Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

«Και σκόρπισαν τον τρόμο στους εκμεταλλευτές και τα τσιράκια τους»: η απεργιακή βία των ορειχαλκουργών εργατών της Αθήνας, 1933


Κώστας Παλούκης

Βία & Πολιτική:
ιδεολογίες, ταυτότητες, αναπαραστάσεις
Γ΄ Συνέδριο Νέων Ερευνητών
Το συνέδριο αφιερώνεται στη μνήμη του Νίκου Μπιργάλια

Στην παρούσα ανακοίνωση προσπαθώ να προσεγγίσω πλευρές της εργατικής βίας του μεσοπολέμου μέσα από την περίπτωση της απεργίας των ορειχαλκουργών εργατών της Αθήνας το 1933, μιας ελάσσονας απεργίας ενός ελάσσονος επαγγελματικού κλάδου. Ωστόσο, οι πηγές μου κυρίως οι αριστερές εφημερίδες της περιόδου, Ριζοσπάστης του ΚΚΕ και Πάλη των Τάξεων της αρχειομαρξιστικής οργάνωσης, περιγράφουν ένα τεταμένο και συγκρουσιακό κλίμα. Η περίπτωση της απεργίας των ορειχαλκουργών καταδεικνύει την οξύτητα της σύγκρουσης ανάμεσα σε εργάτες και εργοδότες ενός παραδοσιακού χειροτεχνικού επαγγέλματος το οποίο έχει εξελιχθεί και έχεο σχετικά εκβιομηχανιστεί. Οι επαγγελματικές και πολλαπλές άλλες σχέσεις διαρρηγνύονται και διαμορφώνονται δύο πολωμένα στρατόπεδα, αλλά και μια μεγάλη γκρίζα ζώνη.

Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τον κλάδο της ορειχαλκουργίας στην Αθήνα του 1933 προέρχονται κυρίως από μια έρευνα της εφημερίδας Πάλη των Τάξεων. Πρόκειται για ένα «επάγγελμα εκβιομηχανισμένο και με τάση τη συγκεντρωποίηση της παραγωγής και το μεγαλύτερο καταμερισμό της εργασίας». Στην Αθήνα και τον Πειραιά έχει καταμετρήσει 470 εργάτες σε 20 περίπου εργοστάσια. Οι σχέσεις των εργοδοτών και των εργατών και προπαντός των ειδικευμένων ακόμα και στα μεγάλα εργοστάσια παρέμεναν στενές, σχεδόν φιλικές, ενώ ακόμα συνδέονταν με κουμπαριές και συγγένειες.(Πάλη των Τάξεων, 10/10/1933, 19/9/1933) Σε έναν μεγάλο βαθμό ο τόπος καταγωγής των περισσοτέρων ειδικευμένων εργατών ήταν η Ήπειρος ακολουθώντας την παράδοση της εθνικοτοπικής επαγγελματικής διασύνδεσης, αν και φαίνεται πως είχε μετριαστεί στις επόμενες γενιές. 

Το σωματείο ιδρύθηκε το 1931 με την επωνυμία “Σωματείον Βιομηχάνων και Βιοτεχνών Ορειχλακουργών Αθηνών - Πειραιώς”. Η κύρια συνδικαλιστική δράση φαίνεται να προέρχεται από τους ηπειρώτες μάστορες και μάλιστα από συγκεκριμένες οικογένειες, μέλη των οποίων είναι γνωστοί ενεργοί συνδικαλιστές και σε άλλα επαγγέλματα με έντονο εθνοτοπικό-επαγγελματικό χαρακτήρα και ιδιαίτερη διασύνδεση με την Ήπειρο, όπως τον αρτεργατικό κλάδο. Η πρωτοβουλία της ίδρυσης προέρχεται από την εργατοπατερική παράταξη του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, δηλαδή του Νικόλαου Καλύβα. Τον Ιούλιο του 1932 το ΕΚΑ οργάνωσε μια μεγάλη απεργία σε διάφορους μηχανουργικούς κλάδους μεταξύ των οποίων και οι ορειχαλκουργοί, καθώς η κυβέρνηση Βενιζέλου συζητούσε το νομοσχέδιο επέκτασης του 8ώρου. Η απεργία κράτησε 8 ημέρες και κατέληξε, σύμφωνα με την συνδικαλιστική γλώσσα, σε “μερική” νίκη. Η απεργιακή επιτροπή αποτελούταν από “απλούς” εργάτες με ελάχιστη συνδικαλιστική εμπειρία οι οποίοι κατά γενικό κανόναν ακολουθούσαν τον Καλύβα, ενώ συμμετείχε σε αυτήν και ένας “συμπαθών” αρχειομαρξιστής. Οι δυνάμεις του ΚΚΕ, όπως προκύπτει από τον Ριζοσπάστη, φαίνεται ότι απέτυχαν πλήρως να επικοινωνήσουν με το απεργιακό πνεύμα καθώς. Αντίθετα, οι αρχειομαρξιστές κατάφεραν να αποκτήσουν από πολύ νωρίς κάποιες επιρροές εξαιτίας των συγγενικών και εθνικοτοπικών σχέσεων ορειχαλκουργών εργατών με αρχειομαρξιστές αρτεργάτες συνδικαλιστές, δηλαδή με το βαρύ πυροβολικό του αρχειομαρξιστικού συνδικαλισμού στην Αθήνα. Μετά το τέλος της απεργίας οι αρχειομαρξιστές κατάφεραν να συγκροτήσουν μια δυναμική παράταξη και να κερδίσουν την διοίκηση του σωματείου καταλαμβάνοντας τις 5 από τις 9 θέσεις. Στο σωματείο είναι εγγεγραμμένοι 325 εργάτες, δηλαδή πάνω από τα 3/5 των εργατών του κλάδου, ενώ στις συνελεύσεις του συμμετέχουν 150-200 εργάτες. Ήταν δηλαδή ένας πολύ μαζικό σωματείο σε σχέση με άλλα της εποχής.

Η νέα διοίκηση επεξεργάστηκε αμέσως ένα πρόγραμμα διεκδικήσεων, το οποίο τύπωσε και μοίρασε στους εργάτες: αύξηση μεροκάματου κατά 30% στους εργάτες που έπαιρναν κάτω από 60 δρχ και 20% σε όσους έπαιρναν πάνω από 70 δρχ, πλήρης εφαρμογή 8ωρου, ενιαία ώρα εργασίας, κατάργηση της κατ’ αποκοπήν εργασίας, κατάργηση των προστίμων, κατάργηση των ασφαλίστρων (σε μερικά εργοστάσια οι εργοδότες παρακρατούσαν το 3%), προφυλαχτήρες στα εργοστάσια, ταμείο σύνταξης και ανεγίας, ίδρυση εργοστασιακών επιτροπών. Μέσα σε 4 μήνες, σύμφωνα με την αρχειομαρξιστική εφημερίδα, κατάφερε να επιτύχει 5 από τους αρχικούς στόχους, ουσιαστικά όσους βασίζονταν στην υπάρχουσα νομοθεσία. Εφαρμόστηκε το 8ωρο σε όλα τα εργοστάσια, καταργήθηκαν τα ασφάλιστρα, επιτεύχθηκε ενιαία ώρα εργασίας σ’ όλα τα εργοστάσια, καταργήθηκε η κατ’ αποκοπήν εργασία και περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό τα πρόστιμα. Επομένως, η αρχειομαρξιστική παράταξη αισθανόταν την δύναμη και την αυτοπεποίθηση να οργανώσει μια απεργία η οποία θα διεκδικούσε την ίδρυση ενός ασφαλιστικού ταμείου. Εξάλλου εκείνη την περίοδο η κυβέρνηση Τσαλδάρη κατέθετε προς διαβούλευση στην Βουλή το νομοσχέδιο για τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Γι’αυτό το λόγο, εκτός από τους ορειχαλκουργούς, και άλλοι μηχανουργικοί κλάδοι, όπως οι σιδηρουργοί της Αθήνας και οι λεβητοποιοί του Πειραιά, οργάνωναν κινητοποιήσεις. Ο χαρακτήρας της απεργίας ήταν αρκετά διαφορετικός σχέση με την απεργία του 1932 καθώς βασιζόταν πάνω ένα καθαρά “επιθετικό” αίτημα. Μέχρι εκείνη την στιγμή οι διεκδικήσεις και οι απεργίες αφορούσαν την εφαρμογή στην πράξη κανονισμών και συνθηκών που ήταν ήδη κατοχυρωμένοι θεσμικά. Οι αρχειομαρξιστές εκτιμούσαν πως η κυβέρνηση Τσαλδάργ ήταν ευάλωτη στις εργατικές πιέσεις και θα υπερψήφιζε το νομοσχέδιο για τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Όμως, όπως αποδείχτηκε, ήταν περισσότερο ευάλωτη στις πιέσεις της εργοδοσίας.

Το σχέδιο της αρχειομαρξιστικής διοίκησης ήταν να οργανωθεί απεργία σε ένα δύο μεγάλα εργοστάσια και στη συνέχεια να γενικευτεί. Πράγματι, κατάφεραν να προκαλέσουν απεργία στα δύο μεγάλα εργοστάσια που απασχολούσαν 70 και 45 εργάτες. Σύμφωνα με την εφημερίδα Ριζοσπάστης στο πρώτο υπάρχουν 6 απεργοσπάτες, ενώ στο δεύτερο μόνο ένας οι οποίοι δουλεύουν “υπό την προστασία της αστυνομίας”. (Ριζοσπάστης, 13/9/1933) Παράλληλα, η απεργιακή επιτροπή προπαρασκεύαζε μια μεγάλη γενική συνέλευση στην οποία θα κατέθετε πρόταση για γενική απεργία του κλάδου, ενώ οργάνωνε απεργιακές φρουρές στα εργοστάσια. Ωστόσο, η αστυνομία συνέλαβε την ηγεσία της απεργιακής επιτροπής και του ΔΣ καθώς σύμφωνα με την εφημ. Πάλη των Τάξεων “εξαπολύθηκε η πιο μεγάλη τρομοκρατία εναντίον των υπόλοιπων απεργών”. Οι αστυφύλακες και οι χαφιέδες γύριζαν τους δρόμους με τα ιδιωτικά αυτοκίνητα των εργοδοτών, συνελάμβαναν όσους απεργούς συαναντούσαν και τους υποχρέωναν να εργαστούν δια της βίας. “Μ’ αυτόν τον τρόπο”, υποστηρίζει η αρχειομαρξιστική εφημερίδα, “δημιουργήθηκαν οι πρώτοι απεργοσπάστες”. Τελικά, μετά από τρεις απόπειρες συνέλευσης μπόρεσαν να προκηρύξουν την γενική απεργία. Σε όλες τις συνελεύσεις του Σωματείου συμμετείχε ο Καλύβας ΕΚΑ, ο οποίος ανέλαβε διαμεσολαβητικό ρόλο με το κράτος, ενώ τον λόγο έπαιρναν εκπρόσωποι του Ενωτικού ΕΚΑ (σωματεία του ΚΚΕ) και της Προσωρινής Επιτροπής Συμβουλίων (σωματεία των αρχειομαρξιστών). 

Τις πρώτες μέρες της γενικής απεργίας οι εργάτες δεν συμμετείχαν μαζικά. Η αρχειομαρξιστική παράταξη διαθέτοντας την εμπειρία των προηγούμενων ημερών οργανώθηκε έτσι ώστε να εμποδίσει την δημιουργία απεργοσπαστών. Το βασικό της όπλο ήταν η δημιουργία απεργιακών φρουρών και η τρομοκρατία των απεργοσπαστών. Από την άλλη μεριά το ίδιο όπλο χρησιμοποίησε και η εργοδοσία με την υποστήριξη της αστυνομίας. Διαβάζουμε στην Πάλη των Τάξεων: “Σ’ όλα τα εργοστάσια από πολύ πρωί ήταν σύντροφοί μας επικεφαλής των απεργών κι’ έπαιρναν τους μη απεργήσαντες εργάτες φέροντάς τους στη συνέλευση. Η συνέλευση παρουσίασε μεγάλη επιτυχία. Συγχρόνως σ’ ολόκληρο τον κλάδο δεν είχαν μείνει παρά 30-40 απεργοσπάστες.” “Οι απεργοσπάστες αντιμετωπίζονται ομαδικά μα η αστυνομία σαν πιστός φρουρός των συμφερόντων των εργοδοτών επετέθη με όπλα και συλλαμβάνει τους απεργούς για να τους τρομοκρατήσει και να σπάσει έτσι την απερία.” “Όλα γενικώς τα εργοστάσια φρουρούνται από αστυφύλακες και χαφιέδες”.

Η απεργιακή αυτή τρομοκρατία κράτησε μια ολόκληρη εβδομάδα. Συνολικά οργανώθηκαν 9 επιθέσεις εναντίον απεργοσπαστών και εργοστασίων. Οι τέσσερις στα δύο μεγάλα εργοστάσια. Η πιο εντυπωσιακή όμως επίθεση ήταν η βίαιη εκτόπιση των απεργοσπαστών από τα μαγαζιά στο Μοναστηράκι. Η αρχειομαρξιστική εφημερίδα περιγράφει με ένα ήρωικό ύφος τις επιθέσεις. «Σε μια θελλώδη επίθεση που κάναν στην οδό Ηφαίστου για το τσάκισμα των απεργοσπαστών δόσανε μια υπέροχη ταξική μάχη και γράψανε μια λαμπρή ιστορία στην ιστορία των αγώνων τους και των αγώνων της εργατικής τάξης ολόκληρης”. “Οι απεργοί ορειχαλκεργάτες έκαναν την εργατική γροθιά τους να μιλήσει. Και σκόρπισαν τον τρόμο στους εμεταλλευτές και τα τσιράκια τους”. Σε αυτή την σύγκρουση οι εργοδότες έβγαλαν πιστόλια κι άρχισαν να πυροβολούν, ενώ οι αστυνομικοί κυνήγησαν τους απεργούς χωρίς όμως να καταφέρουν να συλλάβουν κάποιον. Μπορεί να φανταστεί κανείς μια ομάδα 100 δυνατών εργατών εξοπλισμένων πιθανώς με γκλομπ να κινείται στην οδό Ηφαίστου καταστρέφοντας μαγαζιά, να εισέρχεται μέσα στην σύσκεψη των εργοδοτών και το εργοστάσιο να μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Η Πάλη των Τάξεων χάρισε σε αυτήν την επίθεση το κύριο πρωτοσέλιδο άρθρο το οποίο με τίτλο “Μπράβο” την εξυμνούσε. Από έμμεση πηγή στον Ριζοσπάστη επιβεβαιώνεται ότι τα ορειχαλκουργεία στο Μοναστηράκι βρίσκονταν όλα σε απεργία, ενώ η παράταξη του ΚΚΕ αδυνατούσε να έχει την στοιχειώδη παρέμβαση σε αυτά. (Ριζοσπάστης, 1/10/1933) 

Γενικότερα, ο αρχειομαρξιστικός και ευρύτερα κομμουνιστικός τύπος παράγει μια καθημερινή ηρωική αφήγηση για τα γεγονότα, εξυμνεί την βία των εργατών και καταγγέλλει την κρατική και εργοδοτική βία. Η καταφυγή στην βία θεμελιώνεται ηθικά μέσα από έναν οξύ λόγο περί προδοτών και ηρωικών αγωνιστών. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο αστικός τύπος γενικά απουσιάζει από την αντιπαράθεση. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι απουσιάζει ο εργοδοτικός λόγος τον οποίο μπορούμε ίσως να φανταστούμε να είναι επενδυμένος με την αντικομμουνιστική ρητορική της εποχής. Οι δύο αυτοί λόγοι ορίζουν δυό διαφορετικές μορφές πρόσληψης της ελευθερίας και των δικαιωμάτων. Από τη μία είναι το δικαίωμα στην εργασία και από την άλλη το δικαίωμα στην απεργία. Από τη μία η υποταγή στην δημοκρατία του εργατικού σωματείου ακόμα και όσων διαφωνούν με την απεργία και από την άλλη η υποταγή στην εργοδοτική και εργασιακή ιεραρχία, στο νόμιμο και αναγνωρισμένο από το κράτος ΕΚΑ όσων επιθυμούν την απεργία, δηλαδή στην καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. 

Σύμφωνα με το αρχειομαρξιστικό έντυπο η απεργία οδηγήθηκε σε ήττα μετά από 22 ημέρες εξαιτίας της παρελκυστικής τακτικής του Καλύβα, της έλλειψης οικονομικής στήριξης από το ΕΚΑ, ενώ σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη εξαιτίας της προδοσίας των “αρχειοφασιστών”. Οι αρχειομαρξιστές υποστήριζαν πως τις τελευταίες ημέρες ουσιαστικά τα περισσότερα εργοστάσια λειτουργούσαν και η λύση της απεργίας ήταν απλά ζήτημα τυπικό και αναγκαίο για να μην εκφυλιστεί περισσότερο. 

Αυτό που καταλαβαίνει κανείς πίσω από τις γραμμές της ηρωικής αφήγησης είναι ότι ο ορειχαλκουργικός κόσμος δεν συμμετείχε σε αυτήν την απεργία ενεργά ομόθυμος. Οι πατερναλιστικές σχέσεις των εργατών με τους εργοδότες αποτέλεσαν καθοριστικοί σημαντικοί παράγοντες της απροθυμίας και ευρύτερα της ήττας. Η αρχειομαρξιστική παράταξη αναφέρεται στην αδυναμία του “υποκειμενικού παράγοντα” και υποστηρίζει ρητά ως αιτία τον παράγοντα κουμπαριάς και συγγένειας εργατών και εργοδοτών, ενώ δεν κρύβει πως δυσκολευόταν αρχικά να πείσει τους εργάτες των μεγάλων εργοστασίων να απεργήσουν. Διαφαίνεται ότι την πρωτοβουλία για την απεργία είχαν οι μάστορες των μικρών εργαστηρίων, ενώ η βάση της απεργίας στα μεγάλα εργοστάσια ήταν η ημι-ειδικευμένη νεολαία. Για αυτό το λόγο η σύγκρουση στα μεγάλα εργοστάσια έλαβε τόση μεγάλη ένταση, δηλαδή ενείχε πιθανόν στοιχεία ρήξης ανάμεσα στην καλοπληρωμένη ειδικευμένη παλαία εργατική βάρδια και την κακοπληρωμένη νέα ημι-ειδικευμένη ή ανειδίκευτη. Η πρώτη εργατική γενιά λόγω της συντεχνιακής παράδοσης και επειδή ίσως να καταγόταν από την Ήπειρο πιθανόν να στήριζε το Λαϊκό Κόμμα, ενώ η δεύτερη ενδεχομένως να προερχόταν από νέες πηγές άντλησης εργατικού δυναμικού, όπως οι πρόσφυγες οι οποίοι ήταν παραδοσιακά αντιμοναρχικοί. Τέλος, δεν αναφέρεται καμία επίθεση σε βάρος μικρού εργαστηρίου ή μικρού αφεντικού. Σε αυτήν την τελευταία περίπτωση φαίνεται ότι το συντεχνιακό μοντέλο και η εγγύτητα εργοδότη και εργάτη λειτουργούσε υπέρ της απεργίας.

Ο ορειχαλκουργικός κόσμος είχε λοιπόν διχαστεί σε δύο πόλους: από τη μία ήταν η απεργιακή επιτροπή η οποία επηρέαζε περίπου 100-150 εργάτες και από την άλλη η εργοδοσία η οποία με τους πατερναλιστικούς δεσμούς επηρέαζε επίσης περίπου άλλους τόσους. Το επίδικο ήταν λοιπόν πρώτον η γκρίζα ζώνη, ένα ουδέτερο δυναμικό περίπου 200-300 εργατών. Μόνο εργαλείο η καταφυγή στην τρομοκρατία και την εκατέρωθεν χρήση βίας. Ωστόσο, φαίνεται πως η καταφυγή στην τρομοκρατία ως μέσο πειθαναγκασμού από τη μεριά της απεργιακής επιτροπής δεν επέτρεψε την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία της, ενώ αντίθετα ενίσχυσε τον ενδοταξικό διχασμό και επέτρεψε στην εργοδοσία και το ΕΚΑ να συσπειρώσει και να πολώσει το εργατικό δυναμικό. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο η απεργία ενδεχομένως να απέκτησε προσωρινά μαζικά χαρακτηριστικά, αλλά δεν μπορούσε να έχει διάρκεια, επιπλέον λόγω της πολιτικής απομόνωσης της αρχειομαρξιστικής παράταξης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: