Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Με αφορμή το ντοκιμαντέρ του Τάσου Ψαρρά Η Θεσσαλονίκη στον 20 αιώνα

ανακοίνωση στον Χορτιάτη, 2/10/2016
Η Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα αποτυπώνεται στο κλασικό πια ντοκιμαντέρ του Τάσου Ψαρρά με έναν θαυμαστό τρόπο. Πρώτα απ’ όλα, ο σκηνοθέτης καταφέρνει και δένει αυτό το μωσαϊκό από διαφορετικές ψηφίδες με επιτυχία σε ένα ενιαίο εικονικό σύνολο. Προσφέρει ένα πλούσιο και σε πολλές περιπτώσεις άγνωστο μέχρι τότε υλικό, πλαισιωμένο από ένα απλό και συνοπτικό ιστορικό αφήγημα. Θα μπορούσε κανείς να σχολιάσει αρκετά από τα θέματα τα οποία αγγίζει το ντοκιμαντέρ και τα οποία μάλλον δύσκολα διαφορετικά θα μπορούσαν να φτάσουν στο ευρύ κοινό.  Στο σύντομο σχόλιό μου, θα σταθώ στην αρχή και το τέλος του ντοκιμαντέρ, ενώ θα αναφερθώ συνοπτικά στο μεσοπολεμικό διάστημα. Η επιλογή μου αυτή συνδέεται με ένα θέμα που με απασχολεί αρκετά το τελευταίο διάστημα και αφορά την δημόσια συζήτηση γύρω από τη μνήμη της πόλης.

Ο 20ος αιώνας βρίσκει την Θεσσαλονίκη να είναι το οικονομικό, πολιτικό και διοικητικό κέντρο των τελευταίων κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Σε αντίθεση με το σχήμα του «μεγάλου ασθενούς» που συνήθως αποδίδεται στο οθωμανικό κράτος, η οθωμανική αυτοκρατορία κατά τον ύστερο 19ο αιώνα βρέθηκε σε έναν  κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό δυναμισμό. Ακολουθεί ως έναν βαθμό τα άλλα δύο τεράστια πολυεθνικά μορφώματα της ιδίας περιόδου, δηλαδή τις αυτοκρατορίες των Ρομανόφ και των Αψβούργων. Αν και παρουσιάζει σημαντική διαφοροποίηση ως προς τον δυναμισμό των δύο αυτών μοντέλων, ωστόσο οι σύγχρονοι ερευνητές συμφωνούν πλέον στην εμφάνιση του ισχνού οθωμανικού βιομηχανικού καπιταλισμού εγκαταλείποντας τις αναλύσεις περί μεταπρατικού καπιταλισμού. Βέβαια, ο μακεδονικός βιομηχανικός καπιταλισμός δεν εμφανίστηκε αρχικά, ούτε κατ’ εξοχήν, εκεί που θα περίμενε κανείς, δηλαδή στη Θεσσαλονίκη, αλλά κυρίως στην μακεδονική επαρχία. Ωστόσο, η Θεσσαλονίκη παρέμενε ο μεγαλύτερος ευεργετούμενος πόλος από αυτήν την διαδικασία.

Οι εικόνες πράγματι στο ντοκιμαντέρ παρουσιάζουν μία οθωμανική πολυεθνική και πολυθρησκευτική πόλη η οποία έχει αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, επίκεντρο μιας μεγάλης και δυναμικής οικονομικής ενδοχώρας. Μεγάλες βιομηχανίες και βιοτεχνίες, μεγάλες τράπεζες, σιδηροδρομικά δίκτυα, υποδομές στις μεταφορές, διοικητικά κτίρια, βίλες και ακμάζουσα αστική τάξη, αλλά και δυναμική εργατική τάξη. Το προλεταριάτο της Θεσσαλονίκης συγκροτείται, οργανώνεται και ριζοσπαστικοποιείται. Φαίνεται ότι η ανάπτυξη του ισχνού βιομηχανικού καπιταλισμού των προηγούμενων δεκαετιών περνάει μια μικρή κρίση και η ιδεολογία του οθωμανισμού, δηλαδή της δημιουργίας ενός οθωμανικού εθνικισμού, ο οποίος θα συνείχε όλες τις εθνότητές και τις αστικές ελίτ τους, μοιάζει να έχει αποτύχει. Θα έλεγε κανείς ότι το μόνο το οποίο έκανε την Θεσσαλονίκη να ξεχωρίζει από τις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις ήταν αυτή ακριβώς η απουσία ενός ηγεμονικού εθνικισμού. Αντίθετα, στην Θεσσαλονίκη αναδείχθηκε μια σειρά από εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, ενώ στην ευρύτερη Μακεδονία των αρχών του 20ου αιώνα η Μακεδονία αναπτύχθηκαν βίαιες και ένοπλες εθνικιστικές συγκρούσεις. Η Θεσσαλονίκη ως χώρος καπιταλιστικής ανάπτυξης και υποδοχής των μοντερνικών ιδεών αποτέλεσε το πεδίο ακμής του νεοτουρκικού εθνικισμού, δηλαδή των δυτικών αστικών εθνικών εκσυγχρονιστικών ιδεών και κέντρο της εξέγερσής τους. Ταυτόχρονα, υπήρξε σημείο αναφοράς του βουλγαρικού και ελληνικού εθνικισμού. Το κοσμοπολίτικο εβραϊκό αστικό στοιχείο επέμενε στην διατήρηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Με την λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, η Θεσσαλονίκη επιδικάστηκε με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου οριστικά στην Ελλάδα. Στη φάση αυτή, η νέα διαίρεση της Μακεδονίας μεταξύ των βαλκανικών κρατών είχε καταστροφικές οικονομικές επιπτώσεις στην Θεσσαλονίκη. Η ενδοχώρα της μειώθηκε σε 70 χιλιόμετρα στα βόρεια και 160 χιλιόμετρα στα νοτιοδυτικά. Η Βουλγαρία, η Αλβανία και η Σερβία επέβαλαν υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα εμπορεύματα και το διεθνές εμπόριο περιορίστηκε στα βασικά αγαθά. Το λιμάνι σταμάτησε να χρησιμεύει ως κέντρο διέλευσης και ως εκ τούτου έχασε τον μέχρι τότε κεντρικό ρόλο του στην ευρύτερη ενδοχώρα της Βαλκανικής Χερσονήσου. Με άλλα λόγια, η δυναμική της οικονομίας ανακόπηκε απότομα και η πόλη βυθίστηκε σε οικονομική κρίση. Επιπλέον, οι φόβοι για την οικονομία συνδέονταν με το ζήτημα της εθνοτικής σύνθεσης της πανσπερμικής Θεσσαλονίκης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι προτάσεις για μια «ελεύθερη πόλη» διατυπώνονταν κατά βάση από τους κοσμοπολίτες εβραίους εμπόρους, οι εμπορικές δραστηριότητες των οποίων θίγονταν κυρίως από την οικονομική κρίση.

Κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε την βάση του στρατού της Entente στο μακεδονικό μέτωπο. Η πόλη μεταμορφώθηκε ουσιαστικά, αφού από δύο ταξιαρχίες αρχικά, η στρατιωτική δύναμη της Entente που στρατωνίζονταν στην ευρύτερη περιοχή υπολογίζονται σε 100.000, διπλασιάζοντας τον συνολικό πληθυσμό της πόλης. Η παρουσία του στρατού κάλυψε προσωρινά την οικονομική κρίση της πόλης, αφού η οικονομία προσανατολίστηκε στην κάλυψη των αναγκών της στρατιάς. Οι άνεργοι εργάτες μετατρέπονται σε μικροπωλητές, ενώ προσφέρονται νέες ευκαιρίες για πλουτισμό. Στο πλαίσιο αυτό, το αίτημα για την διεθνοποίηση της πόλης έμοιαζε περισσότερο από ποτέ πραγματικό και μία λύση στο πρόβλημα της κρίσης. Μία διεθνής πόλη λιμάνι, κατειλημμένη από διεθνή στρατό, θα μπορούσε να επανασυστήσει την χαμένη σχέση της με τα βαλκάνια και τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Η ιδέα αυτή αντλημένη από το μοντέλο των ελεύθερων πόλεων της μεσαιωνικής εποχής επανέρχεται προσαρμοσμένη στην εποχή των εθνικών κρατών προτάσσοντας την εξαίρεση από τον εθνικό κανόνα.  Μετά τη λήξη της παγκόσμιας σύγκρουσης, η οικονομία της Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα το εμπόριο, εισαγωγικό, εξαγωγικό και διαμετακομιστικό, βρέθηκε σε νέα περιδίνηση. Η πολεμική οικονομία έμεινε έκθετη, ενώ η μετάβαση στην «ειρηνική» οικονομία ακόμα αποτελούσε  ζητούμενο.

Η ελληνική διοικητική, αλλά και οικονομική ελίτ της πόλης συνδέεται στενά στο άρμα των Φιλελευθέρων και στα σχέδιά τους για την αναγέννηση της Θεσσαλονίκης. Η ελληνική Θεσσαλονίκη είναι η πόλη της βενιζελικής εθνικής δημοκρατικής εξέγερσης απέναντι στον βασιλιά Κωνσταντίνο και κέντρο του βενιζελισμού, ενώ η εβραϊκή και μουσουλμανική Θεσσαλονίκη συντάσσεται με τον αντιβενιζελισμό. Ο βενιζελισμός αντιπροτάσσει τον «αληθή σοσιαλισμό» ο οποίος έχει αναφορά στο ελληνικό έθνος και τον πατριωτισμό ως αντίπαλο στον διεθνιστικό σοσιαλισμό που εκπροσωπείται κυρίως από την Φεντερασιόν. Παράλληλα, απέναντι στον εβραϊκό αστικό κοσμοπολιτισμό προβάλλεται ο βενιζελικός ελληνικός εκσυγχρονιστικός εθνικισμός. Σε μία Ελλάδα των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να ανακτήσει την θέση και τον ρόλο της. Ωστόσο, το τέλος της πολεμικής δεκαετίας, με την ήττα στο μικρασιατικό μέτωπο και την καταστροφή του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Μικράς Ασίας, φέρνει την Θεσσαλονίκη μπροστά σε μία πολύ δύσκολη θέση η οποία επιτείνεται με την φωτιά και την καταστροφή μεγάλου τμήματός της πόλης, την έλευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και ταυτόχρονα την έξοδο του μουσουλμανικού πληθυσμού.

Στο πλαίσιο αυτό, η διαπάλη ανάμεσα στις ελίτ των εθνοτήτων για τον χαρακτήρα της πόλης και την οικονομική κυριαρχία επανέρχεται την δεκαετία του 1920. Κατά την δεκαετία του 1930, αυτή η διαπάλη μετατρέπεται ανοιχτά σε αντισημιτισμό από την πλευρά του βενιζελικού εθνικισμού. Η εφημερίδα «Μακεδονία» του Βελλίδη πρωταγωνιστεί στην αρθρογραφία εναντίον των εβραίων όλη αυτήν την περίοδο, ενώ στηρίζει ανοιχτά την εθνικιστική δράση της «τρία έψιλον». Στα τέλη του Ιουνίου 1931 και με αφορμή την υποτιθέμενη δήλωση ενός βούλγαρου ισραηλίτη υπέρ της αυτονομίας της Μακεδονίας, ακροδεξιές ομάδες της ΕΕΕ επιτίθενται στην ισραηλίτικη οργάνωση Μακαμπί με το επιχείρημα ότι ο εκπρόσωπός της δεν καταδίκασε την δήλωση. Το ζήτημα είχε φέρει και κινήσει στην δημοσιότητα και πάλι η φιλοβενιζελική εφημερίδα Μακεδονία. Καταλαβαίνουμε από αυτό το γεγονός ότι οι φασιστικές ομάδες δεν αποτελούσαν μια εξαίρεση, αλλά στηρίζονταν ανοιχτά από τον επίσημο βενιζελικό κόσμο απέναντι στους κομμουνιστές, στους εβραίους, αλλά και στους εκτός συνόρων εχθρούς.

Η οικονομία της πόλης ανακάμπτει μερικώς κατά την δεκαετία του 1920 καθώς ιδρύονται πολλές βιοτεχνίες. Η ανάπτυξη όμως αυτή συνέβη όχι με την εκβιομηχάνιση, αλλά με την ανάπτυξη της βιοτεχνίας, δηλαδή του μικροεργαστηρίου και των μεγάλων αποθηκών καπνού καθώς οι περισσότεροι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις απασχολήθηκαν ως τεχνίτες είτε ως εργοδότες είτε ως μισθωτοί. Με λίγα λόγια, η ελληνική Θεσσαλονίκη σε καμία περίπτωση δεν επανέρχεται στην πρότερη θέση της οθωμανικής περιόδου. Μάλιστα, το λιμάνι της Θεσσαλονίκης γύρω από το οποίο επενδύθηκαν πολλές προσδοκίες με την ίδρυση της Ελεύθερης Ελληνικής Ζώνης και της Ελεύθερης Γιουγκοσλαβικής Ζώνης, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στο όραμα του εμπορικού και ναυτιλιακού κόσμου της πόλης, να μετατρέψει δηλαδή ξανά την πόλη σε μητρόπολη των Βαλκανίων.

Ταυτόχρονα, η μετάβαση από παραδοσιακές μεθόδους οργάνωσης της εργασίας και της παραγωγής σε πιο σύγχρονες, όπως η εκμηχάνιση ή απλοποίηση, αποτελεί το κεντρικό εργατικό ζήτημα της περιόδου γύρω από το οποίο ξεσπάνε εργατικές διεκδικήσεις με πρωταγωνιστές τους καπνεργάτες και τις καπνεργάτριες, αλλά και άλλα εργατικά στρώματα, όπως υποδηματεργάτες, αρτεργάτες κλπ.  Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 κύρια αιτία της εργατικής ριζοσπαστικοποίησης ήταν το ζήτημα της εισόδου ανειδίκευτων εργατών και της απλοποίησης της εργασίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και όλη την δεκαετία του 1930, οι πιέσεις της κρίσης για συγκεντροποίηση της παραγωγής οξύνουν τις κοινωνικές αντιθέσεις στην πόλη καθώς προκάλεσαν και ένα καθεστώς πάγιας υπο-απασχόλησης και ανεργίας σε ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης.

Ο μεσοπόλεμος στην Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια μακρά περίοδος ήπιου “πολιτικού εμφυλίου πολέμου”. Αστικός τύπος, αστικά κόμματα, αστικές οργανώσεις βλέπουν τις “επικίνδυνες τάξεις” εκτός αστικού πολιτισμού, εθνικού κορμού και εθνικής ιδεολογίας. Αυτή η εικόνα προκύπτει πρώτα και κύρια από την θέαση της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα των προσφύγων σαν μία ανοργάνωτη και ανεξέλεγκτη βίαιη εξαθλιωμένη μάζα, εν δυνάμει εκρηκτική. Το ίδιο συμβαίνει για τις εθνικές μειονότητες, ιδιαίτερα τους εβραίους στην Θεσσαλονίκη που είναι κυρίως προλεταριακά στρώματα. Τις ημέρες του Μαΐου 1936 φαίνεται λοιπόν ότι το “μεγάλο καζάνι” που έβραζε για 14 χρόνια “σκάει”. Το δίπολο φασισμός ή σοσιαλισμός φαντάζει περισσότερο πραγματικό από ποτέ στην πόλη και σε όλη την κοινωνία.

Έχει πολύ ενδιαφέρον ακριβώς το γεγονός ότι το ντοκιμαντέρ στην αρχή ξεκινάει περιγράφοντας την ακμάζουσα οθωμανική πόλη, ενώ στο τέλος κλείνει με την ελπίδα ότι η πόλη στα 1997 μπορεί να επανέλθει σε πύλη των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, δηλαδή σε αυτό που της «αξίζει και της αντιστοιχεί». Εάν λοιπόν υπάρχει κάποια ιδεολογία που συνέχει την Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα είναι ακριβώς αυτό το όραμα τόσο ως προσδοκία όσο και ως απογοήτευση. Η οθωμανική Θεσσαλονίκη δεν είναι μόνο η πόλη των φαντασμάτων, αλλά η ίδια η πόλη φάντασμα που στοιχειώνει τους νεότερους θεσσαλονικείς. Στο ντοκιμαντέρ αυτή η αναπόληση, η ανάμνηση και η οραματική διάθεση είναι πανταχού παρούσα. Συγκεκριμένα, κατά την δεκαετία του 1990 το όραμα επανήλθε πιο έντονα, καθώς, οι αλλαγές στα ανατολικά κράτη και ιδιαίτερα στη βαλκανική προκάλεσαν νέες προσδοκίες για την θέση της πόλης τόσο εντός της ΕΟΚ όσο και στην ανατολική Μεσόγειο. Θα έλεγε κανείς ότι απέκτησε και τη μορφή ενός είδους τοπικού εθνικισμού. Ωστόσο, είμαστε σήμερα στην θέση να γνωρίζουμε ότι η Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα δεν κατάφερε ποτέ να ακμάσει ξανά όπως την οθωμανική εποχή. Ακόμα και την εποχή της μεγάλης βιομηχανικής ανάπτυξης μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η Θεσσαλονίκη δεν ήταν παρά η πρωτεύουσα ενός ευρέος επαρχιακού χώρου, ενώ το εγχείρημα της επιθετικής εξόδου της δεκαετία του 1990-2000 στα βαλκάνια τελείωσε μάλλον άδοξα την εποχή της κρίσης.

Σε κάθε περίπτωση, αυτή η «μεγάλη ιδέα» για την Θεσσαλονίκη ποτέ δεν «πέθανε». Λειτουργεί όμως με έναν διπλό τρόπο. Από τη μία, η ανάμνηση της παλιάς ρωμαλέας πολυεθνικής Θεσσαλονίκης επανέρχεται διαρκώς στην δημόσια συζήτηση ως ρομαντική αναπόληση ενός χαμένου ενδόξου παρελθόντος. Από την άλλη, η δυσκολία επίτευξης αυτού του ονείρου επιτείνει την αίσθηση της καχεξίας συνολικά της οικονομίας και της κοινωνίας της πόλης. Εντείνει την κρίση ταυτότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: