Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Ο Νίκος Μπελογιάννης

Ο Νίκος Μπελογιάννης (Αμαλιάδα Ηλείας, 1915 – Γουδί, 1952) ήταν αγωνιστής της εθνικής αντίστασης, ανώτερο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και αξιωματικός του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας (ΔΣΕ). Η δίκη και η εκτέλεσή το 1952 με την κατηγορία της κατασκοπείας έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις, ενώ έμειναν στην ιστορία ως παράδειγμα υπερβολικής σκληρότητας των μετεμφυλιοπολεμικών αντικομμουνιστικών διώξεων. Η στάση του, το ήθος του και τα λόγια του στην δίκη ενέπνευσαν για δεκαετίες και εμπνέουν ακόμα όλους τους αγώνες της αριστεράς.  Από μικρή ηλικία αναμίχθηκε στην πολιτική και από την εποχή που ήταν μαθητής του Γυμνασίου  εντάχθηκε στην Ομοσπονδία Κομμουνιστών Νεολαίων Ελλάδας (ΟΚΝΕ), που ήταν η νεολαία του ΚΚΕ. Το 1932 εισήχθηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν αποφοίτησε ποτέ όμως καθώς αποβλήθηκε εξαιτίας της πολιτικής του δράσης. Το 1934 προσχώρησε στο ΚΚΕ και το 1935 έγινε γραμματέας της Οργάνωσης Αμαλιάδας. Τον επόμενο χρόνο, κατά τη διάρκεια  της δικτατορίας του Μεταξά, εκτοπίστηκε στην Ίο. Τότε αρχίζει μια περίοδος διώξεων και καταδίκων. Ενώ ήταν στην εξορία καταδικάστηκε ερήμην σε διετή φυλάκιση, αλλά του αποδόθηκε χάρη και αφέθηκε ελεύθερος.  Το 1938 καταδικάσθηκε σε πενταετή φυλάκιση και διετή εξορία με την κατηγορία  του προπαγανδισμού των κομμουνιστικών ιδεών, στην ουσία του όμως για την δράση του εναντίον του μεταξικού καθεστώτος. Φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία μαζί με άλλους κομμουνιστές. Με την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς και Ιταλούς, η πλειοψηφία των κρατουμένων στην Ακροναυπλία όμως παραδόθηκε στις ιταλικές αρχές Κατοχής. Έμεινε αιχμάλωτος μέχρι το 1943, οπότε θα καταφέρει να δραπετεύσει και να ενταχθεί στον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου. Μέχρι το τέλος του πολέμου συμμετείχε στις επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ κατά των Γερμανών, ως καπετάνιος συντάγματος της 3ης μεραρχίας. Με την έναρξη του εμφυλίου πολέμου ο Νίκος Μπελογιάννης κατατάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό και ανέλαβε το Γραφείο Προπαγάνδας του Γενικού Στρατηγείου. Το 1948 θα αναλάβει Πολιτικός Επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού και τραυματίστηκε στις μεγάλες μάχες του Γράμμου. Μετά την ήττα θα είναι ένας από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν τη χώρα το 1949. Ακολούθησε τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού που πέρασαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Πολύ σύντομα όμως, τον Ιούνιο του 1950, θα επιστρέψει στην Ελλάδα με εντολή να επανασυγκροτήσει τις διαλυμένες οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα. Έξι μήνες δούλεψε στην Αθήνα, σε στενή συνεργασία με τον Νίκο Πλουμπίδη και την Έλλη Παπά. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συνελήφθη και δικάστηκε με βάση το Ν. 509/1947, που θεωρούσε εγκληματική οργάνωση το ΚΚΕ και το είχε κηρύξει παράνομο. Επίσης, κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης. Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 1951 με 94 κατηγορούμενους συνολικά, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Ένας από τα μέλη του δικαστηρίου ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο μετέπειτα δικτάτορας την 21η Απριλίου 1967. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ήταν ο μοναδικός από τους στρατοδίκες που ψήφισε ενάντια στην θανατική καταδίκη του Μπελογιάννη. Μαζί με τον Μπελογιάννη καταδικάστηκαν ακόμα 29 κομμουνιστές. Μετά την διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε, ο Πλαστήρας δηλώνει ότι η απόφαση δε θα εκτελεστεί. Στη δίκη αυτή όμως αποφασίζεται ο Μπελογιάνης και ορισμένοι άλλοι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με τη βαρύτερη κατηγορία της κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η αμνηστία που υποχρεώθηκε να του δώσει. Εν τω μεταξύ στις 14 Νοεμβρίου 1951 βρίσκονται παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Φαλήρου, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες, για επιστράτευση του νόμου περί κατασκοπείας. Έτσι ο Μπελογιάννης και οι άλλοι κατηγορούμενοι προσάγονται σε νέα δίκη. Η δεύτερη αυτή δίκη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952, ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών. Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και πρόβαλε τις πατριωτικές του ενέργειες κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η δίκη του πήρε μεγάλη δημοσιότητα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη. Έμεινε γνωστός ως «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», από ένα φρέσκο κόκκινο γαρύφαλλο που κρατούσε καθημερινά. Ο ισπανός ζωγράφος Πάμπλο Πικάσο εμπνεύστηκε ένα διάσημο σκίτσο από την εικόνα του ανθρώπου με το γαρύφαλλο. Παρά την παγκόσμια κινητοποίηση και συγκίνηση το δικαστήριο, αποτελούμενο αυτήν την φορά από τακτικούς στρατοδίκες, καταδίκασε τον Μπελογιάννη και τον Αργυριάδη δις εις θάνατον, έξι κατηγορούμενους άπαξ εις θάνατον και οι υπόλοιποι και οι υπόλοιποι σε διάφορες ποινές φυλάκισης. Λίγο αργότερα έρχεται στη δημοσιότητα το γράμμα του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Πλουμπίδη, με το οποίο αναλαμβάνει κάθε ευθύνη για την καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και υπόσχεται να παρουσιαστεί στις αρχές με τον όρο να μην εκτελεσθεί ο Μπελογιάννης. Ακολουθεί η διάψευση από το ΚΚΕ που χαρακτηρίζει την επιστολή «μύθευμα της αστυνομίας». Συγκεκριμένα σε εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού του ΚΚΕ από τις ανατολικές χώρες “Ελεύθερη Ελλάδα”καταγγέλθηκε η επιστολή του Πλουμπίδη ως πλαστή. Αντίθετα, το Υπουργείο Εσωτερικών ανακοινώνει πως ο γραφικός χαρακτήρας της επιστολής και η υπογραφή είναι γνήσια. Στο παρασκήνιο το ΚΚΕ είχε ήδη αρχίσει να διαδίδει στις οργανώσεις του ότι ο Πλουμπίδης είναι «χαφιές». Η επιστολή παντως δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν θα συναλλαγεί με τον καταζητούμενο για κομμουνιστική δράση Πλουμπίδη. ΤοΣυμβούλιο Χαρίτων έδωσε χάρη στους κατηγορούμενος σε θάνατο εκτός από τους Μπελογιάννη, Μπάτση και Καλούμενο. Ο πρεσβευτής των ΗΠΑ απαιτούσε, μετά την απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων, να εκτελεσθούν οι αποφάσεις για όσους δεν είχαν πάρει χάρη. Ο Υπουργός Συντονισμού Γ. Καρτάλης παραιτήθηκε αρνούμενος τα υποχωρήσει στις αμερικανικές πιέσεις. Οι διεθνείς κινητοποιήσεις για την τύχη των τεσσάρων είχαν κορυφωθεί. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Δ. Παπασπύρου διατηρούσε την ελπίδα ότι, για να σιγάσει η διεθνής κατακραυγή, ο βασιλιάς θα έδινε χάρη. Αντιθέτως, ο βασιλιάςπροσυπέγραψε την απόφαση. Οι ελπίδες δεν είχαν ναθεί, καθώς ο Πλαστήρας δήλωνε πως δε θα εκτελεστούν. Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή και ώρα 4.10΄ τη νύχτα, οι τέσσερις μελλοθάνατοι μεταφέρθηκαν νωρίς το πρωί από τις φυλακές της Καλλιθέας στο στρατόπεδο του Γουδί και τουφεκίστηκαν. Η ώρα και η ημέρα της εκτέλεσης ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη (οι εκτελέσεις γινόταν πάντα με το πρώτο φως του ήλιου και ποτέ μέρα Κυριακή) και φέρεται να έγινε τότε για να προλάβουν οι υπέρμαχοι της εκτέλεσης τυχόν απονομή χάριτος.

Το πολιτικό πλαίσιο της εκτέλεσης έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από την κεντρώα κυβέρνηση του Νικόλαου Πλαστήρα, ο οποίος κέρδισε τις εκλογές με κεντρικό σύνθημα την ειρήνευση και τη συμφιλίωση. Στο πρόγραμμά του ήταν η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και των πολιτικών κρατουμένων και ενδεχομένως ακόμα και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Είναι φανερό πως κύκλοι του Παλατιού, του στρατού, αλλά και της Αμερικανικής Πρεσβείας επιθυμούσαν την αναίρεση αυτού του στόχου και την έκθεση της κυβέρνησης. Ο ίδιος ο Πλαστήρας φέρεται να ήταν αντίθετος στις εκτελέσεις, όμως ήταν μόνος καθώς ήταν βαρειά άρρωστος.  Οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί του Κέντρου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, που στήριζε την κυβέρνηση Πλαστήρα, και ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν υπέρ των εκτελέσεων. Η ταινία του Νίκου Τζίμα «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1980), το τραγούδι «Ο Μπελογιάννης ζει», καθώς και δεκάδες βιβλία που γράφτηκαν περιγράφουν τη ζωή του και αναφέρονται στις δραματικές στιγμές της δίκης και της εκτέλεσης. Σε όλες τις χώρες του Ανατολικού μπλοκ, εκατοντάδες δρόμοι, κτήρια, σχολεία, πλατείες και εργοστάσια πήραν το όνομά του. Το ελληνικό χωριό που ίδρυσαν πολιτικοί πρόσφυγες στην Ουγγαρία μέχρι σήμερα διατηρεί το όνομα Νίκος Μπελογιάννης. Ο Μπελογιάννης ήταν άνθρωπος ιδιαίτερα καλλιεργημένος. Αυτο αποδεικνύεται από μια φιλολογική μελέτη που έγραψε με τίτλο “Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας” και μια οικονομική μελέτη με τίτλο “Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας”.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

πόσοι μας διάβασαν: