Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, κάποιες σκέψεις πάνω στο βιβλίο του Σπ. Μαρκέτου

Κώστας Παλούκης, Θεσσαλονίκη, 4/2/2010, Αναιρέσεις 2010


Το 1996 το νεοπαγές κόμμα του Δημήτρη Τσοβόλα ΔΗΚΚΙ συμμετέχει στις βουλευτικές εκλογές με ένα διαφημιστικό τρέιλερ στο οποίο προβάλλονται με χρονολογική σειρά πρωθυπουργοί και ηγέτες του δημοκρατικού χώρου. Σε αυτούς κατατάσσονται ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Άρης Βελουχιώτης, ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Ανδρέας Παπανδρέου και τελευταίος βέβαια ο Δημήτριος Τσοβόλας. Για τους περισσότερους το αστείο σε αυτό το διαφημιστικό σποτ είναι η κατάληξή του, καθώς ο Τσοβόλας αναβιβάζει τον εαυτό του στο ύψος των άλλων μεγάλων ηγετών. Το σποτ αυτό αποδίδει μέσα σε 1 λεπτό την ιστορική αφήγηση του δημοκρατικού χώρου σε αντίθεση με τον φιλοβασιλικό ή δεξιό χώρο. Τα μηνύματα που ο γνώστης της ελληνικής ιστορίας που προσλαμβάνει από τα πρόσωπα αυτά, αλλά και τις εικόνες που τα συνοδεύουν είναι: Τις πταίει του Τρικούπη και αγώνας εναντίον του βασιλιά, την διάσταση βενιζελικών και αντιβενιζελικών στον λεγόμενο εθνικό διχασμό, ως διάσταση δημοκρατίας έναντι μοναρχίας, την εθνική αντίσταση, τον αγώνα του δημοκρατικού κέντρου εναντίον της δεξιάς μεταπολεμικά στα 1950, τον ανένδοτο αγώνα του 1960, την τελική επικράτηση της δημοκρατίας στα 1981 και την συνέχιση φυσικά του ίδιου αγώνα στο παρόν. Ταυτόχρονα, το ιστορικό αυτό νήμα συνιστά μια αφήγηση του εκσυγχρονισμού με την οποία το τότε ΔΗΚΚΙ προφανώς προσπαθούσε να απαντήσει στον σημιτικό εκσυγχρονισμό. Αν όμως και ο ίδιος ο Σημίτης επιθυμούσε να φτιάξει ένα ανάλογο σποτ θα έβαζε ακριβώς τα ίδια πρόσωπα, μπορεί ίσως να ξεχνούσε τον Βελουχιώτη, αλλά θα ήταν το ίδιο νήμα.


Αν τώρα αντίστοιχα η σημερινή Νέα Δημοκρατία επιχειρούσε να φτιάξει ένα δικό της νήμα θα ήταν σίγουρα εξαιρετικά αντιφατικό και δύσκολο, είτε γιατί η πολιτική και ιδεολογική καταγωγή της προέρχεται από διαφορετικά στρατόπεδα του αστισμού είτε γιατί κάποιες πλευρές του συντηρητικού μεσοπολεμικού αστισμού είναι απονομιμοποιημένες σήμερα. Συγκεκριμένα, είτε θα ταυτιζόταν με τον Βενιζέλο είτε θα ταυτιζόταν με τον Γούναρη, ενδεχομένως να προσέθετε τον Ίωνα Δραγούμη, άντε να θυμόταν και τον Παναγή Τσαλδάρη. Θα απουσίαζε σίγουρα η αναφορά στους βασιλιάδες και στο μεταξικό καθεστώς, καθώς το σημερινό δημοκρατικό προφίλ μάλλον δεν ταιριάζει σε ένα τέτοιο παρελθόν.


Στην περίπτωση του ΛΑΟΣ τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα καθώς μάλλον είναι πιο συνεπείς υποστηρικτές του αντιβενιζελισμού: θα ξεκινούσε από τον Κωνσταντίνο ΙΒ, θα ακολουθούσαν όλοι οι εκτελεσθέντες στο Γουδί, Γεώργιος Β΄, Μεταξάς, Παπάγος κλπ.


Τι θ γινόταν εάν η κοινοβουλευτική αριστερά επιχειρούσε να φτιάξει ένα τέτοιο νήμα; Για το ΚΚΕ τα πράγματα θεωρητικά θα ήταν σήμερα εύκολα, γιατί είναι το μοναδικό Κόμμα που έχει μια συνέχεια ως μηχανισμός από το 1918 έως τώρα. Στην πράξη είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των ηγετών του ΚΚΕ ήρθαν σε σύγκρουση με την κομματική ορθοδοξία. Σήμερα όμως ένα τέτοιο νήμα δε θα είχε σε καμία περίπτωση ενταγμένο κάποιον ηγέτη του βενιζελισμού. Όμως η ΕΔΑ μεταπολεμικά θα μπορούσε να βλέπει θετικά τον βενιζελισμό. Για τον Συνασπισμό θα ήταν λίγο πιο περίπλοκα, για την Δημοκρατική Αριστερά πιο εύκολα. Και στις δύο περιπτώσεις το πρόσωπο του Βενιζέλου θα περιβαλλόταν με ένα θετικό δημοκρατικό πρόσημο.


Αλλά δεν είναι μόνο οι βενιζελικοί πολιτικοί που αξιολογούνται θετικά σήμερα ακόμη και από πολίτες με δημοκρατική παράδοση. Πολλοί που συμμετείχατε το καλοκαίρι στο κάμπινγκ της νΚΑ ίσως να παρατηρήσατε ότι στο λιμάνι της Νάξου δεσπόζει το άγαλμα του Πρωτοπαπαδάκη, ενός εκ των έξι καταδικασθέντων ως υπευθύνων για την μικρασιατική καταστροφή. Κάποιοι ίσως να θυμούνται από μια εκδρομή τον θετικό τρόπο με τον οποίο εντάσσεται συνολικά η μορφή του Πρωτοπαπαδάκη στο ιστορικό αφήγημα των ΠΑΣΟΚων Ναξιωτών. Υπενθυμίζω την συζήτηση και την πρόσφατη επανάληψη της δίκης των έξι με πρωτοβουλία απογόνου του Πέτρου Πετροπαπαδάκη όπου ουσιαστικά αθωωθήκανε μετά από 80 χρόνια. Θυμίζω την παλιότερη τηλεοπτική σειρά για τον Ιώνα Δραγούμη. Μπορεί κανείς να βρει βιβλία ή άρθρα που χαρακτηρίζουν τον Γούναρη ή τον Δραγούμη ως αριστερούς. Υπάρχει, λοιπόν, μία προσπάθεια να ενταχθούν και οι βασικότερες φιγούρες του αντιβενιζελισμού στο πάνθεον των δημοκρατικών και ηρωικών μορφών.


Συνολικά, λοιπόν, οι βασικές φιγούρες του μεσοπολεμικού κοινοβουλευτισμού είτε προέρχονται από το βενιζελικό είτε από το αντιβενιζελικό στρατόπεδο αναγνωρίζονται ως οι κατεξοχήν κοινοβουλευτικοί και δημοκρατικοί άντρες. Κατά έναν τρόπο η σημερινή Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία και όλες οι αστικές δημοκρατικές δυνάμεις που αναφέρονται σε αυτήν (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΔΗΑΡΙ, ΔΗΣΥ, ΣΥΝ) υιοθετούν και αναγνωρίζουν στην Β΄ Ελληνική Δημοκρατία την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατική της καταγωγή.


Γιατί όμως οι ίδιοι οι επίγονοι του μεσοπολεμικού αστισμού έχουν σήμερα αυτήν την στάση. Μεταπολεμικά οι φορείς του αστισμού, βρίσκονται σε ιδεολογική άμυνα έναντι του κομμουνισμού, καθώς το δίπολο φασισμός/αντιφασισμός ήταν κυρίαρχο και ο κομμουνισμός υπήρξε η κύρια αντιφασιστική δύναμη στην Ελλάδα κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Όχι τυχαία, για παράδειγμα επιλέχθηκε ο κοινοβουλευτισμός ως απάντηση στην κομμουνιστική ανταρσία και όχι ένα ανοιχτά δικτατορικό καθεστώς. Ενδιαφέρονταν λοιπόν να προβάλλουν τον αντιφασιστικό χαρακτήρα του ελληνικού αστισμού ως εκπροσώπου του ελληνικού λαού. Αναβαθμίζεται το ΟΧΙ του Μεταξά και επινοείται η γιορτή της 28ης Οκτωβρίου, υποβαθμίζεται ο φασιστικός χαρακτήρας του μεταξικού καθεστώτος και φυσικά όλα τα φασιστικά εγχειρήματα και απόπειρες του μεσοπολέμου περνάνε στη λήθη. Ο κοινοβουλευτικός αντικομουνισμός βέβαια είναι ο συνεκτικός αρμός με το μεσοπολεμικό καθεστώς. Τα κεντρώα κόμματα προβάλλουν την δημοκρατική βενιζελική παράδοση, ενώ τα δεξιά κόμματα τον αντικομουνισμό και τον μικροαστικό λαϊκισμό του μεσοπολεμικού αντιβενιζελισμού.


Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία αναδεικνύει σε κρατική ιδεολογία ένα εναλλακτικό αριστερό λαϊκοπατριωτικό-λαϊκό δημοκρατικό αφήγημα για το ελληνικό έθνος. Αυτό το αφήγημα έχοντας τις ρίζες στου στο εαμικό-αντιστασιακό μπλοκ και στον αντιφασιστικό αγώνα διαμορφώθηκε από τον Νίκο Σβορώνο σε μία ρεφορμιστική εκδοχή που μπορούσε να συμβιβάσει με έναν ηγεμονικό τρόπο τις δεξιές εθνικές αφηγήσεις σε έναν ενιαίο εθνικό λόγο. Αποτυπώνει θα έλεγε κανείς την κυριάρχηση στα 1981 του κοινωνικού κράτους και της δημοκρατικής αλλαγής. Βασική συνισταμένη αυτού του αφηγήματος είναι ότι το ελληνικό έθνος είναι από την φύση του δημοκρατικό και αντιστασιακό και ως εκ τούτου αντιφασιστικό ενσωματώνοντας τόσο τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ως αντιφασιστικό όσο και την εθνική αντίσταση. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος δημοκρατικός χαρακτήρας του μεσοπολέμου συμβάλλει στην σύλληψη του ελληνικού έθνους ως sui generis αντιφασιστικό και δημοκρατικό. Όταν όλα τα άλλα έθνη είχαν φασισμό, στην Ελλάδα κυριαρχούσαν υγιείς δημοκρατικές δυνάμεις και ο φασισμός ποτέ δεν είχε μια ουσιαστική επιρροή. Η Ελλάδα θεωρείται μια εξαίρεση στην πανευρωπαϊκής κλίμακας στροφή των αστών προς τον φασισμό. Γενικά θεωρείται μια εξαίρεση ως κοινωνία και δεν θα πρέπει να συνεξετάζεται σε πανευρωπαϊκό πλαίσιο, αλλά αυτόνομα ως ένας ιδιαίτερος και ξεχωριστός κοινωνικός σχηματισμός. Το ίδιο το καθεστώς του Μεταξά «αποφασιστικοποιείται» και παρουσιάζεται σαν μια απλή δικτατορία που δεν είχε στην πραγματικότητα τα τυπικά φασιστικά χαρακτηριστικά. Φυσικά ούτε λόγος για τους άλλους φασισμούς. Έτσι, λοιπόν δεν υπάρχει φασισμός στην Ελλάδα, φασισμός δεν υπήρξε ποτέ.


Το βιβλίο του Σπύρου Μαρκέτου «Πως φίλησα τον Μουσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού» έρχεται και διαλύει στα «εξ ων συνετέθη» αναποδογυρίζει, γκρεμίζει όλες αυτές τις αναπαραστάσεις για τον δημοκρατικό χαρακτήρα του ελληνικού μεσοπολέμου και του ελληνικού αστισμού. Ανατρέπει με τέτοιο τρόπο το ιστοριογραφικό παράδειγμα για τον φασισμό στον μεσοπόλεμο που καμία νεώτερη ιστορική μελέτη δεν μπορεί να μη λάβει στο εξής υπόψη της. Κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου επιτελεί το ρόλο του «myth buster» σε ένα διαφορετικό στερεότυπο με τέτοιο τρόπο που καθιστά την ανάγνωσή του απολαυστική. Κεντρικό λοιπόν πόρισμα είναι πως οι φασιστικές ιδέες είχαν εξαπλωθεί στην Ελλάδα ως τα μέσα του 1933, όχι μόνο μεταξύ των μικροαστικών και των περιθωριακών στοιχείων αλλά και μεταξύ αστικών μερίδων, ιδιαίτερα εκείνων των ομάδων που έλεγχαν τα μέσα ενημέρωσης και των πολιτικών που ασκούσαν την εξουσία. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Μαρκέτο στην Ελλάδα ο κορμός του πολιτικού κόσμου οικειοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό τα περισσότερα από τα μοτίβα του φασισμού ώστε να μην υπάρξει πολιτικός χώρος για την ανάπτυξη κανενός αυτόνομου φασιστικού κινήματος. Φασισμός σύμφωνα με τον Μαρκέτο δεν είναι μόνο τα δύο τυπικά παραδείγματα της Ιταλίας και της Γερμανίας, αλλά πολλές άλλες περιπτώσεις αποτυχημένων φασισμών, που όμως παραμένουν φασισμοί. Έτσι, το βιβλίο παρουσιάζει ακριβώς όλους αυτούς τους μικρούς ανολοκλήρωτους φασισμούς ή τις απόπειρες εγκαθίδρυσης φασισμών στην Ελλάδα που μπορεί στην εκκίνησή τους να μην παρουσιάζονταν ως φασισμοί, αλλά έφεραν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να δώσουν μια τέτοια εξέλιξη.


Ξεκινώντας την αφήγηση του βιβλίου από την περίοδο των αρχών του 20ου αιώνα παρατηρεί ότι πολλά από τα κινήματα της ριζοσπαστικής δεξιάς και πολλά από τα στοιχεία του εθνικού διχασμού, αλλά και τις προσωπικότητες που διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο εξέφρασαν εθνικισμούς που σε άλλες χώρες αποτέλεσαν προδρόμους του φασισμού και για αυτό τους χαρακτηρίζει προδρόμους του ελληνικού φασισμού. Ο Κωνσταντίνος, ο Δραγούμης, ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο Γούναρης, το κίνημα των επιστράτων είναι οι κύριοι αυτοί προδρομικοί φορείς. Για τον Μαρκέτο η αγροτική μεταρρύθμιση υπήρξε εκείνος ο καθοριστικός παράγοντας την περίοδο πριν το 1920 που ανανέωσε τον φιλελευθερισμό και λειτούργησε αποτρεπτικά για το φασισμό. Η αγροτική μικροϊδιοκτησία που επιλέχθηκε από το σύστημα για να αποτρέψει τον κομμουνισμό τελικά απέτρεψε και τον φασισμό. Οι αγρότες οι οποίοι σε άλλες χώρες τάχθηκαν με τα συντηρητικά και φασιστικά κόμματα, πριν ο φασισμός κυριαρχήσει στα αστικά κέντρα στην Ελλάδα στήριξαν και στελέχωσαν κινήματα και κόμματα φιλελεύθερης δημοκρατικής κατεύθυνσης.


Μια πολύ σημαντική συμβολή του βιβλίου είναι ότι αποσυνδέει το δίπολο δημοκρατία/συντήρηση από το δίπολο βενιζελισμός/εκσυγχρονισμός. Και στα δύο στρατόπεδα εμφανίζονται και συνυπάρχουν ετερόκλητες ιδεολογικές τάσεις οι οποίες μπορεί να αποκρυσταλλώνονται σε σύμμαχα κόμματα που διακυβερνούν μαζί, συνυπάρχουν μέσα στο ίδιο κόμμα ή εμφανίζονται αντιφατικά στον λόγο ενός προσώπου. Έτσι, ο Μαρκέτος διαβλέπει στις τελετές που οργάνωνε το καθεστώς του Βενιζέλου στα 1917 και τις πολιτικές του αυταρχισμού πολλά φασιστικά στοιχεία. Εξίσου προκλητική όμως πρόταση του συγγραφέα είναι η αποκάλυψη ότι ο Γούναρης αποπειράται να εγκαταστήσει την περίοδο 1920-1922 ένα φασιστικό καθεστώς και ότι κινείται σε μια παραλληλία με τον Μουσολίνι. Συνέτρεχαν όλες οι τυπικές προϋποθέσεις στις οποίες ο φασισμός έπαιρνε την εξουσία: επικράτηση της βίας στα εσωτερικά και εξωτερικά μέτωπα, εσωτερική πόλωση, πολιτικό αδιέξοδο και μαζική κινητοποίηση εναντίον εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών. Απουσίαζε όμως ως βασική προϋπόθεση η συνεργία των ελίτ. Επίσης, η παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα μέσω της Μικρασιατικής καταστροφής προέβαλλαν την κοινωνική μεταρρύθμιση και την αβασίλευτη κοινοβουλευτική δημοκρατία ως καλύτερη προς το παρόν επιλογή. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον Μαρκέτο ο φασισμός του Γούναρη θα πρέπει να ενταχθεί στο πλήθος αυτών των αποτυχημένων φασισμών που εμφανίστηκαν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες στη μεσοπολεμική περίοδο.


Σε ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο εξηγεί πως παρότι υπήρξε στα 1922-23 κρίση και δυνατότητα στους φασίστες να συμμαχήσουν με εδραιωμένες ελίτ, τελικά δεν είχε εμφανιστεί ακόμα το απαραίτητο πολιτικό κενό. Η κοινωνική μεταρρύθμιση ή υπόσχεση κοινωνικής μεταρρύθμισης, αλλά και άλλοι παράγοντες που εμπόδισαν την άνοδο της αριστεράς λειτούργησαν δεν καθιστούσαν τον φασισμό ακόμα μία αξιόπιστη διέξοδο. Ως εκ τούτου, μια ακόμα προκλητική ιστοριογραφικά πρόταση του συγγραφέα είναι ο χαρακτηρισμός των προσανατολισμών Πάγκαλου, Κονδύλη και Πλαστήρα ως φασιστικών. Ο Μαρκέτος συγκεκριμένα χαρακτηρίζει το καθεστώς του Πάγκαλου ως αντιβασιλικού φασισμού. Το καθεστώς απέτυχε να ολοκληρώσει την πορεία του και τις φασιστικές του τάσεις, ώστε να μετατραπεί από δικτατορία σε καθαρό φασισμό. Αυτό δεν αναιρεί όμως τις προθέσεις του.


Για άλλη μια φορά ο κοινοβουλευτισμός έρχεται ως λύση προκαλώντας την ανάσχεση του αντιβασιλικού φασισμού. Πράγματι, η Ελλάδα αποτελούσε παραφωνία σε σχέση με τον διεθνή της περίγυρο, καθώς ο Βενιζέλος προτάσσει την δημοκρατία και ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κοινωνικών ασφαλίσεων ως εχέγγυα για μια νέα πορεία του ελληνισμού. Ήδη από τα 1929 η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου θέτει την κατασταλτική πολιτική θεσμό της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας εφαρμόζοντας τον περίφημο νόμο 4229/1929 περί ιδιώνυμου αδικήματος. Επί Βενιζέλου προείχε «ο ταξικός χαρακτήρας του νέου νόμου», γράφει ο Μαρκέτος, καθώς «με το ιδιώνυμο η δημοκρατία και η ελευθερία καταργήθηκαν για την εργατική τάξη». Οι διώξεις, οι βίαιες συγκρούσεις με την αριστερά, οι φυλακίσεις, η ποινικοποίηση του αριστερού φρονήματος, οι ένοπλες συγκρούσεις με διαδηλωτές, τα εσωτερικά σκάνδαλα του καθεστώτος μετέτρεψαν την Β Ελληνική Δημοκρατία σε ένα είδος κοινοβουλευτικής δικτατορίας. Η εργατική τάξη έβλεπε σε αυτήν τον αυταρχισμό και η αστική τάξη την αναρχία. Μπροστά στην κρίση η Δημοκρατία, ιδιαίτερα με την αδυναμία της βενιζελικής κυβέρνησης να την διαχειριστεί, φαινόταν επικίνδυνη. Οι φιλοφασιστικές τάσεις διαχέονται και στις δύο πολιτικές παρατάξεις και το κοινοβουλευτικό σύστημα χάνει την νομιμότητά του. Ο Μαρκέτος περιγράφει την επικράτηση των μοναρχικών και φασιστών στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο και την προσχώρηση του Κονδύλη στον αντιβενιζελισμό. Ο Βενιζέλος σχεδιάζει συνταγματική μεταρρύθμιση με την παροχή δικτατορικών εξουσιών στον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το πολιτικό αδιέξοδο προκαλούσε ετοιμασίες για στρατιωτικό πραξικόπημα. Οι υποψήφιοι δικτάτορες πολλοί: Πάγκαλος, Πλαστήρας, Κονδύλης, Οθωναίος. Η αποτυχία του Παπαναστασίου να παραμείνει στην κυβέρνηση καθιστά την δημοκρατία ακόμη πιο έωλη. Οι εκλογές του 1932 ήταν μια μεγάλη ήττα για τον βενιζελισμό ο οποίος όξυνε το αυταρχικό του προσωπείο. Σε αυτές τις εκλογές το ερώτημα «δημοκρατία ή στρατοκρατία» επισκίασε ουσιαστικά το ερώτημα «αβασίλευτη ή βασιλευόμενη» δημοκρατία που υποτίθεται ότι διαχώρισε τον μεσοπολεμικό αστικό κόσμο. Ο Βενιζέλος διεκδικούσε την αντιβασιλική ψήφο προτείνοντας ένα αυταρχικότερο πολιτικό σύστημα, ενώ οι Παπαναστασίου και Καφαντάρης, πρώην υπαρχηγοί του, συνεργάζονταν με τους Λαϊκούς επισείοντας τον κίνδυνο ενός στρατιωτικού κινήματος. Στον επίλογο το βιβλίο αποκαλύπτει μέσα από την παρουσίαση ενός συνεδρίου στο Πάντειο τις συζητήσεις κι τις προθέσεις του βενιζελισμού. Ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου έθετε το ζήτημα ωμά: «Συμβαίνουν ενίοτε ιστορικαί καταστάσεις, αι οποίαι καθιστούν την δικτατορίαν και αναγκαίαν και χρήσιμον» με τον απαραίτητο όρο ότι θα ήταν απλά προσωρινή. Ο πρώτος τόμος τελειώνει με την εξής διαπίστωση: «ήδη από το 1932 ο φιλελευθερισμός στην Ελλάδα, τουλάχιστον μεταξύ των μελών του πλέγματος εξουσίας που διατύπωναν δημόσιο λόγο, ήταν ουσιαστικά νεκρός». Η προσπάθεια του Βενιζέλου να επιβάλλει μία δικτατορία, που θα γίνει ανοικτά στα 1933, θα πρέπει να ενταχθεί και αυτή στις ανολοκλήρωτες προσπάθειες.


Στο βιβλίο του λοιπόν ο Μαρκέτος προτείνει μια εντελώς διαφορετική θέαση του μεσοπολέμου. Σε αυτή ο φασισμός δεν είναι ένα περιθωριακό φαινόμενο που κάποια στιγμή επένδυσε ιδεολογικά μια απλή δικτατορία, αλλά μια δυναμική της ελληνικής κοινωνίας που αναπτύσσεται στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης. Αναμετριέται με την κοινοβουλευτική δημοκρατία, η κοινοβουλευτική δημοκρατία προσπαθεί να φασιστικοποιηθεί, τελικά αποτυγχάνει και το πεδίο μετά είναι ελεύθερο για την έλευση του φασισμού. Στο σημείο αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον μια άλλη πρόταση του συγγραφέα. Προτείνει δηλαδή τη σύγκριση της Β Ελληνικής Δημοκρατίας με την Δημοκρατία της Βαϊμάρης, δηλαδή του δημοκρατικού πολιτεύματος της Γερμανίας πριν από την άνοδο του Χίτλερ. Ενδεχομένως μια πιο λεπτομερής συνεξέταση της πορείας των δύο δημοκρατιών μπορεί να αποκαλύψει περισσότερες ομοιότητες από διαφορές και συνεπώς να αποκαλύψει πολλά περισσότερα για την δυναμική του ελληνικού φασισμού στην Ελλάδα.


Μερικοί παράγοντες μπορούν ήδη τώρα να αναφερθούν. Ο ένας είναι η χρεοκοπία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ο δεύτερος είναι η έντονη βία που χαρακτηρίζει τις πόλεις της Γερμανίας και της Ελλάδας. Βία που είναι πολιτική, αλλά και ιδιωτική. Η φτώχεια και η ανάδειξη ενός βίαιου λαϊκού πολιτισμού, στο Βερολίνο ήταν τα μπαρ και οι μπυραρίες στις γωνίες των τετραγώνων στο Kreuzberg, στην Ελλάδα είναι το ρεμπέτικο κλίμα στις διάφορες φτωχογειτονιές, π.χ. Περιστέρι στην Αθήνα, που ολοένα και περισσότερο αποκτά εργατικά και ταξικά χαρακτηριστικά για να αναδείξει τον εργατικό πολιτισμό ως αντίπαλο δέος στον αστισμό. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το Περιστέρι και η Κοκκινιά είναι τα Kreuzberg της Αθήνας. Ο τρίτος είναι η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Εδώ η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι υπάρχει μια καθυστέρηση τριών χρόνων. Δηλαδή μόλις τον Αύγουστο του 1936 η ελληνική αστική τάξη αισθάνεται ότι ο κομμουνιστικός κίνδυνος είναι πραγματικός. Ο τέταρτος είναι ότι τελικά ο φασισμός έγινε αποδεκτός από την κοινωνία. Ο ελληνικός λαός συμμετείχε στις φιέστες του μεταξικού καθεστώτος. Ο πέμπτος ότι τελικά η αστική δημοκρατία άφησε τον χώρο για την επιβολή του φασιστικού καθεστώτος. Στην περίπτωση της Ελλάδας ο Μεταξάς ήταν πρωθυπουργός κοινοβουλευτικός πριν κηρύξει την δικτατορία. Το ίδιο και ο Χίτλερ πήρε με νόμιμο τρόπο την εξουσία. Υπάρχουν βέβαια διαφορές, όπως η απουσία κόμματος.


Ενδιαφέρον έχει να εστιάσει κανείς στο γεγονός ότι όλη η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη περίοδο της δεκαετίας του 1930 είχε στραμμένα τα μάτια στην Γερμανία. Η άνοδος του Χίτλερ θα αναθερμάνει τις συζητήσεις, θα δώσει θάρρος στις φασιστικές οργανώσεις που θα δρουν ολοένα και πιο επιθετικά, θα γίνουν δύο απόπειρες πραξικοπήματος. Κυρίως η αριστερά θα είναι στραμμένη προς την Γερμανία και συγκλονισμένη, καθώς η ΚΔ επαγγελόταν τη νίκη των κομμουνιστών, θα αλλάξει άρδην γραμμή και προσανατολισμό, θα αναδιατάξει φυσιογνωμία και συμμαχίες.


Ως εκ τούτου, ένα άλλο στοιχείο που επίσης ίσως να έχει ενδιαφέρον η δυναμική των αμιγώς φασιστικών ομάδων. Μπορεί να ήταν μικρές, αλλά η δράση τους ήταν σημαντική και συμπληρωματική σε αυτή της αστυνομίας ως κατασταλτικός μηχανισμός απέναντι στον κομμουνισμό. Ο αστικός τύπος στήριζε ανοιχτά αυτές τις ομάδες μέσα από τις στήλες, υπολόγιζε στην αντικομουνιστική τους δράση και τις υπεράσπιζε στις βίαιες συγκρούσεις με τους κομμουνιστές.


Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, ο ελληνικός μεσοπόλεμος δεν είναι μια λοιπόν ιδιαιτερότητα, αλλά αντίθετα μέρος του γενικού κανόνα.


Ποια είναι η σημασία της επανερμηνείας του μεσοπολέμου για τον δικό μας παρόν. Το 1986 ένα συνέδριο για τον μεσοπόλεμο έχει τίτλο Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός. Εκείνη την εποχή η μελέτη του μεσοπολέμου κυριαρχείται ακριβώς από αυτά τα ερωτήματα και δίνει ανάλογες απαντήσεις. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχοντας την ιδεολογική συμμαχία της ανανεωτικής αριστεράς ξεκινάει το νέο εγχείρημα του αστικού εκσυγχρονισμού. Η σύντομη υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ προς τον λαϊκισμό στα 1989 θα δώσει στην δεξιά και τον ενιαίο Συνασπισμό τη σκυτάλη στο εγχείρημα του αστικού δημοκρατικού εκσυγχρονισμού. Συνεπώς, το εγχείρημα του βενιζελικού εκσυγχρονισμού αποτιμάται θετικά και είναι αντικείμενο μελέτης. Σε ένα δεύτερο συνέδριο για τον μεσοπόλεμο που έλαβε χώρα πριν από δύο βδομάδες έγινε σαφές ότι η σύγχρονη ιστοριογραφία βλέπει πλέον εντελώς διαφορετικά τον ελληνικό μεσοπόλεμο. Οι μελέτες για την βία έδωσαν το στίγμα. Επίσης, οι μελέτες για τους πρόσφυγες δίνουν τον τόνο για μια στροφή σε αυτό που λέμε ιστορία από τα κάτω. Ο βενιζελισμός και ο αντιβενιζελισμός επαναξιολογούνται. Το βιβλίο του Μαρκέτου, παρότι ο ίδιος δεν ήταν παρών, θα έλεγε κανείς, στοίχειωνε την αίθουσα.


Γιατί όμως ο Μεσοπόλεμος μας αφορά σήμερα και γιατί η μελέτη του Μαρκέτου είναι σημαντική. Κατά μία έννοια είναι δύο δεκαετίες που κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στον μεσοπόλεμο μπήκε το ερώτημα του κοινωνικού κράτους και ξεκίνησε να οικοδομείται, στην δική μας εποχή το κοινωνικό κράτος διαλύεται. Αυτό από μόνο του καθιστά τον μεσοπόλεμο εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Και στις δύο εποχές ο φιλελεύθερος αστισμός επιχειρεί ένα εκσυγχρονιστικό εγχείρημα. Και στις δύο περιπτώσεις το εγχείρημα αποτυγχάνει. Η οικονομική κρίση είναι το δεύτερο στοιχείο που είναι κοινό στις δύο εποχές. Η βενιζελική κοινοβουλευτική δημοκρατία αδυνατώντας να δώσει διέξοδο στην κρίση επιλέγει την αυταρχοποίηση, ενώ ο κομμουνισμός αναδύεται στον κεντρικό ιδεολογικό εχθρό. Τελικά, ο βενιζελικός φιλελευθερισμός επιλέγει την φυγή από την δημοκρατία με δύο απόπειρες πραξικοπήματος. Σήμερα, στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού η κοινοβουλευτική δημοκρατία φαίνεται να αυταρχοποιείται και να φασιστικοποιείται. Δείχνει να μην μπορεί να ενσωματώσει τους από κάτω και να αναπτύσσει μηχανισμούς ιδεολογικής και φυσικής καταστολής. Σήμερα ποια μπορεί να είναι τα ερωτήματα και οι διέξοδοι. Το δίλημμα επανάσταση με κομμουνιστική απελευθερωτική κατεύθυνση ή βαρβαρότητα με την εξαθλίωση, τον νέο-φασισμό και ενδεχομένως την οικολογική καταστροφή μπαίνει ξανά τόσο καθαρά όπως τότε. Και στις δύο εποχές η σύγκρουση εργατικής και αστικής τάξης γίνεται πόλεμος τάξης εναντίον τάξης επίσης με έναν τέτοιο καθαρό τρόπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: