Ο Θεόδωρος
Δηλιγιάννης (Λαγκάδια Γορτυνίας 19 Μαΐου 1824-Αθήνα 31 Μαΐου 1905) υπήρξε από
τους πιο λαοφιλείς πολιτικούς ηγέτες του δεύτερου μισού του 19ου
αιώνα, συνεπής υπερασπιστής του Συντάγματος του 1864, του κοινοβουλευτισμού και
της καθολικής ψηφοφορίας. Προερχόμενος από την ιστορική αρχοντική οικογένεια
των Δηλιγιανναίων και υπό την προστασία του θείου του ρήγα Παλαμήδη σπούδασε
νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αποκτώντας τον τίτλο του διδάκτορα. Ξεκίνησε την
επαγγελματική του καριέρα το 1845 ως γραμματέας στη Βουλή και αργότερα ως
ανώτερος υπάλληλος στο Υπουργείο Εσωτερικών. Στην πολιτική εμφανίσθηκε ως
αδιάφθορος άνδρας με σταθερές αρχές. Στον Δηλιγιάννη οφείλουμε τη μεγάλη έκδοση
της ελληνικής νομοθεσίας από το 1833 μέχρι το 1876. Για πρώτη φορά εκλέχτηκε
βουλευτής Γορτυνίας το 1862 και έκτοτε εκλεγόταν διαρκώς μέχρι τη δολοφονία του
διατηρώντας τεράστια επιρροή. Χρημάτισε Υπουργός Εξωτερικών επί Δ. Κυριακού,
Βενιζέλου Ρούφου και Κ. Κανάρη. Το 1867 απεστάλη στο Παρίσι για την επίλυση του
Κρητικού Ζητήματος και όταν επανήλθε τρεις φορές υπουργός Εξωτερικών,
Οικονομικών και Στρατιωτικών. Το 1878 συμμετείχε ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας
στο Συνέδριο του Βερολίνου και έθεσε δυναμικά το ζήτημα της προσάρτησης της
Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης. Διατελούσε αρχηγός μιας μικρής
κοινοβουλευτικής ομάδας που συμαχούσε με το Εθνικό Κόμμα του Αλ. Κουμουνδούρου,
τον οποίο και διαδέχεται στα 1883 μετά τον θάνατό του. Αναλαμβάνει για πρώτη
φορά πρωθυπουργός το 1885-6 ανατρέποντας την κυβέρνηση του Χαρ. Τρικούπη, ενώ
ακολούθησαν άλλες 4 φορές (1890-92, 1895-97, 1902-03, 1904-05). Υπήρξε ο
κορυφαίος αντίπαλος του Τρικούπη και της εκσυγχρονιστικής πολιτικής του
Νεωτερικού Κόμματός του. Αναγκάστηκε σε παραίτηση τρεις φορές: α) το 1886
επειδή η κυβέρνησή του αναμίχθηκε στο Σερβοβουλγαρικό πόλεμο, με αποτέλεσμα οι
Μεγάλες Δυνάμεις να επιβάλλουν ναυτικό αποκλεισμό της χώρας× β) η
κυβέρνησή του παύθηκε από τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ και γ) το 1897 εξαιτίας της
αναγκαστικής, εν είδη πραξικοπήματος από την Εθνική Εταιρία, εμπλοκής στην
Κρητική Επανάσταση και ως εκ τούτου σε πόλεμο με την Οθ. Αυτοκρατορία με
αποτέλεσμα μεγάλη ήττα για τον ανέτοιμο ελληνικό στρατό. Το 1902 επανήλθε στην
εξουσία ύστερα από μια περίοδο έντονων και μαζικών κινημάτων εναντίον των
Θεοτοκικών κυβερνήσεων και του βασιλιά Γεωργίου (Ευαγγελικά, Σανιδικά).
Δολοφονήθηκε από τον Κ. Γερακάρη, επειδή με διάταγμά του απαγόρευσε τη
λειτουργία των χαρτοπαιχτικών λέσχεων.
Δηλιγιάννης (Λαγκάδια Γορτυνίας 19 Μαΐου 1824-Αθήνα 31 Μαΐου 1905) υπήρξε από
τους πιο λαοφιλείς πολιτικούς ηγέτες του δεύτερου μισού του 19ου
αιώνα, συνεπής υπερασπιστής του Συντάγματος του 1864, του κοινοβουλευτισμού και
της καθολικής ψηφοφορίας. Προερχόμενος από την ιστορική αρχοντική οικογένεια
των Δηλιγιανναίων και υπό την προστασία του θείου του ρήγα Παλαμήδη σπούδασε
νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αποκτώντας τον τίτλο του διδάκτορα. Ξεκίνησε την
επαγγελματική του καριέρα το 1845 ως γραμματέας στη Βουλή και αργότερα ως
ανώτερος υπάλληλος στο Υπουργείο Εσωτερικών. Στην πολιτική εμφανίσθηκε ως
αδιάφθορος άνδρας με σταθερές αρχές. Στον Δηλιγιάννη οφείλουμε τη μεγάλη έκδοση
της ελληνικής νομοθεσίας από το 1833 μέχρι το 1876. Για πρώτη φορά εκλέχτηκε
βουλευτής Γορτυνίας το 1862 και έκτοτε εκλεγόταν διαρκώς μέχρι τη δολοφονία του
διατηρώντας τεράστια επιρροή. Χρημάτισε Υπουργός Εξωτερικών επί Δ. Κυριακού,
Βενιζέλου Ρούφου και Κ. Κανάρη. Το 1867 απεστάλη στο Παρίσι για την επίλυση του
Κρητικού Ζητήματος και όταν επανήλθε τρεις φορές υπουργός Εξωτερικών,
Οικονομικών και Στρατιωτικών. Το 1878 συμμετείχε ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας
στο Συνέδριο του Βερολίνου και έθεσε δυναμικά το ζήτημα της προσάρτησης της
Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης. Διατελούσε αρχηγός μιας μικρής
κοινοβουλευτικής ομάδας που συμαχούσε με το Εθνικό Κόμμα του Αλ. Κουμουνδούρου,
τον οποίο και διαδέχεται στα 1883 μετά τον θάνατό του. Αναλαμβάνει για πρώτη
φορά πρωθυπουργός το 1885-6 ανατρέποντας την κυβέρνηση του Χαρ. Τρικούπη, ενώ
ακολούθησαν άλλες 4 φορές (1890-92, 1895-97, 1902-03, 1904-05). Υπήρξε ο
κορυφαίος αντίπαλος του Τρικούπη και της εκσυγχρονιστικής πολιτικής του
Νεωτερικού Κόμματός του. Αναγκάστηκε σε παραίτηση τρεις φορές: α) το 1886
επειδή η κυβέρνησή του αναμίχθηκε στο Σερβοβουλγαρικό πόλεμο, με αποτέλεσμα οι
Μεγάλες Δυνάμεις να επιβάλλουν ναυτικό αποκλεισμό της χώρας× β) η
κυβέρνησή του παύθηκε από τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ και γ) το 1897 εξαιτίας της
αναγκαστικής, εν είδη πραξικοπήματος από την Εθνική Εταιρία, εμπλοκής στην
Κρητική Επανάσταση και ως εκ τούτου σε πόλεμο με την Οθ. Αυτοκρατορία με
αποτέλεσμα μεγάλη ήττα για τον ανέτοιμο ελληνικό στρατό. Το 1902 επανήλθε στην
εξουσία ύστερα από μια περίοδο έντονων και μαζικών κινημάτων εναντίον των
Θεοτοκικών κυβερνήσεων και του βασιλιά Γεωργίου (Ευαγγελικά, Σανιδικά).
Δολοφονήθηκε από τον Κ. Γερακάρη, επειδή με διάταγμά του απαγόρευσε τη
λειτουργία των χαρτοπαιχτικών λέσχεων.
Βασικές αρχές
της πολιτικής του ήταν η μικρότερη δυνατή φορολογική επιβάρυνση των λαϊκών
στρωμάτων, ώστε να μετριάσει την κοινωνική διαφοροποίηση, θέση που τον έφερνε
ενάντιο στους αντιδημοτικούς εμμέσους φόρους και γενικότερα στο κοινωνικό
κόστος του εκσυγχρονισμού. Όχι τυχαία τις περισσότερες εκλογικές μάχες τις
κέρδιζε με το σύνθημα «Κάτω οι φόροι». Υποστήριζε την ιδέα της κοινωνικής
αλληλεγγύης με το νόημα που της έδινε ο Leon Diquit, δηλαδή από ένα λιτό και πολιτικά αδύναμο κράτος, ελάχιστα
αυτονομημένο από τους κυβερνώμενους. Επιθυμούσε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα
διακυβέρνησης, όπου ο βασιλιας θα είχε περιορισμένη παρέμβαση και το
κοινοβούλιο αυξημένο και ουσιαστικό έλεγχο. Εναντιωνόταν στο
πρωθυπουργικοκεντρικό μοντέλο του Τρικούπη των ισχυρών κυβερνήσεων και
πειθαρχημένων κομματικών ομάδων. Εναντιωνόταν στην ενίσχυση της αυτονομίας του
κρατικού μηχανισμού μεταφέροντας τις πελατειακές σχέσεις απευθείας σε
αυτό. Θεωρούσε ότι η άμεση σχέση
βουλευτή και ψηφοφόρου αποτελούσε θεμελιώδη δημοκρατική σχέση για μια
κοινοβουλευτική δημοκρατία. Για αυτό το λόγο ο Δηλιγιάννης εναντιώθηκε στον
τρικουπικό νόμο μείωσης των βουλευτικών εδρών και αλλαγής των εκλογικών
περιφερειών από στενές σε ευρείες, τον οποίο και κατήργησε ως αντισυνταγματικό.
της πολιτικής του ήταν η μικρότερη δυνατή φορολογική επιβάρυνση των λαϊκών
στρωμάτων, ώστε να μετριάσει την κοινωνική διαφοροποίηση, θέση που τον έφερνε
ενάντιο στους αντιδημοτικούς εμμέσους φόρους και γενικότερα στο κοινωνικό
κόστος του εκσυγχρονισμού. Όχι τυχαία τις περισσότερες εκλογικές μάχες τις
κέρδιζε με το σύνθημα «Κάτω οι φόροι». Υποστήριζε την ιδέα της κοινωνικής
αλληλεγγύης με το νόημα που της έδινε ο Leon Diquit, δηλαδή από ένα λιτό και πολιτικά αδύναμο κράτος, ελάχιστα
αυτονομημένο από τους κυβερνώμενους. Επιθυμούσε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα
διακυβέρνησης, όπου ο βασιλιας θα είχε περιορισμένη παρέμβαση και το
κοινοβούλιο αυξημένο και ουσιαστικό έλεγχο. Εναντιωνόταν στο
πρωθυπουργικοκεντρικό μοντέλο του Τρικούπη των ισχυρών κυβερνήσεων και
πειθαρχημένων κομματικών ομάδων. Εναντιωνόταν στην ενίσχυση της αυτονομίας του
κρατικού μηχανισμού μεταφέροντας τις πελατειακές σχέσεις απευθείας σε
αυτό. Θεωρούσε ότι η άμεση σχέση
βουλευτή και ψηφοφόρου αποτελούσε θεμελιώδη δημοκρατική σχέση για μια
κοινοβουλευτική δημοκρατία. Για αυτό το λόγο ο Δηλιγιάννης εναντιώθηκε στον
τρικουπικό νόμο μείωσης των βουλευτικών εδρών και αλλαγής των εκλογικών
περιφερειών από στενές σε ευρείες, τον οποίο και κατήργησε ως αντισυνταγματικό.
Υποστήριζε
ισολογισμένους προϋπολογισμούς και εναντιωνόταν στους δανεισμούς, το δημόσιο
χρέος και την εξάρτηση του κράτους από τους χρηματιστές της Κωνσταντινούπολης,
τους οποίους κατηγορούσε ως «πλουτοκράτες», επειδή κερδοσκοπούσαν στο πλαίσιο
κρατικών προγραμμάτων εκσυγχρονισμού. Υπεράσπιζε μια οικονομική ανάπτυξη που θα
ταίριαζε στο παραδοσιακό ήθος και το χαρακτήρα των Ελλήνων, δηλαδή την τιμή, τη
θρησκεία, τη δόξα και την έντιμη εργασία, που θα οδηγούσε σε μια εντίμως
αποκτημένη περιουσία, όχι βασισμένη στο τυχαίο κέρδος των κερδοσκόπων. Για τον
Δηλιγιάννη συνείδηση της παράδοσης και εθνικό φρόνημα σήμαινε ότι δε θα άλλαζαν
οι πατροπαράδοτες ιδέες. Για αυτό το λόγο απέρριπτε τη σχεδιασμένη και
ταχύρρυθμη κοινωνική μεταβολή, η οποία δεν ταίριαζε στις παραδοσιακές αξίες της
κοινωνίας και ευνοούσε μόνο τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Ο Δηλιγιάννης τέλος
υποστήριζε τα αιτήματα των κολλίγων της Θεσσαλίας ενάντια στους ομογενείς
χρηματιστές τσιφλικάδες.
ισολογισμένους προϋπολογισμούς και εναντιωνόταν στους δανεισμούς, το δημόσιο
χρέος και την εξάρτηση του κράτους από τους χρηματιστές της Κωνσταντινούπολης,
τους οποίους κατηγορούσε ως «πλουτοκράτες», επειδή κερδοσκοπούσαν στο πλαίσιο
κρατικών προγραμμάτων εκσυγχρονισμού. Υπεράσπιζε μια οικονομική ανάπτυξη που θα
ταίριαζε στο παραδοσιακό ήθος και το χαρακτήρα των Ελλήνων, δηλαδή την τιμή, τη
θρησκεία, τη δόξα και την έντιμη εργασία, που θα οδηγούσε σε μια εντίμως
αποκτημένη περιουσία, όχι βασισμένη στο τυχαίο κέρδος των κερδοσκόπων. Για τον
Δηλιγιάννη συνείδηση της παράδοσης και εθνικό φρόνημα σήμαινε ότι δε θα άλλαζαν
οι πατροπαράδοτες ιδέες. Για αυτό το λόγο απέρριπτε τη σχεδιασμένη και
ταχύρρυθμη κοινωνική μεταβολή, η οποία δεν ταίριαζε στις παραδοσιακές αξίες της
κοινωνίας και ευνοούσε μόνο τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Ο Δηλιγιάννης τέλος
υποστήριζε τα αιτήματα των κολλίγων της Θεσσαλίας ενάντια στους ομογενείς
χρηματιστές τσιφλικάδες.
Για όλες του
αυτές τις θέσεις ήδη από το 1875 οι Βουλγαρικοί είχαν χαρακτηρίσει τον
Δηλιγιάννη «Κόκκινο», ενώ αργότερα οι τρικουπικές εφημερίδες κατηγορούσαν τους
δηλιγιαννικούς ότι διέδιδαν τις ιδέες των «αναρχικών» και των «ερυθροσκούφων».
Πολλοί αντιμοναρχικοί, όπως ο Ανδρέας Ρηγόπουλος και ο Ρόκκος Χοϊδάς, εκλέγονταν με τους συνδυασμούς του Εθνικού
Κόμματος. Ταυτόχρονα, όμως πολλοί δηληγιαννικοί βουλευτές φορούσαν στις
συνεδριάσεις της Βουλής φουστανέλα. Το ίδιο το κόμμα εξέφραζε μια πλατειά
κοινωνική συμμαχία της παλιάς ελλαδικής άρχουσας τάξης, μικροαστικών στρωμάτων
και συντεχνιών των πόλεων. Δεν μπορεί να προσδιοριστεί με το σύγχρονο
διαχωρισμό «αριστερά - δεξιά». Ακόμη και αυτός ο διαχωρισμός
«παραδοσιακού-εκσυγχρονισμού» εξίσου δεν μπορεί να γίνει κατανοητός έξω από το
πλαίσιο και τα νοήματα εκείνης της εποχής.
αυτές τις θέσεις ήδη από το 1875 οι Βουλγαρικοί είχαν χαρακτηρίσει τον
Δηλιγιάννη «Κόκκινο», ενώ αργότερα οι τρικουπικές εφημερίδες κατηγορούσαν τους
δηλιγιαννικούς ότι διέδιδαν τις ιδέες των «αναρχικών» και των «ερυθροσκούφων».
Πολλοί αντιμοναρχικοί, όπως ο Ανδρέας Ρηγόπουλος και ο Ρόκκος Χοϊδάς, εκλέγονταν με τους συνδυασμούς του Εθνικού
Κόμματος. Ταυτόχρονα, όμως πολλοί δηληγιαννικοί βουλευτές φορούσαν στις
συνεδριάσεις της Βουλής φουστανέλα. Το ίδιο το κόμμα εξέφραζε μια πλατειά
κοινωνική συμμαχία της παλιάς ελλαδικής άρχουσας τάξης, μικροαστικών στρωμάτων
και συντεχνιών των πόλεων. Δεν μπορεί να προσδιοριστεί με το σύγχρονο
διαχωρισμό «αριστερά - δεξιά». Ακόμη και αυτός ο διαχωρισμός
«παραδοσιακού-εκσυγχρονισμού» εξίσου δεν μπορεί να γίνει κατανοητός έξω από το
πλαίσιο και τα νοήματα εκείνης της εποχής.
Κώστας Παλούκης εφημ. Σκριπ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου