Ο Αλέξανδρος Διομήδης - Κυριακός (22 Δεκεμβρίου 1875 - 1951) διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, υπουργός και πρωθυπουργός της χώρας. Καταγόταν από την αρβανίτικη-σπετσιώτικη οικογένειαή οποία ασχολιόταν από τον 18ο αιώνα με τη ναυτιλία και το εμπόριο και συμμετείχε ενεργά στον αγώνα της ανεξαρτησίας προσφέροντας το πλοίο της «Πελεκάνος». Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Νικολάου Διομήδη-Κυριακού, νομικού, και της Ελένης Φιλαρέτου και εγγονός του Διομήδη Κυριακού. Μεγάλωσε ανάμεσα σε νομομαθείς και πολιτικούς, γεγονός που τον οδήγησε να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Τόσο ο πατέρας του, όσο και ο παππούς του Διομήδης-Αναστάσιος Κυριακός καθώς και ο θείος του Βασίλης Οικονομίδης ήταν καθηγητές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο παππούς του διετέλεσε επίσης βουλευτής Σπετσών και πρωθυπουργός, υπήρξε μάλιστα ένας από τους κυριότερους συντάκτες του Συντάγματος του 1844.
Ο Αλέξανδρος Διομήδης σπούδασε Νομικά στη Βαϊμάρη, στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Λειψίας το 1895. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα αναγορεύτηκε το 1905 υφηγητής με την πραγματεία του «Περί του προϋπολογισμού του Κράτους», ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε στις εφημερίδες Νέα Ημέρα της Τεργέστης και Νέος Ελεύθερος Τύπος της Βιέννης. Το 1907 συμμετείχε στη Β΄ Συνδιάσκεψη Ειρήνης στη Χάγη και μετά την επανάσταση του 1909 τοποθετήθηκε από την κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη νομάρχης Αττικοβοιωτίας. Από τότε ξεκίνησε ουσιαστικά η πολιτική του σταδιοδρομία. Το 1910 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Σπετσών υποστηρίζοντας το νεοπαγές Κόμμα των Φιλελευθέρων. Το 1912 ο Βενιζέλος του ανέθεσε το υπουργείο Οικονομικών, όπου παρέμεινε μέχρι το 1915. Το 1916-1917 εστάλη στο Παρίσι και στο Λονδίνο ως έκτακτος απεσταλμένος της κυβέρνησης Θεσσαλονίκης και το 1918 ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών και προσωρινά το υπουργείο Δικαιοσύνης. Υπήρξε στενός συνεργάτης του Ελ. Βενιζέλου την κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι οποίες κατέληξαν στη συνθήκη των Σεβρών, αλλά και στην οργάνωση της διοίκησης του στρατού στη Μικρά Ασία. Ταυτόχρονα, ανέλαβε το 1918 συνδιοικητής της Εθνικής Τραπέζης. Μετά την αποτυχία του κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1920, ο Διομήδης αναχώρησε στο εξωτερικό όπου παρέμεινε μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή. Τον Σεπτέμβριο του 1922 ανέλαβε προσωρινά το υπουργείο Οικονομικών στην κυβέρνηση Σ. Κροκιδά και στις αρχές του 1923 τοποθετήθηκε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Στις 14 Μαϊου 1928 η Τράπεζα της Ελλάδας άρχιζε τις εργασίες της ως αμιγές εκδοτικό ίδρυμα της χώρας. Ο Αλέξανδρος Διομήδης ανέλαβε τη θέση του πρώτου διοικητή της και μαζί με τον Εμμανουήλ Τσουδερό πρωτοστάτησαν ως επικεφαλής της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος, στη δημιουργία και τη λειτουργία της. Αυτοί θα είναι και οι πρώτοι «πελάτες» της. Ο πρώτος με 1.000, ο άλλος με 100.000 δραχμές. Στις 12 Μαϊου εκδόθηκε η πρώτη έγγραφη πράξη του ιδρύματος. Σύμφωνα με αυτή εξωτερικό συνάλλαγμα της χώρας ήταν η αγγλική λίρα, που ισοδυναμούσε με 375 δραχμές. Στην πανηγυρική ομιλία του ο Αλ. Διομήδης θα αποδώσει όλα τα δεινά του παρελθόντος στον κλονισμό του νομίσματος. «Η ασθένεια, συνεχώς εξαπλουμένη, ηπείλει εξάρθρωσιν του κρατούντος πολιτικού και κοινωνικού οργανισμού». Τώρα, όμως, η ΤτΕ «διαθέτουσα περίπου 11 εκατ. λιρών Αγγλίας ασφαλίζει την ακεραιότητα του ελληνικού νομίσματος, με καλύμματα χρυσής αξίας εν αναλογία 53,67% προς τας εν γένει υποχρεώσεις και 81,51% προς την πραγματικήν κυκλοφορίαν». Διακηρύσσει την πίστη του ότι «δεν θα διστάσει η ιστορία να αναγνωρίση την υψίστην σημασίαν και να εξάρη το γεγονός ως αποτελούν σταθμόν περιφανή εις την σταδιοδρομίαν της χώρας μας». Έτσι, η σταθερότητα του νομίσματος, η πολιτική της σκληρής δραχμής, θα αποτελέσει τον βασικό και κύριο στόχο της πολιτικής των βενιζελικών επαναφέροντας τον Χρυσό Κανόνα. Ο Αλέξανδρος Διομήδης θα αποτελέσει τον κύριο εκφραστή αυτής της πολιτικής. Η κρίση του 1929, που έπληξε τα μεγάλα χρηματιστήρια της Δύσης και η κατάρρευση της στερλίνας επηρέασε άμεσα το ελληνικό νόμισμα. Ο Αλέξανδρος Διομήδης διατήρησε την ελπίδα πως τα προβλήματα της Αγγλίας θα ήταν προσωρινά και πως η Ελλάδα μολονότι αναπόφευκτα θα επηρεαζόταν από την κρίση, θα δεχόταν μικρότερα πλήγματα από ό,τι άλλες χώρες. Οι απόψεις του αυτές επικράτησαν στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Έτσι, δεν υιοθετήθηκε η πρόταση για την εγκατάλειψη του κανόνα της ανταλλαξιμότητας της δραχμής σε χρυσό, τον λεγόμενο Χρυσό Κανόνα, που αποτελούσε την οικονομική ορθοδοξία μέχρι τότε στους κύκλους των φιλελεύθερων οικονομολόγων. Μια τέτοια κίνησε εκτιμήθηκε πως θα επέφερε την υποτίμηση της δραχμής και έπληττε τον εμπορικό κόσμο και γενικά όλο το εγχείρημα της ανοικοδόμησης και θα προκαλούσε εντάσεις από τη μεριά των προσφύγων. Βασικός υποστηρικτής της άποψης της εγκατάλειψης του Χρυσού Κανόνα ήταν ο καθηγητής Κυριάκος Βαρβαρέσσος. Οι προβλέψεις του επιβεβαιώθηκαν και έτσι ο πανικός στο χρηματιστήριο Αθηνών που αναγκάστηκε να κλείσει οδήγησε τους κατόχους κεφαλαίων σε δραχμή να ορμήσουν στα αποθέματα συναλλάγματος της Τράπεζας. Πολύ σύντομα η Τράπεζα βρέθηκε σε δεινή θέση οι συνολικές απώλειες ήταν 3,6 εκατομμύρια δολάρια. Αυτό σε συνδυασμό με άλλες ζημίες εξαιτίας της υποτίμησης της στερλίνας ανάγκασε την Τράπεζα της Ελλάδας στην εξευτελιστική επιλογή να δανειστεί από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας 5,5 εκ. δολάρια. Οι επιλογές αυτές του Διομήδη χρεώθηκαν στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή βρήκε αποδιοπομπαίο τράγο για την οικονομική διαχείριση των Διομήδη και έτσι στα 1931 τον εξώθησε σε απαραίτηση από την θέση του Διευθυντή της Τράπεζας. Διάδοχός του θα αναδειχθεί ο Εμ. Τσουδερός. Στη συνέχεια ο Διομήδης εντάχθηκε στο Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο του οποίου διετέλεσε και πρόεδρος και επανήλθε στο Γενικό Συμβούλιο της Εθνικής Τράπεζας από το οποίο παραιτήθηκε το 1943, όταν διορίστηκε διοικητής ο Γ. Μερκούρης. Η οικονομική κρίση και οι επιλογές των κυβερνήσεων επηρέασαν τις απόψεις του Διομήδη και από υποστηρικτής της φιλελεύθερης οικονομίας εξελίχθηκε σε θιασώτης της αυτάρκειας. Έτσι, στα 1935 σημείωσε πως η Ελλάδα μέχρι τότε δεν είχε συνηθίσει να στρέφεται προς το εσωτερικό ούτε να στηρίζεται στους δικούς της πόρους προκειμένου να δημιουργήσει «μεγαλυτέραν αυτάρκειαν έναντι του εξωτερικού κόσμου». Κατά τη γνώμη του αυτό συνεπαγόταν μια μεταστροφή από τον ατομικισμό, ο οποίος τόσο πολύ ταίριαζε στην ελληνική ιδιοσυγκρασία, προς νέες αρχές που απαιτούσαν συντονισμένη δράση του «κοινωνικού οργανισμού». Για να καταλήξει πως είναι απαραίτητο να επιδιώξει η Ελλάδα την αυτάρκεια, ακόμη και αν δε συμφωνούν με αυτή. Εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στις 15-3-1947. Τέλος, το 1949 ήταν αντιπρόεδρος στη συμμαχική κυβέρνηση Θ. Σοφούλη. Μετά το θάνατο του τελευταίου ανέλαβε για σύντομο χρονικό διάστημα την πρωθυπουργία (30.6.1949 μέχρι 6.1.1950) ως Πρωθυπουργός της συμμαχικής κυβέρνησης, που περιλάμβανε τους Κ. Τσαλδάρη, Π. Κανελλόπουλο, Σ. Βενιζέλο, Γ. Μαύρο, Κ. Τσάτσο, κ.ά. Ο Α. Διομήδης εκτός από οικονομολόγος και τραπεζίτης υπήρξε διανοούμενος και ερευνητής και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εποχή του Βυζαντίου
αφήνοντας πλούσιο συγγραφικό έργο. Ο Αλέξανδρος Διομήδης είχε παντρευτεί την Ιουλία Ψύχα, κόρη του Γεωργίου και της Ζηνοβίας το γένος Σαλβάγου, από την Αλεξάνδρεια.
Με τον θάνατό του κληροδότησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έναν βοτανικό κήπο, ο οποίος πήρε και το όνομα του.
Τα κυριότερα έργα του είναι:
1) Συνταγματική και οικονομική μελέτη περί του προϋπολογισμού του κράτους, Αθήνα 1905. 2) Η Β΄ Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στη Χάγη το 1907, Αθήνα 1908. 3) Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος αρχομένου του Ευρωπαϊκού πολέμου (1915-1916), Αθήνα. 4) Τα οικονομικά της Ελλάδος προ και μετά την 1η Νοεμβρίου 1920, Αθήνα 1922. 5) Το πρόβλημα του οικονομικού μας μέλλοντος, Αθήνα 1925. 6) Η νομισματική μας ασθένεια και τα μέσα προς θεραπείαν αυτής, Αθήνα 1928.7) Η πολιτική της σταθεροποιήσεως και ο Ε. Βενιζέλος, Αθήνα 1932. 8) Μετά την κρίσιν. Οικονομικαί και δημοσιονομικαί μελέται 1932-1934, Αθήνα 1934. 9) Βυζαντιναί Μελέται, Αθήνα 1942, 1946. 10) Τα αίτια της οικονομικής παρακμής του Βυζαντίου, Αθήνα 1937. 11) Από την πνευματική και θρησκευτική ζωή των Κομνηνών, Αθήνα. 12) Επί του νομισματικού και πιστωτικού ζητήματος, Αθήνα 1948. 13) Νέα οργανική διάρθρωσις της ελληνικής οικονομίας (Ανασυγκρότηση–Εξηλεκτρισμός-Εκβιομηχάνιση), Αθήνα 1950.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου