστικό και πιο ηγεμονικό. Είναι λάθος να συντάσσεται τόσο με αντιδραστικές φιλελεύθερες τοποθετήσεις όσο και να κλείνει τα μάτια στα συντηρητικά αντανακλαστικά. Αντίθετα, επιθετικά να προτάξει μια άλλη δημοκρατική ριζοσπαστική εκδοχή του θρησκευτικού φαινομένου, χωρίς βέβαια να πάψει διόλου την φιλοσοφική διαπάλη.


1 σχόλιο:

Nicolas Tzaferis είπε...

Το κράτος να δίνει στους πιστούς ΚΑΘΕ δόγματος, το δικαίωμα να παρακρατούνται χρήματα από τη φορολογική τους δήλωση υπέρ της θρησκείας τους και το κράτος να ΕΠΟΠΤΕΥΕΙ αν αυτά τα λεφτά το αντίστοιχο εκκλησίασμα τα χρησιμοποιεί για αγαθοεργίες και όχι για ...βατοπέδια! Εδώ να δώ τους… πιστούς!

πόσοι μας διάβασαν: