Ο Γιώργης Σιάντος (Καρδίτσα, 1890 – 20 Μαΐου, 1947) γεννήθηκε στην Καρδίτσα από γονείς φτωχούς αγρότες. Συνδικαλιστής καπνεργάτης, κορυφαίο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Απόντος του Ν. Ζαχαριάδη διετέλεσε αναπληρωτής γραμματέας τις πιο κρίσιμες φάσεις του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, την περίοδο της Αντίστασης, των Δεκεμβριανών και της Βάρκιζας. Στις τελευταίες δύο αυτές καταστάσεις επωμίστηκε την ευθύνη για τις τελικές αποφάσεις της παράταξής του όχι μόνο στο πολιτικό αλλά και στο στρατιωτικό επίπεδο. Μπήκε στη βιοπάλη σε πολύ μικρή ηλικία ως καπνεργάτης, αφού πρώτα ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο. Το 1911 επιστρατεύθηκε και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13. Επίσης, πολέμησε στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο προσχωρώντας στους οπαδούς του Βενιζέλου όταν αυτός σχημάτισε την κυβέρνηση της Εθνικής Αμύνης της Θεσσαλονίκης το 1916. Από πολύ νωρίς ο Σιάντος ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση ως μέλος του σωματείου των καπνεργατών της Καρδίτσας. Στα 1920, μετά την αποστράτευσή του, εξελέγη πρόεδρος σε αυτό. Την ίδια εποχή εντάσσεται μέλος στο ΣΕΚΕ. Το 1922, ο Σιάντος αναδείχθηκε γενικός γραμματέας της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας Ελλάδος, η οποία αποτελεί το βαρύ πυροβολικό του συνδικαλιστικού κινήματος της εποχής εκφράζοντας τα πλέον ριζοσπαστικά στρώματα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Στα 1923 στηρίζει την κομμουνιστική πτέρυγα και στο 3ο Έκτακτο Συνέδριο την μπολσεβικοποίηση και τη μετονομασία του Κόμματος σε Κομμουνιστικό. Στο ίδιο Συνέδριο εκλέγεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Στο 3ο Τακτικό Συνέδριο του KKE, το 1927, συμμετέχει στην νέα ηγετική ομάδα μαζί με τους Χαϊτά-Ζαχαριάδη εξωθώντας τους Πουλιόπουλου-Μάξιμο κ.α. εκτός Κόμματος και εκλέγεται μέλος του Πολιτικού Γραφείου.
Την περίοδο 1929-31 ξέσπασε στους κόλπους του KKE ιδεολογικοπολιτική διαμάχη, καθώς η υπερεπεναστατική γραμμή που έβλεπε άμεσα μια τρίτη και τελευταία περίοδο του καπιταλισμού και βάφτιζε τους σοσιαλιστές σοσιαλφασίστες λειτουργούσε διαλυτικά. Το κόμμα χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα και απειλήθηκε η ενότητά του. Από τη μία η ομάδα των συνδικαλιστών Σιάντου-Θέου-Πυλιώτη-Παπαρρήγα υπερθεματίζοντας στα περί επαναστατικής κρίσης είχε ως κύριο μέλημα τη μετατροπή των αυθόρμητων κινητοποιήσεων σε γενική πολιτική απεργία. Ταυτόχρονα, υποστήριζαν την διάλυση της ΕΓΣΕΕ και την ενοποίηση με την ΓΣΕΕ. Η αντίπαλη ομάδα των Χαϊτά-Ευτυχιάδη πρότειναν πως μέσα στις συνθήκες διάλυσης του καπιταλισμού τα πρωτεία στην προσπάθεια του κόμματος θα έπρεπε να δοθούν στην οργανωτική προσπάθεια, για αυτό θα έπρεπε να ενισχυθεί η ΕΓΣΕΕ. H Γ' Διεθνής ανησύχησε, απηύθυνε στο KKE έκκληση για τη διαφύλαξη της ενότητας, η ηγεσία του κόμματος καθαιρέθηκε, επιβλήθηκε μια νέα Κεντρική Επιτροπή και ο Νίκος Ζαχαριάδης ανέλαβε τη θέση του γενικού γραμματέα με σκοπό να επανενώσει το κόμμα.
Ο Γιώργης Σιάντος, ηγετικός εκπρόσωπος της αριστερής ομάδας κατά την εσωκομματική πάλη, εκλήθη τότε στη Μόσχα μαζί με άλλα ηγετικά στελέχη των δύο παρατάξεων και νουθετήθηκε για το ξεπέρασμα των αντιθέσεων και την αποκατάσταση της κομματικής ομόνοιας.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, μερικούς μήνες αργότερα, ο Σιάντος βρέθηκε στη διοίκηση της ΓΣΕΕ, της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, για να μεταπηδήσει πάλι στην ηγετική ομάδα του KKE, όταν, το 1934, κατά το 4ο Συνέδριό του εξελέγη για μία ακόμη φορά μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και του Πολιτικού Γραφείου, και τοποθετήθηκε γραμματέας της ΚΟΠ, της Κομματικής Οργάνωσης Πειραιά.
Στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 1936 ο Σιάντος εξελέγη βουλευτής στον Νομό Τρικάλων. Με την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά στις 4 Αυγούστου του ιδίου χρόνου εξαπολύθηκε κύμα συλλήψεων των πολιτικών αντιπάλων του δικτάτορα, μεταξύ των οποίων οι κομμουνιστές βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή. Ο Σιάντος ήταν από τους πρώτους που συνελήφθησαν. Εκτοπίστηκε στην Ανάφη, από όπου όμως δραπέτευσε τον επόμενο χρόνο, για να συλληφθεί πάλι το φθινόπωρο του 1939 και να εγκλειστεί στη φυλακή της Κέρκυρας αυτή τη φορά. Δραπέτευσε όμως και από εκεί το 1941.
Εν τω μεταξύ ο γενικός γραμματέας του KKE Νίκος Ζαχαριάδης, τον οποίο η μεταξική δικτατορία είχε επίσης φυλακίσει στην Κέρκυρα, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, είχε μεταφερθεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Ο Σιάντος ανέλαβε τότε την ηγεσία του κόμματος, ως προσωρινός ή αναπληρωτής γενικός γραμματέας, με την προοπτική να παραδώσει πάλι το αξίωμα στον Ζαχαριάδη μετά την απελευθέρωση και επιστροφή του στην Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Σιάντος υπήρξε η ψυχή του EAM, του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, το οποίο ιδρύθηκε το 1941 με πρωτοβουλία του KKE. Πρωταγωνιστικό ρόλο επίσης διαδραμάτισε ο Σιάντος στην ίδρυση και στη λειτουργία της ΠΕΕΑ, της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, το 1944. Στον Σιάντο καταμαρτυρούνται οι επιλογές του 1944, αλλά λίγοι είναι αυτοί που του αναγνωρίζουν τον ρόλο του στην ανάπτυξη του ΕΑΜικού κινήματος.Απέναντι στα ανοίγματα των Αγγλων ήταν από τους πλέον αρνητικούς ηγέτες του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και του KKE. Είχε αντιταχθεί στις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, αλλά το κύρος του ουδέποτε υπήρξε τόσο αδιαμφισβήτητο ώστε να μπορέσει να επιβάλει την άποψή του. Μετά τη σύναψη ωστόσο των συμφωνιών ο Σιάντος εννοούσε να τηρηθούν τα συμπεφωνημένα, όπως τουλάχιστον τα αντιλαμβανόταν ο ίδιος. Ως εκ τούτου, η τοποθέτηση του Σιάντου είναι αντιφατική, αφού από την μια εγκρίνει τη στάση της αντιπροσωπείας και τη συμφωνία του Λιβάνου λέγοντας πως «είναι μέσα στην πολιτική μας γραμμή» κι από την άλλη, η κριτική που ασκεί στη συμφωνία φανερώνει πως από το περιεχόμενό της δεν προκύπτει κανένα όφελος για το κίνημα. Στην ίδια ομιλία του ο Σιάντος είπε και ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα τα οποία στοιχειοθετούν μια άκρως συμβιβαστική πολιτική και πλήρη εγκατάλειψη των προηγούμενων θέσεων που είχε το Κόμμα και το Κίνημα για το Λίβανο, τόσο πριν την υπογραφή της συμφωνίας, αλλά και όταν αυτή ανακοινώθηκε και ξεσήκωσε τις προαναφερόμενες αντιδράσεις: «Η σύνθεση της αντιπροσωπείας μας - είπε χαρακτηριστικά ο Σιάντος - μαρτυρεί ότι εμείς πήγαμε με όλη μας την ειλικρίνεια να κάνουμε πραγματική και σταθερή ενότητα. Ξέραμε με ποιους είχαμε να κάνουμε. Ομως πιστεύαμε και πιστεύουμε ότι είναι δυνατό να γίνει σήμερα ενότητα και μ' αυτούς. Γιατί υπάρχει τώρα ένας καινούριος παράγοντας. Ο ξένος κατακτητής. Ο αγώνας για το διώξιμό του από τη χώρα μας και η ανάγκη να μην πέσουμε στον εμφύλιο πόλεμο, συμφέρουν και σε μας και σε κείνους. Σ' αυτά συμπέφτουν τα συμφέροντα των 95% και των 5%. Γι' αυτό και στη συμφωνία μ' αυτούς δύο μόνο εγγυήσεις θέλουμε: α) ότι θα παλέψουμε μαζί κατά του κατακτητή και β) ότι κανένας δε θα δώσει δυναμικές λύσεις. Αν δέχονται τις δύο αυτές προϋποθέσεις της ενότητας, τότε η ενότητα είναι καμωμένη. Αν έχουν άλλους σκοπούς, τότε αυτοί θα είναι υπεύθυνοι για τη ματαίωσή της». Ο Σιάντος εκτιμούσε πως πλησιάζει η συντριβή του χιτλεροφασισμού και η συμμαχική νίκη και η απελευθέρωση μπορεί και πρέπει να πραγματοποιηθεί από τις ίδιες τις εσωτερικές λαϊκές δυνάμεις, δηλαδή το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Αντιλαμβανόταν πως οι αστοί πολιτικοί θα προσπαθούσαν να συγκροτήσουν τις αναγκαίες δυνάμεις που θα αντισταθούν στο ΕΑΜ ΕΛΑΣ. Όμως θεωρούσε την εθνική ενότητα, με μια πανεθνική κυβέρνηση, μοναδική πολιτική που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας και του λαού. Η πολιτική αυτή όμως επιλογή εξελίχθηκε καταστροφική για το ΕΑΜικό κίνημα, καθώς οδήγησε το ΕΑΜικό μπλοκ σε ηγεμονευόμενη θέση δίνοντας τη δυνατότητα στους αστούς πολιτικούς να ανασυντάξουν τις δυνάμεις του με τη βοήθεια του αγγλικού στρατού. Έτσι, αφού εξωθήθηκε το ΕΑΜ σε εξέγερση τον Δεκέμβρη και αργότερα στην Βάρκιζα, ο εμφύλιος πόλεμος ήταν μονόδρομος υπό τους χειρότερους δυνατούς όρους. Για τις αποφάσεις και τους χειρισμούς του κατά τα Δεκεμβριανά του 1944 και ιδίως για την ιδέα του να αναλάβει τη στρατιωτική διεύθυνση των επιχειρήσεων επικρίθηκε δριμύτατα από τους συντρόφους του, με πρώτο και καλύτερο τον Ζαχαριάδη, ο οποίος, κατά τη συνήθειά του, έφτασε να τον κατηγορήσει ως «πράκτορα των Εγγλέζων». Τον Φεβρουάριο του 1945 ο Σιάντος ήταν επικεφαλής της αντιπροσωπείας του EAM που υπέγραψε τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τον Μάιο του ιδίου χρόνου παρέδωσε τα ηνία του κόμματος στον Νίκο Ζαχαριάδη όταν αυτός επέστρεψε στην Ελλάδα. Ο Σιάντος παρέμεινε στη θέση του ως μέλος του Πολιτικού Γραφείου του KKE αλλά δεν έπαιζε πλέον κανέναν ουσιαστικό ρόλο. Πέθανε τον Μάιο του 1947 από καρδιακή προσβολή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου