Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Νίκος Κουνενής: Περί Δημοκρατίας, σάτιρα ηθών και θεσμών



Του Κώστα Παλούκη,
Όταν φτιάξαμε το Κίνημα στην Πόλη, όλοι νιώθαμε ότι αποτελούσε μια τομή στα πράγματα του Ζωγράφου και κάποιοι ελπίζαμε γενικότερα στα πράγματα της αριστεράς. Αν κάποιος όμως με ρωτήσει τι πραγματικά έχω κερδίσει εγώ από το ταξίδι αυτής της δημοτικής κίνησης είναι η γνωριμία και η φιλία με αγωνιστές  όπως ο Νίκος Κουνενής. Από αυτήν την άποψη δεν είναι απλά τιμή, αλλά κυρίως χαρά να συμμετέχω στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του.
Εισαγωγή
 Κάποιος που έχει διαβάσει και έχει διασκεδάσει με όλα τα προηγούμενα βιβλία του Νίκου πάντα περιμένει με αγωνία να διαβάσει το οποιοδήποτε νέο βιβλίο του. Γιατί είναι σίγουρος πως ποτέ ένα κείμενο του Νίκου δε θα είναι βαρετό, ότι θα ρέει, θα είναι εμπνευσμένο και φυσικά θα προκαλεί αστείρευτο γέλιο γραμμένο με το μοναδικό καυστικό ύφος της «κουνένιας ειρωνείας». Στην ομηρική «τραγική ειρωνεία» οι ήρωες του έπους δεν γνωρίζουν για τη μοίρα τους και για όσα τους αφορούν, ενώ παράλληλα τα γνωρίζουν οι αναγνώστες και ο παντογνώστης αφηγητής. Στην σύγχρονη κοινή ειρωνεία ένα έξυπνο ευφυολόγημα κοροϊδεύει και εμφανίζει ως γελοίο έναν άνθρωπο, μια άποψη, μια στάση ή μια επιλογή του τραβώντας αυτήν την άποψη στην πιο ακραία, υπερβολική και οριακά αληθοφανή δυνατή της απόληξη, έκφανση και εμφάνισή της. Τι συμβαίνει όμως στην «κουνένια ειρωνεία»; Στην «κουνένια ειρωνεία» οι ήρωες της ιστορίας δεν γνωρίζουν ότι ο παντογνώστης αφηγητής, δηλαδή ο Κουνενής, τους σαρκάζει και τους γελοιοποιεί τραβώντας ακριβώς στα άκρα και την υπερβολή τις επιλογές τους, τη ζωή τους, την κοινωνία τους, την ταυτότητά τους βάζοντάς τους να κινούνται μέσα σε οριακά αληθοφανείς καταστάσεις. Και βέβαια οι ήρωες της εκάστοτε ιστορίας είναι πραγματικοί ή εν δυνάμει πραγματικοί άνθρωποι που ζουν πραγματικές ή εν δυνάμει πραγματικές καταστάσεις.  Δηλαδή ο Κουνενής σαρκάζει την ίδια την ελληνική κοινωνία και τους ανθρώπους που την αποτελούν, δηλαδή τους ίδιους τους αναγνώστες του βιβλίου. Με λίγα λόγια στην «κουνένια ειρωνεία» ο αναγνώστης δεν γνωρίζει ότι σαρκάζεται από τον παντογνώστη αφηγητή Κουνενή την ώρα που διαβάζει το βιβλίο. Είναι δε τόσο προκλητική η «κουνένια ειρωνεία» που έχει φτάσει σε τουλάχιστον μία περίπτωση να σαρκάζει και τον ίδιο τον παντογνώστη αφηγητή, δηλαδή τον Κουνενή.
Η γραφή του Κουνενή ουσιωδώς κωμική ως τυπική αντεστραμμένη τραγωδία, δηλαδή ως τραγωδία που έχει γίνει κωμωδία, καταφέρνει να αποδίδει, να αναδεικνύει και να στηλιτεύει μέσα από το κωμικό κοινωνικές και πολιτικές πλευρές της σύγχρονης Ελλάδας και των ανθρώπων της. Αυτή η «κουνένια ειρωνεία», παρότι μοναδική στην χρήση και την εφαρμογή της από τον Νίκο Κουνενή, τυπικά εντάσσεται στην παράδοση του σύγχρονου ανατρεπτικού φαρσικού σουρεαλιστικού χιούμορ.
Πιο συγκεκριμένα όμως ως πολύ σημερινή γραφή νομίζω ότι θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα νέο ίσως αφηγηματικό ρεύμα που κατά έναν τρόπο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η «λογοτεχνία της λογικής» ή ακόμη καλύτερα, ως η «λογοτεχνία των έξυπνων ιδεών» ή ακόμη πιο προκλητικά η «λογοτεχνία των έξυπνων ανθρώπων». Αυτή η λογοτεχνία απορρίπτοντας δομικά τη «λογοτεχνία των συναισθημάτων» και του βιωμένου δράματος μετατοπίζει την αφηγηματική εστίαση από το κοινό συναίσθημα στην έξυπνη σύλληψη. Με αυτόν τον τρόπο το γράψιμο του Κουνενή έρχεται σε πλήρη αντίθεση και ρήξη με την κυρίαρχη γραφή της ερωτικής και συναισθηματικής παραλογοτεχνίας. Χαρακτηριστικό επίσης κείμενο αυτής ακριβώς της αφηγηματικής γραφής είναι το Λοστρέ του Λένου Χρηστίδη. Και στις δύο γραφές, δηλαδή τόσο του Κουνενή όσο και του Χρηστίδη, το κωμικό στοιχείο προκύπτει μέσα από έξυπνες ιδέες και την έξυπνη ειρωνεία πάν σε μια κοινωνία σαπισμένη από την ηλιθιότητα. Σε αντίθεση με την ειρωνεία του Χρηστίδη που θα μπορούσε να κατηγορηθεί για νιτσεϊκή παρέκκλιση, η «κουνένια ειρωνεία» παραμένει πάντα στα όρια της αριστερής σεμνότητας.
Έχοντας μια συνολικότερη εικόνα του έργου του Νίκου μπορεί κανείς να παρατηρήσει μια κίνηση και μια εξέλιξη της εστίασης του προσωπικού του ενδιαφέροντος. Δηλαδή τα πρώτα έργα εστίαζαν κυρίως σε πρόσωπα, τα επόμενα σε καταστάσεις, κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα, ενώ το τελευταίο βιβλίο του αφορά αυτό καθεαυτό το πολιτικό σύστημα. Δηλαδή υπάρχει μια κίνηση από το συγκεκριμένο-προσωπικό προς το πιο αφηρημένο-πολιτισμικό-κοινωνικό-πολιτικό.  Η εξέλιξη αυτή είναι λογική και θετική γιατί δείχνει ότι ο συγγραφέας δεν προσπαθεί να επαναλάβει την δεδομένη προηγούμενη επιτυχία, αλλά να δοκιμάσει μια πετυχημένη συνταγή σε διαφορετικά πεδία.
Αυτό κάνει και στο Περί Δημοκρατίας. Δηλαδή προσπαθεί να εφαρμόσει μια δοκιμασμένη επιτυχημένη συνταγή, την σάτιρα και την ειρωνεία, που μέχρι τώρα χρησιμοποιούσε σε μυθιστορηματικές αφηγήσεις σε ένα πολιτικό δοκίμιο και να συνθέσει ένα είδος σατιρικού δοκιμίου. Γενικά, το πετυχαίνει. Και αυτό είναι το ευχάριστο. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις που η σύνθεση αδυνατίζει. Κάποιες φορές ο προσεκτικός αναγνώστης αισθάνεται ότι το κείμενο ως δοκίμιο χάνει σε κάποιες λεπτομέρειες. Όμως αυτό που μένει τελικά στον αναγνώστη είναι ότι διαβάζει ταυτόχρονα ένα δοκίμιο και μια σάτιρα εξίσου δυνατά και στις δύο εκδοχές τους.
Τι είναι το Περί Δημοκρατίας; Είναι πρώτα πρώτα αυτό που λέει ο τίτλος και ο υπότιτλος μαζί, δηλαδή μια «σάτιρα ηθών και θεσμών», ένα σατιρικό και κριτικό κείμενο για την Δημοκρατία. Αν και διατείνεται ότι αφορά εν γένει την Δημοκρατία, ουσιαστικά αφορά την ελληνική δημοκρατία και γενικότερα το ελληνικό αστικό πολιτικό σύστημα ειδωμένο όμως σα μια τυπική εκδοχή των δημοκρατιών της Δύσης.
Το σατιρικό στοιχείο κυριαρχεί σε όλο το κείμενο με τον εξής τρόπο: ο αφηγητής-δοκιμιογράφος υποτίθεται ότι υπερασπίζεται την δημοκρατία έναντι των λαϊκιστών υπονομευτών της. Αντικρούει τα επιχειρήματα που θέλουν τη δημοκρατία να παραβιάζεται, να καταργείται ή να μην υπάρχει, χωρίς όμως πάντα να αρνείται την ύπαρξή τους. Αυτό που κάνει είναι να αντιστρέφει την οπτική του επιχειρήματος. Για παράδειγμα η διαπλοκή δεν είναι ένα αρνητικό πρόβλημα στην δημοκρατία, αλλά κάτι αναγκαίο για την υπεύθυνη λειτουργία της. Ο αφηγητής-δοκιμιογράφος προσπαθεί να επεξεργαστεί όλα τα φαινόμενα της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας, να τα αναλύσει και να τα ταξινομήσει, ως σωστός θεωρητικός, αλλά η ταξινόμηση και οι χαρακτηρισμοί του αποκαλύπτουν αθέλητα σε σχέση με τις υποτιθέμενες προθέσεις του την απουσία δημοκρατίας. Έτσι αυτό λοιπόν που τελικά καταλαβαίνει ο αναγνώστης είναι πως η υπερασπιζόμενη αστική δημοκρατία μαζί με τους τυπικούς ή και άτυπους θεσμούς της στην πράξη είναι ένα βαθειά ολοκληρωτικό καθεστώς.
Ο δοκιμιογράφος-αφηγητής ο οποίος δεν ταυτίζεται ακριβώς με τον συγγραφέα, είναι ο βασικός ήρωας του κειμένου. Όμως ούτε ο αναγνώστης αισθάνεται πολιτική ή ιδεολογική ταύτιση με τον δοκιμιογράφο, καθώς το εξαγόμενο συμπέρασμα του αναγνώστη είναι κάθε φορά διαφορετικό από εκείνο του δοκιμιογράφου. Στο συμπέρασμα βέβαια τον ωθεί η ειρωνεία και ο σαρκασμός  του συγγραφέα. Άρα στην πράξη ο αναγνώστης ταυτίζεται με τον συγγραφέα παρακολουθώντας τον αγωνιώδη και χειμαρρώδη μονόλογο ενός νέο-φιλελεύθερου διανοούμενου. Με αυτόν τον τρόπο το βιβλίο αποκτά τη φυσιογνωμία φαρσικού κειμένου που αυτοπαρωδείται, λανθάνει της δοκιμιακής υφής και αποκτά στοιχεία μυθιστορηματικού κειμένου. Στη δική μας παρουσίαση διακρίνουμε το πρόσωπο του συγγραφέα από το πρόσωπο του δοκιμιογράφου, παρότι και οι δύο είναι ο Νίκος Κουνενής. Ο Κουνενής παίζει στην πράξη ένα κειμενικό θέατρο υποδυόμενος έναν ρόλο σε ένα βιβλίο που ο ίδιος υπογράφει. Βεβαίως, υπονομεύει τον ήρωά του, τον δοκιμιογράφο.     
Παρουσίαση του κειμένου
Το κείμενο αποτελείται από 11 κεφάλαια και ένα παράρτημα. Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «εισαγωγικές έννοιες» ο συγγραφέας παρουσιάζει το αντικείμενο της μελέτης του. Αυτό είναι η εμμέσως αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Στην πρώτη ενότητα αποδομεί την ίδια την εκλογική διαδικασία, δηλαδή την βάση της αστικής δημοκρατίας. Καταδεικνύει ότι το εκλογικό σύστημα είναι με τέτοιο τρόπο καλπονοθευτικά κατασκευασμένο ώστε οι κάλπες να βγάζουν πάντα ισχυρές αστικές κυβερνήσεις περιορίζοντας τα μικρά κόμματα.
Όπως συγκεκριμένα ο υποστηρίζει ο δοκιμιογράφος, μπορεί να τηρείται ευλαβικά κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας και της καταμέτρησης των ψηφοδελτίων η αρχή κάθε πολίτης και μία ψήφος, όμως στην κατανομή των εδρών η αρχή αυτή εγκαταλείπεται προκειμένου να πρυτανεύσει το πνεύμα του ρεαλισμού και της αποτελεσματικότητας. Έτσι οι ψήφοι πολλαπλασιάζονται με συγκεκριμένους συντελεστές βαρύτητας. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του εκλογικού συστήματος είναι ότι όσα περισσότερα μικρά κόμματα καταφέρουν να εισέλθουν στη Βουλή τόσο λιγότερες έδρες θα αναλογούν στο καθένα εξ αυτών. Εάν μάλιστα καταφέρουν να εισέλθουν 7 κόμματα με το οριακό αποτέλεσμα των 3,0001% τότε το κοινοβουλευτικό αυτό κόμμα θα εκλέξει έναν μόνο αντιπρόσωπο! Όπως γράφει ο δοκιμιογράφος, το μοντέλο αυτής της εμμέσως αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχει κυριαρχήσει σε όλον τον δυτικό κόσμο, ενώ «οι σύγχρονες, ανοικτές και εξελιγμένες κοινωνίες δυτικού τύπου θεωρούν την ιδέα της άμεσης δημοκρατίας αφελή, ουτοπική και ως εκ τούτου απολύτως ανεφάρμοστη, καθώς δεν επιτρέπει στην υπεύθυνη εξουσία όχι μόνο να υλοποιήσει το πρόγραμμά της, αλλά ούτε καν υπάρξει».
 Η ελεύθερη έκφραση σύμφωνα με τον δοκιμιογράφο θεωρείται μετά το δικαίωμα ψήφου ο δεύτερος πυλώνας της δημοκρατίας. «Ισχύει βεβαίως υπό την προϋπόθεση ότι οι λόγοι των κατά περίπτωση διαφωνούντων δεν μετατρέπονται σε απειλητικές για το κοινοβουλευτικό σύστημα πράξεις, π.χ. δυναμικά συλλαλητήρια, καταλήψεις κυβερνητικών κτιρίων, απεργίες που δικαστικώς κρίνονται ως παράνομες και καταχρηστικές». Αντίστοιχα, η δημοκρατία όταν υπάρχει το ενδεχόμενο κινητοποίησης ενός κλάδου ενημερώνει τους υπόλοιπους ότι έρχεται σε ευθεία σύγκρουση μαζί τους εφαρμόζοντας το ρητό διαίρει και βασίλευε.
Ο δοκιμιογράφος βλέπει στην κοινωνία δύο πολιτικούς και αξιακούς πόλους: από τη μία είναι οι υπεύθυνοι και ρεαλιστές, ενώ από την άλλη οι ουτοπιστές-λαϊκιστές και οι ανεύθυνοι. Οι υπεύθυνοι και ρεαλιστές αποδέχονται την υποχώρηση της δημοκρατίας ώστε να μπορεί να υπάρχει μια αξιόπιστη, υπεύθυνη και ρεαλιστική διακυβέρνηση. 
Το δεύτερο κεφάλαιο τιτλοφορείται «η δικομματοκρατία» και όπως ο καθένας καταλαβαίνει σατιρίζει το κομματικό σύστημα. Η πολιτική γεωγραφία του κοινοβουλευτικού συστήματος αποτελείται από δύο μεγάλα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία, το κεντροαριστερό και το κεντροδεξιό, επίσης αποτελείται από το κόμμα της ούλτρα Δεξιάς, το κόμμα της business plan δεξιάς, το κόμμα της νουνεχούς Αριστεράς και βέβαια τα κόμματα της Αριστεράς. Ο δοκιμιογράφος σημειώνει πως εκτός από τα κόμματα της αριστεράς, όλα τα άλλα συμπεριλαμβάνουν την έννοια του Κέντρου στο αυτοπροσδιορισμό τους. Το μεγάλο κεντροαριστερό και το μεγάλο κεντροδεξιό κόμμα διαφοροποιούνται φραστικώς μεταξύ τους  ώστε να προσφέρουν την απαιτούμενη ποικιλία απόψεων στους ψηφοφόρους. Όταν βεβαίως βρίσκονται στην εξουσία, ακολουθούν την ίδια ακριβώς πολιτική, ούτως ώστε να μην διαταραχθεί η ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Σε κάθε περίπτωση, τα δύο υπεύθυνα κόμματα του τόπου εναλλάσσονται υγιώς στους ρόλους τους. Η υγεία, η ευθύνη, η ομαλότητα είναι οι λέξεις κλειδιά που σημειώνει και επαναλαμβάνει ο Κουνενής. Είναι οι λέξεις κλειδιά που ολημερίς δεχόμαστε καταιγιστικώς από τα μίντια και τους πολιτικούς. Οι πιο πάνω φράσεις διακρίνονται από τη συνηθισμένη ειρωνική διάθεση που υπονομεύει το συμπέρασμα του δοκιμιογράφου και ωθεί στο συμπέρασμα του συγγραφέα.
Η μιμοκρατία κατά τον Κουνενή είναι το υποκριτικό ταλέντο των πολιτικών το οποίο αποδεικνύουν κυρίως κατά την προεκλογική περίοδο. [Προσωπικά μου έρχεται στη σκέψη ο ίδιος ΓΑΠ το τελευταίο διάστημα. Ο λόγος του μπροστά στους δικούς του βουλευτές λίγο πριν παραδώσει έδειχνε πως δεν διέθετε καμία επαφή με το περιβάλλον. Και όμως διέθετε, απλά έπαιζε θέατρο.] Η ποιμενοκρατία είναι η δεύτερη θεμελιώδης έκφραση της δικομματοκρατίας κατά την οποία οι ψηφοφόροι μετατρέπονται σε πρόβατα. Στο πλαίσιο της ακατάπαυστης σχετικής εκπαίδευσής τους από τα κόμματα εξουσίας και τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι κυρίαρχοι πολίτες πείθονται κάθε φορά ότι πρέπει να εμπιστευτούν τον κομματικό ηγέτη που ψήφισαν στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση ή τον μεγάλο αντίπαλό του. Κατά τον δοκιμιογράφο «η ποιμνιοποίηση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ίδια την επιβίωση της δημοκρατίας, καθώς στην αντίθετη περίπτωση η αναρχία καραδοκεί». Έτσι, μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας, η ποιμνιοκρατία αποκτά πλέον πραγματιστικό περιεχόμενο μετατρεπόμενη σε υπευθυνοκρατία και υπομονοκρατία.
Στο τέλος κάθε κεφαλαίου ο δοκιμιογράφος παραθέτει τις πηγές του. Για παράδειγμα η πρώτη πηγή του σε αυτό το κεφάλαιο είναι η Θεωρία της χαμένης ψήφου, αλλά και κάποιοι στίχοι: «Μα θαρρώ πως θα τα μπλέξω/απ’ την Κική κι απ’ την Κοκό πώς να διαλέξω; Την Κική την αγαπώ / μα μ’ αρέσει κι η Κοκό». Το τραγούδι μπορεί να μην είναι πολιτικό, αλλά σύμφωνα με τον δοκιμιογράφο αποτυπώνει με ιδανικό τρόπο το αβάσταχτο δίλημμα ενός υπεύθυνου και μάλλον κυκλοθυμικού ψηφοφόρου.
Το τρίτο κεφάλαιο είναι η πρωτοκρατία. Σε αυτό νομίζω ότι ο Κουνενής είναι εξαιρετικός διότι με πολύ πειστικό τρόπο αποκαλύπτει ότι στην πράξη η θεμελιώδης αστική δημοκρατική διάκριση, δηλαδή η διάκριση των εξουσιών, απλά δεν υπάρχει. Οι εξουσίες συγχωνεύονται στην ενιαία, ομοούσια και αδιαίρετη τριάδα της νομοθετικόεκτελεστικοδικαστικής εξουσίας, δηλαδή την ΝΟΜΕΚΔΙΚ-Ε. ποιοτικώς ανώτερη έκφραση της συγχώνευσης αυτής είναι η πρωτοκρατία ή μονοκρατία. Ο όρος, λέγει ο δοκιμιογράφος, αναφέρεται στην απόλυτη κυριαρχία του πρωθυπουργού έναντι των υπολοίπων προσώπων και θεσμών και βεβαίως του κυρίαρχου σε κάθε περίπτωση λαού. Η μόνη δυνατή περίπτωση περιορισμού του πρωθυπουργού προκύπτει από τις υπερεθνικές ενώσεις στις οποίες συμμετέχει η χώρα. Τότε ο πρωθυπουργός απαλλάσσεται από μέγα μέρος των ευθυνών του μετατρεπόμενος σε ΕΠΠΕ (Εθνικό περιφερειάρχη Περιορισμένης Ευθύνης). [Ο ΓΑΠ σε κάθε περίπτωση νομίζω πως ενσαρκώνει αυτό τον τίτλο με την διπλή έννοια του όρου περιορισμένης ευθύνης….] Η πηγή για αυτό το κεφάλαιο είναι φυσικά Ο Ηγεμόνας του Μακιαβέλι, αλλά και διάφορες ρήσεις, όπως το «Όποιος διαφωνεί, να κατέβει από το τραίνο.»
Το Τέταρτο κεφάλαιο ασχολείται με τον έντεχνο πολιτικό λόγο, δηλαδή την αερολογία, χυδαιιστί και παπαρολογία, την οποία προσάπτουν οι εχθροί της δημοκρατίας τους υπεύθυνους πολιτικούς. Ο δοκιμιογράφος επιχειρεί να αποδείξει με ισχυρά παραδείγματα την πλάνη αυτών των εμπαθών ανθρώπων. Είναι ίσως το πιο απολαυστικό κεφάλαιο και ο καθένας μπορεί να καταλάβει το γιατί. Στην ενότητα που διερευνάται «ο απλός και σταράτος πολιτικός λόγος» ο συγγραφέας με έναν βαθύ σαρκασμό αποδομεί και ουσιαστικά αποκαλύπτει την αθεράπευτη κενότητα και ταξικότητα του νεοφιλελεύθερου λόγου. Ο «σύνθετος και επιτηδευμένος λόγο» διακρίνεται στην γριφολογία, την ολιγολεκτική και την πλειστολεκτική διάλεκτο. Μοναδικό παράδειγμα της γριφολογίας οι δυσερμήνευτοι ρήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπως «Ποιος κυβερνά επιτέλους αυτόν τον τόπο;, «Η εμείς ή το χάος!», «Η Ελλάς είναι ένα απέραντο φρενοκομείο και βέβαια ίσως την πιο βαθυστόχαστη κατά την άποψή μου, «Λατρεύω τις σπανακόπιτες» η οποία συνιστά κατά τον δοκιμιογράφο έμμεση προτροπή προς τον λαό να επιλέγει φθηνές και υγιεινές διατροφικές λύσεις. Ο Κίμων Κουλούρης είναι ο χαρακτηριστικός αντιπρόσωπος της ολιγολεκτικής διαλέκτου και ο Κώστας Λαλιώτης της πλειστολεκτικής που είναι και η πιο ανώτερη.
Το Πέμπτο κεφάλαιο μελετά την οικογενειοκρατία φέρνοντας πλείστα παραδείγματα. Το πανελλήνιο ρεκόρ διακρίσεων στον πολιτικό στίβο μοιράζονται οι οικογένειες Παπανδρέου και Ράλλη, με τρεις πρωθυπουργούς εκάστη. Στις πολύ εύστοχες πηγές του κεφαλαίου εντάσσονται «Το αδελφάτο των ιπποτών της στρογγυλής τραπέζης», αγγλική μεσαιωνική παραδοσιακή ιστορία των μεσαιωνικών χρόνων και το αδελφάτο των ιπποτών της ελεεινής τραπέζης των Μόντι Πάιθον, αλλά και «για την φουκαριάρα τη μάνα μου» διάσημη δακρύβρεχτη βεβαίωση του Νίκου Ξανθόπουλου.
Ακολουθεί το έκτο κεφάλαιο, η ενστολοκρατία. Σύμφωνα με τον δοκιμιογράφο «βασικοί πυρήνες των οργάνων πυγμής  είναι τα ένστολα και ένοπλα σώματα της αστυνομίας, εκπαιδευμένα να συμμορφώνουν με απλές εντολές ή ευθεία καταστολή τα άστολα και άοπλα σώματα των ανυπότακτων ή μη επιδεχομένων μαθήσεως πολιτών. Τοιουτοτρόπως διαφυλάσσουν τη δημοκρατία, αλλά και προφυλάσσουν τους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι κινδυνεύουν να μετατραπούν σε θύματα της άγνοιας και ανωριμότητάς τους.» Η υπεύθυνη κυβέρνηση ολοκληρώνει το παιδευτικό της έργο χρησιμοποιώντας τα αστυνομικά σώματα διασώζοντας την δημοκρατία από τους ανώριμους πολίτες. Ο συγγραφέας στηλιτεύει με την ειρωνεία του τον ρόλο, την δράση των μηχανισμών καταστολής, την πολιτική ευθύνη, την βία που μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο ή ακρωτηριασμούς, αλλά και τον έντεχνο μιντιακό ή πολιτικό λόγο υπεράσπισης της αστυνομικής τρομοκρατίας. 
 Το έβδομο κεφάλαιο με τίτλο η μιντιοκρατία είναι ένας ύμνος στον «πραγματιστικό λόγο των υπεύθυνων ΜΜΕ» και στον καταλυτικό ρόλο τους στην διαπαιδαγώγηση των πολιτών. Η τέταρτη εξουσία συνδέεται άρρητα με τις άλλες τρεις συνιστώντας από κοινού την ενιαία και αδιαίρετη τετράδα της ΝΟΜΕΚΔΙΚΜΜΕ-Ε. Ο πυρήνας του υπεύθυνου μιντιακού λόγου είναι η ρητορική της ένακαινακάνουνδύολογικής. Πρύτανης της ένακαινακάνουνδύολογικής στην Ελλάδα είναι ο βετεράνος της ενημέρωσης Γιάννης Μαρίνος. Η ναυαρχίδα της ενημέρωσης είναι βέβαια η τηλεόραση. Σε αυτήν ο «χορός της υπεύθυνης τηλεοπτικής ενημέρωσης σύρεται από τα δελτία ειδήσεων, το τελικό ξεφάντωμα όμως λαμβάνει χώρα στις εκπομπές πολιτικού διαλόγου. Ο συγγραφέας σατιρίζει τον τρόπο με τον οποίο υπερπροβάλλονται συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις και αναδεικνύονται συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα και απόψεις, όπως ουσιαστικά το εντελώς μιντιακό κατασκεύασμα του ΛΑΟΣ και των εκπροσώπων του, αλλά και η Δημοκρατική Αριστερά ή η Δημοκρατική Συμμαχία. Την ίδια στιγμή βέβαια αποκρύβονται ή διαστρεβλώνονται ή υποεκπροσωπούνται απόψεις, πρόσωπα και κόμματα της αριστεράς.  Σκοποί των εκπομπών πολιτικού διαλόγου είναι σύμφωνα με τον δοκιμιογράφο «η πλούσια σε επιχειρήματα αντιπαράθεση και αφετέρου η διεξαγωγή της συζήτησης με διέξοδο τρόπο, τέτοιον που να δικαιώνει τις αυτονόητες θέσεις του παρουσιαστή, των ιδιοκτητών του καναλιού και της υπεύθυνης κυβέρνησης της χώρας.» Μια ιδιαίτερη ενότητα παρουσιάζει τις δημοσκοπήσεις και τον ρόλο τους στην ενημέρωση. Μέσω των αποτελεσμάτων τους – μας αποκαλύπτει ο δοκιμιογράφος – οι λειτουργοί των ΜΜΕ εξιχνιάζουν τις προθέσεις του κοινού και καταλήγουν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, τα οποία συνήθως επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις πριν από τις συγκεκριμένες έρευνες. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο ο δοκιμιογράφος δεν παραθέτει πηγές. Ο λόγος όπως γράφει είναι ευνόητος.
Το όγδοο κεφάλαιο μελετά τη χρεωπιστωκρατία. Σε αυτό για μια από τις λίγες φορές ο Κουνενής αποκαλύπτει το κρυμμένο πρόσωπο του οικονομολόγου. Σε αυτό με λόγια που αντλεί από την κυρίαρχη ρητορική ο δοκιμιογράφος υποστηρίζει πως η δημοκρατία υπηρετεί έναν θεμελιώδη ρόλο και λειτουργία των ανοιχτών κοινωνιών, να διευκολύνει τις απρόσκοπτες κινήσεις των ανήσυχων κεφαλαίων και αφετέρου να επωφελείται λαμβάνοντας δάνεια. Ο συγγραφέας όμως αποκαλύπτει ουσιαστικά την υποταγή της δημοκρατίας στην δικτατορία της αγοράς. Έτσι, η δημοκρατία δεν στηρίζεται μόνο στην ψήφο των εκλογέων, αλλά και σε αυτήν των εκπροσώπων των διεθνών αγορών. Η τελευταία ευλόγως υπερισχύει, καθώς είναι ενισχυμένη με το δικαίωμα αρνησικυρίας. Όλες οι δημοκρατικές κυβερνήσεις υπηρετώντας πιστά αυτόν το ρόλο απελευθερώνουν τις οικονομίες από τα αναχρονιστικά δεσμά του κρατισμού. Όσοι μάλιστα δεν είναι πιστοί, όπως κάποιες χώρες σαν την ελληνική δημοκρατία, πληρώνουν ακριβά την απροθυμία να προσαρμοστούν έγκαιρα και δραστικά προς τις απαιτήσεις του διεθνούς οικονομικού δικαίου. Στο σημείο αυτό ο δοκιμιογράφος παρουσιάζεται ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στις ανεύθυνες κριτικές των μονίμως διαμαρτυρομένων αντιπάλων της εμμέσως αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, οι οποίοι καταγγέλλουν με όλο και πιο αποκρουστικές κραυγές τις σωτήριες αυτές εξελίξεις.
Το ένατο κεφάλαιο, η διαπλοκοκρατία, επιχειρεί να αποκαταστήσει την παρεξηγημένη έννοια της διαπλοκής. Διαπλοκοκρατία ονομάζουν οι εχθροί του πολιτεύματος μια ειδική και διαχρονική εκδοχή της νομοτελειακής σύμφυσης της οικονομικής ισχύος με την πολιτική εξουσία. Το βασικό πρόβλημα σε αυτήν σύμφωνα με τον δοκιμιογράφο είναι ότι δεν υπάρχει μια νομοθετική ρύθμιση η οποία θα προέβλεπε συγκεκριμένους τρόπους ανταμοιβής πολιτικών από εταιρείες, στις περιπτώσεις που οι πρώτοι διευκόλυναν τις δουλειές των δευτέρων.
Το δέκατο κεφάλαιο τιτλοφορείται ως η εξαγώγιμη δημοκρατία. Σε αυτό ο δοκιμιογράφος αναφέρεται στον τρόπο που η δημοκρατία εξάγεται από τις μητροπολιτικές χώρες σε χώρες της περιφέρειας. Μέχρι την δεκαετία του 1990 οι δυτικές χώρες και ιδίως οι ΗΠΑ υποστήριζαν δικτατορικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα έναντι του καραδοκούντος τότε κομμουνιστικού κινδύνου. Ήταν όμως μεγάλη απογοήτευση να διαπιστώνει κανείς – σημειώνει ο δοκιμιογράφος – ότι η μεγάλη αυτή χώρα κρατούσε ζηλότυπα για τον εαυτό της το δώρο της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, προσφέροντας στους υπόλοιπους την τυραννία και την σκλαβιά. Από την δεκαετία του 1990 όμως αυτό άλλαξε. Απαλλαγμένοι από την αλαζονεία του παρελθόντος και εμφορούμενοι από αγνά ιδανικά, οι ηγέτες των σύγχρονων δημοκρατιών αναγνώρισαν επιτέλους ότι το σύστημα αυτό δεν είναι προνόμιο των λίγων. Έτσι ξεκίνησαν οι ανθρωπιστικοί πόλεμοι. Ο πιο πρόσφατος ανθρωπιστικός πόλεμος ήταν η παρέμβαση στη Μέση Ανατολή. Κεντρικός στόχος η αδιάκοπη επέλαση της ανοικτής κοινωνίας.
Το τελευταίο κεφάλαιο είναι η λιμοκρατία, η οποία είναι όψιμο φαινόμενο της δημοκρατίας. Η λιμοκρατία εγκαθιδρύεται δια της πυγμής σε μια χώρα όταν αυτή αρνείται να συμμορφωθεί επαρκώς προς τον μοναδικό κανόνα της ελεύθερης οικονομίας. Γίνεται δυνατή μέσα από την εφαρμογή ενός μεγάλου αριθμού αναδιαρθρωτικών μέτρων. Ο δοκιμιογράφος μας βεβαιώνει πως οι μεγάλες πλην απολύτως αναγκαίες θυσίες της πλειοψηφίας του πληθυσμού είναι βέβαιο πως θα ανταμειφθούν στο απώτερο μέλλον.
Ακολουθεί τέλος το παράρτημα το οποίο παραθέτει κείμενα εχθρών της δημοκρατίας.

Κλείσιμο
Όπως καταλαβαίνει κανείς, το βιβλίο του Νίκου συνιστά πρώτα και κύρια ένα μεγάλο πολιτικό εργαλείο σε ένα πόλεμο λέξεων που οξύνεται πολλαπλώς και ποικιλόμορφα τα τελευταία δύο χρόνια. Περιγράφει με έναν σατιρικό, απλό και πραγματικό λόγο τη βαθειά αντιδημοκρατική λειτουργία της ελληνικής δημοκρατίας και του ελληνικού καπιταλισμού ως ένα τμήμα ενός διεθνούς πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Σίγουρα απουσιάζει η κριτική στην αριστερά. Αλλά σωστά ο Νίκος εστιάζει αποκλειστικά στην κυρίαρχη πολιτική εκφράζοντας τον βαθύ πολωτικό διχασμό: από τη μία η αριστερά και από την άλλη η δεξιά, ακόμα και εάν οι τελευταίοι παρουσιάζονται ως κεντρώοι. Η υπευθυνοκρατία βρίσκεται σε κρίση, καθώς αποκαλύπτεται πως δεν αφορά την εργατική τάξη και τη νεολαία. Για πρώτη φορά μετά το 1990 αμφισβητείται η κυριαρχία του καπιταλιστικού λόγου και η πόλωση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς ξαναγίνεται κοινωνική, ταξική και αγγίζει πλειοψηφικά κομμάτα. Το αστικό καθεστώς αποκαλύπτει όλο και περισσότερο το αντιδημοκρατικό προσωπείο του και γίνεται ξανά ακροδεξιό. Η συγκυβέρνηση με το ΛΑΟΣ δεν είναι τυχαία βέβαια, αλλά αντιστοιχεί σε ιδεολογικές και προγραμματικές συγκλίσεις. Η δημοκρατία τους μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο άδεια. Οι λέξεις τους γίνονται όλο και πιο κενές. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός – γνωρίζω ότι ο Νίκος διαφωνεί με τον όρο, αλλά εγώ νομίζω πως αυτό περιγράφει στο βιβλίο του– επελαύνει και βαθαίνει.
Τι κάνουμε εμείς; Η κοινή δράση της αριστεράς που κατά την άποψή μου έχει γίνει μια πιπίλα από έναν συγκεκριμένο πολιτικό χώρο είναι μια ανάγκη, αλλά επίσης πολύ πιο οξυμένα μπαίνει και η ανάγκη για μια συνολικότερη αντιπρόταση. Με το δημοψήφισμα ο αντίπαλος πέταξε το γάντι ειδικά στο ζήτημα του ευρώ και της ΕΕ. Το δικό μας καθήκον είναι η δημιουργία ενός κοινωνικού και πολιτικού μετώπου στο οποίο θα συμμετέχουν όλες εκείνες οι δυνάμεις οι οποίες σηκώνουν το γάντι, αλλά και άλλοι που πρέπει να πάψουν να κρατούν μεσοβέζικες θέσεις.
Αυτήν λοιπόν την περίοδο ο Νίκος δικαίως αισθάνεται την ανάγκη να γράψει όχι ένα νέο βιβλίο μυθιστορίας, αλλά ένα πολιτικό κείμενο. Εάν υπήρχε ένα Κόμμα στο οποίο όλοι θα συμμετείχαμε, θα του το ανέθετε. Ας διαδώσουμε λοιπόν το μήνυμα: το βιβλίο του Νίκου πρέπει να είναι το δώρο που θα κάνουμε σε όλους τους φίλους μας.`

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: