Ο Κίτσος Τζαβέλας (Σούλι, 1800- Αθήνα, 1855) ήταν ηγέτης των Σουλιωτών, συμμετείχε ενεργά στον αγώνα της ανεξαρτησίας (1821 – 1827) ως καπετάνιος και χιλίαρχος, ενώ αργότερα έλαβε το αξίωμα του υποστρατήγου και αντιστρατήγου από τον Όθωνα. Υπήρξε υπασπιστής του Όθωνα, γερουσιαστής, υπουργός και πρωθυπουργός. Ο παππούς του Λάμπρος Τζαβέλας και στη συνέχεια ο πατέρας του Φώτος Τζαβέλας υπήρξαν αρχηγοί της αρβανίτικης φάρας των Τζαβελαίων και ηγέτες της Συμπολιτείας των χωριών του Σουλίου. Συνελήφθησαν από τον Αλή Πασά και στη συνέχεια πολέμησαν εναντίον του. Το Σούλι κατά το 1803 παραδόθηκε. Ο Φώτος με 2.000 Σουλιώτες κατόρθωσε να περάσει στην Πάργα κι από εκεί στην Κέρκυρα, που την είχαν στην κατοχή τους οι Γάλλοι. Εκεί κατατάχτηκε στο γαλλικό στρατό ως εκατόνταρχος της ελληνικής λεγεώνας. Κατά το 1809 φονεύτηκε στην Κέρκυρα από πράκτορες του Αλή Πασά. Έτσι, ο γιός του Κίτσος μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιώτες στο Σούλι, όπου ανακηρύχτηκε καπετάνιος σε ηλικία μόλις 19 χρονών. Οι Σουλιώτες, εμπλεκόμενοι στην ενδο-Οθωμανική σύγκρουση, με μοναδικό κίνητρο την ανάκτηση των βουνών τους, θα συνδεθούν, επίσης, στην αυγή του 1821, με την υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης, συσπειρωμένοι, μέσα από το κοινό θρησκευτικό χριστιανικό αίσθημα με τους επαναστατημένους έλληνες. Στις 28/6/1821 διακήρυξαν μαζί με τον Μάρκο Μπότσαρη την επανάσταση στην Ήπειρο. Στις 11 Γενάρη του 1821 υπέγραψε και αυτός τη συμφωνία με τους Αρβανίτες Αγαδομπέηδες, φίλους του Αλή Πασά. Έτσι, πολέμησε κατά των σουλτανικών στρατευμάτων που πολιορκούσαν τον Αλή. Στη συνέχεια πήγε την άνοιξη του 1822 στην Πίζα της Ιταλίας εκπροσωπώντας τους Σουλιώτες με σκοπό να συνεννοηθεί με τους Φιλικούς για την Επανάσταση. Εκεί συναντήθηκε με τον μητροπολίτη Ουγροβλαχίας Ιγνάντιο και ζήτησε πολεμοφόδια και πληροφορίες Ωστόσο, μετά την πτώση του Αλή Πασά και τον θάνατο του τελευταίου, τον Ιανουάριο του 1822, η συνδρομή των ελληνικών δυνάμεων δεν θα αποτρέψει την πολιορκία του Σουλίου από τα σουλτανικά στρατεύματα, την συνθηκολόγηση των Σουλιωτών και την οριστική πλέον αποχώρηση, τον Αύγουστο του 1822, από τον τόπο τους. Επιστρέφοντας λοιπόν από την Ιταλία ο Κίτσος Τζαβέλας βρήκε το Σούλι παραδομένο στους Σουλτανικούς. Γι' αυτό αναγκάστηκε να μεταβεί στο Αιτωλικό, όπου είχε συγκεντρωθεί ο κύριος όγκος των Σουλιωτών. Συμμετείχε στην υπεράσπιση του Μεσολογγίου κατά την πρώτη πολιορκία της πόλης μαζί με τους 35 Σουλιώτες του Μάρκου Μπότσαρη. Μετά την αποχώρηση τότε του Κιουταχή και του Ομέρ Βρυόνη, και με υποκίνηση του Μαυροκορδάτου, μετέβηκε με τριακόσιους περίπου Σουλιώτες προς τ' 'Αγραφα όπου ήρθαν σε ρήξη με το Γ. Καραϊσκάκη. Επιστρέφοντας πίσω μαζί με το θείο του Ζυγούρη Τζαβέλα και τον Μάρκο Μπότσαρη στο Καρπενήσι σκοτώθηκε ο τελευταίος. Στη συνέχεια ο Κίτσος με τον Ζυγούρη, τους Σουλιώτες και με άλλα ελληνικά σώματα κατέλαβαν το σημείο Καλιακούδα και συγκρούστηκαν με τα Οθωμανικά στρατεύματα. Τότε σκοτώθηκε ο Ζυγούρης Τζαβέλας και αμέσως ανέλαβε αρχηγός των σουλιωτών ο Κίτσος. Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στη νίκη της Άμπλιανης το 1824. Πολέμησε στο Δίστομο και στο Κρεμμύδι συμβάλλοντας στους αγώνες κατά του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Αύγουστο του 1825 στο Μεσολόγγι και μπήκε στην πολιορκημένη πόλη. Όταν ο Κιουταχής απείλησε το μικρό νησί Κλείσοβα ο Τζαβέλας έσπευσε να ενισχύσει την άμυνα της. Οι επανειλημμένες προσπάθειες των Οθωμανών-Αιγυπτίων να καταλάβουν το νησί απέτυχαν και η επιχείρηση απόβασης εγκαταλείθφηκε. Κατά την ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών αρχηγός 2.500 ανθρώπων έσπασε τις γραμμές των Τούρκων και πήγε στα Σάλωνα με 1.300 άνδρες συνεχίζοντας τον αγώνα. Πήρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στις μάχες τις Αττικής και, μετά το θάνατο του συνεργάτη του, ανατέθηκε σ' αυτόν η αρχιστρατηγία προσωρινά. Την περίοδο αυτή ο Κίτσος Τζαβέλλας συντάσσεται με το Γαλλικό Κόμμα του Κωλέττη και στον πρώτο εμφύλιο με τους Ρουμελιώτες εναντίον των Πελοποννησίων. Μετά την άφιξη του Καποδίστρια έλαβε το βαθμό του χιλίαρχου και πολέμησε για την εκκαθάριση της Στερεάς από τους Οθωμανούς. Συντάχθηκε με την ρωσόφιλη μερίδα των Μεταξά-Υψηλάντη-Κολοκοτρώνη και υπήρξε αφοσιωμένος στον Καποδίστρια. Η επιλογή του να συνταχθεί με το Ρωσικό συνδέεται και με το γεγονός ότι η αντίπαλη σουλιώτικη φάρα, οι Μποτσαραίοι, συντάχθηκαν με το Αγγλικό. Ο γάμος της αδελφής του με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, γιο του Θεόδωρου, επισφράγισε αυτή τη καθώς εντάχθηκε στο ευρύτερο οικογενειακό στρατόπεδο των Κολοκοτρωναίων. Με την δολοφονία του Κυβερνήτη Καποδίστρια αναμίχθηκε στις εμφύλιες συγκρούσεις και για αυτό το λόγο η έλευση του Όθωνα τον οδήγησε στην αντιπολίτευση και στη συνέχεια στη φυλακή μαζί με τους Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα. Το Κόμμα των Ναππαίων θα έρθει σε μετωπική σύγκρουση με την αντιβασιλεία, παρότι υποστηρίζουν και δύο συγκεντρωτική διοίκηση. Οι Ναππαίοι, ουσιαστικά ο μηχανισμός του κράτους επί Καποδίστρια και ταυτόχρονα η πλειονότητα των λαϊκών αγωνιστών αισθάνονται παραμερισμένοι από τον νέο διοικητικό μηχανισμό και φυσικά από τον νέο στρατό. Επίσης, το εκκλησιαστικό ζήτημα θα αποτελέσει την πολιτική αφορμή και γλώσσα για την ανάδυση των αντιπαραθέσεων. Για αυτό θα πρωτοστατήσουν σε όλες αντιοθωνικές εξεγέρσεις. Σύντομα, όμως το κλίμα μεταξύ του Όθωνα και των Ναππαίων θα αλλάξει. Μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το (1835) διορίστηκε υπασπιστής του νεαρού βασιλιά. Έτσι, την περίοδο αυτή ο Όθωνας επιλέγει να συμμαχήσει με το ρωσικό κόμμα των Ναππαίων, καθώς πέρα από τον Τζαβέλα υπασπιστής αναλαμβάνει ο Γενναίος Κολοκοτρώνης και ταυτόχρονα τα σημαντικότερα υπουργεία δίνονται σε Ναππαίους υπουργούς. Η συμμαχία αυτή θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες εντάσεις με τα άλλα κόμματα που θα προκαλέσουν τελικά κοινή δυσαρέσκεια σε όλα τα κόμματα, και στους Ναππαίους που βρέθηκαν για άλλη μια φορά έξω από την διακυβέρνηση της χώρας, απέναντι στον Όθωνα απαιτώντας σύνταγμα και κοινοβούλιο. Μετά το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου ο Τζαβέλας, παρότι ρωσόφιλος, ανέλαβε το Υπουργείο Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Ιωάννη Κωλέττη συμμαχώντας με το Γαλλικό Κόμμα. Μετά τον θάνατο του Κωλέττη τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία αντιμετωπίζοντας την κρίσιμη περίοδο για τις ελληνο-οθωμανικές σχέσεις εξαιτίας του επεισοδίου Μουσούρου. Στη συνέχεια επανήλθε στο αξίωμα του υπουργού Στρατιωτικών για μικρό χρονικό διάστημα. Το 1853 του απονεμήθηκε ο βαθμός του αντιστρατήγου.κατά την εξέγερση των ηπειρωτών το 1854 ανέλαβε με άλλους σουλιώτες αξιωματικούς την ηγεσία των επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος αποσύρθηκε από την ενεργό δράση και πέθανε την επόμενη χρονιά. Οι πολιτικοί κληρονόμοι και φυσικοί απόγονοι του Τζαβέλα και του Κολοκοτρώνη θα αποτελέσουν το ακραιφνές φιλοβασιλικό – φιλοοθωνικό κόμμα κατά την περίοδο της αμφισβήτησης του Όθωνα και λίγο πριν την έξωσή του από την Ελλάδα. Το πολιτικό αυτό μπλοκ θα συνεχίσει να υφίσταται και λίγο μετά την εγκαθίδρυση του νέου συντάγματος για να εξαφανιστεί εντελώς κάθε παράδοση του Ρωσικού Κόμματος, εφόσον ο αντισλαβισμός ολοένα και περισσότερο θα κυριαρχεί στις τάξεις των ελλαδιτών πολιτικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου