Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

«Το ιστοριογραφικό έργο του Δ. Λιβιεράτου για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου»


του Κώστα Παλούκη στην Διημερίδα

«Η ιστορία της μισθωτής εργασίας και του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα: διερευνώντας μαρξιστικές οπτικές στην εποχή μας», 26 και 27 Μαΐου ο Ομίλος Μελέτης Ιστορίας της Κοινωνίας (ΟΜΙΚ)




 
Θα μπορούσε κανείς να διαχωρίσει την ιστοριογραφία σε δύο πολύ βασικές κατηγορίες, την ακαδημαϊκή ιστοριογραφία και την ερασιτεχνική ιστοριογραφία ή την ιστοριογραφία των μη σπουδαγμένων ιστορικών. Συνήθως, η πρώτη αξιολογείται ως η πιο επιστημονική και πιο έγκυρη και ως εκ τούτου πιο ανώτερη, καθώς γράφεται από διπλωματούχους ιστορικούς, ενώ η δεύτερη θεωρείται μη επιστημονική και ως εκ τούτου υποδεέστερη καθώς γράφεται από ιστορικούς χωρίς επιστημονικές περγαμηνές. Στην πράξη ο διαχωρισμός αυτός είναι σωστός στο βαθμό που δε συνιστά μια διαστροφή της συντεχνίας των ιστορικών, υπόκειται σε σαφή ταξινομητικά κριτήρια και υπερβαίνει την αλαζονεία του επαγγελματία επιστήμονα απέναντι στον ερασιτέχνη εμπειριστή. Ωστόσο, ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση η κοινότητα των ιστορικών παραμένει πολύ αυστηρή, απαξιωτική και ουσιαστικά κλειστή απέναντι στους ερασιτέχνες απαξιώνοντάς τους σαν «ιστοριοδίφες». Μάλλον, όμως, δε θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά.

Η «ακαδημαϊκή επιστημονικότητα» ενός ιστοριογραφικού έργου συνήθως κρίνεται με βάση τη μεθοδολογία, την τεκμηριωμένη χρήση και εποπτεία των πηγών, την χρήση και τη συνομιλία με άλλα ιστοριογραφικά έργα, την επικοινωνία με τις σύγχρονες ιστοριογραφικές αναζητήσεις, την ανάγκη να προσκομίσει κάτι «καινούργιο», τον περιορισμό του υποκειμενισμού. Ως αρχικός στόχος δηλώνεται γενικά η ανάγκη να υπηρετηθεί η ιστορική επιστήμη, ακόμα και εάν λανθάνουν και άλλοι στόχοι. Στην περίπτωση που ο ιστορικός επιστήμονας αποδέχεται αξιωματικά την ύπαρξη κάποιας «αλήθειας» θέτει ως στόχο την αναζήτησή της, ενώ στην περίπτωση που συμφωνεί φιλοσοφικά με την σχετικότητα θέτει ως στόχο την ουδετερότητα. Ο επαγγελματίας ιστορικός, όσο δεμένος και εάν είναι συναισθηματικά με το αντικείμενό του, ποτέ δε δηλώνει στράτευση σε αυτό, αλλά αναζητά την αποστασιοποίηση.

Αντίστροφα ο αρχικός στόχος και ενδεχομένως και μοναδικός των «μη επαγγελματιών ιστορικών» είναι να υπηρετήσουν την κοινωνία ή την κοινότητά τους και συνήθως στρατεύονται στην υπόθεση του υπό εξέταση αντικειμένου τους. Αυτό είναι το μοναδικό κίνητρό τους, το οποίο καθορίζει τα κριτήριά τους είτε προσπαθούν να σταθούν αντικειμενικά είτε δεν φοβούνται να ταυτιστούν και να δηλώσουν προσωπικές συμπάθειες. Ωστόσο, οι «μη σπουδαγμένοι» ιστορικοί δηλώνουν συνήθως πίστη σε μια μεθοδολογία, η οποία ταυτίζεται με μια μεγάλη και ιστορική μορφή της διεθνούς ή ελληνικής ιστοριογραφίας ή της ιστορίας της ιστοριογραφίας, π.χ. Θουκιδίδης, Μαρξ, Ένγκελς, Παπαρηγόπουλος ή και κάποια «πρόσμιξη» αυτών των μορφών. Η δήλωση αυτή συνήθως φανερώνει και τις πολιτικές ή ιδεολογικές αφετηρίες του συγγραφέα.

Βέβαια και από τη μεριά τους οι μη επαγγελματίες ιστορικοί αναπτύσσουν συχνά μια είδους εχθρότητα απέναντι στην ακαδημαϊκή ιστορία. Aρκετές φορές πιστεύουν ότι υπηρετούν καλύτερα την ιστορική επιστήμη και επιτίθενται στους επαγγελματίες ιστορικούς. Η προσέγγιση τους είναι συνήθως συμβαντολογική σε αντίθεση με τα αφαιρετικά σχήματα της «κοινωνικής ιστορίας», «οικονομικής» ή «πολιτισμικής ιστορίας» που επιχειρεί να αναδείξει ιστορικά φαινόμενα, ενώ πολλές φορές ταυτίζεται με την ανακάλυψη και τον σχολιασμό πηγών. Το πιο σύνηθες πεδίο εμφάνισης, της μη επαγγελματικής ιστοριογραφία, είναι η τοπική ιστορία. Ο λόγιος της πόλης ή της κοινότητας γράφει την ιστορία της με σκοπό να την αναδείξει τόσο αυτή όσο και τα πρόσωπά της.

Η μακρά αυτή εισαγωγή ήταν αναγκαία για να μπορέσουμε να θέσουμε ένα πλαίσιο κατανόησης και ερμηνείας του ιστοριογραφικού έργου του Δημήτρη Λιβεράτου, ιδιαίτερα εκείνου του κομματιού που αφορά την ιστορία του εργατικού κινήματος στον Μεσοπόλεμο.

Ο Δημήτρης Λιβιεράτος είναι στρατευμένος στο ελληνικό εργατικό και τροτσκιστικό κομμουνιστικό κίνημα από πολύ μικρός. Ανθυπολοχαγός στη στρατιωτική σχολή του ΕΛΑΣ μετέχει σε μια μικρή ομάδα που αποτελεί τη νεολαία του Επαναστατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΕΣΚΕ), το οποίο είχε ηγέτη τον παλαιό γραμματέα του ΚΚΕ, Θωμά Αποστολίδη. Το εν λόγω κόμμα είχε ζητήσει να συμμετάσχει στο ΕΑΜ ως συνιστώσα του, όμως η ηγεσία του ΚΚΕ πρόβαλε βέτο και αρνήθηκε την ένταξή του. Έτσι, τα μέλη του ΕΣΚΕ, προσχώρησαν στο ΕΑΜ, κρύβοντας όμως την πολιτική τους τοποθέτηση. Στη συνέχεια, ο Δ. Λιβιεράτος, συμμετέχει, το 1946, στο νέο ενοποιημένο τροτσκιστικό κόμμα, το Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΔΚΕ), τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς, αλλά δεν κόβει ποτέ τις γέφυρες με την αριστερή σοσιαλδημοκρατία. Εξορίζεται κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, ενώ μετά την ήττα του αντιστασιακού κινήματος συνέχισε να αγωνίζεται μέσα από τις γραμμές του εργατικού κινήματος, έχοντας συνδικαλιστική δράση. Συμμετείχε στο Κίνημα Ελεύθερου Συνδικαλισμού (1951), και στο Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα (1955). Έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Συνδέσμου Νέων, το 1953, η οποία ήταν μια νόμιμη μετωπική οργάνωση. Συμμετείχε, μαζί με τον Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), στην Αλγερινή Επανάσταση και ήταν από τους πρωτεργάτες της πρώτης αντιδικτατορικής οργάνωσης, το 1967, κατά της χούντας των συνταγματαρχών, με το όνομα, «Δημοκρατικές Επιτροπές Αντίστασης» (ΔΕΑ), ενώ στη διάρκεια της δικτατορίας (1967-74) καταφεύγει στην Γερμανία. Ακολουθεί, πολιτικά, στο εσωτερικό του τεταρτοδιεθνιστικού ρεύματος τον Μιχάλη Ράπτη. Όταν, μετά τη δικτατορία, επιστρέφει στην Ελλάδα, μετέχει, κάτω ακριβώς από το ίδιο πρίσμα, στο Εκτελεστικό Γραφείο του νέο-ιδρυμένου ΠΑΣΟΚ, ως εκπρόσωπος της τροτσκιστικής και αριστερής πτέρυγάς του. Έτσι, παρά την στράτευσή του στον τροτσκισμό, δεν είναι ποτέ απομονωμένος και αποκλεισμένος σε μια μικρή σέχτα. Αντίθετα, αναζητεί πάντα να βρίσκεται εκεί που αναπτύσσεται το δυναμικό αριστερόστροφο ρεύμα της εκάστοτε εποχής. Ο Δημήτρης Λιβιεράτος διατηρεί στενή επαφή με τμήματα του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος που βρίσκεται σε ανοδική πορεία την δεκαετία του 1970.

Από τη μία, η σχέση του αυτή με το μεταπολιτευτικό εργατικό κίνημα της δεκαετίας του 1970, αλλά και από την άλλη η βαριά παράδοση του ελληνικού τροτσκισμού για την κεντρικότητα του κομμουνιστικού διαφωτισμού και της μόρφωσης δίνουν στον Λιβιεράτο εκείνα τα ευαίσθητα κριτήρια ώστε να αισθανθεί ένα τεράστιο «κενό». Πιστεύει ότι οι νέοι ριζοσπαστικοποιημένοι εργάτες πρέπει να γνωρίζουν την ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. Έτσι, κάποιες σημειώσεις και μια αρχική έρευνα από κάποια ιδεολογικά μαθήματα που λειτούργησαν σαν εφαλτήριο καταλήγουν στο πρώτο βιβλίο. Με λίγα λόγια, ένας απλός αριστερός εργάτης βιώνει ως δική του εσωτερική ανάγκη και δικό του καθήκον να επιτελέσει έναν άλλον ρόλο. Με τον ίδιο τρόπο που ένας λόγιος μιας τοπικής κοινότητας αισθάνεται την ανάγκη να γράψει την ιστορία της, ο Δημήτρης Λιβιεράτος αναλαμβάνει το ρόλο του «λογίου» της εργατικής τάξης και ξεκινά να γράφει την ιστορία της. Η γκραμσιανή θεώρηση των πραγμάτων θα χαρακτήριζε τον Δημήτρη Λιβιεράτο ως «οργανικό διανοούμενο» της εργατικής τάξης.

Το 1976 εκδίδεται ο πρώτος τόμος της τετράτομης σειράς με τίτλο, Το ελληνικό εργατικό κίνημα (1918-1923). Το 1985 οι Εναλλακτικές Εκδόσεις κυκλοφορούν τον δεύτερο τόμο, για την περίοδο 1923-1927, με νέο τίτλο, Κοινωνικοί Αγώνες στην Ελλάδα. Ακολουθεί, το 1987, ο τρίτος τόμος, για την περίοδο 1927-1932, ενώ ο τέταρτος και τελευταίος τόμος, για την περίοδο 1933-1936, κυκλοφορεί το 1994. Η σειρά φιλοδοξεί να πιάσει το νήμα από το έργο του Γιάννη Κορδάτου. Για αυτό, ο πρώτος τόμος, ξεκινάει από εκεί που σταματάει το βιβλίο του Κορδάτου, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. Παράλληλα, έχει κυκλοφορήσει την πρώτη Βιογραφία του Παντελή Πουλιόπουλου, ενός ανθρώπου που παραμένει από την μεταπολεμική εποχή μέχρι τώρα το κεντρικό σημείο αναφοράς του ελληνικού τροτσκισμού.

Με τα έργα του αυτά καθιερώνεται ως ιστορικός του εργατικού κινήματος και συνεχίζει, ιδιαίτερα μετά τη δικτατορία, εκδίδοντας, σχεδόν κάθε δυο χρόνια, και ένα νέο βιβλίο: «Η Αλγερινή επανάσταση», «Ιουλιανά 1965», «Παντελής Πουλιόπουλος. Ένας διανοούμενος επαναστάτης», «Η εργατική πρωτομαγιά στην Ελλάδα, 1890-1999», «Ο ελληνικός τροτσκισμός. Ένα χρονικό 1923-1946» (μαζί με τους Δ. Κατσορίδα και Κ. Παλούκη), «Η κίνηση των 115. Κοινωνικοί αγώνες 1962-1967», «Μεγάλες ώρες της Εργατικής τάξης: ΕΚΑ 1910-1916, Εργατικό ΕΑΜ 1941, ΕΡΓΑΣ 1945», «90 Χρόνια ΓΣΕΕ», και ίσως το πιο γοητευτικό από όλα, «Το αόρατο εργοστάσιο της επανάστασης 1959-1962. Οι Διεθνιστές της Δυτικής επιμελητείας στην Αλγερία».

Ο Δημήτρης Λιβιεράτος είναι εξαιρετικά αυστηρός με την ορθότητα των γεγονότων και την πιστότητα των δεδομένων. Το βασικό συστατικό της γραφής του είναι το συμβάν και η κίνηση των συμβάντων. Η δομή των βιβλίων της τετράτομης σειράς για το εργατικό κίνημα στο Μεσοπόλεμο ακολουθεί την εξής διάρθρωση. Αρχικά, παρουσιάζονται τα πολιτικά γεγονότα της περιόδου που εξετάζει ο τόμος και έπονται τα εργατικά γεγονότα της ίδιας περιόδου. Στη συνέχεια εξετάζονται οι θέσεις ή οι εξελίξεις διαφόρων πολιτικών κομμάτων, π.χ. ο βενιζελισμός, οι σοσιαλιστές, οι αγροτιστές κλπ. Παρουσιάζονται συνέδρια των κομμουνιστικών κομμάτων ή των εργατικών συνδικάτων. Σημαντικά γεγονότα συνιστούν ιδιαίτερες υποενότητες. Ωστόσο, το έργο του Λιβιεράτου έχει μια συνεκτική πρόταση για το εργατικό κίνημα του Μεσοπολέμου. Μετά τη συγκρότησή του, την περίοδο 1918, ακολουθούν οξύνσεις και υποχωρήσεις, οι οποίες έχουν ένα τέλος και μια ολοκλήρωση με την εξέγερση του Μάη, του 1936, στη Θεσσαλονίκη.

Παρά την κυριαρχία του συμβάντος, ο Λιβιεράτος, εκφράζει άποψη για τα πολιτικά και εργατικά φαινόμενα. Η άποψη αυτή ταυτίζεται πολύ συχνά με την άποψη των τροτσκιστών της εποχής ή με υστερότερες επικρατούσες εκτιμήσεις. Κατά την άποψή μου, προσεγγίζει τον Μεσοπόλεμο, ακολουθώντας κάποιες βασικές παραδοχές: Η καπιταλιστική ανάπτυξη της χώρας έχει επιτρέψει την εμφάνιση της εργατικής τάξης και ως εκ τούτου αναδύεται η ταξική σύγκρουση ως κομβική για την περίοδο. Η αστική και η εργατική τάξη δομούνται και οργανώνονται αντιπαραθετικά και με μαθηματική ακρίβεια οδηγούνται σε σύγκρουση. Από αυτήν την άποψη το έργο του Λιβιεράτου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το μήνυμα του βιβλίου του Άγγελου Ελεφάντη, «Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης». Στο έργο του Λιβιεράτου, η ελληνική κοινωνία μοιάζει με ένα καζάνι που βράζει και ως εκ τούτου η επανάσταση δεν ήταν ένα ιδεολόγημα δογματικών, αλλά μια δυνατότητα που οι μεν εύχονταν και οι δε απεύχονταν.

Ο Λιβιεράτος επιχειρεί, ωστόσο, να παρακολουθήσει και να περιγράψει τις πολιτικές αντιθέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Οι σοσιαλιστές, οι κομμουνιστές, οι ρεφορμιστές, οι τροτσκιστές δρουν μέσα σε ένα ενιαίο πολιτικό κόσμο, διαφορετικό από εκείνον της κεντρικής πολιτικής σκηνής και βιώνουν τους δικούς τους «διχασμούς»: αντιπαραθέσεις σε συνέδρια πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς, διασπάσεις συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανισμών, βίαιες συγκρούσεις σε σωματεία ή σε συνέδρια συνδικάτων, καθώς επίσης συγκρούσεις στον δρόμο, παράγουν διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα, ριζοσπαστικές ή λιγότερο ριζοσπαστικές αναζητήσεις. Σε κάθε περίπτωση, όμως, στο έργο του Λιβιεράτου αποτυπώνεται ο τεράστιος πλούτος ιδεών και απόψεων που χαρακτηρίζει όχι μόνο τους διανοούμενους, αλλά και τους ίδιους τους εργάτες της μεσοπολεμικής περιόδου.

Στο έργο του Λιβιεράτου, τα γεγονότα και τελικά η ίδια η κίνηση της ιστορίας δεν καθορίζονται, μόνο, από τα πρόσωπα του επίσημου πολιτικού κόσμου, αλλά κυρίως από τους ίδιους τους εργάτες που οργανώνονται σε συνδικάτα και σε κόμματα, οργανώνουν απεργίες και φτάνουν πολλές φορές σε εξεγέρσεις. Από αυτήν την άποψη είναι μια ιστορία για τους «από κάτω» με πρωταγωνιστές τους «από κάτω» και βέβαια γραμμένη από έναν από αυτούς.

Στην προσέγγιση της δομής της εργατικής τάξης ο Λιβιεράτος ακολουθεί την παραδοσιακή μαρξιστική προσέγγιση, όπως την εισήγαγε ο Κορδάτος. Η εκβιομηχάνιση και η καπιταλιστικοποίηση των σχέσεων παραγωγής φέρνουν την εργατική τάξη στο προσκήνιο μαζί με την αστική τάξη. Κομβικό σημείο το 1909. Όταν, όμως, τόσο ο Κορδάτος όσο και ο Λιβιεράτος παρουσιάζουν τους μαχητικούς κοινωνικούς αγώνες της εργατικής τάξης, παρατηρεί κανείς ότι οι μάχες αυτές δεν δίνονται από μια μοντέρνα βιομηχανική εργατική τάξη, αλλά από εργατικά στρώματα, όπως οι καπνεργάτες, οι αρτεργάτες, οι υποδηματεργάτες, οι οικοδόμοι. Τα στρώματα αυτά προέρχονται κυρίως από παραγωγικές δομές που έχουν ως βάση την συντεχνιακή λειτουργία και όχι την επιστημονική παραγωγή ή την εκμηχανισμένη παραγωγή.

Ο μαρξισμός, λοιπόν, του Λιβιεράτου θα έλεγε κανείς ότι είναι τυπικός και παραδοσιακός. Απουσιάζουν από το έργο του νεώτερες μαρξιστικές προσεγγίσεις που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στις διακριτές ποιότητες στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να προσάψει στον Λιβιεράτο κάποια ευθύνη για αυτό, καθώς δεν ήταν δική του δουλειά. Δεν θα μπορούσε παρά να δουλέψει με τα αναλυτικά εργαλεία που του ήταν εύχερα.

Στο έργο του διακρίνει τις μεσοπολεμικές αστικές παρατάξεις γενικά στο βενιζελικό και στο βασιλικό ρεύμα. Ο Λιβιεράτος παρουσιάζει τον Βενιζελισμό όχι ως μια προσωποκεντρική παράταξη, αλλά ως ένα ρεύμα «που απλώθηκε σε πολλές ομάδες και στρώματα της ελληνικής κοινωνίας». Δεν αποτελούσε το πρόσωπο του Βενιζέλου τον συνεκτικό ιστό, αλλά «Όσο υπάρχουν οι συνθήκες που εκπροσωπεί αυτός ο συγκεκριμένος αρχηγός, υπάρχει και ο ενωτικός του ρόλος». Τα στρώματα και οι τάξεις που ενοποιούσε ο βενιζελισμός εκτείνονταν από τη μεγαλοβιομηχανική αστική τάξη ως τους «αρχοντοχωριάτες», αλλά περιείχαν πολλούς ελεύθερους επαγγελματίες, πολλούς δημοσίους υπαλλήλους και σχεδόν το σύνολο της εργατικής τάξης. Διακρίνει τον Βενιζελισμό σε δύο περιόδους: την προοδευτική περίοδο, δηλαδή την περίοδο 1909-1924 και την αντιδραστική περίοδο, δηλαδή την περίοδο 1928-1936. Η πρώτη περίοδος έφερε εθνική ανάταση, ενώ ο βενιζελισμός του 1930 δεν έχει πια καμία σχέση με εκείνη την περίοδο». Έτσι, «όσο ο Βενιζέλος κατρακυλούσε σε αντιδραστικά μονοπάτια τόσο η προοδευτική πτέρυγα του ρεύματος απομακρυνόταν απ’ αυτόν», ανοίγοντας τον δρόμο για το κομμουνιστικό ρεύμα.

Ο Λιβιεράτος, χαρακτηρίζει το βασιλικό ρεύμα, «κατά παράδοση συντηρητικό και καθυστερημένο, κοτσαμπάσικο και φεουδαρχικό, συγκεντρωμένο γύρω από έναν θρόνο-σύμβολο μιας τάξης που δυσπιστεί και στη παραμικρή μεταρρύθμιση, έκλεινε μέσα του και πολλά αγροτικά στοιχεία, συντηρητικά κι αυτά βέβαια, που δεν μπορούσαν να εκφραστούν με δικό τους κόμμα, όπως σε άλλες χώρες». Μέσα σ’ αυτό το ρεύμα «συγκεντρώνονται τα μεγάλα τζάκια που θέλουν να παίξουν το ρόλο κάποιας, ανύπαρκτης στην Ελλάδα αριστοκρατίας». Τέλος, σημειώνει πως «κοντά στους μεγαλοϊδιοκτήτες γης και ακινήτων, τους εισοδηματίες και τοκογλύφους, στέκονται μερικοί βιομήχανοι, αλλά δεν είναι αυτοί που δίνουν τον τόνο στην παράταξη».

Με λίγα λόγια, ο Λιβιεράτος, ακολουθεί την μέχρι τώρα κυρίαρχη μαρξιστική ανάλυση για τον Μεσοπόλεμο, προσδιορίζοντας τον βενιζελισμό με το δημοκρατικό πρόσημο, ενώ τον αντιβενιζελισμό με το συντηρητικό και αντιδραστικό πρόσημο.

Στο σημείο αυτό θα ασκήσουμε μια κριτική σε αυτήν την άποψη, γιατί θα έλεγε κανείς πως αυτός ο διαχωρισμός αφορά μόνο τα στρώματα των κεντροαριστερών διανοουμένων, τα οποία τον επινόησαν και τον κληροδότησαν στους επιγόνους τους. Ήδη, από την αρχή, το σοσιαλιστικό κίνημα και η οργανωμένη εργατική τάξη δεν συμπορεύτηκαν με τον δημοκρατικό βενιζελισμό, αλλά διασπάστηκε ακολουθώντας τον εθνικό διχασμό. Για παράδειγμα, η Φεντερασιόν, το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της συνδικαλισμένης εργατικής τάξης, συντάχτηκε ανοιχτά με τον αντιβενιζελισμό, ενώ στα 1920 οι ψήφοι του ΣΕΚΕ συγχέονταν με τις ψήφους της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης. Ένα άλλο τμήμα, κυρίως στον Πειραιά, ακολουθώντας τον Μαχαίρα, τοποθετήθηκε φιλικά προσκείμενο στον βενιζελισμό.

Αλλά και αργότερα, όταν ο εθνικός διχασμός επανέρχεται στο προσκήνιο, την περίοδο 1932-1935, η εργατική τάξη και η Αριστερά δεν ακολουθούν ενιαία τον βενιζελισμό. Θα έλεγε κανείς πως ένα τμήμα των κεντροαριστερών διανοουμένων, αλλά και το ΚΚΕ, τοποθετείται στα αριστερά του Βενιζελισμού, ενώ ένα άλλο τμήμα των κεντροαριστερών διανοουμένων, όπως ο κύκλος της εφημερίδας «Ελεύθερος Άνθρωπος» και ο αρχειομαρξισμός, τοποθετούνται στα αριστερά του αντιβενιζελισμού. Στην πράξη, η επιλογές των εργατικών στρωμάτων σε σχέση με το κεντρικό πολιτικό σκηνικό συνιστά ένα πολύ σύνθετο ζήτημα και σε πολύ μεγάλο βαθμό καθορίζονταν από δημοκρατικά, κοινωνικά, οικονομικά, αλλά και εθνικοτοπικά κριτήρια. Με λίγα λόγια, ο εθνικός διχασμός, μάλλον, δημιουργεί δύο κέντρα-πόλους γύρω από τους οποίους στήνονται αντιπαραθετικά και ανταγωνιστικά δύο άξονες που και οι δύο έχουν την δική τους δεξιά, το δικό τους κέντρο και την δική τους αριστερά.

Ποια είναι, όμως, η σημασία του έργου του Λιβιεράτου;

Ο Σωκράτης Πετμεζάς είχε παρατηρήσει κάποτε, σε μία παράδοση σεμιναρίου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Ρέθυμνο, πως σε μεγάλο βαθμό η σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία δυσκολεύεται να αγγίξει πολλά νέα θέματα γιατί δεν προϋπήρξε ποτέ μια σοβαρή συμβαντολογική ιστοριογραφική παράδοση. Μια παράδοση, δηλαδή, που θα έχει ήδη αγγίξει τα ίδια θέματα και θα τα έχει παρουσιάσει και ερμηνεύσει ήδη μια φορά με βάση τα γεγονότα ή με τα γενικά και αφηρημένα σχήματα, όπως το έθνος ή η τάξη ή θα τα αποτυπώσει σε ιστοριογραφικό κείμενο στις επικρατούσες αφηγήσεις. Οι νεώτεροι ιστορικοί θα συνομιλούσαν και θα βασίζονταν σε αυτά, θα χρησιμοποιούσαν τον πλούτο των γεγονότων, θα γίνονταν γνώστες των επικρατουσών θεωριών και θα μπορούσαν να εμβαθύνουν την έρευνά τους και να οδηγηθούν σε νέα συμπεράσματα.

Προσωπικά, σε πάρα πολλές περιπτώσεις έρευνας, αισθάνθηκα αυτό το κενό ή αντίθετα στηρίχθηκα πάνω σε τέτοιες μελέτες. Όταν έφτιαχνα το κείμενο για την «Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα», η βασική πηγή μου ήταν ο Δημήτρης Λιβιεράτος. Αισθανόμουνα πως μάλλον υπάρχει και κάτι άλλο που δεν το ξέρω και ότι θα επικριθώ για την επιλογή μου από τους επιστήμονες ιστορικούς. Όταν κυκλοφόρησε ο τόμος, συνειδητοποίησα πως όλοι όσοι ασχολήθηκαν με το εργατικό κίνημα ή την Αριστερά είχαμε τις ίδιες ακριβώς πηγές.

Το έργο, λοιπόν, του Δημήτρη Λιβιεράτου είναι μοναδικής αξίας και σημασίας, γιατί χωρίς αυτό η δική μας δουλειά θα ήταν δυσκολότερη. Είναι ένα απαραίτητο εγχειρίδιο για κάθε εργασία που αφορά το εργατικό κίνημα στον Μεσοπόλεμο, αλλά παραμένει ένα βιβλίο χρήσιμο για κάθε εργαζόμενο που επιθυμεί να έχει μια εικόνα για εκείνη την εποχή. Ο ίδιος ο Δημήτρης Λιβιεράτος είναι ένας άνθρωπος ανοιχτός και διαθέσιμος να προσφέρει. Ακόμα και όταν διαφωνεί στις διαφορετικές ερμηνείες είναι ανεκτικός και συνεχίζει να βοηθάει. Ο Δημήτρης Λιβιεράτος είναι ο λόγιος της ιστοριογραφίας του εργατικού κινήματος. 
  

2 σχόλια:

akrat είπε...

μάλιστα

υπήρχαν όμως ζώντες άνθρωποι που είχαν το ενδιαφέρον τους...

πρόκαμα πχ τον γέροντα Λουκά Καρλιάφτη

είστε νέος?? στην ηλικία?? κινητή βιβλιοθήκη ήταν ....

raskolnikov είπε...

δυστυχώς δεν τον πρόκαμα....

πόσοι μας διάβασαν: