Ο Παναγής Τσαλδάρης (Κόρινθο 1868 – Αθήνα 17 Μαΐου 1936) υπήρξε ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος και πρωθυπουργός της Ελλάδας. Γεννήθηκε στο Καμάρι Κορινθίας. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα όπου ανακηρύχθηκε αριστούχος διδάκτωρ Νομικής το 1889 και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Γκαίτινγκεν, στο Βερολίνο, στη Λειψία και στο Παρίσι. Το 1893 επέστρεψε στην Ελλάδα και ασχολήθηκε με την δικηγορία. Εκλέχτηκε πρώτη φορά βουλευτής Κορινθίας στην αναθεωρητική Βουλή του 1910 και στην απλή του 1912. Από τότε εκλεγόταν συνεχώς, με εξαίρεση τις εκλογές του 1923, στις οποίες αρνήθηκε να μετάσχει. Χρημάτισε υπουργός Δικαιοσύνης το 1915 στην κυβέρνηση Γούναρη, εσωτερικών και Συγκοινωνιών το 1920 και το 1926 στις κυβερνήσεις Καλογερόπουλου, Γούναρη και Ζαϊμη. Αρχικά υπήρξε ηγετικό στέλεχος στο Κόμμα των Εθνικοφρόνων. Το 1919 συμμετείχε ως εκπρόσωπός του στην ίδρυση της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης με έμβλημα ένα κλαδί ελιάς. Το 1922 ανέλαβε την αρχηγία του Λαϊκού κόμματος μετά τον τουφεκισμό του Γούναρη. Το Λαϊκό Κόμμα υποστήριζε τη βασιλευομένη δημοκρατία ως το καταλληλότερο πολίτευμα για την Ελλάδα. Αλλά σε όλη την δεκαετία του 1920 ο Τσαλδάρης απέφευγε να έρθει σε απευθείας σύγκρουση και ρήξη με του Φιλελεύθερους για αυτό το ζήτημα επιδεικνύοντας συναινετική διάθεση για να καταλαγιάσουν τα πάθη. Θεωρούσε ότι μοναδική διέξοδος για το πρόβλημα ήταν να ερωτηθεί ο λαός με δημοψήφισμα, όταν όμως τα πράγματα θα ήταν πιο ήρεμα, και να υποταχθούν όλοι στην κρίση του. Στη συνέχεια θα διαφανεί ότι ο ίδιος δεν επιθυμούσε την παλινόρθωση και για αυτό προσπαθούσε να μετριάσει τα ακραία στοιχεία του Λαϊκού Κόμματος. Σε κάθε περίπτωση οΤσαλδάρης επέλεξε και επέβαλλε την την εποικοδομητική αντιπολίτευση. Δύο υπήρξαν τα θεμελιώδη αιτήματα των Λαϊκών αυτήν την περίοδο: η επαναφορά των αξιωματικών που είχαν αποταχθεί λόγω πολιτικών φρονημάτων και η αποτελεσματική απαγόρευση της παρέμβασης των στρατιωτικών στην πολιτική. Στα εσωτερικά ζητήματα το Λαϊκό Κόμμα, συνεχίζοντας τη Δηλιγιαννική παράδοση, αποσκοπούσε στην άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων της ανάπτυξης και στην σταθεροποίηση της κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Όσο περισσότερο τα στρώματα διαφοροποιούνταν και όσο πιο περίπλοκα γίνονταν τα προβλήματα. Δε θεωρούσε όμως ότι συνολικά η οικονομική ανάπτυξη ήταν αρνητική. Επικέντρωνε όμως αποκλειστικά στην ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα θεωρώντας πως η αγροτική παραγωγή ταίριαζε περισσότερο στο χαρακτήρα του ελληνικού έθνους και εμπόδιζε την εμφάνιση έντονων ταξικών ανταγωνισμών, όπως θεωρούσαν ότι επέφερε η ανάπτυξη της βιομηχανίας με την ενδυνάμωση της εργατικής τάξης. Συγκεκριμένα, θεωρούσε ότι οι αγρότες ήταν ένα συντηρητικό στρώμα σε αντίθεση με τους εργάτες και για αυτό θα έπρεπε να στηριχθούν με δίκαιη διανομή γης, ενώ υποστήριζε την αποκατάσταση των προσφύγων με την παραχώρηση γης. Επιπλέον, υποστήριζε την ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής, την αύξηση των εξαγωγών, την απρόσκοπτη επικράτηση των νόμων της αγοράς στον αγροτικό τομέα. Κεντρικό σημείο της οικονομικής πολιτικής ήταν η άκρα λιτότητα και οι ισολογισμένοι προϋπολογισμοί, ώστε οι μικροαγρότες να απαλλαχθούν από τις φορολογικές επιβαρύνσεις. Το πρόγραμμα αυτό θεωρούσαν οι Λαϊκοί ότι ανταποκρινόταν στα συμφέροντα όχι μόνο των μικροαγροτών και των μεσοαστικών στρωμάτων, με τα οποία το Λαϊκό Κόμμα είχε ισχυρούς δεσμούς, αλλά και σε χρηματιστικούς κύκλους. Ο Τσαλδάρης υπεράσπιζε τις ισορροπημένες σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας και για αυτό υποστήριζε τις κοινωνικές ασφαλίσεις και τις συλλογικές συμβάσεις. Ο ίδιος μάλιστα διαφοροποιούταν από την γενικότερη τάση των βουλευτών του Λαϊκού Κόμματων να αρνούνται την ύπαρξη τάξεων. Το 1928 συμμετείχε ως Υπουργός Εσωτερικών στην πεντακομματική Οικουμενική Κυβέρνηση (πλην ΚΚΕ). Προσπαθούσε να ακολουθήσει συγκρατημένη γραμμή, δείχνοντας κατανόηση για τις διαμαρτυρίες και υποστηρίζοντας τις κοινωνικές παροχές. Αλλά παράλληλα στήριζε την πολιτική των εκτοπίσεων, τη διάλυση των εργατικών οργανώσεων και των αριστερών συνδικαλιστών. Η γενικότερη μετριοπαθής στάση του στην Οικουμενική και τα λογικά αιτήματα που έθετε, τα οποία γίνονταν αποδεκτά από τα άλλα κόμματα ενίσχυσαν τη μετριοπαθή πτέρυγα στο Κόμμα. Απέρριπτε τη θεσμοθέτηση γερουσίας στη συζήτηση για το νέο Σύνταγμα. Αντίθετα, υποστήριξε να ενταχθούν στο σύνταγμα στοιχεία άμεσης δημοκρατίας. Επίσης, θεωρούσε πρώτιστο ζήτημα την θεσμοθετημένη προστασία της ιδιοκτησίας. Αυτό τον έφερνε όμως σε σύγκρουση με την πολιτική των απαλλοτριώσεων και ως εκ τούτου με την αγροτική πολιτική και τα αγροτικά στρώματα που επεδίωκε να εκφράσει. Τελικά, το Λαϊκό Κόμμα θα συναινέσει στο νέο σύνταγμα, αλλά θα αποχωρήσει από την Οικουμενική διαφωνώντας με τους Φιλελευθέρους στη δημοσιονομική πολιτική. Ο Τσαλδάρης και το Λαϊκό Κόμμα διαφωνούσαν κάθετα με την καθιέρωση της δημοτικής. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρξε συνεπής υποστηρικτής της ισοπολιτείας Ελλήνων και Εβραίων Ελλήνων Πολιτών διαφωνώντας με τη θέση του Ελ. Βενιζέλου ότι η ισοπολιτεία αποτελούσε δικαίωμα μόνο των “εξελληνισμένων” της Ισραηλίτικης Κοινότητας της Θεσσαλονίκης και ότι θα έπρεπε να περάσει αρκετός χρόνος μέχρι οι Έλληνες να πεισθούν ότι οι Εβραίοι έχουν ειλικρινή πρόθεση να ενσωματωθούν. Για αυτό κατηγόρησε την κυβέρνηση Βενιζέλου στα 1928 ότι εμπόδιζε την αφομοίωσή τους. Το 1932 το Κόμμα κέρδισε τις εκλογές. Για να αποτραπεί ένα πραξικόπημα από φιλελεύθερους στρατιωτικούς που φοβούνταν για τη δημοκρατία, ο Τσαλδάρης έδωσε γραπτή δήλωση ότι το Κόμμα αναγνώριζε το δημοκρατικό καθεστώς ανακουφίζοντας τη φιλελεύθερη κοινή γνώμη. Στη συνέχεια, σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας του κόμματος του, του Εθνικού Ριζοσπαστικού και των Ελευθεροφρόνων. Πολύ σύντομα όμως τα πράγματα θα οδηγηθούν σε νέες εκλογές και σε μια καθαρή νίκη της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης. Η νίκη αυτή οδήγησε σε ένα αποτυχημένο πραξικόπημα του Πλαστήρα, οξύνοντας τις σχέσεις μεταξύ των δύο κομμάτων και ανοίγοντας το δρόμο για εξωκοινοβουλευτικές παρεμβάσεις. Το Μάρτιο του 1933 ο Τσαλδάρης σχημάτισε νέα κυβέρνηση με τον Κονδύλη υπό τη δική του προεδρία. Σημαντικό μέλημα της νέας κυβέρνησης ήταν η αναζήτηση των πρωταίτιων του πραξικοπήματος. Μέσα σε αυτό το κλίμα έλαβε χώρα και η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου. Τελικά, ο Τσαλδάρης θα επιδείξει ακόμη μια φορά συναινετικός παραχωρώντας αμνηστεία και προκαλώντας εσωτερική κρίση στο Κόμμα με αποχωρήσεις σημαντικών στελεχών του. Ο Τσαλδάρης και το Λαϊκό Κόμμα θα αρνηθούν όμως αμνηστεία στους διωκόμενους κομμουνιστές και θα εντείνουν τις διώξεις εναντίον τους. Ο αντικομμουνισμός εξάλλου αποτελούσε θεμελιώδη τμήμα του ιδεολογικού πλαισίου και του λόγου των Λαϊκών. Στις εξωκοινοβουλευτικές δικτατορικές λύσεις που υποστήριζαν ολοένα και περισσότερο οι ακραίοι του Κόμματος, η μετριοπαθής ηγεσία των Λαϊκών υπό τον Τσαλδάρη θα λάβει σαφή αρνητική θέση. Στη συνέχεια το Λαϊκό Κόμμα υπό το φόβο νέου πραξικοπήματος που σχεδίαζε Ο Βενιζέλος, κατήργησε κοινοβουλευτικά άρθρα του συντάγματος που περιόριζαν τις ελευθερίες και προώθησε νέο δημοψήφισμα για το πολιτειακό. Ο ίδιος ο Τσαλδάρης θα αρνηθεί αρχικά την τελευταία αυτή προοπτική, αλλά στη συνέχεια θα υποκύψει πιεζόμενος από τα φιλοβασιλικά στοιχεία της αντιβενιζελικής παράταξης, παραμένοντας όμως διστακτικός. Το 1935 ανετράπη από στρατιωτικό πραξικόπημα υπό των αντιστρατήγων Παπάγο και Ρέππα εξαιτίας ακριβώς της διστακτικής στάσης του. Γενικά, το Λαϊκό Κόμμα θα στηρίξει τους πραξικοπηματίες που θα επιβάλλουν το δημοψήφισμα και την επάνοδο της βασιλείας. Η μετριοπαθής και σχετικά φιλοδημοκρατική στάση του Τσαλδάρη ηττήθηκε ολοκληρωτικά οδηγώντας σε όξυνση του διχασμού. Απεβίωσε το 1936 από ανακοπή καρδιάς. Ήταν παντρεμένος με την Λίνα Λάμπρου και δεν είχε παιδιά. Ανηψιός του ήταν ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης.
Κώστας Παλούκης εφημ. Σκριπ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου