Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Όψεις εκπροσώπησης εργατικών συμφερόντων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου


Όψεις εκπροσώπησης εργατικών συμφερόντων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου
Η περίπτωση της «Παράταξης Στρατή»
του Κωνσταντίνου Μαυρέα
περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 49, περίοδος: Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1994 


Είναι κοινός τόπος ότι η εξέλιξη του ελληνικού εργατικού κινήματος δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή. Ιδίως οι απαρχές του, δηλ. ο 19ος αιώνα καθώς και η περίοδος του Μεσοπολέμου δεν απασχόλησαν στο παρελθόν, αλλά και στις μέρες μας απασχόλησαν ελάχιστα τον σύγχρονο ιστορικό. Παρ' ότι τελευταία υπάρχει σημαντική βιβλιογραφική παραγωγή γύρω από διάφορες πλευρές της μεσοπολεμικής περιόδου και αρκετά αξιόλογες μελέτες είδαν το φως της δημοσιότητας, εντούτοις οι παράγοντες που καθόρισαν την εξέλιξη του ελληνικού εργατικού κινήματος του Μεσοπολέμου είναι ακόμα άγνωστοι. Η ανυπαρξία των σχετικών πηγών ή η δυσκολία στην ανεύρεση τους είναι σημαντική, όχι όμως και επαρκής δικαιολογία. Στην Ελλάδα απουσιάζει η έκδοση κειμένων που να αφορούν τις πολιτικές οργανώσεις, καθώς και το συνδικαλιστικό κίνημα και την ΓΣΕΕ1. Η έρευνα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι όμως απαραίτητη, διότι η ίδια η εξέλιξη του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου καθορίζει σε σημαντικό βαθμό την πολιτική της σκηνή.

Βέβαια η ελληνική εργατική τάξη είναι αυτήν την περίοδο αρκετά ασθενική και ανίσχυρη, η συνδικαλιστική της εκπροσώπηση προβληματική - και σε κάποιους χώρους ανύπαρκτη -, ενώ απουσιάζει μια «εργατική αριστοκρατία», κατά τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών χωρών της εποχής. Μήπως όμως μέσα σε αυτές τις συνθήκες διαμορφώνεται ένας τύπος εργατικών ηγετών, ως μια ιδιαίτερη κατηγορία στελεχών, που αυτονομείται και ανεξαρτητοποιείται από τα πολιτικά κόμματα· δηλαδή εργατικοί ηγέτες οι οποίοι οικειοποιούνται λειτουργίες που σε άλλες συνθήκες θα ανήκαν στη δικαιοδοσία των οργανωμένων πολιτικών συνόλων; Μήπως τελικά οι έλληνες εργατικοί ηγέτες του Μεσοπολέμου αποκτούν εξαιρετικό ειδικό βάρος στον καθορισμό των δεδομένων της πολιτικής σκηνής; Προκειμένου να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα, πρέπει να μελετηθούν τα λεγόμενα ρεφορμιστικά συνδικάτα και να διερευνηθεί η σχέση με την κοινωνική τους βάση ή τα πολιτικά κόμματα, καθώς και ο βαθμός εξάρτησης τους από το κράτος. Ιδίως η πρακτική των εργατικών ηγετών ή οι ιδεολογικές τους αφετηρίες απαιτούν ιδιαίτερη και επισταμένη μελέτη.

Ο σκοπός της σύντομης αυτής μελέτης είναι η ανάδειξη κάποιων ερμηνευτικών υποθέσεων εργασίας καθώς και κάποιων ερωτημάτων που προκύπτουν για το εργατικό κίνημα του Μεσοπολέμου με αφορμή την έρευνα της ιδεολογίας και της πολιτικής πρακτικής της συνδικαλιστικής ομάδας που ήταν συσπειρωμένη γύρω από τον Δ. Στρατή. Η ομάδα αυτή αποδέχεται την αρχή της πάλης των τάξεων, διακηρύσσει όμως ότι είναι ανεξάρτητη των πολιτικών κομμάτων και υποστηρίζει την αδέσμευτη άσκηση πολιτικής μέσα στο συνδικαλιστικό χώρο. Μέσα στο χώρο αυτό θα κυριαρχήσει σε ολόκληρη την περίοδο του Μεσοπολέμου αφού ελέγχει ουσιαστικά την Πανελλήνια Ομοσπονδία Σιδηροδρομικών (ΠΟΣ), συμμετέχει στη διοίκηση της ΓΣΕΕ και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις τύχες του εργατικού κινήματος αυτήν την περίοδο. Η ομάδα αυτή αποδέχεται επίσης τον σοσιαλισμό που εκφράζει η Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνής (ΣΕΔ), ενώ στις αρχές της δεκαετίας του '30 συμμετέχει στις διαδικασίες της σοσιαλιστικής ενοποίησης και προσχωρεί στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΚΕ) επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό την τακτική του απέναντι στο συνδικαλιστικό ζήτημα.

Βασική φυσιογνωμία αυτής της ομάδας - η οποία θα προσλάβει τα χαρακτηριστικά της παράταξης -, είναι ο σιδηροδρομικός υπάλληλος Δ. Στρατής. Γεννημένος το 1889, ο Στρατής θα αναμειχθεί στο συνδικαλιστικό κίνημα των σιδηροδρομικών ήδη μέσα στη δεκαετία του ΊΟ. Παράλληλα θα αποδεχθεί τις αρχές του ρεφορμιστικού σοσιαλισμού συνεργαζόμενος για ένα διάστημα με τον Ν. Γιαννιό, μαζί με τον οποίο θα λάβει μέρος σε Συνέδριο των σοσιαλιστικών κομμάτων των Βαλκανίων στην Πράγα το 1925. θα χρηματίσει επίσης γερουσιαστής κατά την περίοδο 1929-1932. Η δράση του - η οποία του στοίχισε την εξορία κατά την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας - δεν εξαντλείται στο Μεσοπόλεμο. Ο Δ. Στρατής θα λάβει ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, θα ακολουθήσει την οδό της προσωπικής ιδιώτευσης κατά την περίοδο του Εμφυλίου, ενώ θα αναμειχθεί και πάλι στην πολιτική κατά τη δεκαετία του '50. θα ιδρύσει το Κίνημα Ελεύθερου Συνδικαλισμού και θα προσχωρήσει στη συνέχεια στην ΕΔΑ, με τη ψηφοδέλτιο της οποίας θα εκλεγεί βουλευτής το 1958. Πέθανε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ο ίδιος ο Δ. Στρατής θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του πολιτικού στίγματος της ΠΟΣ, των Ανεξάρτητων Εργατικών Συνδικάτων, της ΓΣΕΕ αλλά και του ΣΚΕ, στο σύντομο χρονικό διάστημα που χρημάτισε μέλος του. Ιδιαίτερα ο συνδικαλιστικός χώρος, που ήταν το κατ' εξοχήν πεδίο της δράσης του, θα χαρακτηρισθεί από την προσωπικότητα του. Αντίθετα, η δεύτερη μεγάλη παράταξη που κυριάρχησε στον ρεφορμιστικό συνδικαλιστικό χώρο κατά την μεσοπολεμική περίοδο, δηλ. η παράταξη που καθοδηγείτο από τον Ι. Καλομοίρη, ήταν αρκετά πιο συντηρητική ιδεολογικά και συνδέθηκε αμεσότερα με το κράτος και τις κυβερνήσεις αυτής της περιόδου.



Α. Οι ιδεολογικές αφετηρίες της αδέσμευτης ή «ανεξάρτητης» άσκησης της συνδικαλιστικής πολιτικής



Οι ιδεολογικές επιρροές των ελλήνων εργατικών ηγετών του Μεσοπολέμου αντλούνται κατ' αρχήν από το ρεύμα του «επαναστατικού» ή «καθαρού» συνδικαλισμού, - ή και αναρχοσυνδικαλισμού -, ένα ρεύμα το οποίο, αν και δεν εκφράστηκε ποτέ ως συγκροτημένη θεωρία, χαρακτήρισε το γαλλικό εργατικό κίνημα στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Ενώ ο σοσιαλισμός στηριζόταν στη θεωρία, ο «επαναστατικός συνδικαλισμός» στηριζόταν στη συνδικαλιστική δράση και στην αυτόνομη οργάνωση των εργατών ανεξάρτητα από τις επιρροές των πολιτικών κομμάτων ή των διανοουμένων. Οι υποστηρικτές του ξεκινώντας από την πεποίθηση ότι η οικονομική δράση συγκεντρώνει πολύ περισσότερα πλεονεκτήματα απ' ό,τι η πολιτική δράση, θα τηρήσουν μια εχθρική στάση απέναντι στα πολιτικά κόμματα, - χαρακτηρίζοντας τα ως ρεφορμιστικές οργανώσεις που στηρίζονται στη διαταξική τους δομή -, και θα θεωρήσουν ότι στον αγώνα της εργατικής τάξης εναντίον του άμεσου ταξικού της αντιπάλου, δηλαδή της εργοδοσίας, ο ρόλος του συνδικάτου είναι αναντικατάστατος. Κατά τη γνώμη τους το συνδικάτο δεν είναι μόνο το μέσο, αλλά και ο στόχος, το πρόπλασμα των πρότυπων συνεργατικών μορφών της μελλοντικής κοινωνίας2.

Ο «επαναστατικός συνδικαλισμός», εκτός από την αρνητική του στάση απέναντι στην εξουσία της εργοδοσίας και του κράτους, την απαλλοτρίωση του κεφαλαίου προς όφελος των επαγγελματικών οργανώσεων, την υποστήριξη του προς το δικαίωμα της εργασίας ή την οργάνωση της παραγωγής και της διανομής των αγαθών σε αμοιβαία σχέση και με σεβασμό προς την ανθρώπινη προσωπικότητα, δεν είχε να αντιπροτείνει κάτι το ιδιαίτερο σχετικά με την οργάνωση της μελλοντικής κοινωνίας3. Εκείνο δηλαδή που τον χαρακτηρίζει είναι ο αντικαπιταλιστικός του χαρακτήρας, - αφού γι' αυτόν ο οικονομικός φιλελευθερισμός είναι εκμετάλλευση -, αλλά και η αρνητική του θέση απέναντι στο κράτος. Τέτοιες θέσεις θα υποστηριχθούν από τους Pelloutier. Tortelier, Yvenot, Monatte, κυρίως όμως από τον G. Sorel4.

Με επιρροές από τον Bernstein, αλλά και τους ιταλούς κριτικούς του μαρξισμού, ο Sorel θα αναζητήσει στο «Σοσιαλιστικό Μέλλον των Συνδικάτων» - που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1898 - τρόπους για την αυτόνομη ανάπτυξη των συνδικάτων εμφανίζοντας τον συνδικαλισμό σαν μία λογική αφαίρεση της ίδιας της μαρξιστικής αντίληψης. Απέναντι μάλιστα στη δράση του προλεταριάτου δεν θα θέσει όρια, μη αποκλείοντας ακόμη και τη βία, της οποίας το πνεύμα εκφράζεται, όπως σημειώνει, με τον «μύθο της γενικής απεργίας»5. Κάτω από την επιρροή του, το ρεύμα του «επαναστατικού συνδικαλισμού» θα στηριχθεί στη θεωρία της ταξικής πάλης, θα διεκδικήσει την πολιτική του ανεξαρτησία, αλλά και θα εκθειάσει την άμεση δράση των εργατών και τη σημασία της γενικής απεργίας6.

Το ρεύμα αυτό εκφράστηκε στην Γαλλία κυρίως μέσω της CGT. Μεγάλο του μέρος θα προσχωρήσει το 1906 στην χάρτα της Amiens μέσω της οποίας προβάλλεται το αίτημα της καθιέρωσης της αρχής της συνδικαλιστικής αυτονομίας απέναντι στην εργοδοσία, τα κόμματα και το κράτος και εκθειάζεται η άμεση διεκδικητική δράση των εργατών, η γενική απεργία, αλλά και η πολιτική αδιαφορία7. Με το ξέσπασμα του Α ' Παγκοσμίου Πολέμου το ρεύμα αυτό οδηγήθηκε στον εκφυλισμό. Τόσο εξαιτίας του ίδιου του πολέμου, όσο και λόγω της απογοήτευσης από τα αποτελέσματα των απεργιακών αγώνων, αρκετοί ηγέτες του επαναστατικού συνδικαλισμού, όπως οι Jouhaux και Merrheim, θα στραφούν προς τον ρεφορμισμό8. Στη διάρκεια μάλιστα του πολέμου, η πλειοψηφία του - συμπεριλαμβανομένου και του μετέπειτα διευθυντή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας A. Thomas - συνεργάστηκε με την κυβέρνηση και απετέλεσε έκτοτε τη ρεφορμιστική πτέρυγα του γαλλικού συνδικαλισμού.

Αρκετά από τα στοιχεία που συναντώνται στην εξέλιξη του γαλλικού εργατικού κινήματος αυτήν την περίοδο φαίνονται να ταιριάζουν με το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα της περιόδου του Μεσοπολέμου. Αν οι αιτίες της «ιδιοτυπίας» στην ανάπτυξη του γαλλικού συνδικαλιστικού κινήματος αποδίδοντας στα χαρακτηριστικά της γαλλικής οικονομίας στο τέλος του 19ου αιώνα, στην ιδιαιτερότητα της πολιτικής εξέλιξης της χώρας - στο ότι δηλαδή η Δημοκρατία γεννήθηκε μέσα από την καταστολή της Κομμούνας, γεγονός που είχε ιδιαίτερη σημασία -, καθώς και στην οικονομική συγκυρία μέσα στην οποία αναπτύχθηκε το συνδικαλιστικό της κίνημα9, μήπως τα χαρακτηριστικά αυτά δεν συναντώνται και στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου; Η σχετική καθυστέρηση της βιομηχανικής ανάπτυξης, ο εργατισμός ή ο ελιτισμός των εργατικών ηγετών που απομάκρυνε από το συνδικαλιστικό κίνημα εργατικά αλλά και υπαλληλικά στρώματα - χαρακτηρίζουν και τις δυο χώρες με διαφορά όμως λίγων δεκαετιών. Ο ιδιότυπος τρόπος ανάπτυξης του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, με σημαντικότερο ίσως χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι κεντρικές συνδικαλιστικές οργανώσεις διατήρησαν για αρκετές δεκαετίες - που επεκτείνονται και μετά την περίοδο του Μεσοπολέμου - όχι μόνο την καθοδήγηση, αλλά την αποκλειστικότητα στη διεκδίκηση των εργατικών αιτημάτων, συνέβαλε στην ανάπτυξη των εργατικών ηγετών ως ιδιαίτερη κατηγορία με αξιόλογη πολιτική ισχύ. Επιπλέον η απουσία ενός ισχυρού σοσιαλιστικού κόμματος θα αναδείξει τους ρεφορμιστές συνδικαλιστές ηγέτες σε ισχυρές προσωπικότητες μέσα στο εργατικό και το συνδικαλιστικό κίνημα. Ο Δ. Στρατής θα κινηθεί με το δικό του τρόπο μέσα στο συνδικαλιστικό χώρο. Μέσω της Π.Ο. Σιδηροδρομικών, αλλά κυρίως των Ανεξάρτητων Εργατικών Συνδικάτων, θα επιχειρήσει να ελέγξει τους μηχανισμούς του συνδικαλιστικού κινήματος και προς αυτήν την κατεύθυνση θα αναζητήσει τη συνεργασία αριστερών αλλά και δεξιών συνδικάτων, θα επιδιώξει δε να εκφράσει μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα τις θέσεις του ρεφορμιστικού σοσιαλισμού προτείνοντας στην κυβέρνηση Βενιζέλου μέτρα που μόνο ένα ισχυρό σοσιαλιστικό κόμμα θα μπορούσε να συμπεριλάβει στο πρόγραμμα του: την προοδευτική φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου και τη μείωση της έμμεσης φορολογίας, τη διπλωματική προσέγγιση της Ελλάδας με τη Σοβιετική Ένωση, την καθιέρωση της οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης, τη μείωση της ανεργίας ή την προώθηση ενός ολοκληρωμένου και αποδοτικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων10.

Έστω και με καθυστέρηση, ο Γ. Λάσκαρης, στέλεχος στην «παράταξη Στρατή», θα αποδώσει με τον καλύτερο τρόπο τις ιδεολογικές της αφετηρίες: επιμένει σε μία πολιτική «κομματικά αχρωμάτιστη», η οποία «ξεκινάει από τους σκοπούς του συνδικαλισμού και τελειώνει σ' αυτούς τους σκοπούς», αλλά και κινείται μέσα από την τακτική των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων11. Ανάλογες είναι οι θέσεις και της άλλης παράταξης, αυτής του Ι. Καλομοίρη, θα έπρεπε να σημειωθεί εντούτοις ότι το ρεύμα που υποστηρίζει πως τα εργατικά συνδικάτα οφείλουν να βρίσκονται «μακράν της πολιτικής» δεν εισάγεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τους Δ. Στρατή και Ι. Καλομοίρη. Παραπλήσιες απόψεις είχαν υποστηριχθεί ενωρίτερα μέσα από τη βραχύβια καθημερινή εφημερίδα «Άμυνα» που, με αρχισυντάκτη τον Ηρακλή Αποστολίδη, πρωτοκυκλοφορεί τον Απρίλιο του 1920. (Ίσως μάλιστα, όχι εντελώς τυχαία, η εφημερίδα θα κυκλοφορήσει ακριβώς την ημέρα έναρξης του Β ' Συνεδρίου του ΣΕΚΕ [5 Απριλίου], τις εργασίες του οποίου θα παρακολουθήσει στενά και τις αποφάσεις του οποίου θα κρίνει από σκοπιά [άναρχο]συνδικαλιστική). Στην Ελλάδα ο ρεφορμιστικός συνδικαλισμός δεν προκύπτει ως εξέλιξη, εκφυλισμός του προγενέστερου επαναστατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Συνιστά διακριτό φαινόμενο, το οποίο αναπτύσσεται ως αντίβαρο του κομμουνιστικού συνδικαλισμού και ελλείψει σοσιαλδημοκρατικού. Οι θεωρητικοπολιτικοί προσδιορισμοί του φέρνουν στο νου τον λεγόμενο «Συντεχνιακό σοσιαλισμό» (Guild Socialism) του George D.H. Cole και άλλων βρετανών σοσιαλιστών. Το σχήμα αυτό του σοσιαλισμού συνιστούσε, σύμφωνα με τον Lichtheim, μια «ήπια εκδοχή» του συνδικαλισμού που προέκυψε ως «συγχώνευση» μιας μορφής συνδικαλισμού με τη βρετανική σοσιαλιστική / μαρξιστική παράδοση12.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί όμως, ο «επαναστατικός συνδικαλισμός» τηρεί αρνητική στάση απέναντι στους θεσμούς, είναι δηλαδή αντίθετος στην ιδέα της συνεργασίας με το κράτος και την αποδοχή του κοινοβουλίου, κάτι που δεν είναι μέσα στην ιδεολογία και την πρακτική του Δ. Στρατή ή του Ι. Καλομοίρη. Ενώ ο Στρατής με αφορμή το Ιδιώνυμο υποστηρίζει τον αγώνα κατά της «κεφαλαιοκρατίας», χαρακτηρίζει την κυβέρνηση Βενιζέλου «εκμεταλλευτικών καθεστώς» και υποστηρίζει την ανάγκη να δοθεί σοσιαλιστική κατεύθυνση στο εργατικό κίνημα, την ίδια στιγμή δεν είναι εχθρικός απέναντι στο κράτος και θεωρεί αναγκαία την παρέμβαση των εργατών μέσα από τους θεσμούς για τη βελτίωση της θέσης τους13. Ο Δ. Στρατής φαίνεται να είναι ιδεολογικά επηρεασμένος από το ρεύμα του «επαναστατικού συνδικαλισμού», όπως εκφράστηκε στη Γαλλία προς το τέλος του 19ου αιώνα, δεν καθορίζεται όμως αποκλειστικά απ' αυτό. Αντίθετα ενσωματώνει και τον ρεφορμισμό που χαρακτηρίζει το ευρωπαϊκό συνδικαλιστικό κίνημα μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ανάλογες διαπιστώσεις θα μπορούσαν να γίνουν και για τον Ι. Καλομοίρη, αν και αυτός κινείται σε πολύ πιο συντηρητικά ιδεολογικά πλαίσια. Και οι δυο παρατάξεις όμως, που από το 1926 βρίσκονται μαζί στην ηγεσία της ΓΣΕΕ, θεωρούν θετική μια πολιτική παραχωρήσεων εκ μέρους του κράτους και απαραίτητη την άσκηση πιέσεων προς αυτό, με στόχο την επίτευξη κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Ο Δ. Στρατής συνέδεε μια τέτοια πολιτική με την αύξηση του κύρους του συνδικαλιστικού κινήματος, θεωρώντας την αναγκαία για την εσωτερική του ενότητα και την αύξηση της διαπραγματευτικής του ισχύος.

Τις θέσεις του περί κοινωνικών μεταρρυθμίσεων θα επιδιώξει να τις προωθήσει μέσα απ' όλους τους θεσμούς και ιδίως τη Γερουσία. Βέβαια το ζήτημα της κατανομής των τεσσάρων γερουσιαστικών εδρών που αντιστοιχούσαν σε εργατικούς υποψηφίους δίχασε το συνδικαλιστικό κίνημα, διέλυσε το ΣΕΚΕ14, και ανέδειξε για μία ακόμη φορά μέσα στο συνδικαλιστικό και το εργατικό κίνημα το θεωρητικό ζήτημα της συμμετοχής στους θεσμούς και το πρακτικό ερώτημα του τρόπου διεκδίκησης των εργατικών συμφερόντων. Ο Δ. Στρατής - όπως άλλωστε και ο Ι. Καλομοίρης - δεν είναι αντίθετος με τη συμμετοχή εργατικών εκπροσώπων στη Γερουσία, υποστηρίζει όμως την καθιέρωση ενός «δημοκρατικότερου τρόπου» εκλογής των εργατικών γερουσιαστών αφού όπως σημειώνει, δεν θα έπρεπε λίγοι εργάτες, πολλοί από τους οποίους δεν εκπροσωπούν καμία συνδικαλιστική οργάνωση, να εκλέγουν τους γερουσιαστές εκπροσώπους της ΓΣΕΕ15. Ο Δ. Στρατής θα διατελέσει γερουσιαστής κατά την περίοδο 1929-1932, ενώ ο Ι. Καλομοίρης εξελέγη και κατά την ανανέωση του Σώματος το 1932'6. Επίσης κοινό στοιχείο των δύο παρατάξεων είναι η πλήρης αποδοχή του ρόλου των διεθνών οργανώσεων και οι άριστες σχέσεις που διατηρούν μαζί τους: ο Δ. Στρατής με το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και τον διευθυντή του A. Thomas, ενώ ο Ι. Καλομοίρης με τη Διεθνή Συνδικαλιστική Ομοσπονδία.



Β. Η πρακτική της «Παράταξης Στρατή» μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα



Στην Π.Ο. Σιδηροδρομικών οφείλει η «παράταξη Στρατή» τη δημιουργία, την οργανωτική συγκρότηση και την επέκταση της μέσα στο συνδικαλιστικό χώρο. Η ίδρυση της αποτελεί το αποκορύφωμα των προσπαθειών των εργαζομένων στους σιδηροδρόμους για ενιαία συνδικαλιστική εκπροσώπηση, μείωση των οξύνσεων στους εργασιακούς χώρους και επικράτηση πνεύματος συναδελφικότητας στους μέχρι τότε διασπασμένους σιδηροδρομικούς. Οι προσπάθειες αυτές σχετίζονται με τη μη ύπαρξη την εποχή εκείνη ενός ενιαίου σιδηροδρομικού οργανισμού σε όλη τη χώρα, είχαν δε αρχίσει ήδη από το 1905 με την ίδρυση του Συνδέσμου Υπαλλήλων Σιδηροδρόμων Ελλάδος και είχαν εξελιχθεί με την ίδρυση το 1919 της Ένωσης Σιδηροδρομικών Υπαλλήλων Ελλάδος. Η απόφαση για την ίδρυση της ΠΟΣ λαμβάνεται σε συνέδριο που συνήλθε στις 30 Ιουλίου 1920 στο Πασαλιμάνι, όπου αντιπροσωπεύθηκαν όλοι οι εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους. Συμμετείχαν δηλαδή 54 εκλεγμένοι σύνεδροι που αντιπροσώπευαν τους Μακεδονικούς Σιδηροδρόμους, τον Λαρισαϊκό Σιδηρόδρομο καθώς και τους Σιδηροδρόμους Πελοποννήσου, Αττικής, Θεσσαλίας, Βορειοδυτικής Ελλάδος και Πύργου - Κατακώλου17.

Η ΠΟΣ ιδρύεται σε μία εποχή κατά την οποία οι εξελίξεις στο συνδικαλιστικό κίνημα είναι ήδη αρκετές και σημαντικές. Σχετίζονται δε με εκείνες της ΓΣΕΕ, η οποία είχε ιδρυθεί ενάμισι χρόνο νωρίτερα ως τριτοβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο, συσπειρώνοντας στους κόλπους της όλα τα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα που υπήρχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή στο εργατικό κίνημα: βενιζελικούς, σοσιαλδημοκράτες αλλά και τους μετέπειτα κομμουνιστές. Η ΓΣΕΕ αυτοπροσδιορίστηκε ως ταξικό συνδικάτο, υιοθετώντας και συμπεριλαμβάνοντας στο καταστατικό της την αρχή της πάλης των τάξεων. Το ζήτημα όμως της οργανικής της σύνδεσης με το ΣΕΚΕ - το οποίο ιδρύεται επίσης αυτήν την εποχή - δίχασε αυτούς που συμμετείχαν στο ιδρυτικό της Συνέδριο και καθόρισε την μετέπειτα εξέλιξη της. Στο Συνέδριο αυτό, τον Νοέμβριο 1918, υποστηρίχθηκαν με φανατισμό και οι δυο θέσεις: υποστηρίχθηκε η άμεση πολιτικοποίηση του συνδικαλιστικού αγώνα και επομένως η οργανική σύνδεση της ΓΣΕΕ με το ΣΕΚΕ ως το μοναδικό εκείνη την εποχή ταξικό κόμμα με σαφώς αντικαπιταλιστικές θέσεις, αλλά και η αντίθετη θέση, ότι δηλαδή τα εργατικά συνδικάτα οφείλουν να εστιάσουν τον αγώνα τους στο οικονομικό επίπεδο και να παραμείνουν «μακράν της πολιτικής». Η πρώτη θέση επικράτησε μετά από σφοδρές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και η ΓΣΕΕ θα μετατραπεί σε εξάρτημα του ΣΕΚΕ. Το ζήτημα όμως δεν έκλεισε εκεί αφού με αυτήν την αφορμή η ηγεσία της ΓΣΕΕ θα διασπαστεί κατά τη διάρκεια του 1919. Τα πραγματικά αίτια της διάσπασης είναι πολλά. Γεγονός είναι όμως ότι τα ιδεολογικά ζητήματα που δίχασαν την ηγεσία της ΓΣΕΕ, προϋπήρξαν της ίδρυσης της μέσα στους κόλπους του ελληνικού εργατικού κινήματος18.

Η διάσπαση της ηγεσίας της θα μεταφερθεί στη βάση και οδηγεί στη δημιουργία δύο παρατάξεων, κάθε μία από τις οποίες θα διοργανώσει χωριστό Συνέδριο μέσα στο 1920: η φιλοβενιζελική παράταξη θα διοργανώσει Συνέδριο το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου στον Πειραιά, το οποίο στη μεγάλη του πλειοψηφία τάσσεται υπέρ της πολιτικής και οργανικής ανεξαρτησίας του συνδικαλιστικού αγώνα, ενώ η σοσιαλιστική παράταξη διοργανώνει Συνέδριο τον Νοέμβριο 1920 το οποίο τάσσεται σχεδόν παμψηφεί υπέρ της οργανικής σύνδεσης της ΓΣΕΕ με το ΣΕΚΕ. Η διάσπαση της ΓΣΕΕ δεν θα διαρκέσει αρκετά αφού η φιλοβενιζελική παράταξη διελύθη μετά την εκλογική ήττα του Κόμματος Φιλελευθέρων στις βουλευτικές εκλογές του ίδιου έτους. Στο εξής η ΓΣΕΕ θα είναι ενιαία, υπό σοσιαλιστική ή φιλοκομμουνιστική στη συνέχεια ηγεσία, και θα αποτελεί όργανο του ΣΕΚΕ μέχρι τον Αύγουστο του 1925, όταν διεκόπησαν οι δεσμοί μεταξύ των δύο οργανώσεων. Η διακοπή των δεσμών αυτών σχετίζεται με τις ίδιες τις εξελίξεις στο εσωτερικό του ΣΕΚΕ και τη μετεξέλιξη του σε ΚΚΕ, σχετίζεται όμως και με το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η θέση που υποστήριζε την οργανική ανεξαρτησία της ΓΣΕΕ θα είχε πάντα μέσα στους κόλπους της αρκετούς υποστηρικτές.

Το ζήτημα αυτό, το οποίο διχάζει την εποχή εκείνη τη ΓΣΕΕ, μεταφέρεται με τα ίδια αποτελέσματα στο ιδρυτικό Συνέδριο της ΠΟΣ. Τα επιχειρήματα υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης που θα υποστηριχθούν εκεί συγκρούονται με οξύτητα, με αποτέλεσμα να μην καταλήξει το Συνέδριο σε συγκεκριμένη θέση. Επιπλέον οι διαφορετικές τάσεις που συνυπήρχαν την εποχή εκείνη μέσα στους κόλπους της ΓΣΕΕ έκαναν επιφυλακτικούς τους σιδηροδρομικούς απέναντι στην λήψη οποιασδήποτε απόφασης. Στο Συνέδριο επεκράτησε η άποψη να μην προσχωρήσει η ΠΟΣ στη ΓΣΕΕ, με το επιχείρημα της αναμονής ενός νέου «ενωτικού εργατικού Συνεδρίου», όπου θα συμμετείχαν όλες ανεξαιρέτως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Μέχρι τότε θα προετοίμαζε τις συνθήκες για ένα τέτοιο Συνέδριο, σε συνεργασία με τις υπόλοιπες Ομοσπονδίες, τα Εργατικά Κέντρα Αθηνών και Πειραιώς, καθώς και την ηγεσία της ΓΣΕΕ19.

Ήδη από το ιδρυτικό της Συνέδριο, η ΠΟΣ θα συγκροτηθεί πάντως σε μια ταξική βάση, αποδεχόμενη πλήρως την αρχή της πάλης των τάξεων, και θα θέσει μεταξύ των άμεσων προτεραιοτήτων της την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης σε όλους τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους. Μέσα από το πρόγραμμα της προβάλλεται επίσης το αίτημα της οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης και εκφράζεται η πρόθεση να περιέλθουν κάποτε οι σιδηρόδρομοι «υπό τον έλεγχο της οργανωμένης εργατικής τάξεως»20. Το Συνέδριο εκλέγει πενταμελή Γενική Διοίκηση με τον Αλ. Οικονόμου ως γενικό γραμματέα. Κάτω από την καθοδήγηση της η ΠΟΣ θα αναπτύξει αξιόλογη συνδικαλιστική δράση σε ζητήματα του κλάδου, αποκορύφωμα της οποίας είναι η καθιέρωση το 1924 της οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης για όλους τους σιδηροδρομικούς.

Το ζήτημα της προσχώρησης στη ΓΣΕΕ ετέθη και πάλι στο Β' Συνέδριο της Ομοσπονδίας, το οποίο συνήλθε στη Θεσσαλονίκη τον Μάρτιο 1924 με τη συμμετοχή όλων σχεδόν των πρωτοβάθμιων σιδηροδρομικών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Το Συνέδριο ενέκρινε με μεγάλη συγκριτικά πλειοψηφία την προσχώρηση στη ΓΣΕΕ - που μέχρι τότε δεν είχε πραγματοποιήσει επόμενο Συνέδριο -, διχάστηκε όμως σχετικά με την προσχώρηση της ΠΟΣ στο ΣΕΚΕ (Κ), - εξάρτημα του οποίου ήταν η ΓΣΕΕ. Στο ζήτημα αυτό η «παράταξη Στρατή» θα προτείνει στο Συνέδριο την αναγκαιότητα να αποδεχθεί η ΠΟΣ τις αρχές του σοσιαλισμού, θα θεωρήσει όμως απαραίτητη τη διατήρηση τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα της ανεξαρτησίας της από οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα21. Το Συνέδριο δεν κατέληξε σε απόφαση παραπέμποντας την επίλυση του ζητήματος στο νεοεκλεγέν Γενικό Συμβούλιο, του οποίου ο Δ. Στρατής ήταν γενικός γραμματέας. Κάτω από την καθοδήγηση του, η ΠΟΣ θα παρουσιάσει αξιόλογη δραστηριότητα, δεν θα προσχωρήσει όμως στο ΣΕΚΕ (Κ). Το Γ' Συνέδριο της ΠΟΣ, το οποίο συνήλθε στον Πειραιά στις 18 Μαρτίου 1926, θα επικυρώσει και θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις θέσεις της παράταξης του Δ. Στρατή, η οποία είχε εκμεταλλευθεί με τον καλύτερο τρόπο την πτώση της παγκαλικής δικτατορίας ένα χρόνο νωρίτερα και είχε διατηρήσει καλές σχέσεις με τις μεταπαγκαλικές κυβερνήσεις. Η πλειοψηφία του Συνεδρίου καταδίκασε την τακτική της ΓΣΕΕ - κάνοντας έτσι μεγαλύτερη την απόσταση ανάμεσα στην ΠΟΣ και την φιλοκομμουνιστική ακόμη ηγεσία της ΓΣΕΕ -, και αποφάσισε, η ΠΟΣ να κατευθύνει τη δράση της σύμφωνα με την αρχή της πάλης των τάξεων ακολουθώντας την τακτική του «εξελικτικού σοσιαλισμού» και διατηρώντας την ανεξαρτησία της απέναντι στα πολιτικά κόμματα22. Το Συνέδριο αποφάσισε ακόμη την προσχώρηση της ΠΟΣ στη Διεθνή Ομοσπονδία Μεταφορών, ενώ επανεξέλεξε τους Δ. Στρατή και Γ. Λάσκαρη στην επταμελή Γενική της Διοίκηση, θέση από την οποία και οι δυο θα εξακολουθήσουν να καθορίζουν τις κατευθυντήριες πολιτικές γραμμές της.

Δέκα ημέρες μετά την έναρξη του Συνεδρίου της ΠΟΣ, θα ξεκινήσουν στον Πειραιά οι εργασίες του Γ ' Συνεδρίου της ΓΣΕΕ με τη συμμετοχή 358 συνέδρων που εκπροσωπούν σχεδόν όλες τις ιδεολογικοπολιτικές παρατάξεις: τη μέχρι τότε (φιλοκομμουνιστική) ηγεσία, την παράταξη Στρατή, την «συντηρητική» παράταξη των Ι. Καλομοίρη και Αρ. Δημητράτου, καθώς και άλλες μικρότερες φιλοβενιζελικές ή σοσιαλιστικές, επηρεαζόμενες από τα πρώην στελέχη του ΣΕΚΕ Γ.Α. Γεωργιάδη και Π. Δημητράτο. Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου, όλες οι παρατάξεις θα εναντιωθούν στη φιλοκομμουνιστική ηγεσία κατηγορώντας την για λανθασμένες επιλογές σε ζητήματα απεργιακών κινητοποιήσεων, θα υποστηρίξουν ότι η ΓΣΕΕ δεν πρέπει να υποτάσσει τα εργατικά συμφέροντα στο ΚΚΕ και θα ζητήσουν «νέα κατεύθυνση» της ΓΣΕΕ, - μια κατεύθυνση που κάθε σύνεδρος εννοεί βέβαια διαφορετικά. Με μικρή διαφορά - 179 κατά 168 ψήφων - το Συνέδριο θα καταψηφίσει τον απολογισμό δράσης της ηγεσίας της ΓΣΒΕ - γεγονός που υποδηλώνει ότι οι κομμουνιστές διατηρούσαν ακόμη ισχυρά ερείσματα στη βάση της Συνομοσπονδίας -, ενώ θα εγκρίνει την πρόταση του Δ. Στρατή για αποχώρηση της ΓΣΕΕ από την Κόκκινη Επαγγελματική Διεθνή με σκοπό την προσχώρηση στη Διεθνή Συνδικαλιστική Ομοσπονδία, κάτι όμως που θα αποφασιζόταν στο προσεχές Συνέδριο23. Την ηγεσία της ΓΣΕΕ διεκδίκησαν κατά τις αρχαιρεσίες οι κομμουνιστές καθώς και ένας συνασπισμός των παρατάξεων Καλομοίρη και Στρατή με τον οποίο συνεργάσθηκαν επίσης ανεξάρτητοι σοσιαλιστές. Ο συνασπισμός αυτός υπερίσχυσε με μικρή σχετικά πλειοψηφία. Αναδεικνύονται έτσι στην ηγεσία της ΓΣΕΕ οι «συντηρητικοί» Ι. Καλομοίρης και Ι. Δάβδας, τα πρώην στελέχη του ΣΕΚΕ Γ. Παπανικολάου και Β. Μιχαηλίδης, ενώ ο Δ. Στρατής εκλέγεται γενικός γραμματέας.

Το Γ' Συνέδριο είναι η απαρχή για την απομάκρυνση των κομμουνιστών από τη ΓΣΕΕ. Η νέα της ηγεσία θα προχωρήσει σε διαγραφές συνδικάτων που επηρεάζονταν ή ελέγχονταν από τους κομμουνιστές, γεγονός που θα δημιουργήσει νέα όξυνση στους κόλπους της24. Ο εορτασμός της εργατικής Πρωτομαγιάς γίνεται το 1926 μέσα σε ένα ιδιαίτερα φορτισμένο κλίμα. Ο διωγμός εναντίον των κομμουνιστών όμως δεν θα εξαντληθεί εκεί, αφού κατά τη διάρκεια του 1927 θα ενταθεί η κυβερνητική επίθεση εναντίον του εργατικού κινήματος, θύματα της επίθεσης αυτής δεν είναι τόσο τα συνδικάτα που πρόσκεινται στην ηγεσία της ΓΣΕΕ, όσο τα κομμουνιστικά συνδικάτα, πολλά από τα οποία θα κριθούν παράνομα και θα διαλυθούν.

Από τη θέση του γενικού γραμματέα της ΓΣΕΕ, ο Δ. Στρατής θα επιχειρήσει την περίοδο αυτή να προωθήσει εκείνα που ιεραρχεί ως άμεσα αιτήματα της εργατικής τάξης25. Αλλά και η ΓΣΕΕ, από την πλευρά της, θα ταυτισθεί με τις θέσεις και την ιδεολογία του Δ. Στρατή. Υιοθετώντας τις θέσεις του ότι, μέχρι να αναπτυχθεί, το εργατικό κίνημα δεν μπορεί παρά να διεκδικήσει βραχυπρόθεσμα κάποιες ελάχιστες βελτιώσεις στις συνθήκες ζωής και εργασίας των εργατών, η ΓΣΕΕ διαμαρτύρεται για την «υποδούλωση» της χώρας στο ξένο κεφάλαιο, τις συνεχείς παρεμβάσεις του ελληνικού στρατού στην πολιτική ζωή, την «εκμετάλλευση» των εργαζομένων ή την ανεργία, και απαιτεί την εφαρμογή της οκτάωρης απασχόλησης, την αύξηση των εργατικών ημερομισθίων, την ελευθερία της συνδικαλιστικής έκφρασης, καθώς και την υλοποίηση των αιτημάτων της από την κυβέρνηση, θέτει επίσης το αίτημα της επιτάχυνσης της βιομηχανικής ανάπτυξης κάτω από την επιρροή των θέσεων Στρατή ότι, προκειμένου να αναπτύξει ισχυρό εργατικό κίνημα, η Ελλάδα όφειλε να ακολουθήσει νομοτελειακά τις ίδιες οικονομικές συνθήκες με αυτές από τις οποίες πέρασαν οι πλέον ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες26. Με σκοπό την προώθηση των θέσεων και των αιτημάτων της, η ΓΣΕΕ θα εκδώσει τον Απρίλιο του 1927 την εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή», της οποίας οι αρθρογράφοι θα επιδιώξουν να κινηθούν μέσα στα ιδεολογικά πλαίσια της σοσιαλδημοκρατίας σύμφωνα με τις αρχές του Κ. Kautsky. Η απήχηση της δεν θα είναι όμως ιδιαίτερα σημαντική. Η κυκλοφορία της θα διακοπεί λίγους μήνες αργότερα με το πρόσχημα της αντίδρασης που συνάντησε από τους κομμουνιστές συνδικαλιστές27.

Κατά τη διάρκεια του 1928 θα ενταθεί μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα η οργανωτική ρήξη με τους κομμουνιστές, την οποία είχε ενθαρρύνει άλλωστε και ο διευθυντής του ΔΓΕ Albert Thomas κατά την επίσκεψη του στην Αθήνα ένα χρόνο νωρίτερα. Με σκοπό τον αποκλεισμό των πρωτοβάθμιων σιδηροδρομικών συνδικαλιστικών οργανώσεων που ελέγχονταν από τους κομμουνιστές, το Δ' Συνέδριο της ΠΟΣ που συνήλθε στο Βόλο, το Μάρτιο του 1928, θα εγκρίνει τροποποιήσεις στον καταστατικό κανονισμό της Ομοσπονδίας. Οι τροποποιήσεις αυτές θα επιτρέψουν στη νέα ελεγχόμενη από τον Δ. Στρατή ηγεσία που εξελέγη από το Συνέδριο και τον γενικό γραμματέα Γ. Λάσκαρη, να διαγράψουν από τη δύναμη της ΠΟΣ αρκετές πρωτοβάθμιες κομμουνιστικές οργανώσεις. Κάτι αντίστοιχο συνέβη άλλωστε στο Δ ' Συνέδριο της ΓΣΕΕ. Το Συνέδριο αυτό συνήλθε λίγες εβδομάδες αργότερα στον Πειραιά με τη συμμετοχή 452 συνέδρων οι οποίοι εκπροσωπούσαν όλες τις παρατάξεις. Από εκεί θα αποκλειστούν επίσης αρκετοί κομμουνιστές σύνεδροι με το πρόσχημα της «πρόκλησης θορύβου» κατά τις εργασίες του, ενώ θα γίνουν αρκετές τροποποιήσεις στο καταστατικό της ΓΣΕΕ με σκοπό τη διαγραφή και την απομάκρυνση των κομμουνιστικών συνδικάτων από τους κόλπους της. Η διάσπαση κομμουνιστών και μη κομμουνιστών συνδικαλιστούν θα ολοκληρωθεί αμέσως μετά το Συνέδριο. Οι κομμουνιστές που είχαν αποκλειστεί από τις διεργασίες του Συνεδρίου ή είχαν αποχωρήσει εθελοντικά απ' αυτό - διαμαρτυρόμενοι γι' αυτά που έγιναν κατά τη διάρκεια του θα ακολουθήσουν τις αποφάσεις του Δ ' Συνεδρίου του ΚΚΕ (Δεκέμβριος 1928) που αναφερόταν στην ανάγκη ίδρυσης κομμουνιστικής εργατικής Συνομοσπονδίας και θα ιδρύσουν την Ενωτική ΓΣΕ τον Φεβρουάριο του 192928. Κάτι ανάλογο θα γίνει και με τις κομμουνιστικές συνδικαλιστικές οργανώσεις των σιδηροδρομικών, αρκετές από τις οποίες - όπως ο Σύνδεσμος Λαρισαϊχού Σιδηροδρόμου ή ο Σύνδεσμος Αττικής - θα προσχωρήσουν στη δύναμη της Ενωτικής ΓΣΕ, οδηγώντας την ΠΟΣ σε πλήρη οργανωτική αποδιάρθρωση29.

Χωρίς τη συμμετοχή των κομμουνιστών, το Δ ' Συνέδριο της ΓΣΕΕ θα εγκρίνει επίσης την προσχώρηση της στην ΔΣΟ του Amsterdam, θα εκλέξει τον Ι. Καλομοίρη ως εκπρόσωπο της στο προσεχές της Συνέδριο και θα εγκρίνει τον απολογισμό της ηγεσίας της που παρουσιάζει ο Δ. Στρατής. Κατά τις εκλογές για την ανάδειξη νέας διοίκησης, ο συνασπισμός των Δ. Στρατή και Ι. Καλομοίρη θα ξαναπάρει την ηγεσία της Συνομοσπονδίας, με τον πρώτο να επανεκλέγεται στη θέση του γενικού γραμματέα30. Η ηγεσία αυτή θα αποστείλει τον Σεπτέμβριο του 1928 υπόμνημα προς την κυβέρνηση Βενιζέλου εκφράζοντας αιτήματα σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα, όπως η γεωργική και η συνεταιριστική ανάπτυξη, η εφαρμογή της οκτάωρης απασχόλησης ή η επέκταση του θεσμού των κοινωνικών ασφαλίσεων31.

Μετά την απομάκρυνση των κομμουνιστών, η διαμάχη της καθοδήγησης του εργατικού κινήματος θα μεταφερθεί στους κόλπους της ΓΣΕΕ ανάμεσα στους Δ. Στρατή και Ι. Καλομοίρη, θα λάβει δε τεράστιες διαστάσεις τον Απρίλιο του 1929 με αφορμή την εργατική εκπροσώπηση στη Γερουσία. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι δυο παρατάξεις διεκδικούν, κάθε μία για λογαριασμό δικών της υποψηφίων, τις τέσσερις έδρες που κατείχε η ΓΣΕΕ στη Γερουσία32. Η ρήξη μεταξύ των δύο εργατικών ηγετών θα οδηγήσει τον Σεπτέμβριο του 1929 στην αντικατάσταση του Δ. Στρατή από τον Αρ. Δημητράτο στη θέση του γενικού γραμματέα της ΓΣΕΕ, ενώ θα λάβει διαστάσεις διχασμού στο Ε' Συνέδριο της ΓΣΕΕ, τον Σεπτέμβριο του 1930. Το Συνέδριο αυτό - όπου η παράταξη του Ι. Καλομοίρη είχε μια πλειοψηφία συνέδρων που άγγιζε το 60% -, διεξήχθη κάτω από έντονες αντιπαραθέσεις και αντιδικίες οι οποίες θα οδηγήσουν στη δημιουργία πολωτικού κλίματος και στη συνέχεια, στην απόφαση της αποχώρησης της παράταξης Στρατή τόσο από τις διεργασίες του, με το επιχείρημα της «παράνομης σύνθεσης» του, όσο και από τη δύναμη της ΓΣΕΕ33. Μετά το Ε ' Συνέδριο, η ΓΣΕΕ εκφράζεται αποκλειστικά από την παράταξη Καλομοίρη34. Η παράταξη αυτή θα διοργανώσει επίσης το ΣΤ ' Συνέδριο που διεξήχθη στον Πειραιά, τον Οκτώβριο του 1931 και θα επανεκλέξει τον Αρ. Δημητράτο στη θέση του γενικού γραμματέα της ΓΣΕΕ. Από την άλλη πλευρά, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που επηρεάζονταν από τον Δ. Στρατή - δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της ΠΟΣ, οι οργανώσεις ναυτικών, ιδιωτικών υπαλλήλων, αλλά και κάποια εργατικά κέντρα όπως το ΕΚΑ - θα ιδρύσουν τα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα (ΑΕΣ), και στη συνέχεια, μια νέα τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, την Πανελλαδική Συνομοσπονδία Εργασίας (ΠΣΕ). Τα ΑΕΣ θα αποτελέσουν τον ιδρυτικό πυρήνα των Σοσιαλιστικών Ομίλων και τη βάση για την ίδρυση αργότερα του Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Κόμματος. Φαίνεται δηλαδή ότι, από τις αρχές της δεκαετίας του '30, όταν η «παράταξη Στρατή» αποδυναμώνεται μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, θα αρχίσει να παραμελεί την οικονομική δράση. Στρέφεται με αμεσότερο τρόπο προς την πολιτική, και αναφέρεται πιο ανοικτά στο σοσιαλισμό.



Γ. Η πολιτική πρακτική της «Παράταξης Στρατή»



Με σκοπό τη διάδοση της σοσιαλιστικής ιδέας και τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την ίδρυση ενός νέου σοσιαλιστικού κόμματος ιδρύονται προς το τέλος του 1929 οι Σοσιαλιστικοί Όμιλοι35. Μεταξύ των ιδρυτικών τους στελεχών ήταν οι συνδικαλιστές των ΑΕΣ Δ. Στρατής, Γ. Λάσκαρης και Δ. Παπάς, καθώς και οι ανεξάρτητοι σοσιαλιστές Χρ. Χωμενίδης, Στρ. Σωμερίτης και Τ. Ζαχαρακόπουλος36. Σ' αυτήν την πρωτοβουλία ο ρόλος των ΑΕΣ ήταν ιδιαίτερα σημαντικός, αφού οι Σοσιαλιστικοί Όμιλοι αναπτύχθηκαν εκεί ακριβώς όπου υπήρχαν ήδη συνδικαλιστικές οργανώσεις επηρεαζόμενες άμεσα από τα Συνδικάτα αυτά37. Με σκοπό την προώθηση της σοσιαλιστικής ενοποίησης, οι Σοσιαλιστικοί Όμιλοι θα εκδώσουν το Νοέμβριο του 1929 την εφημερίδα «Σοσιαλιστής», της οποίας η συντριπτική πλειοψηφία των αρθρογράφων υιοθετεί τη μαρξιστική θεώρηση της κοινωνίας και τάσσεται υπέρ της αρχής της πάλης των τάξεων. Αν και όλοι οι σοσιαλιστές συμφωνούσαν όμως με την ανάγκη ύπαρξης ενός μαζικού και ενιαίου σοσιαλιστικού κόμματος, η σοσιαλιστική ενοποίηση δεν ήταν εύκολη υπόθεση στην πράξη αφού κάθε σοσιαλιστής έδινε σ' αυτήν διαφορετική έννοια και διαφορετικό περιεχόμενο. Επιπλέον προσωπικές αντιπάθειες ακολουθούσαν τις πολιτικές διαφωνίες, γεγονός που οδήγησε σύντομα τους Σοσιαλιστικούς Ομίλους σε οργανωτική αποδιάρθρωση.

Το ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΚΕ διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη στις 19 και 20 Ιουλίου 1931. Συμμετέχουν αρκετά σοσιαλιστικά κέντρα και σοσιαλιστικοί όμιλοι που εκφράζουν αρκετούς από τους μέχρι τότε ανεξάρτητους σοσιαλιστές, δεν συμμετέχουν όμως οι παρατάξεις των Στρατή και Καλομοίρη· ο τελευταίος έχει ενωρίτερα ιδρύσει το Εργατικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα38. Η μη προσχώρηση της παράταξης Στρατή στο ΣΚΕ φαίνεται να οφείλεται περισσότερο σε προσωπικά αίτια και ιδίως την προσωπική αντιπάθεια μεταξύ των Στρατή και Γιαννιού39. Η σοσιαλιστική ενοποίηση είναι πάντως μια διαδικασία που θα διαρκέσει ολόκληρη την περίοδο της δράσης του ΣΚΕ, δηλαδή κατά την περίοδο 1931-1936. Το κόμμα δεν θα επιτύχει ποτέ να ενοποιήσει όλους τους σοσιαλιστές, αφού ακόμη και αυτό το διάστημα σημειώνονται διασπάσεις και αποχωρήσεις από τις γραμμές του40.

Το Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κόμμα ιδρύεται πιθανότητα κατά τη διάρκεια του 1931 προκειμένου να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στο ΣΚΕ. Αποτελεί στην πράξη την πολιτική έκφραση της παράταξης Στρατή. θα στηριχθεί κατά κύριο λόγο στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που επηρεάζονται από τα ΑΕΣ καθώς και σε λίγους μεμονωμένους και ανεξάρτητους σοσιαλιστές, όπως ο Χρ. Χωμενίδης. Όπως άλλωστε και το ΣΚΕ, θα επιδιώξει να εμφανισθεί ως μοναδικό κόμμα που εκπροσωπεί τον σοσιαλισμό στην Ελλάδα σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Σ.Ε. Διεθνούς, και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο θα αναζητήσει την αναγνώριση της. Δεν θα προλάβει όμως να παρουσιάσει κάποια ιδιαίτερη πολιτική δραστηριότητα, αφού σύντομα θα ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με το ΣΚΕ, με σκοπό τη συγχώνευση του σ' αυτό. Η επιτυχής έκβαση των διαπραγματεύσεων θα οδηγήσει το ΣΚΕ στη διοργάνωση νέου «έκτακτου» Συνεδρίου τον Απρίλιο του 1932, όπου συμμετείχαν 43 σύνεδροι που εκπροσωπούσαν σχεδόν όλες τις οργανώσεις βάσης των δύο κομμάτων. Στο Συνέδριο αποφασίζεται να διατηρήσει το ΣΚΕ τον τίτλο και το πρόγραμμα του - με βάση το οποίο έγινε άλλωστε η συγχώνευση των δύο κομμάτων - ενώ εκλέγονται μεταξύ άλλων στην ηγεσία του οι Δ. Στρατής και Γ. Λάσκαρης41. Μετά τη συγχώνευση των δύο κομμάτων, τα ΑΕΣ εκφράζουν τις θέσεις του ΣΚΕ στο συνδικαλιστικό χώρο, έναν χώρο όπου το κόμμα δεν διέθετε μέχρι τότε καμία πρόσβαση. Το ΣΚΕ θα υιοθετήσει όλους τους μακροπρόθεσμους και βραχυπρόθεσμους στόχους των ΑΕΣ εντάσσοντας τους σχεδόν κατά λέξη στο εκλογικό του πρόγραμμα ενόψει των βουλευτικών εκλογών του 193242. Με αυτόν όμως τον τρόπο, οι διαφορές που χώριζαν το κόμμα με τις υπόλοιπες πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις μεγάλωναν συνεχώς. Ιδίως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις βρίσκονται την εποχή αυτή σε πλήρη ασυμφωνία θέσεων και προγραμμάτων, χωρίς καμία επιθυμία συνεργασίας μεταξύ τους43.

Η ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων και γενικότερα των οργανώσεων που υπερασπίζονται το δημοκρατικό καθεστώς προβάλλει όμως επιτακτική, καθώς το εργατικό κίνημα βρίσκεται την εποχή αυτή σε πλήρη απραξία, ενώ κερδίζουν συνεχώς έδαφος συντηρητικές ιδέες και προβάλλει ορατός πλέον ο κίνδυνος επιβολής δικτατορικού καθεστώτος. Κατά τη διάρκεια του 1933, κάτω από την πίεση της συγκυρίας, το ΣΚΕ θα αναθεωρήσει την μέχρι τότε αδιάλλακτη στάση του και θα αναζητήσει τρόπους ενοποίησης του εργατικού κινήματος και συνεργασίας με την ΓΣΕΕ. Η συνύπαρξη με τα ΑΕΣ θα καταστεί παράλληλα προβληματική, αφού οι σοσιαλιστές του ΣΚΕ θα αρχίσουν να δείχνουν σημάδια κόπωσης εξ αιτίας της αντιφατικής και μη ενιαίας στάσης των συνδικαλιστών των ΑΕΣ44. Σε ένδειξη δυσαρέσκειας, ο Δ. Στρατής θα αποσυρθεί σταδιακά από κάθε ενεργό ανάμειξη στη δράση του ΣΚΕ και στη συνέχεια από τα ΑΕΣ, αντικαθιστάμενος στην ηγεσία τους από τον Γ. Λάσκαρη. Κατά τη διάρκεια του 1934 το ΣΚΕ θα ξεκινήσει διαδικασίες διαλόγου με το ΚΚΕ και την ΓΣΕΕ, ενώ, χωρίς να αποκηρύξει ανοικτά τα ΑΕΣ στη διαμάχη τους με την ΓΣΕΕ, θα αρχίσει να τηρεί στάση πλήρους ουδετερότητας. Ιδιαίτερο ρόλο σ' αυτό άσκησε η Σ.Ε. Διεθνής, η οποία έθετε ως απαραίτητη προϋπόθεση της αναγνώρισης του ΣΚΕ την πλήρη ενοποίηση όλων των σοσιαλιστικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Σε διάσκεψη στελεχών του, τον Μάρτιο του 1934, το κόμμα θα αποφασίσει σχεδόν ομόφωνα ότι επιβάλλεται η επάνοδος των ΑΕΣ στη δύναμη της ΓΣΕΕ, δηλαδή η συνεργασία με την παράταξη Καλομοίρη45. Η επιστροφή των ΑΕΣ στη ΓΣΕΕ θα πραγματοποιηθεί στις αρχές του 1935. Σ' αυτό συνετέλεσαν οι αποφάσεις του Ζ' Συνεδρίου της ΓΣΕΕ, τον Νοέμβριο του 1934, σύμφωνα με τις οποίες, αδιακρίτως πολιτικών τάσεων, γίνονταν δεκτές στους κόλπους της όσες συνδικαλιστικές δυνάμεις είχαν στο παρελθόν απομακρυνθεί. Παράλληλα το ΣΚΕ θα αποκαταστήσει τις σχέσεις του με την παράταξη Καλομοίρη: θα συγχωνευθεί με το ΕΣΔΚ και θα βελτιώσει σημαντικά τις σχέσεις του με την ΓΣΕΕ46. Παρ' ότι το καλοκαίρι του 1935 παρουσιάστηκε νέα διάσταση τακτικής ανάμεσα στο ΣΚΕ και τη ΓΣΕΕ με αφορμή την πρωτοβουλία ίδρυσης δημοκρατικού μετώπου που στόχευε στην υπεράσπιση του δημοκρατικού καθεστώτος, το ελληνικό εργατικό κίνημα οδεύει προς την ενοποίηση του κατά τη διάρκεια του 1936. Η επιβολή της δικτατορίας Μεταξά εμπόδισε μία τέτοια φυσική εξέλιξη. Επιπλέον επιλέγοντας τα πρόσωπα που θα αποτελούσαν την ηγεσία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου οδήγησε το συνδικαλιστικό κίνημα στον εκφυλισμό, αφού του αφαίρεσε έτσι κάθε διεκδικητική ικανότητα.



Το εργατικό κίνημα τον Μεσοπολέμου - Μερικές διαπιστώσεις.



Η «παράταξη Στρατή» έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εξέλιξη του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Στη βάση της αποδοχής της ταξικής πάλης και της οργανικής αυτονομίας των εργατικών συνδικάτων, η παράταξη αυτή θα καθορίσει κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '20 την πολιτική γραμμή της ΠΟΣ, αλλά και της ΓΣΕΕ. Ο ίδιος ο Δ. Στρατής χωρίς να απαρνηθεί ποτέ τις σοσιαλδημοκρατικές αρχές που εξέφραζε η Σ.Ε. Διεθνής, θα υποστηρίξει με φανατισμό το δόγμα ότι τα συνδικάτα οφείλουν να παραμείνουν «μακράν της πολιτικής». Το δόγμα αυτό θα υποστηριχθεί άλλωστε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Εκεί αρκετά σωματεία - που ήταν βέβαια από τα πιο ισχυρά, αλλά ταυτόχρονα και οργανώσεις της «εργατικής αριστοκρατίας» -, συχνά αρνούνταν σκόπιμα την ενασχόληση με τα πολιτικά ζητήματα των χωρών τους. Η στάση αυτή μεταφραζόταν συνήθως σε αυξημένη διαπραγματευτική δύναμη στην προώθηση των επαγγελματικών στόχων τους, χωρίς τούτο να αποκλείει αναγκαστικά και τη ριζοσπαστικότητα στη δράση τους47. Στην Ελλάδα η θέση αυτή εκτός από τις όποιες ιδεολογικές επιρροές, φαίνεται να υπαγορεύεται από τις ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες: την ανάγκη αντιπαράθεσης στην κρατική πολιτική, η οποία επεδίωκε να ενσωματώσει στη δική της λογική τις προτεραιότητες του εργατικού κινήματος, αλλά και στην πολιτική των κομμουνιστών συνδικαλιστών οι οποίοι, ευθυγραμμισμένοι με τις θέσεις της Γ' Διεθνούς, θεωρούσαν ως το 1934 τα συνδικάτα αναγκαία παραρτήματα των κομματικών οργανώσεων και προωθημένα φυλάκια για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Η «παράταξη Στρατή», και μαζί της το σύνολο του ρεφορμιστικού συνδικαλιστικού κινήματος, συμπιεσμένοι ανάμεσα σ' αυτές τις δύο αντίρροπες δυνάμεις, θα βρεθούν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.

Όταν στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, οι εξελίξεις στην κορυφή της ΓΣΕΕ θα την οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αποδυνάμωση μέσα στο συνδικαλιστικό χώρο, η «παράταξη Στρατή» θα τροποποιήσει τις θέσεις και την πρακτική της. Σε αναζήτηση νέων κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών και στην προσπάθεια λύσης του αδιεξόδου, θα αρχίσει να παραμελεί την οικονομική δράση, θα στραφεί με αμεσότερο τρόπο στην πολιτική, συγχωνευόμενη με το ΣΚΕ, τις θέσεις του οποίου θα εκφράσει στο συνδικαλιστικό χώρο. Παράλληλα θα μεταφέρει όμως εκεί την αντιδικία της με την «παράταξη Καλομοίρη». Ήδη από το 1931, ο Στρ. Σωμερίτης, στέλεχος του ΣΚΕ, θα υποστηρίξει ότι η διαμάχη ανάμεσα στις παρατάξεις των Δ. Στρατή και Ι. Καλομοίρη δεν έχει ως επίκεντρο το ζήτημα της συνεργασίας με το κράτος, αλλά τον έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος48. Αρκετά χρόνια αργότερα θα προσθέσει μάλιστα ότι οι ρεφορμιστές συνδικαλιστές ηγέτες διχάζονταν αποκλειστικά από επιφανειακές διαφορές και θα τους κατηγορήσει ότι θεώρησαν τη ΓΣΕΕ ως «οχυρό τους, που ήταν απαγορευμένη γη για κάθε σοσιαλιστικό πολιτικό κίνημα»49.

Το ΣΚΕ εμφανίστηκε με αρκετή καθυστέρηση στην πολιτική σκηνή, ενώ βρέθηκε επιπλέον αντιμέτωπο με την έλλειψη σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης. Η τακτική του θα εξαρτηθεί αναγκαστικά και σε σημαντικό βαθμό από τους ρεφορμιστές εργατικούς ηγέτες οι οποίοι θα το εγκλωβίσουν στις δικές τους προτεραιότητες. Αν και είναι αδύνατο να χρεώσει κανείς αποκλειστικά σ' αυτούς τις αιτίες που το ΣΚΕ παραμένει ένα μικρό και περιθωριακό κόμμα, είναι από την άλλη πλευρά αμφίβολο αν και ο Δ. Στρατής ή ο Ι. Καλομοίρης επιθυμούσαν πραγματικά την ισότιμη συνεργασία με κάποιο πολιτικό κόμμα.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '20 και κυρίως αυτής του '30, η ΓΣΕΕ, τα ΑΕΣ και η Ενωτική ΓΣΕ αν και εκφράζουν διαφορετικές τακτικές μέσα στους κόλπους του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, παρουσιάζουν και κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Είναι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί που στηρίζονται στην ιεραρχία της ηγετικής τους ομάδας αλλά και στην πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει το μηχανισμό λήψης των αποφάσεων. Επιπλέον το γεγονός ότι στην Ελλάδα ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία δεν πήρε τις διαστάσεις που είχε πάρει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συνετέλεσε ώστε η πολιτική των ελληνικών συνδικάτων να χαρακτηρίζεται από έντονα συντεχνιακό πνεύμα. Η ΓΣΕΕ είναι αναμφίβολα η πιο ισχυρή και μαζική Συνομοσπονδία. Και αυτή όμως - όπως άλλωστε και τα ΑΕΣ -, δεν καταβάλλει ιδιαίτερες προσπάθειες να ενεργοποιήσει τους εργαζόμενους που συσπειρώνει. Ακόμη και χωρίς τη συμμετοχή τους, θα αναλάβει εργολαβικά την προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων τους επιλέγοντας ως αμεσότερο τρόπο προώθησης την πολιτική της συνεργασίας με το κράτος.

Τα ΑΕΣ δημιουργήθηκαν μετά από διάσπαση της ΓΣΕΕ στη βάση της συνδικαλιστικής αυτονομίας του εργατικού κινήματος. Οι διαφορές τους με την ΓΣΕΕ του Ι. Καλομοίρη φαίνονται να περιορίζονται στις ηγεσίες των δύο οργανώσεων, ενώ η συνολική τους δύναμη ήταν σαφώς μικρότερη απ' αυτήν της ΓΣΕΕ ή της Ενωτικής ΓΣΕ50. Η επιρροή τους στηρίχθηκε στην ΠΟΣ, μειώνεται όμως σημαντικά μακράν της συνδικαλιστικής βάσης των σιδηροδρομικών. Το γεγονός ότι τα ΑΕΣ στηρίχθηκαν κυρίως στην ΠΟΣ καθόρισε σε σημαντικό βαθμό την πολιτική τους κατά τη δεκαετία του '30. Έχοντας να αντιμετωπίσουν οι σιδηροδρομικοί εκείνη την περίοδο τη βαθμιαία απώλεια μιας σειράς οικονομικών κατακτήσεων, αναγκάστηκαν να περιορίσουν τη δράση τους στα άμεσα αιτήματα τους και απέφυγαν να δώσουν στον αγώνα τους ευρύτερη μορφή. Αυτό το γεγονός επέφερε την επικράτηση συντεχνιακού πνεύματος στους κόλπους των ΑΕΣ και οδήγησε στη σταδιακή μείωση της ισχύος τους. Σε αντίθεση με τη ΓΣΕΕ και τα ΑΕΣ, η Ενωτική ΓΣΕ στηρίχθηκε στην ίδια βάση με αυτήν του ΣΕΚΕ / ΚΚΕ και φαίνεται να καθοδηγεί τις περισσότερες εργατικές κινητοποιήσεις ιδίως κατά την περίοδο 19341936.

Εκτός όμως από τα ίδια τα χαρακτηριστικά των εργατικών συνδικάτων, υπάρχει πλήθος από «εξωγενείς» παράγοντες που διαμορφώνει τη λειτουργία τους. Η κρατική πολιτική απέναντι στο εργατικό ζήτημα, η πρόσδεση των ρεφορμιστών εργατικών ηγετών στο κράτος, οι διεθνείς οργανώσεις, ο χαρακτήρας της ελληνικής εργατικής τάξης και γενικότερα οι πολιτικές εξελίξεις του Μεσοπολέμου θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ρεφορμιστικού ή μη συνδικαλισμού. Οι πρώτες κυβερνήσεις του Ελ. Βενιζέλου στις αρχές της δεκαετίας του ΊΟ έθεσαν σε διαφορετική βάση το εργατικό ζήτημα. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα καθιέρωσαν μια αρκετά προωθημένη για την εποχή της εργατική νομοθεσία51 και δημιούργησαν το θεσμικό πλαίσιο για την οργάνωση των επαγγελματικών συμφερόντων ολόκληρου του ταξικού φάσματος. Καθιερώνουν όμως παράλληλα την άμεση κρατική παρέμβαση στη διαμόρφωση της εργατικής πολιτικής αλλά και του συνδικαλισμού. Οι συνδικαλιστές ενεργούν συχνά ερήμην των αποφάσεων των συλλογικών οργάνων που εκπροσωπούν και αντλούν την ισχύ τους από τη συνδιαλλαγή με το κράτος. Η διαμόρφωση της εργατικής πολιτικής του Μεσοπολέμου φαίνεται να είναι το αποκλειστικό αποτέλεσμα της λειτουργίας ενός «εσωτερικού κύκλου» με τη συμμετοχή ανώτερων υπαλλήλων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, πανεπιστημιακών καθώς και συνδικαλιστών ηγετών όπως οι Ι. Καλομοίρης και Δ. Στρατής52. Ιδιαίτερος είναι επίσης ο ρόλος του ΔΓΕ με το οποίο συνδιαλέγονται οι ρεφορμιστές συνδικαλιστές ηγέτες. Εφαρμόζοντας τις επιταγές του, οι ελληνικές κυβερνήσεις θα θεσπίσουν το 1920 μια νομοθεσία που καθιερώνει την οκτάωρη απασχόληση και την προστασία της γυναικείας και παιδικής εργασίας, και θα προωθήσουν την καθιέρωση των κοινωνικών ασφαλίσεων μετά το 1928. Η συνδιαλλαγή αυτού του τύπου, καθώς και η απουσία ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ανάμεσα στο Κόμμα Φιλελευθέρων και το ΚΚΕ, θα εξυψώσει τους ηγέτες αυτούς σε ιδιαίτερη κατηγορία πολιτικών στελεχών, αυτόνομη και ανεξάρτητη από τις κομματικές επιλογές. Τα εν λόγω στελέχη θα επιδράσουν σημαντικά στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού στη μεσοπολεμική Ελλάδα.

Η κρατική παρέμβαση και κυρίως η πρακτική των ρεφορμιστών εργατικών ηγετών συνδέουν το εργατικό ζήτημα με τον κορπορατισμό. Το ζήτημα είναι τεράστιο και διχάζει θεωρητικά την επιστήμη αφού δεν έχει ακόμη αποσαφηνισθεί αν ο κορπορατισμός, εκτός από σύστημα αντιπροσώπευσης συμφερόντων, προσδιορίζει επιπλέον και μία μορφή κράτους ή και ένα οικονομικό σύστημα53. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ή και ενωρίτερα, η κρίση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες επανέφερε στο προσκήνιο ' κορπορατιστικές ιδεολογίες με την αναβίωση πρακτικών φασιστικών καθεστώτων. Τα επαγγελματικά συμφέροντα υπάγονται τότε στο κράτος και τα συνδικάτα μετατρέπονται σε κρατικές οργανώσεις54. Στην Ελλάδα οι ερμηνείες που συνδέουν τις επαγγελματικές οργανώσεις με τον κορπορατισμό δεν είναι πολλές, εξαρτώνται δε από τα θεωρητικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται κάθε φορά στην προσέγγιση του συνδικαλιστικού φαινομένου. Με βάση κριτήρια που αφορούν τη δομή των επαγγελματικών οργανώσεων, τις σχέσεις τους με το κράτος ή τον συγκεντρωτικό τους χαρακτήρα υποστηρίζεται ότι ο ελληνικός συνδικαλισμός προσεγγίζει το κορπορατιστικό μοντέλο55. Κορπορατιστικές τάσεις διαπιστώνονται κυρίως στην περίπτωση της Γερουσίας, η οποία προβάλλεται ως εναλλακτική λύση απέναντι στο κοινοβούλιο ή τον κομμουνισμό56. Η σύνδεση του συνδικαλισμού με τον κορπορατισμό στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου θα απαιτούσε πάντως μία εκτενέστερη μελέτη.

Όπως και οι υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, η Ελλάδα θα γνωρίσει κατά την περίοδο 1918-1940 μια εξαιρετική βιομηχανική ανάπτυξη, ως συνέπεια των ανακατατάξεων του Α ' Παγκοσμίου Πολέμου, της έλευσης των προσφύγων και της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Παρ' όλη όμως την ενδυνάμωση του βιομηχανικού τομέα, η οποία συνεπιφέρει ανάλογη αύξηση των χειρωνακτικός εργαζομένων σ' αυτόν, το εργατικό κίνημα δεν θα γνωρίσει ανάλογη εξέλιξη. Αν και η δύναμη των συνδικάτων αυξάνεται κατακόρυφα αυτήν την περίοδο, ελάχιστες είναι οι πληροφορίες μας για το πραγματικό της μέγεθος57. Οι εκτιμήσεις για τη συνδικαλιστική δύναμη κάθε παράταξης διαφέρουν, ενώ παρατηρείται σημαντική απόκλιση ανάμεσα στον αριθμό των εγγεγραμμένων και των ενεργών μελών. Είναι αμφίβολο επίσης εάν και κατά πόσο ο ρεφορμιστικός συνδικαλισμός επεδίωξε ώστε να συμπεριφερθεί η εργατική τάξη ως αυτόνομη κοινωνική τάξη. Φαίνεται όμως ότι ο αγώνας της εργατικής τάξης ταυτίζεται αυτήν την περίοδο με τις διεκδικήσεις κάποιων επαγγελματικών κατηγοριών που τυγχάνουν ισχυρής συνδικαλιστικής εκπροσώπησης και συχνά είναι χωρίς συνάρτηση και συνοχή. Τα μόνα οργανωμένα συνδικάτα είναι αυτά των καπνεργατών, των ναυτεργατών, των σιδηροδρομικών, των λιμενεργατών και των ιδιωτικών υπαλλήλων. Τόσο η ΓΣΕΕ όσο και τα ΑΕΣ δεν κατόρθωσαν να ασκήσουν στα μέλη τους πολιτική επιρροή. Οι εργαζόμενοι ακολουθούν τις ηγεσίες των συνδικάτων προκειμένου να προωθήσουν τις οικονομικές και συνδικαλιστικές τους διεκδικήσεις, κατά τις βουλευτικές εκλογές ψηφίζουν όμως βενιζελικούς ή αντιβενιζελικούς υποψηφίους ενταγμένοι στο πολωτικό κλίμα που χαρακτηρίζει την πολιτική σκηνή στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.

1. Εξαίρεση αποτελεί το τετράτομο έργο του Π. Νούτσου «Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, από το 1875 ως το 1974», εκδ. Γνώση. Για τον Στρατή βλ. τόμος Β', 2ο μέρος, 437 (Αθήνα 1992) και τόμος Γ, σελ. 555 επ. (Αθήνα 1993).

2. Βλ. αναλυτικά G. Sorel. L' avenir socialiste des syndicats. Librairie G. Jacques et Cie, Παρίσι 1901.

3. R. Gonnard, Histoire des doctrines economiques. Librairie Generale de Droit et des Jurisprudence, Παρίσι 1947, σελ. 445.

4. F. Chatelet, R. Pisier Kouchner. Οι πολιτικές αντίληψης του 20ού αιώνα. Ράππας, Αθήνα 1981. σελ. 186187.

5. R. Gonnard. Histoire..., αιτ.. σελ. 444.

6. F. Chatelet. Ε. Pisier Kouchner, Οι πολιτικές αντιλήψεις..., ό.π., σελ. 277.

7. Στο ίδιο. σελ. 188.

8.. Για την περίπτωση του Merrheim, που είναι ενδεικτική για τη γενικότερη στροφή που παρατηρήθηκε, βλ. Ν. Papayanis. Alphouse Merrheim: The Emergence of Reformism in Revolutionary Syndicalism. 18711925, Martinus Nijhoff, Βοστώνη 1985.

9. Η ανάπτυξη της γαλλικής εργατικής τάξης επιτελέσθηκε με σχετικά αργούς ρυθμούς. Στα χρόνια 1876-1913 ο εργοστασιακός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 50%, ενώ κατά την ίδια περίοδο στη Γερμανία σημειώθηκε υπερτριπλασιασμός. Από τα δομικά χαρακτηριστικά της βιομηχανικής ανάπτυξης στη Γαλλία υπήρξαν ο χαμηλός βαθμός εκμηχάνισης της παραγωγής, η κυριαρχία των μικρών βιομηχανικών μονάδων, καθώς και το σχετικά υψηλό βάρος της εξειδικευμένης εργασίας στην παραγωγική διαδικασία. (Βλ. OPT. Stevenson, After Marx, before Lenin: Marxism and Socialist Working Class Parties in Europe, 1884-1914, University of Pittsburgh Press, Πιτσμπουργκ 1991, σελ. 126-127). Σε αυτές τις συνθήκες ευδοκίμησε ένα συνδικαλιστικό κίνημα επηρεασμένο από τον μικροϊδιοκτησιασμό, τον εξισωτισμό και τον παραδοσιακό σεβασμό στην επαγγελματική ενασχόληση.

10.. Δ. Στρατής, «Τι ζητούν οι εργάται και οι υπάλληλοι προς βελτίωσιν της θέσεως των», π. Κοινωνική Έρευνα, αρ. 4, Ιούνιος 1932, σελ. 29-31.

11. Γ. Λάσκαρης, Δημοκρατικός και Κομμουνιστικός Συνδικαλισμός, ΓΣΕΕ, Αθήνα 1958, σελ. 20-21.

12. G. Lichtheim. A Short History of Socialism, πρόλογος G. McLellan, Flamingo, Λονδίνο 1983. σελ. 233.

13. Σχετικά με τις θέσεις τον, βλ. Δ. Στρατής, Οι εργάτες κατά τον Ιοκονύμον, Βιβλιοθήκη Σοσιαλιστικού Ομίλου. Πειραιάς 1929.

14.. Δεν πρόκειται για το γνωστό ΣΕΚΕ που ιδρύθηκε το 1918 και μετονομάστηκε σε ΚΚΕ. αλλά για οργάνωση που σχηματίζεται το Μάιο του 1928 σε μια προσπάθεια να ενώσει όλους τους σοσιαλιστές σε ενιαίο κόμμα, σύμφωνα με τις αρχές της Σοσιαλιστικής Εργατικής Διεθνούς. Αναλυτικά για την συγκρότηση, την εξέλιξη και τη φυσιογνωμία του κόμματος αυτού, βλ. Κ. Mavreas, Les socialistes en Grece entre les deux guerres, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Παρίσι l - Σορβόννη 1992, σελ. 327-355.

15. Δ. Στρατής, «Τι ζητούν οι εργάται...», π. Κοινωνική Έρευνα, ό.π., σελ. 31.

16.. Σχετικά με την εκλογή εκπροσώπων της ΓΣΕΕ στη Γερουσία βλ. Στατιστική των Γερουσιαστικών Εκλογών της 2Ιης Απριλίου 1929, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1931 και Στατιστική των Γερουσιαστικών Εκλογών, Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, Αθήνα 1934,

17.. Δ. Στρατής, 40 χρόνων αγώνες των ελλήνων σιδηροδρομικών 19051945, χ.ε., Αθήνα 1959, σελ. 58 και 60. Ο Α. Αιακός αναφέρει ότι οι πρωτοβάθμιες οργανώσεις που ίδρυσαν την ΠΟΣ διέθεταν 8.000 εγγεγραμμένα μέλη, από τα οποία τα 6.025 ήταν ενεργά. Α. Αιακός, Εργασία και Πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1993. σελ. 146.

18.. Όπως σημειώνει ο Π. Νούτσος, μέχρι την ίδρυση της ΓΣΕΕ, οι εργατικές ενώσεις θα μπορούσαν να διαιρεθούν σε τέσσερις κατηγορίες: α) όσες αναπτύσσονται σε συσχετισμό με τις υπάρχουσες πολιτικές κινήσεις και καθοδηγούνται απ' αυτές, όπως το συνδικάτο «Άμυνα» που συνδέεται με το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών, β) αυτές που δεν περιορίζονται στην οικονομική οργάνωση της εργατικής τάξης, αλλά παρουσιάζονται ταυτόχρονα σαν πολιτικές κινήσεις, όπως η Federation της θεσσαλονίκης, γ) όσες κινούνται στη σκιά της κρατικής προστασίας, όπως το ΕΚΑ, και δ) εκείνες που υποστηρίζουν την αυτόνομη συνδικαλιστική δράση, δηλ. το δόγμα «μακράν της πολιτικής». Π. Νούτσος (επιμ.). Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, τ. Β' (1907-1925). μέρος α', Γνώση, Αθήνα 1991, σελ. 115.

19.. Με το άρθρο 10 του Καταστατικού της. η ΠΟΣ αφήνει ανοικτή τη σχέση της με τη ΓΣΕΕ, αφού την προσχώρηση της σ' αυτήν θα την αποφάσιζε το Γενικό της Συμβούλιο και θα την ενέκρινε το επόμενο Συνέδριό της. Το Καταστατικό της ΠΟΣ συνετάχθη τον Αύγουστο 1920. Βλ. εφ. Σιδηροδρομική, αρ. 159, της 24/2/1924.

20.. Ολόκληρο το Πρόγραμμα της ΠΟΣ στο, Δ. Στρατής 40 χρόνων αγώνες..., ό.π., σελ. 65-66.

21.. Σχετικά με το Β Συνέδριο της ΠΟΣ, στο ίδιο, σελ. 106108.

22.. Στο ίδιο, σελ. 138.

23.. Η Διεθνής Συνδικαλιστική Ομοσπονδία του Amsterdam ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 1919 και ήταν σοσιαλδημοκρατική; έμπνευσης. Πρόεδρος της ήταν ο βρετανός εργατικός Kouchner και α' αντιπρόεδρος της ο γάλλος Leon Zouhaux. Ήταν η μεγαλύτερη οργάνωση στον κόσμο, αφού είχε περισσότερα από 23 εκατ. μέλη σε 22 χώρες. Μετά το 1923 θα αναλάβει κοινές πρωτοβουλίες με την Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνή σε αρκετά ζητήματα, ιδίως στον αγώνα κατά του φασισμού. Υποστήριζε τη διεθνιστική αλληλεγγύη, την αντικατάσταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής από το συνεταιριστικό οικονομικό σύστημα και την καθιέρωση της 40ωρης απασχόλησης σαν τρόπο αντιμετώπισης της ανεργίας.

24.. Διαφωνώντας με την πρακτική αποκλεισμού των κομμουνιστών οι Γ. Παπανικολάου και Β. Μιχαηλίδης θα παραιτηθούν από την ηγεσία της ΓΣΕΕ. Δ. Λιβιεράτος, Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (192327), Κομμούνα, Αθήνα 1985, σελ. 169.

25.. Σαν άμεσα αιτήματα της εργατικής τάξης ο Δ. Στρατής ιεραρχεί την αύξηση των εργατικών ημερομισθίων, την αντιμετώπιση της ανεργίας, την καθιέρωση της οκτάωρης απασχόλησης καθώς και τη βελτίωση του συστήματος των κοινωνικών ασφαλίσεων. Βλ. τη συνέντευξη του στην εφ. Δημοκρατία, αριθμ. 757, της 20/10/1926.

26.. Κατά τον Δ. Στρατή, η βιομηχανική ανάπτυξη θα οδηγούσε στην αύξηση των βιομηχανικών εργατών, κάτι που θα Επιτάχυνε τον αγώνα για επικράτηση της εργατικής τάξης.

27.. Η εφημ. «Λαϊκή Φωνή» θα επανακυκλοφορήσει για σύντομο χρονικό διάστημα τον Φεβρουάριο 1929.

28.. Η Ενωτική ΓΣΕ εκπροσωπούσε 150 περίπου συνδικαλιστικές οργανώσεις, θα διαλυθεί το Δεκέμβριο 1929 με δικαστική απόφαση που υποκίνησε η ίδια η κυβέρνηση Βενιζέλου σε εφαρμογή του «Ιδιωνύμου». Αυτή όμως θα αναβιώσει ένα χρόνο αργότερα ημιπαράνομα αρχικά, ημινόμιμα στη συνέχεια.

29.. Διαρροές από την ΠΟΣ παρατηρούνται αυτήν την περίοδο και από τα δεξιά, με την ίδρυση νέων συντηρητικών αποχρώσεων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η αποδιάρθρωση της ΠΟΣ θα τερματισθεί στο Ε' Συνέδριό της, το οποίο έγινε στον Πειραιά τον Μάιο του 1931. Εκεί καταργήθηκαν οι τροποποιήσεις που είχαν γίνει στα καταστατικά των πρωτοβάθμιων οργανώσεων και επανήλθε σε ισχύ το προηγούμενο καταστατικό της ΠΟΣ. Μετά το Συνέδριο, διαπραγματεύσεις που έγιναν ανάμεσα στην ηγεσία της και τα συνδικάτα που είχαν αποχωρήσει από τη δύναμη της, κατέληξαν στην επαναπροσχώρησή τους σ' αυτήν. Δ. Στρατής, 40 χρόνων αγώνες..., ό.π., σελ. 142-144 και 146-149.

30.. Στην πενταμελή Εκτελεστική Επιτροπή της ΓΣΕΕ εξελέγησαν οι Δ. Στρατής, Ι. Καλομοίρης, Δ. Παπανικολάου, Αρ. Δημητράτος και Εμ. Κουλιτάκης.

31.. Εφ. Ελεύθερο Βήμα, της 13/9/1928. Επίσης, Δ. Λιβιεράτος, Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα, (1927-31), Κομμούνα, Αθήνα, 1987, σελ. 84-85.

32.. Όπως σημειώνει ο Ν. Γιαννιός, «δυστυχώς οι έλληνες εργατικοί ηγέτες, χωρίς να ζητήσουν την άδεια από το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα στο οποίο ανήκαν, έσπευσαν να αυτοχειροτονηθούν γερουσιαστές και να πέσουν τρεχάλα στην παγίδα που ο αστικός κόσμος έστηνε στην εργατική τάξη. Αργότερα ο καθείς από τους κορυφαίους ηγέτες της ΓΣΕΕ ζητούσε να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερες από τις τέσσερις γερουσιαστικές θέσεις για τους φίλους του. Έτσι ξέσπασε ένας ταπεινός καυγάς μεταξύ των εκτελεστικών επιτρόπων της Συνομοσπονδίας (Καλομοίρη - Στρατή)

που ο καθείς, για την επικράτηση του σ' αυτή κατέφευγε σ' όλα τα μέσα, ακόμη και στα οργανικώς αθέμιτα...». Ν. Γιαννιός, «Η ιστορία του συνδικαλισμού της Ελλάδας», π. Συνεργατική Εγκυκλοπαίδεια, αρ. 12, Σεπτ. 1952, σελ. 23. Επίσης, Ν. Γιαννιός, «Η ιστορία του συνδικαλισμού στην Ελλάδα», π. Σοσιαλιστική, αρ. 30, Απρ. 1931, σελ. 273-274.

33.. Σχετικά με το Ε' Συνέδριο της ΓΣΕΕ, βλ. Δ. Λιβιεράτος, Κοινωνικοί αγώνες... (192731). ό.π. σελ. 158-162.

34.. Αυτό δεν αποτέλεσε βέβαια αιτία να μην αναγνωρισθεί η νέα ΕΕ της ΓΣΕΕ από την ΔΣΟ. Κατά τη διάρκεια ολόκληρης αυτής της περιόδου, η ΔΣΟ αναγνωρίζει την ηγεσία της ΓΣΕΕ άσχετα από τις διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό της, ενώ θα καταβάλει έντονες προσπάθειες να πείσει τον Δ. Στρατή να λάβει μέρος στο ΣΤ' Συνέδριο της ΓΣΕΕ και να επιστρέψει στη δύναμη της. Εκπροσωπώντας την ΔΣΟ, ο Leon Jouhaux θα παρευρεθεί στο Συνέδριο αυτό, όπου θα ταχθεί κατά της απόπειρας ίδρυσης από τον Στρατή μιας νέας συνομοσπονδίας και θα εκφράσει ανοικτά την υποστήριξη του προς την παράταξη Καλομοίρη.

35.. Σ. Σωμερίτης, Η μεγάλη καμπή. Μαρτυρίες - Αναμνήσεις, 1924-1974, Ολκός, Αθήνα, 1975, σελ. 89.

36.. Εφ. Σοσιαλιστής, αρ. 14, της 15/6/1930.

37.. Όπως προκύπτει και από την προσφώνηση του Τ. Ζαχαρακόπουλου κατά την άφιξη του γραμματέα της ΔΣΟ J. Sassenach στην Ελλάδα, τους Σοσιαλιστικούς Ομίλους υποστηρίζουν η ΠΟΣ. η Ομοσπονδία Εργατών Βιομηχανίας Καπνού, η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων, η Ναυτική Ομοσπονδία καθώς και η Ομοσπονδία Ηλεκτροφωτισμού Εργατών Δραπετσώνας. Εφ. Σοσιαλιστής., αριθμ. 8, της 16/3/1930.

38.. Το ΕΣΔΚ θεωρείται συνέχεια του Εργατικού Κόμματος Πειραιώς, το οποίο είχε ιδρυθεί κατά τα μέσα της δεκαετίας του '20 από τον Ι. Καλομοίρη και είχε προσχωρήσει στο ΣΕΚΕ το 1928. θα συσταθεί μετά την αποχώρηση της παράταξης του από το ΣΕΚΕ το 1929, με αφορμή το ζήτημα της Γερουσίας. Οι στόχοι του και ο πολιτικός του λόγος που είναι επιθετικός απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο, δεν διαφέρουν απ' αυτούς των υπολοίπων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της εποχής. Την κοινωνική του βάση όμως αποτελούν εργάτες μαρξιστικών, βενιζελικών αλλά και μοναρχικών πεποιθήσεων. Το ΕΣΔΚ συνάντησε την αντίδραση αρκετών σοσιαλιστών του ΣΚΕ. Αυτή είναι ίσως η αιτία της μη συγχώνευσης του με το ΣΚΕ κατά τις διεργασίες της σοσιαλιστικής ενοποίησης το 1931.

39.. Σ. Σωμερίτης, Η μεγάλη καμπή..., ό.π., σελ. 93.

40.. Ήδη κατά τη διάρκεια του 1932 οι Χρ. Χωμενίδης και Ν. Γιαννιός θα αποχωρήσουν αρχικά από την ηγεσία του ΣΚΕ και στη συνέχεια θα αποσυρθούν από όλες τις κομματικές δραστηριότητες. Σχετικά με την εξέλιξη του ΣΚΕ, βλ. Κ. Maveras, Les socialistes..., ό.π., σελ. 418 κ.επ.

41.. Π. Σοσιαλιστικές Πληροφορίες, αρ. 1, Απρ. 1932, σελ. 1. Επίσης, π. Σοσιαλιστική Ζωή, αρ. 42, Απρ. 1932, σελ. 437-439.

42.. Το Εκλογικό Πρόγραμμα του ΣΚΕ, Π. Σουιαλίστικές Πληροφορίες, αρ. 45 Ιούλ. Αύγ. 1932, σελ. 50-55.

43.. Είναι αλήθεια ότι στις αρχές της δεκαετίας του '30 η ΔΣΟ θα επιχειρήσει να παρέμβει προκειμένου να επιτευχθεί η ενοποίηση του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, ιδίως δε αυτή μεταξύ των ΑΕΣ και της ΓΣΕΕ. Αυτό θα γίνει δύο τουλάχιστον φορές, το 1931 και το 1933. Φαίνεται όμως ότι εγκατέλειψε σύντομα αυτήν την προσπάθεια μετά τη διαπίστωση ότι δεν υπήρχε πραγματική βούληση ενοποίησης στους έλληνες εργατικούς ηγέτες. Η ενοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος δεν θα επιτευχθεί ακόμη και όταν την άνοιξη του 1933 η Ενωτική ΓΣΕ, - αλλάζοντας την μέχρι τότε επιθετική στάση της απέναντι στους «σοσιαλρεφορμιστές» -, θα προτείνει στη ΓΣΕΕ, τα ΑΕΣ και την Κεντρική Πανϋπαλληλική Επιτροπή τη δημιουργία ενός Ενιαίου Συνδικαλιστικού Μετώπου. Βλ. Σ. Σωμερίτης, Η μεγάλη καμπή..., ό.π., σελ. 155156. Επίσης π. Σοσιαλιστική Επιθεώρηση, αρ. 2, 15/2/1933, σελ. 63 και αρ. 4. 15/4/1933, σελ. 116-120.

44.. Σ. Σωμερίτης, Η μεγάλη καμπή..., ό.π., σελ. 265.

45.. Π. Σοσιαλιστική Επιθεώρηση, αρ. 4, Απρ. 1934, σελ. 126.

46.. Ο διάλογος ΣΚΕ και ΕΣΔΚ θα καταλήξει στη συγχώνευση των δύο κομμάτων η οποία πραγματοποιείται με την υπογραφή Πρακτικού στις 16 Δεκεμβρίου 1934. Επίσης τον Φεβρουάριο 1935 το ΣΚΕ και η ΓΣΕΕ αποφασίζουν να ενώσουν τον αγώνα τους για κατοχύρωση των δημοκρατικών ελευθεριών των εργαζομένων και να αντιταχθούν από κοινού στην απειλή ενός νέου πολέμου συγκροτώντας μεικτή επιτροπή που θα συντόνιζε την κοινή τους δράση. Π. Σοσιαλιστική Επιθεώρηση, αρ. 12, Δεκεμ. 1934, σελ. 396. Επίσης π. Σοσιαλιστική Επιθεώρηση, αρ. 25, Φεβρ. Μάιος 1935, σελ. 72-73.

47.. Βλ. D. Geary, European Labour Protest. 18481939, Methnen, Λονδίνο 1984, σελ. 4647.

48.. Σ. Σωμερίτης, «Η Σοσιαλιστική Ενότητα και το κίνημα των εργαζομένων», Π. Σοσιαλιστική Ζωή, αρ. 32, Ιούν. 1931, σελ. 308.

49.. Σ. Σωμερίτης, Η μεγάλη καμπή..., ό.π., σελ. 150151.

50.. Η συνολική τους δύναμη υπολογίζεται σε 84 πρωτοβάθμιες οργανώσεις με 17.500 μέλη. Βλ. BIT. L'annee sociale 1932, Γενεύη 1933, σελ. 415, στο Α. Λιάκος, Εργασία και Πολιτική..., ό.π., σελ. 151.

51.. Αναλυτικά για την εργατική νομοθεσία της περιόδου, βλ. A. Andreades. La legislation ouvriere en Grece. Imprimerie commerciale de la societe anonyme du «Salut Public» (Cyon), Γενεύη 1922.

52.. A. Αιακός, «Ο Ελ. Βενιζέλος και το Διεθνές Γραφείο Εργασίας», π. Σύγχρονα θέματα. β', αρ. 31, Οκτ. 1987, σελ. 44. Επίσης του ίδιου, «Από Κράτος Φύλαξ εις Κράτος Πρόνοια», Π. Ο Πολίτης, αρ. 78 (6), Απρ. 1987, σελ. 35.

53.. Για ένα σύντομο προσδιορισμό του κορπορατιστικού φαινομένου, βλ. M. Carnoy, Κράτος και πολιτική θεωρία, Οδυσσέας, Αθήνα 1990, σελ. 5862. Ο Philip Schmitter εισήγαγε επίσης τη διάκριση «κοινωνικού»/«κρατικού» και «καθαρού»/«υποταγμένου» κορπορατισμού. Βλ. Ph. Schmitter, «Still the Century of Corporatism?», στο Ph. Schmitter, G. Lehmbruch, Trends Toward Corporatist Intermediation, Sage, Beverly Hills 1981, σελ. 748.

54.. Σχετικά με την εφαρμογή κορπορατιστικών προτύπων στην Ελλάδα, βλ. Γ. Κραβαρίτου, «Εργατικό δίκαιο και κορπορατισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου», π. Ο Πολίτης, τ. 84 (12), Οκτ. 1987, σελ. 42-48.

55.. Στ. Αλεξανδρόπουλος, «Τάσεις κορπορατιστικής αντιπροσώπευσης και ελληνική πραγματικότητα», π. Κοινοβουλευτική Επιθεώρηση, αρ. 4, Φεβρ, Μαρτ. Απρ. 1990, σελ. 6768.

56.. Βλ. Α. Αιακός Εργασία και Πολιτική... ό.π., σελ. 354-355.

57.. Κατά τον θ. Σακελλαρόπουλο, μέσα σε μία εικοσαετία τα συνδικάτα τετραπλασίασαν τη δύναμη τους, ενώ ο αριθμός των συμμετεχόντων εργατών τριπλασιάστηκε. Το 1919 διαπιστώνεται η ύπαρξη 389 συνδικάτων με 86.298 συνδικαλισμένους εργάτες, ενώ το 1939 υπάρχουν 1.119 συνδικάτα με 269.000 συνδικαλισμένους εργάτες. Βλ. θ. Σακελλαρόπουλος, Οικονομία, Κοινωνία, Κράτος στην Ελλάδα τον Μεσοπολέμου. Πληροφόρηση, Αθήνα 1991, σελ. 75.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: