Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Το 1646 στο Ρέθεμνος


Κάποτε πολύ παλιά, ας πούμε το 1646, σε αυτήν την πόλη με τις βοκαμβίλιες, σε αυτά τα σοκάκια που περπατάς υπήρχαν άλλοι άνθρωποι. Βενετοί ευγενείς, μπάσταρδα Ιταλών αρχόντων και ξεπεσμένοι αριστοκράτες, σταλμένοι στις αποικίες να διατηρήσουν το γόητρό τους. Γραικοβενετσιάνοι άρχοντες, παλιοί αρχοντορωμαίοι που άλλαξαν δόγμα και κατάφεραν να γραφτούν στο Libro doro
Κάποτε πολύ παλιά, ας πούμε το 1646, σε αυτήν την πόλη με τις φραγκισκανές ‘κκλησίες και τις πέτρινες καμάρες, σε αυτά τα σπίτια που ‘πισκέπτεσαι ζούσαν άλλοι άνθρωποι. Πολίτες νοτάριοι, που καταγράφουν τα πολύτιμα στους ιστορικούς έγγραφά τους, ορθόδοξοι υπηρέτες, πιστοί δούλοι στα αφεντικά τους, σχολαστικοί δικηγόροι και γιατροί, με τις επιτηδευμένες γνώσεις στα λατινικά και τα ελληνικά, τεχνίτες, γραμμένοι στις μεσαιωνικές συντεχνίες τους και ζωγράφοι, ζωγράφοι που σμίγουν στα σχέδια τους τη Δύση με την Ανατολή.
Κάποτε πολύ παλιά, ας πούμε το 1646, σε αυτήν την πόλη με το μικρό ενετικό λιμάνι και τις κρήνες του Rimonti, σ’ αυτούς τους δρόμους που χάνεσαι, ζωντάνευε ένας άλλος κόσμος. Έμποροι Γενουάτες και Βενετσιάνοι, με πλοία που φέρνουν μπαχαρικά, πολυτελή ενδύματα, σκλάβους και πολλές εμπειρίες να πουλήσουν στις αυλές της Δύσης. Μαλτινοί Ιππότες και Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου, σπανιόλοι μουσκετοφόροι και γάλλοι ξιφομάχοι, καυχησιάρηδες στρατιώτες σταλμένοι από τον Πάπα να στηρίξουνε την πόλη. Πάνω από όλους οι ρέκτορες και οι δούκες, εκπρόσωποι της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. 
Κάποτε πολύ παλιά, ας πούμε το 1646, έξω από αυτήν την πόλη με τα κλειστά τείχη και τη Φορτέτζα από ψηλά να φυλά την αποικία του Αγίου Τίτου, περίμεναν Οθωμανοί Τούρκοι με πλοία και κανόνια να πολιορκούν το Ρέθεμνος. Ένας στόλος γέμιζε τον ορίζοντα, ένας στρατός γέμιζε την ύπαιθρο και μια πόλη μικρή πέριμενε το μοιραίο τέλος.
Κάποτε πολύ παλιά, ας πούμε το 1646, σε αυτήν την πόλη με τις βοκαμβίλιες, σε αυτά τα σοκάκια που περπατάς καθόταν μπροστά στη Μικρή Παναγιά ένας Αρλεκίνος. Κάθε βράδυ ο αρχετυπικός υπηρέτης με τα μπαλώματα στη φορεσιά του έρχεται και στέκεται στο συγκεκριμένο αυτό σημείο και κινείται ρυθμικά. Χωρίς λόγια, με μιμήσεις, αργές κινήσεις και μορφασμούς παίζει το ρόλο του. Χωρίς την παρέα του, τον Πανταλόνε και τους άλλους, παίζει μοναχός του μια κωμωδία που σκεπάζεται από τις φωτιές, τις ιαχές και τις βόμβες του πολέμου. Μια κωμωδία που γίνεται το κέντρο της διασκέδασης του πολιορκημένου Ρέθεμνος, χωρίς ιρμό και σχέδιο, ο πόλεμος γεννά τον σουρεαλισμό καθώς μέσα στο θάνατο ακούγονται τα γέλια από το μοναχικό ήρωα.

Κάποτε πολύ παλιά, ας πούμε το 1646, σε αυτήν την πόλη με τις βοκαμβίλιες, σε αυτά τα σοκάκια που περπατάς καθόταν μπροστά στη Μικρή Παναγιά ένας Αρλεκίνος. Ένας Αρλεκίνος που ξέμεινε από το τελευταίο ταξίδι στην Κρήτη ενός Φλωρεντίνικου θιάσου. Κάθε βράδυ δίνει την παράστασή του και η μοναξιά και ο φόβος του χάνεται από το γέλιο και τη χαρά των γραικοβενετσιάνων Ρεθεμνιωτών. Κάθε βράδυ δίνει την παράστασή του και ξεχνά τον κόσμο των άλλων και ζει στον κόσμο της commedia delarte. Κάθε βράδυ χάνει την αίσθηση της βρώμας που αναδύεται στην πόλη και πιάνει τα αρώματα των γυναικών που έρχονται θεατές. Εκεί στο κέντρο του μικρού κόσμου που ο ίδιος φτιάχνει γίνεται ξάφνου ο άρχοντας της πόλης.

Κάποτε πολύ παλιά, ας πούμε το 1646, σε αυτήν την πόλη των Ενετών, σε αυτόν τον κόσμο του Αρλεκίνου ένα κορίτσι περνά τον δρόμο της Μεγάλης Αγοράς και στέκεται μπροστά στον Αρλεκίνο. Κάθεται εκεί και τον κοιτά. Η νύχτα φλέγεται από τις μάχες και οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι, ο κόσμος φεύγει. Άλλοι κλέινονται στα σπίτια μετα όπλα τους, άλλοι τρέχουν στις εκκλησιές. Το κορίτσι μένει και τον κοιτά. Ο Αρλεκίνος έχει μόνο αυτή για κοινό. Ο χρόνος κυλά και τα θανατικά γιορτάζουν μέσα κι έξω από τα τείχη. Το κορίτσι μένει και τον κοιτά. Ο Αρλεκίνος συνεχίζει την παράσταση. Παίζει μόνο για αυτήν. Σε αυτόν τον κόσμο του Αρλεκίνου υπάρχει μόνο αυτή και δίνει την καλύτερή του παράσταση. Δεν παίζει ο ίδιος, αλλά οι ψυχές των ηρώων του με το σώμα του. Εναλλαγές του γρήγορου με το αργό, συνδυασμένες κινήσεις, πεσίματα και τινάγματα× διηγιέται μια ιστορία αστεία. Το κορίτσι προσηλωμένο στέκεται εκεί, τον κοιτά και γελά. Και ο κόσμος χαλά και οι Τούρκοι πατούν την πόλη. Ξεκινούν σφαγές και ματοκυλίσματα. Ο Αρλεκίνος συνεχίζει και το κορίτσι στέκεται, τον κοιτά και γελά. Και φτάνει το τέλος. Ο Αρλεκίνος μοιάζει νεκρός. Τα γκρίζα ρούχα με τα μπαλώματα είναι σκισμένα και ματωμένα. Το μακιγιαρισμένο άσπρο πρόσωπο με το χαμόγελο χαμογελά θλιβερά. Και το κορίτσι κάθεται εκεί και τον κοιτά, αλλά δεν κλαίει για τίποτα. Σκέφτεται τον Αρλεκίνο και γελά. Σκύβει και τον φυλά με το πιο γλυκό φιλί, αυτό του ύπνου και γέρνει δίπλα του.
Ένα πρωινό πολύ παλιά, ας πούμε το 1646, σε αυτήν την πόλη των Ενετών, σε αυτήν την πόλη με τις βοκαμβίλιες ένας Αρλεκίνος και ένα κορίτσι εκεί μπροστά στην Παναγιά των Αγγέλων ξυπνήσανε μέσα στο χαλασμό στην πιο ζεστή αγκαλιά.
Αυτό το πρωινό ήταν μια άλλη εποχή καινούργια για αυτούς που έζησαν. Ο κόσμος των Ενετών παραχώρησε τη θέση του στον κόσμο των Οθωμανών. Φύγανε οι φεουδάρχοι και ο κόσμος λευθερώθηκε.
Αιώνες μετά άμα πας σε αυτό το σημείο, κάτσεις στα σκαλιά της Μικρής Παναγιάς και κλείσεις τα μάτια ίσως να τους δεις να στέκονται εκεί. Ο Αρλεκίνος να παίζει και το κορίτσι να τον κοιτά και να γελά.

πόσοι μας διάβασαν: