Ο Γιάννης Πετσόπουλος (Κωνσταντινούπολη 1891 – Αθήνα 1965) υπήρξε σημαντική προσωπικότητα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Γιος Κωνσταντινουπολίτη δασκάλου, που συμμετείχε στο δημοτικιστικό κίνημα στην Πόλη και δέχθηκε διώξεις από το Πατριαρχείο, τελείωσε το Γερμανικό Γυμνάσιο. Στα 1912 ήρθε εθελοντής στους Βαλκανικούς πολέμους. Πολέμησε στην Ήπειρο στο ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών, όπου και τραυματίστηκε 2 φορές. Στα 1915 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί στήριξε την αριστερά του βενιζελικού μπλοκ και εξέδωσε στα 1916 την εφημερίδα Ριζοσπάστης. Η εφημερίδα ξεκίνησε ως εβδομαδιαία προσφυγική και ριζοσπαστική. Ακολούθησε το κίνημα της «Εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη και με την επανεγκατάσταση στην Αθήνα των Βενιζελικών έγινε καθημερινή ως «εφημερίς δημοκρατικών αρχών». Η εφημερίδα και ο ίδιος ο Πετσόπουλος ήταν θιασώτες της δημοκρατικής ανατροπής των μοναρχικών καθεστώτων μέσα από τον πόλεμο και εξεγέρσεων σε όλη την Ευρώπη και την Ελλάδα. Ήταν εναντίον του βασιλιά Κωνσταντίνου και εν γένει του βασιλικού θεσμού. Υποστήριζε τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετέφερε ανταποκρίσεις από τα μέτωπα. Αρχισυντάκτης της εφημερίδας ήταν την περίοδο εκείνη ο Νικόλαος Γιαννιός. Στόχος είναι η ίδρυση ενός αντιπολιτευτικού ριζοσπαστικού – δημοκρατικού κόμματος. Έτσι γύρω από τον Ριζοσπάστη συγκροτείται μια ομάδα ως «ένωσις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου» με τους Γ. Πετσόπουλου, Ν. Γιαννιόν, Λ. Νάκο, Γ. Γεωργιάδη, Α. Σίδερη. Η ομάδα αυτή έχει την υποστήριξη του Εμπειρίκου και του Καφαντάρη. Η υπουργοποίηση όμως του τελευταίου βάζει τέλος σε αυτές τις κατευθύνσεις. Η αστικοδημοκρατική Φεβρουαριανή επανάσταση του 1917 θα ενθουσιάσει τον Πετσόπουλο, ενώ θα δεχτεί με αρκετές επιφυλάξεις την Οκτωβριανή επανάσταση χαρακτηρίζοντας τους «μπολσεβίκους» μαξιμαλιστές. Παρακολουθεί τις εξελίξεις του σοσιαλιστικού κινήματος και στηρίζει την ίδρυση του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ. Σταδιακά ο Ριζοσπάστης εξελίσσεται σε φιλεργατικό και φιλοσοσιαλιστικό φύλλο. Η στάση του απέναντι στην Ουκρανική εκστρατεία προκαλεί τις πρώτες διώξεις στον Πετσόπουλο από τους πρώην συμμάχους του βενιζελικούς. Το 1919 ο Πετσόπουλος ζητάει να ενταχθεί στο ΣΕΚΕ και το 1920 παραχωρεί την εφημερίδα στο Κόμμα κρατώντας ο ίδιος τη διεύθυνση. Το 1921 σταματάει να εκδίδεται ο Εργατικώς Αγών και ο Ριζοσπάστης γίνεται η μοναδική επίσημη εφημερίδα του ΣΕΚΕ. Στις 2 Ιουνίου ο Πετσόπουλος συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για αντιπολεμικά δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη, τα οποία σύμφωνα με το κατηγορητήριο εκμεταλλευόταν ο Κεμάλ με αποτέλεσμα να υπονομεύεται το ηθικό των στρατιωτών στο μέτωπο. Το 1922 εκλέγεται από τη Συνδιάσκεψη του Φλεβάρη μέλος της ΚΕ του ΣΕΚΕ(Κ). Σε αυτή αναιρέθηκε η μπολσεβίκικη κατεύθυνση του κόμματος και επικράτησαν οι σοσιαλδημοκρατικές θέσεις «περί μακράς νομίμου υπάρξεως» εκλέχτηκε. Ο ίδιος μαζί με τους Κορδάτο και Σίδερη προτείνει τη συνεργασία με αστικά κόμματα. Παρόλα αυτά ο Πετσόπουλος στηρίζοντας τη νέα ηγεσία Κορδάτου συμβάλλει στην αποκήρυξη των αποφάσεων της Φεβρουαριανής Συνδιάσκεψης. Εκπροσωπεί το Κόμμα στο Συνέδριο της Σοσιαλιστικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας στη Σόφια, όπου παρουσιάζει μια υπερεπαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα. Εκεί, τάχθηκε εναντίον της θέσης για Ανεξαρτησία της Μακεδονίας και της Θράκης, θέμα που ταλάνισε το Κομμουνιστικό Κίνημα στην Ελλάδα. Με την επιστροφή του συλλαμβάνεται όλη η ΚΕ του ΣΕΚΕ και ο ίδιος με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Με την επανάσταση τον Βενιζελικών στρατηγών τίθεται το ζήτημα της απελευθέρωσης της ΚΕ με την προϋπόθεση ότι το ΣΕΚΕ θα υποστήριζε τον πόλεμο στη Θράκη. Οι Πετσόπουλος, Σίδερης και Κορδάτος συμφωνούν χαρακτηρίζοντας το μέτωπο της Θράκης ως «αμυντικό». Μετά την αποφυλάκιση της ΚΕ ο Πετσόπουλος συνεχίζει να υποστηρίζει τη θέση αυτή σε αντίθεση όμως πλέον με την ΚΕ. Για αυτό η ΚΕ δηλώνει ότι δεν είναι υπεύθυνη για την τακτική της εφημερίδας. Σύντομα στο Έκτακτο Συνέδριο του 1922 διαγράφεται με εισήγηση του Γ. Γεωργιάδη, Α. και Μ. Σίδερη με την κατηγορία ότι η τακτική του αποτελούσε κράμα αλλοπρόσαλου υπερκομμουνισμού, σωβινισμού και μεταρρυθμισμού». Η τελική όμως απόφαση της διαγραφής δεν δέχτηκε αυτές τις εκφράσεις, αλλά θεωρεί ότι έβλαψε το Κόμμα λόγω αδυναμίας χαρακτήρος, ορμών ψυχικών και άκαιρων ενθουσιασμών. Με αυτόν τον τρόπο χάνει και τον έλεγχο της εφημερίδας, την οποία αναλαμβάνει ο Γ. Κορδάτος. Με την διαγραφή του και την απώλεια του Ριζοσπάστη, ο Πετσόπουλος φεύγει από την Ελλάδα και μεταβαίνει στη Γερμανία. Ασχολείται με το εμπόριο. Εκεί μένει από το 1923 έως το 1926, οπότε και επιστρέφει. Σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα από τους πιο σημαντικούς έλληνες εμπόρους χαρτιού και σχεδόν έχει το μονοπώλιο της εισαγωγής δημοσιογραφικού χαρτιού από τη Γερμανία. Συνεχίζει να δηλώνει κομμουνιστής και να παρακολουθεί τις εξελίξεις στο ελληνικό και διεθνές κίνημα. Στηρίζει οικονομικά το ΚΚΕ σε όλο τον μεσοπόλεμο. Στα 1932, με την άρση της ανταλλαξιμότητας του χρυσού σε δραχμές η επιχείρησή του βρέθηκε χρεωμένη από τη μια μέρα στην άλλη. Για να αντιμετωπίσει την κρίση αναγκάστηκε να πουλήσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του. Συνεχίζει να έχει εμπορικές επαφές με τη Γερμανία. Το 1939 την επισκέπτεται για δεύτερη φορά με σκοπό να σώσει παραγγελίες χαρτιού που κινδύνευαν χαθούν εξαιτίας της κήρυξης του πολέμου. Αυτή η εμπορική του δράση θα στηλιτευτεί από την ηγεσία του ΚΚΕ αργότερα ως συνέργεια με το ναζιστικό καθεστώς. Την περίοδο της διάλυσης του ΚΚΕ από την δικτατορία Μεταξά υποστηρίζει την ΚΕ των Χτιστάκη-Παπαγιάννη, η οποία τοποθετήθηκε εναντίον της στήριξης του καθεστώτος Μεταξά κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, σε πλήρη αντίθεση με το γράμμα Ζαχαριάδη. Το 1940 ιδρύει με την ομάδα αυτή το Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας που είχε αντιφασιστική κατεύθυνση. Στη συνέχεια εντάχθηκε στο ΕΑΜ και το 1943 στο ΚΚΕ ανεπίσημα. Μέχρι τον Ιούνιο του 1944 εργαζόταν για το Κόμμα στην Αθήνα, οπότε και ανέβηκε στο βουνό. Οι κατοχικές δυνάμεις κατέσχεσαν την εταιρεία του, αλλά ο ίδιος αποτέλεσε τον βασικό προμηθευτή χαρτιού για τον αντιστασιακό τύπο. Τον Αύγουστο του 1944 ήταν μέλος της Διοικητικής Επιτροπής Αθήνας, Πειραιά, Αττικής και συμμετείχε στα Δεκεμβριανά. Με την ήττα υποχώρησε στα Τρίκαλα. Διαφώνησε με την υπογραφή της Βάρκιζας, την αποκήρυξη του Άρη, ζητούσε ενότητα του Δημοκρατικού κόσμου και απομόνωση της Δεξιάς. Τότε διαγράφτηκε για ακόμη μια αφορά από το Κόμμα με πολύ βαρείς ισχυρισμούς εναντίον του. Αποχώρησε από το ΕΑΜ και ίδρυσε την εφήμερη Εθνική Αντίσταση. Τις πολιτικές θέσεις του και τις απαντήσεις του στις κατηγορίες δημοσίευσε σε βιβλίο το 1946 με τίτλο Τα πραγματικά αίτια της διαγραφής μου. Επίσης, έχει γράψει το βιβλίο Τα εθνικά ζητήματα και οι έλληνες κομμουνιστές. Πέθανε το 1965.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου